Αυτό που δεν ξέρουν και ούτε υποψιάζονται (καθότι fanboys, όπως λέει κι ο τίτλος) είναι πως το Ιερό τους Δισκοπότηρο δεν είναι παρά μια κινηματογραφική προσβολή, αλλά η γλυκιά ταινία του Kάιλ Νιούμαν αποφεύγει έξυπνα την παγίδα του concept της κάνοντας όλη την περιπέτεια των 5 φίλων να είναι για το ταξίδι κι όχι για τον προορισμό.
Ο οποίος προορισμός είναι γεμάτος αμφιβόλου ποιότητας χιούμορ στοχευμένου αποκλειστικά σε μια hardcore μερίδα του κοινού που δεν αγαπάει απαραιτήτως το "Star Wars", αλλά θα πρέπει να ξέρει να ξεχωρίσει τον Γουίλιαμ Σάτνερ μέσα σε σκιές, να πιάσει την εμφάνιση του Μπίλι Ντι Γουίλιαμς ως Δικαστή Ράινχολντ και να αντιλαμβάνεται το κλείσιμο του ματιού της εμφάνισης του Χάρι Νόουλς.
Τα αστεία γενικώς είναι χοντροκομμένα και βασίζονται αποκλειστικά στην ποπ αναφορά και στις καμέο εμφανίσεις, αλλά αν δεν είχατε άγνωστες λέξεις στην προηγούμενη πρόταση θα βρείτε πράγματα να γελάσετε. (Υπάρχει μια διπλή εμφάνιση του Σεθ Ρόγκεν που είναι αστεία, φαντάζομαι, με έναν απενοχοποιημένα ανώριμο τρόπο.)
Οι συναισθηματικές διαδρομές των χαρακτήρων προς την ωρίμανση είναι προφανείς, αλλά καταλήγουν σε μια απρόσμενα ειλικρινή νότα. Και οι μουσικές επιλογές είναι προβλέψιμα '90s, αλλά ποιος στραβώνει όταν ακούει ακόμα και για χιλιοστή φορά τους Chumbawamba;
Η ταινία δεν έχει ψευδαισθήσεις κουλ μεγαλείου, δεν προσποιείται καν πως μπορεί να πει τίποτα σε κοινό πέραν εκείνου στο οποίο τελικά θα πει κάτι, και δεν θεωρεί καν πως αυτό που λέει είναι και τόσο σημαντικό. Το "Fanboys" απλώς είναι αυτό που είναι. Μια μικρή, γλυκιά ταινιούλα γεμάτη αστεία με τα οποία θα γελάγατε σίγουρα το 1998.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
ΤΗΕ ΒΑΝQUΕΤ
Στη μεσαιωνική Κίνα ο ηγέτης ενός βασιλείου δολοφονείται από τον αδερφό του ο οποίος διεκδικεί, φυσικά, και τη γυναίκα του εκλιπόντος...
Δεν ξέρω γιατί, παρακολουθώντας αυτό το γυαλιστερό έπος στο περασμένο φεστιβάλ Βενετίας, περισσότερο και από την ίδια την ταινία το μυαλό μου ήταν στην... Ολυμπιάδα του Πεκίνου και στην κινεζική επέλαση ανά τον κόσμο. Υστερα πάλι σκεφτόμουνα ότι κάποιοι γνωστοί μου μαθαίνουν κινέζικα, προσπαθώντας να μην χάσουν το τρένο. Λοιπόν το πρόβλημα ξεκινά εδώ ακριβώς από την ανάποδη, όταν δηλαδή οι Κινέζοι προσπαθούν με κάθε τρόπο να χαϊδέψουν τα δυτικά μάτια, μιλώντας στη «γλώσσα» μας. Το Banquet δεν ξεφεύγει από αυτό τον κανόνα, πασχίζοντας για εξαγωγή. Ενα σενάριο που δανείζεται από τον αναγνωρίσιμο «Αμλετ» και τον «Μάκβεθ», μια απαστράπτουσα παραγωγή να σου πέφτει το σαγόνι, σκηνές, χορογραφημένες από την ομάδα του Τίγρη Και Δράκου που σου κόβουν την ανάσα και όμως το αποτέλεσμα δε συνιστά παρά μια φολκλορική καλλιγραφία με το βάθος μιας χαλκομανίας. Κοινώς όλα τα συστατικά που έβαλαν ξανά στο παιχνίδι το εμπορικό ασιατικό σινεμά πάνε στράφι, καθώς μια (ελαφρώς χαοτική) τραγωδία αυτών των διαστάσεων οφείλει τουλάχιστον να δίνει την ελάχιστη προσοχή στους χαρακτήρες της και κυρίως να μην εμπιστεύεται ένα τόσο σκοτεινό ρόλο στη γλυκύτατη Ζανγκ Ζιγί, τον κατεξοχήν πολιορκητικό κριό της φιλόδοξης παραγωγής. Φοβάμαι λοιπόν ότι οι δυτικές πόρτες δεν θα ανοίξουν εύκολα...
ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΑΔΑΜΙΔΗΣ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Ιστορίες Καθημερινής Τρέλας
Την επιτήδευση πολλών ευρωπαϊκών καλλιτεχνικών ταινιών της δεκαετίας του 70 κουβαλά ως κατάλοιπο στους ώμους της η μουδιασμένη αυτή προσπάθεια του Φερέρι να «μεταφράσει» το παρακμιακό λογοτεχνικό σύμπαν του Τσαρλς Μπουκόφσκι στην οθόνη, στηρίζοντάς το στα αυτοβιογραφικά και ερωτικά φορτισμένα διηγήματά του. Στο ρόλο του αλκοολικού συγγραφέα που βουλιάζει σταδιακά στην απελπισία και τη φθορά με φόντο ένα Λος Αντζελες των απόβλητων, των περιθωριακών και των χαμένων ψυχών, ο Μπεν Γκαζάρα είναι και το μεγαλύτερο, ίσως, ατού ολόκληρου του φιλμ. Ολα τα υπόλοιπα ταλαντεύονται άγαρμπα ανάμεσα στην ξεπερασμένη ποιητικότητα των διαλογικών μερών, τον ρεαλισμό που αντλεί ο Ιταλός σκηνοθέτης από τον ακραίο μικρόκοσμο που καλείται να απαθανατίσει και τη χάρμα οφθαλμών παρουσία της Ορνέλα Μούτι στο ρόλο μιας αυτοκαταστροφικής πόρνης. Λ.Κ.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Η Αδελφή μου κι Εγώ
Mελούρα βασισμένη σε βιβλίο της γνωστής συγγραφέως νεανικών tear-jerkers Τζόντι Πικούλ, η ταινία του Νικ Κασσαβέτη κάνει οτιδήποτε είναι δυνατόν να κάνει ποτέ μια ταινία για να υποχρεώσει το θεατή να κλάψει, αλλά προσωπικά έφυγα από την αίθουσα περισσότερο οργισμένος παρά στεναχωρημένος.
Ο ίδιος άνθρωπος μας έχει δώσει στο παρελθόν το "Ημερολόγιο" που δεν έχω καμία απολύτως ενοχή στο να παραδεχτώ πως είναι από τις αγαπημένες μου ταινίες των τελευταίων ετών, και πως όσες φορές κι αν το βλέπω δε μπορώ να συγκρατήσω τα δάκρυά μου. Έχοντας λοιπόν πετύχει στην καριέρα του μια θαυμάσια ισορροπία του συγκινητικού και του ειλικρινούς, είναι να απορείς τι τον κατέλαβε και παρέδωσε εδώ μια πλήρως ξεδιάντροπη στις προθέσεις της ιστορία, για απόλυτα υπέροχους ανθρώπους που τους συμβαίνουν απολύτως τραγικά πράγματα.
Η ταινία προσποιείται πως μιλά με ειλικρίνεια για μια συγκεκριμένη ατυχή κατάσταση, αλλά στην πραγματικότητα εξαρτάται σε φοβερό βαθμό από την ακρότητα σε σκιαγραφήσεις χαρακτήρων και καταστάσεων και σε ανόητες ανατροπές, μετατρέποντας τον συναισθματικό εκβιασμό σε αποκλειστικό όχημα συγκίνησης.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Το Χρήμα
Δεν ξέρω αν υπάρχει άλλη φιλμογραφία μεγάλου δημιουργού που να κλείνει με τόσο αυστηρή συνέπεια όπως αυτή του Ρομπέρ Μπρεσόν. Το κύκνειο άσμα του ορίζεται τόσο ως σύνοψη ολόκληρου του έργου του όσο και ως νομοτελειακή εξέλιξη των μέσων, ιδεών και τεχνικής που ο ίδιος καθιέρωσε.
Βασισμένη σε ένα διήγημα του Λέοντα Τολστόι με τίτλο «Το Πλαστό Χαρτονόμισμα», το «Χρήμα» είναι η πιο «καθαρή» ταινία του Μπρεσόν, το σημείο μηδέν μιας κινηματογραφικής θεώρησης που εδώ, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη προηγούμενη απόπειρα, βρίσκει το σινεμά απογυμνωμένο από οτιδήποτε περιττό. Αφαιρώντας κάθε επιτήδευση (ερμηνείες, μουσική, ψυχολογία των ηρώων, κάθαρση) από την αφήγηση του, ο Μπρεσόν κινηματογραφεί τελικά με το «Χρήμα» την πτώση του Δυτικού Πολιτισμού σαν έναν επιθανάτιο ρόγχο που ζητάει χωρίς ίχνος οίκτου τη θεία χάρη.
Ο Ιβόν, γνήσιος απόγονος του Ρασκόλνικοφ από το «Εγκλημα Και Τιμωρία» του Ντοστογιέφσκι δεν είναι παρά ο απόλυτος μπρεσονικός ήρωας, ένα σύμβολο της αδυναμίας της ανθρώπινης φύσης να επιλέξει το «καλό» μέσα σε έναν κόσμο όπου οι έννοιες της συγχώρεσης, της μετάνοιας και της τιμωρίας μοιάζουν πια χωρίς νόημα. Και που ο Μπρεσόν, στα 81 του χρόνια, θα τις ορίσει από την αρχή σε μια βασανιστική διαδρομή που ξεκινάει από μια σύμπτωση, κορυφώνεται σε μια σκηνή φόνου, όπου αυτό που δεν φαίνεται μοιάζει πιο άγριο από το προφανές, και ολοκληρώνεται σε ένα από τα πιο μεγαλειώδη φινάλε της ιστορίας του κινηματογράφου.
ΜΑΝΩΛΗΣ ΚΡΑΝΑΚΗΣ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Η Εκδίκηση της Καταλίν Βάργκα
Η ιστορία πίσω από τη δημιουργία της ταινίας είναι σχεδόν τόσο συναρπαστική όσο το ίδιο φιλμ: Ο Πίτερ Στρίκλαντ -που μιλά μεταξύ άλλων και ελληνικά- κατόρθωσε με πολύ κόπο να ολοκληρώσει και να προβάλει την ταινία που απέσπασε την Αργυρή Αρκτο στο περσινό Φεστιβάλ Βερολίνου. Ο Αγγλος σκηνοθέτης χρηματοδότησε μόνος του την παραγωγή με μια μικρή κληρονομιά που του άφησε ένας θείος του πεθαίνοντας. Με λιγότερα από 30.000 ευρώ και γυρίσματα στα βουνά της Τρανσυλβανίας που εκτείνονταν σε μια περίοδο τεσσάρων χρόνων, ο Στρίκλαντ δυσκολεύτηκε εξίσου να βρει υποστήριξη για την ολοκλήρωση της ταινίας μέχρι που ένας Ρουμάνος παραγωγός αναγνώρισε τις φοβερές δυνατότητες του υλικού και έδωσε τα απαραίτητα χρήματα. Ενα χρόνο μετά, η ταινία θα γινόταν η αποκάλυψη της Μπερλινάλε - εντελώς δικαιολογημένα.
Ενώ η ιστορία της Κάταλιν Βάργκα δεν είναι ιδιαίτερα πρωτότυπη, αντλώντας την καταγωγή της από τις ταινίες εκδίκησης και τα road movies, η ένταση της κινηματογράφησης και η ευφυής χρήση της μουσικής τη διαφοροποιούν κι από τα δύο είδη. Εκεί γίνεται περισσότερο ευδιάκριτος και ο θαυμασμός του σκηνοθέτη για τον Ντέηβιντ Λιντς, το Eraserhead του οποίου τον ενέπνευσε να γίνει σκηνοθέτης. Με νουάρ και θρίλερ πινελιές, η ηχητική μπάντα αποδίδει στο ταξίδι μιας γυναίκας προς την εξιλέωση μια διάσταση σχεδόν μεταφυσική.
Αυτό που κάνει την ταινία τόσο ξεχωριστή όμως, είναι η σκιαγράφηση του χαρακτήρα με τον οποίο έρχεται αντιμέτωπη στο τέλος η Κάταλιν Βάργκα. Το πρόσωπο το οποίο αναζητά από την αρχή της ταινίας δεν εμφανίζεται για να προσφέρει εκτόνωση για το θεατή ή εύκολες λύσεις. Θύμα και θύτης ζυγιάζονται με τρόπο ανάλογο από την κάμερα χωρίς η πλάστιγγα να γέρνει υποκριτικά προς τη μία πλευρά ή την άλλη.
Η εκπληκτική Χίλντα Πέτερ στον πρωταγωνιστικό ρόλο αποτελεί άλλη μια αποκάλυψη της ταινίας, ενώ τα ρουμάνικα τοπία, το κάρο που χρησιμοποιούν ως μεταφορικό μέσο και τα αραιοκατοικημένα χωριά δίνουν την αίσθηση πως η ιστορία θα μπορούσε να διαδραματίζεται στον 19ο αιώνα. Ο σκηνοθέτης ωστόσο παίζει έξυπνα με το εύρημα αυτό χωρίς να ξεχνά στιγμή να μας υπενθυμίζει το σύγχρονο της υπόθεσης.
Φαίδρα Βόκαλη
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Ξινή Ζωή
H υποκρισία της κοινωνίας της αφθονίας και η κατάρρευση του αμερικανικού ονείρου μπαίνει στο στόχαστρο αυτής της γλυκόπικρης κομεντί, που στέκεται αξιοπρεπώς ανάμεσα στις αναρίθμητες ταινίες του είδους, με φόντο την αμερικανική suburbia της δεκαετίας του '70. Εκεί, ο νεαρός Σκοτ (Κίραν Κάλκιν) ζει προστατευμένος στην φαινομενικά τέλεια οικογένειά του και το μόνο που μοιάζει να απειλεί την ευμάρεια του σπιτιού είναι η νόσος Λάιμ, που έχει μόλις κάνει την εμφάνισή της στα προάστια. Η σπάνια αυτή ασθένεια είναι εκφυλιστική, μη ιάσιμη και μεταδίδεται μέσω τσιμπουριών, γι'αυτό και απαντάται πιο συχνά σε τόπους εξοχικούς. Γρήγορα, ωστόσο, ο Σκοτ θα καταλάβει ότι η αρρώστια που κατατρώει τον γείτονά του και πατέρα της κοπέλας με την οποία είναι ερωτευμένος, είναι το μικρότερο από τα προβλήματα που χρειάζεται να αντιμετωπίσει.
Με τον εργασιομανή πατέρα (Αλεκ Μπόλντουιν) και την υπερπροστατευτική μητέρα του στα πρόθυρα του διαζυγίου, τον αδερφό του να κατατάσσεται στον αμερικανικό στρατό και τη συνομίληκή του γειτόνισα να ανταποκρίνεται στον έως τότε ανεκπλήρωτο έρωτά του, ο Σκοτ αναγκάζεται να περάσει στην ενηλικίωση λίγο πιο απότομα απ'όσο φανταζόταν. Την ίδια στιγμή, μια Αμερική που αλλάζει μέρα με τη μέρα, δείχνει το υποκριτικό της πρόσωπο μέσα από ψεύτικες σχέσεις και ταξικές διαφορές, δηλητηριάζοντας την κατασκευασμένη ευημερία, όπως το τσιμπούρι με τη νόσο του Λάιμ όσους προσβάλλει. Σύσσωμο το καστ δίνει μαθήματα υποκριτικής, ο Μάρτιν Σκορσέζε συμμετέχει στην παραγωγή και η ταινία τιμήθηκε με το βραβείο FIPRESCI στο Φεστιβάλ του Τορόντο ενώ για πρώτη φορά προβλήθηκε στην Ελλάδα στις Νύχτες Πρεμιέρας.
Φαίδρα Βόκαλη
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Ταξίδι Στη Μυτιλήνη
Φυσικά δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε ότι και αυτή η ταινία του βετεράνου πλέον Λάκη Παπαστάθη, αφορά ένα ταξίδι, «ένα εσωτερικό ταξίδι επιστροφής στο γενέθλιο τόπο» σύμφωνα με τα λόγια του ίδιου. Όπως και στο προηγούμενο φιλμ του (Το Μόνον της Ζωής του Ταξείδιον) ο σκηνοθέτης τοποθετεί σε πρώτο πλάνο τη μνήμη και τη νοσταλγία. Εδώ, σε αντίθεση με το ονειρικό ταξίδι του παππού του συγγραφέα Γεώργιου Βιζυηνού, το ταξίδι είναι πρωτίστως γεωγραφικό αλλά όπως πάντα και υπαρξιακό. Αυτό από μόνο του δεν είναι αρνητικό. Όπως δεν είναι αρνητικό ο σκηνοθέτης να μένει ακέραια πιστός στη φόρμα που τον εκφράζει καλλιτεχνικά (δεκαετίες βέβαια στη συγκεκριμένη περίπτωση), και να εμπνέεται από τα γεγονότα που σημάδεψαν τη ζωή του, την παιδική του ηλικία και την κοινωνική του συνείδηση. Αυτό που είναι αρνητικό εδώ είναι τα μέσα που χρησιμοποιεί. Ο Παπαστάθης σε αυτό το έργο επιλέγει να μην βλέπουμε το πρόσωπο του ξενιτεμένου ήρωα που επιστρέφει αλλά να βλέπουμε μέσα από τα «μάτια» του που είναι η κάμερα. Υποκειμενικά πλάνα του ανθρώπου που επιστρέφει. Συγχρόνως τοποθετεί τον ήρωα να κρατά μια κάμερα συνέχεια ώστε να κινηματογραφεί και να δημιουργεί έτσι την απαραίτητη απόσταση της εσωτερικής του κατάστασης (που φυσικά στην αρχή είναι πολύ αμήχανη) με την πραγματικότητα που αντιμετωπίζει στον γενέθλιο του τόπο. Το τέχνασμα που επιλέγει ο σκηνοθέτης είναι μια συνεχής εναλλαγή από ασπρόμαυρα και έγχρωμα πλάνα που όχι μόνο κουράζουν το θεατή αλλά είναι και ακατανόητα για ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα. Με αυτό τον τρόπο η ταινία χάνει και σε πρωτοτυπία αλλά κυρίως «χάνει» τον θεατή. Κωνσταντίνος Αϊβαλιώτης
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Πίστεψέ Με
Αν και το σενάριο του Ρόμπερτ Φέστινγκερ δεν απέχει πολύ από τη βραδυφλεγή σπουδή πάνω στις διεργασίες της αυτοδικίας που μας είχε παρουσιάσει ο ίδιος το 2001 με τα «Μυστικά της Κρεβατοκάμαρας» («In the Bedroom»), είναι δυστυχώς εμφανής η αδυναμία του ηθοποιού Ντέιβιντ Σουίμερ (ή αλλιώς Ρος από τα «Φιλαράκια»!) ως σκηνοθέτη να αντιμετωπίσει το ακανθώδες θέμα του «Trust» με τη διακριτικότητα που του αναλογεί.
Το τέλος της αθωότητας για την άγουρη ηρωίδα (αποκαλυπτική η νεαρή Λιάνα Λιμπεράτο) έρχεται με τον πιο ανατριχιαστικό τρόπο, ωστόσο διόλου απίθανο και υπερβολικό στον άγριο τούτο κόσμο που ζούμε. Όμως παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των πρωταγωνιστών του να αναδείξουν τις πιο εσωτερικές πτυχές των καθόλα δικαιολογημένων ακραίων αντιδράσεών τους, ο Σουίμερ παρασύρεται σε ένα δριμύ κατηγορώ ενάντια στον κυνηγό ανήλικων κοριτσιών και τους ομοίους του, διαλύοντας εν μέρει το ισορροπημένο πορτρέτο εφηβική σύγχισης που με τόση προσοχή έχει χτίσει. Για να καταλήξει, με μια ολότελα περιττή σκηνή, εμβόλιμη στους τίτλους τέλους, σε απλοϊκή προειδοποίηση για τους κινδύνους του online dating ή ακόμα χειρότερα ως συναγερμός για τα φαινομενικά «φυσιολογικά» τέρατα που κρύβονται ανάμεσά μας.
Η στάση του Σουίμερ, αν και θεμιτή, ταιριάζει τελικά περισσότερο με την ακτιβιστική του δράση ως ενεργό μέλος ιδρύματος για τα θύματα βιασμών και λιγότερο με τις καλλιτεχνικές φιλοδοξίες του ως σκηνοθέτης. Όσο για την προσπάθειά του να αγγίξει το μείζον θέμα της κοινωνική συνενοχής, βάζοντας τον εξαγριωμένο πατέρα και στέλεχος διαφημιστικής εταιρείας (Κλάιβ Όουεν) να ανακαλύπτει την πυρίτιδα, δηλαδή την καθημερινή προβολή από τα media των εφηβικών κορμιών ως σεξουαλικά αντικείμενα, είναι καλοπροαίρετη αλλά αφελέστατα διατυπωμένη.
Θανάσης Πατσαβός
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Τα Μικρά Όνειρα της Νιότης Μου
Πόσο καταπιεστικές μπορεί να είναι οι μνήμες του παρελθόντος μας ή αντίθετα πόσο λυτρωτικές;
Στο ερώτημα αυτό επιχειρεί να απαντήσει ο Σαμ Γκαρμπάρσκι ("Irina Palm") με το νέο του φιλμ, ένα δράμα φαντασίας πάνω στις χαμένες ευκαιρίες, όπου 55αρης κομίστας, μετά από ένα λιποθυμικό περιστατικό στο νεκροταφείο του γενέθλιου χωριού του, ξαναγίνεται 15 χρονών και ζει από την αρχή (αλλά με την ενήλικη γνώση του) την πιο δύσκολη συναισθηματικά και οικογενειακά φάση της εφηβικής του ηλικίας.
Όμορφη σαν ιστορία, τρυφερά ερμηνευμένη και εξαίρετη στην ανασύνθεση του κλίματος της εποχής (ένα γαλλικό χωριό το καλοκαίρι του 1967), η ταινία μολαταύτα δίνει την εντύπωση του deja vu, ενώ οι αφηγηματικοί ρυθμοί παραείναι υποτονικοί για να συντηρήσουν το ενδιαφέρον μας για την κύρια δραματική αιχμή - την επικείμενη φυγή του πατέρα από την οικογενειακή εστία.
Ρόμπυ Εκσιέλ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Αγοροκόριτσο
H Γαλλίδα σκηνοθέτις Σελιν Σιαμά, μετά το εξαιρετικό της ντεμπούτο «Water Lillies», βραβευμένο μάλιστα στις Νύχτες Πρεμιέρας Conn-x το 2008, επιστρέφει με ένα ατμοσφαιρικό δράμα στην αγαπημένη της θεματική της αναζήτησης σεξουαλικής ταυτότητας. Το «Αγοροκόριτσο» του τίτλου είναι η μικρή Λορ, που αλλάζει γειτονιά και συστήνεται στην ντόπια Λίσα ως «Μίκαελ», χωρίς να φαντάζεται ότι το «αθώο» της ψέμα θα προκαλέσει ουκ ολίγα προβλήματα.
Κι αν οι περιπέτειες μιας εκδρομής για κολύμπι ή του κλασικού διαλείμματος για τουαλέτα φωνάζουν «κωμωδία», ο παιδικός έρωτας της Λίσα για την Λορ/Μίκαελ θα γείρει την πλάστιγγα προς το τραγικό, αναγκάζοντας την πρωταγωνίστρια να επιλέξει ανάμεσα στις δυο της ταυτότητες. Αποσπώντας εξαιρετικές ερμηνείες από τους νεαρούς ηθοποιούς, η Σιαμά καταγράφει με υπέροχα διακριτικό τρόπο τα βάσανα της παιδικής ηλικίας, σε ένα θέμα ευαίσθητο, που θα θέλαμε να βλέπαμε συχνότερα στη μεγάλη οθόνη.
Φαίδρα Βόκαλη
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Τρίο
Μετά από δυο απόπειρες να διευρύνει τους σκηνοθετικούς του ορίζοντες με μεγαλύτερες, πιο φιλόδοξες παραγωγές, μία αρκετά πετυχημένη («Το Άρωμα: Η Ιστορία ενός Δολοφόνου», 2006) και μια όχι τόσο («The International», 2009), o Τομ Τίκβερ επιστρέφει στο πιο προσωπικό σινεμά, με ένα ενήλικο ανάλαφρο δράμα/κομεντί, που για άλλη μια φορά διαπραγματεύεται την φύση των ερωτικών σχέσεων και την επιρροή της τύχης και της μοίρας, αλλά και των προσωπικών επιλογών, στις αποφάσεις ζωής.
Ο Γερμανός σκηνοθέτης βρίσκει και πάλι κάτι από την σπιντάτη ενέργεια που πλημμύριζε τις ταινίες που απογείωσαν το όνομά του, και χτίζει για τους ήρωές του έναν urban σύμπαν απόλυτα σύγχρονο (και χαρακτηριστικά Βερολινέζικο), όπου οι άνθρωποι προβληματίζονται για την έρευνα στα βλαστοκύτταρα, επισκέπτονται θέατρα και ψαγμένες γκαλερί 'καταναλώνοντας' τέχνη, και αντιμετωπίζουν ερωτήματα για την ζωή, τον θάνατο και τις ερωτικές σχέσεις, σαν τους καλλιεργημένους μεσοαστούς που είναι. Όταν το κεντρικό ζευγάρι, που έχει πλέον φτάσει σε μια ζεστή αλλά κάπως βαρετή άνεση στην κοινή τους ζωή, γνωρίζει τον άνδρα που θα τους αλλάξει τις ισορροπίες, η σιγουριά για το τι θέλουν χάνεται και δίνει την θέση της σε μία κατάσταση που μοιάζει να είναι το μανιφέστο για μια νέα εποχή: τι θα γινόταν αν σταματούσαμε να αντιγράφουμε τα θέλω των άλλων και τα πρέπει των περισσότερων, και αντίθετα φτιάχναμε την ζωή και τις σχέσεις μας ακριβώς όπως θέλαμε εμείς;
Ο Τίκβερ βρήκε στους ηθοποιούς του, και ιδιαίτερα την αντισυμβατικής γοητείας Σόφι Ρόις, την τέλεια ισορροπία δραματικής και κωμικής ερμηνείας, δίνοντάς τους ζουμερές ατάκες και οξυδερκείς παρατηρήσεις για το τι σημαίνει να ζεις σε μια χαώδη κοινωνία όπως η σημερινή. Ο πιο ριγμένος από τους τρεις, βέβαια, είναι χωρίς αμφιβολία ο Ντέβιντ Στρίσο, του οποίου ο Άνταμ είναι ουσιαστικά αφηγηματικό εύρημα που εξυπηρετεί την πλοκή και τίποτα παραπάνω, αφήνοντας τον ηθοποιό να προσπαθεί να κάνει να νοιαστούμε για έναν χαρακτήρα που, σε αντίθεση με τους δύο παρτενέρ του, φαίνεται να έχει πλήρη συνείδηση του ποιος είναι και τι θέλει, και αντιπροσωπεύει τον τέλειο 'σύγχρονο άνθρωπο' με την φιλελευθεριάζουσα, γεμάτη με αναρίθμητες δραστηριότητες, απενεχοποιημένη ύπαρξή του.
Χωρίς να αποφεύγει τα κάποια κλισέ σε δραματουργικές εξελίξεις (η εγκυμοσύνη μοιάζει να είναι αναπόφευκτη αφηγηματική λύση για το 80% των κινηματογραφικών γυναικών που είναι σεξουαλικά ενεργές) ή και σεξουαλικά στερεότυπα (η Χάνα και ο Άνταμ ξεκινούν την σχέση τους μετά από ένα φλερτ ημερών και ένα ολοήμερο ραντεβού· για τον Σάιμον και τον Άνταμ μετά από ανώνυμο σεξ σε αποδυτήρια πισίνας), ο Τίκβερ παρουσιάζει μια ιστορία άκρως διασκεδαστική, καλογυρισμένη και έξυπνη, που, παρά το γεγονός ότι είναι γειωμένη στην σύγχρονη ερωτική και κοινωνικά πραγματικότητα, δεν διστάζει να αφεθεί σε πιο ονειρικές στιγμές και να κλείσει τους ήρωές της σε μια ιδανική (και μάλλον απίθανη) κατάληξη που αφήνει μια γλυκιά γεύση στο στόμα.
Χριστίνα Λιάπη
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Michael
Μπορεί τα μαύρα κατάστιχα της κοινωνίας με τα πλέον αξιοκατάκριτα και περιφρονητέα μέλη της να είναι γεμάτα σίριαλ κίλερ, βιαστές και -εσχάτως- πολιτικούς, αλλά υπάρχει μία κατηγορία ανθρώπων τόσο αποτρόπαια, που δεν έρχεται καν αμέσως στον νου: οι παιδεραστές. Η σεξουαλική συνεύρεση ενός ενήλικα με ένα παιδί πληγώνει σε τέτοιο βαθμό τη σύγχρονη κοινωνική συνείδηση που κάθε αναφορά σε αυτή μοιάζει όσο ταμπού και το περιεχόμενό της. Να λοιπόν που ο Αυστριακός σκηνοθέτης Μάρκους Σλάιντσερ έρχεται στο ντεμπούτο του να πραγματευτεί ακριβώς αυτό το ζήτημα χωρίς υπεκφυγές και ψευδο-εντυπωσιασμούς.
Ως διευθυντής κάστινγκ πολλών ταινιών του συμπατριώτη του, Μίκαελ Χάνεκε, ο Σλάιντσερ φαίνεται να έχει διδαχθεί καλά στη θητεία του το παγερό στυλιζάρισμα της αφηγηματικής αποστασιοποίησης και την απόλυτη οικονομία - σε διαλόγους, κινήσεις, ευρήματα. Δίχως ποτέ να γινόμαστε μάρτυρες των αποτρόπαιων πράξεων του Μίχαελ παρά μονάχα των κινήσεών του πριν και μετά από αυτές (π.χ. το πλύσιμο των γεννητικών οργάνων, το κλείδωμα τις πόρτας), έντρομοι διαπιστώνουμε πως ο παιδόφιλος δεν είναι κάποιο δύσμορφο τέρας, αλλά ένα απολύτως λειτουργικό μέλος της κοινωνίας. Το μάλλον προφανές γεγονός είναι αφόρητα βίαιο στην απεικόνισή του, που αποφεύγει επιμελώς να καταφύγει στην πρόκληση.
Η ρουτίνα του Μίχαελ και η εξάρτησή του από τον Βόλφγκανγκ, όχι μόνο για σεξουαλικές χάρες αλλά και ως υποκατάστατο συντρόφου/οικογένειας, καταγράφεται με την κλινική ακρίβεια ενός ημερολογίου εργαστηρίου και ο Σλάιντσερ γνωρίζει ακριβώς πώς να αγγίξει τη θερμοκρασία στην οποία παγώνει το αίμα. Η διαφορά του με τον ιδιοφυή συντοπίτη του είναι πως, στο τέλος, το ψυχρό του στυλιζάρισμα δεν φανερώνει κάποια κρυφή πτυχή της ανθρώπινης ύπαρξης ούτε κουβαλάει φιλοσοφικές αναζητήσεις: παραμένει ένα καλογραμμένο, αλλά δίχως βάθος, ημερολόγιο.
Φαίδρα Βόκαλη
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Η Κραυγή Ενός Ανθρώπου
«Η πισίνα είναι όλη μου η ζωή», λέει ο πρωταγωνιστής της ταινίας, ο σε γενικές γραμμές ανέκφραστος Άνταμ, για να εξηγήσει την απέραντη πίκρα του για τον παραγκωνισμό του από τη θέση του ως υπεύθυνου της πισίνας ενός πολυτελούς θερέτρου. Είναι απλά μια δουλειά που τον βοηθά να θυμάται τις παλιές του δόξες; Είναι κολακευμένος από το στάτους που του δίνει ένα χώρος με σαφή Δυτική νοοτροπία; Είναι δύσκολο να πει κανείς - αντίθετα με τον τίτλο της ταινίας, ο Άνταμ παραμένει σιωπηλός και χαμηλών τόνων, ένα πραγματικό αίνιγμα για τον θεατή, που καλείται παρόλ' αυτά να ακολουθήσει την γεμάτη δυσάρεστες εκπλήξεις ιστορία του και μια συγκλονιστική, καταστρεπτική ανατροπή.
Ευτυχώς η ταινία καταφέρνει, αν όχι να δικαιολογήσει μια τέτοια σοκαριστική απόφαση, τουλάχιστον να την βάλει με δεξιοτεχνία σε ένα κοινωνικό και δραματουργικό πλαίσιο ώστε να την αναγνωρίσεις ως ενδεικτική της γενικότερης παρακμής που φέρνει ο εμφύλιος πόλεμος, οι κοινωνικές συγκρούσεις, ακόμη και ο ερχομός των γηρατειών. Αξιοθαύμαστη είναι η αυτοπεποίθηση του σεναριογράφου και σκηνοθέτη Μαχάματ-Σαλέχ Χαρούν να αφήσει την ιστορία του να ξεδιπλωθεί με αργούς ρυθμούς και μεγάλες σιωπές, χωρίς μελοδραματικά ξεσπάσματα και υπερβολικές εξηγήσεις για τις πράξεις του κεντρικού ήρωα, όσο και αν αυτές οι επιλογές τελικά υπονομεύουν το μομέντουμ της ιστορίας και κουράζουν.
Το ύψιστο κοπλιμέντο για την ταινία, όμως, προορίζεται για τον χειρισμό του εμφυλίου πολέμου: χωρίς να προσπαθεί να απεικονίσει τις ίδιες τις εμφύλιες συγκρούσεις, τις αφήνει να αιωρούνται πάνω από την πλοκή, κρυμμένες μέσα σε ραδιοφωνικά δελτία, εικόνες από πρόσφυγες ή την κεντρική σκηνή της βίαιης στρατολόγησης του γιου του Άνταμ, και να επενδύουν τα τεκταινόμενα με αυθεντική ένταση και σασπένς.
Χριστίνα Λιάπη
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Όσλο, 31 Αυγούστου
Ο 34χρονος Άντερς βγαίνει από το κέντρο αποτοξίνωσης καθαρός, αλλά νιώθει προδομένος και αποστασιοποιημένος από κάθε ανθρώπινη σχέση που είχε στο παρελθόν. Είναι πλέον νηφάλιος, αλλά δεν αντιλαμβάνεται τι πραγματικά έχει να του προσφέρει η καινούρια του ζωή. Το «Oslo, August 31st» είναι μία σπαρακτική σπουδή στην μοναξιά και την μελαγχολία του σύγχρονου ανθρώπου, ένας καθρέφτης απέναντι στα αδιέξοδα της νεολαίας του 21ου αιώνα.
Ο Γιοακίμ Τρίερ, μετά την τεράστια φεστιβαλική επιτυχία που γνώρισε το 2006 με το ντεμπούτο του, «Reprise», επιστρέφει για να διασκευάσει το καλτ μυθιστόρημα «Le Feu Follet». Την ομώνυμη ταινία είχε γυρίσει και ο Λουί Μαλ, το 1963, σκιαγραφώντας ομοίως το σκοτεινά απαστράπτον πορτρέτο ενός άνδρα σε υπαρξιακή κρίση, ο οποίος ψάχνει να βρει νόημα σε μια ζωή που μοιάζει χαμένη. Το αποτέλεσμα αυτή τη φορά είναι ένα προκλητικό αρτ χάουζ φιλμ, γεμάτο από το σύγχρονο υπαρξιακό άγχος ενός νέου ανθρώπου σε κρίση, που ανταμείβει τον θεατή στο ακέραιο.
[Από τον Κατάλογο του 17ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας, όπου και προβλήθηκε η ταινία]
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Elena
Πάνω στη δομή της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, ο Ρώσος δημιουργός της «Επιστροφής» οργανώνει ένα μοντέρνο οικογενειακό θρίλερ που μοιάζει με πολιτική αλληγορία. Η ευτυχία και η ψευδαίσθησή της, η ηθική και το έγκλημα, η αθωότητα και η ενοχή, δοκιμάζονται με συνεχή ερωτήματα που μένουν αναπάντητα. Σκηνοθεσία στυλιζαρισμένη, μουσική υπνωτιστική, χαρακτήρες πολύπλευροι και εξαιρετικές ερμηνείες.
Δεν είναι απλή ταινία η «Ελένα». Στην αρχή μοιάζει με κοινωνικό- οικογενειακό δράμα: Ένα ηλικιωμένο ζευγάρι βιώνει τις ταξικές του διαφορές παίζοντας παιχνίδια εξουσίας. Στην συνέχεια, τα παιχνίδια αυτά αποκαλύπτουν μια ιστορία μυστικισμού που μας οδηγεί στην υποψία της πολιτικής αλληγορίας. Είναι άραγε οι δυο αυτοί κεντρικοί χαρακτήρες σύμβολα για την ερμηνεία της πολιτικής κατάστασης στην σημερινή Ρωσία;
Ακόμη κι αν δεν είναι, εμείς μπορούμε να τη δούμε ως τέτοια. Μπορούμε δηλαδή, μέσα στον οικογενειακό πυρήνα, να διακρίνουμε σαφώς τα προβλήματα μιας ολόκληρης κοινωνίας που είναι έτοιμη να υπερβεί κάθε ηθικό φραγμό προκειμένου να κερδίσει μια κληρονομιά που δεν της ανήκει (όπως κάνει η Ελένα), που θεοποιεί το κέρδος και τον πλούτο (όπως ο σύζυγός της) και που τρώει από τα έτοιμα (όπως ο γιος της).
Αφήνοντας όμως πίσω αυτή την (αληθινή ή όχι) υποψία βλέπουμε (όπως κι ο ίδιος ο σκηνοθέτης παραδέχεται στις συνεντεύξεις του) στοιχεία από την αρχαία ελληνική τραγωδία. Βλέπουμε ανθρώπους που εγκληματούν για το καλό της οικογένειά τους και που, εντέλει, αθωώνονται καθώς τα όρια ανάμεσα στο «καλό» και το «κακό» καταργούνται. Βλέπουμε επίσης την διαδικασία αυτού του εγκλήματος και την δικαιολογία μιας σειράς αποτρόπαιων πράξεων.
Όπως και στις προηγούμενες δυο ταινίες του («Επιστροφή»-2003, «Αποξένωση»- 2007) ο σκηνοθέτης μένει και πάλι μέσα στο πλαίσιο των οικογενειακών σχέσεων και φτιάχνει χαρακτήρες συναισθηματικά και ηθικά ανάπηρους. Δεν σκοπεύει όμως να πάρει θέση για κανένα από τα ερωτήματα που τους βασανίζουν, αφήνοντάς μας να τα διαχειριστούμε όπως εμείς θέλουμε.
Πάνω στους αργούς (κι ωστόσο με εσωτερικές εντάσεις) ρυθμούς που του υπαγορεύει η μουσική του Φίλιπ Γκλας, ο Ζβιάνγκιντσεφ στήνει μια γνήσια τραγωδία ηθών και ηθικής. Οι ήρωές του είναι μόνοι και ανυπεράσπιστοι, στο μεταίχμιο των παθών τους κι όλα όσα συμβαίνουν γύρω τους είναι αποτέλεσμα, αποκλειστικά και μόνο, των πράξεών τους.
Αν τους κρίνει; Όχι. Τους κανακεύει θα έλεγε κανείς, τους περιθάλπει και τους αφήνει ελεύθερους να ζήσουν την ιδιότυπη καταστροφή τους.
Αυτό που γίνεται στο σπαρακτικό φινάλε (που κι αυτό όμως, κατά κάποιο τρόπο, απόδραματοποιείται) δεν είναι παρά η αντιστροφή της ηθικής. Οσοι την έχουν ζήσει την αποδέχονται. Εμείς την παρακολουθούμε, μαντεύοντας μια σειρά από νέα ερωτήματα. Ακόμη κι αν, στην ουσία, είναι αναπάντητα, αξίζει να παίξουμε μαζί τους.
Ορέστης Ανδρεαδάκης
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Άσπρος, Άσπρος Κόσμος
Στον αργόσυρτο ρυθμό του τάνγκο του συνθέτη Μπόρις Κόβατς, πένθιμα τραγούδια αναδύονται απ' την μελαγχολία των Βαλκανίων, ερμηνευμένα από χαρακτήρες ηττημένους, αποδεκατισμένους, που πασχίζουν να βρουν ισορροπία και νόημα στη ζωή τους, που αγκιστρώνονται απ' όσα και όσους έχουν ανάγκη. Το σενάριο, που υπογράφει η συγγραφέας και ποιήτρια Μιλένα Μάρκοβιτς, εστιάζει στις κατεστραμμένες ζωές των ηρώων, αντανακλώντας τα απομεινάρια μιας αποσαθρωμένης κοινωνίας, όπως αυτή περιγράφεται με φόντο την πόλη Μπορ της νότιας Σερβίας. Χαρακτηριστικός ο υπότιτλος της ταινίας: «Η όπερα του μεταλλωρύχου».
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Οι Ακακίες
Οι «Ακακίες» είναι ένα μικρό ανεξάρτητο διαμάντι του λατινοαμερικάνικου σινεμά που δεν θα σε ξελογιάσει με τους διαλόγους του καθώς περιέχει ελάχιστους αλλά ούτε με τα φαντεζί του κάδρα καθώς ως επί το πλείστο διαδραματίζεται μέσα στην καμπίνα μιας νταλίκας. Αντίθετα σε σκλαβώνει με την απλότητα που αιχμαλωτίζει στις εικόνες του τις μικρές καθημερινές στιγμές μεταξύ τριών ανθρώπων και σε προσκαλεί να βυθιστείς στην σιωπή και στα βλέμματά τους που συχνά υποδηλώνουν περισσότερα απ' ότι οι λέξεις.
Κεντρικός ήρωας είναι ο Ρουμπέν, ένας άνδρας που καθημερινά μεταφέρει ξυλεία με την νταλίκα του από την Παραγουάη προς το Μπουένος Άιρες. Μια μέρα συμφωνεί να πάρει μαζί του μια νεαρή γυναίκα που θέλει να περάσει στην Αργεντινή. Εκείνη όμως παρουσιάζεται με ένα μωρό πέντε μηνών στην αγκαλιά, κάτι που στον οδηγό κακοφαίνεται. Παρόλα αυτά το ταξίδι ξεκινάει, αλλά μια αμήχανη σιωπή διαρκείας βαραίνει τους ταξιδιώτες για ώρα. Η «αόρατη κάμερα» του Τζιορτζέλι τους παρακολουθεί λεπτό προς λεπτό και όταν τελικά η αυθεντικά ακαταμάχητη γοητεία του μωρού γκρεμίζει το τείχος που υπάρχει ανάμεσά τους, είναι εκεί για να τους καταγράψει να αλλάζουν. Σταδιακά το road movie εξελίσσεται σε μια αφοπλιστική ιστορία αγάπης και η ταινία απογειώνεται από τις αβίαστες ερμηνείες των δύο ενήλικων πρωταγωνιστών και κυρίως απ' το πιο υπέροχο μωρό που έχει αποτυπωθεί τελευταία στο σελιλόιντ.
Οι «Ακακίες» είναι ένα φιλμ βαθιά προσωπικό που κόβει την ανάσα και συγκινεί, μένοντας πάντα πιστό στην απέριττη φόρμα του. Μια φόρμα που μπορεί ανά στιγμές να απαιτεί την αυξημένη υπομονή του θεατή αλλά που σε τελική ανάλυση φροντίζει να τον ανταμείψει με πολλές μικρές στιγμές σινεφιλ απόλαυσης.
Κωστής Θεοδοσόπουλος
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Fish n' Chips
Στην πρώτη του απόπειρα στην μεγάλου μήκους μυθοπλασία (για την οποία κέρδισε το βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Σκηνοθέτη της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου), ο Ηλίας Δημητρίου επιλέγει να μιλήσει για το περίπλοκο, επίκαιρο και επώδυνο θέμα της (εθνικής αλλά όχι μόνο) ταυτότητας και των διαρκώς μεταλλασσόμενων εκφάνσεών της. Είναι ένα απαιτητικό θέμα όχι μόνο γιατί ό,τι είναι επίκαιρο και σε κατάσταση ζύμωσης δύσκολα αποκρυσταλλώνεται χωρίς κλισέ γενικεύσεις, αλλά και επειδή εμπεριέχει πολλές παγίδες εθνικιστικών εξάρσεων, απλοϊκής νοσταλγίας για κάτι που δεν υπήρξε ποτέ, και αφελών συναισθηματικών ύμνων.
Ευτυχώς ο Δημητρίου τις αποφεύγει όλες με αξιοθαύμαστη ψυχραιμία και φτιάχνει μια σφιχτή, πειθαρχημένη στους στόχους της ιστορία, που διαρκώς επιστρέφει για να υπογραμμίσει την θέση της: όπως αποδεικνύουν όλοι ανεξαιρέτως οι χαρακτήρες της, μία λέξη μονάχα δεν μπορεί να προσδιορίσει την ταυτότητα και τις εμπειρίες ενός ανθρώπου.
Είναι μια διαπίστωση που η ταινία υπηρετεί με συνέπεια και ανθρωπιά, πέρα από μια μικρή δραματουργική κοιλιά στην αρχή της τρίτης πράξης, που ενδίδει σε μια έξαρση που δεν ταιριάζει στο γλυκό και χαμηλών τόνων ύφος της υπόλοιπης ταινίας. Εκτός από τις όμορφες και καθόλου καρτποσταλικές εικόνες της Κύπρου (ιδανικού τόπου για να φιλοξενήσει μια τέτοια ιστορία), ο Δημητρίου οδήγησε εξαιρετικά και τους ηθοποιούς του, και ειδικά τους Μάριο Iωάννου και Μαρλέν Καμίνσκι, το ζευγάρι που είναι και η καρδιά όλης της ιστορίας.
Χριστίνα Λιάπη
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
17 Κορίτσια
Στο λιμάνι της Λοριάν στη Βρετάνη, η έφηβη Καμίλ, νεότερο μέλος μιας οικογένειας που περιλαμβάνει την ίδια, τη νοσοκόμα μητέρα της και τον αδελφό της, στρατιώτη του γαλλικού στρατού στο Αφγανιστάν, μαθαίνει ότι είναι έγκυος και αποφασίζει να κρατήσει το μωρό. Όταν η Φλοράνς, αουτσάιντερ της τάξης και ανεπιθύμητη στην παρέα της «αρχηγού», ανακοινώνει πως είναι και αυτή έγκυος, κίνηση που την κάνει αμέσως αποδεκτή, η «επιδημία» της εγκυμοσύνης στο λύκειο της Καμίλ αρχίζει να εξαπλώνεται. Η Καμίλ οδηγεί τις φίλες της να πράξουν το ίδιο μ' αυτήν με αποτέλεσμα ο αριθμός των εγκύων κοριτσιών στο σχολείο να αυξηθεί θεαματικά.
Το αναπάντεχο γεγονός μπερδεύει τους καθηγητές που προσπαθούν να το ερμηνεύσουν και εξαγριώνει τους γονείς. Είναι η στάση των κοριτσιών μια συνειδητή επαναστατική κίνηση απέναντι στην αποτυχία του ενήλικου κόσμου ή μια ανεύθυνη απόφαση καθοδηγούμενη από τις εφηβικές ορμόνες τους; Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία των αδελφών Ντελφίν και Μιριέλ Κουλέν εμπνέεται από ένα αληθινό περιστατικό που συνέβη στις Ηνωμένες Πολιτείες το 2008 και μεταφέρει τη δράση στο λιμάνι της γενέθλιας πόλης του, Λοριάν - σήμερα σε κρίση.
Το σενάριό τους δεν σχολιάζει, δεν κρίνει, δεν διαλέγει πλευρές, απλώς παρατηρεί. Η αφήγηση ισορροπεί με ακρίβεια ανάμεσα στο δραματικό και το κωμικό στοιχείο, την ορμή των δεσμών φιλίας και την ακύρωση της λογικής, την έξαψη της εφηβείας, την τρέλα, τη μελαγχολία και τη μοναχικότητά της την ίδια στιγμή. Το ρεαλιστικό μπαγκράουντ και το σουρεαλιστικό στόρι δένουν αρμονικά μέσα από τη φωτογραφία που περνάει από το γκρίζο της πόλης στα φωτεινά χρώματα της παραλίας.
Η πράξη των 16χρονων υποψήφιων μητέρων δεν θα εξηγηθεί ποτέ πλήρως ενώ η σχηματοποιημένη παρουσία των αρσενικών χαρακτήρων -με εξαίρεση ίσως τον αδελφό της Καμίλ στο πρόσωπο του οποίου «φωτογραφίζεται» μια χαμένη στα μονοπάτια της σύγχρονης οικονομικής ύφεσης γενιά- αποκαλύπτει μια ταινία γένους θηλυκού. Είναι αυτή ακριβώς η φεμινιστική-ιδεαλιστική πλευρά των πραγμάτων που ενδιαφέρει τις σκηνοθέτριες καθώς οι ηρωίδες θέλουν να φτιάξουν το μέλλον τους στη δίνη μιας απότομης ενηλικίωσης.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Step Up Revolution 4
Η Έμιλι, η κόρη ενός πλούσιου επιχειρηματία, φτάνει στο Μαϊάμι με τη φιλοδοξία να γίνει επαγγελματίας χορεύτρια. Ερωτεύεται τον Σον, έναν νεαρό που είναι αρχηγός μιας μοντέρνας ομάδας χορού που κάνει απρόβλεπτα χάπενινγκ. Η ομάδα ονομάζεται ΜΟΒ και προσπαθεί να κερδίσει ένα διαγωνισμό χορού για να βρει χορηγό, σύντομα όμως ο πατέρας της Έμιλι απειλεί να αγοράσει την ιστορική γειτονιά των ΜΟΒ για να την απαλλοτριώσει, διώχνοντας χιλιάδες ανθρώπους από την περιοχή τους. Η Έμιλι μαζί με τον Σον και τους ΜΟΒ θα πρέπει ενώσουν τις δυνάμεις τους ώστε οι χορευτικές τους εμφανίσεις να γίνουν κινήσεις διαμαρτυρίες, διαφορετικά κινδυνεύουν να χάσουν το όνειρό τους: να παλέψουν για έναν ανώτερο σκοπό.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Η Αγελάδα που Έπεσε Από Τον Ουρανό
H ζωή του Roberto (Ricardo Darin) έχει μείνει στάσιμη εδώ και είκοσι χρόνια εξαιτίας ενός σκληρού παιχνιδιού της μοίρας. Από τότε ζει απομονωμένος και πικραμένος, έχοντας ως μοναδικό του σύνδεσμο με τον έξω κόσμο, το μαγαζί του με σιδερικά. Ένα απρόσμενο γεγονός, όμως, θα τον ξυπνήσει και θα τον φέρει πίσω στη ζωή. Ο Roberto συναντά τον Jun στους δρόμους της πόλης και από τότε ξεκινά μια παράξενη συμβίωση των δύο τους, καθώς ο Roberto δεν μιλά κινέζικα και ο Jun ούτε λέξη ισπανικά. Ο ερημίτης σιδεράς επιχειρεί να τον αφήσει πρώτα στο αστυνομικό τμήμα και μετά στην κινέζικη πρεσβεία, κανείς ωστόσο δεν θέλει να τον βοηθήσει και έτσι το μόνο που του μένει είναι να τον φέρει στο σπίτι του, καθώς παρότι ζει αποκομμένος από τους άλλους, η συνείδησή του δεν τον αφήνει να εγκαταλείψει έναν άνθρωπο στον δρόμο. Η καταναγκαστική τους συμβίωση, ωστόσο, θα έχει στιγμές άφθονου γέλιου, καθώς ο Roberto προσπαθεί να επικοινωνήσει με τον νεαρό Κινέζο με κάθε μέσο που διαθέτει. Καταλυτικό ρόλο σ'αυτή την αλλόκοτη ιστορία παίζει και η Mari (Muriel Santa Ana), μια κοπέλα που είναι ερωτευμένη με τον Roberto.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Η Σκύλα (1945)
Ο Κρίστοφερ Κρός (Έντ Ρόμπινσον) είναι ένας ευσυνείδητος ταμίας που εργάζεται επί 25 χρόνια στην ίδια τράπεζα. Είναι όμως ένας μοναχικός άνθρωπος: Με την γυναίκα του Αντέλ δεν υπάρχει καμμία ψυχκή επαφή, μοιάζουν σαν δύο ξένοι. Μοναδική του παρηγοριά είναι η ζωγραφική. Μια βροχερή νύχτα, βλέπει κάποιον να επιτίθεται σε μια γυναίκα (Τζόαν Μπένετ) στην οδό Scarlet. Αφού την σώσει, γνωρίζονται καλύτερα και αναπτύσσεται μια συμπάθεια ανάμεσά τους. Ο Κρίς ερωτεύεται την Κίτι (το όνομα της γυναίκας) και της προσφέρει στέγη στο διαμέρισμα που διατηρεί για τους πίνακές του. Η Κίτι, που αρχικά τον νομίζει για μεγάλο ζωγράφο, του παριστάνει την ερωτευμένη με σκοπό να τον εκμεταλλευθεί, κάτι που καταφέρνει εύκολα. Στη συνέχεια η εκμετάλλευση γίνεται εντονότερη, αφού ο Κρίς μεταβάλλεται σε απόλυτο θύμα της Κίτι και του εραστή της. Αργότερα, όταν θα έρθει η ώρα της πικρής αλήθειας, τα πράγματα θα έχουν πολύ τραγική κατάληξη για όλους… Ο μεγάλος σκηνοθέτης Φρίτς Λάνγκ προσφέρει την δική του συνδρομή στον μύθο του φίλμ νουάρ. Ο άνδρας – θύμα, η γυναίκα – αρπακτικό, ο πνιγηρός περίγυρος, τα σκοτεινά πλάνα. Ένα παιχνίδι εκμετάλλευσης και ψεμμάτων που θα οδηγήσει σε τραγωδία. Κανείς δε θα βγεί νικητής απ' όλα αυτά… Πρόκειται για μια επιτυχημένη διασκευή του Λάνγκ. Ο πρώτος διδάξας ήταν ο Ζάν Ρενουάρ, που το 1931 γύρισε την ταινία «Η Σκύλα» (La Chienne) με το ίδιο θέμα. Ήταν η πρώτη ταινία του μεγάλου Γάλλου δημιουργού. Η ταινία βασίζεται στο μυθιστόρημα (και στη συνέχεια θεατρικό έργο) των Georges de La Fouchardière και André Mouézy-Éon. Ο Φρίτς Λάνγκ αποδεικνύει ότι μπορεί να ελίσσεται εύκολα ανάμεσα στα κινηματογραφικά είδη, ακόμα κι αν είναι πολύ διαφορετικά μεταξύ τους.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Η Αξέχαστη Πόλη
Χαρτογράφηση της σημερινής Κωνσταντινούπολης μέσα από το βλέμμα επτά σκηνοθετών από τα Βαλκάνια και την Ανατολική Μεσόγειο, με ισάριθμες αυτοτελείς ιστορίες που αφηγούνται μια ανθρώπινη περιπέτεια στη χαοτική μεγαλούπολη άλλοτε με χιούμορ κι άλλοτε μα μελαγχολία.
Τα δύο αυτά στοιχεία ισορροπούν άρτια στο «Αlmost» του Αραβα εξ Ισραήλ Χάνι Αμπου - Ασάντ ενώ αιχμηρό μέσα στην τρυφερότητά του είναι το κομμάτι του δικού μας Στέργιου Νιζήρη.
Αναγκαστικά άνισο το φιλμ λόγω των ετερόκλιτων υπογραφών (και του σεναριακά πιο πομπώδους επεισοδίου με τον Παλαιστίνιο συγγραφέα), που όμως επειδή ακριβώς συγγενεύουν σε προθέσεις και διαθέσεις δίνουν στο μωσαϊκό την αίσθηση του ολοκληρωμένου. Η ιστορία της Μαρκαριάν είναι ο άξονας των άλλων έξι ιστοριών. Θα μπορούσε να είναι ένα εναλλακτικό "Κωνσταντινούπολη, σ' αγαπώ".
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
J.A.C.E.
Περιπετειώδης σκηνοθέτης, με κινηματογραφική απουσία που μετρά 12 χρόνια (το «Black Out» ήταν η τελευταία μεγάλου μήκους δημιουργία του, το 1998), ο Μενέλαος Καραμαγγιώλης ολοκληρώνει με την κυκλοφορία του νέου του φιλμ στις αίθουσες ένα μακροχρόνιο και πολύπαθο ταξίδι, παρέα με μια ταινία-αίνιγμα και μαζί πρόκληση.
Το «J.A.C.E.» ξεκίνησε τα γυρίσματά του στα Σκόπια, στις 30 Σεπτεμβρίου του 2009, τα ολοκλήρωσε τον Φεβρουάριο του 2010 στην Αθήνα και αν μπορούσε κανείς να συνοψίσει την λαβιρυνθώδη πλοκή του σε λίγες μόνο φράσεις-πράγμα ομολογουμένως δύσκολο- θα έλεγε ότι αφηγείται την ιστορία ενός αλλοδαπού και ορφανού νεαρού ο οποίος αναλαμβάνει την προστασία μιας γυναίκας και του ανήλικου παιδιού της από αδίστακτες συμμορίες που τον καταδιώκουν από μικρό.
Πεισματικά προσκολημμένος σε μια υπερφίαλη, θρασύτατα φιλόδοξη και μεγαλεπήβολη αντίληψη περί σινεμά, ο Καραμαγγιώλης προσεγγίζει την καινούργια ταινία του με τον ίδιο χαοτικό, μεγάλων διαστάσεων και εξαιρετικά άνισο τρόπο που άθελά του είχε συντρίψει πριν μια δεκαετία οτιδήποτε ενδιαφέρον υπήρχε στο «Black Out».
Περισσότερο συγκοτημένη περίπτωση φιλμ, αλλά φορτωμένο με τα ίδια δομικά προβλήματα, το «J.A.C.E.» (ακρωνύμιο για την φράση «Just Another Confused Elephant»-οι λεπτομέρειες βρίσκονται στην ταινία) δελεάζει έτσι όπως προσπαθεί να τοποθετήσει μια τραυματική προσωπική οδύσσεια σε έναν σοκαριστικά σκληρό και αδυσώπητο κόσμο, σταδιακά όμως αυτοκαταστρέφεται σε έναν ανώφελο δαίδαλο από ανεξέλεγκτες υποπλοκές, χαρακτήρες που μπαινοβγαίνουν στην δράση χωρίς ιδιαίτερη συνοχή, κουραστικές αφηγηματικές επαναλήψεις και μια αίσθηση αμετροέπειας που διογκώνεται καθώς το φιλμ εισέρχεται στην δεύτερη ώρα του.
