Μερικές από τις πιο συνηθισμένες είναι οι εξής: - Ασταθής εμμηνόρροια. Η γυναίκα μπορεί να μην έχει περίοδο κάθε μήνα, μπορεί να έχει περίοδο πολύ συχνά ή πολύ αραιά, να χάνει πολύ αίμα σε κάθε περίοδο ή να έχει απρόβλεπτη περίοδο. - Παχυσαρκία. Έως και το 80% των γυναικών που πάσχουν από το σύνδρομο είναι παχύσαρκες. - Υπερτρίχωση/δασυτριχισμός. Περισσότερο από το 70% των γυναικών με το σύνδρομο έχουν αυξημένη τριχοφυΐα στο πρόσωπο, το στήθος, την κοιλιά ή/και στο άνω μέρος των μηρών. Η αυξημένη τριχοφυΐα οφείλεται στην υπερπαραγωγή των ανδρογόνων. - Σοβαρή ακμή ή ακμή που εκδηλώνεται μετά την εφηβεία και δεν ανταποκρίνεται στις κλασικές θεραπείες και επίμονα λιπαρό δέρμα. Και αυτά οφείλονται στην υπερπαραγωγή των ανδρογόνων. - Αραίωση των μαλλιών και ανδρικού τύπου αλωπεκία (τριχόπτωση). Επίσης είναι απόρροια των αυξημένων ανδρογόνων. - Μελανίζουσα ακάνθωση. Είναι μία δερματική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από σημεία πάχυνσης του δέρματος, το οποίο αποκτά επίσης σκούρο καφέ ή μαύρο χρώμα. Τα σημεία αυτά αναπτύσσονται κυρίως στον αυχένα, τα μπράτσα, κάτω από τους μαστούς ή στους μηρούς. - Υπογονιμότητα. Το σύνδρομο αποτελεί μία από τις κύριες αιτίες γυναικείας υπογονιμότητας. Κάθε γυναίκα που πάσχει από το σύνδρομο μπορεί να παρουσιάζει λίγα ή πολλά από τα
Με την εξέταση αυτή, προσδιορίζεται το ποσοστό των σπερματοζωαρίων που φέρουν κατακερματισμένο DNA. Έχει δηλαδή ως σκοπό να φανερώσει αλλοιώσεις των δομικών συστατικών του DNA των σπερματοζωαρίων (κατακερματισμός χρωματίνης), που δεν αντικατοπτρίζονται στη μορφολογία, κινητικότητα ή συγκέντρωση των σπερματοζωαρίων. Ως συμπληρωματική εξέταση λοιπόν του σπερμοδιαγράμματος, προτείνεται σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, όπως εκείνες της ανεξήγητης υπογονιμότητας ή σε ζευγάρια υποψήφια για ενδομήτρια σπερματέγχυση, κατά την κρίση της επιστημονικής ομάδας της μονάδας. Η εξέταση αυτή, λοιπόν, προσπαθεί να καλύψει την ανάγκη για νέους, βελτιωμένους δείκτες ανδρικής υπογονιμότητας. Όπως φαίνεται άλλωστε από αρκετές δημοσιεύσεις στη διεθνή βιβλιογραφία, ο κατακερματισμός του DNAτων σπερματοζωαρίων είναι πιθανό να συνδέεται με μειωμένη ικανότητα γονιμοποίησης, ελλιπή ανάπτυξη του εμβρύου, αυξημένη πιθανότητα αποβολής του εμβρύου και μειωμένα ποσοστά εγκυμοσύνης μετά από προσπάθειες υποβοηθούμενης αναπαραγωγής. Έχει καταγραφεί επίσης, ότι ο κατακερματισμός του DNAτων σπερματοζωαρίων είναι μια αναστρέψιμη διαδικασία και ενδέχεται η χορήγηση συγκεκριμένων βιταμινών και αντιοξειδωτικών παραγόντων να μπορεί να βοηθήσει προς την επιθυμητή κατεύθυνση.
Το 11% των ζευγαριών σε ηλικία αναπαραγωγής στις Η.Π.Α δυσκολεύεται να συλλάβει παιδί ή να ολοκληρώσει μία εγκυμοσύνη. Περίπου στο 1/3 αυτών υπάρχει θέμα υπογονιμότητας στις γυναίκες, στο 1/3 είναι λόγω ανδρών και το υπόλοιπο ποσοστό ανήκει σε ανεξήγητους παράγοντες ή πρόβλημα και των δύο. Αν ένα ζευγάρι κάνει έρωτα χωρίς προφυλάξεις περισσότερο από 1 χρόνο αλλά δεν συλλαμβάνει, πρέπει να απευθυνθεί σε γιατρό. Το 65% των ζευγαριών που λαμβάνουν θεραπεία για θέματα γονιμότητας καταφέρνουν τελικά να κάνουν παιδί. Πάμε να δούμε τα πιο κλασικά αίτια που προκαλούν υπογονιμότητα στις γυναίκες.