Σε όλη την διάρκεια της ντελιριακής αυτής διαδρομής, ο Καραμαγγιώλης αδυνατεί να μετατρέψει τον κεντρικό χαρακτήρα του σε κάτι περισσότερο από ένα άδειο δοχείο. Βουβός και παθητικός παρατηρητής των πάντων, ο ήρωας στέκει θολός και ασαφής, καθώς γύρω του εκτυλίσσεται ένα ανθρώπινο τσίρκο από στυγνούς εγκληματίες, απεγνωσμένες πόρνες, πουλημένους αστυνομικούς, σκληροτράχηλους νταβατζήδες, στιλάτα πρεζόνια και πνευματώδεις τραβεστί (ο Ιερώνυμος Καλετσάνος στην καλύτερη και πιο αξιομνημόνευτη ερμηνεία όλης της ταινίας), το οποίο ο σκηνοθέτης δεν καταφέρνει (ή δεν επιθυμεί) να ελέγξει.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της ταλαντούχας και ταυτόχρονα εξοργιστικής σκηνοθετικής φύσης του Μενέλαου Καραμαγγιώλη, το «J.A.C.E.» έχει αδιαφιλονίκητες επιμέρους αρετές, φανερό επαγγελματισμό πίσω από την κάμερα και μια αλάνθαστη σκηνογραφική αντίληψη. Προκαλεί, ωστόσο, απόγνωση γιατί καθιστά σαφές ότι ο ξεκάθαρα προικισμένος δημιουργός του δεν έχει την παραμικρή αίσθηση μέτρου και δεν γνωρίζει πώς να τιθασεύσει την δημιουργική τρικυμία που βρίσκεται στο κεφάλι του.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Τα Μυθικά Πλάσματα του Νότου
Ξεχάστε για μια στιγμή τον Βάλτερ Σάλες, τον Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ και τα υπόλοιπα μεγάλα ονόματα του φετινού φεστιβάλ Καννών και σημειώστε στα (ηλεκτρονικά και μη) τεφτέρια σας το όνομα του επόμενου μεγάλου Αμερικάνου Σκηνοθέτη: ο Μπεν Τσάιτλιν και τα υπέροχα «Πλάσματά»του, που έκαναν πρεμιέρα στην Ελλάδα ως ταινία λήξης των ΝΥΧΤΩΝ ΠΡΕΜΙΕΡΑΣ COSMOTE, είναι εδώ για να γράψουν κινηματογραφική ιστορία.
Μεγάλα λόγια; Όσοι ανακαλύψουν την πρώτη ταινία ενός γεννημένου auteur και όσοι διαθέτουν στο στήθος τους αυτό το παλλόμενο όργανο που μας κρατάει στη ζωή, θα διαπιστώσουν και ιδίοις όμμασι πως το «Μυθικά Πλάσματα του Νότου» δε μοιάζει με τίποτα από ό,τι έχουμε δει στη μεγάλη οθόνη.
Η υπόθεση είναι ισχνή, σχεδόν σχηματική: η Χασπάπι είναι έξι χρονών και ζει με τον πατέρα της, Γουίνκ, στην «Μπανιέρα», μία απομακρυσμένη περιοχή του Δέλτα του Μισσισιπή. Εκείνος την προετοιμάζει για τις ημέρες που δεν θα βρίσκεται εκεί για να την προστατέψει - και αυτές δεν αργούν. Όταν ο Γουίνκ αρρωσταίνει ξαφνικά, ακραία φαινόμενα κάνουν την εμφάνισή τους: οι πάγοι λιώνουν, ξεσπούν καταιγίδες και η φύση απελευθερώνει προϊστορικά τέρατα. Η Χάσπαπι πρέπει να βρει τη θέση της στον κόσμο και τελικά επιλέγει να αφήσει το σημάδι της σε αυτόν, να φωνάξει: «κάποτε υπήρξα».
Εάν τα παραπάνω δεν βγάζουν κανένα νόημα, είναι απολύτως λογικό, αφού πρόκειται για το τέλος του κόσμου ενός εξάχρονου παιδιού. Όλη η ταινία είναι ειδωμένη μέσα από το βλέμμα της συγκλονιστικής Κουβενζανέ Γουάλις, της μικρής μη-ηθοποιού που αποτελεί την ψυχή της ταινίας. Αυτό που ένας ενήλικας θα ονόμαζε «τυφώνα Κατρίνα» ή «ανίατη ασθένεια», το βλέμμα της Χασπάπι το μεταμορφώνει σε ένα αποκαλυπτικό γεγονός μυθικών διαστάσεων, συνθέτοντας μία από τις πιο γλαφυρές απεικονίσεις της παιδικής ηλικίας που έχουμε δει ποτέ στο σινεμά, ενώ ταυτόχρονα ξεδιπλώνει στοιχεία της παράδοσης της Νέας Ορλεάνης, αλλά και της αθάνατης ανθρώπινης Ψυχής.
Όποιος έχει έρθει σε επαφή με την τηλεοπτική σειρά «Treme», που καταπιάνεται με τη ζωή στην περιοχή του Νότου μετά τον τυφώνα Κατρίνα, μπορεί εύκολα να σχηματίσει και μία ιδέα για τους κατοίκους εκεί: είναι τσακισμένοι, είναι καταποντισμένοι, αλλά αρνούνται να παραιτηθούν. Τραγουδάνε, πίνουν, χορεύουν ενάντια και εξαιτίας της καταστροφής - και μετατρέπονται σε ενσάρκωση της Ανθρωπιάς.
Ο Τσάιτλιν μοιάζει να γνωρίζει κι εκείνος πολύ καλά την εθνογραφία του τόπου. «Για όσους χάθηκαν στην καταιγίδα κάναμε αυτή τη γιορτή. Όπου το κλάμα απαγορευόταν», αφηγείται σε ένα από τα υπέροχα voice-over της η Χασπάπι, ενώ οι εικόνες φανερώνουν ένα ατέρμονο τσιμπούσι με γαρίδες και αλκόολ, στο οποίο η αβαρής κάμερα μάς κάνει συνδαιτημόνες.
Όπως συμβαίνει εξάλλου και με το υπόλοιπο της ταινίας: ο θεατής αναδύεται μέσα στον κόσμο της Χασπάπι, όπου «το κάθε πράγμα έχει τη δική του θέση. Αν κάτι σπάσει, τίποτα δεν είναι ίδιο μετά». Αυτή η εξάχρονη ερασιτέχνις (κανένας από το βασικό καστ δεν είναι επαγγελματίας ηθοποιός) είναι τόσο εκπληκτική στο ρόλο του σκληροτράχηλου παιδιού με την αχαλίνωτη φαντασία, που η ανακάλυψή της από τον Τσάιτλιν θα ήταν αρκετή για να τον καθιερώσει ως σπουδαίο καλλιτέχνη.
Το ότι η ταινία είναι εξίσου αυθεντική και ανθρώπινη είναι απλά ένα κινηματογραφικό ευτύχημα. Δεν είναι εύκολο να βάλει κανείς στο χαρτί τα συναισθήματα που γεννάει αυτό το τόσο sui generis έργο. Και μερικές φορές δεν είναι και απαραίτητο. Ένα λεπτό από αυτή την ταινία θα σας πείσει.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Μια Αξιοπρεπής Οικογένεια
Ένας εκπατρισμένος καθηγητής επιστρέφει στο Ιράν μετά από 22 χρόνια στο εξωτερικό για να εργαστεί για κάποιους μήνες στην πατρίδα του. Όταν επιχειρήσει να φύγει, η γραφειοκρατία και η διαδομένη διαφθορά θα τον εμποδίσει ενώ ο θάνατος του πατέρα του θα θέσει σε κίνηση μία σύγκρουση για την κληρονομιά ανάμεσα στον πρωταγωνιστή και τον αποξενωμένο αδερφό του.
Παραλληλίζοντας τη σημερινή εποχή με τον τραυματικό για την συλλογική συνείδηση του Ιράν πόλεμο με το Ιράκ, ο ντοκιμαντερίστας Μασούντ Μπακσί κάνει το ντεμπούτο του στη μυθοπλασία με ένα ιδιαίτερα κυνικό και μελαγχολικό ανθρώπινο δράμα, που φιλοδοξεί να δράσει και ως αλληγορία για το χρεωκοπημένο ηθικά Ιράν και το ένοχο παρελθόν του. Η αλληγορία αυτή δεν αποφεύγει πάντα την παγίδα του προφανούς (και τα φλασμπάκ δεν εντάσσονται πάντα στο σύνολο με οργανικό τρόπο) αλλά είναι σε κάθε περίπτωση αρκετά δυνατή ώστε να δώσει την απαραίτητη ώθηση στην αφήγηση του σήμερα, η οποία και καταφέρνει να δημιουργήσει ιδανικά μια βαθιά απαισιόδοξη και κλειστοφοβική ατμόσφαιρα, έναν ασφυκτικό κλοιό γύρω από τον, αφελή τελικά, κεντρικό ήρωα.
Ακόμη και αν η ταινία δεν καταφέρνει πάντα να δικαιολογεί την αναγωγή από το προσωπικό στο συλλογικό, ούτε να διατηρήσει το μομέντουμ της ιστορίας λόγω των συχνών παρακάμψεων και της διάθεσης καταγγελίας, είναι τελικά μια εξαιρετική αναπαράσταση της αίσθησης της επιστροφής στην πατρίδα από έναν αυτο-εξόριστο, της σύγκρουσης ανάμεσα στις αναμνήσεις και το παρόν, την εικόνα που έχει ο πρωταγωνιστής για την πατρίδα του και την πραγματικότητα χάρη και στις εύστοχες ερμηνείες του καστ.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Πριν τα Μεσάνυχτα
Βάλαμε και πάλι τα κλάματα και σ' αυτή την ταινία του Λινκλέιτερ -όπως και στο «Πριν το Ξημέρωμα» και το «Πριν το Ηλιοβασίλεμα». Και μετά βγήκαμε στους δρόμους αναζητώντας τα ίχνη και των δικών μας ερώτων. Μόνο που τώρα τα συναισθήματα ήταν πιο ώριμα - και γι' αυτό εξάλλου πονούσαν πιο πολύ.
Θα ήθελα αυτή η σειρά να γυρίζεται για πάντα. Κάθε 9 χρόνια, μέχρι που ο Ίθαν Χοκ, η Ζιλί Ντελπί και ο Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ πατήσουν τα 95. Και κάθε φορά ν' αποκαλύπτει κι ένα καινούργιο κόσμο, ένα καινούργιο όνειρο, μια καινούργια αγάπη. Μεγαλώσαμε, ονειρευτήκαμε και ερωτευτήκαμε με αυτές τις ταινίες. Μακάρι να γεράσουμε μαζί τους.
Ο Τζέσι (Ίθαν Χοκ) και η Σελίν (Ζιλί Ντελπί) γνωρίστηκαν το 1995 σε ένα τρένο, κατέβηκαν στην Βιέννη και πέρασαν ένα μαγικό βράδυ περπατώντας και κουβεντιάζοντας. Ήξεραν ότι μάλλον δεν θα ξαναβρεθούν και γι' αυτό έκρυψαν τον έρωτά τους, που μόλις είχε γεννηθεί, μέσα σε θύλακες υπέροχων λέξεων. Λίγο «πριν το ξημέρωμα» υποσχέθηκαν ότι θα ξαναβρεθούν σε έξι μήνες. Θα ξαναβρεθούν;
Εννιά χρόνια αργότερα, το 2004, μαθαίνουμε ότι δεν ξαναβρέθηκαν. Ο Τζέσι, πάντως, που έχει μετατρέψει τον ανολοκλήρωτό τους έρωτα σε μυθιστόρημα, πηγαίνει στο Παρίσι για να το παρουσιάσει και πέφτει πάνω στην Σελίν.
Είναι παντρεμένος κι έχει ένα παιδί, ξαναπιάνει όμως τον μίτο της ίδιας ατέλειωτης κουβέντας με την Σελίν, απελευθερώνει την μαγεία των λέξεων και λίγο «πριν το ηλιοβασίλεμα» βρίσκεται στο διαμέρισμά της. Θα χάσει την πτήση του για να μείνουν μαζί;
Άλλα εννιά χρόνια περνούν και ναι, ο Τζέσι και η Σελίν έμειναν μαζί. Είναι παντρεμένοι, έχουν δυο κόρες, κάνουν διακοπές στην Πελοπόννησο και φυσικά συνεχίζουν να θωπεύουν τις ίδιες λέξεις που τους έφεραν κοντά.
Ένα τεράστιο μονοπλάνο ανοίγει την ταινία από το αεροδρόμιο της Καλαμάτας - αυτό που φέρει το όνομα του Καπετάν Βασίλη Κωνσταντακόπουλου, πατέρα του παραγωγού της ταινίας Χρήστου Κωνσταντακόπουλου - και τους φέρνει στην καρδιά του ελληνικού καλοκαιριού. Εκεί θα ζήσουν την δύσκολη, αλλά εξίσου μαγική με το παρελθόν, συνέχεια των συζητήσεων τους.
Και αυτές οι συζητήσεις αρχίζουν. Στους δρόμους του μικρού χωριού, στα αμπέλια και στα ξωκλήσια, στις παραλίες και στις γραφικές ταβέρνες – όλα απολύτως ενταγμένα στην ταινία και καθόλου φολκλορικά.
Είναι από τις ελάχιστες φορές που μια διεθνής παραγωγή σέβεται τόσο πολύ το ελληνικό τοπίο, που δεν το εκμεταλλεύεται, αλλά το αναδεικνύει, που το αφήνει να ανασάνει μέσα στην πλοκή με τον πιο φυσικό τρόπο. Αναμφίβολα βοήθησαν και οι πολλοί Έλληνες του συνεργείου και ο διευθυντής φωτογραφίας Χρήστος Βουδούρης.
Ο Τζέσι και η Σελίν μιλούν λοιπόν πια για την δύσκολη σχέση της καθημερινότητας, το βάρος της οποίας οι άνδρες δεν αντέχουν και οι γυναίκες δεν σταματούν να ζυγίζουν. Ονειρεύονται, παίζουν, αναπολούν και συνεχίζουν να στέλνουν ιδεατές επιστολές στους μελλοντικούς εαυτούς τους.
Κι ο Λινκλέιτερ τούς ακολουθεί συνεχώς με εκείνα τα εκπληκτικά και τεράστια τράβελινγκ που μοιάζουν εξόχως φυσικά, αλλά δεν σ' αφήνουν να πάρεις ανάσα.
Κι αν στην πρώτη ταινία θρηνήσαμε για τον ιδανικό έρωτα που δεν μπόρεσε να ολοκληρωθεί κάτω από την πίεση του χρόνου και των άδικων συγκυριών και στην δεύτερη ελπίσαμε ότι μετά το τέλος της θα υπήρχε το ιδανικό «για πάντα», τώρα αναγκαζόμαστε να υποστούμε τις συνέπειές του.
Μην φαντάζεστε βέβαια κανένα μπανάλ οικογενειακό δράμα, με καυγάδες, απιστίες και ψευτο-μαθήματα για την συζυγική ολοκλήρωση. Δεν θα τους ταίριαζε.
Οι βόλτες και οι κουβέντες τους εδώ έχουν την ίδια χροιά με εκείνες της Βιέννης και του Παρισιού, μόνο που τώρα είναι σπαραχτικά ώριμες. Το ίδιο αστείες, το ίδιο ηλεκτρισμένες, το ίδιο απρόσμενες, αλλά απείρως πιο ουσιαστικές.
Αυτή τη φορά επίσης στις κουβέντες τους συμμετέχουν και άλλοι: η Ξένια Καλογεροπούλου σε ένα εξαιρετικό μονόλογο θυμάται τον άνδρα της που έχει πεθάνει, ο Γιάννης Παπαδόπουλος και η Αριάν Λαμπέντ μιλούν για τις εξ' αποστάσεως σχέσεις και τις διαδικτυακές επαφές ενώ ένα ιδιαίτερα απολαυστικό ζευγάρι φτιάχνουν οι σκηνοθέτες Αθηνά Ραχήλ Τσαγκάρη και Πάνος Κορωναίος.
Θα δούμε ακόμη τον βραβευμένο με Όσκαρ, για τον «Ζορμπά», Βρετανό διευθυντή φωτογραφίας Γουόλτερ Λάσαλι στον ρόλο ενός συγγραφέα ονόματι Πάτρικ.
Αναμφίβολα ένας φόρος τιμής στον συμπατριώτη του - γκουρού της ταξιδιωτικής λογοτεχνίας και κορυφαίο στρατιωτικό του Β' Παγκοσμίου Πολέμου - Πάτρικ Λι Φέρμορ στο σπίτι του οποίου στην Καρδαμύλη γυρίστηκαν αυτές οι σκηνές.
Το «Πριν τα Μεσάνυχτα» είναι η ταινία της (ας την πούμε) ωριμότητάς μας. Επώδυνη όσο και λυτρωτική, αστεία, απέραντα συγκινητική και λουσμένη στο υπέροχο ελληνικό φως.
Διαβάστε εδώ περισσότερα για το 3ο Athens Open Air Film Festival.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Με Λένε Ερνέστο
Το «Με Λένε Ερνεστο» είναι μια ιστορία υποχρεωτικής ενηλικίωσης, όμοια με αρκετές άλλες που έχει διηγηθεί κατά καιρούς το σινεμά. Με φόντο την υπό χουντικό καθεστώς Αργεντινή του 1979, το φιλμ έχει ως πρωταγωνιστή ένα αγόρι που προσπαθεί να ζήσει μια φυσιολογική εφηβική ζωή (και ταυτόχρονα να χαρεί την εμπειρία μιας πρώτης αγάπης) πλάι στους αντιφρονούντες γονείς του, οι οποίοι μάχονται εναντίον της σκληρής δικτατορίας που κυβερνά ακόμη τη χώρα και γι' αυτό το λόγο βρίσκονται υπό διαρκή δίωξη.
Η περίπτωση του δωδεκάχρονου Ερνέστο (ή Χουάν, όπως είναι το κανονικό όνομα του αγοριού) θα μπορούσε να έχει ξεπηδήσει από κάποια κινηματογραφική μυθοπλασία, αν το υλικό που επεξεργάζεται σεναριακά και σκηνοθετικά εδώ ο Μπένιαμιν Αβίλα δεν ήταν ξεκάθαρα αυτοβιογραφικό.
Ίσως αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο η ταινία διαλέγει να αντικρίσει στο μεγαλύτερο μέρος της τα πάντα από το ύψος του προσωπικού ή τα προσεγγίζει μέσω μιας επεισοδιακής αφήγησης, η οποία πλάθεται από κομμάτια ιδιαίτερων αναμνήσεων και εντυπώσεων, τις φορές τουλάχιστον που δεν διακόπτεται από σφήνες κινουμένων σχεδίων (τα οποία αναλαμβάνουν να εικονογραφήσουν τα πιο βίαια σημεία της πλοκής) και από σύντομες σκηνές ονείρου.
Αναμφίβολα ταλαντούχος και αποφασιστικός, ο Αβίλα κινεί τα πάντα στο φιλμ με μια βεβαιότητα αξιοθαύμαστη για πρωτοεμφανιζόμενο σκηνοθέτη και με μια εμπιστοσύνη στις μικρές και φαινομενικά ασήμαντες καθημερινές στιγμές που κλείνουν συνήθως μέσα τους πολύ μεγαλύτερα πράγματα.
Τέτοιες στιγμές αποζημιώνουν για τις φορές που η ταινία ενδίδει στους (αχρείαστους) εκβιασμούς της μουσικής υπόκρουσης και σε κάποιες σεναριακές κοινοτυπίες (όπως ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίζεται το ρομαντικό σμίξιμο των δυο παιδιών). Με όλες τις αρετές και τα μειονεκτήματά του, πάντως, το «Infancia Clandestina» (τίτλος απείρως ωραιότερος από την άχαρη ελληνική μετάφραση που του έτυχε) στέκει ως μια πολύ ειλικρινής ατομική μαρτυρία από μέρους του εμπνευστή του και μαζί ως ένα πολλά υποσχόμενο ντεμπούτο στο σινεμά.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Οι Γυναίκες του Λεωφορείου 678
Δύο από τα πλέον δοκιμασμένα όπλα που επιστρατεύει συχνά το σινεμά απέναντι στον θεατή είναι το «βασισμένο σε αληθινά γεγονότα» θέμα και την «επίκληση στο συναίσθημα». Πρόκειται για δύο συνθήκες που με την κατάλληλη διαχείριση – ενίοτε προσχηματική – είναι ικανές να δέσουν χειροπόδαρα το κοινό, κερδίζοντάς το σχεδόν άκοπα, ανεξαρτήτως της προσοχής που έχει δοθεί προηγουμένως στην αφηγηματική δομή ή στο αισθητικό μέρος της εκάστοτε ταινίας. Κάτι τέτοιο, ωστόσο, δεν είναι πάντα παράλογο, αχρείαστο ή εκ του πονηρού, κάθε άλλο. Άλλωστε, είναι η ίδια η αποκρουστική όψη των γεγονότων που καταλήγει πολλές φορές να μας ξεπερνά, τόσο στην ζωή όσο και στο σινεμά.
«Οι Γυναίκες Του Λεωφορείου» του Αιγύπτιου Μοχάμεντ Ντιάμπ παρουσιάζουν μία τέτοιου είδους απάνθρωπη και εξοργιστική για τον κοινό νου πραγματικότητα, η οποία αυτονόητα πυροδοτεί τη σκέψη και το συναίσθημα του θεατή. Βασισμένο σε πραγματικές ιστορίες από τη σύγχρονη Αίγυπτο, όπου το φαινόμενο της σεξουαλικής παρενόχλησης παραμένει γενικευμένο και εν πολλοίς ατιμώρητο, το φιλμ αφηγείται το δράμα τριών γυναικών που πασχίζουν να ορθώσουν ανάστημα απέναντι σε μία φαλλοκρατική κοινωνία, εντός της οποίας η κλοπή θεωρείται ασύγκριτα μεγαλύτερο αδίκημα από την κακοποίηση και τα θύματα σεξουαλικών επιθέσεων στιγματίζονται με ενοχή. Μία σκληρά εργαζόμενη μητέρα (Μπόσρα), μία εύπορη κοσμηματοποιός (Νέλι Καρίμ) και μία νεαρή stand-up κωμικός (Ναχέντ Ελ Σεμπάι) επιζητούν δικαιοσύνη φτάνοντας ως και την αυτοδικία, η οποία στοχεύει σε ένα προφανές όσο και ιδιαιτέρως συμβολικό σημείο.
Στο σκηνοθετικό ντεμπούτο του που άφησε θετικές εντυπώσεις σε διάφορα διεθνή φεστιβάλ (π.χ. Ρότερνταμ, Σικάγο), ο Ντιάμπ συνδυάζει τρεις διαφορετικές ιστορίες εκκινώντας από την λογική της σπονδυλωτής αφήγησης. Η συνέχεια τον βρίσκει να επιστρατεύει ένα μείγμα κοινωνικού δράματος και αστυνομικής περιπέτειας, ενώ το φολκλόρ στοιχείο, συνεπικουρούμενο κι από την ανάλογη μουσική επένδυση εγχόρδων, φέρνει την ταινία να φλερτάρει συχνά-πυκνά με το μελόδραμα. Παράλληλα, τα διάφορα twists της πλοκής αποδεικνύονται τις περισσότερες φορές χρήσιμα αλλά όχι επαρκώς προσεγμένα, την ίδια στιγμή που το όλο οικοδόμημα καταλήγει να έχει απλωθεί σε διάφορες υποϊστορίες, οι οποίες τελικά συγχωνεύονται με μία σχετική προχειρότητα. Η πηγή της ανάγκης του Ντιάμπ «να τα χωρέσει και να τα πει όλα» σε μία ταινία ίσως θα πρέπει να αναζητηθεί - πέραν από την αναντίρρητη δυναμική του θέματος - στα «κουσούρια» της βασικής του ιδιότητας, αυτής του σεναριογράφου, για την οποία μάλιστα είναι ιδιαίτερα δημοφιλής στην πατρίδα του.
Αξιολογώντας τη σημασία του επίκαιρου χαρακτήρα της θεματικής του, ο Ντιάμπ επιλέγει να παραδώσει μία ταινία καταγραφής και καταγγελίας της πραγματικότητας, θυσιάζοντας μέρος της μεστότητας και της δραματουργικής ισορροπίας του πονήματός του. Οι καλές προθέσεις του είναι εμφανείς, όσο προφανής είναι και η ανάγκη να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά το πολύπλευρο φαινόμενο της σεξουαλικής κακοποίησης το οποίο, φυσικά, δε συνιστά αποκλειστικό «προνόμιο» των αναπτυσσόμενων χωρών, καθώς παραμένει φλέγον ζήτημα και στις χώρες της λεγόμενης ανεπτυγμένης Δύσης. Σε κάθε περίπτωση, το φιλμ του Ντιάμπ ανήκει στις περιπτώσεις όπου η θεματική καταλήγει να ξεπερνά κατά πολύ την ίδια την ταινία.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Κλέφτης Ροδάκινων
Κάπου λίγο πριν το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, ο Σέρβος λοχαγός Ίβο Ομπρένοβιτς βρίσκεται αιχμάλωτος σε ένα στρατόπεδο της επαρχιακής πόλης Τέρνοβο, στη Βουλγαρία. Οι συνθήκες κράτησης και η εξαθλίωση του υποσιτισμού θα τον κινητοποιήσουν να το σκάσει για λίγο απ' τα όρια του στρατοπέδου με σκοπό να κλέψει ροδάκινα από ένα περιφραγμένο και απομονωμένο σπίτι στην κορυφή του λόφου.
Εκεί θα γνωρίσει την Ελισαβέτα, την καταπιεσμένη σύζυγο του συνταγματάρχη και διοικητή του στρατοπέδου και σύντομα οι δυο τους θα βυθιστούν στη δίνη ενός αμοιβαίου έρωτα. Οι συναντήσεις τους θα εντατικοποιηθούν, το πάθος τους θα φουντώσει αλλά το τέλος του πολέμου θα έχει άλλα σχέδια γι' αυτούς.
Βασισμένο στο μυθιστόρημα του Εμιλιάν Στάνεφ «Κλέφτης στις Ροδακινιές», ο «Κλέφτης Ροδάκινων» είναι ένα κλασικό βουλγάρικο φιλμ, που προβλήθηκε με επιτυχία το 1964 στο Φεστιβάλ Βενετίας. Με ξεκάθαρα αντιπολεμικά αλλά και πολιτικά μηνύματα ο Ράντεφ στην πρώτη σκηνοθετική του απόπειρα προσπαθεί να διηγηθεί την ιστορία ενός έρωτα που γεννιέται μέσα στον παραλογισμό του πολέμου.
Και αν με τα δεξιοτεχνικά μονοπλάνα του και το αϊζενσταϊνικό μοντάζ του, καταφέρνει να προσεγγίσει με εξαιρετικό τρόπο την απόγνωση και την δυστυχία του ταλαιπωρημένου όχλου, ο Βούλγαρος σκηνοθέτης επιλέγει τελικά να μετατοπίσει το κέντρο βάρους της ταινίας στο ερωτικό κομμάτι, μετατρέποντας έτσι το φιλμ σε ένα αντιμιλιταριστικό μελόδραμα γεμάτο με αλληγορικά κλεισίματα του ματιού που σήμερα φαντάζουν παρωχημένα.
Βαθιά ρομαντικό αλλά και με έντονα μοιρολατρική διάθεση, ο «Κλέφτης Ροδάκινων» μπορεί να προτάσσει τον έρωτα ως το βασικό υλικό για την επανάσταση αλλά οι αλληγορίες και τα επιχειρήματά του φαντάζουν απλοϊκά μπροστά στα λαβυρινθώδη ζητήματα που θίγει.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Θανάσιμα Εργαλεία: Πόλη των Οστών
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Ο Ρόμπερτ Μίτσαμ Είναι Νεκρός
Ένας τρίτης διαλογής, καταθλιπτικός ηθοποιός αναγκάζεται από τον πιεστικό μάνατζέρ του να αναζητήσουν έναν Αμερικανό σκηνοθέτη που θα εξασφαλίσει και στους δύο τη διεθνή καριέρα που πιστεύουν ότι τους αξίζει. Για να τον βρουν, θα πρέπει να φτάσουν μέχρι τον Αρκτικό Κύκλο, συναντώντας στην διαδρομή διάφορους εκκεντρικούς χαρακτήρες και αναποδιές στο στόχο τους.
Ένας συνδυασμός των ευαισθησιών του Άκι Καουρισμάκι, του Ντέιβιντ Λιντς και του Τζιμ Τζάρμους, η ταινία δεν είναι παρά μια σειρά από πολύ χαλαρά συνδεδεμένες μεταξύ τους, εκκεντρικές βινιέτες, οι οποίες τελικά συνθέτουν έναν ιδιόμορφο ύμνο στο ίδιο το σινεμά αλλά και την αγάπη για το σινεμά.
Ο ηθελημένα νυσταλέος ρυθμός των εξελίξεων και η επιμονή στο ιδιόμορφο τόνο της αφήγησης σημαίνουν ότι η επιτυχία εξαρτάται αποκλειστικά στο κατά πόσο αυτές οι βινιέτες μπορούν μόνες τους να σταθούν και να διασκεδάσουν, ακυρώνοντας τις όποιες αντιρρήσεις για την απουσία πρωτότυπων ιδεών. Έτσι, η στάση των δύο χαρακτήρων σε κινηματογραφική σχολή της Πολωνίας είναι απολαυστική, το κινηματογραφικό φεστιβάλ στην άκρη του κόσμου επίσης, αλλά πολλά επεισόδια του ταξιδιού καταλήγουν λίγα ακριβώς επειδή θυσιάζουν την ουσία ή ακόμη και την φαντασία στο βωμό της εκκεντρικότητας για χάρη της εκκεντρικότητας. Εξαιρετικοί είναι, πάντως, και οι δύο αντισυμβατικοί πρωταγωνιστές.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Hasta la Vista
Μπορεί για τους περισσότερους από εμάς η διαδικασία του φαγητού ή του μπάνιου να μην απαιτεί κάποια ιδιαίτερη προεργασία και κόπο. Στη καθημερινότητα όμως των ανθρώπων με ειδικές ανάγκες τίποτα δεν είναι αυτονόητο. Πόσο μάλλον όταν μιλάμε για ένα ταξίδι ή ακόμη και για την ερωτική πράξη. Η παραπάνω προβληματική που τελευταία βρέθηκε στο κινηματογραφικό επίκεντρο («Αθικτοι», «Μαθήματα Αισιοδοξίας») απασχολεί και το «Hasta La Vista», ένα φιλμ που παρά το ευαίσθητο θέμα που αγγίζει, διατηρεί καθ' όλη τη διάρκειά του μια διάχυτη αύρα αισιοδοξίας
Ο Λαρς, ο Φιλίπ και ο Τζόζεφ είναι τρεις κολλητοί από την Φλαμανδία με φυσικές αναπηρίες. Ο Φιλίπ είναι παραπληγικός, ο Τζόζεφ σχεδόν τυφλός ενώ ο Λαρς είναι ακινητοποιημένος σε καροτσάκι εξαιτίας ενός όγκου που του έχει παραλύσει τα κάτω άκρα. Περνάνε μαζί το χρόνο τους σε βραδιές οινογευσίας, δοκιμάζοντας κρασί και σχολιάζοντας τις γυναικείες παρουσίες.
Μια μέρα ο Φιλίπ θα μάθει για την ύπαρξη ενός χλιδάτου οίκου ανοχής στην Ισπανία που ειδικεύεται σε άτομα με τις ιδιαιτερότητές τους και η παρέα θα οργανώσει ένα δεκαήμερο ταξίδι με βαν, έχοντας έναν και μόνο στόχο: να χάσουν την παρθενιά τους. Οι γονείς τους συναινούν, χωρίς βέβαια να ξέρουν την πιπεράτη λεπτομέρεια της εκδρομής, αλλά τα πάντα ακυρώνονται όταν ο γιατρός προειδοποιεί τους γονείς του Λαρς πως ο όγκος του γιου τους έχει εξαπλωθεί επικίνδυνα.
Σε κόντρα των άσχημων νέων, οι τρεις τους θα πεισμώσουν και θα ξεκινήσουν κρυφά το ταξίδι, προσλαμβάνοντας για οδηγό την Κλοντ, μια υπέρβαρη γυναίκα που ο Φιλίπ αποκαλεί «μαμούθ» αλλά που κατά τη διάρκεια της διαδρομής αποδεικνύεται πολύτιμη συνοδοιπόρος.
Το «Hasta La Vista» διαθέτει ένα ευρηματικό πρώτο μισό. Ο Τζέφρι Εντχόβεν χρησιμοποιεί εξαιρετικά το κινηματογραφικό point of view για να πλάσει τους χαρακτήρες του και τις ιστορίες πίσω από αυτούς. Εκμεταλλεύεται τη χημεία των τριών πρωταγωνιστών και κλείνοντας το μάτι στο arthouse σινεμά, στήνει μικρές σκηνές που κρατούν φρέσκο το ενδιαφέρον.
Αντίθετα στο δεύτερο μέρος του, το φιλμ κομπιάζει και κάποιες άκομψα εκτελεσμένες δραματικές σκηνές σε συνδυασμό με τις αρκετά προβλέψιμες σεναριακές λύσεις αποδυναμώνουν το τελικό αποτέλεσμα. Παρόλα αυτά το «Hasta La Vista» είναι μια crowd pleaser ταινία (έσπασε τα ταμεία στη χώρα της, το Βέλγιο) με τίμιες προθέσεις που αν την προσεγγίσει κανείς χωρίς ιδιαίτερες απαιτήσεις θα μείνει μάλλον ικανοποιημένος.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Το Καρφί
Ο Τζον (Ντουέιν Τζόνσον) είναι ένας ευκατάστατος ιδιοκτήτης κατασκευαστικής εταιρείας. Έπειτα από τηλεφώνημα της πρώην γυναίκας του μαθαίνει ότι ο γιος τους έχει συλληφθεί για εμπόριο ναρκωτικών και απειλείται με δεκαετή φυλάκιση. Γρήγορα αποκαλύπτεται πως ο νεαρός Τζέισον έχει πέσει θύμα μιας παγίδας που του έστησε ο ίδιος του ο κολλητός, για να γλιτώσει μέρος απ' την δική του ποινή.
Ο Τζον προσπαθώντας να βοηθήσει το παιδί του, καταφεύγει στην υποψήφια για μια θέση στο Κογκρέσο, Τζόαν Κίγκαν, (Σούζαν Σάραντον) η οποία του δίνει μια off the record πρόσβαση στην ομάδα ομοσπονδιακών πρακτόρων που ερευνούν την υπόθεση.
Ταυτόχρονα, ο απελπισμένος πατέρας προσεγγίζει έναν υπάλληλο της εταιρείας του με βεβαρημένο ποινικό μητρώο για απαγορευμένες ουσίες και του προσφέρει έναν πακτωλό χρημάτων για να τον φέρει σε επαφή με κάποιον έμπορο ναρκωτικών καθώς έχει ήδη συμφωνήσει με τους αστυνομικούς να συνεργαστεί μαζί τους ως μυστικός πράκτορας με αντάλλαγμα την ελευθερία του γιου του. Το σχέδιό του, όμως, θα αποδειχθεί υπερφιλόδοξο και η αποστολή του σύντομα θα πάρει απρόσμενη τροπή.
Πριν δει κανείς την ταινία, περιμένει πως το «Snitch» είναι μια αχαλίνωτη περιπέτεια, φτιαγμένη από ξέφρενα jump cuts, φαντασμαγορικές εκρήξεις, υπερχειλίζουσα βία και αυθεντικές εκκρίσεις τεστοστερόνης. Αν εξαιρέσεις όμως κάποιες ελάχιστες σκηνές καταδίωξης, οι οποίες τουλάχιστον είναι εξαιρετικά εκτελεσμένες, το «Snitch» δεν εκπληρώνει τις παραπάνω προσδοκίες παρόλο που ο σκηνοθέτης του είναι ένας επιτυχημένος πρώην κασκαντέρ.
Επιλέγει, αντίθετα, να τοποθετήσει υψηλότερα τον πήχη και καθώς το κουβάρι της πλοκής ξετυλίγεται, ο θεατής παρακολουθεί κάτι που φέρνει περισσότερο στη φόρμα ενός στιλιζαρισμένου δράματος και λιγότερο σε με μια υψηλών τόνων διασκεδαστική περιπέτεια. Εκεί έγκειται και το μεγαλύτερο μειονέκτημα της ταινίας, καθώς η απουσία της δράσης υπογραμμίζει τις σεναριακές αδυναμίες της ενώ οι διεκπεραιωτικές ερμηνείες αδυνατούν να στηρίξουν επαρκώς το δραματουργικό άξονα του φιλμ.
Παρόλα αυτά. το «Snitch» εκμεταλλευόμενο τις επιτυχημένες ανατροπές της πλοκής του, στέκεται αξιοπρεπώς και διατηρεί το ενδιαφέρον μέχρι και το σχετικά πρόβλεψιμο τέλος του.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Το Πρόσωπο της Ομίχλης
Το υποβλητικό ρωσικό σινεμά του παρελθόντος φέρνει στο μυαλό με την καινούργια του ταινία ο Σεργκέι Λόζνιτσα, ο μεγαλύτερος αδικημένος του πρόσφατου Φεστιβάλ Καννών, αφού διεκδίκησε επάξια κάποιο από τα μεγάλα έπαθλα της κινηματογραφικής διοργάνωσης και κατέληξε να κερδίσει μόνο το Βραβείο της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών.
Πρώην ντοκιμαντερίστας, που πραγματοποίησε μόλις πρόσφατα το πέρασμά του στις ταινίες μυθοπλασίας με το σύνθετο και αλληγορικό «My Joy» του 2010 (το οποίο δεν προβλήθηκε ποτέ, δυστυχώς, στην χώρα μας), ο σκηνοθέτης τοποθετεί το καινούργιο του φιλμ κατά την περίοδο που η Λευκορωσία τελεί υπό γερμανική κατοχή και ο ντόπιος πληθυσμός είναι χωρισμένος ανάμεσα σε αντάρτες και συνεργάτες του εχθρού.
Η αφήγησή του επικεντρώνεται στην περίπτωση τριών αντρών οι οποίοι γίνονται άθελά τους συνοδοιπόροι σε μια υπαρξιακή οδύσσεια του χαμού: Ένας υπάλληλος σιδηροδρόμου, δυο αντάρτες οι οποίοι αναλαμβάνουν να τον εκτελέσουν με την κατηγορία της προδοσίας, μια βασανιστική διαδρομή με μακάβρια κατάληξη, ένα πυκνής βλάστησης δάσος που ετοιμάζεται να γίνει σιωπηλός μάρτυς μιας τραγωδίας και ένα ανέλπιστο παιχνίδι της τύχης προορισμένο να αλλάξει ραγδαία τα δεδομένα για τους πάντες.
Με το «Πρόσωπο της Ομίχλης» ο Λόζνιτσα προσπερνά εύκολα τις προθέσεις μιας συμβατικής αντιπολεμικής ταινίας για να αναπτύξει στην οθόνη ένα φιλοσοφημένο δράμα στο οποίο οι σφοδρότερες μάχες συμβαίνουν στο εσωτερικό των ηρώων, υπογράφοντας ταυτόχρονα μια πανέμορφη μεταφυσική πραγματεία πάνω στο μεγάλο ρυθμιστή των πάντων σε αυτή την ζωή, που δεν είναι άλλος από τον θάνατο.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Πειρατεία Στον Ωκεανό
Το βιογραφικό του ως σεναριογράφου περιλαμβάνει ήδη μερικά εντυπωσιακά επιτεύγματα, όπως το σενάριο του περσινού «Κυνηγιού» του Τόμας Βίντερμπεργκ, αλλά και εκείνο της δανέζικης τηλεοπτικής επιτυχίας «Borgen». Όμως ο Τομπίας Λίντχολμ υπογράφει με την «Πειρατεία στον Ωκεανό» την πρώτη του ατομική σκηνοθετική δουλειά (είχε προηγηθεί το «R», εξ ημισείας με τον Μίκαελ Νόερ). Και ομολογουμένως, η σκηνοθετική του ματιά αποδεικνύεται ισάξια της εξαιρετικής γραφής του.
Αν και η πλοκή θα μπορούσε πολύ εύκολα να τροφοδοτήσει κάποια τετριμμένη ταινία δράσης, ο τρόπος που ο Δανός σκηνοθέτης χειρίζεται την υπόθεση πειρατείας ενός δανέζικου φορτηγού πλοίου που πέφτει στα χέρια Σομαλών πειρατών στα ανοιχτά του Ινδικού Ωκεανού, δεν θα μπορούσε να απέχει περισσότερο από τις εκκωφαντικές ταινίες με ανάλογες υποθέσεις ομηρίας που συχνά πυκνά μοστράρει το Χόλιγουντ, με συνήθεις υπόπτους-πρωταγωνιστές ηθοποιούς όπως ο Νίκολας Κέιτζ και ο Λίαμ Νίσον.
Δίνοντας έμφαση στην ψυχολογία των χαρακτήρων του, ο Λίντχολμ μοιράζει ισόποσα το χώρο και το χρόνο της ταινίας του ανάμεσα στο πλοίο καταμεσής του ωκεανού, όπου οι όμηροι ζουν για εβδομάδες ολόκληρες σε κατάσταση εξαθλίωσης και συνεχούς άγχους, περιμένοντας μια βοήθεια που μοιάζει να μην έρχεται ποτέ, και στα γραφεία της ναυτιλιακής εταιρείας στην Κοπεγχάγη, απ' όπου κουστουμαρισμένα στελέχη χειρίζονται τηλεφωνικά τα σκληρά παζάρια με τους πειρατές πάνω στο ποσό των λύτρων που η επιχείρηση είναι διατεθειμένη να πληρώσει για να απελευθερώσει το πλήρωμα.
Χωρίς να χάνει ούτε στιγμή τον υποδειγματικό ρυθμό του, ο Λίντχολμ όχι μόνο χτίζει δεξιοτεχνικά αυτήν την ιδιαίτερα απαιτητική περίπτωση παράλληλης δράσης, αλλά και καθιστά οργανικό στοιχείο του φιλμ το γεγονός ότι οι δύο βασικοί πρωταγωνιστές του δεν βρίσκονται ποτέ στο ίδιο πλάνο.
Ένας ευαίσθητος άνδρας που ανυπομονεί να επιστρέψει στη στεριά και στην οικογένεια που τον περιμένει εκεί, ο Μίκελ είναι ο μάγειρας του πλοίου που επιλέγεται από τους πειρατές ως η φωνή του πληρώματος που θα χρησιμεύσει ως συναισθηματικός εκβιασμός για τα αφεντικά του στη Δανία. Ο Πέτερ από την άλλη είναι ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας, που αν και προσλαμβάνει έναν επαγγελματία διαπραγματευτή με εμπειρία σε ανάλογες περιπτώσεις, θεωρεί ότι είναι αρκετά συγκροτημένος και ψύχραιμος για να αναλάβει ο ίδιος τις τηλεφωνικές συνομιλίες, αγνοώντας την ψυχοφθόρα επίδραση που θα έχει η μακρόχρονη αυτή διαδικασία πάνω του.
Διαφορετικού χαρακτήρα και σίγουρα διαφορετικού κοινωνικού στάτους, οι δύο άνδρες αποτελούν σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος και τους βασικούς πρωταγωνιστές του δράματος. Και η επιλογή τους δεν έχει καμία ταξική σκοπιμότητα – πρόκειται απλά για δύο ανθρώπους που άθελά τους βρέθηκαν με τις τύχες τους άρρηκτα πλεγμένες μεταξύ τους σε μια ριψοκίνδυνη παρτίδα σκακιού.
Η απογοήτευση, τα ηθικά διλήμματα, η βασανιστική αναμονή, η αβεβαιότητα της έκβασης και η απεγνωσμένη προσπάθεια διατήρησης της ψυχραιμίας δύο ηρώων που βρίσκονται σε διαφορετικά σημεία του πλανήτη είναι τα συστατικά με τα οποία ο Λίντχολμ δημιουργεί μια σχεδόν ανυπόφορη ένταση, εξάγοντας το σασπένς όχι τόσο από την απειλή των όπλων που συχνά βρίσκονται πάνω από τα κεφάλια των ναυτικών, αλλά από τη σιωπηλή αναμονή πάνω από μια τηλεφωνική συσκευή ή από κάτι που μπορεί να κρύβεται πίσω από μια απλή στιχομυθία.
Η μεθοδική εξέλιξη της διπλής αυτής αφήγησης θα μπορούσε να υποβιβάσει την ταινία σε μία απλή άσκηση ύφους, ωστόσο η ρεαλιστική κινηματογράφηση και οι υποδειγματικές νατουραλιστικές ερμηνείες χαρίζουν στο τελικό αποτέλεσμα μια σχεδόν ντοκιμαντερίστικη υφή, μια πειστική απεικόνιση καθημερινών ανθρώπων κάτω από καθεστώς ακραίας πίεσης και ταυτόχρονα μιας κατάστασης που αποτελεί πολύ συχνότερο φαινόμενο απ' όσο νομίζουμε.
Την ίδια στιγμή, εκεί που μια άλλη ταινία θα επένδυε ίσως σε μελοδραματικές υπερβολές ή αιματηρές συγκρούσεις, το «Πειρατεία στον Ωκεανό» διατηρεί μέχρι και το συγκλονιστικό του φινάλε μια πολύτιμη αποστασιοποίηση, προσδίδοντας ανθρώπινη διάσταση σε όλες τις πλευρές – ακόμα και σε εκείνη των πειρατών – και φέρνοντας τον θεατή σε απόσταση αναπνοής από την ψυχολογική κατάσταση των χαρακτήρων. Όχι και μικρό κατόρθωμα για ένα «απλό» θρίλερ ομηρίας.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Πιετά
Σε μερικές από τις πιο εξαθλιωμένες γωνιές της άλλοτε αναπτυγμένης βιομηχανικά περιοχής της σημερινής Σεούλ, ένας μοναχικός και συναισθηματικά απονεκρωμένος νεαρός μπράβος, που δουλεύει για λογαριασμό τοκογλύφων, έχει ως καθημερινή ασχολία του το να εκφοβίζει και να απειλεί όσους χρωστούν χρήματα, φτάνοντάς τους συχνά σε σημείο να προκαλέσουν μέγιστο κακό στον εαυτό τους προκειμένου να τα επιστρέψουν.
Όταν μια γυναίκα εμφανίζεται ξαφνικά από το πουθενά και ισχυρίζεται ότι είναι η χαμένη μητέρα του, εκείνη που τον εγκατέλειψε πριν τριάντα χρόνια, όταν ο ίδιος ήταν ακόμη βρέφος, ο ήρωας αφήνει για πρώτη φορά την πραγματική αγάπη να τρυπώσει μέσα του και σταδιακά αποφασίζει να εγκαταλείψει τη βάναυση δουλειά του και να ζήσει μια πιο φυσιολογική ζωή στην οποία δεν θα χρειάζεται να προκαλεί πόνο και δυστυχία στους άλλους.
Η γυναίκα που φέρεται ως μητέρα του κρύβει, εντούτοις, το δικό της οδυνηρό μυστικό, μια λεπτομέρεια από το παρελθόν η οποία θα φέρει τον ήρωα αντιμέτωπο με όσους υπήρξαν θύματά του αλλά και με τον ίδιο του τον εαυτό, σε μια ύστατη προσπάθειά του να προστατεύσει το μοναδικό πρόσωπο για το οποίο ένιωσε ποτέ το παραμικρό και να εξιλεωθεί για όλες τις φρικτές πράξεις που τόσο ανενδοίαστα είχε διαπράξει ως τώρα.
Ανάμεσα σε μια εύκολα αναγνωρίσιμη θρησκευτική παραβολή πάνω στις έννοιες της αμαρτίας, της συγχώρεσης και της εξιλέωσης και σε ένα ιδιαίτερα πεσιμιστικό σχόλιο πάνω στην πλήρη έκπτωση της ανθρώπινης ζωής σε ένα μοντέρνο και πολιτισμένο, υποτίθεται, κόσμο, ο Κιμ Κι Ντουκ στήνει ένα τραχύ και ελάχιστα παραχωρητικό στο κοινό του δράμα.
Σκληρό και σε σημεία βαθιά ενοχλητικό, όπως και οι οριακές καταστάσεις που περιγράφει, το φιλμ εναλλάσσει στιγμές σύντομης τρυφερότητας με σκηνές φρικώδους βίας, δεν αποστρέφει λεπτό το βλέμμα του από την ασχήμια και την απελπισία της πραγματικότητας που απεικονίζει και φροντίζει να δυναμιτίζει τακτικά μια ανορθόδοξη ιστορία μητρικής αγάπης και κρυμμένης εκδίκησης με στοιχεία που μοιάζουν προορισμένα να φέρουν σε εξαιρετικά άβολη θέση τους θεατές.
Αυτό το παιχνίδι του Κιμ Κι Ντουκ με την πρόκληση και τη νοσηρότητα σε βάρος μιας αρκετά υποσχόμενης αρχικά ιστορίας είναι που γρήγορα περιορίζει την δύναμη του «Pieta» σε μια επίδειξη ακραίων συμπεριφορών που το σενάριο δεν δικαιολογεί επαρκώς (με κυριότερη την αιφνίδια συναισθηματική μεταστροφή του ήρωα), σε ένα βιαστικό αναμάσημα γνώριμων θεματικών της αρχαίας τραγωδίας και σε μια απλοϊκή αλληγορία πάνω στις καταστροφικές συνέπειες του χρήματος.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Η Πόλη των Παιδιών
Στην προσεγμένη εναρκτήρια σκηνοθετική και σεναριακή του δουλειά, ο Γιώργος Γκικαπέππας κινεί παράλληλα τις ιστορίες τεσσάρων μητροπολιτικών ζευγαριών, διαφορετικής ηλικίας και εθνικότητας, καθένα από τα οποία διαχειρίζεται, σε μια κρίσιμη στιγμή του κοινού βίου του, τον ερχομό ενός παιδιού.
Ένα ζεύγος μεσηλίκων βλέπει τον γάμο του να διαλύεται, ένας νεαρός άντρας με την φιλενάδα του υποχρεώνεται υπό την απειλή όπλου να αντικρίσει αλλιώς μια πρόωρη εγκυμοσύνη, ένας άκαρπος αγώνας εξωσωματικής ενώνει και χωρίζει δύο γυναίκες οι οποίες έχουν μοιραστεί τον ίδιο άντρα και μια νεαρή Ιρακινή μετανάστης, μόνη στο διαμέρισμά της, αναγκάζεται να γεννήσει με τη βοήθεια ενός μοναχικού Έλληνα γείτονα.
Τοποθετημένο σε μια τωρινή και απολύτως αναγνωρίσιμη ελληνική πραγματικότητα της οικονομικής κρίσης και του διαρκούς άγχους για ένα παρόν που μοιάζει επίφοβο και για ένα μέλλον το οποίο φαντάζει ακόμη πιο αβέβαιο, το πολυφωνικό δράμα του Γκικαπέππα θέτει ως βασικό του προβληματισμό τον ερχομό μιας καινούργιας ζωής ως ριψοκίνδυνο στοίχημα σε έναν ασταθή, αποξενωτικό και συχνά παράλογο και βίαιο κόσμο.
Χωρίζοντας το σενάριό του ακριβοδίκαια στις τέσσερις ανθρώπινες ιστορίες που το απαρτίζουν, ο σκηνοθέτης ανοιγοκλείνει χωροταξικά την ταινία του, τοποθετώντας την πότε σε κλειστά διαμερίσματα και πότε σε ανοιχτούς ορίζοντες, διατηρώντας ωστόσο παντού την ίδια αίσθηση ψυχολογικής έντασης και διογκούμενου άγχους.
Η σκηνοθεσία του, διακριτική και σωστά παρατηρητική, βρίσκεται στο μεγαλύτερο μέρος της μονίμως τοποθετημένη απέναντι στα γεγονότα, δίχως να αντλεί εύκολα συμπεράσματα και κρίσεις γι' αυτά. Και μόνο στο τελευταίο του κομμάτι το φιλμ εκβιάζεται σεναριακά προς ένα δραματικό φινάλε που ενώνει τις τύχες των περισσότερων χαρακτήρων που παρακολουθήσαμε σε μια φορτισμένη συγκινησιακά και οπωσδήποτε βεβιασμένη κατακλείδα.
Καλογραμμένη, ψύχραιμη στη ματιά της και άψογα ερμηνευμένη, πάντως, η «Πόλη των Παιδιών» φανερώνει ταλέντο και περιέχει αρετές που σπάνια συναντά κανείς σε ταινία πρωτοεμφανιζόμενου δημιουργού. Όσο για το όνομα του σκηνοθέτη της, αυτό είναι βέβαιο πως θα μας απασχολήσει ξανά και πιθανόν με καλύτερα αποτελέσματα.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Αντίο, Βασίλισσά Μου
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
4ever
Το βασισμένο σε θεατρικό έργο σκηνοθετικό ντεμπούτο του Γιώργου Πυρπασόπουλου προδίδει τις θεατρικές του ρίζες αλλά μέσω των αμείλικτων διαλόγων καταφέρνει να φτιάξει ένα σκοτεινό, άσπλαχνα ρεαλιστικό πορτρέτο ενός σπασμένου γάμου.
Μία ιστορία που βασίζεται τόσο στους διαλόγους και τον χειρισμό των ηθοποιών (βασίζεται εξάλλου στο ομώνυμο θεατρικό έργο) είναι μια λογική επιλογή για το σκηνοθετικό ντεμπούτο ενός ηθοποιού και ο έμπειρος Γιώργος Πυρπασόπουλος αντιμετωπίζει την πρόκληση με επιτυχία, συλλαμβάνοντας την καταστρεπτική ενέργεια μιας συνάντησης που χωρά καβγάδες μηνών ανάμεσα σε ένα παντρεμένο και φαινομενικά ευτυχισμένο ζευγάρι μέσα σε μια εφιαλτική νύχτα.
Η ταινία προδίδει τις θεατρικές ρίζες της αλλά αυτό ίσως και στο πλαίσιο της ιστορίας να λειτουργεί: η αίσθηση της κλειστοφοβίας, της αμεσότητας, των ολοένα και πιο καταστρεπτικών προθέσεων των πρωταγωνιστών, που έχουν εγκλωβιστεί στον γάμο τους και στην ζωή που έχουν φτιάξει, ταιριάζει με τον κεντρικό χώρο δράσης, το ειρωνικά ειδυλλιακό θέρετρο που διαμένουν.
Κυριολεκτικά μία ταινία για δύο, το "4ever" βασίζεται αποκλειστικά στην δυναμική μεταξύ των δύο ηρώων, και ο Γιώργος Πυρπασόπουλος μοιράζεται με την Μόνικα ΜακΣέιν μια εύκολη χημεία και οικειότητα, ιδανικές ειδικά για τις πρώτες σκηνές που μοιράζονται οι χαρακτήρες τους, ενώ χειρίζονται με ικανότητα την ολοένα κλιμακούμενη, συναισθηματική βία στη συνέχεια - δύσκολα προβλέπει κανείς ακριβώς πόσο σπασμένος είναι ο γάμος τους και, το κυριότερο, ούτε οι ίδιοι δεν φαίνεται να το συνειδητοποιούν μέχρι να αρχίσουν να ξεστομίζουν όλο και περισσότερη πικρία, όλο και βαθύτερο μίσος. Είναι χάρη στην αφοσίωσή των δύο ηθοποιών που το τελευταίο μέρος, που κάνει μια στροφή σχεδόν προς το ψυχολογικό θρίλερ και επιλέγει την υπερβολή, να φανεί πιστευτό και αντιπροσωπευτικού του βάλτου που είναι ο γάμος τους.
Χριστίνα Λιάπη
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Elles
Οξύ σε λεπτομέρειες και προσεγμένο στους διαλόγους το χρονικό μιας σταδιακής απελευθέρωσης μιας μεσήλικης γυναίκας από τα δεσμά της ανδροκρατίας αλλά προφανές και μονοδιάστατο στον τρόπο που χειρίζεται χαρακτήρες και καταστάσεις.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Οίκος Ανοχής
Ο κατ' εξακολούθηση προβοκάτορας Μπερτράν Μπονελό ("The Pornographer") επιστρέφει με ένα θέμα τόσο ζουμερό όσο η ζωή σε ένα πορνείο αλλά καταφέρνει να μετατοπίσει το κέντρο βάρος του φιλμ από την ηδονοβλεπτική περιέργεια στο νοσταλγικό τέλος μιας εποχής. Ο οίκος ανοχής του τίτλου επιβιώνει μετά βίας στην Μπελ Επόκ του Παρισιού, μαρτυρώντας την μετάβαση από τον ρομαντισμό του 19ου αιώνα στην βιομηχανική πραγματικότητα του 20ού και επιβεβαιώνοντας το κλισέ που θέλει κάθε μικρόκοσμο να αντανακλά την κοινωνία στα πλαίσια της οποίας αναπτύσσεται.
Γεμάτη σινεφίλ αναφορές στο στυλ μεγάλων auteurs όπως ο Βισκόντι, ο Οφίλς ή ο Χοκς, η ταινία φιλοδοξεί να παραδώσει κάτι ανώτερο από το ημερολόγιο μιας εποχής - και τα καταφέρνει: το άρωμα της παρακμής, η μελαγχολία της στροφής του αιώνα και το ντελικάτο αίσθημα της "ανοχής" ποτίζουν την ατμόσφαιρα της ταινίας και προσδίδουν στον θεατή περισσότερο την ιδιότητα του επισκέπτη παρά εκείνη του παρατηρητή. Για του λόγου το αληθές, η πιο συγκλονιστική στιγμή του φιλμ, περιλαμβάνει την απόκοσμη χρονική ανάμειξη του τώρα και του τότε, υπό τους ήχους του "Nights in White Satin" και απαιτεί την πλήρη εγρήγορση του αποδέκτη.
Όσοι αποδεχθούν τους ιδιότροπους ρυθμούς και τα σκηνοθετικά τερτίπια αυτού του "Οίκου Ανοχής" είναι αδύνατον να μην παρασυρθούν από τη μελαγχολική του γοητεία.
Φαίδρα Βόκαλη
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Κωλόπαιδα
Ένα χρόνο και βάλε μετά τα γυρίσματα, και αρκετούς μήνες μετά την πρεμιέρα της ταινίας στις Νύχτες Πρεμιέρας Conn-x, τα «Κωλόπαιδα» παραμένουν - δυστυχώς - πιο επίκαιρα από ποτέ. Οι τρεις φίλοι που έχουν αποφασίσει να τα αφήσουν όλα πίσω και να αναζητήσουν μια πιο ελεύθερη ύπαρξη στο Βερολίνο, αντιπροσωπεύουν πλέον ένα γνώριμο φαινόμενο της σημερινής νέας γενιάς, όχι απομεινάρια του παρελθόντος όπως θεωρούσαμε την οικονομική μετανάστευση μέχρι πριν λίγα χρόνια.
Οι ήρωες του πρωτοεμφανιζόμενου σεναριογράφου και σκηνοθέτη Στέλιου Καμμίτση παίρνουν την απόφαση ένα χρόνο πριν και η ταινία τούς βρίσκει στο τελευταίο τους βράδυ, το οποίο περνούν τριγυρνώντας στην πόλη τους και αναθεωρώντας στην πορεία όσα ξέρουν για την ζωή τους, τις επιθυμίες τους, το μέλλον τους, και ο ένας για τον άλλον.
Δύσκολο σαν εγχείρημα να χωρέσεις τόσες κοσμογονικές αλλαγές σε 12 ώρες και το τελικό αποτέλεσμα είναι αν μη τι άλλο άνισο αλλά φιλόδοξο. Το σενάριο χάνει γρήγορα την συμπαθητική παιχνιδιάρικη διάθεση της αρχής και υιοθετεί μια άβολη σοβαρότητα που δεν ταιριάζει ούτε στην ιστορία ούτε στους τρεις άπειρους πρωταγωνιστές, των οποίων η αβίαστη χημεία λειτουργεί καλύτερα όταν το ύφος είναι πιο ανάλαφρο. Πάντως, ο Καμμίτσης αποζημιώνει με τις ελκυστικές αλλά όχι κλισέ εικόνες της άδειας Αθήνας του Αυγούστου, που φιλοξενούν ιδανικά το αεικίνητο πνεύμα που ταιριάζει στους πρωταγωνιστές του και δίνουν το απαραίτητο φόντο για να περιγράψει αυτήν την γενιά και ηλικία, και δίνει υποσχέσεις για το μέλλον.
Χριστίνα Λιάπη
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Ανεμοδαρμένα Ύψη
Αφήνοντας πίσω της κάθε υπόνοια καλλιγραφημένου «κοστουμέ μελοδράματος» η Άρνολντ βουτάει την κάμερά της στη λάσπη και κινηματογραφεί με ωμότητα και πρωτοφανή ρεαλισμό το δημοφιλέστερο έργο της αγγλικής λογοτεχνίας.
Γραμμένα το 1847 από την, 27χρονη τότε, Έμιλι Μπροντέ, τα «Ανεμοδαρμένα Υψη» έχουν ελάχιστη σχέση με παρόμοια βιβλία της εποχής -και κυρίως το «Τζείν Έιρ» της αδελφή της, Σαρλότ. Αυτό που συνηθίσαμε να ονομάζουμε ρομαντισμό αποκτά εδώ τις πραγματικές του διαστάσεις και αποκαλύπτει ένα ολόκληρο κόσμο, ο οποίος αλλάζει μέσα σε ερωτικά πάθη και ταξικά μίση.
Η άγρια και γεμάτη πάθος ιστορία της σχεδόν δαιμονικής αγάπης του Χίθκλιφ για την Κάθριν έχει μεταφερθεί πολλές φορές στο σινεμά. Αν έχετε δει την πιο γνωστή (του 1939, σε σκηνοθεσία Γουίλιαμ Γουάιλερ και πρωταγωνιστή τον Λόρενς Ολίβιε) ξεχάστε την πάραυτα. Η Αρνολντ («Red Road», «“Fish Tank») την είχε πετάξει στα σκουπίδια πριν αρχίσει καν να γράφει το σενάριο.
Και μόνο η φιγούρα του Χίθκλιφ ο οποίος, για πρώτη φορά στο σινεμά, εμφανίζεται μαύρος (και στο βιβλίο βέβαια περιγράφεται μελαψός σαν τσιγγάνος) ανατρέπει όλα τα μέχρι τώρα κινηματογραφικά δεδομένα και εισάγει τον θεατή σε ένα περιβάλλον σκοτεινό –αληθινά «ανεμοδαρμένο»- στο οποίο κυριαρχεί η βροχή και το πάθος.
Ξαναβλέποντας λοιπόν την ιστορία από την αρχή και αδιαφορώντας για τα κλισέ που της έχουν φορτωθεί εδώ και δεκάδες χρόνια, η σκηνοθέτης αναζητά την ουσία των μεγάλων ρομαντικών ιδεών που διατρέχουν τα «Ανεμοδαρμένα Ύψη» και φωτίζει αυτόν τον τρελό έρωτα, τον amour fou των σουρεαλιστών, οι οποίοι είχαν υμνήσει το βιβλίο της Μπροντέ- δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι και ο Μπουνιουέλ το είχε διασκευάσει στο Μεξικό του 1953. (όπως βέβαια δεν είναι τυχαίο και το γεγονός ότι το βιβλίο παραμένει στην ουσία αταξινόμητο, έχοντας δοκιμάσει όλες τις σχολές της ευρωπαϊκής λογοτεχνικής κριτικής.)
Καταπληκτική «βρώμικη» φωτογραφία (βραβευμένη στο φεστιβάλ Βενετίας) κάμερα στο χέρι, εντάσεις, πάθη, βιαιότητα και τραγικό μεγαλείο.
Εκεί που η ψυχανάλυση συναντά την αφηγηματική ωμότητα και ο έρωτας γίνεται μέρος του κινηματογραφικού κάδρου, η ταινία της Άρνολντ λάμπει μέσα στο σκοτάδι της.
Ορέστης Ανδρεαδάκης
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Φάουστ
Η γνωστή ιστορία του Φάουστ, που πουλά την ψυχή του στον διάβολο. Η διάσημη ιστορία του αριστουργήματος της παγκόσμιας λογοτεχνίας, FAUST, του Γκαίτε, σε μια πολύ διαφορετική, σύγχρονη και ελεύθερη απόδοσή του. Μια απόδοση και ανάγνωση της ιστορίας, που σκοπό έχει να δείξει την ουσία που δεν διαφαίνεται εύκολα. Ποιο είναι το χρώμα ενός κόσμου που οδηγεί σε κολοσσιαίες ιδέες; Ποιο είναι το άρωμά του; Στον κόσμο του Φάουστ, είναι όλα πνιγηρά: συνταρακτικά σχέδια γεννιούνται στο στριμωγμένο μέρος όπου περιδιαβαίνει ο Φάουστ. Είναι ένας στοχαστής, που διαλαλεί ιδέες, μεταδίδει λέξεις, που κάνει σχέδια, ένας ονειροπόλος. Ένας ανώνυμος άντρας που ωθείται από απλά ένστικτα: πείνα, απληστία, λαγνεία. Ένα δυστυχισμένο, κυνηγημένο πλάσμα, που θέτει μια πρόκληση στον Φάουστ του Γκαίτε. Γιατί να μείνει εκεί όταν μπορεί να πάει παραπέρα; Κι ακόμα παραπέρα, και πιο πέρα, πιέζοντας πάντα προς τα εμπρός, χωρίς να προσέχει ότι ο χρόνος μένει ακίνητος...
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Το Γάλα
Ο Αντώνης, παιδί μετανάστριας από την Τιφλίδα αλλά μεγαλωμένος στην Ελλάδα, προσπαθεί να διαμορφώσει το μέλλον του, έχοντας ως άμεσο σχέδιο να παντρευτεί την κόρη του αφεντικού του με την οποία διατηρεί δεσμό. Αντίθετα, ο αδελφός του, Λευτέρης, που πάσχει από σχιζοφρένεια, είναι εσωστρεφής και εμμονοληπτικός και παραμένει προσκολλημένος στις μνήμες του παρελθόντος, όπως του τις έχει μεταδώσει η υπερπροστατευτική μητέρα του.
Οι ισορροπίες στο μικροαστικό σπιτικό θα ανατραπούν από τη στιγμή που ο Αντώνης αποφασίζει να ανακοινώσει τον γάμο του στην οικογένεια και καλεί τη μέλλουσα νύφη για τις συστάσεις... Δημιουργικά παραστατική κατάδειξη των εκρηκτικών δυναμικών στους κόλπους μιας φαμίλιας μεταναστών που διχάζεται ανάμεσα στο τότε και στο τώρα, στο εκεί και στο εδώ, στη μνήμη και στο μέλλον, μέσα πρωτίστως από τη θέση και τα διλήμματα του "προστάτη" υιού που νιώθει επιτέλους πως πρέπει να κάνει τις καθοριστικές για τη ζωή του επιλογές.
Δεν είχαμε την τύχη να παρακολουθήσουμε το επιτυχημένο θεατρικό του Βασίλη Κατσικονούρη, θαυμάσαμε όμως την καίρια κατανομή των δραματικών εκρήξεων στο πλαίσιο ενός χαρακτηρολογικά βραδύκαυστου σεναρίου (σε διασκευή του ιδίου) και, κυρίως, την ικανότητα του νεοεμφανιζόμενου στο σινεμά σκηνοθέτη Γιώργου Σιούγα να δώσει με τον φακό του "ανάσες" και παραστατικότητα στο πυκνογραμμένο κείμενο, χωρίς, πάντως, να αποφεύγει εντελώς τους μικροπλατειασμούς (ολόκληρη η τελική σεκάνς των αναλογισμών θα μπορούσε να συντομευθεί δραστικά).
Παθιασμένες οι ερμηνείες (ειδικά της Ιωάννας Τσιριγκούλη), που έστω και μέσα στο φλερτ τους με τον θεατρικό νατουραλισμό ευθυγραμμίζονται με την τονικότητα του σκληρού, θλιμμένου δράματος και τροφοδοτούν τις συγκινήσεις.
Ρόμπυ Εκσιέλ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
DOS. Μια Ιστορία Αγάπης Από Την Ανάποδη
Δύο ζευγάρια που συναντήθηκαν για πρώτη φορά και ερωτεύτηκαν στη Βαρκελώνη χωρίζουν. Η Φαίδρα αφήνει τον Ιππόλυτο. Η Νερέα θέλει ν' αφήσει τον Εκτορ γιατί η σχέση τους έχει φτάσει σε τέλμα. Οι μεν είναι Ελληνες, οι δε Ισπανοί... Με έκδηλο σκηνοθετικό σφρίγος και πληθώρα ιδεών στην κινηματογράφηση, ο Στάθης Αθανασίου υπογράφει την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του.
Χειρίζεται άψογα το παιχνίδι με τον χρόνο, τα φλας μπακ της αφήγησης, εν προκειμένω, εμπλουτισμένα με αποσπάσματα από θεατρικά και λογοτεχνικά κείμενα, και τις απαιτήσεις μιας διεθνούς παραγωγής που στήθηκε σε Αθήνα και Βαρκελώνη. Οχι όμως και το βάθος του σεναρίου του, που αναλώνεται και εξαντλείται από νωρίς γύρω από την επιφανειακή παρατήρηση των σχέσεων των δύο φύλων, μειονέκτημα που οξύνεται από το έντονο στιλιζάρισμα των πλάνων και τα αταίριαστα, κατά την προσωπική μας άποψη, ζευγάρια των ηθοποιών.
Άντα Δαλιάκα
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Εμείς Οι Δύο
Ο 34χρονος Ντανιέλ είναι ο πρώτος Ευρωπαίος με σύνδρομο Down που έχει αποφοιτήσει από το πανεπιστήμιο. Ξεκινά μια δουλειά σε κοινωνική υπηρεσία της Σεβίλλης, όπου και γνωρίζει την Λάουρα μια γυναίκα απογοητευμένη απ' την ζωή της που βρίσκει ανακούφιση σε αγκαλιές αγνώστων ανδρών που γνωρίζει σε μπαρ. Γίνονται αμέσως φίλοι, τραβώντας την προσοχή τόσο των συναδέρφων τους όσο και των μελών των οικογενειών τους. Η ιδιαίτερη σχέση τους θα δοκιμαστεί, όταν ο Ντανιέλ ερωτευτεί την Λάουρα. Όμως οι επαναστατικές ψυχές τους αρνούνται να συμβιβαστούν με τους κανόνες και αποφασίζουν να ζήσουν τον έρωτα χωρίς όρια και περιορισμούς.
Μια πρωτότυπη ιστορία με τον Πάμπλο Πινέδα, πάσχοντα από σύνδρομο Down να υποδύεται (σχεδόν) τον εαυτό του σε μια ερμηνεία τουλάχιστον συγκινητική, το «Εμείς οι Δυο» είναι ένα φιλμ που σε κερδίζει με την αμεσότητα του και το ρεαλιστικό του τέμπο. Το σκηνοθετικό δίδυμο των Αλβάρο και Παστόρ παραδίδουν μια ειλικρινή ματιά σε ένα μείζον κοινωνικό θέμα που συνοψίζεται στο πώς αντιλαμβάνονται οι κοινωνίες το διαφορετικό και την πρόσμιξή του με το κοινό. Στα συν επίσης της ταινίας η ερμηνεία της Λόλα Δουένιες, απ' τις ικανότερες ισπανίδες ηθοποιούς της γενιάς της, της οποίας η υποκριτική άνεση είναι αξιοθαύμαστη. Αν και σεναριακά αδύναμο σε στιγμές το «Εμείς οι Δυο» είναι μια έντιμη και το λιγότερο συμπαθητική ταινία με τίμιες προθέσεις τις οποίες εκπληρώνει στο ακέραιο.
Κωστής Θεοδοσόπουλος
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
H Πόλη της Ζωής και του Θανάτου
Ένα συγκλονιστικό αντιπολεμικό έπος από την Κίνα μας θυμίζει την φρίκη, αλλά και το μεγαλείο, της ανθρώπινης συμπεριφοράς.
Τον Δεκέμβριο του 1937ο Αυτοκρατορικός Στρατός της Ιαπωνίας εισέβαλε στην πόλη Νανκίνγκ- τότε πρωτεύουσα της Κίνας- και ουσιαστικά την ισοπέδωσε. Η φρίκη αυτού του μήνα έμεινε στην ιστορία ως «Ο βιασμός της Νανκίνγκ»- μια από τις πιο σκοτεινές σελίδες της ανθρώπινης συμπεριφοράς και αναμφίβολα ένα από τα χειρότερα εγκλήματα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου: 3000.000 άνθρωποι, ο μισός δηλαδή πληθυσμός της πόλης, δολοφονήθηκαν, άμαχοι θάφτηκαν ζωντανοί σε μαζικούς τάφους, ηλικιωμένοι εξευτελίστηκαν, χιλιάδες γυναίκες βιάστηκαν, βρέφη σφαγιάστηκαν. Η ειρηνική πόλη του Νανκίνγκ σημαδεύτηκε για πάντα, το ολοκαύτωμά της όμως παραμένει ακόμη άγνωστο.
Κι ενώ το γεγονός αυτό, στην άπω Ανατολή, θεωρείται ταμπού (οι Κινέζοι δεν έχουν ακόμη χωνέψει την φρίκη του και οι Ιάπωνες δεν έχουν ζητήσει συγγνώμη) η ταινία το αντιμετωπίζει με όρους καθαρά κινηματογραφικούς υπερβαίνοντας την προπαγάνδα και τον εθνικιστικό λίβελο. Κρατώντας ανοιχτές τις διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στο καλό και το κακό, ο σκηνοθέτης βάζει σε πρώτο πλάνο τον άνθρωπο που εξαχρειώνεται στην δύνη του πολέμου και γίνεται έρμαιο των ακραίων πολιτικών αποφάσεων. Ένα από τα κεντρικά πρόσωπα της αφήγησης εξάλλου είναι ένας Γιαπωνέζος στρατιώτης- ένας εχθρός. Κι οι υπόλοιποι όμως ήρωες είναι βουτηγμένοι μέσα σε ένα επικό φως αντικειμενικότητας. Δεν εξετάζεται δηλαδή η περιπτωσιολογία στενών ατομικών δραμάτων, αλλά η συλλογική φρίκη και των δύο πλευρών.
Το μελόδραμα λοιπόν είναι άχρηστο σε μια τέτοια ταινία η οποία τοποθετείται στις πλήρεις διαστάσεις της τραγωδίας.
Συγκλονιστικές ασπρόμαυρες και σινεμασκόπ εικόνες, πρόσωπα έντονα που ακτινοβολούν μέσα στην φρίκη του πολέμου, ελάχιστη μουσική, ωμή και λιτή σκηνοθεσία. Μια από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς.
Η «Πόλη της Ζωής και του Θανάτου» έκανε την ευρωπαϊκή της πρεμιέρα τον περασμένο Σεπτέμβριο στις Νύχτες Πρεμιέρας και στο Φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν όπου μάλιστα κέρδισε και το πρώτο βραβείο.
ΟΡΕΣΤΗΣ ΑΝΔΡΕΑΔΑΚΗΣ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Μακρόνησος
Είναι φανερή η προσπάθεια των δημιουργών αυτού του ντοκιμαντέρ να αφηγηθούν τη συγκλονιστική «ιστορία» της Μακρονήσου με την πολιτική αποστασιοποίηση που επιτρέπει πια το πέρασμα του χρόνου, αλλά και με την αναγκαιότητα που επιβάλλει η περασμένη ηλικία όσων έζησαν εκείνη την εποχή και μπορούν -για λίγο ακόμη- να θυμηθούν πρόσωπα και γεγονότα.
Με κεντρικό υλικό τις μαρτυρίες τριών αριστερών (ανάμεσα τους και η πρόσφατα εκλιπούσα Αλέκα Παΐζη) που επέζησαν από τα βασανιστήρια και με αντίπαλο δέος την αφοπλιστική εξομολόγηση του τότε διοικητή τάγματος, η «Μακρόνησος» είναι στην πραγματικότητα μια συλλογή -εν είδει ρεπορτάζ- απτών ντοκουμέντων (φωτογραφικό υλικό, επιστολές, αποκόμματα εφημερίδων κ.τ.λ.) και κομματιών μνήμης σε έναν σχετικά αποτελεσματικό, για τις ανάγκες της όποιας τεκμηρίωσης, συνδυασμό.
Δικαιολογημένα, ωστόσο, το κέντρου βάρους πέφτει στη μνήμη, αφού μέσα από τις συγκινητικές, κυνικές και συχνά συγκεχυμένες αφηγήσεις των «μαρτύρων» ξετυλίγεται ολοκάθαρα ο χάρτης μιας ταραγμένης ιστορικά εποχής. Οι μορφές των τεσσάρων «πρωταγωνιστών» -ανεξάρτητα από ποια πλευρά βρίσκονται- αποδεικνύονται πιο δυνατές και πιο ιστορικά ακριβείς ακόμη και από τις φωτογραφίες αρχείου ή το διεκπεραιωτικό voice over που ξεφυλλίζει την κρίσιμη πενταετία υπό μορφή ημερολογίου.
Και είναι αυτές οι μορφές που μετατρέπουν τελικά το χωρίς κινηματογραφικές φιλοδοξίες (αλλά και ούτε ιδιαίτερες αρετές) ντοκιμαντέρ περισσότερο σε ένα ντοκουμέντο πάνω στον χρόνο παρά σε μια πολιτική ανάλυση ή έστω δήλωση πάνω στον εμφύλιο, την εξορία στην Μακρόνησο και όσα παρεπόμενα αυτών καθόρισαν τη σύγχρονη ελληνική ιστορία.
ΜΑΝΩΛΗΣ ΚΡΑΝΑΚΗΣ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Οι Ομπρέλες Του Χερβούργου
Oι «Ομπρέλες του Χερβούργου», φημισμένες για την μουσική τους επένδυση, είναι η πρώτη ταινία χάρη στην οποία οι Ντεμί-Λεγκράν θα μείνουν στην ιστορία του κινηματογράφου ως ένα μοναδικό ντουέτο σκηνοθέτη-συνθέτη. Θα παρουσιαστούν στις Κάννες το 1964 και θα φύγουν με τον Χρυσό Φοίνικα, εδραιώνοντας τον Ντεμί ως έναν δημιουργό με άποψη και μέλλον. Οι ιστορικές δάφνες του φιλμ ωστόσο, δεν είναι η πιο σημαντική του κατάκτηση.
Πριν απ'όλα, οι «Ομπρέλες» είναι το χρονικό ενός νεανικού έρωτα που διαλύεται μέσα στις κοινωνικές αντιξοότητες ή απλώς στο αναπόφευκτο πέρασμα του χρόνου και την εντελώς φυσιολογική λήθη. Αφηγηματικό πλαίσιο σχεδόν μπανάλ, θα έλεγε κανείς, μόνο που ο Ντεμί έχει υποκαταστήσει εξ ολοκλήρου τους διαλόγους της ταινίας με ακατάπαυστο τραγούδι. Κινηματογραφική όπερα;
Ο πειρασμός του εύκολου ορισμού είναι προφανής, αλλά «Οι Ομπρέλες» είναι κάτι άλλο- ένα τραγουδιστό φιλμ. Μπροστά στο ρίσκο να γελοιοποιηθεί ή να καταντήσει απλούστατα βαρετός, ο Ντεμί θα δει το πείραμά του να δικαιώνεται ως ένα από τα πιο συγκινητικά παντρέματα μουσικής και εικόνας που έχουν γίνει ποτέ. Την ίδια στιγμή, θα δώσει στην ξανθιά ενζενί Κατρίν Ντενέβ τον πρώτο της σπουδαίο ρόλο, και όχι τον τελευταίο στην παθιασμένη συνεργασία τους.
Κωνσταντίνος Σαμαράς
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Love Story
Παρά τη θέση του «Love Story» στην ποπ κουλτούρα ως μιας από τις πιο διάσημες ταινίες όλων των εποχών (αγαπητή ή όχι, δεν έχει σημασία), ο χρόνος δεν έχει υπάρξει ευγενικός μαζί του– λίγες ταινίες έχουν γίνει στόχος κοροϊδίας πιο συχνά από τη «απόλυτη ρομαντική ταινία», όπως πλέον αποκαλείται. Όσο περνούν τα χρόνια και έχεις λίγο προοπτική στα πράγματα, συνειδητοποιείς τις τεράστιες τρύπες στο σενάριο και τις αδυναμίες στις ερμηνείες, γελάς με το κάκιστο ντουμπλάζ στις εξωτερικές σκηνές και αντιλαμβάνεσαι την γενικότερη αντιδραστική αφέλεια που έχει εξοργίσει κριτικούς και μέρος του κοινού.
Η ιστορία, εκτός από αγάπης, είναι και ευκολιών, με κυριότερο παράδειγμα την ασθένεια της Τζένι, που είναι η μόνη καλπάζουσα μοιραία ασθένεια χωρίς συμπτώματα και επιτρέπει στην φέρουσα να πεθάνει γαλήνια και όμορφη στην αγκαλιά του εξίσου γοητευτικού συζύγου της. Ο δύσμοιρος Ράιαν Ο'Νιλ πασχίζει να σταθεί αξιοπρεπώς δίπλα στην παντελώς ξεκούρδιστη ερμηνεία της Άλι ΜακΓκρο, τόσο λίγη για έναν τόσο δυνατό χαρακτήρα και τους διαλόγους που καλείται να επαναλάβει. Όλη η πνευματική ζωντάνια της Τζένι, και ο σαρκασμός στον οποίο ψάχνει καταφύγιο, διαστρεβλώνονται από την μονότονη παρουσία της ΜακΓκρο και φαίνονται δείγματα κακίας, παρά τρυφερότητας.
Δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί, όμως, ότι η ιστορία είναι ιδιοφυής στην απλότητά της: όντως τι μπορεί να πει κανείς για την τραγωδία να πεθαίνει ένα νέο, ευτυχισμένο στο γάμο του, πανέξυπνο κορίτσι; Οι τελικές σκηνές έχουν κάνει κόσμο και κοσμάκη να κλάψει ακριβώς επειδή αφηγούνται μια καθημερινή λυπητερή ιστορία, με την επιπλέον προσθήκη δύο όμορφων ηθοποιών και αυτής της ρημάδας της μουσικής, δικαίως συνώνυμης πλέον με τη λέξη χαρτομάντιλο.
Χριστίνα Λιάπη
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Beastly
Μετά τις μεταφυσικές, ρομαντικές περιπέτειες του «Λυκόφωτος» και τις ακόμα πιο παραμυθένιες εισπράξεις του, τα στούντιο μοιάζουν να έχουν πέσει με τα μούτρα στο διάβασμα αναζητώντας κλασικές ιστορίες που με ένα καλό ρετούς και μερικούς φωτογενείς πρωταγωνιστές θα μπορούσαν να ανταποκριθούν στις (στοιχειώδεις) απαιτήσεις του κοινού των μούλτιπλεξ. Λίγο μετά την παιδαριώδη «Κοκκινοσκουφίτσα» με την επίφαση τρόμου, λοιπόν, σειρά έχει ο διαχρονικός και πολυκινηματογραφημένος μύθος της «Πεντάμορφης και του Τέρατος» σε μια εξίσου αφελή διασκευή που παρά τον υποτιθέμενο εκμοντερνισμό κάνει το –γραμμένο τον 18ο αιώνα παραμύθι της Ζαν-Μαρί Λε Πρινς ντε Μπομόν– να μοιάζει αφάνταστα φρέσκο και πολυπεπίπεδο.
Για μία ταινία που προσποιείται ότι προβάλλει την έννοια της εσωτερικής ομορφιάς, είναι τουλάχιστον φαιδρό το γεγονός ότι όλοι σχεδόν οι νεαροί ηθοποιοί θυμίζουν μοντέλα εσωρούχων, μοστράροντας με θράσος τους καλογραμμένους κοιλιακούς και τις τέλειες μπούκλες τους στα μούτρα των ξελιγωμένων θεατών. Ακόμα και η τερατόμορφη εκδοχή του αγγελικού (εμφανισιακά μόνο, γιατί τουλάχιστον αρχικά δεν χωνεύει ούτε τα αντερά του!) Κάιλ, παρά τις υποτιθέμενα απωθητικές ουλές και τα τατουάζ που σημαδεύουν το γυμνό πια κρανίο του, εξακολουθεί να φαντάζει σέξι με έναν πιο kinky τρόπο.
Πέρα από τις γραφικά εκσυγχρονισμένες ρομαντικές σκηνές και την ξεκαρδιστική ενδυματολογική άποψη για το νεο-γκόθικ look της σύγχρονης μάγισσας με τα trendy τσίτια, η εξωφρενικά επιδερμική αυτή αλληγορία κρύβει ελάχιστες απολαύσεις και πολλές παρανοήσεις. «Love Is Never Ugly» υποστηρίζει το «Beastly», κάπου όμως στη μετάφραση για την emo γενιά έχει χάσει εντελώς το νόημα: η αληθινή αγάπη, μοιάζει να μας λέει, είναι για τους κούκλους αυτού του κόσμου, προσπαθήστε απλά να μην είστε τόσο στριμμένοι με εμάς τους υπόλοιπους, κανονικούς ανθρώπους.
Θανάσης Πατσαβός
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Sagan
Όταν η γυναίκα στο κέντρο της ταινίας σου έχει μείνει στην ιστορία για την ζωή ροκ σταρ που έζησε, για τα σκάνδαλα που δημιούργησε και τις θυελλώδεις σχέσεις της που τάραξαν την τότε κοινωνία, θέλει πραγματική προσπάθεια για να παραδώσεις κάτι τόσο φλατ και άψυχο όσο το βιογραφικό «Sagan».
Η Φρανσουάζ Σαγκάν αρνούνταν να ζήσει πιο μετρημένα και άφησε όλη της την ύπαρξη να κυριαρχείται από αλόγιστη συμπεριφορά: επισκέψεις σε καζίνο, κατάχρηση ουσιών σε διαβόητες κραιπάλες, πολλοί και πολλές ερωτικές σύντροφοι, βαθιά ριζωμένη ανάγκη για γράψιμο. Η ταινία περιλαμβάνει όλα τα παραπάνω, ή τουλάχιστον άτολμες αναφορές σε αυτά, αλλά αδυνατεί να δώσει πνοή στον κεντρικό χαρακτήρα, στερώντας του την ευκαιρία να δείξει την απόλυτη δίψα για ζωή που χαρακτήριζε την Γαλλίδα συγγραφέα και θα μπορούσε να μας παρασύρει κι εμάς σαν κοινό.
Παρά την δυνατή, ηλεκτρισμένη κεντρική παρουσία της Σιλβί Τεστούντ, το σενάριο απλά αδυνατεί να εκμεταλλευτεί την ερμηνεία της για ένα εκρηκτικό αποτέλεσμα, αρκούμενο στο να διηγηθεί τα πιο σημαντικά περιστατικά της ζωής της. Και σαν να μην έφτανε η συμβατική, νερόβραστη απεικόνιση της προσωπικής ζωής (παρά τις διάφορες φιγούρες που μπαινοβγαίνουν αδιάκοπα σε αυτήν), το γράψιμό της, το νόημα ουσιαστικά της ζωής της, μένει τελείως στο περιθώριο: όχι μόνο δεν μας δίνεται η ευκαιρία να την δούμε να γράφει το «Καλημέρα θλίψη», αλλά και το υπόλοιπο της έργο παραγκωνίζεται εντελώς – εκτός από δυο τρεις στιγμές που φαίνεται να δακτυλογραφεί και διακόπτεται από κάποιον ή κάτι.
Αντίθετα, μένουμε με μια όμορφη παραγωγή, που αναπαριστά πειστικά την εποχή και υπηρετεί αξιοπρεπώς το σενάριο, και με μόνη λύτρωση τους ενδιαφέροντες, συγκινητικούς voice-over στοχασμούς της Σαγκάν πάνω στην ζωή, τον έρωτα, την δημιουργία και τελικά το θάνατο, που μας δίνουν την ευκαιρία να μπούμε στο μυαλό της – κάτι που η υπόλοιπη ταινία ούτε που το πλησιάζει. Μια μεγάλη χαμένη ευκαιρία.
Χριστίνα Λιάπη
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Μαζί Ποτέ!
Βουτηγμένος στην απογοήτευση και με μόνο στήριγμα το αλκοόλ και τα ναρκωτικά ο Τσαχίτ ρίχνει το αμάξι του σε έναν τοίχο αλλά βγαίνει σώος και αβλαβής. Πνιγμένη από το καταπιεστικό οικογενειακό της περιβάλλον η Σιμπέλ επιχειρεί να κόψεις τις φλέβες της αλλά το κάνει με τον λάθος τρόπο. Συναντιούνται στο ψυχιατρείο όπου και τελικά αποφασίζουν να κάνουν έναν λευκό γάμο ώστε να γλιτώσει η νεαρή απ' τη δυναστεία του πατρικού της. Ο γάμος γίνεται, οι δυό τους μοιράζονται το ίδιο σπίτι αλλά η Σιμπέλ κοιμάται συνεχώς με άλλους άνδρες απολαμβάνοντας την ελευθερία της. Όμως όταν ο έρωτας τελικά ξεπροβάλει δειλά μεταξύ τους η καταπιεσμένη ζήλια του Τσαχίτ θα γιγαντωθεί και θα ξεσπάσει βίαια.
Ο πολυβραβευμένος πλέον Φατίχ Ακίν ξεκινάει την ταινία που το 2004 κέρδισε τη Χρυσή Αρκτο του Φεστιβάλ Βερολίνου στην πόλη που και ο ίδιος μεγάλωσε, το Αμβούργο, και την ολοκληρώνει, κρυφοκοιτώντας προς την πατρίδα-ανατολή, στην Κωνσταντινούπολη. Το «Μαζί Ποτέ» είναι μια τραγική ιστορία αγάπης, ένα ερωτικό δράμα που αν και συχνά φλερτάρει με το μελό, οι στιβαρές του ερμηνείες το βοηθούν να αναδυθεί σε μια ποιοτική δραματουργική επιφάνεια. Ο Ακίν εδώ όμως δεν διηγείται απλά μια ερωτική ιστορία. Σκιαγραφεί μια μετωπική σύγκρουση που ξεφεύγει απ' το δίπολο του ζευγαριού και γίνεται προσωπική για τον κάθε ήρωα ξεχωριστά. Η εσωτερική σύγκρουση με το παρελθόν, με τους φίλους, την οικογένεια, την εθνική ταυτότητα και τις θρησκευτικές προσταγές μπαίνουν στο επίκεντρο του Τούρκου σκηνοθέτη και αναδεικνύονται με τρόπο ωμό αλλά και ταυτόχρονα ελκυστικό. Με μια διάχυτη απαισιοδοξία να το διέπει, το «Μαζί Ποτέ» είναι μια ιστορία για δύο χαμένες ψυχές με φόντο έναν κόσμο χωρίς περιθώρια για ελπίδα και ευτυχία, όπου ακόμη και η αγάπη εκρήγνυται με καταστρεπτική μανία πάνω στους ήρωές της.
Κωστής Θεοδοσόπουλος
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Έχουμε Πάπα!
O Nάνι Μορέτι επιστρέφει με την ταινία του «Έχουμε Πάπα» («Habemus Papam»), που εκτυλίσσεται τις ημέρες της εκλογής νέου Πάπα στη Ρώμη. Στο επίκεντρο της ιστορίας βρίσκεται ο απρόθυμος καρδινάλιος που ορίζεται για τη θέση του Ποντίφικα (Μισέλ Πικολί) ενώ βιώνει μια βαθιά υπαρξιακή κρίση, που απαιτεί μάλιστα τη συνδρομή έμπειρου ψυχαναλυτή (Νάνι Μορέτι). Κι εκεί που το Βατικανό έτρεμε για το νέο πόνημα του πολιτικοποιημένου Ιταλού, ο Μορέτι φαίνεται πως άφησε μια ευκαιρία να τον προσπεράσει, αφού αντί για την ζωή πίσω από τις κλειστές πόρτες μιας υπερ-αιωνόβιας κάστας, μας παραδίδει ένα εξωραϊστικό πορτρέτο της ανώτατης καθολικής ιεραρχίας.
Σκιαγραφώντας τους ιστορικά αποδεδειγμένα ραδιούργους καρδινάλιους ως αγαθούς γεράκους που δε διστάζουν να συμμετάσχουν σε τουρνουά μπιτς-βόλεϊ στην αυλή του Βατικανού, το «Habemus Papam» δείχνει τα δόντια του μόνο για να χαμογελάσει αφελώς. Ο Μισέλ Πικολί ερμηνεύει σχεδόν στοργικά τον Ποντίφικα που λυγίζει κάτω από το βάρος της ευθύνης και θέτει τον εαυτό του πάνω από την πίστη του, αλλά αυτό δεν είναι αρκετό για να σώσει την ταινία από τα γλυκερά της ατοπήματα. Δυστυχώς, το μόνο που αποτυπώνει με ακρίβεια ο Μορέτι είναι το τυπικό κομμάτι του Βατικανού, με τις παραδοσιακές φορεσιές και τις διαδικασίες εκλογής, αλλά η αλήθεια -όπως πάντα- κρύβεται κάτω από την επιφάνεια, την οποία δεν τολμά να ξύσει. Και καταλήγει αυτός ο Πάπας να θυμίζει «Τα Παιδιά της Χωρωδίας» - όπως θα ήταν αν ζούσαν στο Βατικανό.
Φαίδρα Βόκαλη
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Restless
Η νέα ταινία του Γκας βαν Σαντ δεν συμμερίζεται ιδιαίτερα την ανησυχία του τίτλου της, αφού μάλλον λιμνάζει σε γνώριμα νερά. Η κάμερα ακολουθεί τον «περίεργο» Ίνοκ (Χένρι Χόπερ), ο οποίος - σε περίπτωση που δεν το καταλάβατε από το υπερ-σπάνιο όνομα - είναι ένα παράξενο παλικαράκι με παλιομοδίτικο ντύσιμο, συναισθηματικά μπαγκάζια και εμμονή με τον θάνατο. Καθώς συχνάζει σε κηδείες για να ικανοποιεί την εν λόγω περιέργειά του, κάποια στιγμή γνωρίζει ετοιμοθάνατη καρκινοπαθή (Μία Γουασικόβσκα), ερωτεύονται κεραυνοβόλα και ζουν με τον ενθουσιασμό της νιότης το αίσθημά τους - το οποίο όμως μοιάζει να έχει προκαθορισμένη ημερομηνία λήξης.
Αν κάποιος γνωρίζει πώς να διεισδύει με διακριτικότητα στον μυστηριώδη και εσωστρεφή κόσμο των εφήβων, αυτός είναι σίγουρα ο Γκας Βαν Σαντ, και το έχει αποδείξει πολλάκις στο παρελθόν, με τον «Ελέφαντα» και το «Παρανόιντ Παρκ» να αποτελούν μερικά μόνο παραδείγματα. Αυτή τη φορά, ωστόσο, η προσέγγισή του μοιάζει επιδερμική και οι αντισυμβατικοί χαρακτήρες βγαλμένοι από κάποια κομεντί του Γουες Άντερσον, χωρίς όμως τη ραφιναρισμένη φινέτσα με την οποία τους ενδύει ο τελευταίος.
Προσπαθώντας να συνδυάσει κάτι από «Xάρολντ και Μοντ», «Love Story» και το quirky στοιχείο των σύγχρονων indie ταινιών, καταλήγει με ένα φιλμ το οποίο πατάει τα κατάλληλα κουμπιά για να φέρει τα δάκρυα στα μάτια, είναι όμως τόσο άψογα υπολογισμένο, που σταματάει να είναι αληθινό. Ο Χένρι Χόπερ έχει κάτι από το βλέμα του πατέρα του σε νεαρή ηλικία ενώ η πάντα εξαιρετική Γουασικόβσκα πασχίζει με νύχια και με δόντια να δώσει ζωή σε έναν χάρτινο χαρακτήρα - του οποίου το όνομα ποτέ δεν μαθαίνουμε. Από την άλλη, με τον Ρον Χάουαρντ στην παραγωγή, δε θα έπρεπε να περιμένουμε πολύ περισσότερα.
Φαίδρα Βόκαλη
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Η Ζωή που θα Έρθει
Μένοντας πιστός στο κοινωνικά ευαίσθητο σινεμά που τον χαρακτηρίζει, ο Φερνάντο Λεόν ντε Αρανόα επιστρέφει στην μυθοπλασία μετά από μια σύντομη στάση στο ντοκιμαντέρ με την «Ζωή που θα έρθει», ένα ιδιαίτερο μίγμα δράματος και κομεντί που επιχειρεί να θίξει πολλές και διάφορες πλευρές ενός πολύπλοκου ζητήματος.
Η ταινία χτίστηκε γύρω από μια πρωτότυπη, έξυπνη στους συμβολισμούς της ιδέα (μία μετανάστρια διατηρεί το λείψανο του ηλικιωμένου αφεντικού της επειδή χρειάζεται τα χρήματα), που, ενώ σε άλλη ταινία θα μπορούσε να αποκτήσει πιο έντονους θριλερικούς τόνους, εδώ παραμένει γειωμένη στις κοινωνικές της διαστάσεις. Οι δεδομένες απιθανότητες που δεν μπόρεσε να αποφύγει το σενάριο και οι κάποιοι αφελείς συμβολισμοί, σώζονται από μια ενδιαφέρουσα ανατροπή στις τελευταίες στιγμές της ταινίας, και τελικά ίσως και να μην έχουν και πολλή σημασία – το καλύτερο είναι να το δεις σαν μια παράλογη ιστορία που ταιριάζει απόλυτα στην παράλογη κοινωνία στην οποία γεννήθηκε.
Παρά τις καθαρά σοβαρές προθέσεις του Αρανόα όσον αφορά τα σχόλια που θέλει να περάσει, οι πιο πετυχημένες στιγμές της ταινίας είναι αυτές που αφήνουν το χιούμορ να κυριαρχήσει σε σκηνές (όπως ο διασκεδαστικότατος διάλογος με τον παπά) και χαρακτήρες (φυσικά η φιλική πόρνη της διπλανής πόρτας). Το ελαφρύ άγγιγμα του Ισπανού σεναριογράφου/σκηνοθέτη, στην συγγραφή αυτών των σκηνών και κυρίως στην καθοδήγηση των ηθοποιών του, απαλλάσσει για λίγο την πλοκή από το βαρύ, κάπως αυτάρεσκο κόνσεπτ της, κάτι που περιέργως το αναδεικνύει καλύτερα από όποια δραματική στιγμή.
Χριστίνα Λιάπη
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Βασιλιάς σε μια Κόλαση
Η ιστορία είναι αληθινή, από αυτές που έμεναν για χρόνια κρυφές, κάτω από την επιφάνεια της νορβηγικής ευημερίας. Η ταινία επίσης δεν είναι καθόλου κακή: ευπρεπής, απλή στη δομή της, με δυνατές ερμηνείες και εξαιρετικά σκηνικά και κοστούμια. Κάπου στον πυρήνα της όμως υπάρχει –σχεδόν αόρατο- και ένα καίριο ηθικό ερώτημα.
Στο αναμορφωτήριο –κολαστήριο πες το καλύτερα- του έρημου νορβηγικού νησιού Μπαστόι των αρχών του 20ου αιώνα, συμβαίνουν σημεία και τέρατα. Απίστευτα καψώνια, παιδεραστίες, παράλογη αυστηρότητα. Νεαρά αγόρια, ένδεκα έως δεκαοκτώ χρονών φυλακίζονται, ακόμη και για ασήμαντες παραβάσεις και υποβάλλονται σε κάθε είδους εξευτελισμό που συνθλίβει την προσωπικότητά τους.
Το νησί Μπαστόι που απέχει μόλις μια ώρα (46 ναυτικά μίλια) από το Οσλο, είναι σήμερα η «πρώτη οικολογική φυλακή του κόσμου» και επιτρέπει στους κρατούμενους να ζουν σε ανεξάρτητα σπίτια, να κάνουν αγροτικές εργασίες και να ψαρεύουν. Αυτό το πρότυπο σωφρονιστικό ίδρυμα δεν έχει καμία σχέση με την κόλαση που βλέπουμε στην ταινία. Και αυτή η διαφορά ανάμεσα στις δύο εποχές- που οι Νορβηγοί και οι υπόλοιποι Σκανδιναβοί την γνωρίζουν πολύ καλά- ήταν και ο βασικός λόγος που γυρίστηκε αυτή η ταινία. Σα να ήθελαν να ξεπλύνουν, κατά κάποιο τρόπο, την ντροπή για την βαρβαρότητα του παρελθόντος. Κι ακόμη περισσότερο να αμβλύνουν την κριτική που έχει ασκηθεί για τις υπερβολικά ήπιες- σχεδόν τουριστικές- ανέσεις που προσφέρονται σήμερα στο Μπαστόι, στους κρατούμενους εγκληματίες.
Έτσι η ταινία επικεντρώνεται στον παραλογισμό της- υποτιθέμενα σωφρονιστικής- βιαιότητας, η οποία το μόνο που καταφέρνει είναι να αυξήσει την βιαιότητα και να δημιουργήσει ακόμη χειρότερες παραβατικές συμπεριφορές και από τους κρατούμενους, αλλά και από τους δεσμοφύλακες.
Μένοντας λοιπόν μέσα σε αυτό το πλαίσιο ο σκηνοθέτης Μάριους Χολστ επιμένει στον παραλογισμό, φτιάχνοντας ένα διευθυντή (Στέλαν Σκάρσγκαρντ) τύραννο, άδικο και βίαιο. Οι νεαροί κρατούμενοι, αλλά και οι δεσμοφύλακες, δεν είναι παρά υποτακτικοί του. Ανώνυμες μονάδες χωρίς ανθρώπινες ανάγκες.
Η συνέχεια είναι απλή και προβλέψιμη: η καταπίεση γεννά οργή, η οργή οδηγεί σε αποκαλύψεις και η τραγωδία που έρχεται εκτονώνεται με ένα σχέδιο εξέγερσης και απόδρασης.
Σαν να λέει δηλαδή ο Χολστ στους συμπατριώτες του: αυτό που σήμερα εσείς θεωρείτε «ξενοδοχείο εγκληματιών», κάποτε ήταν κολαστήριο. Εκεί θέλετε να γυρίσουμε;
Ορέστης Ανδρεαδάκης
Σημείωση: ένα πολύ ενδιαφέρον ολλανδικό ντοκιμαντέρ (“Prison Island Bastoy”,) παρουσιάστηκε πέρσι στο φεστιβάλ του Αμστερνταμ και δείχνει πως είναι σήμερα αυτή η «ιδανική φυλακή»
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Δωμάτιο στη Ρώμη
Θεωρητικά οι μεγαλύτερες προκλήσεις για τον σκηνοθέτη του «Δωματίου στη Ρώμη», ταινίας που προβλήθηκε στο πλαίσιο του 16ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας Νύχτες Πρεμιέρας Conn-x, ήταν ο περιορισμός της δράσης σε ένα μόνο χώρο (το δωμάτιο ξενοδοχείου του τίτλου) και ο κίνδυνος να γίνει η ερωτική σχέση των δύο γυναικών το μοναδικό, πιπεράτο κίνητρο για τους υποψήφιους θεατές. Περιέργως, όμως, η ταινία αποφεύγει με επιτυχία και τις δύο παγίδες αλλά και πάλι βυθίζεται εξαιτίας ενός αδύναμου σεναρίου, με ανύπαρκτο βάθος και ενίοτε ξύλινους διαλόγους.
Η ιδέα της σωματικής και πνευματικής ένωσης των δύο γυναικών, που μοιάζουν να εφευρίσκουν συνεχώς νέες ταυτότητες, δεν στεριώνει ποτέ, κυρίως εξαιτίας της άτεχνης και τελικά παντελώς αδιάφορης ανάπτυξης αυτών των χαρακτήρων. Όσοι συνηθισμένοι στα πολλά επίπεδα των δουλειών του Μεδέμ, πρέπει να προετοιμαστούν για ένα καλογυρισμένο μεν αλλά τελικά άδειο φιλμ, ενδιαφέρον μόνο χάρη στην περιέργεια που προκύπτει φυσικά από το πιασάρικο κόνσεπτ, αλλά και τις ερμηνείες της καλής Ανάγια και της συμπαθητικής Γιαροβένκο - ο Μεδέμ δείχνει για ακόμα μία φορά την ικανότητά του να σκηνοθετεί ιδανικά γυναίκες ηθοποιούς.
Χριστίνα Λιάπη
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Ο Κατακτητής
Αιχμηρό χιούμορ, εξαιρετικές ερμηνείες, έξυπνη κριτική ολόκληρου του γαλλικού πολιτικού συστήματος. Κι αρκετές δυσκολίες όμως, κυρίως για τον αμύητο στα γαλλικά θέματα Ελληνα θεατή, ο οποίος ίσως ζαλιστεί από την παράταξη πολλών άγνωστων ονομάτων και γεγονότων. Όσοι όμως παρακολουθούν κάπως την ευρωπαϊκή πολιτική θα γελάσουν με την ψυχή τους.
Ηρωάς του βέβαια ο Σαρκοζί, ένας πολιτικός καραγκιόζης, ιδιαίτερα αντιδημοφιλής στους κύκλους των προοδευτικών Γάλλων, ο οποίος θεωρείται αποτυχημένος ως Πρόεδρος. Είναι όμως κι ένας άνθρωπος που του αρέσει να επιδεικνύει την πυγμή του και την πίστη του στις αξίες της Δημοκρατίας.
Βασισμένος στην εξαιρετική παράδοση της γαλλικής πολιτικής σάτιρας ο Ξαβιέ Ντιρανζέ (κανονικά δεν προφέρεται έτσι όπως διαβάζεται στα ελληνικά το όνομά του, αλλά τέλος πάντων) μιλάει για το παρασκήνιο της πολιτικής, γι αυτά που δεν φαίνονται, γι αυτά που προηγούνται των ηχηρών ανακοινώσεων και των μεγάλων λόγων. Οι Γάλλοι είναι βέβαια συνηθισμένοι σε μια τέτοιου είδους «αποκαλυπτική σάτιρα». Μην ξεχνάμε ότι μια από τις πιο δημοφιλείς τηλεοπτικές εκπομπές είναι το «Les Guignols de l' Info» με τις μαριονέτες- εσχάτως γνωστό και στην Ελλάδα για τις συχνές και οξυδερκείς αναφορές στην οικονομική μας κρίση.
Στην πραγματικότητα λοιπόν η ταινία βασίζεται πάνω σ' αυτή την τηλεοπτική σατιρική παράδοση. Κάποιοι από τους ηθοποιούς της μάλιστα (όπως ο πολύ καλός Μπερνάρ λε Κοκ που ερμηνεύει τον Ζακ Σιράκ) δανείζουν της φωνές τους στο «Les Gugnols».
Το μεγάλο ατού της ταινίας όμως είναι ο Ντενί Πονταλιντές, ο ελληνικής καταγωγής ηθοποιός που παίζει τον Σαρκοζί κάνοντάς σε να πιστέψεις ότι βλέπεις τον ίδιο τον Γάλλο Πρόεδρο. Και δεν μιλάω μόνο για την εξωτερική του εμφάνιση, αλλά και για τον τρόπο ομιλίας κι ολόκληρη την κινησιολογία της μανιέρας του Σαρκοζί πάνω στην οποία ο Πονταλιντές χτίζει την σάτιρά του.
Την ώρα που ο Σαρκό προσπαθεί, υποτίθεται, να «σώσει την Ευρώπη» ή να «βάλει σε τάξη τους άτακτους Έλληνες» η ταινία τον απογυμνώνει και δείχνει αυτό που φανταζόμαστε: την γελοιότητα των πολιτικών νάνων που περνιούνται για γίγαντες και οδηγούν την Ευρώπη στην καταστροφή.
ΟΡΕΣΤΗΣ ΑΝΔΡΕΑΔΑΚΗΣ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Ο Τελευταίος Χορευτής του Μάο
Μια αληθινή ιστορία μεταφέρεται στον κινηματογράφο με μεγάλες φιλοδοξίες από τους παραγωγούς του "Σολίστα" αλλά καταλήγει αναιμική και τελικά αδιάφορη, παρά τις αγαθές προθέσεις και τις καλοφτιαγμένες σκηνές χορού.
Ο Λι (Τσι Τσάο) είναι κάτι σαν τον Κινέζο Μπίλι Έλιοτ (ένα αγόρι δηλαδή που αλλάζει τη μοίρα του χάρη στο χορό), εκεί όμως που ο αξιαγάπητος Μπίλι έβρισκε στο μπαλέτο την απόδραση και τη δύναμη που ηλέκτριζε τη ζωή του, ο Λι επιλέγεται από το κομμουνιστικό κόμμα της Κίνας για την ευλυγισία του, αποχωρίζεται την οικογένειά του για το χορό αλλά μέχρι την εφηβεία του δε φαίνεται να πολυνοιάζεται για την τέχνη για την οποία προπονείται σκληρά κάθε μέρα. Και αυτό είναι τελικά που κάνει όλη τη διαφορά: εκεί που η βρετανική ταινία είχε μια τεράστια καρδιά στο κέντρο της, και επιφύλασσε ένα ατόφια συγκινητικό φινάλε, ο "Τελευταίος Χορευτής του Μάο" είναι τόσο άχρωμος όσο και ο κεντρικός ήρωάς του, που παραμένει απόμακρος και κρύος όσο κι αν τα προσωπικά του διλήμματα αυξάνονται.
Με ένα σενάριο που επαναπαύεται σε μελοδραματικές στιγμές και ξύλινους διαλόγους, η ταινία βασίζεται μόνο στη συμπαθητική παρουσία του κεντρικού πρωταγωνιστή και την αδιαμφισβήτητα χαρισματική παρουσία του στη σκηνή κατά τη διάρκεια των πολύ καλών σκηνών χορού, για να δικαιολογήσει την ύπαρξή της. Οι ελάχιστες απόπειρες χιούμορ ή σύγκρισης των δύο κόσμων του Λι (όταν π.χ. μένει έκθαμβος με τα ATM, τα εμπορικά κέντρα και, κυρίως, τις ντίσκο ή, ακόμα καλύτερα, όταν η εκπρόσωπος του κόμματος απαιτεί να ενσωματωθούν "περισσότερα όπλα" στο μπαλέτο) πνίγονται από την απόλυτα ανέμπνευστη μετριότητα του συνόλου, που απλά παραθέτει τα γεγονότα μιας ζωής που σίγουρα υπήρξε στην πραγματικότητα πολύ πιο συναρπαστική από αυτή που βλέπουμε στην οθόνη.
Χριστίνα Λιάπη
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Μάρθα Μάρσι Μέι Μαρλίν
Ποια είναι η Μάρθα Μάρσι Μέι Μαρλίν; Είναι ένα πρόσωπο με πολλά ονόματα ή πολλά πρόσωπα μπλεγμένα σε έναν παράξενο τίτλο; Η ταινία που έκανε το περσινό Φεστιβάλ του Σάντανς να παραμιλάει προσπαθεί να δώσει ακριβώς αυτή την απάντηση. Και στα 102 χορταστικά λεπτά της κατορθώνει να καθηλώσει τον θεατή με μία πρωτότυπη ιστορία, από αυτές που σπάνια πλέον συναντάμε στο σινεμά, διαθέτοντας ταυτόχρονα τα κινηματογραφικά αρχέτυπα που μπορούν να την κάνουν κλασική. Το ντεμπούτο του Σον Ντέρκιν σκιαγραφεί το πορτρέτο της εικοσάχρονης Μάρθα (η εξαιρετική Ελίζαμπεθ Ολσεν στον πρωταγωνιστικό ρόλο), η οποία δραπετεύει από το κοινόβιο-αίρεση στο οποίο ζούσε τους τελευταίους μήνες, και την προσπάθειά της να προσαρμοστεί στην κανονική ζωή.
Χρησιμοποιώντας την ψυχρή χρωματική παλέτα του ταλαντούχου φωτογράφου Τζόντι Λι Λάιπς, ο Ντέρκιν καταγράφει μικροσκοπικά τη δύναμη της χειραγώγησης, όπως ασκείται στην ηρωίδα από τον διαβολικά χαρισματικό ηγέτη της σέκτας, Πάτρικ (Τζον Χοκς). Μέσα από θραύσματα αναμνήσεων, τα οποία μπλέκονται αδιάκριτα με το άβολο παρόν, η Μάρθα προσπαθεί να εξιλεωθεί και να επανακτήσει τον έλεγχο της πραγματικότητας, αλλά φαίνεται πως τα σημάδια της άλλης ζωής της είναι μέσα της πιο βαθιά χαραγμένα απ' ότι θα ήθελε και η ίδια να παραδεχθεί.
Σε όλο αυτό το παιχνίδι παρελθόντος-παρόντος, ο Ντέρκιν εισάγει στο φόντο μια περιρρέουσα απειλή - αρχικά αόριστη και στη συνέχεια πολύ πιο συγκεκριμένη. Δανειζόμενος στοιχεία από το σινεμά του τρόμου, φτιάχνει ένα δυνατό εσωτερικό δράμα σκεπάζοντάς το σε σημεία με τον μανδύα του είδους. Αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι ότι στο ίδιο τρικ κατέφυγαν και άλλοι σκηνοθέτες για τις ταινίες των οποίων πολύ κουβέντα γίνεται τον τελευταίο καιρό, όπως η Λιν Ράμσεϊ με τον «Κέβιν» ή η Τζούλια Λι στο επερχόμενο «Sleeping Beauty». Πασπαλίζοντας τα κινούμενα σε εντελώς διαφορετικά ρετζίστρα φιλμ τους με το επίχρισμα του τρόμου, πέτυχαν τη δημιουργία ατμόσφαιρας σασπένς, διατηρώντας την δραματική έμφαση όπου κάθε φορά χρειαζόταν. Μπορούμε άραγε να μιλάμε για μια νέα κινηματογραφική τάση;
Το διφορούμενα ανοιχτό τέλος του “Μάρθα Μάρσι Μέι Μαρλίν” άφησε πολλούς ανικανοποίητους, αλλά στην πραγματικότητα είναι απόλυτα ταιριαστό με αυτό τον εφιάλτη που ακροβατεί ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα. Μία αμιγώς κινηματογραφική εμπειρία που αξίζει να απολαύσετε στη σκοτεινή αίθουσα.
Φαίδρα Βόκαλη
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Δεσμά Αίματος
Η Μαργαρίτα, η ηρωίδα της νέας ταινίας του Νίκου Παναγιωτόπουλου, «Δεσμά αίματος», είναι βγαλμένη από τις σελίδες του ομώνυμου βιβλίου της Μαρίας Πάουελ (βραβείο «Διαβάζω», 2004). Όσο και να είναι προΐόν μυθοπλασίας, η Μαργαρίτα θα μπορούσε να είναι φίλη μας, η γνωστή μας, η γειτόνισσα μας.
Βρίσκεται στο κατώφλι μιας νέας ζωής. Μόλις έχει πεθάνει ο καταθλιπτικός και, σε εθελούσιο κατʼ οίκον περιορισμό, πατέρα της (Νικήτας Τσακίρογλου). Ανακαινίζει το διαμέρισμα της, αλλά δεν έχει την δύναμη να ανακαινίσει ακόμα την ζωή και την ψυχή της. Αυτή, που στο επάγγελμα είναι αεροσυνοδός και πηγαινοέρχεται καθημερινά στον ουρανό, είναι αγκυλωμένη στη γή, σε μια αδιάφορη ζωή γεμάτη ενοχές, άδεια σε συναίσθημα, πλούσια σε σέξ, κενή από ουσιαστικούς δεσμούς. Αποφασίζει να ταξιδέψει στην Βόρεια Ελλάδα για να βρει τον παλιό εραστή της-που της φαίνεται ό,τι πιο κοντινό σε μια «κανονική σχέση-έναν παντρεμένο, και να κλείσει τους ανοιχτούς λογαριασμούς που εκκρεμούν σε μια σχέση που ευδοκίμησε μόνο πάνω σε σεντόνια ξενοδοχείων, πρόστυχα εσώρουχα, ερωτικά παιχνίδια, ενοχές. Και εκεί θα ανακαλύψει τα καλά κρυμμένα μυστικά του Κάππα, τα οικογενειακά μαρτύρια, την κρυφή του ζωή. Οι ήρωες, τόσο η Μαργαρίτα όσο και ο Κάππα, είναι τσακισμένοι από τις σκέψεις, και τελικά την ίδια την ζωή.
H Μαρκέλλα Γιαννάτου έχει μπει πραγματικά στο πετσί του ρόλου. Σαν υπνωτισμένη, μοιάζει μαριονέτα στα χέρια όχι μόνο του σκηνοθέτη, αλλά και της ίδιας της ύπαρξης της. Ως Μαργαρίτα πάντα βέβαια. Εύθραυστη, απόμακρη, κουμπωμένη στο κοστούμι των ενοχών. Ο δε Γιάννης Στάνκογλου παίζει στην «έδρα» του έναν άντρα ψυχρό, και μυστηριώδη, που είναι ικανός για όλα.
Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος έχει πάρει όρκο ότι κάθε χρόνο σχεδόν θα κάνει μια ταινία. Και τον τηρεί. Για αυτή την ταινία μάλιστα, άφησε με έναν τρόπο το παραδοσιακό γύρισμα, ως προς την τεχνική του, και γύρισε για πρώτη φορά με ψηφιακή κάμερα. Αλλά δεν εγκατέλειψε την ουσία της κινηματογραφικής τέχνης και μας παρέδωσε ένα γοητευτικό υπαρξιακό νουάρ, αφαιρετικό στην αφήγηση του, όσο κλινικό και ψυχρό χρειάζεται για να συμβαδίζει με την ηρωίδα του, που μπαίνει στα χωράφια του road movie.
Χρυσούλα Παπαιωάννου
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Τρεις Μέρες Ευτυχίας
Η νέα ταινία του Δημήτρη Αθανίτη ξεκινά -από το πρώτο της κιόλας πλάνο- από την «ακαδημαϊκή» παραδοχή πως η ευτυχία είναι μια έννοια ολότελα ρευστή που δεν μπορεί να καθοριστεί μέσα στον χρόνο.
Πρόκειται για την πέμπτη μεγάλου μήκους ταινία του σκηνοθέτη, που έκανε το ντεμπούτο του το 1994 με το «Αντίο Βερολίνο».
Για να στηρίξει την προβληματική του, ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης επιλέγει τη διείσδυση στον, πιο ευάλωτο, γυναικείο ψυχισμό, και για να την αναπτύξει παραλληλίζει τις ιστορίες τριών γυναικών στη σημερινή Αθήνα που νιώθουν και την παραμικρή υποψία ευτυχίας τους να αναχαιτίζεται από την «οικογένεια», το στοιχειώδες κοινωνικό σύνολο.
Η Βέα ετοιμάζεται να πάρει πτυχίο φιλολογίας, ώσπου βρίσκεται αντιμέτωπη με την ξαφνική αυτοκτονία της μητέρας της. Η Ιρίνα, πόρνη, ονειρεύεται να φύγει για Καναδά με τον φίλο της, όμως οι προαγωγοί της, η μόνη «οικογένεια» που έχει στην Ελλάδα, δεν πρόκειται να την αφήσουν.
Και η Αννα, που ετοιμάζεται να παντρευτεί, θα νιώσει προδομένη από τον μνηστήρα της όπως είχε νιώσει με τον πατέρα της.
Οι ιστορίες θα αλληλοπλεχτούν αποτελεσματικά και το μωσαϊκό θα ολοκληρώσει τις θεματικές του προθέσεις, παρά τις σεναριακές αδυναμίες και την άστοχη, νομίζουμε, χρήση των φλασμπάκ που διακόπτουν άκομψα τη χρονική αλληλουχία.
Ρ.Ε
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Ο Υπουργός
Συνεπές πολιτικό δράμα με δάνεια από το είδος του θρίλερ για την αλλοτριωτική δύναμη της εξουσίας και τον ντετερμινισμό του παρόντος πολιτικού συστήματος.
Ο Πιερ Σελέρ συστήθηκε στο ελληνικό κοινό με το εξαιρετικό δράμα “Βερσαλίες”, το οποίο προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Νύχτες Πρεμιέρας. Τέσσερα χρόνια μετά την τελευταία, κοινωνικά καυστική ταινία του, που έθιγε το θέμα των αστέγων του Παρισιού, επιστρέφει με ένα δράμα ακόμη πιο πολιτικοποιημένο, τον βραβευμένο από τη FIPRESCI στο Un Certain Regard των Καννών “Υπουργό”.
Ο νεόκοπος Υπουργός του τίτλου ονομάζεται Μπερτράν Σεν-Ζαν και ερμηνεύεται από τον Ολιβιέ Γκουρμέ στην κόψη της σκληρότητας και του ιδεαλισμού. Είναι συνεπής στις ηθικές του αρχές, γενναιόδωρος με τους έμπιστούς του συνεργάτες και καθίκι στην προσωπική του ζωή και τις κοινωνικές του συναναστροφές. Όλα αυτά βέβαια μέχρι να βρει τα πολύ δύσκολα και να συνειδητοποιήσει πως η (ιδεολογική) διαλλακτικότητα είναι η μεγαλύτερη “αρετή” ενός σύγχρονου πολιτικού.