Οι ωοθήκες είναι δύο μικρά όργανα τοποθετημένα στη γυναικεία πύελο (λεκάνη) δεξιά και αριστερά από τη μήτρα. Οι γυναίκες έχουν στις ωοθήκες τους ωοθυλάκια. Τα ωοθυλάκια είναι μικρές κύστες με υγρό που η καθεμία περιέχει ένα ωάριο. Κάθε μήνα περίπου 20 ωάρια ξεκινούν να ωριμάζουν, αλλά συνήθως μόνο ένα, σπάνια δύο, γίνεται 'κυρίαρχο'. Ωριμάζοντας το ωάριο, τα ωοθυλάκια συσσωρεύουν υγρό αυξάνοντας σε μέγεθος. 'Οταν το ωάριο ωριμάσει το ωοθυλάκιο σπάει απελευθερώνοντας το ωάριο, το οποίο περνώντας από τις σάλπιγγες, μεταφέρεται στη μήτρα για γονιμοποίηση. Η ρήξη του ωοθυλακίου και η απελευθέρωση του ωαρίου ονομάζεται ωορρηξία. Στις γυναίκες με σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών, οι ωοθήκες δεν παράγουν όλες τις ορμόνες που χρειάζεται ένα ωοθυλάκιο για να ωριμάσει. Αρχίζουν περίπου 20 να μεγαλώνουν και να συσσωρεύουν υγρό, αλλά κανένα δεν μεγαλώνει αρκετά. Έτσι κάποια απ’ αυτά μπορούν να παραμείνουν στις ωοθήκες ως κύστες, αφού κανένα ωοθυλάκιο δεν ωριμάζει, δεν έχουμε ωορρηξία, άρα δεν έχουμε τη δεύτερη φάση του κύκλου με την παραγωγή προγεστερόνης. Χωρίς προγεστερόνη, η περίοδος είναι ασταθής ή απούσα. Επίσης οι κύστες που παραμένουν, παράγουν ανδρικές ορμόνες που παρεμβαίνουν στην επόμενη ωορρηξία, εμποδίζοντάς την.
Η ΕΛΛΕΙΨΗ ωορρηξίας- η γυναίκα δεν έχει σταθερό κύκλο ή δεν έχει καθόλου περίοδο- είναι μία από τις κύριες αιτίες υπογονιμότητας. «Η φαρμακευτική αγωγή είναι η απάντηση στην έλλειψη ωοθυλακιορρηξίας, αφού τα ποσοστά επιτυχίας είναι υψηλά. Επίσης, συχνό πρόβλημα που εντοπίζεται κατά τις ιατρικές εξετάσεις είναι η απόφραξη ή οι συμφύσεις στις σάλπιγγες», λέει στα «ΝΕΑ» ο κ. Ιωάννης Μεσσήνης, μαιευτήρας-γυναικολόγος, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. Η διάνοιξη με λαπαροσκόπηση είναι η συνηθέστερη μέθοδος αντιμετώπισης των προβλημάτων στις σάλπιγγες, με απαραίτητη ωστόσο προϋπόθεση η γυναίκα να είναι έως 35 ετών- διαφορετικά συνιστάται εξ αρχής η λύση της εξωσωματικής γονιμοποίησης. Η ενδομητρίωση (ανάπτυξη ενδομητρικού ιστού έξω από τη μήτρα σε άλλες περιοχές του σώματος- συνεπώς είναι «αφύσικες» θέσεις) αποτελεί έναν ακόμη «συνήθη ύποπτο» για τη γυναικεία υπογονιμότητα. «Και σε αυτήν την περίπτωση όμως, η χειρουργική επέμβαση δεν αποτελεί πάντα τη λύση. Η ενδομήτρια σπερματέγχυση και εν συνεχεία- εάν οι προσπάθειες δεν πετύχουν- η εξωσωματική γονιμοποίηση είναι κλασικές μέθοδοι που συστήνονται σε γυναίκες με ελαφρά ενδομητρίωση», προσθέτει ο κ. Μεσσήνης.
Φλεγμονώδεις βλάβες αναδεικνύονται και στο TESTPAP, αλλά είναι μη ειδικές. Η θυλακώδης τραχηλίτιδα είναι ενδεικτική, αλλά όχι παθογνωμονική για χλαμυδιακή λοίμωξη. Για τη μικροβιολογική διάγνωση χρησιμοποιούνται ενδοτραχηλικά ή κολπικά δείγματα ή δείγματα από ούρα, με εξίσου καλά αποτελέσματα. Όλες οι ασθενείς πρέπει να ελέγχονται και να θεραπεύονται για τη παρουσία βακτηριακής κολπίτιδας και τριχομονάδων. Η άμεση μικροσκόπηση υγρού επιχρίσματος (wetprep) αναδεικνύει T. Vaginalis με ευαισθησία περίπου 50%. Ως εκ τούτου, γυναίκες με τραχηλίτιδα και αρνητική μικροσκόπηση για τριχομονάδες θα πρέπει να ελέγχονται περαιτέρω με καλλιέργεια ή αντιγονική μέθοδο. Ανάλογα με τη κλινική παρουσίαση, η ερπητική λοίμωξη επιβεβαιώνεται με ιική καλλιέργεια (ενεργές βλάβες στα γεννητικά όργανα), PCR (καλύτερη ευαισθησία), άμεσο ανοσοφθορισμό και ειδικό ουρολογικό έλεγχο. Συνιστάται επίσης συμβουλευτική παρέμβαση και έλεγχος για HIV λοίμωξη .