Ο Σελέρ παρακολουθεί τον πρωταγωνιστή του στενά, χωρίς να κρίνει άμεσα τα ηθικά του στραβοπατήματα και αφήνει τον θεατή να βγάλει τα συμπεράσματά του για τους συμβιβασμούς που απαιτεί μία πετυχημένη καριέρα εντός κοινοβουλίου. Η χρεωκοπία των αξιών μοιάζει φυσικό επακόλουθο σε αυτό το αποστραγγισμένο από οποιοδήποτε χρώμα και ζωή περιβάλλον αλλά η αδιαφορία των πολιτικών απέναντι σε μια τέτοια προοπτική φαντάζει πλέον πιο επίκαιρη από ποτέ.
Φαίδρα Βόκαλη
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Πυροτεχνήματα την Τετάρτη
Ερωτευμένη με τον αρραβωνιαστικό της, η Ρούχι περιμένει με ανυπομονησία τον γάμο της εντός ολίγων ημερών...
Ο Φαραντί χρησιμοποιεί αλάνθαστους αφηγηματικούς ρυθμούς και τη δυναμική των ερμηνειών των ηθοποιών του, αφήνοντας προσεκτικά να εξελιχθεί ένα πλέγμα μυστικών και αποκαλύψεων μετατρέποντας τους χαρακτήρες του πότε σε θύματα και θύτες της ιστορίας. Ψέματα και αλήθειες λέγονται και αναιρούνται μέσα σε ένα σταθερά εντεινόμενο κλίμα καχυποψίας, ακριβώς όπως συμβαίνει και στο «Ενας χωρισμός». Κι εδώ η υπηρέτρια χρησιμοποιείται ως το τρίτο πρόσωπο για να χτιστεί η διαπλοκή και να αποκαλυφθεί το αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα στην ανώτερη και την κατώτερη ιρανική κοινωνική τάξη.
Η άπειρη Ρούχι, ταυτόχρονα ενσάρκωση της αγαθότητας και της πονηριάς, γίνεται το συμβολικό όχημα και ο καταλύτης της δραματουργίας. Εκρηκτικών εντάσεων η διαμάχη του υπό διάλυση ζεύγους εντός του σπιτιού του, αλλά και έξω απ' αυτό, στην αναστάτωση της γιορτής με τους κρότους των πυροτεχνημάτων να ηχούν αδιάκοπα σε κάθε σκηνή, αποτελεί περίτρανο δείγμα της σκηνοθετικής επιδεξιότητας του Ιρανού δημιουργού.
Αν και αναμενόμενη η ανατροπή προς το φινάλε, εξαιτίας της επιδίωξης του σεναρίου να τονίσει την καταπιεσμένη βία, οι σκηνές με τις φωτιές και τις γιορτινές «εκρήξεις» στους δρόμους απογειώνουν την επικινδυνότητα της κατάστασης, τη μεταφορική διάσταση ενός καθημερινού πολέμου στις ζωές των ηρώων.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Δάσος
Λένε ότι «όποιος κοιτά το δέντρο κινδυνεύει να χάσει το δάσος». Μπορεί όμως κάλλιστα να συμβεί το ακριβώς αντίθετο. Σ' ένα σιδηροδρομικό σταθμό η κάμερα καταγράφει την καθημερινή ρουτίνα μιας συνηθισμένης ημέρας, ένα ανθρώπινο «δάσος» σε κίνηση. Λίγο αργότερα θα βυθιστεί στις παράξενες ιστορίες μιας σειράς από ξεχωριστούς χαρακτήρες, βάζοντας στο μικροσκόπιο τα μεμονωμένα «δέντρα» του.
Ο πρωτοεμφανιζόμενος τότε Μπενεντέκ Φλίγκαουφ κινηματογραφεί με ασφυκτικά κοντινά, μεγάλης διάρκειας πλάνα ένα γοητευτικό αίνιγμα που συναντά τη «λύση» του στο τελευταίο πλάνο που δεν είναι παρά... η αρχή της ιστορίας. Το «Δάσος αποτελεί», πάνω απ' όλα, ένα υποδειγματικό μάθημα μοντέρνας σκηνοθεσίας και μια ανέλπιστη έκπληξη από την Ουγγαρία που διακρίθηκε στο Φόρουμ του φεστιβάλ Βερολίνου, ενώ αποτέλεσε την επίσημη πρόταση της χώρας για τα Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Τα Πλεονεκτήματα του Να Είσαι στο Περιθώριο
Διά του φόβου της περιθωριοποίησης, ο έξυπνος όσο και συνεσταλμένος Τσάρλι, μαθητής πρώτης λυκείου σ' ένα σχολείο του Πίτσμπεργκ στις αρχές του '90, επιδιώκει και πιάνει φιλίες μ' έναν εξωστρεφή τελειόφοιτο και την όμορφη θετή αδελφή του.
Με επίκεντρο πάντα τον Τσάρλι, η ταινία του Στίβεν Τσμπόσκι ξεδιπλώνει τα στάδια της σχέσης των τριών νέων, χωρίς να έχει να πει κάτι καινούργιο για τα άγχη της μετεφηβικής ψυχής, αλλά, πάντως, λέγοντας όσα λέει με ψυχραιμία και ειλικρίνεια δίχως να γκρινιάζει για τα υποκείμενά του.
Ακόμα και ο δραματικός ελιγμός λίγο πριν από το φινάλε, η αποκάλυψη ενός επώδυνου μυστικού από το παρελθόν του ήρωα, «κρατιέται» σε χαμηλούς τόνους. Καλή η Εμα Γουότσον, στον πρώτο της μετά Χάρι Πότερ ρόλο.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Άνεμος Ψυχής
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Ξημέρωμα
Σε μία από τις σπάνιες περιπτώσεις βαλκανικών συμπαραγωγών με την Ελλάδα σε δεσπόζουσα θέση, το “Ξημέρωμα” αφηγείται μια ελληνο-αλβανική ιστορία που, χωρίς αμφιβολία, αντλεί την πιστοποίησή της από αναρίθμητες πραγματικές: ο Σαϊμίρ και ο Βίνι, τα δύο αδέρφια από την Αλβανία που εγκαθίστανται στην Ελλάδα ακολουθώντας δύο διαφορετικούς δρόμους προσαρμογής, είναι σίγουρα αναγνωρίσιμοι και οικείοι, από την γειτονιά του καθενός μέχρι τα δελτία ειδήσεων.
Αυτό βεβαίως δεν αρκεί για να προσδώσει πραγματικό ενδιαφέρον σε μια ταινία που στην καλύτερη περίπτωση βλέπεται σαν οικογενειακό μελό περασμένων δεκαετιών, ενώ στην χειρότερη δεν ξεπερνά τα επίπεδα της τηλεοπτικής ηθογραφίας.
Το απλοϊκό σενάριο και οι ακατέργαστοι διάλογοι καταποντίζονται οριστικά από τη μετριότατη σκηνοθετική/αισθητική απόδοση, χωρίς να αφήνει περιθώρια αξιόλογων επιδόσεων ακόμα και σε ηθοποιούς αποδεδειγμένων ικανοτήτων.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Μετά το Μάη
Δεν θυμόμαστε καμία άλλη ταινία στο πρόσφατο παρελθόν που να ανασυνθέτει με τέτοια εξονυχιστική ακρίβεια και παλλόμενη ζωντάνια μια πολιτικοκοινωνικά καθορισμένη εποχή όπως θαυμαστά επιτυγχάνει το «Μετά τον Μάη» η νέα βιωματικής έμπνευσης δουλειά του Ολιβιέ Ασαγιάς («Κάρλος») που αφηγείται τα έργα και τις ημέρες μιας ομάδας νεαρών Γάλλων τροτσκιστών ανά την Ευρώπη στις αρχές της δεκαετίας του '70.
Στους ταραγμένους παριζιάνικους δρόμους του '70 μάς μεταφέρει το «Μετά τον Μάη» Ο οργιώδης ακτιβισμός τους στον απόηχο του Μάη του '68, ο αγώνας τους ενάντια σε κάθε μορφή εξουσίας, η ρήξη τους με τους μπουρζουάδες γονείς αλλά και με τις αναχρονιστικές μορφές κομμουνιστικής πάλης, η κοινοβιακή τους ζωή και αλληλοστήριξη κινηματογραφούνται με κομμένης ανάσας ορμητικότητα, στην αντάρτικη λογική, θαρρείς του σινεμά βεριτέ.
Δυστυχώς όσο αδρό είναι το μπακγκράουντ άλλο τόσο αδύναμο αποδείχνεται το πρώτο πλάνο, δηλαδή το καθαρά δραματικό κομμάτι, ελέω μιας αποσπασματικής αφήγησης, που προσπαθεί να καλύψει πολλές παράλληλες ιστορίες (αντί να εστιάσει στο κεντρικό πρόσωπο, τον Ζιλ) και μιας σκηνοθετικής ματιάς μάλλον «κλινικής» απέναντι στους χαρακτήρες, ακόμη κι όταν αυτοί συνειδητοποιούν την οριστική συντριβή των οραμάτων τους.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Χαμένος Παράδεισος
Βραβευμένη στην περσινή Μπερλινάλε, όπου απέσπασε τα βραβεία FIPRESCI και Alfred Bauer, η δεύτερη ταινία του Πορτογάλου Μιγκέλ Γκόμες («Our Beloved Month of August») είναι μία μαγευτική ταινία που μοιάζει να στοιχειώνεται από μνήμες του παρελθόντος –τόσο σεναριακά όσο και στυλιστικά– και ταυτόχρονα αποτελεί μια ολότελα μοντέρνα κινηματογραφική δημιουργία.
Χωρισμένος σε δύο μέρη, ο «Χαμένος Παράδεισος» ξεκινά με μια σχεδόν στρυφνή ιστορία με φόντο μια σύγχρονη μουντή Λισσαβόνα: Η δύστροπη, γηραιά κυρία Αουρόρα ταλαιπωρεί τους δύο μοναδικούς ανθρώπους που προσπαθούν να τη βοηθήσουν: την πιστή της υπηρέτρια Σάντα από το Πράσινο Ακρωτήριο και τη μεσήλικη γειτόνισσά της Πιλάρ, που μένει στο απέναντι διαμέρισμα, μια ευγενική γυναίκα που νοιάζεται για τους γύρω της, αλλά αδυνατεί να αλλάξει τη δική της, ανιαρή ζωή.
Καθώς η εύθραυστη υγεία της ηλικιωμένης γυναίκας επιδεινώνεται διαρκώς, το φαινομενικά συμβατικό αυτό οικιακό δράμα (απ' όπου, όμως, δεν απουσιάζει το λεπτό χιούμορ), που εκτυλίσσεται στο παρόν, θα δώσει τη θέση του σε ένα ονειρικό ταξίδι στη Μοζαμβίκη της δεκαετίας του 60.
Όταν η καλόκαρδη Πιλάρ αναζητά και συναντά έναν μυστηριώδη άνδρα από το παρελθόν της οξύθυμης γειτόνισσάς της, προκειμένου να ικανοποιήσει την τελευταία της επιθυμία, μπροστά στα μάτια μας ξετυλίγεται το σχεδόν βουβό (χωρίς διαλόγους, αλλά με τους υπόλοιπους ήχους να διατηρούνται στην ηχητική μπάντα) και εξαίσια γυρισμένο σε φιλμ 16mm, δεύτερο μέρος, μία επική ιστορία αγάπης και μαγικού ρεαλισμού με φόντο τις ημέρες της πορτογαλικής αποικιοκρατίας στη Μαύρη Ήπειρο.
Με μια απολαυστική, μυθιστορηματικής υφής αφήγηση, υπέροχο μελαγχολικό σάουντρακ και πανέμορφη, ασπρόμαυρη φωτογραφία, ο Γκόμες αφηγείται την αμαρτωλή νεότητα της παντρεμένης κυρίας Αουρόρα και του παράνομου εραστή της, αποτίνοντας ταυτόχρονα έναν φόρο τιμής στις σιωπηλές απαρχές της κινηματογραφικής τέχνης – η συνωνυμία με το κλασικό και ανάλογα εξωτικό λαβ στόρι του «Tabu» του Μουρνάου δεν είναι καθόλου τυχαία.
Σε μια χρονιά που έβριθε άκρως ελκυστικών φιλμ που πειραματίζονταν καταθέτοντας φόρους τιμής σε ένα λιγότερο ή περισσότερο μακρινό κινηματογραφικό παρελθόν («Django Unchained», «Berberian Sound Studio», «Holy Motors»), ο «Χαμένος Παράδεισος» ξεχωρίζει ως το πιο βαθιά συναισθηματικό και ουσιώδες δείγμα μιας τάσης που ενίοτε βυθίζεται στην αυτοαναφορικότητα ή απευθύνεται σε ένα ερμητικά κλειστό κλαμπ ολίγων εκλεκτών σινεφίλ.
Βουτηγμένη σε ένα συγκρατημένα μελοδραματικό ρομάντζο, η ταινία του Γκόμες αναδεικνύεται σε μια εμπειρία πλούσια σε σινεφιλικές αναφορές, όμως όσο επιδέξια τις αξιοποιεί αισθητικά ο σκηνοθέτης, άλλο τόσο ικανός είναι στο να ξεπερνά την επιφανειακή νοσταλγία για ένα χαμένο σινεμά και να παρασύρει το κοινό σε αυτό το σαρωτικό, απαγορευμένο ειδύλλιο και τον καταραμένο ρομαντισμό του.
Με αυτόν τον τρόπο, ο Γκόμες κατορθώνει εν τέλει να μετουσιώσει τον «Χαμένο Παράδεισο» από ένα επιτηδευμένο φορμαλιστικό πείραμα σε μια αισθαντική κινηματογραφική εμπειρία, όπου η μνήμη, οι αναμνήσεις και η ίδια η Ιστορία μπλέκονται αριστοτεχνικά.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Attractive Illusion
Το «Attractive Illusion» δείχνει αυτό που κανείς δεν θέλει να δει. Την αλήθεια. Δεν είναι ούτε ρεπορτάζ (από αυτά που αναδεικνύουν τη φτώχεια και τις διώξεις που υπομένουν οι ξένοι μετανάστες στην Ελλάδα) ούτε βέβαια προσπαθεί να προτείνει καμία πρωτότυπη λύση (από αυτές που ξεχειλίζουν σε κάθε πολιτικό γραφείο που σέβεται τον εαυτό του και όχι τους πολίτες και την ιστορία).
Το «Attractive Illusion» είναι φιξιόν που όμως βασίζεται σε αληθινές ιστορίες αληθινών μεταναστών - Νιγηριανών για την ακρίβεια. Οι ίδιοι - ερασιτέχνες ή πρώην ηθοποιοί στις πατρίδες τους - παίζουν στην ταινία με την αφοπλιστική τους ειλικρίνεια.
Το «Attractive Illusion», η τρίτη μεγάλου μήκους του Πέτρου Σεβαστίκογλου («Άνεμος στη Πόλη», «Τρεις στιγμές») είναι απλή και σκληρή. Γυρίστηκε μέσα σε δεκαπέντε ημέρες με ευτελή υλικά: μια κάμερα και πολύ αυτοσχεδιασμό.
Μια βάρκα φορτωμένη Νιγηριανούς. Στριμωγμένοι πάνω της οι άνθρωποι, στοιβαγμένα και τα όνειρά τους για μια καλύτερη ζωή. Ακολουθώντας τέσσερις Νιγηριανούς - δύο άντρες και δύο γυναίκες - στην Αθήνα: πουλάνε CD και τους παίρνουν στο κατόπι οι αστυνομικοί, μπλέκουν με τον υπόκοσμο και τις δικές του μαφίες, οι γυναίκες τους βασανίζονται για δέκα ευρώ πάνω από ένα τηγάνι με ψάρια σε βρώμικες κουζίνες, βγαίνουν στο πεζοδρόμιο με τους νταβατζήδες να ξεπουλάνε τη ζωή και το κορμί τους, ερωτεύονται, αγωνίζονται... Οι ζωές των τεσσάρων Νιγηριανών, οι οποίοι ήταν συνταξιδιώτες σε μια βάρκα για το άγνωστο, διασταυρώνονται.
Δεν είναι μόνο το θέμα της ταινίας συναρπαστικό, συναρπαστικοί (και χειροπιαστοί) είναι και οι ήρωες της- με σάρκα και οστά εκτεθειμένοι στην οθόνη. Οι μετανάστες της διπλανής πόρτας είναι το αθέατο και μισητό ντεκόρ μιας μισητής πόλης. Είναι όμως και οι ερμηνείες των πρωταγωνιστών συγκλονιστικές. Χωρίς να είναι επαγγελματίες ηθοποιοί, κουβαλάνε την αλήθεια της ζωής τους και η κάμερα είναι εκεί και κυνηγάει την κάθε μικρή στιγμή τους. Το «Attractive Illusion» δεν είναι ντοκιμαντέρ, αλλά μοιάζει με ντοκιμαντέρ διότι ακολουθεί τη αληθινή ζωή των αληθινών ηρώων του. Διαθέτει νατουραλιστική χάρη, δεν χαρίζεται σε κανένα και σε καθηλώνει. Το «Attractive Illusion» είναι μια ταινία που μας αφορά.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Ο Παράδεισος της Πίστης
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Νέα και Όμορφη
Με ελκυστική πρωταγωνίστρια μια εκθαμβωτική και σχεδόν ανέκφραστη σε όλη την διάρκεια του φιλμ Μαρίνα Βακτ, ένα μοντέλο που τα τελευταία χρόνια δοκιμάζει τις ικανότητές του ως ηθοποιός, το «Νέα και Όμορφη» ξεκινά καλοκαίρι στο παραθαλάσσιο θέρετρο όπου η έφηβη ηρωίδα παραθερίζει ανόρεκτα με τους δικούς της και κάποιο βράδυ χάνει την παρθενιά της από ένα νεαρό τουρίστα.
Έπειτα συνεχίζεται φθινόπωρο, όπου συναντάμε το αγγελικών χαρακτηριστικών κορίτσι να ενδίδει ανενδοίαστα στην πορνεία και στις επί πληρωμή σεξουαλικές συναντήσεις με μεγαλύτερους (έως πολύ μεγαλύτερους) άντρες, προχωρά στον χειμώνα όπου η διπλή ζωή της Ιζαμπέλ (όπως είναι το όνομα της ηρωίδας) αποκαλύπτεται και την φέρνει αναπόφευκτα σε σύγκρουση με τη μητέρα της, και ολοκληρώνεται άνοιξη, όταν η 17χρονη προσπαθεί να γευτεί πιο ταιριαστές στην ηλικία της ερωτικές εμπειρίες παρέα με ένα συνεσταλμένο συμφοιτητή της.
Καθεμιά από τις εποχές που απεικονίζει η ταινία κλείνει με ένα ποπ τραγούδι της Φρανσουάζ Αρντί, το οποίο σχολιάζει ειρωνικά όχι μόνο την εξέλιξη της ιστορίας, αλλά και κατά κάποιον τρόπο υπονομεύει τους ρομαντικούς μύθους με τους οποίους η μουσική και η τέχνη γενικότερα φαίνεται να πλαισιώνουν τις ανθρώπινες ζωές και να τις καθοδηγούν προς εξιδανικευμένα μονοπάτια που ελάχιστα ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.
Όλα τα παραπάνω πιθανότερα να είχαν μεγαλύτερο ενδιαφέρον, αν ο Οζόν δεν τηρούσε τόσο σαφείς αποστάσεις από το αντικείμενό του αλλά επιχειρούσε να κατανοήσει βαθύτερα και να εξηγήσει την ηρωίδα του. Προτιμά, αντιθέτως, να γαργαλά τον θεατή (και να τον κάνει να μαντεύει) με υπονοούμενα, τα οποία μπορεί να αποτελούν και μικρά κλεισίματα του ματιού από μέρους του.
«Πού οφείλεται η συμπεριφορά της Ιζαμπέλ;» φαίνεται να ρωτάει ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος του φιλμ. Στην απουσία του πατέρα από το σπίτι; Στο ενδεχόμενο η μητέρα να μην προσφέρει στην κόρη την σημασία που της χρειάζεται; Στην σύγχυση και την παρορμητικότητα που συνήθως χαρακτηρίζει την εφηβεία; Σε μια συναισθηματική αναπηρία του κοριτσιού;
Όπως το αινιγματικό χαμόγελο της νεαρής ηρωίδας, η οποία μοιάζει να ξύπνησε από ένα περίεργο όνειρο στο τελευταίο πλάνο της ταινίας, έτσι ακριβώς και ολόκληρη η νέα δημιουργία του Οζόν κρατά τις απαντήσεις για τον εαυτό της. Ή καλύτερα τις απευθύνει σε καθένα θεατή χωριστά.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Μαθήματα Ενηλικίωσης
Με μια αληθινή ιστορία που μοιάζει να έχει εξαρχής εξασφαλισμένες έντονες συγκινήσεις και σίγουρες οσκαρικές υποψηφιότητες, τα «Μαθήματα Ενηλικίωσης» κατορθώνουν με επιδεξιότητα και αλαφράδα φαινομενικά ασύμβατη με το δυνητικά καταθλιπτικό ή απλά εκκεντρικό θέμα τους να καταρρίψουν τα κλισέ και να ξεγλιστρήσουν από τις ανάλογες προσδοκίες.
Όποιες δηλαδή δημιουργεί η ιστορία του Μαρκ, ενός τετραπληγικού άνδρα, ο οποίος εξαιτίας μιας βαριάς περίπτωσης πολυομυελίτιδας που πέρασε σε νεαρή ηλικία είναι ανίκανος να κινηθεί και καταδικασμένος να περνά τις περισσότερες ώρες της ημέρας καθηλωμένος σε ένα μηχάνημα τεχνητής αναπνοής. Λίγο πριν από τα 40, όμως, ο ακόμα παρθένος Μαρκ αποφασίζει να μυηθεί στο σεξ με τη βοήθεια της Σέριλ, μιας ειδικής θεραπεύτριας.
Με το βάρος να πέφτει εύλογα στις ομολογουμένως εξαιρετικές, θαρραλέες και σωματικά απαιτητικές ερμηνείες του Τζον Χοκς και της Έλεν Χαντ, θα ήταν πολύ εύκολο να παραβλέψει κανείς τη διακριτική αλλά αποτελεσματική σκηνοθεσία και τη λεπτότητα του σεναρίου.
Δεν είναι τυχαίο ότι και τα δύο υπογράφει ο Μπεν Λέβιν, ένας άνθρωπος που γνωρίζει από πρώτο χέρι τις ψυχολογικές και σωματικές επιπτώσεις της συγκεκριμένης ασθένειας, καθώς αντιμετωπίζει και ο ίδιος κινητικά προβλήματα εξαιτίας της.
Βασισμένος σε ένα αυτοβιογραφικό άρθρο του δημοσιογράφου, ποιητή και συγγραφέα Μαρκ Ο' Μπράιεν, ο Λέβιν κινηματογραφεί με αφοπλιστική ειλικρίνεια, χωρίς σεμνοτυφία αλλά και δίχως περιττές προκλήσεις αυτήν την τόσο προσωπική διαδικασία, αποφεύγοντας ταυτόχρονα να εκβιάσει τα συναισθήματα του κοινού με το άλλοθι της «βασισμένης σε πραγματικά γεγονότα» ιστορίας του.
Ανάμεσα σε χολιγουντιανές παραγωγές που δεν φείδονται υποτιθέμενων τολμηρών, αλλά κατά βάθος συντηρητικών, σεξουαλικών περιπτύξεων, τα «Μαθήματα Ενηλικίωσης» αποτελούν μια μικρή όαση στον τρόπο που εικονογραφούν τη σεξουαλική αφύπνιση και εκπαίδευση του Μαρκ μέσα από τις σύντομες συνεδρίες του με αυτήν την ανορθόδοξη θεραπεύτρια.
Με όπλο του έναν ακαταμάχητο αυτοσαρκασμό, ο Μαρκ αποφεύγει τον οίκτο, αλλά χωλαίνει και στις πιο απλές καθημερινές δραστηριότητες, τις οποίες είναι ικανός να πραγματοποιήσει μονάχα με την υποστήριξη των βοηθών του.
Όμως εν τέλει η πιο δύσκολη αποστολή που πρέπει να φέρουν εις πέρας οι δύο ήρωες δεν είναι τα τεχνικά προβλήματα που επιφυλάσσει η ιδιαίτερη περίπτωση του Μαρκ, αλλά το σύνδρομο μιας ενίοτε ανεπιθύμητης οικειότητας.
Κι αν ο Μαρκ και η Σέριλ αδυνατούν να την αντιμετωπίσουν παρά τους αυστηρούς κανόνες που θέτουν εξαρχής στην «επαγγελματική» συναλλαγή τους, το φιλμ του Λέβιν μοιάζει να εκφράζει ιδανικά αυτήν την τόσο ανθρώπινη «αδυναμία».
Και το κάνει μέσα από την αυθεντική αμηχανία μιας καθυστερημένης εφηβείας και τις επιπλοκές της ενήλικης ζωής, όπου τα πάντα – οι ρόλοι, τα όρια, τα συναισθήματα – θα έπρεπε να είναι ξεκάθαρα. Ευτυχώς ή δυστυχώς δεν είναι ποτέ.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Πατέρας Αφέντης
Πανέμορφη, λυρική, βάναυση, η έβδομη ταινία των Ταβιάνι δεν είναι απλώς ένας από τους πιο απρόσμενους Χρυσούς Φοίνικες, εν πολλοίς οφειλόμενος στον τότε πρόεδρο της επιτροπής Ρομπέρτο Ροσελίνι.
Εγγραφή στο στρατευμένο σύστημα αισθητικών αξιών των Ταβιάνι της αληθινής ιστορίας ενός αγοριού από τη Σαρδηνία που εξεγέρθηκε ενάντια στην πατρική καταπίεση, το "Padre Padrone" είναι κυρίως μια σπαρακτική διάχυση της βαρβαρότητας στην αγκαλιά της μουσικής.
Αυτής που υψώνεται πέρα από τα σχήματα της ηθογραφίας για να ανακαλύψει τη γυμνή αλήθεια των ενστίκτων, της (μεταφορικά εννοούμενης) πατροκτονίας, της γνωριμίας με τον Άλλον.
Αυτής που μεταξύ των τραγουδιών της επαρχίας και ενός κονσέρτου του Μότσαρτ, αφήνει να αναδυθεί ένας επαναστατικός οπτιμισμός, για να τον "παγώσει" στο φινάλε, σε ένα πλάνο-εικαστική σύνθεση μίσους και στοργής.
Εκεί όπου συμπυκνώνονται οι κεφαλαιώδεις αντιφάσεις των σχέσεων εξουσίας για τους Ταβιάνι, που εδώ δε μας παραδίδουν το δικό τους "1900", αλλά κάτι μεγαλειωδώς απλούστερο.
Κωνσταντίνος Σαμαράς
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Ο Χίτλερ στο Χόλιγουντ
Η γνωστή ηθοποιός Μαρία ντε Μεδέιρος γυρίζει ένα ντοκιμαντέρ για την Γαλλίδα ντίβα του Χόλιγουντ Μισελίν Πρελ. Όταν η τελευταία αποκαλύπτει πως υπάρχει ένα φιλμ που σημάδεψε την υποκριτική της καριέρα και το οποίο εξαφανίστηκε μυστηριωδώς, η ντε Μεδέιρος της υπόσχεται να το ξαναβρεί και να το προβάλει χωρίς να φαντάζεται τις συνέπειες. Η αναζήτηση της χαμένης ταινίας ξεκινάει ενώ ταυτόχρονα υφαίνεται μια θεωρία συνωμοσίας που θέλει την αμερικανική κυβέρνηση κατά την διάρκεια του Β Παγκοσμίου Πολέμου να συνεργάζεται με τον Χίτλερ για να καταστρέψουν από κοινού την ευρωπαϊκή κινηματογραφική παραγωγή.
Ο Γάλλος σκηνοθέτης Φρεντερίκ Σοσέρ χρησιμοποιεί μια πρωτότυπη κεντρική ιδέα για να δημιουργήσει ένα συναρπαστικό μοκιουμένταρι, στη διάρκεια του οποίου παρελαύνουν οι σπουδαιότερες προσωπικότητες του γαλλικού σινεμά. Ένα απολαυστικό ταξίδι στην ιστορία του κινηματογράφου με συντροφιά τα αυθεντικά πρόσωπα που την έγραψαν. Βραβείο FIPRESCI στο Φεστιβάλ Καρλόβι Βάρι.
[Αναδημοσίευση από τον κατάλογο του φεστιβάλ Νύχτες Πρεμιέρας]
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Streetdance 2
Άφου έζησε την ταπείνωση από το συγκρότημα Invincible, ο χορευτής του streetdance, Ας (Χέντσελ), μαζεύει τους καλύτερους χορευτές και ετοιμάζεται για τη ρεβάνς!
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Καζαμπλάνκα
Μία από τις διαχρονικότερες ταινίες όλων των εποχών, και ίσως η διασημότερη κινηματογραφική ιστορία αγάπης, η "Καζαμπλάνκα" είναι η αποθέωση του κλασικού αφηγηματικού σινεμά, μια ταινία που είναι πια αναπόσπαστο κομμάτις της συλλογικής συνείδησης.
Συνήθως ο πόλεμος χωρίζει τους εραστές. Δεν τους επανασυνδέει, όπως τον ιδιοκτήτη κλαμπ, Ρικ, με την σύζυγο κυνηγημένου από τους Ναζί αντιστασιακού, Ίλσα. Συνήθως στο νουάρ το αρσενικό υποκύπτει αμαχητί στο μοιραίο θηλυκό. Δεν έχει το, αντάξιο της ευσυνειδησίας της Ίλσα, ηθικό σθένος του Ρικ. Συνήθως, στα πολιτικά θρίλερ διακρίνεται ξεκάθαρα η διαφορά ανάμεσα στο καλό και το κακό. Δεν εξαφανίζεται στις περιοχές συνάντησης του φωτός με το σκοτάδι. Συνήθως, το σινεμά δεν ριζώνει τόσο βαθιά στην συλλογική συνείδηση.
Μία από τις κλασικότερες και διαχρονικότερες ταινίες όλων των εποχών, και ίσως η διασημότερη κινηματογραφική ιστορία αγάπης, η "Καζαμπλάνκα" είναι το ευτυχές πάντρεμα μιας δυνατής ιστορίας, εύστοχης σκηνοθεσίας και δύο εξαιρετικών πρωταγωνιστών, και μια πλέον εμβληματική ταινία για το Χόλιγουντ αλλά και το παγκόσμιο σινεμά. Θα έχουμε πάντα το Παρίσι.
[Αναδημοσίευση από το περιοδικό ΣΙΝΕΜΑ]
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Το Βαθύ Μπλε του Έρωτα
Εκπληκτικής μουσικότητας και υπνωτιστικής κομψότητας χρονικό μιας ετεροβαρούς ερωτικής σχέσης με μια αποστομωτική ερμηνεία της Ρέιτσελ Βάις. Θα θέλαμε μια ιδέα λεπτομερέστερα δοσμένο το κομμάτι της γνωριμίας και του πρώιμου ειδυλλίου των εραστών.
Στην «πρόσοψη», το «Βαθύ μπλε του έρωτα», που μεταφέρει στην οθόνη ένα από τα ονομαστά έργα του Βρετανού θεατρικού συγγραφέα Τέρενς Ράτιγκαν, δεν είναι παρά μια απλή, μάλλον συνηθισμένη ιστορία ερωτικής απιστίας και εμμονικού πάθους: Η Εστερ, όμορφη σύζυγος μεσήλικα δικαστή, ερωτεύεται παράφορα τον Φρέντι, παρασημοφορημένο πιλότο του Β' Παγκοσμίου Πολέμου - τις διακυμάνσεις της ταραχώδους σχέσης τους τις παρακολουθούμε σε φλας μπακ, ενώ η Εστερ προσπαθεί να συνέλθει από μια αποτυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας, στην οποία οδηγήθηκε νιώθοντας μόνη, απελπισμένη, πλήρως παραμελημένη από τον εραστή της.
Στο βάθος, το χρονικό ξεδιπλώνει και άλλα επίπεδα: ταξικό πορτρέτο της μεταπολεμικής Αγγλίας, μικρογραφία ενός έθνους που προσπαθεί να επουλώσει τραύματα, μελέτη της γυναικείας ανασφάλειας και του φόβου απέναντι στη μοναξιά. Οπως και να το δει κανείς, εκείνο που σαφώς και με αδρότητα ξεπροβάλλει μέσα από την ιστορία της Εστερ και του Φρέντι είναι ο πόνος του ανισοβαρή έρωτα και η μεγάλη επιτυχία του βετεράνου σκηνοθέτη Τέρενς Ντέιβις έγκειται στο ότι προσεγγίζει και περιγράφει, αναλύει και συνθέτει τον πόνο αυτόν σαν ένα μελαγχολικό συμφωνικό κομμάτι. Δεν θυμόμαστε, στο πρόσφατο παρελθόν, κανένα κινηματογραφικό έργο με τέτοια αίσθηση μουσικότητας, καμία ερωτική ταινία τόσο όμορφη, κομψή, μαγευτική, καμία γυναικεία ερμηνεία τόσο ανατριχιαστικά αισθαντική όπως αυτή της Ρέιτσελ Βάις. Από τα σπουδαία φιλμ της χρονιάς.
Ρόμπυ Εκσιέλ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Μεσοτοιχίες
Ο Γκουστάβο Ταρέτο βασίζεται στην ομότιτλη μικρού μήκους ταινία του, που κέρδισε πολυάριθμα βραβεία παγκοσμίως, και δημιουργεί μια εναλλακτική κομεντί που κέρδισε τις καρδιές όσων την παρακολούθησαν στις περσινές Νύχτες Πρεμιέρας. Η ταινία, που απέσπασε το μεγάλο βραβείο του Φεστιβάλ, τη Χρυσή Αθηνά Καλύτερης Ταινίας, προβλήθηκε (μετά από απαίτηση του κοινού) δύο φορές σε κατάμεστες αίθουσες, αφήνοντας θεατές κάθε ηλικίας ενθουσιασμένους.
Τι ήταν άραγε αυτό που συγκίνησε τόσο το ελληνικό κοινό σε αυτή τη χίπστερ παραγωγή για την καταγραφή ενός έρωτα - πριν καν αυτός ξεκινήσει; Ίσως η λυρική ομορφιά του αστικού τοπίου του Μπουένος Άιρες, την άναρχη ομορφιά του οποίου αποτύπωσε ο Ταρέτο και η οποία σε σημεία θυμίζει τη δική μας ομορφάσχημη πόλη. Ίσως πάλι η ιστορία μιας καθημερινότητας που υπόσχεται δυνατότητες έρωτα μέσα στην αέναη ματαίωση της πόλης να φάνηκε γνώριμη στους κατοίκους αυτής της βαλκανικής ψευτο-μητρόπολης.
Σε κάθε περίπτωση, οι "Μεσοτοιχίες" υπόσχονται να αντηχήσουν με οικειότητα στους θεατές, ακόμη κι αν (ή ίσως και επειδή) καταστάσεις και καλλιτεχνική διεύθυνση θυμίζουν σε σημεία έναν πιο διανοούμενο Χριστόφορο Παπακαλιάτη. O Ταρέτο εκμεταλλεύεται το επαγγελματικό υπόβαθρο του κεντρικού του χαρακτήρα και δημιουργεί ένα χαριτωμένο εύρημα με αναφορές στην αρχιτεκτονική και μεταφορές της για την ανθρώπινη φύση. Η πιο έξυπνη κίνησή του όμως είναι ότι δεν επικεντρώνεται στη σχέση του ζευγαριού, αλλά προτιμά να αφηγηθεί τις μέρες και τις ώρες πριν από τη γνωριμία τους, αναζητώντας το μυστικό της ερωτικής έλξης στους δρόμους του Μπουένος Αϊρες.
Φαίδρα Βόκαλη
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
L
“L” είναι το πρώτο γράμμα της αγγλικής λέξης “learner” (μτφ. μαθητής) και το σήμα που χρησιμοποιούν οι σχολές οδηγών αλλά και οι νέοι σοφέρ ως προειδοποιητικό σήμα. Ένας μαθητής είναι και ο πρωταγωνιστής αυτής της πρωτότυπης κομεντί. Χρησιμοποιώντας μια τόσο κυριολεκτικά λογική που καταντά σουρεαλιστική ιστορία ως παραβολή για την ανθρώπινη κατάσταση, το “L” ακροβατεί ανάμεσα στην κωμωδία και το δράμα με την ίδια αφέλεια που ο πρωταγωνιστής της διατηρεί την πίστη του στη ζωή.
Ο Αυτοκινητιστής του Άρη Σερβετάλη θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ο Άνθρωπος, ο οποίος έρχεται αντιμέτωπος με μία βίαιη εξέλιξη στη ζωή του (εδώ την απόλυση από μία δουλειά που αγαπά) και αποφασίζει να αλλάξει για να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα. Συνηθισμένος να ανήκει σε μία φάρα, προσεταιρίζεται τους Μηχανόβιους και μαθαίνει τα πάντα από την αρχή, αγνοώντας την απόρριψη της οικογένειάς του και των φίλων του. Έχει όμως στ' αλήθεια σημασία αν κανείς οδηγεί μηχανή, αυτοκίνητο ή αεροπλάνο; Και σε τι βαθμό προσδιορίζεται η ταυτότητά μας από την ιδιότητά μας; Είμαστε τελικά αυτό που κάνουμε;
Με αποστασιοποιημένες ερμηνείες και μινιμαλιστική σκηνοθεσία, το “L” μπορεί να θυμίσει σε πολλούς τον “Κυνόδοντα” και τα στυλιστικά του αδερφάκια, αλλά το ντεμπούτο του Μπάμπη Μακρίδη διαθέτει σε αφθονία ένα απρόσμενο συστατικό - το χιούμορ. Κωμικές στιγμές ξεπηδούν στις πιο δραματικές καταστάσεις, φέρνοντας τον επιφυλακτικό θεατή σε αμηχανία: “είναι άραγε σωστό να γελάσω τώρα;”. Και παρόλο που σε στιγμές η πλάστιγγα μοιάζει να γέρνει αβέβαιη πότε προς την κωμωδία και πότε προς το δράμα, είναι αυτή η ακομπλεξάριστη αντιμετώπιση του υλικού που δίνει στο “L” τη δική του, ξεχωριστή ταυτότητα.
Συνεπής με την απλοϊκή ύπαρξη του πρωταγωνιστή της, η κάμερα δεν επιδίδεται σε τερτίπια ή εντυπωσιασμούς. Η επανάληψη -κύριο συστατικό της διαδικασίας της μάθησης- έχει τη δική της θέση σε αυτό το παράξενο σύμπαν: ίδιες λήψεις, ίδιοι διάλογοι, ακόμη και ίδια μουσική - μία κακοπαιγμένη ετέλεση της Σονάτας του Σεληνόφωτος. Είναι αναμενόμενο πως κάποιοι θα βρουν αυτή την -στα όρια της παιδικότητας- απλότητα κουραστική. Εκείνοι όμως που αναζητούν νέες κινηματογραφικές εμπειρίες, θα βρουν στο “L” µία από τις πιο παράξενες κωμωδίες που έχουν δει ποτέ.
Φαίδρα Βόκαλη
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Cafe de Flore
O Ζαν-Μαρκ Βαλέ, τον οποίο γνώρισε και αγάπησε το ευρύ κοινό με τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του, “C.R.A.Z.Y.”, μας είχε συστηθεί το όχι πολύ μακρινό 2005 ως ένας πολλά υποσχόμενος δημιουργός με ιδιαίτερη ματιά και ευαισθησίες αντάξιες ενός auteur εν τη γενέσει. Η επόμενη ταινία του, “The Young Vicoria”, ένα δράμα εποχής για τη ζωή της νεαρής βασίλισσας Βικτόρια, μπορεί να έφτασε μέχρι τα Όσκαρ -κερδίζοντας μάλιστα και το αντίστοιχο Βραβείο για τα Κοστούμια- ωστόσο δεν αντήχησε με τον ίδιο τρόπο στις καρδιές κριτικών και σινεφίλ. Το τελευταίο του πόνημα, το υπερφιλόδοξο “Cafe de Flore” σηματοδοτεί μία επιστροφή στo κινηματογραφικό του στυλ αλλά και τη σύγχρονη εκδοχή της θεματικής με την οποία ακατάπαυστα καταπιάνεται: τον (τραγικό) έρωτα.
Εδώ συνδέει δύο φαινομενικά εντελώς άσχετες μεταξύ τους ιστορίες, μία που διαδραματίζεται στο παρόν και μία βγαλμένη από το παρελθόν, για να υπογραμμίσει το προφανές: η αγάπη θριαμβεύει σε πείσμα όλων των εμποδίων. Χρησιμοποιώντας περίτεχνα την κάμερα και προσφέροντας πολλές δυνατές σκηνές μέσα από ένα δουλεμένο με τελειομανία μοντάζ δεν αποτυγχάνει στο να δημιουργήσει την ένταση και τη συγκίνηση που μπορεί να χαρίσει ο έρωτας. Προδίδεται δυστυχώς στο τέλος από την ίδια του την αυταρέσκεια, που αρνείται οποιαδήποτε οικονομία στα μέσα που χρησιμοποιεί, αλλά και την εξωφρενική ιδέα στην οποία βασίζεται όλη η έμπνευσή του. Μέχρι τότε όμως έχει αποδείξει και με το παραπάνω πως είναι ένας σκηνοθέτης που αξίζει την προσοχή μας.
Φαίδρα Βόκαλη
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
W.E.
Σε μια πλήρη αλλαγή στροφής από το σίγουρα πιο ροκ και «βρώμικο» ντεμπούτο της "Filth And Wisdom" στη δεύτερη σκηνοθετική της απόπειρα, "W. E", η απόλυτη ποπ σταρ ανακάλυψε και αυτή όπως ο "Λόγος του Βασιλιά" την αιώνια γοητεία των γαλαζοαίματων, στην άντε πιο καταραμένη τους εκδοχή αυτή δηλαδή της σχέσης του μοιραίου Βασιλιά Εδουάρδου με την κοινή θνητή και αναξιοπαθούσα Γουόλις Σίμπσον μια σχέση που του στοίχισε τελικά το στέμμα αλλά του χάρισε μια θέση στο πάνθεον του ρομαντισμού, αλλά και του συμπαθούντος τους Γερμανούς και το ναζισμό όπως έλεγαν οι κακές γλώσσες.
Η Μαντόνα σαφώς προτάσσει φεμινιστικά το αρχικό της στον τίτλο και σπρώχνει τα φώτα στη γυναικεία εκδοχή της ιστορίας. Και για να υπάρχει ακόμη μια επίφαση μοντερνισμού, ορίστε και μια σύγχρονη ιστορία συζύγου παραμελημένης από τον πλούσιο πλην απόμακρο ψυχίατρο άντρα τους και να που οι δύο τροχιές τέμνονται με αφορμή μια δημοπρασία αντικειμένων της Γουόλις προσκαλώντας το θεατή να ανακαλύψει τις δικές του παράλληλες διαδρομές ανάμεσα στις δύο γυναίκες.
Αναμφισβήτητα καλοφτιαγμένο, γεμάτο δάνεια, κοινώς κλεψιές, από σπουδαίες στιγμές και μάστορες του παγκόσμιου σινεμά, αλλά και από τα δικά της βίντεο κλιπ, το W.E είναι προορισμένο να καθορίζεται, για καλό και για κακό, από το βαρύ όνομα της δημιουργού του. Αναρωτιέσαι λοιπόν εύλογα αν χωρίς τη συγκεκριμένη υπογραφή θα σου φαινόταν ακόμη πιο κοινότοπο ή αντίθετα θα έβρισκες περισσότερα ελαφρυντικά για την ανία που συχνά κυκλοφορεί στις καλογυαλισμένες εικόνες του.
Λευτέρης Αδαμίδης
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Tungsten
Σε ένα από τα πιο ενδιαφέροντα ελληνικά ντεμπούτα των τελευταίων χρόνων, ο Γιώργος Γεωργόπουλος συλλαμβάνει μια διαφορετική στην όψη της, δεξιοτεχνικά κινηματογραφημένη Αθήνα, με κτίρια που περικυκλώνουν απειλητικά τους ήρωες και τους παρακολουθούν κατά τη διάρκεια μιας μέρας όπου ο φαύλος κύκλος της σωματικής, λεκτικής και ψυχολογικής βίας θα επηρεάσει καταλυτικά τις πορείες τους.
Χρησιμοποιώντας περίτεχνα τις σωστά επιλεγμένες τοποθεσίες της πόλης και το οπτικά ενδιαφέρον αποτέλεσμα της ασπρόμαυρης φωτογραφίας πάνω τους, ο Γεωργόπουλος δημιουργεί εξαιρετική ατμόσφαιρα, απτά απειλητική και αφηρημένα απόκοσμη ταυτόχρονα, η οποία επενδύει τις ιστορίες με μια αίσθηση σασπένς, μαζί με την βοήθεια βέβαια και των καλών ερμηνειών που βοηθούν να μείνεις με την ταινία ακόμα και όταν αυτή χάνει κάπως τον δρόμο της.
Γιατί τελικά το σενάριο όχι μόνο δείχνει αδυναμία να συνεχίσει με την ορμή που ξεκίνησε, κάνοντας εμφανή κοιλιά σε σημεία και περνώντας με βιασύνη άλλα, αλλά και πάσχει από την συνήθη πάθηση των σπονδυλωτών ιστοριών - αναπόφευκτα σχεδόν η σύγκριση οδηγεί στο συμπέρασμα ότι κάποιο μέρος/η είναι σαφώς ανώτερο/α από τα άλλα. Εδώ το κομμάτι με τους έφηβους Προμηθέα Αλειφερόπουλο και Όμηρο Πουλάκη αναδεικνύεται ταυτόχρονα ως το πιο φλύαρο αλλά και το πιο ουσιαστικό κομμάτι, αφού ο Βαγγέλης Μουρίκης από τη μια και ο Τάσος Νούσιας από την άλλη δίνουν τον καλύτερο εαυτό τους σε υποπλοκές που απλά μένουν πολλά υποσχόμενες, και η σύνδεση μεταξύ τους παραμένει χωρίς ιδιαίτερες αφηγηματικές εκπλήξεις.
Παρά τις κάποιες αντιρρήσεις σε τέτοιου είδους ευκολίες όμως, και λαμβάνοντας υπόψη την φιλοδοξία του εγχειρήματος, καθώς και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες δημιουργήθηκε, το «Tungsten» αποτελεί ένα εντυπωσιακό ξεκίνημα για μια νέα σκηνοθετική ματιά.
Χριστίνα Λιάπη
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Δεμένη Κόκκινη Κλωστή
Μια ταινία για τον Εμφύλιο η οποία- γεγονός σπάνιο- λέει τα πράγματα με το όνομά τους. Και μας αφορά. Και τολμάει να πάρει θέση. Και έχει πάθος, δύναμη και πόνο. Σκληρές σκηνές, εξαιρετική ανασύσταση της εποχής και ερμηνείες άμεσες και ουσιαστικές.
Υπάρχει πόνος παντού, σε κάθε πλάνο αυτής της απρόσμενης ελληνικής ταινίας. Ενας νέος σκηνοθέτης, ο Κώστας Χαραλάμπους («Αγάπη στα 16») ο οποίος δεν έχει καμία σχέση με την εποχή του Εμφύλιου Πολέμου, τα καταφέρνει εκεί που απέτυχαν αρκετοί συνάδελφοί του που την είχαν ζήσει από κοντά. Κι ίσως γι αυτό: επειδή παίρνει την αναγκαία απόσταση από την φρίκη και την αντιμετωπίζει χωρίς την ενοχή και τις προκαταλήψεις των προηγούμενων γενεών.
Ο ρυθμός του είναι γρήγορος, τα ντεκόρ και τα κοστούμια του Σάββα Πασχαλίδη είναι απολύτως πειστικά, η φωτογραφία του Διονύση Πετρουτσόπουλου εξαίσια, οι ηθοποιοί του άμεσοι, ενώ η απουσία μουσικής υπογραμμίζει τον σκληρό ρεαλισμό.
Στην ορεινή επαρχία του 1945, λίγο μετά τα Δεκεμβριανά και την Συμφωνία της Βάρκιζας, δεν υπάρχει χώρος για ωραιοποιήσεις και ξεπερασμένους συμβολισμούς. Αριστεροί και Δεξιοί ετοιμάζονται να συγκρουστούν και το εμφύλιο μίσος κυριαρχεί. Ποιος έχει δίκιο; Ποιος άδικο; Μα κανείς. Ορισμένα πράγματα όμως λέγονται με το όνομά τους: οι πρώην συνεργάτες των Γερμανών- οι ταγματασφαλίτες, οι δοσίλογοι, οι μαυραγορίτες- στήνουν τώρα παρακρατικούς μηχανισμούς και κυνηγούν με μίσος τους Αριστερούς οι οποίοι προτάσσουν απέναντί τους ένα παρόμοιο μηχανισμό μίσους.
Ένα ζευγάρι αριστερών (Θάνος Σαμαράς – Στεφανία Γουλιώτη) βρίσκονται στο στόχαστρο ενός δεξιού πρώην συνεργάτη των Γερμανών (Τάσος Νούσιας) ο οποίος οργανώνει ένα δίκτυο κυνηγών τρομοκρατώντας ολόκληρη την περιοχή, ληστεύοντας, εκβιάζοντας, βασανίζοντας. Παράλληλα οι αριστεροί συγκροτούν τις πρώτες ανεπίσημες ανταρτικές ομάδες και τα «λαϊκά δικαστήριά» τους εκδίδουν, με συνοπτικές διαδικασίες, καταδικαστικές αποφάσεις που εκτελούνται με εξίσου βίαιο και απάνθρωπο τρόπο.
Σαν τα παλιά παραμύθια που άρχιζαν ξετυλίγοντας μια “κόκκινη κλωστή δεμένη”, έτσι και η «Δεμένη Κόκκινη Κλωστή» ξετυλίγει το νήμα που δένει Ιστορία του Εμφυλίου, με τις ιστορίες των ανθρώπων που ενεπλάκησαν σ' αυτόν. Ο Χαραλάμπους όμως δεν ενδιαφέρεται τόσο για τις διαδικασίες της Ιστορίας και τις ιδεολογικές συγκρούσεις, όσο για τις συγκρούσεις των ανθρώπων οι οποίοι εξοβελίζονται από τις διαδικασίες της Ιστορίας.
Αυτό που βλέπουμε σε αυτή την ταινία δεν είναι η συλλογική φρίκη αλλά ο ιδιωτικός τρόμος. Γι αυτό και η βία είναι τόσο ωμή, τόσο ανελέητη και τα αδιέξοδα τόσο βασανιστικά.
Ο Χαραλάμπους δεν φοβάται να δείξει τον πόνο και το αίμα, (σπάνια έχουμε δει σε ταινία ανθρώπους να πονάνε αληθινά) και δεν φοβάται να δείξει σκηνές που σοκάρουν. Κρατήστε την ανάσα σας διότι το φινάλε είναι σχεδόν σπλάτερ. Αυτός ο Εμφύλιος όμως - όπως και κάθε εμφύλιος- ήταν σπλάτερ.
Ορέστης Ανδρεαδάκης
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Τυραννόσαυρος
To σκηνοθετικό ντεμπούτο του γνωστού ηθοποιού Πάντι Κόνσινταϊν (“24 Hour Party People”, “To Tελεσίγραφο του Μπορν”) είναι καθαρόαιμος απόγονος της βρετανικής παράδοσης του κοινωνικού δράματος, διαθέτοντας την αγριάδα και την εικαστική ανησυχία ενός Σέιν Μίντοους (“This Is England”) αλλά και τη διανοητική λεπτότητα μιας Άντρεα Άρνολντ (“Fish Tank”).
Η κάμερα ακολουθεί τον Τζόζεφ στην τυραννισμένη του ζωή, αποτυπώνοντας με την ακρίβεια της στερημένης από χρώμα και ζωντάνιας φωτογραφίας τη θλίψη των εργατικών κατοικιών και την ανέλπιδη καθημερινότητα μιας τσακισμένης εργατικής τάξης. Στη γνωριμία του με την εύπορη και φανατική χριστιανή Χάνα θα δει -όχι χωρίς μια βίαιη διστακτικότητα- την υπόνοια της σωτηρίας (του) στον ορίζοντα.
Σύντομα ωστόσο, οι ρόλοι θα αναστραφούν και ο καταραμένος Τζόζεφ θα κληθεί να σώσει τόσο τη νέα του φίλη όσο και τον ίδιο του τον εαυτό από την επικείμενη καταστροφή. Με ένα σενάριο που κεντάει, όντας γεμάτο ανατροπές χωρίς να τις “στήνει” ως τέτοιες, ο “Τυραννόσαυρος” ζητάει κάτι πολύ περισσότερο από το να αφηγηθεί την οδύσσεια ενός κατεστραμένου: θέλει να ξεγυμνώσει μια (κοινωνικο-οικονομική) τάξη απέναντι σε μια άλλη, “αδειάζοντας” τους μεσοαστούς μπροστά στους προλετάριους.
Η ταξική ενοχή του Κόνσινταϊν αναμιγνύεται με την πιο έξυπνη σεναριακή έκβαση και ο φτωχο-διάβολος του βίαιου και μέθυσου Τζόζεφ μετατρέπεται έξαφνα σε φάρο ηθικής - παραδόξως χωρίς σκηνοθετικούς εκβιασμούς, ένα ακόμη γεγονός που φανερώνει την ευφυΐα του Κόνσινταϊν. Με ερμηνείες που τσακίζουν κόκαλα, το φιλμ μπορεί να έχει έναν εξαιρετικό Πίτερ Μάλεν στο ρόλο του Τζόζεφ αλλά είναι η Ολίβια Κόλμαν που θα σας κάνει να μην μπορείτε να πάρετε τα πόδια σας βγαίνοντας από την αίθουσα.
Κι αν ακόμη κάποιος έχει αντίρηση για το υπερ-εξιλεωτικό φινάλε ή τα πολιτικά ιδεολογήματα, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι πρόκειται για μία από τις πιο άρτιες πρώτες ταινίες που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια.
Φαίδρα Βόκαλη
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Bright Star
Όταν πρωτογνωρίστηκαν ως γείτονες, στο Λονδίνο του 1818, ο 23χρονος ποιητής Τζον Κιτς και η 18χρονη σχεδιάστρια ενδυμάτων Φάνι Μπρον δεν έμοιαζε να έχουν τίποτα κοινό. Εκείνος τη θεωρούσε σουσουράδα, εκείνη ελάχιστα ενδιαφερόταν για τη λογοτεχνία. Κι όμως, η αρρώστια του αδελφού του Κιτς τους έφερε κοντά, η γνωριμία έγινε φιλία και η φιλία εξελίχθηκε σ' έναν βαθύ και τρυφερό έρωτα.
Τούτο τον έρωτα επιχειρεί να δραματοποιήσει η Νεοζηλανδή Τζέιν Κάμπιον, σ' ένα φιλμ που ναι μεν λειτουργεί έξοχα ως κοινωνικό πορτρέτο, με τους τραγικούς ήρωες και τους περιφερειακούς χαρακτήρες κάτοπτρα των λονδρέζικων ηθών του 1800, αλλά, νομίζουμε, αποτυγχάνει να σε συνεπάρει και δραματικά, ελέω του ψυχρού ακαδημαϊσμού που διαποτίζει κάθε πτυχή της ελλειπτικής σχεδόν φόρμας.
Όχι ότι δεν είναι ευπρόσδεκτη η επιλογή της σκηνοθέτιδας να επιστρέψει, μετά από τα απανωτά φιάσκα του «Ιερού καπνού» και της «Σκοτεινής πλευράς του πάθους», στο ύφος και τη θεματική των πιο φημισμένων της ταινιών, «Ένας άγγελος στο τραπέζι μου» και «Μαθήματα πιάνου», απλά διακρίνει κανείς εδώ την ίδια εγκράτεια και κλινικότητα που έκαναν το «Πορτρέτο μιας κυρίας», το αμέσως επόμενο φιλμ της μετά το αριστουργηματικό «Πιάνο», να ξεχαστεί τόσο γρήγορα.
Ρόμπυ Εκσιέλ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
The Company Men
Μια ταινία οδυνηρά επίκαιρη, όταν γυρίστηκε, (και, δυστυχώς, για την Ελλάδα ακόμα και σήμερα) το «The Company Men» είναι ταυτόχρονα και η καλύτερη και η χειρότερη επιλογή γι' αυτήν την εβδομάδα: απ' τη μια, τι πιο σημαντικό από το να παρακολουθήσει κανείς μια ιστορία που προσπαθεί να ερμηνεύσει μια τόσο δύσκολη κατάσταση που είναι 24 ώρες στο 24ωρο στα μίντια που μας περιβάλλουν και στις συζητήσεις μας, και απ' την άλλη, τι πιο καταθλιπτικό;
Είναι προφανές ότι αρκετή έρευνα, σκέψη και ευαισθησία ενσωματώθηκαν στο σενάριο για να αποδοθεί η κατάσταση πειστικά και με ακρίβεια, αλλά οι χαρακτήρες μοιάζουν να είναι θύματα αυτής της επιλογής: είναι ξεκάθαρο ότι οι κεντρικοί πρωταγωνιστές κατασκευάστηκαν για να καλύψουν τρία αρχέτυπα υπαλλήλων (ο νέος και φιλόδοξος, ο κουρασμένος και σκληρά εργαζόμενος εξηντάρης, ο κυνικός και απογοητευμένος εβδομηντάρης) και όχι επειδή είναι ανεξάρτητοι χαρακτήρες που έχουν χώρο να αναπνεύσουν. Μόνο η συμβολή των πολύ καλών ηθοποιών βοηθά να ξεπεραστούν οι περιορισμοί και να έρθουν στη ζωή πειστικά – ο ξεδιάντροπος νεοπλουτισμός τους είναι ενοχλητικός (αδύνατο να λυπηθείς άνθρωπο που αποχαιρετά λυπημένος την Πόρσε του) και η πορεία τους είναι πάνω κάτω προδιαγεγραμμένη, επειδή ξέρουμε ακριβώς πώς θα επηρεαστούν από την κατάσταση ανάλογα με τη θέση τους στην τροφική αλυσίδα.
Επίσης, όπως και ο Όλιβερ Στόουν στο «Γουόλ Στριτ: το χρήμα ποτέ δεν πεθαίνει», ο Γουέλς πέφτει στην παγίδα του λαϊκισμού υποστηρίζοντας την κάπως απλοϊκή σκέψη ότι αν όλοι μας γυρίσουμε στην χειρωνακτική εργασία, ο κόσμος θα είναι πιο δίκαιος και έντιμος, και εμείς πιο ευτυχισμένοι. Επιχείρημα συμπαθητικό μες στην αφέλειά του αλλά προβληματικό στη βάση του και εντελώς ουτοπιστικό σε σχέση με την πορεία που έχουν πάρει τα πράγματα.
Στο μεταξύ, όμως, η ιστορία δείχνει κάποια σημάδια μελαγχολικής οξυδέρκειας και έξυπνων παρατηρήσεων, και το ανθρωποκεντρικό δράμα δεν αποσπά την προσοχή της από το να απεικονίσει τον εργασιακό στίβο σαν την ζούγκλα που πλέον έχει γίνει.
Χριστίνα Λιάπη
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Τεκμήριο Ενοχής
Άλλη μία αληθινή ιστορία που δεν χρειαζόταν να μάθουμε ποτέ μεταφέρεται στην μεγάλη οθόνη, με μεγάλους σταρ αλλά πολύ μικρές φιλοδοξίες. Ο Γολγοθάς της Μπέτι Αν Γουότερς, η οποία κατάφερε σε προχωρημένη ηλικία να επιστρέψει στα θρανία, να τελειώσει το λύκειο και να πάρει πτυχίο από τη Νομική ώστε να βοηθήσει τον φυλακισμένο αδερφό της, μεταφέρεται στην οθόνη άνευρα, προβλέψιμα και -κυρίως- εντελώς απλουστευτικά.
Η Χίλαρι Σουάνκ, στον πρωταγωνιστικό ρόλο, βάζει εμπρός τα μεγάλα όπλα ελπίζοντας (;) σε ένα τρίτο (!) Όσκαρ, αλλά πλέον το δυναμικό ερμηνευτικό στυλ της μοιάζει να έχει μετατραπεί σε μανιέρα. Βεβιασμένα χαμόγελα, ξεσπάσματα κούρασης και δάκρυα ανακούφισης συνθέτουν το βαρετό πορτρέτο μιας (πολύ) αποφασισμένης γυναίκας - τόσο που πλησιάζει τα όρια της καρικατούρας.
Ο Σαμ Ρόκγουελ από την άλλη, στο ρόλο του αδερφού-κατάδικου Κένι, δεν έχει βρει ακόμη τον ρόλο που θα τον δυσκολέψει. Και όταν χρειάζεται να ξεστομίσει τις βλακωδέστερες ατάκες, εξηγώντας στον θεατή τα προφανή, καταφέρνει να δώσει στον χαρακτήρα του τη γοητεία και την τσαχπινιά που χρειάζεται ώστε να μην καταρρεύσει η ταινία.
Κατά τα άλλα, το ανέμπνευστο σενάριο πατάει σε μία σειρά κλισέ, μετατρέποντας το «Τεκμήριο Ενοχής» σε ένα δράμα από τα δεκάδες που γυρίζονται για την τηλεόραση - χωρίς να διεκδικεί καν μία θέση ανάμεσα στα καλύτερα από αυτά.
Φαίδρα Βόκαλη
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Επαναστατημένη Γενιά
1968. Ο Λίντσεϊ Άντερσον δημιουργεί την δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του σε fiction παντιέρα αλλά κρυφοκοιτώντας σε πραγματικό χρόνο, νότια προς τον γαλλικό Μάη. Επηρεασμένος από το «Διαγωγή μηδέν» του Γάλλου Ζαν Βιγκό δημιουργεί ένα φιλμ- ορολογιακή βόμβα και την τοποθετεί στα θεμέλια του υποκριτικού βρετανικού εκπαιδευτικού συστήματος χωρίς προειδοποίηση. Ευτυχώς για το σινεμά η βόμβα σκάει και η έκρηξη έχει ως αποτέλεσμα ένα απ'τα στιβαρότερα σατυρικά δράματα που γεννήθηκε ποτέ στο Νησί. Ενα φιλμ ποτισμένο με εφηβική οργή, με εξεργετική διάθεση και με την αληθινή ενταση της εναντίον όλων επανάστασης το «Επαναστατημένη Γενιά» δεν παίρνει αιχμαλώτους. Αντίθετα επιδυκνύει ευθαρσώς το πως ένα εκπαιδευτικό περιβάλλον συνιστά μικρογραφία μια αρρωστημένης κοινωνίας που βασίζεται σε σχέσεις εξουσίας, σε λογικές αφέντη-δούλου και σε απάνθρωπες πρακτικές. «Η βία και η επανάσταση είναι οι μόνες γνήσιες πράξεις» αρθρώνει ο νεαρός Μικ και ο Αντερσον κλείνει το μάτι παραθέτοντας την δικιά του εκδοχή της λύσης. Με μια αληθινή, μεστή και τρυφερή γραφή, ανακατέβει στον καμβά του την γκονταρική ειρωνία με σουρεαλιστικές πινελιές τοποθετώντας εμβόλιμα στα έγχρωμα πλάνα της ταινίας, διάσπαρτες ασπρόμαυρες σεκανς. Αισθητική επιλογή; Πρόβλημα με το φως στους φακούς της κάμερας; Ο ίδιος αργότερα δήλωνε οτι απλά είχαν τελειώσει τα λεφτά της παραγωγής.
Στον πρωταγωνιστικό ρόλο ο κορυφαίος Μάλκολμ ΜακΝτάουελ που έκανε στην ταινία όσα ήταν αρκετά για να σφηνωθεί στο μυαλό του Κιούμπρικ, με τα γνωστά αποτελέσματα στο μέλλον. Ο ίδιος ο πάντως έχει παραδεχτεί πως όταν ο Κιουμπρικ του έδωσε το σενάριο απ'το «Κουρδιστό Πορτοκάλι» φρόντισε άμεσα να αναζητήσει βοήθεια απ'τον Άντερσον για την ερμηνεία του ρόλου του. Για τη ιστορία, το 1969 η ταινία προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Καννών όπου και απέσπασε τον Χρυσό Φοίνικα.
Κωστής Θεοδοσόπουλος
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Οι Συνέπειες του Ερωτα
Αινιγματικός πενηντάρης με ύποπτο ιστορικό εδρεύει στην καρδιά μιας ταινίας που ξεφλουδίζει αργά και ελλειπτικά την πλοκή της. Θαυμαστής δυο εντελώς διαφορετικών καλλιτεχνικών άκρων, όπως είναι ο Μελβίλ και ο Αντονιόνι, και λάτρης της εικόνας, ο 35χρονος Σορεντίνο παίζει το χαρτί του διφορούμενου στην ίντριγκα, χτίζοντας διαρκώς γύρω της ένα ολόκληρο εστέτ κινηματογραφικό περιβάλλον. Οι γεωμετρικά ακριβείς κινήσεις της κάμερας, η αποθέωση του πλάνου, η έξυπνη χρήση της ηχητικής μπάντας, η υποβλητική ατμόσφαιρα γίνονται μέρη μιας στιλιστικής συμφωνίας που αποπροσανατολίζει γοητευτικά αλλά και κρύβει ελάχιστα. Ταινία σκηνοθέτη, οι Συνέπειες Του Ερωτα εξασκούν ψυχρά τη γοητεία της ιδανικής φόρμας, σε βάρος όμως κάθε ουσίας ή συναισθηματικής εμπλοκής.
Λ.Κ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Λεωφορειο Ο Ποθος
Η κλασική ταινία του Ελία Καζάν, που σήμανε την έναρξη μιας καινούριας εποχής για τον κινηματογράφο και που ήταν υποψήφια για 12 Όσκαρ και κέρδισε 4:
α’ γυναικείου ρόλου (Βίβιαν Λι),
β’ γυναικείου ρόλου (Κιμ Χάντερ),
β’ ανδρικού ρόλου (Καρλ Μάλντεν)
ασπρόμαυρης καλλιτεχνικής διεύθυνσης.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Σιωπηλή Μονομαχία
Ενα χρόνο πριν το επιβλητικό Ρασομόν, η εσωτερική πάλη ενός νεαρού γιατρού που προσβάλλεται από σύφιλη και αναγκάζεται να χωρίσει από την αγαπημένη του, μας εισάγει στον σταθερό προβληματισμό του δημιουργού απέναντι στην ανθρώπινη ευθύνη, όσο και στη βαθιά ουμανιστική οπτική του. Προτού κανείς βιαστεί να τον κατηγορήσει ως αφελή και ηθικολόγο, αξίζει να μεταφερθεί νοερά στα ερείπια μιας καθημαγμένης από τον πόλεμο και ταπεινωμένης από την ήττα χώρας και να ξανασκεφτεί τις αναλογίες. Υπάρχει επιπλέον εδώ ένα εκπληκτικό παιχνίδι φωτοσκιάσεων, βγαλμένο θαρρείς από το φιλμ νουάρ (ένας ολόκληρος κόσμος που περπατά στα σκοτάδια) και τουλάχιστον μια (η εναρκτήρια) σεκάνς ανθολογίας.
Λ.Α.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
2:37
Ενας μαθητής αυτοκτονεί στις τουαλέτες ενός σχολείου. Δεν τον βλέπουμε, παρακολουθούμε όμως μέσα από φλασμπάκ τα πορτρέτα έξι μαθητών, ικανών να φτάσουν στα άκρα...
Ο Ελέφαντας του Γκας Βαν Σαντ δήλωνε μεταφορικά το τεράστιο πρόβλημα που στέκει μπροστά στα μάτια σου, αλλά αρνείσαι να δεις, να αντιμετωπίσεις. Ο Μουράλι Κ. Ταλούρι, Αυστραλός, ετών μόλις 22, συνεπώς χρονικά και χωρικά πιο κοντά στο εν λόγω περιβάλλον απ ότι ο πενηντάρης Βαν Σαντ, παίρνει τον Ελέφαντα και τον κάνει κήπο ζωολογικό, με τους ίδιους ακριβώς όρους (μακρά μονόπλανα με κάμερα στο χέρι, διασταυρούμενα στιγμιότυπα από το σχολικό πρωινό που θα ξαναδούμε από διαφορετικές οπτικές γωνίες), συν αποσπάσματα από συνεντεύξεις των έξι πιθανών αυτοχείρων, μαρτυρίες στην κάμερα. Δεν είναι ένα το πρόβλημα, είναι πολλά, και ξεκινούν από τα πιο συνηθισμένα - ανασφάλεια, δυσπροσαρμογή, ερωτική απογοήτευση - για να διογκωθούν στα πιο σκοτεινά - εγκυμοσύνη, αιμομιξία, ομοφοβία, βουλιμία... Και καθώς ξετυλίγονται μεθοδικά, αυξάνονται ανάλογα και οι εντάσεις, αυτές που προσδίδουν στο δράμα το χαρακτήρα ενός θρίλερ «αστυνομικού μυστηρίου». Ποιος, λοιπόν, από τους έξι κατέληξε με σχισμένες τις φλέβες στο πάτωμα της τουαλέτας; Εννοείται πως ελάχιστη σημασία έχει, σ' ένα φιλμ που αποκλείει τις διακρίσεις στην ευάλωτη, μπερδεμένη εφηβική ψυχή. Είναι αποτελεσματικό το κόλπο του πιτσιρικά σκηνοθέτη να μπάσει στην προβληματική του ακόμη και τον πιο αποστασιοποιημένο θεατή, στο πλαίσιο μιας γραφής πιο φορτωμένης ίσως και συναισθηματικής απ ότι του Ελέφαντα, αλλά ταυτόχρονα πιο παθιασμένα αυθεντικής.
ΡΟΜΠΥ ΕΚΣΙΕΛ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Lady Ιn Τhe Water
Μακάρι να μην είχε κάνει ποτέ την Εκτη Αίσθηση. Να μην τον κυνηγούσε η πλάνη ότι είναι σκηνοθέτης θρίλερ ανατροπής. Ο Σιάμαλαν είναι συνεπής σε αυτό που προτείνει με κάθε ταινία του: σκοτεινές παραβολές που χρησιμοποιούν το φανταστικό για να τρυπώσουν στη συλλογική μας συνείδηση. Επίκεντρο πάντα ένας διστακτικός ήρωας, η υπέρβαση του οποίου είναι να Πιστέψει. Οχι σε θεούς, αλλά σε όσα έχει αφήσει να βουλιάξουν στον κυνισμό και την απαξίωση της ενήλικης ζωής του. Να (ξανα)πιστέψει στο συναίσθημά του, στην καλοσύνη των ξένων, στον Εαυτό του. Να βουτήξει με το κεφάλι στον σκοτεινό πυθμένα εκεί όπου δεν τόλμησε ποτέ να καταφύγει και να ανακαλύψει τον προορισμό του.
Ο Σιάμαλαν στέκεται απέναντι στη σύγχρονη πολιτική ιστορία ως δημιουργός. Τη βλέπει να αιμορραγεί, όσο ο Ανθρωπος την κοιτά σε σαστισμένο λήθαργο. Κάνει λοιπόν αυτό που ξέρει καλύτερα. Πλάθει μία ιστορία για την ανθρώπινη Ιστορία και ένα οικουμενικό χωριό στο οποίο Εκείνη παρουσιάζεται ζητώντας βοήθεια. Αριστοτέχνης κινηματογραφιστής, καδράρει, φωτοσκιάζει, εκμεταλλεύεται το βάθος πεδίου και στήνει ένα θρίλερ φαντασίας για τη σωτηρία της. Αθεράπευτα ρομαντικός, μας έχει κρατήσει, ξανά, την έκπληξη για το τέλος. Γιατί, τελικά, έχει (δια)σώσει πολλά περισσότερα. Εμάς που πιστεύουμε ακόμα σε παραμύθια.
ΠΟΛΥ ΛΥΚΟΥΡΓΟΥ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Άγνωστος Παραλήπτης
Η μετα-τραυματική αφήγηση είναι ένας από τους τρόπους που χρησιμοποιούνται ευρέως, για να ξεπεράσει ένας άνθρωπος, παρελθοντικές αρνητικές καταστάσεις που στιγματίζουν τον πνευματικό του κόσμο. Ο Κιμ Κι Ντουκ χρησιμοποιεί αυτήν την μέθοδο στο συγκεκριμένο φιλμ, θέλοντας να βοηθήσει τον συλλογικό ψυχισμό της χώρας του, αποκαλύπτοντας τις ανοικτές πληγές του.
Η ταινία «ζουμάρει» στις ιστορίες τριών οικογενειών που ζουν στην ασιατική χώρα, μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου. Ο Κιμ Κι Ντουκ χρησιμοποιεί μια σκληρή και αδυσώπητη κινηματογραφική γλώσσα με μοναδικό σκοπό, την αποκάλυψη μιας τραγικής περιόδου για το λαό της Νότιας Κορέας. Ο σκηνοθέτης δημιουργεί άρτιους σεναριακά χαρακτήρες, οι οποίοι εμπερικλείουν όλο το φάσμα των άγριων ενστίκτων, που προέκυψαν τόσο από τον εμφύλιο πόλεμο, όσο και από την αμερικάνικη κατοχή. Παρόλα αυτά, ο Ντουκ δεν ακολουθεί τα χιλιοπερπατημένα μονοπάτια του εύκολου διδακτισμού και της ρηξικέλευθης καταγγελίας. Αντίθετα, δημιουργεί μια «δυνατή» αφήγηση, που εστιάζει αρχικά στην υποτέλεια του ίδιου του νοτιοκορεάτικου λαού και οδηγείται αριστοτεχνικά στα δεινά της αμερικάνικης κατοχής και της φτώχιας που επήλθε στη χώρα, μετά το τέλος του εμφυλίου. Οι αλληγορίες που εμφανίζονται στο φιλμ, απεικονίζουν με τον καλύτερο τρόπο, τα αποτελέσματα της άσκησης μιας παράλογης εξουσίας.
Αν και κινηματογραφικά ο Κιμ Κι Ντουκ δεν φτάνει το επίπεδο της προηγούμενης του ταινίας («Το Νησί») είναι ξεκάθαρο ότι ο «Άγνωστος Παραλήπτης» αποτελεί το βίαιο πέρασμα του σκηνοθέτη στην πλέον ώριμη περίοδο του ( «Άνοιξη, Καλοκαίρι, Φθινόπωρο, Χειμώνας... Και Πάλι Άνοιξη», «Το Κορίτσι Με Το Αγγελικό Πρόσωπο», «Ολομόναχοι Μαζί»). Ίσως το σοκ που προκαλεί ένας ανεπιτήδευτος ρεαλισμός, να είναι ο καλύτερος τρόπος για να ξορκίσεις την συλλογική μνήμη ενός λαού από τις αμαρτίες του παρελθόντος. Ίσως...
ΓΙΑΓΚΟΣ ΑΝΤΙΟΧΟΣ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Δίψα
Οι προσδοκίες για την νέα ταινία του αγαπημένου Παρκ Τσαν-Γουκ ήταν πολλές και η αναμονή μεγάλη. Όχι μόνο γιατί η τριλογία για την εκδίκηση είχε δημιουργήσει πολλούς θαυμαστές και το "OldBoy" βρίσκεται σε όλες τις λίστες με τις καλύτερες ταινίες της δεκαετίας, αλλά επίσης γιατί 2 χρόνια πριν ο ίδιος σκηνοθέτης είχε δώσει αφορμή σε πολλούς με το αποτυχημένο "I Am Cyborg" να πουν ότι ίσως θα πρέπει να αναθεωρήσουμε κάποια πράγματα γι’ αυτόν.
Η ‘Δίψα’ λοιπόν έρχεται με φόρα από το περσινό φεστιβάλ των Καννών - μαζί με το ειδικό βραβείο της επιτροπής - να επιβεβαιώσει τον κανόνα που λέει ότι όσο μεγαλύτερες οι προσδοκίες, τόσο περισσότερες και οι αντιθετικές γνώμες. Από αριστούργημα μέχρι αδιάφορο και βαρετό γράφανε μετά την προβολή του. Και όπως συμβαίνει σχεδόν πάντα, η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση.
Όπως σε όλη σχεδόν τη φιλμογραφία του έτσι κι εδώ ο Παρκ Τσαν-Γουκ κοιτάζει το ζήτημα της ανθρώπινης ύπαρξης. Επικεντρώνεται σε χαρακτήρες που αντιμετωπίζουν ηθικά διλήμματα και διαπράττουν εγκλήματα με στόχο μια κάποιας μορφή λύτρωση. Κι εδώ έχουμε το ίδιο μοτίβο, ίσως λίγο πιο προβλέψιμο από τις απλές φορές.
Ο ήρωας εδώ θα πρέπει να ισορροπήσει ανάμεσα στη (νέα) βιολογική υπόσταση του και στην ηθική του. Αντιστέκεται στην επιθυμία του να πιει αίμα δηλαδή να σκοτώσει αλλά (όπως και στη ζωή όλων) το σώμα και οι ανάγκες του τον οδηγούν σε άλλες επιλογές. Παράλληλα η έλξη του για μια γυναίκα μεγαλώνει τα ηθικά διλήμματα. Μια γυναίκα συνεσταλμένη, που όμως μόλις δει και νιώσει τη δύναμη του, μεταλλάσσεται από ένα εξιλαστήριο θύμα σε ένα ακόρεστα σεξουαλικό «πειρασμό» και έτσι γίνεται η κινητήριος δύναμη για τις επιλογές του ήρωα.
Ο σκηνοθέτης δούλευε την ιδέα αυτή σχεδόν δέκα χρόνια και ίσως αυτό είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα της ταινίας. Η προσπάθεια τελειοποίησης πολλές φορές οδηγεί τους δημιουργούς σε αποτελέσματα που είναι περίπλοκα και κάνουν το σενάριο να φαίνεται ασύνδετο. Και σε αυτή την περίπτωση συμβαίνει αυτό, καταλήγοντας σε μια ταινία με βαμπίρ που βασίζεται στο λογοτεχνικό έργο του Εμίλ Ζολά «Τερέζα Ρκέν», με μείγμα από μαύρη κωμωδία και αιματηρό θρίλερ. Είναι αλήθεια ότι ο συνδυασμός αυτός δεν είναι και ο πιο εύκολος.
Από την άλλη όμως, ο δημιουργός που θαυμάσαμε αισθητικά στο "OldBoy" και στην "Εκδίκηση μιας κυρίας" παραδίδει κι σε αυτό το έργο μια ξεχωριστή οπτικά ταινία με τη φωτογραφία και τη στιλιστική δεξιοτεχνία σε πολλές στιγμές να καθηλώνουν το θεατή. Ίσως να μην τον δικαιώνουν σε μεγάλο βαθμό οι τελικές επιλογές του, σίγουρα όμως το αποτέλεσμα δεν είναι αδιάφορο.
Κωνσταντίνος Αϊβαλιώτης
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Λευκή Κορδέλα
Θα πίστευε κανείς οτι ένα χωριό με κατοίκους ως επί το πλείστον αγρότες θα έπρεπε να γνωρίζει κάτι απλό: ό,τι σπέρνεις, θερίζεις. Αν καλλιεργείς τρόμο, οργή και υποκρισία, σε ώριμο χρόνο οι καρποί της σοδειάς σου αποδώσουν ωμό φασισμό.
Μια σειρά από ανεξήγητες πράξεις εκδίκησης ταράζουν τη φαινομενικά ήρεμη καθημερινότητα ενός προτεσταντικού αγροτικού χωριού στη Γερμανία του 1913. Το άλογο του τοπικού γιατρού σκοντάφτει σε προμελετημένη παγίδα, ρίχνει και τραυματίζει βαριά τον αναβάτη του. Ο μικρός μοναχογιός του Βαρόνου, για τον οποίο δουλεύει το μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμού, απάγεται και βασανίζεται. Το καθυστερημένο αγοράκι της αγέλαστης οικονόμου, το μόνο που μοιάζει ως άσχημη περισπωμένη στο μονοτονικό της Αρίας Φυλής, βρίσκεται δεμένο στον κορμό ενός δέντρου, να αιμορραγεί.
Το "κακό" ξύνει την ψυχρή επιφάνεια της ντόπιας κοινωνίας και κάθε ένας από τους (συν)ένοχους κατοίκους -η Εκκλησία, η Οικογένεια, η Οικονομία, η Παιδεία- το διαχειρίζεται με μία διαφορετική επίφαση υποκρισίας. Ο πατέρας-ιερέας, παγερός και εκδικητικός, επιβάλλει τιμωρίες και φυτεύει ενοχές. Ο Βαρόνος ανησυχεί περισσότερο για την κοινωνική προσβολή, απειλεί και εκβιάζει. Ο αγρότης, ο εργάτης, η τροφός κοιτούν χαμηλά, φοβισμένα και βραχυπρόθεσμα: μόνο τη δουλειά τους. Οι μητέρες, βουβές και ευγενικές, προσφέρουν τσάι και συμπάθεια, αλλά αφήνουν τα παιδιά τους έρμαια στον πατριαρχικό σαδισμό. Αφηγητής μας, ο ανήσυχος, νεαρός δάσκαλος, ο μόνος που υποπτεύεται την ευρύτερη τρομακτική εικόνα, αλλά στέκεται ανήμπορος να βοηθήσει.
Θύματα των ενήλικων εγκλημάτων και της μαζικής υποκρισίας, τα παιδιά. Περιφέρονται βουβά, τρομοκρατημένα, ταπεινωμένα. Φορούν τη Λευκή Κορδέλα στα μαλλιά, ή στον βραχίονα - εξευτελιστική συμβολική τιμωρία του προτεστάντη ιερέα για να τους υποδείξει την απογοήτευσή του που έχασαν την αθωότητά τους. Πίσω όμως από την αψεγάδιαστα πειθαρχημένη, κόσμια συμπεριφορά τους, μέσα στο βλέμμα τους φορούν κάτι άλλο: μία αδιόρατη απειλή. Μία μακάβρια υπόσχεση οτι κάπου, κάποτε, το ξέσπασμά τους θα είναι αμείλικτο.
Ο γεννημένος Βαυαρός, αλλά μεγαλωμένος στην Αυστρία, Μίκαλε Χάνεκε δεν δίνει ποτέ απαντήσεις. Δεν ενδιαφέρεται για το αριστοτεχνικό στήσιμο και τη μετέπειτα αποκρυπτογράφηση ενός απλού μυστηρίου. Αντιθέτως, εμπιστεύεται τη δύναμη όσων ελλοχεύουν: όσων δεν τολμά να απαντήσει κανείς - παρά μόνο όταν έχει περάσει ένας αιώνας.
Ασπρόμαυρα, υποβλητικά, στοιχειωμένα από το φάντασμα του Μπέργκμαν πλάνα, άψογες ερμηνείες και σενάριο που δένει τη λευκή του κορδέλα στη συνείδηση του κάθε θεατή ξεχωριστά: πώς χάνεται η αθωότητα μιας ολόκληρης χώρας, πόσο καταστροφικά παρεμβατικός ο ρόλος της εκκλησίας στον κοινωνικό αποπροσανατολισμό, πόσο καίριος ο ρόλος της οικονομίας στη μαζική βουβή αποδοχή και στο κουκούλωμα της βίας, πόσο αδύναμη η παιδεία να επιβληθεί της διαφθοράς. Πόσο ανελέητο το μελλοντικό ξέσπασμα του ατσαλάκωτου ναζισμού. Πόσο εγκληματική και ασυγχώρητη η αφέλεια ολόκληρου του δυτικού κόσμου μπροστά στους δαίμονες που φυτρώνουν γενιές και γενιές στο χωράφι της Ιστορίας του.
Ο πρώην φοιτητής φιλοσοφίας και νυν κινηματογραφικός ανατόμος των παράξενων παιχνιδιών και των άγνωστων κωδικών της βίας έφυγε με τον Χρυσό Φοίνικα του 62ου Φεστιβάλ Καννών. Όχι απλά γιατί η "Λευκή Κορδέλα" είναι αναμφίβολα ένα αριστούργημα κινηματογραφικής σύνθεσης. Αλλά γιατί, όπως όλα τα πραγματικά έργα τέχνης, είναι ιστορικά αναγκαία.
ΠΟΛΥ ΛΥΚΟΥΡΓΟΥ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Αστυνομία, Ταυτότητα
Το ρουμάνικο σινεμά τα τελευταία χρόνια ανθεί: το μαρτυρούν η αυξημένη κινηματογραφική παραγωγή κι ο Χρυσός Φοίνικας του "4 Μήνες, 3 Εβδομάδες και 2 Μέρες" το 2007. Ο Κορνέλιου Πορουμπόιου, ο σκηνοθέτης του "Αστυνομία, Ταυτότητα", βρίσκεται στην πρώτη γραμμή αυτής της ιδιότυπης πολιτιστικής επανάστασης με ένα στυλ εγκεφαλικό αλλά όχι ακαδημαϊκό και ανησυχίες φιλοσοφικές. Στη δεύτερη ταινία του, δανείζεται το μανδύα του αστυνομικού φιλμ για να καταπιαστεί με την έρευνα μιας έρευνας και να εξερευνήσει τη δύναμη, την πολιτική αξία και τα όρια της γλώσσας.
Η πλοκή του "Αστυνομία, Ταυτότητα" είναι ισχνή: νεαρός, φρεσκοπαντρεμένος, αστυνομικός παρακολουθεί μυστικά ανήλικο για να εξακριβώσει αν καταναλώνει χασίς. Οι υποψίες επαληθεύονται και πρέπει επομένως να δηλώσει το γεγονός. Καθώς όμως ο μικρός όταν καπνίζει προσφέρει και στους φίλους του, εμπίπτει σε κατηγορίες διακίνησης. Ο αστυνομικός νιώθει να συγκρούεται με τη συνείδησή του καθώς θεωρεί ότι η αυστηρότητα της διατύπωσης του νόμου καταστρέφει έναν άνθρωπο πριν ξεκινήσει καν τη ζωή του. Η κάμερα ακολουθεί κατά πόδας τον αστυνομικό στην καθημερινότητά του: στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας παρακολουθούμε τη ρουτίνα της παρακολούθησης και τη γραφειοκρατία που τη συνοδεύει. Με μεγάλα, στατικά μονοπλάνα εθιζόμαστε στην ανία μιας δουλειάς που στο σινεμά συνήθως παρουσιάζεται ως συναρπαστική και την αγωνία του αστυνομικού φιλμ υποκαθιστά η συγκαλυμμένη ειρωνεία.
Το θέμα της γλώσσας - η χρήση της και η ασφυκτική ισχύς της - διαπερνά όλο το φιλμ. Τα πλαίσια της διατύπωσης του νόμου, η κατανόησή του από διαφορετικούς ερμηνευτές, ακόμη και οι στίχοι ενός ποπ ρουμάνικου τραγουδιού γίνονται αντικείμενο εξέτασης από τον Πορομπόιου, που με τα απλούστερα των μέσων δημιουργεί ένα λαϊκό φιλοσοφικό δοκίμιο για τη γλώσσα ως μάστιγα. Ο αυθεντικός ρουμάνικος τίτλος είναι "Αστυνομικός, επίθετο" και είναι παρμένος από ένα διάλογο του Κρίστι με τον αρχηγό της αστυνομίας κατά τον οποίο προσπαθούν να ορίσουν τις έννοιες της συνείδησης και του νόμου με τη βοήθεια ενός λεξικού. Με διανοητική οξύτητα που σπάνια συναντάμε πια στο σινεμά, το "Αστυνομία, Ταυτότητα" είναι φτιαγμένο με και επιδρά σε επίπεδα: όπως το νεονουάρ προκάλυμα μεταμφιέζει αυτή τη σπουδή έτσι και η άτονη ηρεμία της σκηνοθεσίας τελικά παρασύρει σε εξαίσια διανοητικά παιχνίδια.
ΦΑΙΔΡΑ ΒΟΚΑΛΗ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Ευλογημένες Ψυχές
Bασισμένο στο θεατρικό «Who’s Afraid Of The Working Class», ανάμεσα στους συγγραφείς του οποίου συναντάμε και τον φετινό υποψήφιο για βραβείο Booker Xρήστο Tσιόλκα, το «Blessed» μετατρέπεται στα χέρια της Aνα Kόκκινος σε μια καθαρά κινηματογραφική καταγραφή συναισθημάτων και δραματικών εντάσεων που σαρώνουν με δύναμη την οθόνη. Στη διάρκεια μιας μέρας και μιας νύχτας επτά παιδιά περιπλανώνται στους -όχι πάντα φιλόξενους- δρόμους της Μελβούρνης. Μόνο που δε θα βρουν όλα το δρόμο της επιστροφής. Το ξημέρωμα έρχεται και παρακολουθούμε την ίδια μέρα, αυτή τη φορά από την οπτική της κάθε μητέρας.
Tα παραπάνω δεν είναι παρά ο οδηγός μας σε ένα αιχμηρό πορτρέτο των οικογενειακών σχέσεων, της σύγχρονης αστικής πραγματικότητας, της ανασφάλειας και των αγωνιών που δεν περιορίζονται στο αγριεμένο τερέν της εφηβείας αλλά μοιάζει να συνοδεύουν σταθερά την ανθρώπινη φύση. H Kόκκινος παραδίδει μια συναρπαστική, βραδυφλεγή ταινία που δίνει στο καστ (ανάμεσά τους συναντάμε τη Mιράντα Oτο και τη δική μας Bικτώρια Xαραλαμπίδου) υλικό για εξαιρετικές ερμηνείες.
ΚΩΣΤΗΣ ΘΕΟΔΟΣΟΠΟΥΛΟΣ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Στην Πόλη Της Σύλβια
Κατ΄ αρχάς υπάρχει αυτή η εκπληκτική ομορφιά. Η Πιλάρ Λοπέζ ντε Αγιάλα είναι η ιδανική επιλογή για ένα χαρακτήρα που ξεφεύγει από την πραγματικότητα και σε παρασέρνει σ΄ ένα απίστευτα μεθυστικό ταξίδι. Ο κεντρικός ήρωας απλώς την ακολουθεί, την βλέπει να χάνεται, την ξαναβρίσκει, την αισθάνεται και τελικά χάνεται κι αυτός μαζί της στους δρόμους μιας πόλης η οποία αλλάζει και καθορίζεται από την διαρκή αναμονή της απουσίας.
Είναι βέβαια αλήθεια ότι η ταινία του 50χρονου (με προϋπηρεσία στο ντοκιμαντέρ και το πειραματικό σινεμά) Καταλανού σκηνοθέτη, δεν είναι καθόλου εύκολη. Κινείται ανάμεσα στην λακωνική σιωπή του Μπρεσόν και το κλιμακούμενο σασπένς του Χίτσκοκ, δεν έχει σχεδόν καθόλου δράση και διαλόγους και χτίζεται αποκλειστικά πάνω στο υπέροχο και αινιγματικό πρόσωπο της Πιλάρ.
Μπορεί να σε πετάξει έξω αυτή η ταινία στο πρώτο τέταρτο, ή να μείνεις έκθαμβος και να μην καταλάβεις πότε πέρασαν τα 84 λεπτά της διάρκειάς της.
Γυρισμένη το 2007, έχει ήδη μια εντυπωσιακή καριέρα σε διάφορα διεθνή φεστιβάλ (και στο διαγωνιστικό της Βενετίας) και απαιτεί υποψιασμένους θεατές. Στην πραγματικότητα "Η Πόλη της Σύλβια" είναι μια ελεγεία για τις ασύμπτωτες σχέσεις και τις επιθυμίες που υπονοούνται και δεν εγγράφονται παρά μόνο στο υποσυνείδητο. Μιλάει για τους φευγαλέους έρωτες, την ατολμία και τον φόβο της επαφής, την διαρκή αναζήτηση ενός παραδείσου, ο οποίος για να είναι αληθινός πρέπει ?όπως λέει και ο Προυστ- να έχει πρώτα απολεσθεί.
Δεν ξέρω αν μπορώ να την προτείνω ανεπιφύλακτα, ξέρω πάντως ότι εμένα με μάγεψε.
Ορέστης Ανδρεαδάκης
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Γνήσιο Αντίγραφο
Ο Ιρανός Αμπάς Κιαροστάμι πάει στην Ιταλία και σκηνοθετεί την Ζυλιέτ Μπινός με γαλλικά κεφάλαια. Α, η υπόθεση θυμίζει το «Πριν το Ξημέρωμα» και το «Πριν το Ηλιοβασίλεμα».
Ο Ιρανός Αμπάς Κιαροστάμι είναι ένας από σκηνοθέτες που έχουν πάψει πια να με απασχολούν. Απλά τον βαριέμαι. Γιατί πήγα λοιπόν να δω το «Αυθεντικό Αντίγραφο»; «Μαζοχισμός του επαγγελματία θεατή» ονομάζεται η αρρώστια μας. Ή ίσως υπερβολική αισιοδοξία.
Ας το θέσω αλλιώς όμως: είναι σπουδαίος για την ιστορία του σινεμά ο Κιαροστάμι; Ναι είναι, με την έννοια ότι τον έχουν τιμήσει όλα τα μεγάλα φεστιβάλ κι έχουν γραφτεί εκατοντάδες σοβαρές μελέτες για το έργο του. Και λοιπόν; Κι οι Metallica είναι κολοσσοί κι απείρως σημαντικότεροι από τους Artic Monkeys, αλλά εγώ αυτούς προτιμώ. Δηλαδή το ζήτημα με τον Κιαροστάμι είναι τάξεως ιδεοληπτικής. Δεν τον αντέχω!
Άσε που κάνει την πάπια και θέλει να τα έχει καλά με το μουσουλμανικό ιερατείο και το καθεστώς του Αχμαντινετζάντ. Άσε που πέρασαν τρεις μήνες για να ψελλίσει μερικές λειψές κουβέντες για τον φίλο και πρώην βοηθό του Τζαφάρ Παναχί ο οποίος φυλακίστηκε μόνο και μόνο επειδή πήγε σε μια αντιπολιτευτική διαδήλωση.
Αυτός ο αντιπαθής άνθρωπος λοιπόν, με τις αντιπαθητικές εγκεφαλικές ταινίες πήγε να κάνει- για πρώτη φορά στη ζωή του- μια κανονική δυτική ταινία. Για την ακρίβεια πήρε το «Ταξίδι στην Ιταλία» του Ροσελίνι και τα «Πριν το Ξημέρωμα» και «Πριν το Ηλιοβασίλεμα» του Λινκλέιτερ και προσπάθησε να τα συμπυκνώσει σε δυο ώρες. Φυσικά τα έκανε μούσκεμα.
Ενας Άγγλος συγγραφέας και μια Γαλλίδα γκαλερίστρια (Ζυλιέτ Μπινός) συναντιούνται στην Ιταλία και μιλούν για ένα πλαστό πορτρέτο κάποιου μουσείου. Τόσο τέλειο είναι αυτό το πορτρέτο που γίνεται «αυθεντικά πλαστό». Και ξαφνικά κι η σχέση των δυο αυτών αγνώστων γίνεται αυθεντικά πλαστή, αφού προσποιούνται ότι είναι αληθινό ζευγάρι. Με αληθινά προβλήματα. Μες στην αληθινή συζυγική κοινοτοπία.
Ή μήπως είναι αληθινό ζευγάρι και προσποιούνται ότι μόλις γνωρίστηκαν για να σώσουν τον γάμο τους; Άντε βγάλε άκρη! Εξάλλου είναι τόσο κοινότοπα αυτά που λένε, τόσο ανούσια και ψεύτικα που, πολύ γρήγορα, δεν σε ενδιαφέρει τίποτα.
Μετά την προβολή αναζητήσαμε απεγνωσμένα κάποιο μπαρ. Τελικά το καλό κρασί σε κάνει να ξεχνάς τα πάντα.
ΟΡΕΣΤΗΣ ΑΝΔΡΕΑΔΑΚΗΣ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Ποιος Φοβάται Τους Γάτους Της Περσίας;
Το να κάνεις σινεμά στο σύγχρονο Ιράν είναι ένα αρκετά επικίνδυνο σπορ. Ιδίως για κάτι τύπους σαν τον Μπαχμάν Γκομπάντι, που αποφάσισε να φιλμάρει την αντεργκράουντ μουσική σκηνή της Τεχεράνης χωρίς άδεια εκ μέρους του καθεστώτος και μετά την ολοκλήρωση της ταινίας εγκατέλειψε τη χώρα μαζί με τους πρωταγωνιστές του. Ολα τα παραπάνω είναι αδιαμφισβήτητα παράσημα του σκηνοθέτη και των συνεργατών του και εγγράφονται με χρυσά γράμματα στη μεγάλη τυχοδιωκτική ιστορία του κινηματογράφου. Αρκούν όμως για να βάλουν τις «Περσικές Γάτες» στο απυρόβλητο μιας τεράστιας, ανεπανάληπτης κραυγής ελευθερίας και άλλα τέτοια ηχηρά που γράφτηκαν στον διεθνή Τύπο;
Θα έλεγα όχι, προτάσσοντας ως ταπεινά επιχειρήματα την εντελώς χαλαρή συνοχή, το ενοχλητικά ανομοιογενές παίξιμο και, τέλος πάντων, έναν ερασιτεχνισμό που μπορεί να επιβάλλεται από τις συνθήκες παραγωγής, θέτει όμως κι ένα πλαφόν στην ταινία. Φαίνεται βέβαια πως τα παραπάνω ελαττώματα θεωρούνται εντελώς δευτερεύοντα για όσους αρέσκονται να καπελώνουν το εκάστοτε ειδικό με το γενικό της αρεσκείας τους, πολιτικολογώντας ακατάσχετα με κάθε αφορμή. Ευτυχώς το πραγματικά σπουδαίο σινεμά δεν είναι κι ούτε θα γίνει φιλανθρωπικό ίδρυμα, ούτε όμιλος πολιτικού προβληματισμού παρά τις επίμονες προσπάθειες της πολιτικής ορθότητας να το μετατρέψει σε τέτοιο.
Κωνσταντίνος Σαμαράς
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Η Γυναίκα της Διπλανής Πόρτας
Η προτελευταία ταινία του Φρανσουά Τριφό αποθεώνει μία ακόμη αδύνατη σχέση μεταξύ αρσενικού-θηλυκού και καταδεικνύει το ερωτικό πάθος ως το κακό εκείνο του οποίου έπονται μύρια. Ο Γάλλος σκηνοθέτης, τρία χρόνια πριν τον πρόωρο θάνατό του, επανέρχεται στο αγαπημένο του μοτίβο, αυτό του ερωτευμένου άνδρα, που παλεύει με τον εαυτό του και την αδυναμία του, για να υποκύψει στο τέλος με τον έναν τρόπο ή τον άλλο. Αυτή τη φορά όμως, το αγαπημένο παιδί του Νέου Κύματος αποτίει ταυτόχρονα κι έναν ευδιάκριτο φόρο τιμής στον δημιουργό που τον σημάδεψε όσο λίγοι και που ο ίδιος συνέβαλε να καθιερωθεί ως μετρ στο παγκόσμιο κινηματογραφικό γίγνεσθαι - τον Άλφρεντ Χίτσκοκ.
Ως μαθητής του αγαπημένου του δασκάλου, ο σκηνοθέτης των ?400 Χτυπημάτων?, που σε αντίθεση με τους συνοδοιπόρους του γεύτηκε την καθολική αναγνώριση κι έφτασε μέχρι το Χόλιγουντ για να ξαναγυρίσει πίσω, στήνει μια ιστορία φαινομενικά απλή στην οποία κυριαρχούν τα κρυμμένα μυστικά, οι παρεξηγήσεις και το αυξανόμενο σασπένς. Ο Μπερνάρ -ένας νεαρός κι ανάλαφρος Ντεπαρντιέ- διάγει βίον οικογενειακό και ανθόσπαρτο στην εξοχική Γκρενόμπλ, μέχρι που στο διπλανό σπίτι μετακομίζει ένα νεόνυμφο ζευγάρι. Ο Μπερνάρ μοιάζει να τους αποφεύγει ανεξήγητα, μέχρι που καταλαβαίνουμε το λόγο: αυτός και η Ματίλντ (Φανί Αρντάν), η νεαρή κυρία της διπλανής πόρτας, ήταν κάποτε μαζί. Τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι πολύ απλά αν οι δύο συνένοχοι αποκάλυπταν εξαρχής το μυστικό τους στους συζύγους τους. Η αρχικά αθώα σιωπή ωστόσο σημαίνει συνενοχή, υποδηλώνει πως το τέλος δεν έχει δοθεί οριστικά και τελικά μεταφράζεται σε πάθος που δεν αργεί να ξεσπάσει.
Προοδευτικά, οι παράνομοι εραστές φλερτάρουν επικίνδυνα με την αποκάλυψη και την καταστροφή και ο Τριφό παίζει με τις προσδοκίες του θεατή όπως η γάτα με το ποντίκι. Το φιλμ ωστόσο, δεν είναι γι’αυτή την αγωνιώδη κλιμάκωση που θεωρείται καθαρόαιμα χιτσκοκικό αλλά για την ουσιαστική του θεματολογία, που δεν είναι άλλη από το πάθος, τις ενοχές και τις -κατά Χίτσκοκ αναπόφευκτες- συνέπειες. ?Οι παράνομοι δεσμοί πρέπει να έχουν αρχή, μέση και τέλος?, λέει κάποια στιγμή η Ματίλντ, υπακούοντας το αφηγηματικό δόγμα του μετέπειτα συζύγου της, αλλά τα συναισθήματα αποδεικνύονται πολύ πιο δύσκολο να δαμαστούν κάτω από την επίπλαστη ηρεμία της επιφάνειας.
Φαίδρα Βόκαλη
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Τα Παιδιά Είναι Εντάξει
Με την υπογραφή της Λίζα Τσολοντένκο, που ήδη κουβαλά ένα αρκετά αντισυμβατικό παρελθόν («High Art»), και με το βραβείο Teddy του Φεστιβάλ Βερολίνου να αποτελεί το πρώτο του παράσημο, το «Τα Παιδιά Είναι Εντάξει» («The Kids Are All Right») εκπλήσσει ευχάριστα με τη φυσικότητα με την οποία σερβίρει μια σύνθεση χαρακτήρων που παραμένει στα όρια του ταμπού: ένα ζευγάρι γυναικών μεγαλώνει δύο παιδιά στην εφηβεία, με όλες τις μπανάλ πτυχές που αυτό μπορεί να περιέχει. Μέχρι τη στιγμή που ζητούν από τις δύο μαμάδες τους να γνωρίσουν τον βιολογικό τους πατέρα. Η σταδιακή είσοδος του άγνωστου πρώην δωρητή σπέρματος στον κύκλο της οικογένειας θα προκαλέσει αναπάντεχες, αλυσιδωτές αντιδράσεις.
Απαλλαγμένη από τον ψυχαναγκασμό να αφηγηθεί μια ιστορία που να περιχαρακώνεται στην ετικέτα της «γκέι» ή «λεσβιακής», η Τσολοντένκο μπορεί να έχει κάθε λόγο να νιώθει περήφανη για την οικογένεια που σχηματίζουν οι ομοφυλόφιλες ηρωίδες της, αλλά το αναδεικνύει ως μια επικράτηση του απολύτως φυσικού και αυτονόητου. Το ζευγάρι, που με απόλυτη επιτυχία υποδύονται οι Τζούλιαν Μουρ και Ανετ Μπένινγκ, δεν περνά την ώρα του ανακυκλώνοντας κλισέ γύρω από τη σεξουαλική τους ταυτότητα, αλλά προσπαθεί με μικρή ή μεγάλη επιτυχία να λύσει μερικά προβλήματα για να ανακαλύψει άλλα.
Η εμμονή στη λεπτομέρεια, από τις τόσο γνώριμες, αδιέξοδες συζητήσεις ενός ζευγαριού ως το πορνό που προτιμούν να παρακολουθούν οι λεσβίες, προσθέτει τις πιο όμορφες πινελιές σε μια κωμωδία που σε κάνει να (ξανα)δεις τον γάμο και την κρίση της μέσης ηλικίας με μια αναπάντεχα ζεστή ματιά.
Κωστής Θεοδοσόπουλος
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Ondine
Ατυχος ψαράς ο Σίρακους στα ανοιχτά μιας ιρλανδικής κωμόπολης, ψαρεύει μια μέρα στα δίχτυα του μια αινιγματική θηλυκή ύπαρξη που γυρίζει απρόσμενα τα ζάρια της καθημερινότητάς του.
Τέως αλκοολικός που φροντίζει τη μικρή κόρη του, η οποία πάσχει από νεφρική ανεπάρκεια, ενώ βρίσκεται στην κηδεμονία της επίσης αλκοολικής μητέρας της, ο Σίρακους δεν μπορεί να πιστέψει πως η τύχη του χαμογελά, καθώς τα δίχτυα του γεμίζουν ψάρια χάρη στο τραγούδι της Οντίν (αυτή που ήρθε από τη θάλασσα). Την ίδια ώρα, η κόρη του πιστεύει ότι η άγνωστη επισκέπτρια είναι γοργόνα, γεγονός που μπερδεύει και τον ίδιο καθώς την ερωτεύεται...
Ποτισμένο στην αλμύρα και τη μαγεία των κέλτικων μύθων, το παραμύθι του Νιλ Τζόρνταν θολώνει τη μιζέρια και τη φτώχεια της απομακρυσμένης ιρλανδικής επαρχίας με τον μαγικό ρεαλισμό. Ομορφη η ομιχλώδης φωτογραφία του Κρίστοφερ Ντόιλ και πρωτότυπη η ιστορία του Τζόρνταν, που ειδικεύεται στην παραμυθένια... διαστρέβλωση «δύσκολων» κοινωνικών θεμάτων («Το παιχνίδι των λυγμών», «Συνέντευξη με έναν βρικόλακα», «Ο μικρός χασάπης», «Το τέλος μιας σχέσης», «Breakfast on Pluto»), με εξαίρεση την τελευταία ταινία του, την ανεκδιήγητη περιπέτεια εκδίκησης «Εκτός εαυτού» που γύρισε στην Αμερική με την Τζόντι Φόστερ.
Χάνει όμως το στοίχημα, καθώς το σενάριο ερωτοτροπεί με τις συμβάσεις και η ατμόσφαιρα διαλύεται από την πότε πότε αταίριαχτα μάτσο ερμηνεία του Κόλιν Φάρελ, αλλά και τις ασυνάρτητες ανατροπές του τελευταίου ημίωρου, που μοιάζουν να έρχονται από τη σφαίρα της... επιστημονικής φαντασίας.
-Η ταινία κέρδισε 4 από τα 8 βραβεία για τα οποία ήταν υποψήφια στα Ιρλανδικά Κινηματογραφικά και Τηλεοπτικά Βραβεία, ανάμεσά τους αυτά για τις ερμηνείες των Κόλιν Φάρελ και Ντέρλβα Κίρουαν.
Άντα Δαλιάκα
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Το Καταφύγιο
Δεν είναι όλες οι δραματικές στροφές σαφείς ή απόλυτα πειστικές στη νέα ταινία (ή μάλλον σε μία από τις... πολλές νέες ταινίες) του ακούραστου Γάλλου σκηνοθέτη Φρανσουά Οζόν, πάντως υπηρετούν ψύχραιμα και μεθοδικά την ανάπτυξη του κεντρικού θέματος του φιλμ - τη δυσκολία δημιουργίας και αποδοχής νέων οικογενειακών σχημάτων στο πλαίσιο ενός αντιδραστικού συστήματος κοινωνικών ηθών.
Μάλιστα, παρά την ιδιομορφία στην κατάσταση ή τον προσανατολισμό των χαρακτήρων, «βγαίνουν» μία ή δύο όμορφες σκηνές ερωτισμού, όπως και στιγμές συγκίνησης.
Ρόμπυ Εκσιέλ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Ο Πορτοφολάς
Δεν ξέρω τι είναι η ανθρώπινη ψυχή, πού βρίσκεται και με τι μοιάζει, δεν είμαι καν σίγουρος εάν υπάρχει. Αντιμέτωπος με τον Ρομπέρ Μπρεσόν, όμως, και ιδίως με το γυμνό του αριστούργημα «Ο Πορτοφολάς», είμαι σίγουρος πως βλέπω την Ψυχή να αποκαλύπτεται.
Σε αυτό το δεύτερο (τρία χρόνια μετά το «Ενας Καταδικασμένος Σε Θάνατο Δραπέτευσε») μεγάλο του φιλμ, με τη σκιά του Ντοστογιέφσκι να του κάνει παρέα, ο Μπρεσόν αρνείται οποιαδήποτε σύμβαση του «ψυχολογικού» κινηματογράφου, διώχνει ακόμα και οτιδήποτε περιττό παρεισέφρεε έως τότε στην τέχνη του, για να φτάσει στον πυρήνα. Εκεί όπου αντικρίζει το ανείπωτο, σχεδόν το αόρατο, χάρη σε μια εξοντωτική, θρησκευτική προσήλωση στο απλό και «ταπεινό»: βλέμματα που διασταυρώνονται, μάτια που χαμηλώνουν, χορογραφία των χεριών που κλέβουν, φωνές άτονες σαν να απευθύνονται στους εαυτούς τους.
Το σύμπαν του Μπρεσόν χτίζεται από επαναλήψεις μικρών χειρονομιών, μικρά μοτίβα που από το τίποτα εκλύουν συναισθηματικά σοκ. Ετσι και ο Μισέλ, επαναλαμβάνοντας τις ίδιες κινήσεις, θα διασχίσει ένα φιλμ όπου η τελευταία κλοπή απαντά ξεκάθαρα στην πρώτη, ένα φιλμ που δεν κλείνει τον κύκλο αλλά οδηγεί τον ήρωά του στην παράκαμψη μιας ιδιότυπης θέωσης. Ποια είναι τα συστατικά της;
Αν λέγαμε το ταξίδι μέχρι τον Αλλο, μάλλον θα συνοψίζαμε άγαρμπα τις μπρεσονικές αποχρώσεις. Διότι σε αυτό το μονοπάτι, όπου ο Μισέλ χάνει τον προορισμό του για να βρει έναν άλλο, έχουν σημασία τα απογυμνωμένα σκηνικά, τα ντεκόρ που συντίθενται αποκλειστικά από ήχους, ακόμα και μια σκηνή όπου ο πρωταγωνιστής απλούστατα ανεβαίνει τις σκάλες και ο Μπρεσόν γύρισε εβδομήντα μία φορές. Εχουν σημασία, ακόμα, οι ελλείψεις, οι άδειοι χώροι, ό,τι μας εμποδίζει να κοιτάξουμε κάτι για να δούμε κάτι άλλο.
Μπορεί, λοιπόν, να μην κοιτάξουμε ποτέ τι ώθησε τον Μισέλ στην κλοπή ή πώς αξιοποιεί τους καρπούς του πάθους του, αλλά θα έχουμε δει την Ψυχή του. Κι αυτός είναι ο κατά Μπρεσόν κινηματογράφος.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΑΜΑΡΑΣ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Για πάντα μαζί
Ο αστυνομικός Γκέοργκ και η δασκάλα Ανν μοιάζουν εκ πρώτης όψεως με ένα ευτυχισμένο ζευγάρι. Στην πραγματικότητα μια ακραία περίπτωση ψυχολογικής και σωματικής κακοποίησης σκιάζει την καθημερινότητά τους.
Η πρωτοτυπία του «Για Πάντα Μαζί» έγκειται στο ότι θύμα αυτής της βάναυσης μεταχείρισης είναι ο άντρας. Από ανιδιοτελή αγάπη ή απλή αδυναμία χαρακτήρα ο Γκέοργκ δέχεται στωικά τις ολοένα πιο βίαιες λεκτικές και σωματικές επιθέσεις της Ανν.
Παρατηρώντας τους με το μικροσκόπιο ενός εντομολόγου, ο Γιάνι Μπόνι εκθέτει όλες τις ιδιαιτερότητες μιας ? αν όχι σπάνιας ? τουλάχιστον λιγότερο προβεβλημένης περίπτωσης οικιακής βίας, ρίχνοντας ευθύνες εξίσου στην απάθεια του Γκέορκ που εφοδιάζει με νέες εκρήξεις οργής τη σύζυγό του.
Οι απογυμνωμένες ερμηνείες των πρωταγωνιστών χαρίζουν ανατριχιαστική αληθοφάνεια στην ασφυκτική ατμόσφαιρα μιας διαρκώς εντεινόμενης οικιακής κόλασης. Ομως η ακατέργαστη αισθητική (που μοιάζει να ακολουθεί τις αρχές του Δόγματος 95) κάνει ένα ήδη «δύσκολο» θέ(α)μα ακόμα πιο δυσβάσταχτο. Χωρίς να φωτίζουν ουσιαστικά τον διαταραγμένο ψυχισμό της Ανν, η αποστασιοποιημένη σκηνοθετική και σεναριακή προσέγγιση υποβιβάζουν την ηρωίδα σε ένα βαθύτατα προβληματικό άτομο που χρίζει άμεσης ψυχιατρικής βοήθειας. Από τη στιγμή που αυτό γίνεται ηλίου φαεινότερον το παιχνίδι έχει δυστυχώς τελειώσει για τον θεατή, καθώς η τραγωδία δεν έχει πια ανάλογο συναισθηματικό αντίκτυπο.
ΘΑΝΑΣΗΣ ΠΑΤΣΑΒΟΣ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Πάντα Μόνος
Τεράστια εμπορική επιτυχία στην Τουρκία τον περασμένο χειμώνα, η ταινία του Ιρμάκ ξεκινά ως χαριτωμένο ρομαντικό παιχνίδισμα μεταξύ μελλοντικών εραστών που μοιάζει να έχει ξεφύγει από κάποιο σενάριο του Ρίτσαρντ Κέρτις, καθώς οι δυο τους φλερτάρουν και παθιάζονται μέσω ανάλαφρων και γλυκών καταστάσεων.
Καθώς όμως οι δυο ήρωες, ο Αλπέρ και η Αντα, έρχονται όλο και πιο κοντά, τα βαθιά ψυχολογικά προβλήματα εκείνου ανασύρουν το αποκρουστικό τους πρόσωπο. Οντας καταπιεστικά συνηθισμένος σε μια ζωή μοναχική μεταξύ δουλειάς και ανώνυμου σεξ, ο Αλπέρ ενστικτωδώς αποτραβά τον εαυτό του μακριά από μια σχέση που αρχίζει να απαιτεί ουσιαστικό μοίρασμα.
Μια επίσκεψη της γηραιάς μητέρας του στην πόλη υπογραμμίζει το οικογένεια ή τίποτα ως βασικό δίλημμα, ξεγυμνώνοντας ταυτόχρονα όμως την ταινία για τον συντηρητισμό της στην προσέγγιση ενός πλούσιου ζητήματος όπως η αποξένωση στη σύγχρονη μητρόπολη.
Και θέτοντας ταυτόχρονα σε κίνηση μια σειρά εξελίξεων που σπρώχνουν την ιστορία προς τον ακραίο μελοδραματισμό, με αποκορύφωμα τον επίλογο όπου χάρη σε εντελώς κυριολεκτικά voice-over οι δυο εραστές εξηγούν τα αισθήματά τους με το νι και με το σίγμα στο κοινό, απαιτώντας το κλάμα ή έστω το μούδιασμα.
Καταστρέφοντας όμως έτσι την εν δυνάμει ενδιαφέρουσα μελέτη του ψυχισμού ενός χαρακτήρα που αγαπά σαν από κοινωνική σύμβαση, ανταλάσσοντας τη συναισθηματική πολυπλοκότητα με αδέξιες και εύκολες σκηνές.
Και μετατρέποντας μια ταινία που αρχικά θύμιζε κάτι από το μοτίβο ενός "Νευρικού Εραστή" σε κάτι περισσότερο συγγενές προς κάποιο τηλεοπτικό δράμα του Μανούσου Μανουσάκη, με τους δύο πρωταγωνιστές της ταινίας σε ερμηνείες που σίγουρα κλίνουν προς το δεύτερο, επίσης.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Καλά Κρυμμένα Μυστικά, Αθανασία
Μοιρασμένη ανάμεσα στο αστικό παρόν της θορυβώδους Νέας Υόρκης ή των τουριστικών Δωδεκανήσων και στο βουκολικό παρελθόν της νησιωτικής, ελληνικής επαρχίας, η «Αθανασία» (όπως ήταν ο μονολεκτικός και εξαιρετικά υπαινικτικός, αρχικός τίτλος της ταινίας) παρουσιάζει συμπτώματα σχιζοφρένειας.
Αφενός, όσα συμβαίνουν 30 χρόνια πριν μοιάζουν να λαμβάνουν χώρα τον προ-προηγούμενο αιώνα (!), καθώς δεν υπάρχει καμία πειστική ένδειξη πως ενώ τα 70s παρέσερναν τον πλανήτη στους ξέφρενους ρυθμούς τους, οι ορεινές κοινότητες του νοτιοανατολικού Αιγαίου επέμεναν σε έναν σχεδόν αρχαίο, ασκητικό (άνευ ηλεκτρικού) τρόπο ζωής.
Αφετέρου, η άγρια ομορφιά, η υποβλητική ατμόσφαιρα και οι εγκυμονούσες σιωπές που δίνουν πνοή και νόημα στα πλάνα του παρελθόντος, απουσιάζουν από τις παραλίγο άτεχνες, αμήχανες και αβαθείς σκηνές του παρόντος. Προδίδονται έτσι τα... Αγγελοπουλικά ένστικτα αλλά και τα δημιουργικά όρια ενός σκηνοθέτη που επιμένει να ενδιαφέρεται περισσότερο για τα τοπία παρά για τους ήρωες του, αν και το νυν σεναριακό του πόνημα δεν είναι τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από μια ταινία χαρακτήρων.
Ιωάννα Παπαγεωργίου
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Η Άλλη Όχθη
To μεγάλου μήκους ντεμπούτο του Γεωργιανού Γκεόργκ Οβασβίλι είναι ένα συγκινητικό ρόουντ μούβι με πρωταγωνιστή έναν δωδεκάχρονο και φόντο μια εξαθλιωμένη χώρα. Ο μικρούλης Τέντο, εγκλωβισμένος σε μια φρικαλέα καθημερινότητα, ζει με τη μητέρα του ως πρόσφυγας στη Γεωργία. Μια μέρα, απηυδισμένος από τα προβλήματα της ζωής του, αποφασίζει να βρει τον πατέρα του, ο οποίος έχει μείνει πίσω στην πατρίδα τους, την Αμπχαζία, και ξεκινά ένα επικίνδυνο ταξίδι στις γραμμές του εχθρού.
Με ανελέητη αληθοφάνεια και χωρίς περιττούς συναισθηματισμούς, το φιλμ εφιστά την προσοχή μας στην τραγωδία που εκτυλίσσεται τόσο κοντά μας και την ίδια στιγμή μένει πιστό στο αθώο βλέμμα του νεαρού πρωταγωνιστή. Οι ερασιτέχνες ηθοποιοί, και κυρίως ο μικρούλης Τέντο, είναι απροσδόκητα αληθοφανείς, ενώ το σενάριο επιφυλάσσει ένα ευχάριστο τουίστ, που προσφέρεται για μερικές ανάσες ελαφράδας. Η “Άλλη Οχθη”, γυρισμένη άλλοτε σαν παραμύθι και άλλοτε σαν ταινία τρόμου, μας συστήνει αναμφισβήτητα ένα νέο ταλέντο.
Φαίδρα Βόκαλη
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Cheri
Ο απαγορευμένος έρωτας, o συγχρονισμός (ή η απουσία του) και κυρίως το γήρας, η αναπόφευκτη φθορά του σώματος κατακλύζουν τo βιβλίο “Cheri” της Κολέτ, στο οποίο βασίζεται η ταινία. Εκεί, η τολμηρή Γαλλίδα εξετάζει αποστασιοποιημένα τον έρωτα μιας 50χρονης εταίρας με τον 20χρονο γιο της φίλης της, ραγίζοντας την καρδιά και του πιο ψυχρού αναγνώστη, μπροστά στην μάχη μιας γυναίκας με τον ανίκητο χρόνο. Ο Φρίαρς, που γύρισε το “Cheri” πριν την άρτι αφιχθείσα “Επιστροφή της Tamara Drewe”, μοιάζει να κρατάει το κλειδί για αυτό το θηλυκό σύμπαν, βάζοντας τις σωστές ερωτήσεις στα χείλη των χαρακτήρων του.
Σε γνώριμο έδαφος, παρόμοιο με εκείνο των “Επικίνδυνων Σχέσεων”, ο Βρετανός σκηνοθέτης τοποθετεί προσεκτικά τον έναν απέναντι στον άλλον χαρακτήρες που αφήνονται στα πάθη τους για να οδηγηθούν στην καταστροφή. Η Μισέλ Φάιφερ είναι η ιδανική επιλογή για τον ρόλο της Λεά, της μεσήλικης πόρνης με τα φρέσκα χαρακτηριστικά, που ερωτεύεται, παρά τις προσπάθειές της για το αντίθετο. O νεαρός Cheri, ο αγαπημένος της, έχει όλα τα καλά και τα κακά ενός 20χρονου αγοριού: ομορφιά, σφριγηλότητα, πάθος αλλά και ανωριμότητα, εγωισμό και την δυνατότητα να πληγώσει πολύ εύκολα μια ερωτευμένη γυναίκα. Πώς μπορεί να τελειώσει μια τέτοια υπόθεση;
Η Κολέτ, παρότι διαθέτει εξαιρετική βιβλιογραφία, με πλούσιες ιστορίες, είναι δύσκολη στην μεταφορά γιατί μεγάλο μέρος της αφηγηματικής εξέλιξης βασίζεται στα συναισθήματα των χαρακτήρων και όχι σε γεγονότα. Ο Φρίαρς, που εδώ τελεί και χρέη αφηγητή, μοιάζει να το γνωρίζει καλά και αφήνει την ηρωίδα του να δηλητηριάζεται από το πέρασμα του χρόνου σιγά-σιγά, φτάνοντας στο χείλος του γκρεμού μην μπορώντας να αντιμετωπίσει τον παρηκμασμένο εαυτό της.
Φαίδρα Βόκαλη
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Ο Θείος Μπουνμι Θυμάται τις Προηγούμενες Ζωές του
Υπάρχουν αρκετές διαφορές ανάμεσα στο Φεστιβάλ Καννών και το Μουντιάλ, με βασικότερη την εξής: στο πρώτο δεν είναι καν απαραίτητο να παίξεις καλύτερη μπάλα από τους άλλους για να φτάσεις στην κορυφή. Αρκεί η πίστη των φανατικών οπαδών σου και των διαιτητών πως έχει έρθει η ώρα σου να πανηγυρίσεις την κατάκτηση του τίτλου. Έτσι και ο Απιτσατπόνγκ Βερασετακούλ, που ανέβηκε υπομονετικά τα σκαλιά της φεστιβαλικής ιεραρχίας, έγινε αγαπημένο παιδί της γαλλικής κριτικής και αποθεώθηκε από το κατάλληλο δίκτυο προγραμματιστών, curators και παρεμφερών γευσιγνωστών της τέχνης, είχε σκηνοθετήσει την καλύτερη ταινία του διαγωνιστικού τμήματος για έναν ισχυρό φεστιβαλικό πυρήνα πριν την έναρξη της προβολής της. Καμία έκπληξη δεν αποτελεί λοιπόν ο Χρυσός Φοίνικας, ιδίως για μια κριτική επιτροπή της οποίας ο πρόεδρος Τιμ Μπάρτον ολοφάνερα θα ήταν διατεθειμένος να βραβεύσει έναν παραμυθά μεν, εντελώς εξωτικής γι αυτόν κινηματογραφικής σχολής δε.
Πέρα όμως από τις μετά Χριστόν προφητείες, πόσο καλός παραμυθάς είναι τελικά ο Βερασετακούλ; Χωρίς ο «Θείος Μπούνμι» να είναι η κορωνίδα του έργου του, οι αρετές του Ταϊλανδού σκηνοθέτη είναι εμφανείς στον τρόπο που φιλμάρει την ζούγκλα της πατρίδας του στο δύσκολο φως της αυγής, ή στο ντεκουπάζ της εναρκτήριας σκηνής, που παρουσιάζει την απελευθέρωση ενός βουβαλιού σα να επρόκειτο για ανθρώπινο χαρακτήρα. Το σύμπαν του είναι όπως πάντα βυθισμένο σε ένα κλίμα ανιμιστικής νηφαλιότητας, όπου οι θύρες μεταξύ των ανθρώπων και των υπόλοιπων όντων, ή ακόμα μεταξύ ζωής και θανάτου, είναι ορθάνοιχτες. Αυτή η άρνηση του τέλους ως τέτοιου, θέμα που για διάφορους λόγους αφορά όλο και περισσότερο το «δυτικό» κοινό, μοιάζει τελικά με αρκετά ελκυστικό αντιπερισπασμό από ένα σωρό αδυναμίες του «Θείου Μπούνμι». Ο οποίος τελικά σχεδόν αντιφάσκει, υποπίπτοντας σε έναν σχηματικό αισθητικό διαχωρισμό μεταξύ πεζής «πραγματικότητας» και μαγευτικού επέκεινα, αδυνατώντας να ελέγξει πάντα τους ρυθμούς ή την λειτουργικότητα των πλάνων του.
Κωνσταντίνος Σαμαράς
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Τα Παιδιά του Παραδείσου
«Με λένε Γκαράνς.. είναι το όνομα ενός λουλουδιού». Κάπως έτσι αρχίζουν «Τα Παιδιά του Παραδείσου», με την ποιητική απλότητα μιας φράσης που βγαίνει από το ασπρόμαυρο χαμόγελο της Αρλετί καθώς αυτή πολιορκείται ασφυκτικά από τον Πιέρ Μπρασέρ στο μέσο του κατάμεστου «βουλεβάτου του εγκλήματος».
Είμαστε στο Παρίσι του 1828, ή μάλλον στο κατοχικό Παρίσι του 1943, τότε που ο ποιητής Ζακ Πρεβέρ έγραψε το αριστουργηματικό αυτό σενάριο, αποθεώνοντας- μαζί με τον σκηνοθέτη Μαρσέλ Καρνέ, τον μουσικό Ζοζέφ Κοσμά και τον σκηνογράφο Αλεξάντρ Τρονέρ- τη σχολή του ποιητικού ρεαλισμού.
Αυτός όμως που κυριαρχεί στην ταινία είναι ο Ζαν-Λουί Μπαρό στον ρόλο του Μπατίστ Ντεμπουρό του πιο διάσημου μίμου της ιστορίας. Στην πραγματικότητα ο Μπαρό ήταν αυτός που έδωσε την ιδέα στον Πρεβέρ και τον Καρνέ να ζωντανέψουν την προσωπικότητα του Ντεμπουρό. Εκπληκτικός μίμος κι ο ίδιος ο Μπαρό έφτιαξε ένα εμβληματικό χαρακτήρα που έχει στιγματιστεί από τον ανεκπλήρωτο έρωτά του για την Γκαράνς.
Η ταινία άρχισε να γυρίζεται υπό γερμανική κατοχή με τρομερές δυσκολίες (ο αντιστασιακός Κοσμά δούλευε παράνομα με το ψευδώνυμο Ζορζ Μουκέ) και ολοκληρώθηκε μετά την Απελευθέρωση.
Αν υπάρχουν δέκα ταινίες που με έκαναν να ασχοληθώ με αυτή τη δουλειά, η μία είναι σίγουρα «Τα Παιδιά του Παραδείσου» κι ίσως γι αυτό δεν μπορώ να γράψω τίποτε άλλο. Μην την κατεβάσετε όμως! Αυτές οι ταινίες βλέπονται μόνο στη μεγάλη οθόνη.
Ορέστης Ανδρεαδάκης
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Το Κουτί της Πανδώρας
Ο Δόκτωρ Σεν, εκδότης μιας σημαντικής εφημερίδας, μαγεύεται από την όμορφη Λούλου. Σύντομα ο γάμος διαλύεται με απρόσμενα τραγικό τρόπο. Στη συνέχεια η Λούλου ταξιδεύει στο Παρίσι μαζί με τον γιο του Σεν, τον Άλβα και ακόμη ένα φίλο. Αλλά οι περιπέτειές της συνεχίζονται. Για άλλη μια φορά η Λούλου πρέπει να δραπετεύσει, ενώ αυτή τη φορά το καταφύγιό της είναι το Λονδίνο, όπου επιτέλους συναντά το πεπρωμένο της. Την παραμονή των Χριστουγέννων συναντά, τον Τζακ τον αντεροβγάλτη. Μια ταινία-σταθμός, με την τραγική ηρωίδα του Wedekind να βρίσκει την τέλεια ενσάρκωσή της στη μορφή της Αμερικανίδας Louise Brooks. Ο Παμπστ εντόπισε την Μπρουκς τυχαία, καθώς παρακολουθούσε μια ταινία του Howard Hawks που μόλις είχε έρθει στην Ευρώπη και όπου εκείνη έπαιζε έναν μικρό ρόλο. Τα υπόλοιπα είναι ιστορία. Ελάχιστες ηθοποιοί έχουν ταυτιστεί με ένα ρόλο σε τέτοιο βαθμό: δεν μπορούμε πλέον να σκεφθούμε τη Λούλου χωρίς να μας έρθει στο μυαλό η απόλυτη εικόνα της Λουίζ Μπρουκς...
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Ανώνυμος
Η πρώτη σκηνοθετική απόπειρα του Έμεριχ («Ημέρα Ανεξαρτησίας», «2012») σε ταινία μεγάλου μήκους που δεν περιλαμβάνει εκρήξεις, πεδία μάχης ή εξωγήινους σημαδεύεται από μία εξωφρενική θεωρία συνωμοσίας που δείχνει ότι μπορείς να βγάλεις το αγόρι από την επιστημονική φαντασία αλλά όχι και την επιστημονική φαντασία από το αγόρι.
Στο ελισαβετιανό σύμπαν που μας εισάγει χωρίς πολλές εξηγήσεις και συστάσεις ο Ντέρεκ Τζακόμπι (;), «Ανώνυμος» είναι ο συγγραφέας της αριστουργηματικής κωμωδίας «Όνειρο Θερινής Νύχτας. Πίσω από το ψευδώνυμο δεν κρύβεται άλλος από τον Κόμη Ντε Βερ, άνθρωπο μεγάλης μόρφωσης και επιρροής στη μοναρχία που, όταν χάνει τα προνόμιά του, αποφασίζει να κινηθεί στο παρασκήνιο ως αόρατος συγγραφέας. Για τον σκοπό αυτό χρειάζεται μία «βιτρίνα» που θα του επιτρέπει να γράφει ό,τι επιθυμεί χωρίς αντίκτυπο στην ευγενή του θέση. Τη βρίσκει τελικά στο πρόσωπο ενός μέθυσου και αμόρφωτου ηθοποιού με το όνομα Γουίλ Σέξπηρ.
Κάπως έτσι, για δύο ώρες η ταινία προσπαθεί να μας πείσει πως αυτός τον οποίο αιώνες μετά αποκαλούμε βάρδο της αγάπης δεν ήταν παρά ένα κούτσουρο ολκής, που δεν ήξερε καν να γράφει. Το καλύτερο όμως είναι ότι αυτό δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση το πιο εξωφρενικό σημείο της ιστορίας του. Τραβώντας τις ανατροπές από τα μαλλιά και σκηνοθετώντας με τον γνωστό του μαξιμαλισμό, ο Έμεριχ φτιάχνει μια ταινία συνωμοσίας που απολαμβάνεις να κανιβαλίζεις.
Ούτε ο Ρις Ίφανς στο ρόλο του Κόμη διασώζεται από το μακελειό. Πώς θα μπορούσε όμως; Παλεύει με τον χάρτινο χαρακτήρα του σε ένα storyline που τραβάει σαράντα χρόνια και το οποίο όταν φτάνει στο τέλος του, διαπιστώνεις ότι απλά δε σε ενδιαφέρει.
Φαίδρα Βόκαλη
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Το Δέρμα που Κατοικώ
Ο Ισπανός auteur, δύο χρόνια μετά τις ελαφρώς χλιαρές «Σπασμένες Αγκαλιές», μοιάζει να επιστρέφει πιο ώριμος στο στυλιζαρισμένο του mix n match, που τον έκανε διάσημο.
Αυτή τη φορά, βασίζει την ιστορία του στο μυθιστόρημα του Τιερί Ζονκέ «Mygale» («Tarantula»), όπου ένας διάσημος πλαστικός χειρουργός (εξαιρετικός στο ρόλο ο Αντόνιο Μπαντέρας) κρατά φυλακισμένη μια νεαρή γυναίκα, κάνοντας πάνω της πειράματα για τη δημιουργία νέου δέρματος. Ο γιατρός έχει χάσει τη γυναίκα του σε ένα φρικτό δυστύχημα, όπου κάηκε ζωντανή, αλλά αυτή δεν είναι η μόνη ανάμνηση από το παρελθόν που τον στοιχειώνει.
Μέσα από μια σειρά φλας μπακ, που πετάνε με την χαρακτηριστική αλμοδοβαρική άνεση από το σήμερα στο χθες και πάλι μπροστά, ο Ισπανός σκηνοθέτης μάς αποκαλύπτει ένα προς ένα τα σκοτεινά μυστικά του φιλμ, χτίζοντας - σε αναλογία με τον τίτλο του βιβλίου στο οποίο βασίζεται- μια δομή αριστοτεχνική κι επιδέξια σαν τον ιστό της αράχνης. Τα θέματα που τον απασχολούν είναι παρόντα και εδώ, τίθενται όμως με μεγαλύτερη ειλικρίνια και μια κυριολεξία που αγγίζει το γκροτέσκο: η ταυτότητα, το σώμα και η αλληλένδετη σχέση των δύο αρθρώνονται μέσα σε μεγαλοπρεπή κάδρα εικαστικής τελειότητας.
Αντλώντας έμπνευση τόσο από τα «Μάτια Χωρίς Πρόσωπο», του Ζορζ Φρανζί, όσο και από τα κλασικά χολιγουντιανά μελοδράματα, το «Δέρμα που Κατοικώ» δεν είναι θρίλερ, ούτε ταινία τρόμου, ούτε κωμωδία αλλά μία μίξη όλων των παραπάνω, αποθεώνοντας ταυτόχρονα τη φόρμα. Χωρίς να χάνει στιγμή το χιούμορ του, το φιλμ παίζει τόσο αβίαστα με το καμπ και την σαπουνόπερα, που αγγίζει στο αποκορύφωμά του τη φάρσα.
Δεν είναι πολλοί οι σκηνοθέτες που μπορούν να βαδίσουν πάνω σε αυτό το λεπτό, αιωρούμενο σχοινί χωρίς να φάνε τα μούτρα τους: στον Αλμοδόβαρ βλέπουμε έναν από αυτούς. Το «Δερμα που Κατοικώ» μπορεί να μην αγγίζει το συναισθηματικό βάθος προηγούμενων ταινιών του αλλά είναι απολαυστικό από το πρώτο μέχρι το τελευταίο λεπτό - αφήνοντάς μας να ζητάμε κι άλλο.
Φαίδρα Βόκαλη
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Κάποτε στην Ανατολία
Από τη χρήση του φιλμικού χρόνου, τα αργόσυρτα μονοπλάνα, τα καδραρίσματα που επιμένουν στο γενικό και μονάχα σποραδικά διακόπτονται από το μεσαίο και (σπανιότερα) το κοντινό, γίνεται φανερό πως ο Τούρκος σκηνοθέτης Νουρί Μπιλγκέ Τζεϊλάν έχει παρακολουθήσει πολύ Αντονιόνι, Ταρκόφσκι, Αγγελόπουλο. Κι όμως, τούτος ο φοβερός auteur έχει με τον καιρό εξελίξει ένα εντελώς δικό του κινηματογραφικό ύφος.
Η ειδοποιός διαφορά του μαθητή από τους δασκάλους του: η όλο και εντονότερη, τελειότερη αντίστιξη που επιτυγχάνει ανάμεσα στο στυλ και στο περιεχόμενο. Στον Τζεϊλάν, όσο πιο εκφραστική και εξεζητημένη είναι η εικόνα μέσα στην οποία κινούνται τα πρόσωπα, τόσο πιο απλά και αναγνωρίσιμα γίνονται τα πρόσωπα αυτά, τόσο πιο συνηθισμένη και λαϊκή η γλώσσα και η εκφορά τους - τόσο περισσότερο απομακρύνονται οι χαρακτήρες από τον όποιο στόμφο.
Το ίδιο κι εδώ, στο "Κάποτε στην Ανατολία", τη νέα του ταινία και κατά τη γνώμη μας, το αριστούργημά του. Οπου φεύγει από την Κωνσταντινούπολη του "Μακριά", των "Κλιμάτων αγάπης" και των "Τριών πιθήκων", για να ενορχηστρώσει το δικό του "σπαγγέτι γουέστερν" σε κάποιο σκονισμένο χωριό της Κεντρικής Τουρκίας.
Το υπό αναζήτηση χρυσάφι των ταινιών του Λεόνε αντικαθιστά εδώ ένα θαμμένο πτώμα, τα άλογα ένα αστυνομικό όχημα που περιφέρεται νύχτα στις στέπες με μπαγλαρωμένο τον δράστη που δεν θυμάται πού ακριβώς το έθαψε, τους καουμπόηδες ένας αστυνόμος, ένας εισαγγελέας κι ένας γιατρός, και τις μεταξύ τους μονομαχίες οι λεκτικές ανταλλαγές και κυρίως, οι αναμετρήσεις που συντελούνται στα εσώψυχα του καθένα με το παρελθόν, τα λάθη, τα βαριά μυστικά του.
Τούτα τα τελευταία συναρμολογούνται μονάχα στο τελευταίο 60λεπτο (της 2,5ωρης διάρκειας), στο πλαίσιο μιας δομής ιδιοφυούς, που ξεκινάει από το γενικό για να "μαζευτεί" στο ειδικό. Το πρώτο μέρος, της αστυνομικής έρευνας, κυλάει σιγανά, ατάραχα, με μεγάλες σιωπές αλλά και ασήμαντες κουβέντες που συχνά βγάζουν και χιούμορ, πάντως με δεκάδες λεπτομέρειες που από κάτω δονούνται με αναφορές -μέσα από τους τρεις εκπροσώπους της εξουσίας, συν τον δήμαρχο, στο σπίτι του οποίου τελικά θα διανυκτερεύσουν- στον κοινωνικό ιστό της παλλόμενης ανάμεσα στο χθες και στο σήμερα πολυεπίπεδης και συγκεχυμένης πολιτικο-οικονομικά Τουρκίας.
Στο δε δεύτερο μέρος, που ξεκινά με την πρωινή ανεύρεση του πτώματος και "εγκαθιστά" στη συνέχεια την πλοκή στο χωριό, το δράμα πυκνώνει, τα κίνητρα αποκαλύπτονται, η βυθομέτρηση στα πρόσωπα εντείνεται. Τα φαινόμενα μπορούν να απατούν, λέει ο Τζεϊλάν μέσα από μια κάμερα ανάλογη με το νυστέρι του ιατροδικαστή, που μας υποχρεώνει να κοιτάμε τους ανθρώπους βαθιά, πέρα από γενικεύσεις και επιπολαιότητες.
Ρόμπυ Εκσιέλ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Φύλακας Αγγέλων
Η αληθινή ιστορία του Σαμ Τσίλντερς, ενός πρώην έμπορου ναρκωτικών της δεκαετία του '90, ο οποίος αρχίζει να πιστεύει στο Θεό και πηγαίνει στην Ανατολική Αφρική όπου τελικά μετατρέπεται σε ακτιβιστή υπέρμαχο των ανήλικων παιδιών. Συγκλονισμένος από την σφαγή στο Σουδάν, ο Τσίλντερς καταφτάνει σε ένα ορφανοτροφείο, παίρνει υπό την αιγίδα του εκατοντάδες παιδιά και τα προστατεύει από την αιχμαλωσία του στρατού. Αποκαταστώντας την ειρήνη στις παιδικές τους ψυχές εξιλεώνεται και ο ίδιος για τον πρότερο ανέντιμο βίο του βρίσκοντας σταδιακά την ηρεμία που πάντα έψαχνε. Ο Μαρκ Φόστερ, σκηνοθέτης του οσκαρικού «Χορού Των Τεράτων» και του Τζέιμς Μποντ έπους «Quantum of Solace», υπογράφει ένα ανθρώπινο δράμα στα χνάρια του «Hotel Rwanda», κατευθύνοντας τον Τζέραρντ Μπάτλερ σε μία ερμηνεία οσκαρικών αξιώσεων.
[Από τον κατάλογο του 17ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας]
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Ο Άγγελος του Πάθους
Έχοντας την καλή τύχη να προσελκύσει τέσσερα συνολικά αναγνωρίσιμα πρόσωπα για το καστ του, που ναι μεν βλέπουν τα αστέρια τους να έχουν δύσει ή να πηγαίνουν κατά 'κει αλλά μπορούν παρολ' αυτά να τραβήξουν ακόμη τα βλέμματα του κοινού, ο «Άγγελος» είναι ένα φιλόδοξο αλλά βαθιά μπερδεμένο στο ύφος του και τους στόχους του σκηνοθετικό ντεμπούτο του Μιτς Γκλέιζερ, μέχρι πρότινος παραγωγού ταινιών όπως οι «Μεγάλες Προσδοκίες» του Αλφόνσο Κουαρόν και το «Χαμένοι στην Μετάφραση» της Σοφίας Κόπολα.
Δεν είναι ακριβώς ότι του λείπουν ιδέες. Αντίθετα, ο Γκλέιζερ έχει γεμίσει το σενάριό του με σκηνές που φλερτάρουν με το φανταστικό (οι μυστηριώδεις νίντζο-Ινδιάνοι της ερήμου το ιδανικότερο παράδειγμα) αλλά δεν έχει το κουράγιο να τις υπερασπιστεί στήνοντας μια ταινία που μπορεί να τις φιλοξενήσει με συνέπεια. Το τέλος, η μόνη δυνατή 'λογική' λύση σε μια ιστορία που περνά το μεγαλύτερο κομμάτι της προσπαθώντας να μας πείσει ότι έχει τα κότσια να τραβήξει το σκοινί μέχρι εκεί που δεν πάει, φαίνεται τελικά και σαν μια δειλή υποχώρηση που προτιμά τον ευανάγνωστο συναισθηματισμό και τους εύκολους συμβολισμούς, αντί ένα πραγματικά πρωτότυπο σύμπαν.
Ο Γκλέιζερ είναι παιδικός φίλος του Μίκι Ρουρκ, κάτι που ίσως εξηγεί πολλά. Όχι βέβαια ότι ο Ρουρκ είναι σε τέτοια φάση της καριέρας του που το όνομά του και μόνο μπορεί να δώσει το πράσινο φως σε μια παραγωγη - απαντάει όμως στο ερώτημα γιατί μπήκε στον κόπο με αυτήν την βαθιά προβληματική ταινία, που πνίγει τις αρχικά ενδιαφέρουσες ιδέες της στα αφηγηματικά κλισέ και τελικά μένει ξεκρέμαστη έχοντας να επιδείξει μόνο μια αξιέπαινη φιλοδοξία που λείπει συνήθως από πρωτόλεια, ενώ περιλαμβάνει κάποιες πραγματικά κακογυρισμένες σκηνές, σοκ αν σκεφτεί κανείς ότι ο μέγας Κρίστοφερ Ντόιλ ήταν διευθυντής φωτογραφίας.
Μη έχοντας κατά πώς φαίνεται έναν σκηνοθέτη ικανό να τον καθοδηγήσει, ο Ρουρκ αναλώνεται σε μια περίεργα υποτονική, ανέκφραστη ερμηνεία (μοιάζοντας συνέχεια έτοιμος να ξεσπάσει σε κλάματα) απέναντι στην επίσης μονόχορδη Μέγκαν Φοξ, που δεν έχει μέχρι στιγμής δείξει ότι μπορεί (ή αξίζει) να ξεφύγει από το ρόλο της απλής γλάστρας σε μπλοκμπάστερ.
Χριστίνα Λιάπη
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Το Τανγκό των Χριστουγέννων
Η εγχώρια χριστουγεννιάτικη πρόταση για φέτος βρίσκεται (ευτυχώς) πολύ μακριά από τα τυπικά χαζοχαρούμενα σπονδυλωτά φιλμ με τους τηλεοπτικούς μαϊντανούς και επιτυγχάνει την εξαιρετικά ασύνηθη -για τα ελληνικά δεδομένα- ισορροπία ανάμεσα στο mainstream και το arthouse. Όχι ακριβώς feelgood αλλά ούτε και στενάχωρο, το “Τανγκό των Χριστουγέννων” αφήνει σαν επίγευση αυτό το γλυκόπικρο συναίσθημα που πολλές φορές εμπνέει η εορταστική περίοδος.
Βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του Γιάννη Ξανθούλη, η ταινία φιλοδοξεί να αφηγηθεί την ιστορία ενός ανέλπιδου έρωτα και μιας παράδοξης αντρικής φιλίας, δημιουργώντας παράλληλα μια τοιχογραφία της δεκαετίας του '70, μέσα από την επαρχιακή στρατιωτική ζωή. Ακολουθώντας σχετικά πιστά το βιβλίο, το κινηματογραφικό “Τανγκό” κάνει ζουμ στη σχέση που δημιουργείται ανάμεσα στον υπολοχαγό Καραμανίδη και τον υφιστάμενό του, Λαζάρου, όταν ο τελευταίος τού μαθαίνει τον αργεντίνικο χορό, για να πλησιάσει επιτέλους ο πρώτος το απαγορευμένο αντικείμενο του πόθου του.
Μέχρι αυτό να συμβεί, η σχέση των δύο αντρών μεταλλάσσεται (θεωρητικά) από εκείνη του προϊστάμενου - υφιστάμενου σε μία δυνατή φιλία, αλλά αυτή τη σταδιακή εξέλιξη δεν τη βλέπουμε ποτέ με την αντίστοιχη διακριτικότητα στη μεγάλη οθόνη. Αντίθετα, οι χαρακτήρες ωθούνται βεβιασμένα προς το μεγάλο κρεσέντο, με αποτέλεσμα να χάσουν στο δρόμο την αλήθεια τους, αφήνοντας στον αέρα μια απορία για το ποιόν τους - και τελικά οδηγώντας εν μέρει τον θεατή στην αδιαφορία.
Το παραπάνω σκηνοθετικό φάουλ, σε συνδυασμό με το βιαστικό “κλείσιμο” της ιστορίας στον παρόντα χρόνο και μερικές αστοχίες (όπως το μακιγιάζ των χαρακτήρων σε προχωρημένη ηλικία) στην κατά τ' άλλα ιδιαίτερα προσεγμένη παραγωγή, αφαιρούν από τον αντίκτυπο που θα μπορούσε να έχει η ταινία, χωρίς όμως να μειώνουν τα επιτεύγματά της. Πρόκειται για σινεμά αξιώσεων, που δε φοβάται να συγκινήσει - και θα χαρούμε πολύ να είναι αυτή η box office επιτυχία των Χριστουγέννων και όχι κάποια γυαλιστερή, χολιγουντιανή τσιχλόφουσκα.
Φαίδρα Βόκαλη
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Ο Ζωολογικός Μας Κήπος
Προβλέψιμη feelgood κομεντί με μελοδραματικές πινελιές, από τον άνθρωπο που κάποτε μας έδωσε το “Singles” και το “Almost Famous”.
O Mατ Ντέιμον, αφού αναδείχθηκε “καλύτερος χήρος σε θρίλερ” με το “Contagion” του Στίβεν Σόντερμπεργκ, είπε να δει τι εστί χήρος σε ρομαντική κομεντί και βούτηξε στα ρηχά νερά του “Ζωολογικού μας Κήπου”. Eκεί, ενσαρκώνει τον συγγραφέα Μπέντζαμιν Μι - στην αληθινή ζωή του οποίου βασίζεται χαλαρά η ταινία.
Ο Μπέντζαμιν είναι ένας από αυτούς τους καθόλα κατασκευασμένους κινηματογραφικούς χαρακτήρες γύρω στα σαράντα, με την υπέροχη οικογένεια, το τέλειο σπίτι, την αξιοζήλευτη δουλειά και την πλούσια κόμη, που κάποια στιγμή τους συμβαίνει κάτι πολύ κακό και πρέπει να το ξεπεράσουν με τη χάρη που τους διακρίνει. Στην προκειμένη περίπτωση, η πανέμορφη και πανέξυπνη γυναίκα του Μπέντζαμιν, με την οποία είναι πολύ ερωτευμένος, πεθαίνει και τον αφήνει μονάχο με δύο παιδιά.
Τι κάνει λοιπόν ο ήρωάς μας; Μάλλον δεν είναι δύσκολο να μαντέψεις και από τον τίτλο: αγοράζει έναν ζωολογικό κήπο. Γιατί, μπορεί να αναρωτηθεί κανείς, και η απάντηση είναι τόσο απλή όσο το ότι είδε την κόρη του να χαμογελάει ευτυχισμένη ανάμεσα σε ζωάκια, ενώ βρίσκονταν σε αναζήτηση νέου σπιτιού.
Στην απόφασή του δεν έπαιξε κανένα ρόλο ότι εκεί δουλεύουν ήδη η πιο καυτή διαχειρίστρια ζωολογικού κήπου στην ιστορία της ανθρωπότητας, Κέλι (Σκάρλετ Τζοχάνσεν), αλλά και η εξίσου ποθητή στο εφηβικό ηλικιακό γκρουπ Λίλι (Ελ Φάνινγκ). Ναι, οι δύο νεαρές κοπέλες θα βοηθήσουν εν τέλει πατέρα και γιο να βγουν από τη μαύρη κατάθλιψη που τους πλακώνει.
Μα είναι όλα τόσο προφανή και κλισεδιασμένα στο τελευταίο πόνημα του Κάμερον Κρόου; Με εξαίρεση την παρουσία του Τόμας Χέιντεν Τσερτς στο ρόλο του αδερφού του Μπέντζαμιν, ο οποίος κάποια στιγμή παρομοιάζει την οδήγηση στο γεμάτο ψάρια, βρωμερό αυτοκίνητό του με το “Altered States” του Κεν Ράσελ, η απάντηση είναι, δυστυχώς, ναι.
Τα κουτάκια με τις εξελίξεις της πλοκής τσεκάρονται το ένα μετά το άλλο, καθώς οι χάρτινοι χαρακτήρες, ως ξεκάθαρα οχήματα της ιστορίας, περιφέρονται σε έναν ζωολογικό κήπο (που ομολογουμένως έχει πολύ λίγα ζώα) ξεστομίζοντας ατάκες που λειτουργούν πολύ καλύτερα στον γραπτό λόγο απ' ό,τι στον προφορικό.
Φαίνεται πως ο Κάμερον Κρόου έχει βαλθεί να επιβεβαιώσει όλους εκείνους που τον έχουν ανακηρύξει στον πιο άνισο σκηνοθέτη της τελευταίας 20ετίας. Ευτυχώς για εκείνον, ο Ματ Ντέιμον διαθέτει τον μαγνητισμό και την ανθρωπιά που θα συγκινήσουν εκείνους που δεν θα ενοχληθούν από τα κακόγουστα και προφανή κλουβιά του “Ζωολογικού μας Κήπου”.
Φαίδρα Βόκαλη
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Εκεί που Χτυπάει η Καρδιά Μου
Ο Τσεγιέν, μεσήλικας πρώην σταρ της αμερικανικής γκοθ-ροκ που ζει από καιρό στο Δουβλίνο, δείχνει ανίκανος να αντιληφθεί το πέρασμα του χρόνου και τα σημεία των καιρών. Ευάλωτος, φοβικός, καθηλωμένος συναισθηματικά σε ηλικίες πιο αθώες, πείθεται, παραταύτα, από τη γυναίκα του να ταξιδέψει στις ΗΠΑ για να δει τον ετοιμοθάνατο πατέρα του.
Όμως ο ηλικιωμένος άντρας πεθαίνει πριν την -από θαλάσσης!- άφιξή του και ο Τσεγιέν αποφασίζει τότε να ξεκινήσει ένα ταξίδι σε χωριά και πολιτείες σε αναζήτηση του εγκληματία πολέμου που είχε βασανίσει τον εκλιπόντα σε ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης.
Ο δρόμος επιφυλάσσει μαθήματα και παθήματα, όπως άλλωστε κάθε δρόμος σε κάθε συνεπές road movie, και η εμπειρία τρέφει σταδιακά την πορεία του ήρωα προς την κατάκτηση της καθυστερημένης ενηλικίωσης. Ωστόσο, ο μονοθεματικός καμβάς παραείναι προφανής για να μπορεί να στηρίξει το δίωρο φιλμ του Πάολο Σορεντίνο, που ακριβώς λόγω της δραματικής ανεπάρκειάς του ξετυλίγεται σαν ένα κολάζ επεισοδίων και συναντήσεων. Μένουν οι προθέσεις, πάντως, και η εκφραστικότητα του «χαμένου» Σον Πεν, που παρότι προκαλεί αρχικά το μειδίαμα με την αλά Ρόμπερτ Σμιθ περιβολή και τη δύσκαμπτη εκφορά του, καταφέρνει να σε συμφιλιώσει βαθμιαία με τον ελαττωματικό χαρακτήρα.
Ρόμπυ Εκσιέλ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Παράδεισος
Η δεύτερη ταινία μεγάλου μήκους του Παναγιώτη Φαφούτη είναι μία σπονδυλωτή φαντασία σε ζωηρή παλέτα, που συγκινεί καθώς ξεχειλίζει από την κινηματογραφική ποιότητα εκείνη που πλέον σπανίζει: την ειλικρίνεια.
Τι χρειάζεται μία σχέση για να πετύχει; Και γιατί μερικές φορές νιώθουμε πιο ελεύθεροι να ομολογήσουμε πράγματα που δεν θα παραδεχόμασταν ποτέ απλώς φορώντας μία μάσκα; Ο “Παράδεισος” βουτάει στον πολύχρωμο κόσμο του πατρινού καρναβαλιού και εκμεταλλεύεται την ξέφρενη ατμόσφαιρα της στιγμιαίας απελευθέρωσης για να αφηγηθεί τέσσερις ιστορίες καθημερινού έρωτα και τρέλας.
Για μία ταινία που εκτυλίσσεται κατά τη διάρκεια της μεγαλύτερης γιορτής μεταμφίεσης, ο “Παράδεισος” είναι απροσδόκητα ευθύς και έντιμος: χωρίς τσαλίμια και αποπροσανατολιστικά πέπλα, αγκαλιάζει με στοργή τα τέσσερα ζευγάρια των ηρώων του, ακολουθώντας τους στην αναζήτηση του προσωπικού τους παραδείσου. Νεότεροι και μεγαλύτεροι, αποφασισμένοι και μπερδεμένοι, στρέιτ και γκέι, όλοι φαίνεται πως έχουν μερίδιο ευτυχίας στο αγαπησιάρικο σύμπαν του “Παραδείσου”.
Εκεί, η Μαριάννα (Νατάσσα Ζάγκα) επιστρέφει από τις σπουδές της στο εξωτερικό, σίγουρη για τον έρωτά της προς τον Μιχάλη (Μιχάλης Φωτόπουλος). Η Ευγενία (Μαρία Σκουλά) φοβάται να αποκαλύψει στην έφηβη κόρη της ότι είναι ερωτευμένη με τον πολύ νεότερό της Αντώνη (Αντρέας Κωνσταντίνου). Ο Νίκος (Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης) αποφασίζει να αποκαλύψει στο αφεντικό του Σωκράτη (Χρήστος Λούλης) τα ρομαντικά αισθήματα που τρέφει γι'αυτόν. Και ο Ηλίας (Ερρίκος Λίτσης) επιχειρεί με κάθε τρόπο την επανασύνδεση με την πρώην γυναίκα του Βίκυ (Όλια Λαζαρίδου).
Ο Πατρινός Παναγιώτης Φαφούτης επιστρέφει πίσω από την κάμερα με μία υπόθεση πολύ προσωπική (μετά την πιο εμπορική “Κληρονόμο”): Φανερώνοντας την οικειότητά του για το μέρος και τις καταστάσεις που κινηματογραφεί, στήνει με ευφυΐα το συναισθηματικό ρόλερ-κόστερ των ηρώων του σε παράλληλη αντιδιαστολή με τις ετοιμασίες και εορτασίες του καρναβαλιού.
“Παράδεισος” είναι το όνομα του γκρουπ στο οποίο εμφανίζονται οι πρωταγωνιστές και -πολύ ταιριαστά- αυτόν τον τόπο αναζητούν κι εκείνοι μέσα στην τρέλα μιας πόλης που μοιάζει να έχει μεταφερθεί σε μία άλλη διάσταση, γεμάτη upbeat μουσική και χαρούμενα τριπάκια. Το πολυπληθές καστ, με τους πρωτοεμφανιζόμενους ηθοποιούς (για τους οποίους πρέπει να ευχαριστούμε το κοφτερό μάτι του Φαφούτη που τους ανέδειξε) να διεκδικούν ίσο μερίδιο στο spotlight με τους βετεράνους, βάζει ψηλά τον πήχη για ερμηνείες ensemble και παρασύρει τον θεατή στα -τόσο γνώριμα- μπερδέματά του.
Κι αν η σύνοψη των ιστοριών θυμίζει την κλασική, σπονδυλωτή ρομαντική κομεντί, ο “Παράδεισος” αποδεικνύεται πολύ πιο φιλόδοξος από το μέσο chick flick. Όχι ότι είναι εύκολη υπόθεση να αναμίξεις μεταξύ τους τέσσερις διαφορετικές ιστορίες, δίνοντας ενιαίο ρυθμό και εσωτερική ενότητα, πόσω μάλλον όταν το τέμπο που επιβάλλει το φόντο της ιστορίας σου είναι μπιτάτο και διαρκώς κλιμακούμενο προς την πολυπόθητη κορύφωση.
Η τελευταία έρχεται μεγαλειώδης και οργασμική - αλλά δεν συνοδεύεται από τον αντίστοιχο επίλογο: κάποιες από τις ιστορίες τελειώνουν περισσότερες από μία φορές, ξεφουσκώνοντας τον τόσο προσεκτικά χτισμένο ενθουσιασμό, και ίσως λίγο πιο συμβατικά απ' ότι μας είχε υποσχεθεί το φιλμ ως εκείνη τη στιγμή. Η αλήθεια βέβαια είναι πως το “κατέβασμα” από κάθε είδους τριπάκι είναι πάντα πιο βίαιο και αληθινό απ' ότι θα θέλαμε - και από αυτή την άποψη η συνέπεια του Φαφούτη είναι αξιοθαύμαστη.
Δεν μπορούμε εξάλλου να σταθούμε στις τυχόν αδυναμίες όταν το εξαίσιο φινάλε της ιστορίας ανάμεσα στη Λαζαρίδου και τον Λίτση είναι τόσο γλυκά κινηματογραφικό: ένα ντουέτο τραγουδισμένο α καπέλα, μια δήλωση αγάπης και ένα αινιγματικό χαμόγελο που μένει μετέωρο - αυτό δεν είναι το σινεμά;
Φαίδρα Βόκαλη
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Το Καταφύγιο
Το δεύτερο σκηνοθετικό πόνημα του νεαρού Τζεφ Νίκολς μετά το άκρως ενδιαφέρον «Ιστορίες πυροβολισμών» (2007) είναι ένα παράξενο φιλμ που κινείται με ρευστότητα, αν και ψύχραιμα και μεθοδικά, ανάμεσα στο ψυχολογικό δράμα και το εσχατολογικό θρίλερ.
Με άλλα λόγια την πραγματικότητα και την παραίσθηση, έτσι όπως τις αντιλαμβάνεται ένας φαινομενικά συνηθισμένος εργάτης οικοδομών και οικογενειάρχης σε μια επαρχιακή πόλη του Αρκανσο. Η καθημερινότητα του 40άρη Κέρτις αναστατώνεται μετά το φριχτό όνειρο μιας επικείμενης θύελλας που συνοδεύεται από αστραποβρόντια και καταλήγει σε μια μυστηριώδη βροχή από λάσπη. Καθώς οι εφιάλτες κλιμακώνονται σε έντονες παραισθήσεις, το ίδιο επιδεινώνεται και η εμμονοληψία του άντρα, που όλο και πιο απότομος στη συμπεριφορά του και πεπεισμένος για την τάχα επερχόμενη συντέλεια του κόσμου, παίρνει δάνειο για να ανακαινίσει και να γεμίσει προμήθειες το καταφύγιο του σπιτιού του, ενώ η οικογένεια είναι ήδη χρεωμένη, με τα ιατρικά έξοδα για την κωφή κόρη του να τρέχουν.
Ο σεναριογράφος - σκηνοθέτης αντιπαραβάλλει προσεκτικά κάθε βουτιά στο νοητικό σύμπαν του ήρωα με τις εναλλασσόμενες δυναμικές των σχέσεών του, ενδοοικογενειακά και κοινοτικά, μέσα από σημειολογικές αποχρώσεις: η γήινη, «τσιμεντένια» εργατοτεχνία του κόντρα στους φασματικούς φόβους, η αποκοπή επικοινωνίας με τους γύρω σε συνάρτηση με την κωφότητα του μοναχοπαιδιού, το καταφύγιο από τον φυσικό όλεθρο ως η έσχατη πνευματική απομόνωση.
Το ψυχολογικό στοιχείο είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το οικογενειακό - κοινωνικό - τοπογραφικό (με τον θαυμαστό τρόπο που το διατηρούσε και ο Αυστραλός Πίτερ Γουίαρ σε μια από τις παλιότερες, παρόμοιου θέματος, ταινίες του, το «Τελευταίο κύμα»), ο Μάικλ Σάνον παραδίδει μαθήματα ερμηνευτικής εκφραστικότητας, οι δραματικές εντάσεις χαράσσονται στον νου με το σθένος τους, αν και ομολογούμε πως μας ψιλομπέρδεψε το φινάλε, το οποίο, αν και εκπληκτικά δομημένο, παραείναι ανοιχτό σε ερμηνείες για να μπορεί να δικαιολογήσει την πνευματική κατάσταση του άρρωστου Κέρτις.
Ρόμπυ Εκσιέλ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Το Λιμάνι της Χάβρης
Η πιο γνήσια αισιόδοξη ταινία των τελευταίων χρόνων είναι ένα μαγικό παιχνίδι λιτότητας και μια υπέροχη έκρηξη καθαρών αισθημάτων. Και, πρώτα από όλα, ένα απίστευτο - και απολύτως λειτουργικό - μπέρδεμα ειδών, σχολών και επιρροών.
Ο τρελός Φιλανδός μάς άφησε και πάλι με ανοιχτό στόμα. Αυτή τη στιγμή είναι ο μόνος σκηνοθέτης που μπορεί να αποφλοιώνει τους χαρακτήρες του από κάθε συγκινησιακό βάρος και ταυτόχρονα να κάνει τον θεατή να ταυτίζεται μαζί τους και να συγκινείται.
Ένας ηλικιωμένος λούστρος (είχαμε θαυμάσει τον Γουίλμς στην «Μποέμικη Ζωή» το 1992) επιστρέφει κάθε βράδυ σπίτι του κουβαλώντας όλη την αστερόσκονη του κόσμου. Τίποτε δεν σηματοδοτεί την μιζέρια του ασήμαντου επαγγέλματός του, αφού κι ο ίδιος συμπεριφέρεται σαν σουρεαλιστής που βρίσκεται σε διαρκή πόλεμο με τον ποιητικό ρεαλισμό. Η γυναίκα του (η εντελώς καουρισμακική Κάτι Ουτίνεν) έχει βγει κατευθείαν από τα παραμύθια των αδελφών Γκριμ, ενώ σε κάθε κουβέντα τους κρύβεται κι ένα απρόσμενα αιχμηρό αστείο. Ειπωμένο βεβαίως με ανέκφραστο πρόσωπο.
Και τότε - κατά το συνήθειο του Καουρισμάκι - εμφανίζεται ένα οξύ κοινωνικό-πολιτικό πρόβλημα. Η μετανάστευση: ένας εξαθλιωμένος πιτσιρικάς Αφρικανός βγαίνει από την κοιλιά του κοντέινερ που τον μετέφερε στην Ευρώπη και χάνεται στους δρόμους της Χάβρης, πιστεύοντας ότι βρίσκεται ήδη στο Λονδίνο. Ο λούστρος θα γίνει ο προστάτης του.
Το λιμάνι της Χάβρης - το δεύτερο, μετά την Μασσαλία, μεγαλύτερο λιμάνι της Γαλλίας - βρίσκεται στη Νορμανδία, στη Μάγχη, απέναντι από την Αγγλία. Είναι δηλαδή κόμβος - ένα πέρασμα μεταναστών, μια πόρτα για την είσοδό τους στην, υποτιθέμενη, ευρωπαϊκή ευημερία.
Την ώρα όμως που ο μικρός Αφρικανός ονειρεύεται να πάει στο Λονδίνο για να συναντήσει την μητέρα του, ένας Αστυνομικός της περιοχής βρίσκεται στο κατόπι του. Είναι ο σύγχρονος Ιαβέρης και ο Νταρουσάν που τον παίζει λες κι ακολουθεί κατά γράμμα τις περιγραφές του Ουγκώ. Κι ο λούστρος όμως θυμίζει πια τον Γιάννη Αγιάννη, με ντελικάτες εξάρσεις υπερβολής και εσωτερικής ακρίβειας.
Στην συνέχεια γίνεται «το έλα να δεις» (και δεν πρόκειται βέβαια να το αποκαλύψω).
Να γράψω μόνο ότι θα δούμε σκηνές εκπληκτικής ποίησης να πραγματώνονται μέσα στην μπαναλιτέ μιας σαπουνόπερας. Θα δούμε θαύματα απρόσμενα και υπέροχα - και γι' αυτό πέρα για πέρα αληθινά. Θα δούμε επίσης τον Ζαν Πιέρ Λεό των «400 Κτυπημάτων» σαν σουρεαλιστικό φάντασμα και τον μοναδικό Πιέρ Εταίξ, τον σκηνοθέτη του «Γιο Γιο», να παίζει τον γιατρό και να ορίζει την ποιητική αυτών των θαυμάτων.
Δείτε το «Λιμάνι της Χάβρης» με καθαρή καρδιά. Θα σας ταξιδέψει στην χώρα που τα θαύματα είναι ακόμη εφικτά. Το έχετε ανάγκη.
Ορέστης Ανδρεαδάκης
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Απληστία
Πολλοί σκηνοθέτες έχουν κατά καιρούς καταγγείλει υπερβολική ανάμειξη των στούντιο στις ταινίες τους, ότι δηλαδή το όραμά τους έχει τεθεί σε κίνδυνο από τις απαιτήσεις τους για πιο εμπορικές επιλογές, αλλά λίγοι μπορούν να συναγωνιστούν την τύχη, ή μάλλον ατυχία, που είχε η «Απληστία». Ο σκηνοθέτης της, Έριχ Φον Στροχάιμ, αναγκάστηκε να κόψει κατά πέντε ώρες (!) το 9ωρο φιλμ που με κόπο συναρμολόγησε, για να ευχαριστήσει το στούντιο, οι υπεύθυνοι του οποίου όμως προχώρησαν σε ακόμη μεγαλύτερες παρεμβάσεις (χωρίς την έγκριση του σκηνοθέτη) και κατέληξαν σε μια εκδοχή 2,5 περίπου ωρών.
Αυτές οι παρεμβάσεις μάλιστα δεν έγιναν βέβαια με καλλιτεχνικά κριτήρια ή με μια διαδικασία που σεβόταν το πνεύμα της ταινίας - αντίθετα επικράτησε η λογική τού τι ήταν πιο εύκολο να φύγει έτσι ώστε η τοξική για την εμπορική υγεία της ταινίας διάρκεια να γίνει πιο προσιτή στο ευρύ κοινό. Έτσι, βασικές υποπλοκές και δεύτεροι χαρακτήρες εξαφανίστηκαν εντελώς αφήνοντας στη θέση τους περισσότερες κάρτες για επεξήγηση, ακόμα και βασικές σκηνές άλλαξαν θέση μέσα στην ταινία.
Η ιστορία πίσω από την δημιουργία και κυκλοφορία της ταινίας, και το πώς αργότερα χάθηκαν για πάντα τα κομμένα κομμάτια της, είναι από τους αγαπημένους θρύλους της κινηματογραφικής βιομηχανίας, αλλά ευτυχώς η ίδια η ταινία είναι αρκετά δυνατή να επιβιώσει σε μεγάλο βαθμό τις δοκιμασίες, και να διασώσει τις χάρες της για το σημερινό κοινό, παραμένοντας μια μαγική, καθηλωτική δημιουργία, αν και βαριά χτυπημένη.
Φυσικά τα σημάδια από το απερίσκεπτο και επιπόλαιο κόψιμό της είναι αρκετά εμφανή, ειδικά αν εμπιστευθούμε τα όσα λένε αυτοί που έζησαν την παραγωγή: ο Στροχάιμ στόχευε σε ένα ανήκουστο μέχρι τότε ρεαλισμό και έκανε τα πάντα ώστε να σκιαγραφήσει με πιστευτό τρόπο την εξέλιξη των ηρώων, δίνοντας τους έναν άνευ προηγουμένου χρονικό περιθώριο να αναπτυχθούν. Στην εκδοχή που βλέπουμε εμείς, η πορεία τους είναι κάπως πιο απότομη, το δράμα κάπως λειψό, οι μεταβολές τους όχι τόσο ομαλές.
Η εκπληκτική και προφητική δουλειά, όμως, που έκανε ο Στροχάιμ με την κινηματογράφησή του, την οποία και χρησιμοποιεί ουσιαστικά για την αφήγηση της ιστορίας του πιστός στις επιταγές του ρεαλισμού και μακριά από θεατρικές συμβάσεις, βοηθά την «Απληστία» να ξεπεράσει όχι μόνο τις ατυχείς παρεμβάσεις τρίτων αλλά να παραμείνει συναρπαστική ακόμη και 90 χρόνια μετά. Στο πνεύμα του ίδιου ρεαλισμού, ο Στροχάιμ οδηγεί τους ηθοποιούς του σε ηλεκτρισμένες ερμηνείες, που απομακρύνονται από τις υπερβολικές κορώνες της εποχής, ενώ η ήδη φοβερά εύστοχη (και ιδιαίτερα πεσιμιστική) κεντρική ιστορία σταδιακά πνίγει το κάθε τι θετικό στις σκοτεινές, σάπιες πλευρές της ανθρώπινης ψυχολογίας που ανθίζουν χάρη στην συντριπτική παρουσία του χρήματος. Μπορεί η «Απληστία» να είναι μια μισερή εκδοχή του οράματος του δημιουργού της αλλά θα μείνει στην ιστορία ως το λαβωμένο αριστούργημα που δε θα γεράσει ποτέ.
Χριστίνα Λιάπη
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Ο Ταξιτζής
Μπορεί ο Μάρτιν Σκορσέζε πρόσφατα να δήλωσε πως αν γύριζε σήμερα ξανά τον «Ταξιτζή» θα το έκανε σε 3D, αλλά ο απλός σινεφίλ που έχει απολαύσει την αρχετυπική εμπειρία της κατάδυσης στο μανιασμένο σύμπαν του αντιήρωα Τράβις Μπικλ, δυσκολεύεται να φανταστεί τι θα μπορούσε να προσθέσει στο magnum opus του ο σπουδαίος σκηνοθέτης. Αυτή η ιστορία απόγνωσης και μοναξιάς ενός «ξεχασμένου άνδρα που θέλει παράφορα να αποδείξει ότι είναι ζωντανός», όπως ισχυρίζεται το tagline της εποχής, αντηχεί με δύναμη μέχρι σήμερα, γιατί εντρυφεί στη μοναξιά ως αναπόσπαστο κομμάτι της ανθρώπινης κατάστασης, «ειδικά σε μία πόλη που είναι εκ φύσεως αδιάφορη για τους εκατομμύρια κατοίκους της».
Η Νέα Υόρκη του πρώην βετεράνου του Βιετνάμ που συνειδητοποιεί σταδιακά την ασημαντότητά του μέσα στη φανταχτερή μητρόπολη και παρανοεί, είναι στραγγισμένη από τα χρώματα της ζωής - όπως το αίμα στην εμβληματική σκηνή με τον αιμόφυρτο Τράβις, λίγο πριν το νόμισμα στον αέρα δείξει πως είναι ήρωας και όχι δολοφόνος. Ο Μπόμπι Ντε Νίρο στον ομώνυμο ρόλο δίνει την καλύτερη ερμηνεία της καριέρας του μετά μήνες δουλειάς σαν οδηγός ταξί, ενώ ο Σκορσέζε σκοράρει την παγκόσμια αναγνώριση και τέσσερις οσκαρικές υποψηφιότητες. Το ότι θα χάσει την Καλύτερη Ταινία από την υποκριτική πλευρά του Χόλιγουντ που προωθεί ακόμη το σάπιο αμερικάνικο όνειρο το οποίο πυροβολεί ο «Ταξιτζής» -τον all American «Ρόκι» του Σταλόνε- είναι ειρωνικά ταιριαστό.
Φαίδρα Βόκαλη
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Magic Mike
Η τρίτη σκηνοθετική δουλειά του πολυγραφότατου Στίβεν Σόντερμπεργκ μέσα στην ίδια κινηματογραφική σεζόν (μετά το μέτριο «Contagion» και το ψυχαγωγικό «Haywire») προσφέρει μια γαργαλιστική αλλά απολύτως επιδερμική ξενάγηση στον κόσμο του αντρικού στριπτίζ, η οποία βασίζεται εν μέρει σε προσωπικές εμπειρίες του πρωταγωνιστή Τσάνινγκ Τέιτουμ από τον καιρό ακόμη που εκείνος προσπαθούσε με δυσκολία να εισχωρήσει στον κόσμο της σόου μπίζνες. Παραγωγός του φιλμ, ο ικανότατος (όπως αποδεικνύει με κάθε νέα του εμφάνιση) ηθοποιός ενσαρκώνει έναν έμπειρο σέξι χορευτή σε νυχτερινό κλαμπ ο οποίος αναλαμβάνει να μυήσει έναν αφελή 19χρονο νεαρό στα μυστικά του επαγγελματικού αντρικού στριπτίζ, δίνοντας με τον τρόπο αυτό στον σκηνοθέτη την αφορμή για να περιηγηθεί με την κάμερά του εντός και εκτός της σκηνής όπου κάθε βράδυ μια χούφτα από γυμνούς αρσενικούς επιβήτορες προσπαθεί να εγείρει εκ του ασφαλούς τις σεξουαλικές ορέξεις του κοινού του.
Όπως ο Πολ Τόμας Άντερσον επιχειρούσε δεκατρία χρόνια πριν, με τις «Ξέφρενες Νύχτες», μια ματιά σε ένα κόσμο όπου το σεξ ανάγεται σε θέαμα, το αντρικό σώμα γίνεται εκμεταλλεύσιμο είδος και η ανθρώπινη φαντασίωση μετατρέπεται σε περιζήτητο εμπορεύσιμο προϊόν, έτσι και ο Σόντερμπεγκ προσπαθεί να βαδίσει αντίστοιχες θεματικές περιοχές με το «Magic Mike». Εκεί όμως που το δεξιοτεχνικό έπος του Άντερσον αποκτούσε τις διαστάσεις και το εκτόπισμα ενός πολυφωνικού δράματος που εκτυλίσσεται στην σκιά του Αμερικανικού Ονείρου και σκάβει αλλεπάλληλα σε μερικές από τις λιγότερο ελκυστικές γωνιές του, η αξιοπρεπής δουλειά του Σόντερμπεγκ δεν ξεπερνά σκηνοθετικά το επίπεδο μιας διεκπεραίωσης, γεγονός που χαρακτηρίζει μάλλον και το μεγαλύτερο μέρος της φιλμογραφίας του 49χρονου δημιουργού.
Η ηχηρότερη απογοήτευση που επιφυλάσσει η ταινία του βρίσκεται, ωστόσο, σε ένα προβλέψιμο και σαφέστατα ηθικοπλαστικό σενάριο το οποίο, εκτός από τις άφθονες διδακτικές βολές που εκτοξεύει, προσπερνά οτιδήποτε ουσιωδέστερο προκειμένου να εστιάσει σε μια εντελώς επιφανειακή ιστορία αυτογνωσίας και σε μια πολυιδωμένη ρομαντική πλοκή, οι ήρωες της οποίας δεν καταφέρνουν να πετύχουν λεπτό την παραμικρή ερωτική χημεία μεταξύ τους. Κάπως έτσι, πίσω από τα αστραφτερά χορευτικά νούμερα που παρελαύνουν τακτικά επί οθόνης, την γενναιόδωρη πασαρέλα των καλογυμνασμένων αντρικών κορμιών ή την ζωηρή παρουσία του Μάθιου Μακόναχι ο οποίος κλέβει με ξεχωριστή άνεση τα βλέμματα από τους (νεαρότερους) συμπρωταγωνιστές του, το «Magic Mike» περιορίζει ένα πολλά υποσχόμενο ψυχαγωγικά και ποιοτικά υλικό στο ασφυκτικό σχήμα μιας απλοϊκής παραβολής.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Άλλη Μια Νύχτα
Το 2002 ο Βρετανός Πολ Βάιτζ είχε γράψει και σκηνοθετήσει, σε παραγωγή του Ρόμπερτ Ντε Νίρο, το «Για ένα αγόρι», το χιουμοριστικό χρονικό της «γνωριμίας» ανάμεσα σε έναν ανέμελο 40άρη πλεϊμπόι (Χιου Γκραντ) και τον 11χρονο γιο του, του οποίου την ύπαρξη μέχρι πρότινος αγνοούσε.
Μια δεκαετία μετά, ο Βάιτζ ξανασυναντά τον Ντε Νίρο στο «Αλλη μια νύχτα», εδώ μονάχα ως πρωταγωνιστή, στη δημιουργία μιας άλλου τύπου, πιο δραματικής και σκοτεινότερης σε τόνους, ιστορίας επανασύνδεσης πατέρα και γιου, με φόντο τις φτωχογειτονιές και τα άσυλα αστέγων της Νέας Υόρκης.
Πηγή του σεναρίου το βιωματικό βιβλίο «Another bullshit night in Suck City» (Αλλη μια σκατένια νύχτα στη Βρωμόπολη) του Νικ Φλιν, ο οποίος, διά του Πολ Ντέινο («Θα χυθεί αίμα»), είναι το κεντρικό πρόσωπο και ο αφηγητής της ιστορίας: ένας ορφανεμένος από μητέρα νεαρός συγγραφέας που αγωνίζεται να βρει τον δρόμο του στη Νέα Υόρκη της δεκαετίας του '80.
Επίκεντρο του δράματος γίνεται η θυελλώδης σχέση του με τον από χρόνια εξαφανισμένο πατέρα του, έναν ταξιτζή που περνιέται ως ένας από τους σπουδαιότερους -πλην ανέκδοτους- συγγραφείς της αμερικανικής λογοτεχνίας.
Ο Νικ πρωτοσυναντά τον γηραιό Τζόναθαν μετά από ξαφνικό αίτημα του τελευταίου να τον βοηθήσει σε μια μετακόμιση και, λίγους μήνες μετά, τον ξαναβρίσκει ως τρόφιμο στο άσυλο αστέγων όπου εργάζεται ως εθελοντής.
Η δυσπροσαρμογή του αλκοολικού Τζόναθαν στο νέο περιβάλλον (και η ακόλουθη εκδίωξή του πίσω στους δρόμους) και η προσπάθεια του Νικ να συντηρήσει τη σχέση του με μια συνάδελφό του διατρέχουν το «Αλλη μια νύχτα» παράλληλα με τα θέματα της ψυχολογικής και σωματικής τους παρακμής (αμφότεροι εθίζονται όλο και περισσότερο σε καταχρήσεις ουσιών) και, ευρύτερα, της οικογενειακής και κοινωνικής αποξένωσης στο χαοτικό μητροπολιτικό κέντρο.
Υπάρχει μια μιζέρια για τη... μιζέρια σε τούτο το τελευταίο, όπως και μια υπερβολή στον μισανθρωπισμό του Τζόναθαν, που δεν δικαιολογούνται με επάρκεια από τη σεναριακή προσαρμογή.
Μια αίσθηση δραματικού κενού, δηλαδή, που όμως ισοφαρίζεται από τη σωστή διεύθυνση των ηθοποιών και τις εντάσεις τόσο στα διαλογικά μέρη όσο και την ερμηνεία του Ρόμπερτ Ντε Νίρο, που εδώ θυμάται κάτι από τον παλιό, καλό του εαυτό.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Δικός Σου Για Πάντα
Γεμάτη κλισέ και αφηγηματικές ευκολίες, άλλη μια ιστορία από το εργοστάσιο του συγγραφέα ρομαντικών μελοδραμάτων Νίκολας Σπαρκς μεταφέρεται στο σινεμά σε μια εύπεπτη αλλά αξιοπρεπή ταινία με γοητευτικά τοπία και πρωταγωνιστές.
Καλώς ήρθατε στον κόσμο του συγγραφέα Νίκολας Σπαρκς: εδώ οι άντρες είναι λιγομίλητοι αλλά ευαίσθητοι (και κατά πάσα πιθανότητα στρατιώτες), οι γυναίκες δυνατές αλλά βαθιά μπερδεμένες, μια βαριά ασθένεια ή ένα απροσδόκητο ατύχημα δεν είναι ποτέ μακριά και, πάντα με φόντο μια φιλήσυχη πόλη και γραφικές τοποθεσίες, οι ήρωες θα μάθουν να αγαπούν, να εκτιμούν την οικογένειά τους, να ανακαλύπτουν την εσωτερική τους δύναμη.
Είναι μια φόρμουλα που ο Αμερικανός συγγραφέας έχει τελειοποιήσει μέσα από τα έργα του, τα οποία κυκλοφορεί με βιομηχανικούς ρυθμούς και μοσχοπουλάει στο Χόλιγουντ πριν ακόμη εκδοθούν. Είναι ένας δημοφιλής αλλά απλοϊκός κόσμος για να ζει κανείς, χωρίς πραγματικά σκοτεινές γωνίες ή προβλήματα που δεν προκύπτουν από γελοίες παρεξηγήσεις ή μελοδραματικές ανατροπές, ένας κόσμος που κατοικείται από ανθρώπους που ψάχνουν το άλλο τους μισό και ζουν για μεγάλες χειρονομίες αγάπης και θυσίας, κατά προτίμηση μέσα στη βροχή για καλύτερο εφέ.
Η πορεία που ακολουθούν οι ιστορίες του Σπαρκς δεν διαφέρουν ιδιαίτερα μεταξύ τους γι' αυτό και το πόσο πετυχημένες είναι κάθε φορά οι κινηματογραφικές μεταφορές των βιβλίων του εξαρτάται από το πόσο η αρχική ιδέα είναι αρκετά ενδιαφέρουσα για να υποστηρίξει τον έμφυτο μελό ρομαντισμό των εμπνεύσεών του, το πόσο οργανικά δένει με τις ευαισθησίες του. Έτσι, το «Δικός Σου Για Πάντα» δεν καταφέρνει να πλησιάσει το πολύ πιο αποτελεσματικό και συμπαθές «Ημερολόγιο» ούτε τους χαρισματικούς πρωταγωνιστές του, αλλά δεν φτάνει και στον πάτο που αντιπροσωπεύουν τα «A Walk to Remember» και το «Τελευταίο Τραγούδι» - αντίθετα, μοιάζει ευχαριστημένο κάπου στη μέση του φάσματος με την φορτωμένη προφανή κλισέ ιστορία του να σώζεται από τα όμορφα τοπία και από τις γενναίες προσπάθειες του Ζακ Έφρον (παρόλο που σοβάρεψε τόσο για να φανεί ενήλικας που μοιάζει κατατονικός), της Τέιλορ Σίλινγκ και της Μπλάιθ Ντάνερ, που είναι και η μοναδική που φαίνεται να το διασκεδάζει λιγάκι.
Χριστίνα Λιάπη
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Το Δικό Μας Βαλς
Υπάρχουν αρκετοί λόγοι για να είναι κανείς επιφυλακτικός απέναντι στην δεύτερη σκηνοθετική δουλειά της ηθοποιού Σάρα Πόλεϊ: Παραπάνω της μίας συμπτώσεις εκβιάζουν σεναριακά την γνωριμία της ηρωίδας με τον άντρα που αναμένεται να κλυδωνίσει την εύθραυστη ισορροπία του γάμου της με έναν καλόκαρδο συγγραφέα βιβλίων μαγειρικής. Οι χαρακτήρες κουβαλούν μανιερισμούς και στερεότυπα που συναντάμε συχνά στο ανεξάρτητο σινεμά, φανερώνοντας καλλιτεχνικές ανησυχίες, εκδηλώνοντας ενημερωμένα μουσικά γούστα και βιώνοντας μια καθημερινότητα η οποία μοιάζει να έχει ξεπηδήσει από κάποιο ζηλευτό μποέμικο όνειρο. Οι ήρωες ζουν σε πανέμορφα διαμερίσματα τα οποία σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογεί το εισόδημα και η επαγγελματική τους κατάσταση. Ολόκληρη η ταινία, έπειτα, είναι γυρισμένη σε μερικές από τις πιο ακαταμάχητες και χιπ γωνιές του Τορόντο, κατά την περίοδο του ζεστού θέρους, γεγονός που κάνει την παρακολούθησή της να μοιάζει σε σημεία με τουριστική περιήγηση.
Για κάθε ολίσθημα που σημειώνει η σεναριογράφος και συγγραφέας στο φιλμ της, υπάρχει παρ' όλα αυτά και μια γερή αποζημίωση, είτε αυτή βρίσκεται στον πλούτο των διαλογικών μερών, είτε σε ερμηνείες που στοχεύουν κατευθείαν στην καρδιά, είτε στον αβίαστο και σχεδόν αιθέριο τρόπο με τον οποίο ξετυλίγεται αφηγηματικά το φιλμ, είτε σε πανέμορφες επιμέρους σκηνές (όπως το υποβρύχιο φλερτ των δυο ανεκδήλωτων εραστών στα νερά μιας πισίνας), οι οποίες επικοινωνούν ένα σωρό πράγματα χωρίς να χρησιμοποιούν καθόλου λέξεις. Η Πόλεϊ δεν ενδιαφέρεται να προσφέρει σαφείς συναισθηματικές κατευθυντήριες στο κοινό της, δεν τη νοιάζει να κάνει απαραιτήτως συμπαθή και μονίμως κατανοητή την κεντρική ηρωίδα της, δεν ακολουθεί καμιά ρομαντική πεπατημένη, δεν απλουστεύει την προβληματική της πάνω στις παραμέτρους που ενώνουν και χωρίζουν δυο ανθρώπους και δεν επιτρέπει στην πλοκή της να γίνει προβλέψιμη. Επιπλέον προσεγγίζει τα πάντα μέσα από μια ιδιοσυγκρασιακή σκηνοθετική ματιά, η οποία προικίζει πολλές σκηνές με πολύτιμες και ασυνήθιστες λεπτομέρειες, καθώς και με έναν συνδυασμό χιούμορ και συμπάθειας για τους ήρωες που κρατά το κοινό διαρκώς προσκολλημένο επάνω σε αυτούς.
Το σημαντικότερο επίτευγμα της γλυκόπικρης μπαλλάντας που συνθέτει η Πόλεϊ είναι, παρ' όλα αυτά, ο ενήλικος τρόπος με τον οποίο επιλέγει να θέσει ερωτήσεις πάνω στην ρευστότητα των σχέσεων, τις εύθραυστες δυναμικές της συντροφικότητας και τις πολλαπλές ψευδαισθήσεις της ανθρώπινης αφοσίωσης, δίχως να συλλέγει εύκολες απαντήσεις. Με όλα τα μειονεκτήματα και τις πολύτιμες μικρές στιγμές του, το «Δικό μας Βαλς» προσφέρει ένα δίωρο συναισθηματικό ταξίδι που κλείνει ζωντανό μέσα του κάτι από την ευφορική ζάλη ενός καινούργιου έρωτα, τον κόμπο που φέρνει στο λαιμό ένας αποχωρισμός, το βούρκωμα στα μάτια όταν κάτι όμορφο τελειώνει, το σκίρτημα της καρδιάς μπροστά στην προσμονή για κάτι που πρόκειται να αρχίσει, τον φόβο και την ανυπομονησία που βιώνει κανείς στον μοναχικό του δρόμο προς την αυτογνωσία.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Το Κυνήγι
Βλέποντας το «Κυνήγι», ίσως νιώσετε πως παρακολουθείτε μία από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς. Και αν όχι, το σίγουρο είναι πως πάλι θα πιάσετε τον εαυτό σας να κρατάει την ανάσα του, καθώς ο Μαντς Μίκελσεν (ο κακός στο «Casino Royale») βυθίζεται σε μια απίστευτη παρεξήγηση.
Είναι 40 χρονών και μόλις συνέρχεται από έναν δύσκολο χωρισμό. Προσπαθεί να ξαναφτιάξει τη σχέση του με τον γιο του, βρίσκει μια καινούρια φιλενάδα και μια καινούργια δουλειά στο νηπιαγωγείο της μικρής επαρχιακής πόλης όπου όλοι τον αγαπάνε. Μέχρι που η πεντάχρονη κόρη του καλύτερού του φίλου λέει στην διευθύντρια του νηπιαγωγείου ότι την κακοποίησε σεξουαλικά.
Στην πραγματικότητα, είναι ένα αθώο παιδικό ψέμα, μία ασήμαντη κουβέντα, η οποία όμως μεγεθύνεται. Η προτεσταντική δανέζικη κοινωνία έχει ανάγκη να κυνηγήσει ενόχους και το ψέμα διαχέεται σαν αόρατος ιός που μολύνει τους πάντες. Η ζωή του καταστρέφεται και η ομαδική υστερία παίρνει την θέση της αλήθειας.
Έχει ξαναμιλήσει για την προτεσταντική ηθική και τα ψέματα που την υποστηρίζουν ο 43χρονος Δανός σκηνοθέτης Τόμας Βίντερμπεργκ - στην «Οικογενειακή Γιορτή». Εδώ όμως πηγαίνει ακόμη παραπέρα, έχοντας ως αφετηρία την επιφανειακή αθωότητα αυτών των ψεμάτων. Δεν είναι πια ένας αυταρχικός πατέρας που στ' αλήθεια κακοποιούσε σεξουαλικά τα παιδιά του, αλλά ένα αθώο κορίτσι που είπε ψέματα για μια παρόμοια κακοποίηση.
Στην πρώτη περίπτωση, ο εξαναγκασμός της σιωπής κάλυψε το ψέμα και ενεργοποίησε τη φρίκη, ενώ εδώ η φρίκη ενεργοποιείται από τον εξαναγκασμό του ψέματος: η διευθύντρια, ο σχολικός επόπτης, οι φίλοι, ακόμη και οι γονείς ζητούν από το κορίτσι να επιβεβαιώσει κάτι που ποτέ δεν έγινε.
Το φιλμ αρνείται τις εύκολες λύσεις και το σοκ που προκαλεί είναι μεγάλο, καθώς το «κυνήγι» μοιάζει να συνεχίζεται πάνω στην επανάληψη των αθώων -ή και καθόλου αθώων- ψεμάτων.
Δείτε εδώ τη συνέντευξη του Τόμας Βίντερμπεργκ στο cinemag.gr
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Ένας Μεγάλος Έρωτας
Σούπερ κλασικό, σούπερ δακρύβρεχτο, σούπερ ρομαντικό, σούπερ κοπιαρισμένο και σούπερ γενικώς το «Ένας Μεγάλος Έρωτας» παραμένει μνημείο αποθέωσης για τον Κάρι Γκραντ και την Ντέμπορα Κερ στην πιο συναρπαστική ιστορία που αφηγήθηκε ποτέ κανείς για τη μοίρα, τα παιχνίδια της και την αποκαλυπτική πορεία προς την οποιαδήποτε πιθανή έννοια του «για πάντα μαζί».
Αν και χιλιοαντιγεγραμμένο πλέον, παραμένει ένα από τα πιο χαρακτηριστικά μελοδράματα του Χόλιγουντ και ταινία αναφοράς για πολλές ρομαντικές ταινίες που ακολούθησαν, και χρωστάει την όποια φρεσκάδα διατηρεί ακόμη στο πλούσιο σε διαλόγους σενάριο (αντίθετα με την τεμπέλικη σημερινή μόδα οι δύο ώριμοι ήρωες αναπτύσσουν αργά και πειστικά την σχέση τους) και στην αδιαμφισβήτητη χημεία ανάμεσα στους δύο πρωταγωνιστές.
[Αναδημοσίευση από το περιοδικό ΣΙΝΕΜΑ]
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Το Κορίτσι Με Τα Πορτοκάλια
Θα μπορούσε να είναι μια ακόμη απολύτως φυσιολογική μέρα αν είχε χάσει εκείνο το τραμ… Αλλά ο Γιάν Όλαβ προφταίνει να μπει στο τραμ μια κρύα μέρα του φθινοπώρου στο Όσλο και σε εκείνο το συγκεκριμένο τραμ, εκείνη ακριβώς τη μέρα, τη βλέπει μπροστά του. Ένα πανέμορφο κορίτσι με κόκκινο παλτό, που κρατάει μια τεράστια σακούλα με πορτοκάλια. Εκείνη χαμογελάει και καθώς συναντιούνται οι ματιές τους, της πέφτει η σακούλα και τα πορτοκάλια κυλούν προς όλες τις κατευθύνσεις μέσα στο τραμ. Εκείνη κατεβαίνει στην επόμενη στάση, αλλά ο Γιάν Όλαβ δεν μπορεί να την βγάλει από το μυαλό του. Ποια είναι, και τι θα συμβεί αν δεν καταφέρει να την ξαναδεί ποτέ; Η αναζήτηση του κοριτσιού με τα πορτοκάλια τον οδηγεί από το παγωμένο Όσλο στην πολύχρωμη Σεβίλη, όπου ο αέρας είναι ζεστός και τα δέντρα γεμάτα πορτοκάλια. Είκοσι χρόνια αργότερα ο Γκέοργκ λαμβάνει ένα γράμμα από τον πατέρα του, τον Γιάν Όλαβ, σχετικό με ένα μυστηριώδες κορίτσι που αποκαλεί το κορίτσι με τα πορτοκάλια. Μα τι θα μπορούσε ένας πατέρας που δεν ζει πια να πει στον δεκαεξάχρονο γιό του? Ο Γκέοργκ αρχίζει να διαβάζει το γράμμα καθώς ταξιδεύει με το τραίνο για να πάει στα βουνά της Νορβηγίας για σκι. Σε αυτό το ταξίδι γνωρίζει τη Στέλλα. Μέσα από το γράμμα του πατέρα του και μια μαγική συνάντηση κάτω από τον ξάστερο ουρανό, ο Γκέοργκ συνειδητοποιεί ότι εκείνος και ο πατέρας του έχουν κάτι κοινό, το όνειρο της πραγματικής αγάπης...
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Η Γη της Επαγγελίας
Το κακό αρχίζει από το σενάριο: προβλέψιμη πλοκή, σχηματικοί και αδύναμοι χαρακτήρες, βαρετή εξέλιξη. Στην συνέχεια, ο πάντα άνισος Γκας Βαν Σαντ - ικανός για το χειρότερο και το καλύτερο - χάνει τον έλεγχο του υλικού του και παραπατάει ανάμεσα σε διδακτικές κορώνες και συναισθηματικές υπερβολές.
Πολλοί βέβαια έγραψαν ήδη από το Φεστιβάλ Βερολίνου ότι το πρόβλημα της ταινίας είναι το «μήνυμά» της. Ας ξεκαθαρίσω λοιπόν ότι κάθε ταινία δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα μήνυμα που στέλνει ένας πομπός (ο δημιουργός της) σε κάποιους δέκτες (θεατές). Οι αδαείς, αγνοώντας την αρχή αυτή της επικοινωνιολογίας, χρησιμοποιούν τη λέξη «μήνυμα» αντί για την λέξη «πολιτική» ή «στρατευμένη».
Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε ότι η «Γη της Επαγγελίας» είναι «πολιτική ή στρατευμένη ταινία». Ένα χαλαρό πολιτικό θρίλερ με ελάχιστη αγωνία, λίγο χιούμορ, μετριότατες ανατροπές και προβλέψιμο φινάλε. Κεντρικό θέμα του το hydraulic fracturing μια - καταστροφική για το περιβάλλον - μέθοδος εξόρυξης φυσικού αερίου πιο γνωστή ως fracking.
Τεράστιες ποσότητες νερού και χημικών διοχετεύονται με πίεση μέσα στη γη. Με αυτό τον τρόπο δημιουργούνται ρωγμές στα πετρώματα που περιβάλουν τα κοιτάσματα και το φυσικό αέριο μπορεί να αντληθεί ευκολότερα. Στη συνέχεια βέβαια τα χημικά περνούν στον υδροφόρο ορίζοντα και μολύνουν τα πάντα. Ολόκληρες περιοχές μετατρέπονται σε νεκρές ζώνες.
Σε μια τέτοια περιοχή πλούσια σε κοιτάσματα φυσικού αερίου καταφθάνουν οι υπάλληλοι μιας κολοσσιαίας εταιρείας (Ματ Ντέιμον και Φράνσις ΜακΝτόρμαντ) οι οποίοι προσπαθούν να πείσουν τους κατοίκους να παραχωρήσουν το δικαίωμα χρήσης του υπεδάφους. Χρησιμοποιούν παραπλανητικές πληροφορίες, αποκρύπτουν την αλήθεια, δίνουν ψεύτικες υποσχέσεις.
Ταυτόχρονα, στην ίδια αυτή περιοχή, φθάνει κι ο εκπρόσωπος μιας οικολογικής οργάνωσης (Τζον Κραζίνσκι) φέρνοντας μαζί του στοιχεία και φωτογραφίες που αποδεικνύουν τις καταστροφές του fracking.
Οι προθέσεις των δημιουργών είναι δηλαδή αγαθές: να ενημερώσουν το διεθνές κοινό για την επικίνδυνη και αμφιλεγόμενη αυτή μέθοδο. Το κάνουν όμως με τον χειρότερο τρόπο. Με την απλοποίηση, τις χοντροκομμένες ευκολίες, το άνοστο χιούμορ, τους κακοσχηματισμένους χαρακτήρες, την προβλέψιμη εξέλιξη.
Τα διλήμματα του κεντρικού ήρωα - ο οποίος θέλει να είναι καλός, αλλά δεν ξέρει τον τρόπο - κονιορτοποιούνται γρήγορα και τον αφήνουν κενό. Το μόνο που απομένει πια είναι το σχήμα του χαρακτήρα του, η σκιά ενός ανθρώπου ανύπαρκτου και ψεύτικου. Το πρόβλημα λοιπόν δεν είναι το ίδιο το, ας το πούμε, «μήνυμα» ή το πολιτικό περίβλημα της ταινίας του Βαν Σαντ, αλλά η ξεπερασμένη και παλιομοδίτικη δομή της.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Ο Κυνηγημένος
Στοχεύοντας προφανώς να εκμεταλλευθεί την επιτυχία μεγάλων ταινιών δράσης των τελευταίων χρόνων όπως η τριλογία Τζέισον Μπορν, και σχεδόν κοπιάρονταςτο «Taken», ο «Κυνηγημένος» αφήνεται σε αυτούς τους μη φιλόδοξους στόχους και καταλήγει με κάτι το αξιοπρεπές μεν, μη αξιομνημόνευτο δε.
Οτιδήποτε από την πρώτη μας εισαγωγή στον κόσμο του Μπεν Λόγκαν, «φιλήσυχου» Αμερικανού «ειδικού στα συστήματα ασφαλείας» που «επέλεξε» να μεταναστεύσει στις Βρυξέλλες για δουλειά όπου πλέον ζει και η έφηβη κόρη του, ως το ανελέητο κυνηγητό τους από μυστηριώδεις φιγούρες και την αποκάλυψη του σκοτεινού παρελθόντος του Μπεν, ακολουθεί την κινηματογραφική πεπατημένη για βολικές συμπτώσεις, ανεγκέφαλες υποπλοκές και την απαραίτητη εταιρική/κυβερνητική συνομωσία - η τελευταία τόσο σατανική και πανίσχυρη που αρχίζει να κλυδωνίζεται από τις πράξεις κάποιου που δεν ενδιαφέρεται καν να την διαλύσει.
Ταυτόχρονα μη ρεαλιστικές και προβλέψιμες χάρη στη συχνή χρήση τους από το (κακό) σινεμά δράσης, οι εξελίξεις της ιστορίας είναι κι αυτές που κάνουν την μεγαλύτερη ζημιά στις προσπάθειες της ταινίας να ξεφύγει από την β'διαλογής, τηλεοπτική της μοίρας. Μόνη εξαίρεση, το άλλα συμπαθές πρωταγωνιστικό δίδυμο του Άαρον Έκχαρτ (που χειρίζεται ικανοποιητικά τις σκηνές δράσης ή/και ξύλου) και της ταλαντούχας Λιάνα Λιμπεράτο («Trust»), που τουλάχιστον πείθουν στη χημεία πατέρα-κόρης και σου δίνουν ένα λόγο να νοιαστείς για την επιβίωσή τους.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Άλλοθι
Στα ελληνικά το «Arbitrage» μεταφράζεται ως «διαιτησία». Στη γλώσσα των οικονομολόγων ωστόσο σημαίνει κάτι πολύ διαφορετικό: τη δυνατότητα κέρδους με μηδενικό κόστος και χωρίς καθόλου ρίσκο - κοινώς, την απόλυτη καπιταλιστική ονείρωξη. Ο Νίκολας Τζαρέκι στο σκηνοθετικό του ντεμπούτο μυθοπλασίας χρησιμοποιεί ένα δράμα θριλερικών αποχρώσεων με πρωταγωνιστές τους καρχαρίες της απρόσιτης κάστας της Γουόλ Στριτ προκειμένου να μιλήσει για αυτό που ο Μαρξ πολύ εύστοχα είχε ονομάσει «μανία για πλουτισμό» και τις ολέθριες συνέπειές του.
Το θέμα είναι παλιό όσο το χρήμα και ο Ρίτσαρντ Γκιρ ενσαρκώνει τον κεντρικό ήρωα, τον χρηματιστή Ρόμπερτ Μίλερ, που ως άλλος Γκόρντον Γκέκο κυριαρχεί στο Μανχάταν. Η ζωή του μοιάζει τέλεια - είναι δισεκατομμυριούχος, έχει μία υπέροχη σύζυγο (Σούζαν Σαράντον), μια κόρη (Μπριτ Μάρλινγκ) η οποία τον λατρεύει παρότι είναι το αφεντικό της στη δουλειά και έναν γιο που του έχει ήδη χαρίσει εγγόνια.
Επειδή ωστόσο τα φαινόμενα σχεδόν πάντα απατούν, το ίδιο κάνει και ο Ρόμπερτ: έχει μια νεαρή Γαλλίδα ερωμένη (Λετίσια Κάστα), ενώ έχοντας εφαρμόσει στο τελευταίο του επιχειρηματικό εγχείρημα τη δημιουργική λογιστική και τα ευρήματα του μεγαλο-απατεώνα Μπέρναρντ Μάντοφ κινδυνεύει να χάσει όλα όσα με κόπο έχει κλέψει/χτίσει τόσα χρόνια. Γι' αυτό προσπαθεί με νύχια και με δόντια να πουλήσει την εταιρεία του πριν όλα τιναχτούν στον αέρα.
Αν δεν τα καταφέρει εκατοντάδες εκατομμύρια των πελατών του θα γίνουν καπνός και δεκάδες άνθρωποι θα χάσουν τις δουλειές τους. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ο Ρόμπερτ βρίσκεται μπλεγμένος σε ένα ποινικό έγκλημα και προσπαθεί να ξεφύγει απο τον στενό αστυνομικό κλοιό. Σε αυτό το γαϊτανάκι σκανδάλων, εξαπάτησης και νομιμοποιημένης κλοπής παρελαύνουν όλοι οι πρωταγωνιστές του «καλού» κόσμου: πανέξυπνοι δικηγόροι που ερμηνεύουν τον νόμο καταπώς τους βολεύει, αδίστακτοι τραπεζίτες, φιλάνθρωπες κυρίες και κακομαθημένα τέκνα απολαμβάνουν την ασυλία που τους προσφέρει το χρήμα αρνούμενοι πεισματικά να αναλάβουν τις συνέπειες των πράξεών τους.
Η ευφυΐα του Τζαρέκι ωστόσο δεν εντοπίζεται στην εύστοχη κοινωνικο-πολιτική κριτική του, αλλά στην παρουσίαση των χαρακτήρων του. Οι παραπάνω πρωταγωνιστές του δράματος δεν είναι οι μονοδιάστατοι κακοί πλούσιοι των οποίων το κοινό αναζητά την παραδειγματική τιμωρία. Αντίθετα, με προεξάρχοντα τον υπερ-διεφθαρμένο και (σχεδόν) σατανικό Ρόμπερτ, οι ήρωες διαθέτουν γοητεία, φινέτσα, χιούμορ και διάθεση τέτοια που σχεδόν αποπλανούν τον θεατή. Ο οποίος αντί να επιθυμεί την καταβαράθρωσή τους πιάνει τον εαυτό του να αγωνιά για τις τύχες τους.
Η σκηνοθεσία ωστόσο δεν αφήνει περιθώρια για μεσοβέζικα συμπεράσματα. Ο Τζαρέκι αρνείται την ευκολία του «και οι πλούσιοι έχουν ψυχή» - στο σύμπαν του όλοι οι λευκοί ολιγάρχες είναι ένοχοι (κάποιοι μέχρι θανάτου): για απληστία, για εγωισμό, για αδιαφορία, ακόμη και ο πιο αθώος χαρακτήρας της κόρης τελικά υφίσταται τις συνέπειες της άγνοιάς του.
Και αφού είναι ένοχοι γιατί τους συμπαθούμε; Γιατί θέλουμε να σωθούν; Μάλλον για τον ίδιο λόγο που γινόμαστε θεατές στο παράλογο θέατρο του άκρατου καπιταλισμού χωρίς να αντιδρούμε: έχουμε συνηθίσει, έχουμε κουραστεί, έχουν την εξουσία. Αλλά ο Τζαρέκι έρχεται να μας θυμίζει πόσο εξοργισμένοι θα έπρεπε να είμαστε πραγματικά. Και πως - όσο κι αν η παράσταση συνεχίζεται - τα θεμέλια είναι σάπια και ετοιμόρροπα.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Ανάμεσα Σε Δυο Κόσμους
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Αγάπησα Ένα Ζόμπι
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Όμορφα Πλάσματα
Οι συγκρίσεις είναι ίσως τεμπέλικες αλλά σίγουρα αναπόφευκτες - τα «Όμορφα Πλάσματα», εξάλλου, έφτασαν στους κινηματογράφους χάρη στην τεράστια επιτυχία της μητέρας όλων των εφηβικών φραντσάιζ, της σειράς ταινιών του «Λυκόφωτος» δηλαδή, και υιοθετούν με ζήλο αρκετά από τα κλισέ του είδους του υπερφυσικού νεανικού ρομάντζου: τα μοναχικά κορίτσια, τα ερωτοχτυπημένα αγόρια, μια μικρή πόλη, υπερφυσικά μυστικά και καταραμένες ρομαντικές ιστορίες.
Η πρώτη ταινία (από τις πιθανές τέσσερις) στη νέα σειρά, όμως, καταφέρνει να συγκεντρώσει αρκετές περισσότερες αρετές από οποιοδήποτε σοβαροφανές Twilight κεφάλαιο και αποτελεί μια καλή εισαγωγή σε ένα κόσμο που προορίζεται καθαρά για μια συγκεκριμένη ηλικιακή ομάδα, σε καμιά περίπτωση όμως δεν καταντά ανυπόφορος.
Η ιστορία βέβαια είναι όσο δραματική και προβλέψιμη περιμένει κανείς από μια εφηβική ιστορία αγάπης που τα βάζει με υπερφυσικά στοιχεία. Ο διαβαστερός αλλά και κοινωνικός, ομορφούλης Ίθαν τυχαία έρχεται κοντά στην εκκεντρική, μαζεμένη νέα μαθήτρια του σχολείου του, για να ανακαλύψει ότι η Λένα προέρχεται από οικογένεια μαγισσών και θα έρθει αντιμέτωπη με τη μοίρα της την κρίσιμη μέρα των 16ων γενεθλίων της, οπότε και θα την διεκδικήσουν το Καλό και το Κακό. Η έκβαση της μέρας θα κρίνει την μετέπειτα ζωή της και η οικογένειά της δεν είναι ευχαριστημένη όταν την βλέπουν να μπλέκεται συναισθηματικά με έναν θνητό...
Η πλοκή είναι ταυτόχρονα πολύπλοκη στη μυθολογία της αλλά και αναμενόμενα αφελής στους συμβολισμούς της, προορισμένη καθαρά και αδιαπραγμάτευτα για ρομαντικές φαντασιώσεις και εφηβικές ιδεοληψίες κοινωνικής απομόνωσης και αγωνίας για το μέλλον.
Η βασική διαφορά της ταινίας, και αρετή που την εξιλεώνει για όποια ατοπήματα στη συνέχεια, είναι ότι τιμά την πρωταγωνίστριά της, δίνοντάς της τα ηνία της ίδιας της ιστορίας (κάτι που οι ταινίες «Λυκόφως» δυσκολεύεται να ισχυριστεί), και - το κυριότερο - δεν παίρνει τον εαυτό της και πολύ στα σοβαρά. Εκεί που στο «Λυκόφως» είχαμε να υπομείνουμε ματιές με νόημα που διαρκούσαν μήνες, και βαριά, άβολη ατμόσφαιρα απαγορευμένης επιθυμίας και μυστηρίου ανάμεσα σε δύο πρωταγωνιστές με χημεία αλλά χωρίς ιδιαίτερα χαρισματικές παρουσίες στους ρόλους τους, τα «Πλάσματα» επιλέγουν έναν πιο χαλαρό τόνο και αφήνουν τους ηθοποιούς τους να το διασκεδάσουν κάπως.
Κανείς δεν το εκμεταλλεύεται αυτό περισσότερο από την διασκεδαστικότατη Έμμα Τόμσον (που σβήνει τους άλλους από το χάρτη σε όχι έναν αλλά δύο, πολύ διαφορετικούς ρόλους ως θρησκόληπτη κυρία και σατανική μάγισσα) και σε δεύτερο βαθμό και την έτερη κακιά μάγισσα της ιστορίας, Έμι Ρόσαμ, ενώ ο Τζέρεμι Άιρονς και η Βαϊόλα Ντέιβις, από την άλλη, είναι μάλλον αμήχανοι και βαρετοί με τους σαφώς λιγότερο ζουμερούς τους ρόλους.
Ακόμη όμως και οι πρωτοεμφανιζόμενοι πρωταγωνιστές Άλις Ίνγκλερτ και Όλντεν Ερενράιχ γλιτώνουν με την αξιοπρέπειά τους άθικτη, παρά τις επιβεβλημένες σκηνές κλισέ ρομαντζάδας και την έλλειψη ουσιαστικής δράσης πέρα από την αναμονή για την μοιραία μέρα, και παραμένουν πειστικοί – παρά την φανερή διαφορά ηλικίας με τους χαρακτήρες που υποδύονται – και τελικά συμπαθέστατοι.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Σώμα με Σώμα
Ο Ζακ Οντιάρ είναι αναμφισβήτητα ένας σκηνοθέτης ανδρών. Στο σύμπαν του, το αρσενικό κυριαρχεί στην οθόνη και ξεγυμνώνεται σε όλη του την αφέλεια, την ενστικτώδη παρόρμηση, την περηφάνια, τη βλακεία, τον πόνο και το - απροσδόκητο - βάθος. Το βλέμμα του δεν είναι φαλλοκρατικό κι οι άνδρες του δεν είναι ποτέ καλύτεροι από τις γυναίκες, αντίθετα προσδιορίζονται (και συνήθως σώζονται) μέσα από αυτές.
Μετά από τον αριστουργηματικό «Προφήτη» λοιπόν, που απέσπασε μία υποψηφιότητα ξενόγλωσσου Όσκαρ και την παγκόσμια αποδοχή, ο σκηνοθέτης του «Χτύπου Που Έχασε η Καρδιά Μου» κάνει μία στροφή προς το είδος του μελοδράματος. Και κερδίζει το στοίχημα επειδή γνωρίζει τέλεια τη δομή του και τον τρόπο που αυτή ανατρέπεται.
Η ιστορία του είναι μία από τις κλασικές αφηγήσεις έρωτα και ταλαιπωρίας. Επιπόλαιο και βασανισμένο αγόρι γνωρίζει κορίτσι - το κορίτσι χρειάζεται έρωτα ενώ το αγόρι δεν έχει ιδέα τι θέλει - το αγόρι θα πληγώσει το κορίτσι. Αλλά δεν είναι η αγάπη που στο τέλος πάντα θριαμβεύει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο;
Επειδή ωστόσο η ταινία είναι του Οντιάρ (και όχι του Γκάρι Μάρσαλ), το αγόρι είναι ο άστεγος Αλί (Ματιάς Σενάρτς), που εγκαθίσταται τελικά στο σπίτι της αδερφής του στις Κάννες, μαζί με τον πεντάχρονο γιο του. Το κορίτσι είναι η εκπαιδεύτρια φαλαινών Στεφανί (Μαριόν Κοτιγιάρ) που μετά από ένα τραγικό ατύχημα στη δουλειά χάνει και τα δύο της πόδια.
Η αναπηρία της Στεφανί όμως αποκαλύπτει και την –συναισθηματική- αναπηρία του Αλί. Ανίκανος να βιώσει τις επιθυμίες του και να εκφράσει αγάπη (ακόμη και για τον ίδιο τον γιο του) θα πέσει ξαφνικά με τα μούτρα πάνω στον συμπαγή συναισθηματικό κόσμο της Στεφανί. Μαζί, θα μάθουνε και οι δύο να περπατάνε ξανά από την αρχή.
Μέσα από τη φιλία που αναπτύσσουν πρώτα οι δύο ήρωες και από τις καθημερινές, μικρές και μεγάλες τραγωδίες με τις οποίες έρχονται αντιμέτωποι (ο Αλί παράλληλα επιδίδεται σε αγώνες πυγμαχίας και άλλες παρανομίες για να κερδίζει χρήματα), στο δρόμο τους βρίσκουν τον έρωτα.
Είναι ένας έρωτας ξαφνικός και ολοκληρωτικός που έρχεται χωρίς να τον ζητήσουν και χωρίς να τον περιμένουν. Είναι ο έρωτας των απελπισμένων, των αγανακτισμένων, των απόκληρων. Ο έρωτας δυο ανθρώπων που βρίσκονται στο περιθώριο της ευημερίας, στο κέντρο της ευρωπαϊκής κρίσης, της ανεργίας, της φτώχιας.
Αλλά- πρώτα από όλα- είναι ο έρωτας που θα τους αποκαλύψει όλα όσα δεν είχαν ιδέα ότι χρειάζονταν στη ζωή τους.
Αν τα παραπάνω ακούγονται μελό και τετριμμένα, ο Οντιάρ φροντίζει να τα μετατρέψει με το δυναμικό οπτικό του στυλ, που αρνείται πεισματικά τις φανφάρες, χτίζει έναν κόσμο με απόλυτη οικονομία και δε φοβάται να δείξει την κατάσταση των πραγμάτων: τις ουλές στα πόδια της Στεφανί, τον αντίκτυπο της ανευθυνότητας του Αλί στους γύρω του, το αίμα και τα σπασμένα κόκαλα των καυγάδων.
Αυτός ο ύμνος στην ανθρωπιά και τη θέληση για ζωή δε φοβάται τα κλισέ (διότι συνεχώς παίζει μαζί τους) και κυρίως δεν φοβάται τις ανατροπές που το οδηγούν σε ένα εξαίσιο, σπαρακτικό, συγκινητικό και λυτρωτικό φινάλε.
Σε κάθε του καρέ το «Σώμα με Σώμα» φανερώνει τη δεξιοτεχνική δεινότητα του σκηνοθέτη του, ο οποίος αποσπά μία από τις καλύτερες ερμηνείες της Μαριόν Κοτιγιάρ μέχρι σήμερα και συστήνει στο ευρύ κοινό τον εξαιρετικό Βέλγο ηθοποιό Ματιάς Σενάρτς («Bullhead»).
Κυρίως όμως, δείχνει πώς οι ήρωές του μαθαίνουν να ζουν με τα ακρωτηριασμένα τους άκρα, τα ματωμένα τους πρόσωπα και τις πιο απίθανες ελλείψεις. Η ελπίδα που τους κρατάει ζωντανούς είναι χτισμένη πάνω σε σκουριά και κόκαλα, όπως δηλώνει και ο πρωτότυπος, γαλλικός, τίτλος.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Χίτσκοκ
Η ιστορία που συναντάμε στην ήσσονος σημασίας δημιουργία του Σάσα Τζερβάζι είναι απλή: πώς ένας από τους πιο αξιοσέβαστους σκηνοθέτες στον κόσμο κατόρθωσε εν έτει 1960 να παλέψει με τις προσδοκίες και τις επιφυλάξεις των πάντων και να παραδώσει μια από τις καλύτερες και πιο ριζοσπαστικές ταινίες τρόμου που έγιναν ποτέ.
Σύμφωνοι, οι υπεύθυνοι των μεγάλων χολιγουντιανών στούντιο αρνήθηκαν να υποστηρίξουν αυτό που αρχικά τους φαινόταν ως ένα φτηνιάρικο φιλμ β' διαλογής και σχεδόν ολόκληρος ο περίγυρος του βρετανικής καταγωγής, 60χρονου τότε σκηνοθέτη αντιμετώπισε με δισταγμό την απόφασή του να φιλμάρει μια νοσηρή και ακραία διεστραμμένη ιστορία.
Με τη βοήθεια της συζύγου και τακτικής συνεργάτιδός του, Αλμα Ρέβιλ, και με τα άφθονα δημιουργικά καύσιμα που του παρείχαν μια σειρά από ανεκδήλωτες νευρώσεις και απωθημένα του ιδίου, ωστόσο, η ευφυία του Άλφρεντ Χίτσκοκ δούλεψε και όλοι μας μπορούμε να μιλάμε ακόμη με τον ίδια θαυμασμό για το «Ψυχώ», εξήντα τρία χρόνια μετά την πρώτη κυκλοφορία του.
Ακόμα και οι λιγότερο ενημερωμένοι θεατές θα έχει τύχει κάποια στιγμή να σκοντάψουν πάνω σε κάποια από τις ενδιαφέρουσες παρασκηνιακές λεπτομέρειες που σχετίζονται με το γύρισμα της εμβληματικής αυτής ταινίας. Ο Σάσα Τζερβάζι και ο σεναριογράφος του, Τζον Τζ. ΜακΛάφλιν, επιχειρούν, εντούτοις, να μετατοπίσουν το ενδιαφέρον τους από ένα ξεκάθαρο making of του μυθικού φιλμ σε κάποιες αθέατες και πιο ιδιωτικές στιγμές του δημιουργού που το υπέγραψε.
Εκείνες που αφορούν στις κρυφές του ψυχώσεις, στη σχέση του με μια στωική σύζυγο που ανέχεται με υπομονή τις πολυάριθμες ιδιορρυθμίες του επώνυμου άντρα της, στις συζητήσιμες εμμονές που καλλιεργούσε με τις περισσότερες ξανθιές πρωταγωνίστριές του και στην προσωπική του σταυροφορία να αποδείξει στον εαυτό του (και όχι μόνο) ότι είναι ικανός για τα πιο ριψοκίνδυνα φιλμικά σχέδια.
Το πρόβλημα με το «Χίτσκοκ» είναι, παρ'όλα αυτά, ότι δεν ξέρει σε ποιο κοινό απευθύνεται και τι ακριβώς θέλει να πει. Ανάμεσα στο σινεφίλ καλαμπούρι και στο ελαφρύ κουτσομπολιό- εκείνο που φαντάζεται κανείς να μονοπωλεί τις συζητήσεις σε ένα απογευματινό τσάι μεταξύ μεσήλικων κυριών, το φιλμ καταφέρνει να μην αξιοποιεί επαρκώς καμία από τις δύο πλευρές του.
Το αποτέλεσμα είναι να μη μένει κανείς ευχαριστημένος: Οι θαυμαστές του χιτσκοκικού έργου θα φύγουν με άδεια χέρια, αφού η ταινία προσεγγίζει ελάχιστες παραμέτρους από την διαδικασία που οδήγησε στην πραγματοποίηση του «Ψυχώ», ενώ οι θεατές που προτιμούν τις πιο γαργαλιστικές αφηγήσεις θα χρειαστεί να αρκεστούν σε φευγαλέες υπόνοιες για τις πιο μυστηριώδεις και αξεδιάλυτες ψυχολογικές πτυχές ενός από τους δημοφιλέστερους δημιουργούς στα χρονικά του κινηματογράφου.
Με την βοήθεια του προσθετικού μακιγιάζ, ο Αντονι Χόπκινς κατορθώνει μια πετυχημένη μίμηση στον πρωταγωνιστικό ρόλο, οι Σκάρλετ Γιόχανσον και Τζέιμς Ντ' Αρσι μοιάζουν με εμπνευσμένες επιλογές για τους χαρακτήρες των Τζάνετ Λι και Αντονι Πέρκινς αντίστοιχα και η μαγνητική παρουσία της Ελεν Μίρεν προσφέρει την μία, πραγματικά ξεχωριστή, ερμηνεία του φιλμ. Κρίμα μοναχά που οι παιχνιδιάρικες και αφοσιωμένες παρουσίες των ηθοποιών δεν υποστηρίζονται από ένα καλύτερο υλικό και από μια πιο δουλεμένη θεματικά ταινία.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Μετά τη Λουτσία
Υπάρχουν αρκετοί τρόποι για να τοποθετηθεί κανείς απέναντι σε μια τόσο εφιαλτική ιστορία, όπως αυτή που διηγείται στη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του ο μεξικανικής καταγωγής σκηνοθέτης: Ένα μαρτυρικό ταξίδι ταπεινώσεων και βιαιοπραγιών, αποτέλεσμα βάναυσης σχολικής παρενόχλησης, με πρωταγωνίστριά του ένα κορίτσι που έχει χάσει πρόσφατα τη μητέρα του και το οποίο δέχεται καρτερικά τους εξευτελισμούς στους οποίους το υποβάλλουν οι συμμαθητές του.
Με ένα τόσο αβανταδόρικο θέμα ανά χείρας οποιοσδήποτε θα μπορούσε να κάνει συναισθηματικές παραχωρήσεις και πολύ πιθανόν θα είχε ενδώσει στο εύκολο παιχνίδι της πρόκλησης. Ευτυχώς που ο Μισέλ Φράνκο αποφάσισε να ακολουθήσει ένα πιο εγκρατές μονοπάτι, επιλέγοντας να τηρήσει αποστάσεις από τα όσα απεικονίζει και να κρατήσει για τον εαυτό του τον ρόλο του ψύχραιμου παρατηρητή.
Δεν αφαιρεί παρ' όλα αυτά από τα όσα συμβαίνουν επί οθόνης το δικαίωμά τους να ενοχλούν, να σοκάρουν και να φέρνουν τον θεατή σε εξαιρετικά άβολη θέση, κατορθώνοντας ο αντίκτυπος που θα αφήσει το φιλμ πάνω στο κοινό να είναι σφοδρός. Κάπως έτσι, μπροστά στην πειθαρχημένη και αμέτοχη κάμερα του Φράνκο, η εφηβεία μετατρέπεται σε μια επίγεια κόλαση, μια παρέα παιδιών γίνεται εστία ανείπωτης σκληρότητας και ένα αθώο κορίτσι στέκει ως καρτερικός αποδέκτης μερικών από τις πιο αποκρουστικές εκδηλώσεις της ανθρώπινης φύσης.
Ταινία τρόμου βγαλμένη όχι από κάποιο νοσηρό σενάριο αλλά από τις κρυμμένες βαναυσότητες της αληθινής ζωής, το «Μετά την Λουτσία» αποτυπώνεται σε φιλμ ως μια αποκαλυπτική εμπειρία όχι μόνο πάνω στη δυνατότητα καθενός μας να διαπράξει το χειρότερο αλλά στην οδύνη και στις συνέπειες που μπορεί να επιφέρει μια τέτοια πράξη.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Jack Reacher
Έτσι για αλλαγή, οι αλλόκοτες πεποιθήσεις του Τομ Κρουζ, η περιπετειώδης προσωπική του ζωή και η αλλοπρόσαλλη δημόσια συμπεριφορά του δεν ήταν αυτά που έδωσαν την πιο πρόσφατη αφορμή για ατελείωτα ντιμπέιτ και επιθέσεις στο πρόσωπό του από τη μεριά του κοινού. Ήταν το γεγονός ότι ανέλαβε έναν από τους πλέον εμβληματικούς ρόλους της πρόσφατης αστυνομικής λογοτεχνίας, τον Τζακ Ρίτσερ, έναν τερατώδους σωματικής διάπλασης περιθωριακό τύπο με υπεράνθρωπες ικανότητες και έναν αντισυμβατικό κώδικα ηθικής που πρωταγωνιστεί στη φοβερά επιτυχημένη σειρά βιβλίων του Λι Τσάιλντ.
Η κυριότερη αντίρρησή τους ήταν ακριβώς αυτή η μοναδική σωματική διάπλαση - ο Τομ Κρουζ είναι ικανότατος αθλητής και εκτελεστής επικίνδυνων σκηνών, αλλά ύψος ή εκτόπισμα δεν έχει, τουλάχιστον χωρίς τη βοήθεια μιας σωστά τοποθετημένης κάμερας. Η κυριότερη αντίρρησή τους θα έπρεπε όμως να ήταν ακριβώς το γεγονός ότι ο Τομ Κρουζ αδυνατεί να είναι οτιδήποτε άλλο επί της οθόνης παρά ο σταρ μεγατόνων Τομ Κρουζ.
Τα πάντα γύρω από την μέτρια σε όλα της ταινία μοιάζουν ακινητοποιημένα γύρω από τον κεντρικό χαρακτήρα, υπερβολικά ερωτοχτυπημένα με τον τάχα μου μεγάλο θρύλο που αντιπροσωπεύει για να προσπαθήσουν έστω να πρωτοτυπήσουν. Η ιστορία και η εκτέλεσή της είναι πέρα για πέρα απαράλλακτη από όποιο άλλο θρίλερ μυστηρίου που ενσωματώνει στοιχεία ταινίας δράσης: πέρα από την ανατριχιαστική αρχική σεκάνς και μία εξαιρετικά γυρισμένη σκηνή καταδίωξης με αμάξια, κανένα οπτικό ενδιαφέρον, καμία αφηγηματική σπίθα στο μυστήριο, καμία όρεξη στις ερμηνείες. Μέχρι την καθυστερημένη άφιξη του Ρόμπερτ Ντιβάλ, μόνο ο Βέρνερ Χέρζογκ (ναι, για τον γνωστό σκηνοθέτη πρόκειται) μοιάζει να το διασκεδάζει στον ρόλο του αρχι-κακού, αλλά δυστυχώς υπο-χρησιμοποιείται και αδυνατεί να δώσει μια αίσθηση παραπάνω απειλής στις εξελίξεις στον ελάχιστο χρόνο που του διατίθεται.
Ακόμη και αυτό θα ήταν αρκετό, όμως, αν ο κεντρικός χαρακτήρας ανταποκρινόταν στο υπερβολικό δέος με το οποίο συστήνεται και αποθεώνεται, σκηνή μετά από σκηνή. Αλλά στην πραγματικότητα, ο Τομ Κρουζ προσάρμοσε στα μέτρα του τον Τζακ Ρίτσερ, τον εμβληματικό για το ύψος του και τις μυστηριώδεις μεθόδους του ερευνητή. Και το ύψος, το σημείο για το οποίο διαμαρτυρήθηκαν εντονότατα οι αμέτρητοι φαν των βιβλίων είναι το λιγότερο: ο Κρουζ έχει μια ιστορία πια στις ταινίες δράσης - και έχει αποδείξει την ικανότητα και τη φυσική του κατάσταση - αλλά αδυνατεί να ξεφύγει από αυτή του την, ομολογουμένως αποτελεσματική, περσόνα και να μπει στο ρόλο του Ρίτσερ (όπως έκανε επιτυχημένα στο «Collateral»), αναδεικνύοντας ταυτόχρονα την ταινία σε κάτι το διαφορετικό.
Ο δικός του Ρίτσερ είναι απλώς ένας κακοδιάθετος Ίθαν Χαντ των «Επικίνδυνων Αποστολών», ένας λίγο πιο αμφιλεγόμενος Τζον Άντερτον του «Minority Report», ένας πιο σκοτεινός Ρόι Μίλερ του (κάκιστου) «Knight and Day» - τίποτα πιο ενδιαφέρον, τίποτα πιο αξιομνημόνευτο.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Η Ωραία Κοιμωμένη
Με όχημα μια αληθινή ιστορία, την υπόθεση της νεαρής Ελουάνα Ενγκλάρο, που έπεσε σε κώμα ύστερα από αυτοκινητιστικό ατύχημα, γεγονός το οποίο εξώθησε τον πατέρα της να διεκδικήσει το δικαίωμα της κόρης του στην ευθανασία, προκαλώντας πολιτικές και εκκλησιαστικές συγκρούσεις στην Ιταλία, ο Μάρκο Μπελόκιο κινείται ανάμεσα στο μελόδραμα και στη σάτιρα.
Τέσσερις ιστορίες χτίζονται γύρω από τον άξονα του πραγματικού αυτού γεγονότος και ερευνούν τα όρια της ελευθερίας του ανθρώπου απέναντι στον εαυτό του, τους γύρω του, υπό το ευρύτερο πρίσμα της κάθε μορφής εξουσίας.
Επιδέξιος στοχαστής πάνω στη σχέση των ατομικών και συλλογικών ελευθεριών, ο Μπελόκιο κρατά τις αποστάσεις του και εξελίσσει το πολυεπίπεδο θέμα του με τη συνδρομή των εξαιρετικών του ηθοποιών (Τόνι Σερβίλο, Ιζαμπέλ Ιπέρ) δίνοντας στον θεατή τροφή για σκέψη. Του λείπει, ωστόσο, η έμπνευση στη σκηνοθεσία, που θα έβγαζε το φιλμ από τα στεγανά ενός ευπρεπούς τηλεοπτικού δράματος.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Οι Διώκτες του Εγκλήματος
Αν θέλουμε κατ' αρχάς να είμαστε ακριβείς με την Ιστορία, κάτι που οι δημιουργοί του φιλμ θεώρησαν μάλλον περιττό, τότε ο Μίκι Κόεν υπήρξε πράγματι ένας από τους πιο διαβόητους και ισχυρούς εκπροσώπους του Αμερικανικού υποκόσμου. Σε καμιά περίπτωση, ωστόσο, δεν φαίνεται να ήταν το ψυχωτικό κτήνος που με παραπανίσιο στόμφο (και φανερή υπερβολή στο προσθετικό μακιγιάζ) υποδύεται ο Σον Πεν. Ούτε, ασφαλώς, έπεσε νεκρός από τις σφαίρες του βετεράνου αστυνομικού επιθεωρήτη που προσπαθεί να ερμηνεύσει όσο πιο αξιοπρεπώς μπορεί ο Τζος Μπρόλιν. Αντιθέτως έζησε μέχρι το 1976 και μάλιστα εξέδωσε μια λεπτομερή αυτοβιογραφία, στην οποία ομολογούσε μεταξύ άλλων ότι «ποτέ δεν σκότωσα κάποιον ο οποίος να μην άξιζε να πεθάνει».
Η έλλειψη αληθοφάνειας δεν είναι, βεβαίως, το πρόβλημα με την ανέμπνευστη γκανγκστερική ρέπλικα την οποία σκηνοθέτησε ο Ρούμπεν Φλάισερ, διατηρώντας ατυχώς την ίδια καρτουνίστικη και επιπόλαιη προσέγγιση στο θέμα της βίας που είχε υιοθετήσει με πιο ταιριαστό τρόπο στην κωμωδία τρόμου «Zombieland».
Φτωχός συγγενής των «Αδιάφθορων» του Μπράιαν Ντε Πάλμα, οι «Διώκτες του Εγκλήματος» αποτελούν ένα ιλουστρασιόν αναμάσημα από παλιότερες και καλύτερες δημιουργίες του είδους, το οποίο προσπαθεί να μεταμφιέσει την σεναριακή και σκηνοθετική ανεπάρκειά του πίσω από μια εξαιρετική δουλειά στην καλλιτεχνική διεύθυνση και την σχολαστική αναβίωση των ημερών του '40, όσο κι από ένα στιβαρό επιτελείο ηθοποιών που σε οποιαδήποτε άλλη ταινία θα αποτελούσαν πιθανόν εγγύηση για το αξιόλογο αποτέλεσμα.
Τι να σου κάνουν εδώ οι ηθοποιοί, παρ' όλα αυτά, όταν καλούνται να ξεστομίζουν ξύλινα κομμάτια διαλόγου, έχουν επωμισθεί ρόλους που μοιάζουν λιγότερο με χαρακτήρες και περισσότερο με στερεότυπα και προσπαθούν να βρουν άτσαλα τη θέση που τους ταιριάζει σε ένα σικέ φιλμ νουάρ όπου οι υπεύθυνοι του βεστιαρίου φαίνεται να έκαναν περισσότερη δουλειά απ' ότι μπήκε στον κόπο να κάνει ο σεναριογράφος;
Οσο για την πολιτική ατζέντα του φιλμ, εκείνη που επιλέγει να μετατρέψει τον κακό της υπόθεσης σε μια υπερμοχθηρή και γκροτέσκα φιγούρα προκειμένου να δικαιώσει έτσι τις πολυάριθμες ασυδοσίες της αστυνομίας που επί δύο περίπου ώρες δείχνει να αποθεώνει το σενάριο, θα ήταν προτιμότερο να παραμείνει ασχολίαστη. Στο κάτω κάτω της γράφης, οι αξιώσεις των «Διωκτών του Εγκλήματος» δεν ξεπερνούν αντικειμενικά αυτές ενός καλογυαλισμένου χολιγουντιανού pulp. Πίσω από τους καπνούς των αυτόματων όπλων, τα εξαντλητικά αιματοκυλίσματα, το στυλιζάρισμα που αγγίζει τα όρια της παρωδίας ή τα ντεκόρ και τα κοστούμια που ανταγωνίζονται μεταξύ τους σε χρώμα, δεν κρύβεται απολύτως τίποτα.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Το Κεφάλαιο
Κατά μια έννοια, οι ταινίες «οικονομικής φαντασίας» που γυρίζει τα τελευταία χρόνια ο αγέρωχος Κώστας Γαβράς, θα λέγαμε πως έχουν αποτελεσματικότερο πολιτικό λόγο από τις λεγόμενες πολιτικές που κάποτε γύριζε, κι ας μην έχουν στη βάση τους πραγματικά πολιτικά πρόσωπα ή αυθεντικά πολιτικά γεγονότα όπως εκείνες.
Τέτοιο είναι και το νέο του φιλμ, ένα θρίλερ «οικονομικής φαντασίας» καθόλου, όμως, μακριά από την τρέχουσα χρηματοπιστωτική πραγματικότητα, όπου στέλεχος γαλλικής τράπεζας, αφού κληρονομεί τη θέση της προεδρίας από τον θανόντα από καρκίνο τέως πρόεδρο, αγωνίζεται με νύχια και με δόντια να διατηρήσει την καρέκλα του κόντρα στους συνωμότες του Διοικητικού Συμβουλίου που τον θεωρούν προσωρινό και αναλώσιμο και που θέλουν μια ώρα αρχύτερα να ξεπουλήσουν τον οργανισμό στους Αμερικανούς μετόχους... Στυγνότητα εναντίον στυγνότητας και διαπραγματευτικές μπλόφες τύπου παρτίδας πόκερ στο πλαίσιο ενός ευρύτερου καπιταλιστικού συστήματος με σταθερή αξία τη διαφθορά.
Μπορεί να μην πρωτοτυπεί ο 79χρονος σκηνοθέτης στα θέματά του, ιδίως τώρα που ανάλογες ταινίες αμφισβήτησης ξεπροβάλλουν από παντού, πάντως τα ενορχηστρώνει με ορμή και νεύρο νεανία και μέσα από ένα πανούργο συγκέρασμα του δραματικού με το σατιρικό και του ρεαλιστικού με το φαντασιακό, όπως είχε πριν από λίγα χρόνια κάνει και με το (στιβαρότερο και πιο πρωτότυπο) «Τσεκούρι».
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Love in the End
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Man at Sea
Σπανίζουν οι φορές όπου ένας καλλιτέχνης παραδέχεται το λάθος του και προσπαθεί να δουλέψει πάνω σε αυτό με σκοπό να το διορθώσει, ή έστω να το περιορίσει. Από την άποψη αυτή η ειλικρίνεια με την οποία ο Κωνσταντίνος Γιάνναρης αντιμετώπισε την προβληματική πρώτη εκδοχή της νέας ταινίας του με τίτλο «Man at Sea», την οποία αξίζει να σημειωθεί ότι δούλευε για τέσσερα ολόκληρα χρόνια, είναι από μόνη της αξιέπαινη.
Αμέσως μετά την αποκαρδιωτική πρεμιέρα του φιλμ, τον προπερασμένο Φλεβάρη στο Φεστιβάλ Βερολίνου, ο σκηνοθέτης αποφάσισε να επιχειρήσει ένα καινούργιο μοντάζ που θα μπορούσε ενδεχομένως να βελτιώσει το ξεκάθαρα ελαττωματικό υλικό το οποίο είχε στα χέρια του και, μάλιστα, δεν δίστασε να παραδεχτεί ανοιχτά πόσο η ενασχόλησή του με την ταινία στάθηκε μια διαδικασία που τον ταλαιπώρησε πολύ.
Ολοκληρώνοντας το «Man at Sea» κάτω από την ταμπέλα ενός «Director's Cut», ο Γιάνναρης αποκαλύπτει τώρα όχι μια ριζικά διαμορφωμένη ταινία (σε σχέση με ό,τι είχαμε, τέλος πάντων, δει στην πρώτη της βερσιόν) αλλά μια οπωσδήποτε φιλότιμη προσπάθεια.
Η ιστορία και η πρόθεση παραμένουν ίδιες: ένα δεξαμενόπλοιο που ταξιδεύει στα ανοιχτά της θάλασσας και οι συγκρούσεις που δεν αργούν να ξεσπάσουν ανάμεσα στους αλλοεθνείς επιβάτες του- ένα πολυφυλετικό πλήρωμα και μια ομάδα 35 νεαρών μεταναστών που περισυλλέγονται από το πέλαγος- προσφέρεται για ένα δυνατό σχόλιο πάνω στο ζήτημα της συνύπαρξης, της διαφορετικότητας και της ανοχής σε μια multi culti μοντέρνα κοινωνία που δυσκολεύεται ακόμη να απορροφήσει οτιδήποτε φαντάζει ξένο και ανοίκειο σε αυτήν.
Παρ' όλο που το τελικό σύνολο μοιάζει λιγότερο χαοτικό και πιο συμπαγές από την προηγούμενη φορά, ελάχιστα πράγματα λειτουργούν και πάλι όπως πρέπει. Πασχίζοντας ανάμεσα στους πάμπολλους χαρακτήρες και τις ατομικές ιστορίες τους, καθεμιά από τις οποίες θα μπορούσε να αποτελέσει μια ταινία από μόνη της, το «Man at Sea» χάνει τον έλεγχο της δράσης, της συνοχής του και των ρυθμών του, αδυνατεί να ελέγξει οπτικά και θεματικά το πολυπληθές ανθρώπινο σώμα του και καταλήγει να μοιάζει περισσότερο με εκτενές τρέιλερ ταινίας παρά με κανονικό φιλμ.
Καταστάσεις τηλεγραφούνται στον θεατή αντί να αναπτύσσονται επαρκώς, ολόκληρες υποπλοκές παραμένουν ανεκμετάλλευτες, φαινομενικά ενδιαφέροντες ήρωες δεν προλαβαίνουν ποτέ να αποκτήσουν βάρος και υπόσταση, η σκηνοθεσία φανερώνει αδυναμία εστίασης και η αφήγηση παρουσιάζει χάσματα.
Δημιουργός συνήθως πειθαρχημένος και αυστηρός, ο Γιάνναρης μοιάζει εδώ με καπετάνιο που πελαγοδρομεί, προσπαθώντας να σώσει το σκάφος και το πλήρωμά του από πιθανό ναυάγιο. Τα καταφέρνει οριακά, έστω κι αν το «Man at Sea» παραμένει από την αρχή μέχρι το τέλος του ένα δημιούργημα που αγωνίζεται να φανερώσει το πολύ καλό φιλμ που κρύβει βαθιά μέσα του.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Hannah Arendt
Όταν η φιλόσοφος και πανεπιστημιακή καθηγήτρια Χάνα Άρεντ διατύπωσε τις απόψεις της σχετικά με το Ολοκαύτωμα με αφορμή τη Δίκη Άιχμαν, και μίλησε για πρώτη φορά για την «κοινοτοπία του κακού», ο κόσμος δεν ήταν ακόμη έτοιμος για αυτές. Η ιδέα της εξάλλου ότι πίσω από εγκληματίες όπως ο Ναζί Άιχμαν (ο οποίος είχε αναλάβει την οργάνωση της μεταφοράς εκατομμυρίων Εβραίων σε στρατόπεδα συγκέντρωσης) δεν κρύβονταν μια συνεπής ιδεολογική στάση, αλλά μια ανικανότητα να σκεφτούν για τον εαυτό τους και μια τάση να ακολουθούν διαταγές χωρίς σκέψη, ήταν άκρως προκλητική για το κοινό αίσθημα που ακόμη προσπαθούσε να συνέλθει από τις φρικιαστικές περιπτώσεις που είχαν αποκαλυφθεί μερικά χρόνια πριν. Η Άρεντ, όμως, τόλμησε να πάει κόντρα στις στερεοτυπικές απεικονίσεις και κραταιές απόψεις, και διατύπωσε με θράσος σχεδόν μια επαναστατική εναλλακτική οπτική που την κατέστησε στόχο δριμείας κριτικής ακόμη και από στενούς της φίλους.
Η ταινία της Μαργκαρίτα Φον Τρότε σκιαγραφεί την περίοδο εκείνη, τα τέσσερα χρόνια πριν, κατά τη διάρκεια και μετά από την δίκη Άιχμαν, και τη συγγραφή του επίμαχου άρθρου. Είναι μια σοφή επιλογή - οποιαδήποτε απόπειρα σε βιογραφία θα καταδίκαζε τις ιδέες της Άρεντ να μείνουν στο περιθώριο, έτσι ώστε να αφήσουν χώρο και χρόνο στις διάφορες εξελίξεις της πολυτάραχης ζωής της.
Τώρα όμως οι ιδέες της είναι στο προσκήνιο, αφού η ταινία αφιερώνει πολύ χρόνο σε συζητήσεις της Χάνα με συναδέλφους, συνεργάτες, φίλους, μαθητές και το σύζυγό της, ξεδιπλώνοντας έτσι ψύχραιμα και συγκεντρωμένα τον ενδιαφέροντα τρόπο σκέψης της και τις συναρπαστικές ιδέες που αυτός γέννησε. Βοηθά σε αυτό και η πειστικότατη ερμηνεία της Μπάρμπαρα Σούκοβα, η οποία αποτυπώνει ιδανικά την υψηλή νοημοσύνη της Άρεντ αλλά και την καθημερινή της πλευρά, ειδικά στην τρυφερή και ζωηρή σχέση με τον σύζυγό της.
Παρ' όλες τις αγαθές προθέσεις, όμως, και την αξιοπρεπέστατη προσέγγιση της απαιτητικής σε θέμα και φόρμα ιστορίας, η σκηνοθέτης τελικά δεν έχει τίποτα να προσδώσει την ιστορία πέρα από τη στεγνή καταγραφή της. Μεταπηδώντας αμήχανα ανάμεσα στα γερμανικά και τα αγγλικά (κάποιες σκηνές μοιάζουν σχεδόν ερασιτεχνικές), και αδυνατώντας να ξεφύγει από την ακαδημαϊκή δομή της ιστορίας, η ταινία κερδίζει τη δύναμή της μόνο από το βάθος των διαλόγων της και κάποιες μεμονωμένες ευτυχείς στιγμές, όχι χάρη σε οποιαδήποτε ουσιαστική ιδέα ή τόλμη στην κινηματογράφηση και την αφήγηση. Ακόμη και οι σκηνές της δίκης, που περιλαμβάνουν σπάνιες, ανατριχιαστικές εικόνες από την πραγματική δίκη, γρήγορα μπαίνουν σε ένα επίπεδο μοτίβο απλής αντιπαράθεσης των εξελίξεων μέσα στο δικαστήριο και των αντιδράσεων της Άρεντ στο γραφείο τύπου, και τίποτα παραπάνω.
Το συναρπαστικό ιδεολογικά θέμα και οι καλές προθέσεις δεν φτάνουν - οι ιδέες της Άρεντ, τόσο τολμηρές στην περιφρόνηση των ευρέως αποδεκτών αντιλήψεων, τόσο ριζοσπαστικές και αυθεντικές, άξιζαν μια καλύτερη ταινία από αυτή.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Η Δασκάλα του Πιάνου
Στη «Δασκάλα του Πιάνου» η στολισμένη με το λαμπρό μουσικό της παρελθόν Βιέννη, με τα αυστηρά μουσικοδιδασκαλεία και τις αθάνατες παρτιτούρες των κλασικών μουσουργών, που περνούν ως κληρονομιά από γενιά σε γενιά, μπορεί και κρύβει μέσα της την αρρώστια, τη δυσλειτουργία, την διαστροφή. Φορέας αυτής της «παραφωνίας» είναι η Έρικα, αυταρχική καθηγήτρια ενός βιεννέζικου ωδείου, πλασμένη κατ' εικόνα των ευνουχιστικών απαιτήσεων της ηλικιωμένης μητέρας της και της παραδοσιακά αρσενικής πολιτιστικής κληρονομιάς που έχει επωμισθεί.
Η Έρικα διάγει διπλή ζωή. Πίσω από τη μοναχική γυναίκα που, στα σαράντα της χρόνια, μοιράζεται το ίδιο σπίτι και κρεβάτι με τη μάνα της, πίσω από την παγερά ανέκφραστη φιγούρα της καθηγήτριας που επιβάλλεται απολυταρχικά στους μαθητές της βρίσκεται η ίδια φιγούρα που τις νύχτες συχνάζει σε πορνομάγαζα, φέρνοντας τους αρσενικούς πελάτες σε αμηχανία, που ηδονίζεται στη θέα ζευγαριών που επιδίδονται σε ένα γρήγορο, ένοχο πήδημα στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου, αυτή που πληγώνει το κορμί της, ορίζοντας την αυτοτιμωρία και τον πόνο ως μοναδικό προορισμό της.
Η νευρωτική εξέγερσή της είναι η σπασμωδική εκτόνωση από τη μητρική καταπίεση, την ξεφτισμένη αυτοκυριαρχία, όσο και η βίαιη αντίδραση σε κάθε κοινωνική σύμβαση που την έχει διδάξει να τηρεί ρόλο υποτέλειας, εκμεταλλεύσιμου αντικειμένου σε μια τυπικά ανδροκρατούμενη πραγματικότητα.
«Η ηρωίδα μου δεν μπορεί να συμμετάσχει στη ζωή και στον πόθο», έχει σημειώσει σχετικά η συγγραφέας Ελφρίντε Γέλινεκ, στο ομότιτλο βιβλίο της οποίας στήριξε ο συμπατριώτης της, Μίκαελ Χάνεκε, την ταινία του. «Αυτή την αβίωτη σεξουαλικότητα την εκφράζει μέσα από την ηδονοβλεψία. Όμως ακόμα και το δικαίωμα του να βλέπεις ανήκει στους άντρες- η γυναίκα είναι πάντοτε εκείνη που την κοιτούν, ποτέ αυτή που κοιτάζει. Η ηρωίδα μου καταχράται το αντρικό προνόμιο του να "κοιτάζει" και το πληρώνει ακριβά».
Η Έρικα κουβαλά μέσα της έναν πανίσχυρο εκρηκτικό μηχανισμό, ο οποίος απειλεί ανά πάσα στιγμή να ανατιναχθεί. Ο νεαρός Βάλτερ (ένας Μπενουά Μαζιμέλ ψύχραιμο αντιστάθμισμα στην ηλεκτρική παρουσία της Ιπέρ) θα σταθεί ο άνθρωπος που θα πυροδοτήσει αυτή την κινούμενη βόμβα, αναλαμβάνοντας ρόλο παρτενέρ σε μια σχέση συναισθηματικά νεκρή και απολύτως δυναστική, όπου η γυναίκα διατάζει και ο άντρας παίρνει τη θέση εκτελεστή στις οδυνηρές σαδομαζοχιστικές επιθυμίες της.
Από τη συντηρητική εποχή που η Νταϊάν Κίτον εξερευνούσε απαγορευμένες γι' αυτήν σεξουαλικές περιοχές και έβρισκε τραγικό τέλος στο «Αναζητώντας τον Κύριο Γκούντμπαρ» του Ρίτσαρντ Μπρουκς, μέχρι την αυτοκαταστροφή που η Τερέζα Ράσελ χρίζει στη «Δύναμη της Σάρκας» του Νίκολας Ρεγκ ως μόνη επιλογή προκειμένου να ορίσει την ελευθερία της απέναντι στο άλλο φύλο, ο χαρακτήρας της Ιζαμπέλ Ιπέρ καλύπτει την απόσταση ανάμεσα σε δυο διαφορετικά μοντέλα ψυχοσεξουαλικά επαναστατημένων γυναικών, υπερβαίνοντάς τα με την δική της ακραία προσπάθεια ανατροπής των ερωτικών κανόνων που ανέκαθεν αποτελούσαν προνόμιο των αντρών.
Η Έρικα θα αντιστρέψει τους δεδομένους ρόλους, περνώντας από τη θέση του παρατηρούμενου σε εκείνη του παρατηρητή, από αντικείμενο σε υποκείμενο, από την υποταγή στην εξουσία. Μέσα σε ένα μακροσκελές γράμμα που θα παραχωρήσει στο νεαρό θαυμαστή της, με τη μορφή εντολής μα και αποστολής, απαιτεί την τιμωρία και τον εξευτελισμό, στην ουσία όμως εκφράζει μια απεγνωσμένη έκκληση βοήθειας για να απαλλαγεί οριστικά από τον εαυτό της τον ίδιο. Η χειρονομία της δηλώνει, όμως, και κάτι άλλο: Πρόκειται για ένα είδος κυριαρχίας μέσω της υποταγής.
Ο δικός της τρόπος να διεκδικήσει την αγάπη είναι αυτός που της έμαθε η μητέρα της, απαιτώντας τον μέσω του εξευτελισμού και της οδύνης. Έχοντας απόλυτη συναίσθηση των παθών και των αδυναμιών που δε μπορεί να υπερνικήσει, είναι εντούτοις καταδικασμένη να ηττηθεί με έναν ατιμωτικό τρόπο, που έρχεται σε αντίθεση με το μεγαλειώδες τέλος κάθε ηρωίδας η οποία σέβεται τον εαυτό της.
Κάπως έτσι, η σπαρακτική «Δασκάλα» κορυφώνεται σε μια βουβή εικόνα πόνου. Στο εσωτερικό μιας πολυτελούς και φωτισμένης αίθουσας μουσικής, η Ερικα δίνει την ερμηνεία της ζωής της, σε ένα ρέκβιεμ δικής της επινόησης και εκτέλεσης. Εξω, η νύχτα πέφτει σε μια μουντή Βιέννη. Που δεν συγχωρεί και δεν κρύβει συμπόνια για κανέναν.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Το Πλοίο για την Παλαιστίνη
Σ' ένα μικρό λιμάνι στο νότο της Πελοποννήσου, οι ζωές διαφόρων και ετερόκλητων χαρακτήρων (μασόνοι, νεοναζί, Εβραίοι, Παλαιστίνιοι, εκδιδόμενες γυναίκες, δημοσιογράφοι) συγκρούονται με αφορμή την φημολογούμενη άφιξη ενός πλοίου καθ' οδόν για την Παλαιστίνη.
Η σύντομη και γενική αυτή αναφορά στην ιστορία της νέας ταινίας του Νίκου Κούνδουρου («Ο Δράκος», «Μικρές Αφροδίτες», «Μπορντέλο») είναι ό,τι καλύτερο μπορεί να επιχειρήσει για να περιγράψει την κινηματογραφική τρικυμία εν κρανίω που θα παρακολουθήσει όποιος κακότυχος ή γενναίος θεατής την επιλέξει.
Πέρα από τη βαθιά προβληματική ιδεολογία του, την παράθεση σεξιστικών, ρατσιστικών και λοιπών στερεοτύπων και συνωμοσιολογικών παραληρημάτων, το «Πλοίο» υποφέρει κυρίως από ένα ανύπαρκτο σενάριο, διαλόγους επιπέδου νηπιαγωγείου και βγάλε, και μια σοκαριστικά άτεχνη σκηνοθεσία. Γιατί όσο και αν υποστηρίξει κανείς ότι τα θέματα που θίγει σηκώνουν συζήτηση (και θα είναι τουλάχιστον γενναιόδωρος αν το κάνει), τίποτα δεν μπορεί να δικαιολογήσει το άτακτο συνονθύλευμα χαρακτήρων και υποπλοκών που δεν καταλήγουν πουθενά, τις, αθυρόστομες για εντυπωσιασμό, ατάκες ή την ανεξήγητα ερασιτεχνική προσέγγιση της καταγραφής όλων αυτών από τον Κούνδουρο - είναι δυνατόν να στήνει έτσι τις σκηνές ώστε δύο άνθρωποι να μιλούν κοιτώντας ο ένας την πλάτη του άλλου και οι δυο μαζί την κάμερα, όπως κοροϊδεύαμε ότι κάνουν τα «Ατίθασα Νιάτα» αυτού του κόσμου;
Οι ηθοποιοί, στην πλειοψηφία τους άπειροι και όχι τόσο ικανοί ερμηνευτές (ή εντελώς προδομένοι από τον σκηνοθέτη τους, δύσκολο να πεις), είναι ανεξαιρέτως εκτός ελέγχου με αποτέλεσμα ξεκαρδιστικά βαρύγδουπες, κούφιες παρουσίες που τονίζουν χειρότερα τις τρομερές ελλείψεις της αφήγησης και των διαλόγων.
Βέβαια, το να σχολιάσουμε ξεχωριστά τα συστατικά της ατυχέστατης, ανεκδιήγητης παραγωγής είναι μάλλον ανούσιο, δεδομένης της κλίμακας της αστοχίας της. Είναι απλώς ένα λυπηρό (και επώδυνο να παρακολουθείς) κινηματογραφικό ναυάγιο, που παρασύρει μαζί του όποια ελάχιστη καλή ιδέα στον πάτο και καταλήγει παρωδία του εαυτού του.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Blancanieves Χιονάτη
Αν η «Χιονάτη» ήταν αρκετά τυχερή ώστε να προλάβει να κυκλοφορήσει πριν την προβολή στις Κάννες του υπερ-επιτυχημένου περσινού «The Artist» ή ακόμη καλύτερα πριν αυτός μετατραπεί στην πανταχού παρούσα ταινία της σεζόν 2011/2012, τότε θα είχαμε τη χαρά να μιλάμε για μια ανατρεπτική ιδέα που μπορεί να καυχηθεί για τη φιλόδοξη πρωτοτυπία της. Δυστυχώς (για τους συντελεστές) ή ευτυχώς (για την ομάδα μάρκετινγκ) αυτή η πρωτιά έχει χαθεί αλλά η φιλοδοξία παραμένει: η «Χιονάτη» είναι μια έξυπνα προσαρμοσμένη εκδοχή του μύθου στο βωβό ασπρόμαυρο σινεμά και ένας πετυχημένος φόρος τιμής σε ένα παραμελημένο πια κομμάτι της τέχνης του κινηματογράφου.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το γεγονός ότι έρχεται δεύτερη θαμπώνει κάπως το επίτευγμά της αλλά δεν υπάρχει επίσης αμφιβολία ότι η «Χιονάτη», έχοντας διαφορετικές επιρροές (το «The Artist» αποτίει παιχνιδιάρικο φόρο τιμής στις κλασικές στουντιακές ταινίες, ενώ η πιο μελοδραματική «Χιονάτη» το ευρωπαϊκό κυρίως σινεμά της εποχής και καλτ ταινίες όπως το «Freaks») είναι τελικά μια ανώτερη ταινία.
Μετά το σοβαρό τραυματισμό του διάσημου ταυρομάχου Αντόνιο στην αρένα, η γυναίκα του γεννά πρόωρα ένα κοριτσάκι αλλά πεθαίνει στη γέννα. Ανάπηρος πια, και τσακισμένος ψυχολογικά, ο Αντόνιο παντρεύεται την ύπουλη νοσοκόμα του, η οποία, κυρία πια του πλούσιου σπιτιού του, διώχνει μακριά την κόρη του. Όταν η κηδεμόνας της μικρής πεθάνει, η μητριά αναγκάζεται να τη δεχθεί στην έπαυλη, αλλά την κρατά μακριά από τον πατέρα της. Οι δυο τους, όμως, θα βρουν τον τρόπο να γνωριστούν και να δεθούν, μεταξύ άλλων και με μαθήματα ταυρομαχίας, τα οποία και θα φανούν χρήσιμα στη συνέχεια...
Η ταινία, που σάρωσε τα φετινά βραβεία Γκόγια, παντρεύει έξυπνα το πασίγνωστο παραμύθι με τον κόσμο της ταυρομαχίας και κάποιες πινελιές από αυτόν του φλαμένκο, καθώς και πλήθος από κινηματογραφικές παραπομπές. Ο σκηνοθέτης Πάμπλο Μπερχέρ, ακαδημαϊκός του σινεμά που έκανε το σκηνοθετικό του ντεμπούτο με το «Torremolinos 73» to 2003, έχει μελετήσει προσεκτικά και μιμηθεί με σεβασμό τις ταινίες που καθόρισαν τη μορφή της ταινίας του και αναπαράγει με ακρίβεια τις οπτικές συμβάσεις του σινεμά αυτού, αναζωογονώντας τες ενίοτε και με μια κάπως πιο μοντέρνα αισθητική.
Πολύτιμοι βοηθοί του σε αυτό είναι η πανέμορφη φωτογραφία του Κίκο ντε λα Ρίκα, που στιγμές φλερτάρει πετυχημένα με τον εξπρεσιονισμό και η αποτελεσματική μουσική επένδυση του Αλφόνσο ντε Βιλαγιόνγκα, αλλά και ένα καστ ηθοποιών που προσαρμόζονται άψογα στο πείραμα, ιδιαίτερα η απολαυστική στο ρόλο της μητριάς Μαριμπέλ Βερντού.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Λόρενς για Πάντα
Στα 23 του χρόνια, το παδί-θαύμα από τον Καναδά που είχε ήδη βρει στοργική αγκαλιά στο Φεστιβάλ των Καννών με τις δύο προηγούμενες ταινίες του («Σκότωσα τη μητέρα μου», «Φανταστικές αγάπες»), αποδεικνύει ότι είναι κάτι παραπάνω από ένα εντυπωσιακό ποπ πυροτέχνημα. Με το «Λόρενς για πάντα», ο νεαρός Ξαβιέ Ντολάν αγγίζει μια πρόωρη όσο κι εντυπωσιακή δημιουργική ωριμότητα, αγγίζοντας μάλιστα ένα θέμα που καίει απ'όπου κι αν το αγγίξεις.
Στον Καναδά του τέλους της δεκαετίας του 80, ένας άνδρας και μια γυναίκα ζουν μαζί και αγαπιούνται τρελά. Εκείνος λέγεται Λόρενς, εκείνη Φρεντ. Την ευτυχία τους θα κλονίσει μια ανακοίνωση-βόμβα του Λόρενς: εδώ και χρόνια νιώθει εγκλωβισμένος στην αντρική του εμφάνιση.
Δεν θέλει να κάνει αλλαγή φύλου, ούτε είναι ομοφυλόφιλος, αλλά διεκδικεί το δικαίωμα να ντύνεται γυναίκα απο δω και πέρα. Πρόκειται για το, γνωστό από αρχαιοτάτων χρόνων, σύνδρομο της παρενδυσίας.
Η ταινία του Ντολάν θα σκιαγραφήσει το πορτραίτο αυτού του «διαφορετικού» άντρα, αλλά και μιας σχέσης που πρέπει να αντέξει τους κλυδωνισμούς, τις επικρίσεις και τους πειρασμούς μιας πιο «κανονικής» ζωής.
Απλωμένο σε μια επική διάρκεια που συνολικά μοιάζει απολύτως δικαιολογημένη, το «Λόρενς για πάντα» μετατρέπεται σε κάτι πολύ περισσότερο από μια ωδή στο αλλόκοτο: μαζί με τον Λόρενς και τη Φρεντ βιώνουμε σε έντονους, νοσταλγικούς και μελοδραματικούς τόνους όλα τα εμπόδια που ο χρόνος και το βλέμμα των άλλων βάζουν σε έναν μεγάλο έρωτα.
Με τη συνδρομή δύο πρωταγωνιστών που ίσως να μείνουν στην ιστορία ως ένα από τα κλασικά ζευγάρια της μεγάλης οθόνης, ο Ξαβιέ Ντολάν υπογράφει ένα εμπνευσμένο και συναρπαστικό χρονικό ωρίμανσης και μεταμόρφωσης, που αφορά όλους όσοι κάποτε δεν ένιωσαν καλά με τον ίδιο τους τον εαυτό. Δηλαδή όλους.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Κουαρτέτο
Δεύτερη φορά στην καριέρα της που τυχαίνει να πρωταγωνιστήσει σε ταινία με τον τίτλο «Κουαρτέτο» (η πρώτη ήταν το 1981, υπό την καθοδήγηση του Τζέιμς Άιβορι), η Μάγκι Σμιθ καλείται εδώ να υποδυθεί μια πάλαι ποτέ θρυλική τραγουδίστρια της όπερας, η οποία αποφασίζει να περάσει τα ύστερα χρόνια της σε έναν εξοχικό οίκο ευγηρίας που φιλοξενεί αποκλειστικά συνταξιούχους καλλιτέχνες της μουσικής.
Το γεγονός προκαλεί σχετική αναστάτωση, αφού ανάμεσα στους πολυάριθμους κατοίκους του ιδρύματος βρίσκονται και αρκετοί παλιοί της γνώριμοι, με τους οποίους την δένουν ανοιχτοί-και όχι πάντοτε ευχάριστοι-λογαριασμοί από το παρελθόν.
Διασκευή ενός θεατρικού έργου του Ρόναλντ Χάργουντ (συγγραφέα μεταξύ άλλων του «Αμπιγιέρ»), ο οποίος ανέλαβε εδώ και τη σεναριακή μεταφορά, το κινηματογραφικό «Κουαρτέτο» προσφέρει ως βασικό του δέλεαρ ένα απολαυστικό ερμηνευτικό σύνολο από βετεράνους ηθοποιούς που αφήνονται πολύ σωστά ελεύθεροι να καλύψουν όσα κενά αφήνει μια διακριτική στην καλύτερη περίπτωση, απρόσωπη στην χειρότερη σκηνοθετική ματιά.
Καλοπροαίρετο, χωρίς αμφιβολία, όσο και ανώδυνο, το ντεμπούτο του Χόφμαν είναι σαφές ότι απευθύνεται σε συγκεκριμένο κοινό: Οι θεατές που πλήρωσαν εισιτήριο για να δουν στις αίθουσες το «Εξωτικό Ξενοδοχείο Μάριγκολντ» ή που βρίσκουν δύσκολο να αντισταθούν σε μια φινετσάτη τηλεοπτική σειρά όπως το «Downton Abbey», θα εκτιμήσουν μάλλον πολλά στο ευγενές θέαμα που προσφέρει ο Αμερικανός ηθοποιός από την καρέκλα πλέον του σκηνοθέτη.
Αρωματισμένο με χιούμορ εκεί που πρέπει, τονισμένο με ελαφρά συγκίνηση όπου το θεωρεί απαραίτητο και κινούμενο σε προβλέψιμα αφηγηματικά μονοπάτια, το «Κουαρτέτο» παρέχει ανάλαφρη γηριατρική ψυχαγωγία πλάι-πλάι με ένα αίσθημα ζεστασιάς και ασφάλειας, όμοιο με αυτό που βιώνει κανείς όταν βρεθεί για λίγη ώρα στο φιλόξενο σπίτι της γιαγιάς ή στην αξιαγάπητη συντροφιά ηλικιωμένων ατόμων.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Η Επίθεση
Ο Αμίν Τζαφάρι, καταξιωμένος Άραβας νευροχειρούργος που ζει και εργάζεται στο Τελ Αβίβ, πληροφορείται, τη νύχτα της διάκρισής του με κάποιο επιστημονικό βραβείο, πως η σύζυγός του, που νόμιζε ότι βρίσκεται στη Ναμπλούς για οικογενειακή επίσκεψη, βρέθηκε νεκρή μετά από τρομοκρατικό χτύπημα σε εστιατόριο.
Σοκαρισμένος από τον ισχυρισμό των ισραηλίτικων Αρχών πως ήταν εκείνη η δράστης της επίθεσης αυτοκτονίας που στοίχισε τη ζωή σε 17 ανθρώπους, ανάμεσά τους και πολλά παιδιά, αποφασίζει να ξεκινήσει τη δική του έρευνα για την αναζήτηση της αλήθειας...
Από την πρώτη του κιόλας εθνικά καθορισμένη σκηνή - ένας Παλαιστίνιος που τιμάται καταχειροκροτούμενος από Ισραηλινούς - σε προϊδεάζει για τις σύνθετες ηθικές της παραμέτρους η ταινία του Λιβανέζου Ζαΐντ Ντουέιρι, δράμα που μιλά ουσιαστικά για την απώλεια εμπιστοσύνης ως αλυσιδωτή ψυχολογική αντίδραση, ξεκινώντας από ένα ζήτημα προσωπικό που αργά ή γρήγορα θα επεκταθεί σε κοινωνικο-πολιτικό πριν καταλήξει, με μαθηματική ακρίβεια, στην απόλυτη μοναξιά.
Θα ήτνα άδικο να εξηγήσουμε πώς ακριβώς αναπτύσσει το θέμα του ο δημιουργός, καθώς το φιλμ στο μεγαλύτερο μέρος του και πέρα από κάποιες μελοδραματικές ευκολίες, εξελίσσεται σαν θρίλερ μυστηρίου με διαρκή κίνηση ανάμεσα στο είναι και το φαίνεσθαι των όσων περιστοιχίζουν τη ζωή του ήρωα, του οποίου τις συναισθματικές διακυμάνσεις αποδίδει άκρως πειστικά ο Αλί Σουλιμάν.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Ξέχασέ Το
Η Πόρσια Νέιθαν, μια μάλλον συντηρητική και άκρως συγκεντρωτική στη δουλειά της υπάλληλος αξιολόγησης αιτήσεων εισαγωγής στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον, εν όψει μιας πιθανής προαγωγής στην ακαδημαϊκή ιεραρχία, παθιάζεται με την περίπτωση ενός αυτοδίδακτου αγοριού, μαθητή ενός παλιού της συμφοιτητή στο εναλλακτικό, αγροτικού τύπου σχολείο που διευθύνει ο τελευταίος...
Οσο αδιάφορα ηχούν εξαρχής τα παραπάνω, άλλο τόσο αδιάφορα παραμένουν στη νέα κομεντί του Πολ Βάιτζ («Για ένα αγόρι») με τίτλο «Ξέχασέ το!» ελέω ενός παραφορτωμένου, ανισοβαρούς δραματικά σεναρίου και μιας σκηνοθεσίας που δεν επιτρέπει στον θεατή τη στοιχειωδέστερη έστω ταύτιση με χαρακτήρες ή καταστάσεις. Στον νου μένουν μονάχα κάποια καλογραμμένα διαλογικά μέρη, ένα ή δύο αποτελεσματικά στιλιστικά ευρήματα και η παρουσία της πάντα εκφραστικής Τίνα Φέι.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Η Αδελφή Μου
Tέσσερα χρόνια μετά το πολλά υποσχόμενο κινηματογραφικό της ντεμπούτο με το «Σπίτι με θέα», η Γαλλοελβετίδα Ούρσουλα Μεγιέρ επανέρχεται τοποθετώντας ξανά μια ιδιότυπη οικογένεια στο αχανές τοπίο του σύγχρονου δυτικού τρόπου ζωής.
Περισσότερο μια ξεχωριστή ιστορία ενηλικίωσης που επικεντρώνεται στον 12χρονο Σιμόν (Κάσεϊ Μοτέτ Κλάιν), ο οποίος κλέβει ακριβά σκι και διάφορα είδη ρουχισμού από χιονοδρομικό θέρετρο των ελβετικών Αλπεων προκειμένου να συντηρήσει τον εαυτό του και τη μεγαλύτερη, ανεπάγγελτη και φαινομενικά ανεύθυνη αδελφή του, και λιγότερο μια παραβολή πάνω στο χάσμα ανάμεσα στην κατώτερη και την ανώτερη ευρωπαϊκή κοινωνική τάξη, το φιλμ χτίζεται μέσα από μια αλάνθαστη μέθοδο παρατήρησης της συμπεριφοράς των ηρώων.
Δύο κόσμοι -εκείνος της εργατικής πολυκατοικίας όπου ζει ο Σιμόν με την 20 και κάτι Λουΐζ και ο άλλος, του πολυτελούς θέρετρου με τους πλούσιους θαμώνες- αντιμάχονται, καθώς ο νεαρός κλέφτης ανεβοκατεβαίνει με το τελεφερίκ σέρνοντας την πραμάτειά του. Με πιο ανάλαφρο ρεαλιστικό ύφος, για παράδειγμα από αυτό των αδελφών Νταρντέν, και χιουμοριστικές ανάσες, ο φακός της Μεγιέρ πλησιάζει τρυφερά τους ήρωες, κατανοεί τον εσωτερικό τους κόσμο και όταν έρθει η ώρα, περίπου στα μισά της αφήγησης, εκπλήσσει με μια μεγάλη σεναριακή ανατροπή. Χαρισματικός ο μικρός πρωταγωνιστής που ακροβατεί στην κόψη ενός χαρακτήρα βαθιά συναισθηματικού όσο και δόλιου, ενώ ουσιαστική λειτουργικότητα στην εικόνα προσδίδουν οι χρωματικές αντιστίξεις της φωτογραφίας της Ανιές Γκοντάρ.
Η ταινία βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Βερολίνου και αποτελεί την επίσημη πρόταση της Ελβετίας για το ξενόγλωσσο Οσκαρ. Όσοι είχαν την ευκαιρία να την απολαύσουν στις ΝΥΧΤΕΣ ΠΡΕΜΙΕΡΑΣ COSMOTE, μιλάνε για μια σπάνια εμπειρία που θα αγγίξει τη καρδιά κάθε θεατή. Το «Η Αδερφή Μου» προβλήθηκε στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ, τα βραβεία του οποίου θα ανακοινωθούν την Κυριακή 30/9.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Αγάπη
Επιστρέφοντας από το κοντσέρτο πιάνου ενός μαθητή τους, ο Ζορζ και η Αν, ανδρόγυνο 80άρηδων πρώην δασκάλων μουσικής, διαπιστώνουν πως το διαμέρισμά τους έχει διαρρηχθεί, χωρίς όμως να έχει κλαπεί κάτι. Την επομένη, στη διάρκεια του πρωινού, η Αν υφίσταται ξαφνικά ένα εγκεφαλικό επεισόδιο. Θα συνέλθει, αλλά μονάχα πρόσκαιρα. Η αντίστροφη μέτρηση έχει ξεκινήσει, το ίδιο και για τον αμήχανο και καταρρακωμένο Ζορζ, που βλέπει την επί 60 χρόνια αγαπημένη του σύντροφο να σβήνει...
Τι να πει κανείς για τούτο το αριστούργημα! Ομολογώ πως ανέκαθεν (και με μόνη ίσως εξαίρεση τον δραματικά συμπαγή «Κρυμμένο») δυσανασχετούσα με τους ιδεολογικούς μετεωρισμούς του Μίκαελ Χάνεκε, εκνευριζόμουν με τη μισανθρωπιά του.
Εδώ, ο Αυστριακός σκηνοθέτης εκτοξεύεται επιτέλους πέρα και πάνω από ιδεολογήματα, στη σφαίρα της φιλοσοφίας και δη της στωικής. Και προτείνει για πρώτη φορά χείρα συμπαθείας και τρυφερότητας στους ήρωές του, πραγματευόμενος τη μόνη αδιαμφισβήτητη βεβαιότητα της ζωής, τον θάνατο, θέμα βιολογικής συνθήκης και όχι κοινωνικής, αναπόφευκτο γεγονός και όχι, συνεπώς, θέμα συζητήσιμων απόψεων, που μας αφορά όλους, θέλουμε δεν θέλουμε.
Εκείνο που μελετά ο Χάνεκε είναι η στάση του ανθρώπου μπροστά στο επερχόμενο τέλος, προκειμένου για ένα ζευγάρι που βίωσε τον έρωτα και την αφοσίωση, την αλληλοκατανόηση και την αλληλεξάρτηση, για πάνω από μισό αιώνα. Εξ ου και ο τίτλος του φιλμ, που λέγεται «Αγάπη» και όχι «Θάνατος».
Οι δύο έννοιες είναι μεν συνυφασμένες για τον Χάνεκε (ο επικείμενος θάνατος του ενός εμψυχώνει την αγάπη του άλλου, όπως και η αφόρητη αγάπη για τον σύντροφο που φεύγει επισπεύδει το δικό σου τέλος), όμως είναι τελικά η αγάπη που μένει ως φασματική κληρονομιά για πολύ καιρό μετά τη βιολογική λήξη, όπως φαίνεται και στο απλανές βλέμμα της κόρης στην τελική σκηνή.
Ολα τα παραπάνω ο Χάνεκε τα ξετυλίγει χωρίς να χάνει τη συνήθη αυστηρότητα και ψυχραιμία του, μέσα από μια ελλειπτική αφήγηση που περιορίζει τη δράση στον χώρο του διαμερίσματος όπου γέρασε μαζί το ανδρόγυνο, σκηνές που σημειολογούν (συχνά μεταφυσικά) για τα όσα μέλλονται, μια ευαισθησία που διακριτικά υποβάλλεται χωρίς ποτέ να καταδεικνύεται και δύο βετεράνους ηθοποιούς, τον Ζαν Λουί Τρεντινιάν και την Εμανουέλ Ριβά, που ζουν στο πετσί τους τους ρόλους του Ζορζ και της Αν, σ' ένα καθεστώς σπαρακτικής συνενοχής, αντιμέτωποι, εκ των ηλικιακών πραγμάτων, με τη δική τους θνητότητα.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Polisse
Ανισοβαρής η κατανομή, καθώς τα τελευταία, που αφορούν συναισθηματικά άγχη, διαζύγια και φλερτ, μένουν εντελώς ανίσχυρα πλάι στις σπαραχτικές ιστορίες των ταλαιπωρημένων παιδιών, έως και σε αποπροσανατολίζουν. Αναγνωρίζουμε, ωστόσο, στο εγχείρημα της σκηνοθέτιδας Μαϊγουέν (που κρατά η ίδια τον ρόλο μιας φωτογράφου - ερευνήτριας) μια ικανότητα στη χρήση του ρεαλισμού, τον συντονισμό του αυτοσχεδιασμού και τη διεύθυνση των ηθοποιών. Η ταινία τιμήθηκε με το Βραβείο της Κριτικής Επιτροπής στις Κάνες το 2011.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Φθινόπωρο
Χαμηλή σε τόνους αλλά υψηλή σε υπόγειες εντάσεις, η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Οζτζάν Αλπέρ (παραγωγής 2008) αφηγείται την επιστροφή ενός πρώην φοιτητή στο γενέθλιο χωριό του και το αγροτόσπιτο της γηραιάς μάνας του στη βορειοανατολική Τουρκία ύστερα από δεκαετή φυλάκιση για συμμετοχή σε αντικαθεστωτικές διαδηλώσεις.
Ο σκηνοθέτης ευθυγραμμίζει τον φακό του με το μούδιασμα του ασθενικού ήρωα καδράροντας ακόμα και την περιβάλλουσα φύση σαν φυλακή, συμπάσχει φανερά στον πόνο της προσαρμογής του, αλλά πλατειάζει στο πιο συμβατικό κομμάτι της πορείας του προς τη σωτηρία μετά τη γνωριμία του με μια Γεωργιανή πόρνη.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Κάτι Σαν Έρωτας
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Η Ζωή του Πι
Υπάρχει τίποτα που να μην μπορεί να κάνει ο Ανγκ Λι; Μετά και το θρίαμβο της «Ζωής του Πι», την απαιτητικότερη τεχνικά και αφηγηματικά ταινία του 2012, η απάντηση πλησιάζει προς το όχι. Ο άνθρωπος που έχει πάει κόντρα στην συνήθεια των πρωτοκλασάτων σκηνοθετών του Χόλιγουντ, και όχι μόνο, να βρίσκουν μια γωνιά της βιομηχανίας και να βολεύονται εκεί, κάνοντας ουσιαστικά παραλλαγές της ίδιας ταινίας, για άλλη μια φορά απομακρύνεται από ό,τι έχει κάνει στο παρελθόν και παρουσιάζει μια συναρπαστική, πανέμορφη και συγκινητική ταινία, που θα ανανεώσει την πίστη σας στην δύναμη της αφήγησης.
Η κεντρική ιστορία του ομώνυμου μπεστ σέλερ του Γιαν Μαρτέλ είχε κάνει πολλούς σκηνοθέτες να διστάσουν να την αναλάβουν, ή να προσπαθήσουν και να τα εγκαταλείψουν. Όσο πλούσια και αγωνιώδης φαίνεται στο χαρτί, η ιστορία είναι στην πραγματικότητα βαθιά αντι-κινηματογραφική. Ο νεαρός Πι ταξιδεύει προς τον Καναδά με την οικογένειά του και κάποια από τα ζώα του ζωολογικού κήπου που συντηρούσαν για χρόνια στην Ινδία. Όταν μια τεράστια κακοκαιρία βυθίσει το πλοίο, ο Πι θα είναι ο μόνος επιζώντας αλλά θα βρεθεί να μοιράζεται τη σωσίβια λέμβο του με μία ζέβρα, έναν ουρακοτάγκο, μία ύαινα και τον Ρίτσαρντ Πάρκερ, τίγρη της Βεγγάλης. Η αφύσικη συγκατοίκηση με τον τελευταίο θα διαρκέσει 227 ολόκληρες μέρες...
Εκτός από τους προφανείς περιορισμούς του χώρου και των μη ανθρώπινων χαρακτήρων, η δυσκολία της ιστορίας έγκειται στο να αποδώσει κανείς την βαθιά αλληγορική, πνευματικά ανήσυχη μεριά της ιστορίας, που θίγει την σύγκρουση - ή και συνύπαρξη - του υλικού και του πνευματικού κόσμου, του Καλού και του Κακού, του ρεαλισμού και της πίστης σε κάτι μεγαλύτερο. Η στη θεωρία στατική και βαρύγδουπη αυτή ιστορία, όμως, είναι ασφαλής στα χέρια του Λι, ο οποίος της δίνει διαστάσεις επικές αλλά ποτέ υπερβολικές, ανήσυχες αλλά όχι διδακτικές.
Η αλάνθαστη ευαισθησία του για τις ισορροπίες και τους ρυθμούς της ιστορίας, και την καθοδήγηση των ηθοποιών του, μπορεί να συγκριθεί μόνο με την δεξιοτεχνία του για το αισθητικό αποτέλεσμα, που ξεπερνά ό,τι έχει κάνει στο παρελθόν. Χωρίς να χάνει λεπτό το μομέντουμ της ιστορίας, ο Λι χρησιμοποιεί όλα του τα εργαλεία - ακόμη και το ακόμη αμφιλεγόμενης σημασίας εργαλείο του 3D - στην υπηρεσία της, δίνοντάς μας στην πορεία κάτι το σπάνιο: πανέμορφες εικόνες (η φιγούρα του νεαρού ήρωα σκιαγραφείται απέναντι στο γιγαντιαίο ναύαγιο, ο ωκεανός καθρεφτίζει τον ουρανό και γεμίζει αστέρια, μία μικρή λίμνη φωσφορίζει γεμάτη απειλές...) που δημιουργούν δέος αλλά βρίσκονται εκεί για να προχωρήσουν με τον τρόπο τους το εσωτερικό ταξίδι του ήρωα.
Τίποτα βέβαια δεν θα ήταν το ίδιο χωρίς τη συγκλονιστική δουλειά στα ειδικά εφέ - είναι απλώς αδύνατο να φανταστεί κανείς πώς θα λειτουργούσε η ταινία χωρίς την ιδιοφυία των καλλιτεχνών στην δημιουργία της πλήρως φωτο-ρεαλιστικής τίγρης, του δευτεραγωνιστή ουσιαστικά της ταινίας - και την εξαιρετική παρουσία του πρωτοεμφανιζόμενου πρωταγωνιστή Σούρατζ Σάρμα, ο οποίος κουβαλά όλη την ιστορία με αξιοθαύμαστη ικανότητα. Είτε μοιραστείτε την ανάγκη του να πιστέψει σε κάτι μεγαλύτερο από τον ίδιο είτε όχι, ο Πι θα σας πείσει να μείνετε μαζί του για το συγκινητικό του ταξίδι.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Παίζοντας με την Αγάπη
Ένας σχεδόν σαραντάρης, πρώην διάσημος ποδοσφαιριστής (Τζέραρντ Μπάτλερ), βλέπει τη ζωή του να καταρρέει σιγά σιγά καθώς μένει άφραγκος και προσπαθεί να πλησιάσει ξανά την πρώην γυναίκα του (Τζέσικα Μπίελ), προπονώντας την ποδοσφαιρική ομάδα του εννιάχρονου γιου του. Ποιο είναι το λάθος στην παραπάνω εικόνα; Ότι το σοβαρότερο πρόβλημα του εν λόγω τύπου δεν είναι η χαμένη του δόξα, το αβέβαιο μέλλον ή η αποξενωμένη οικογένεια, αλλά η φοβερή επιτυχία που έχει στο αντίθετο φύλο.
Ο Τζορτζ του Μπάτλερ είναι μία κινούμενη καταστροφή, ωστόσο όλες οι γυναίκες που κινούνται γύρω του σε ακτίνα βολής μοιάζουν ανίκανες να αντισταθούν σε αυτόν τον ολοφάνερα προβληματικό άνδρα. Μην είναι η σέξι σκοτσέζικη προφορά; Mην είναι οι ακόμη πιο σέξι κοιλιακοί; Ή μήπως είναι η ντεκουπαρισμένη κόμη; Όπως και να 'χει, οι μαμάδες των αγοριών της παιδικής ομάδας που προπονεί είναι ξετρελαμένες μαζί του.
Από τη σέξι νοικοκυρά Ντενίζ (Κάθριν Ζέτα Τζόουνς) μέχρι τη σύζυγο-τρόπαιο του Ντένις Κουέιντ, Πάτι (Ούμα Θέρμαν), όλες θέλουν κάτι από τον καυτό προπονητή, ο οποίος προσπαθεί ως άλλος Οδυσσέας να κρατήσει χαρακτήρα μπροστά στις Σειρήνες της αμερικάνικης σαμπέρμπια. Πώς μπορεί λοιπόν ο Τζορτζ να γίνει καλός πατέρας και καλύτερος πρώην σύζυγος με όλους αυτούς τους πειρασμούς;
Αυτό είναι το βασικό premise ενός σεναρίου που δεν μπορεί να αποφασίσει εάν θα επικεντρωθεί στο οικογενειακό δράμα, την αναγέννηση ενός πρώην δοξασμένου ήρωα ή τις κάψες μερικών νοικοκυρών σε απόγνωση. Το τελικό αποτέλεσμα, μία μίξη όλων των παραπάνω με απεγνωσμένες προσπάθειες χιούμορ, θυμίζει ξεχαρβαλωμένη ομάδα, που γλυτώνει το γκολ στο 90', χάρη στον ξανθό μπαλαδόρο-σούπερ σταρ. Μπορεί να μην κερδίζει το άθλημα, αλλά η σόου μπιζ τελικά δεν βγαίνει χαμένη.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Επικίνδυνο Πάθος
Δεν έχουμε διαβάσει το βιβλίο του Μοπασάν, είμαστε βέβαιοι, πάντως, πως ο χαρακτήρας του ραδιούργου Ζορζ Ντιρουά δεν μπορεί να είναι τόσο πεζός όσο τον παρουσιάζει το «Επικίνδυνο πάθος». Το βασικό πρόβλημα στη διασκευή των Ντέκλαν Ντόνελαν και Νικ Ορμεροντ είναι ακριβώς αυτό, η ανεπάρκεια εμβάθυνσης στον ήρωα, κάτι που αφαιρεί οποιαδήποτε υπόσταση από τον μακιαβελισμό του και τον τυποποιεί ως κοινό απατεώνα και «τεκνό». Ισως, όμως, αυτό πρωτίστως να είχαν κατά νου οι συντελεστές όταν επέλεξαν ως πρωταγωνιστή τον Ρόμπερτ Πάτινσον της σειράς ταινιών «Twilight».
Ομολογουμένως, ο νεαρός ηθοποιός αποδεικνύνεται ανέλπιστα καλύτερος του απλοϊκά γραμμένου ρόλου του, όμως παραμένει κι αυτός έρμαιο της φιλοδοξίας των συντελεστών να χρησιμοποιήσουν ένα κλασικό φιλολογικό έργο ως δόλωμα των πολυσινεμά.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Poker Face
Το ταλαιπωρημένο εν Ελλάδι είδος της ρομαντικής κομεντί υφίσταται στο “Poker Face” ένα φιλότιμο ρεκτιφιέ, καθώς προσπαθεί να αποτινάξει από πάνω του την τηλεοπτική παρακαταθήκη και να συστήσει στο κοινό μία feelgood κινηματογραφική πρόταση.
Η ζωή και ο έρωτας ως παρτίδα πόκερ είναι μία ενδιαφέρουσα ιδέα - την έχει ήδη αξιοποιήσει το σινεμά στο παρελθόν, αλλά με δραματικό κυρίως εφέ. Εδώ, ο σκηνοθέτης Χρήστος Δήμας με την πρωτοεμφανιζόμενη σεναριογράφο Άσπα Καλιάνη προσπαθούν να δώσουν ζωή στα γκαγκς και τα αστεία που -φαντάζεται κανείς πως εύκολα- γεννιούνται πάνω στην πράσινη τσόχα.
Η ιστορία στήνεται πάνω σε μία ομάδα ανθρώπων που ζουν χαρτοπαίζοντας, κυρίως μέσα στο Χάρβαρντ, το συνεργείο του Φανούρη (Αντώνης Καφετζόπουλος), πατέρα της πρωταγωνίστριας Νίκης (Εύη Σαουλίδου). Τα στιγμιότυπα της ιδιότυπης ανατροφής ενός κοριτσιού από έναν άνδρα και την παρέα του (Δημήτρης Πιατάς, Γιάννης Μποσταντζόγλου και Γιώργος Πυρπασόπουλος) έχουν το χιούμορ και το στήσιμο δύο δεκαετιών αμερικάνικης τηλεόρασης - όπως άλλωστε και η υπόλοιπη ταινία.
Τα αστεία και οι εντάσεις μεταξύ των φίλων, το πρόωρα ώριμο κορίτσι που εξελίσσεται σε μία γλυκιά αλλά άγαρμπη και άτυχη κοπέλα, ακόμη και η “κινηματογραφική” εξέλιξη της σχέσης της τελευταίας με τον Αδιάβροχο, είναι βγαλμένα από το εγχειρίδιο του αμερικάνικου sitcom, χωρίς να έχουν περάσει όμως από το ελληνικό κόσκινο.
Με ατάκες που αντηχούν το αμερικανικό τους αντίστοιχο και καταστάσεις πολύ μακριά από την ελληνική πραγματικότητα (όπως είναι π.χ. η ιδέα ενός Έλληνα παίχτη πόκερ με στάτους σούπερ-σταρ), ο Δήμας ευφυώς προσπαθεί να απογειώσει με σκηνοθετικά τρικ την ιστορία του σε μία σφαίρα πιο παραμυθένια και λιγότερο ρεαλιστική.
Το κυριότερο πρόβλημα της ταινίας ωστόσο εντοπίζεται στο κάστινγκ, με το πρωταγωνιστικό ζευγάρι να μη διαθέτει την απαιτούμενη χημεία, ενώ η Εύη Σαουλίδου (εδώ θύμα των πιο ατυχών ενδυματολογικών επιλογών που έχουμε δει τελευταία στη μεγάλη οθόνη) δεν πείθει ποτέ ως η κακότυχη νεαρή κοπέλα με το τσαγανό μιας Μπρίτζετ Τζόουνς.
Ευτυχώς, ο Αντώνης Καφετζόπουλος κλέβει για μία ακόμη φορά την παράσταση, από το πίσω κάθισμα του δεύτερου ρόλου. Κάθε εμφάνισή του στην ταινία δίνει τον ρυθμό και το σκέρτσο που υπόσχονται πως η ελληνική ρομαντική κομεντί δεν είναι σχήμα οξύμωρο ούτε προορίζεται αποκλειστικά για τηλεοπτική κατανάλωση.
Φαίδρα Βόκαλη
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
50/50
Ο τίτλος της ταινίας του Τζόναθαν Λεβάιν «50/50» αναφέρεται στις πιθανότητες του ήρωά της να επιβιώσει από την ξαφνική του δοκιμασία. Ο Ανταμ είναι ένας 27χρονος νέος από το Σιάτλ με μια καθ' όλα φυσιολογική, τακτοποιημένη καθημερινότητα. Δεν πίνει, δεν καπνίζει, αθλείται συχνά, ενώ υγιής, όπως η ζωή του, μοιάζει και η σχέση του με την καλλιτέχνιδα φίλη του. Ωστόσο ανακαλύπτει μια μέρα πως οι συχνές ενοχλήσεις που νιώθει στην πλάτη οφείλονται σε μια σπάνια μορφή καρκίνου στη σπονδυλική στήλη.
Η διάγνωση τον καταρρακώνει ψυχολογικά, όμως αποφεύγει τη μεμψιμοιρία και προσπαθεί να δείχνει πάντα ψύχραιμος μπροστά στους φίλους και τους γονείς του.
Με ένα σερφάρισμα στο Διαδίκτυο θα πληροφορηθεί πως οι πιθανότητες να τη γλιτώσει είναι 50%.
Το χιούμορ είναι το κατεξοχήν φάρμακο στο σενάριο του Γουίλ Ράιζερ, ο οποίος, σημειωτέον, βάσισε την ιστορία στη δική του προσωπική μάχη με την επάρατη νόσο πριν από λίγα χρόνια. Ο Σεθ Ρόγκεν, που υποδύεται τον κολλητό του ήρωα, είναι συμπαραγωγός της ταινίας και φίλος του σεναριογράφου.
Για κάθε δυσάρεστο, τελεσίδικο ελιγμό, κάθε άβολη πτυχή στο δράμα, υπάρχει εδώ ένα αντίβαρο, είτε αυτό αφορά τους συνασθενείς φίλους του Ανταμ που τον παρασέρνουν στη... μαστούρα με κουλουράκια με μαριχουάνα πριν από κάθε χημειοθεραπεία, είτε τη δυνάμει ρομαντική σχέση του ήρωα με τη νεαρή, καλοσυνάτη ψυχοθεραπεύτριά του (μετά το άδοξο τέλος του δεσμού του με την άπιστη φίλη του), είτε, κυρίως, τη φιλία του με τον κολλητό του Κάιλ, ένα παιδαρέλι ζωηρό και επιπόλαιο, τον οποίο, άλλωστε υποδύεται ένας κωμικής καταγωγής ηθοποιός, ο Σεθ Ρόγκεν.
Το αύθαδες, αγορίστικο χιούμορ του τελευταίου που δεν έχει πάψει να κινείται στη λογική της σεξοκωμωδίας από την εποχή του «Με την πρώτη», της ταινίας που τον ανέδειξε, μπορεί ενίοτε να μοιάζει βεβιασμένο και εκνευριστικά εκτός κλίματος, ελάχιστα, πάντως, «μολύνει» τον συνολικό αντίκτυπο του φιλμ που βοηθεία και της στιβαρής ερμηνείας του Τζόζεφ Γκόρντον Λέβιτ ζωγραφίζει ένα έντιμο, ειλικρινές, συγκινητικό μέσα στο θάρρος και τη στωικότητά του πορτρέτο ενός μοντέρνου νέου που βρίσκεται αναπάντεχα αντιμέτωπος με τη θνητότητά του.
Ρόμπυ Εκσιέλ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Μάντεψε Ποιος Θα Έρθει το Βράδυ
Χαρακτηριστική περίπτωση ταινίας, της οποίας η προχωρημένη (για την εποχή) θεματολογία τής χάρισε μεγαλύτερη φήμη και αναγνώριση από όση ενδεχομένως άξιζε, το «Μάντεψε Ποιος Θα 'ρθει το Βράδυ» μοιάζει σήμερα εξαιρετικά ξεπερασμένο και «κατασκευασμένο» παρά τις αγαθές του προθέσεις. Στην προσπάθειά του να κάνει πιο ευκολοχώνευτες στο ευρύ κοινό τις φιλελεύθερες απόψεις του, ο Στάνλεϊ Κράμερ αισθάνθηκε την ανάγκη να παρουσιάσει τον υποψήφιο γαμπρό ως το τέλειο κελεπούρι: πέρα από το ότι διαθέτει την (ανεξαρτήτως χρώματος) αξιοζήλευτη εμφάνιση του Σίντνεϊ Πουατιέ, εξασκεί το ονειρεμένο για κάθε γονιό επάγγελμα του γιατρού και μια προσωπικότητα που θα λάτρευε και η πιο μοχθηρή πεθερά. Υπό αυτές τις συνθήκες το ευπρόσδεκτο αντιρατσιστικό μήνυμα περί ανεκτικότητας μοιάζει μάλλον εκ του ασφαλούς.
Ευτυχώς, οι ερμηνείες (ειδικά των Χέμπορν και Τρέισι) προσθέτουν μερικά πικάντικα συστατικά σε ένα κατά τα άλλα μάλλον άνοστο δείπνο. Αυτό δεν εμπόδισε βέβαια την Ακαδημία να προτείνει την ταινία για δέκα Όσκαρ, εκ των οποίων απέσπασε εκείνα του σεναρίου και του Α΄ Γυναικείου Ρόλου για την Κάθριν Χέμπορν. Σημειωτέον, ο Σπένσερ Τρέισι έλαβε μία μεταθανάτια υποψηφιότητα για το Α΄ Ανδρικού, καθώς πέθανε από καρδιακή προσβολή μόλις 17 ημέρες μετά το τέλος των γυρισμάτων.
Θανάσης Πατσαβός
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Key Largo
Η κλασική ταινία του Τζον Χιούστον διατηρεί ακέραιο το μαγνητισμό και τη γοητεία της, παρά τα προφανή ηθικά διδάγματα και την αλλαγή παραδείγματος σε υποκριική και διαλόγους.
Ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ και η Λορίν Μπακόλ, το αρχετυπικό ζευγάρι του κλασικού Χόλιγουντ, δανείζουν λίγη από την αδιαμφισβήτητη λάμψη τους σε αυτό το δράμα κλειστών χώρων. Το, βασισμένο σε θεατρικό, “Key Largo” δεν επαναπαύεται στη δύναμη της ιστορίας που αφηγείται -μία δραματική παραβολή για την Αμερική που βγαίνει από τον πόλεμο, τους καλούς στρατιώτες και Ινδιάνους και τους κακούς γκάνγκστερ- αλλά βασίζεται στη δυναμική ματιά του Χιούστον για να κρατήσει το ενδιαφέρον του θεατή.
Ο Μπόγκι φυσικά είναι ο καλός Αμερικάνος, ο άνθρωπος που πολέμησε και επέστρεψε -όπως όλοι οι επιζήσαντες πολέμων- χωρίς ψευδαισθήσεις για το μεγαλείο της πατρίδας ή την αναγκαιότητα της αυτοθυσίας. Παρά την απογοήτευσή του ωστόσο, δεν μπορεί να διώξει από πάνω του τη στόφα του ήρωα. Όπως του λέει κάποια στιγμή η Μπακόλ: “το μυαλό σου λέει κάτι, αλά η ζωή σου δείχνει το αντίθετο”.
Η ποταπαγόρευση, η ασυδοσία των γκάνγκστερ αλλά και η τραγική μοίρα των Ινδιάνων (που τότε υπήρχαν ακόμη, πολυάριθμοι) εξετάζονται με σκεπτικισμό από τον Χιούστον, που αρνείται να συμβιβαστεί με τους εξωραϊσμούς της εποχής και δημιουργεί έναν αληθινά συναρπαστικά κακό: τον γκάνγκστερ Τζόνι Μπρόνκο του Έντουαρντ Τζ. Ρόμπινσον. Με το δύσθυμο βλέμμα του και το προκλητικό πούρο του, γίνεται η ενσάρκωση του Κακού, που μοναδικό του αφέντη αναγνωρίζει στο χρήμα.
Ίσως το επιμύθιο της ταινίας να μοιάζει παρωχημένο στις μέρες μας - όπως και τα ιδεώδη της εποχής στην οποία γυρίστηκε - αλλά η μάχη που παρουσιάζει ο Χιούστον ενάντια στο Καλό και το Κακό παραμένει συναρπαστική.
Φαίδρα Βόκαλη
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Χωρίς Σύνορα
Ο Θανάσης είναι ένας φιλήσυχος και καλοκάγαθος πλανόδιος πωλητής μεγαλώνει σαν δικό του ένα μικρό κοριτσάκι που του άφησε η μητέρα του πριν μεταναστεύσει στις ΗΠΑ. Η ήρεμη ζωή τους θα διαλυθεί από την επιστροφή της στην Ελλάδα, για να πάρει τη μικρή μαζί της στην Αμερική. Ο Θανάσης, απελπισμένος, αποφασίζει να τις ακολουθήσει και να διεκδικήσει και πάλι το κοριτσάκι. Έτσι θα ξεκινήσει ένα ταξίδι πολύ διαφορετικό από αυτό που περίμενε, με τη βοήθεια ενός συγγενή του.
Η παραγωγή μεν προσεγμένη, ειδικά για τα μεγέθη της Ελλάδας, αλλά απούσα η στέρεη σκηνοθετική ματιά στο «Χωρίς Σύνορα», που ξεκινά φιλόδοξα αλλά παραπατά στην προσπάθειά του να ανακατέψει πολλά κινηματογραφικά είδη (μελόδραμα, road movie, αστυνομικό μυστήριο) και να ισορροπήσει τις αλλαγές στο ύφος. Ο Γιώργος Βογιατζής εκπέμπει μια συμπαθητική πατρική ηρεμία και έχει μια πειστική χημεία με την εξίσου συμπαθή συμπρωταγωνίστριά του, και ο Γιώργος Χωραφάς χειρίζεται με ενδιαφέροντα τρόπο το ρόλο του, ο χειρισμός όμως της φορτωμένης με κλισέ ιστορίας (που υπερβάλλει σε πολλά σημεία) και των επιμέρους σκηνών είναι τουλάχιστον άκομψος. Θυμίζει - με καθόλου ελκυστικό τρόπο - τις απλοϊκές ξανθοπουλικές ταινίες που βασίζονταν στο ακατέργαστο, προφανές συναίσθημα για να καλύψουν τα κατά τα άλλα απίστευτα χάσματα στη λογική και την μαστοριά της αφήγησης.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
La Antena
Κάπως απλοϊκή η προειδοποίηση για την χειραγώγηση των μαζών από τα μέσα, και ξεχειλωμένη η διάρκεια, αλλά αυτός ο απροκάλυπτος φόρος τιμής στο βουβό σινεμά προσφέρει μια αισθητική πρόταση που ξεφεύγει από τον κανόνα, αποδεικνύοντας ότι το λατινοαμερικανικό σινεμά κρύβει κι άλλους άσσους στο μανίκι του.
Σε έναν απροκάλυπτο φόρο τιμής στο βουβό σινεμά, που χρειάστηκε πάνω από 11 εβδομάδες γυρίσματα και έναν ολόκληρο χρόνο post-production, ο Εστέμπαν Σαπίρ ρίχνει στον δημιουργικό του τορβά ξεκάθαρες αναφορές σε μνημειώδεις ταινίες του είδους, όπως το «Metropolis» του Φριτς Λανγκ, αλλά και στο μελόδραμα, το film noir και την επιστημονική φαντασία. Τις συνταιριάζει ωστόσο με ολόδικές του εμπνεύσεις και συναρπαστικά οπτικά ευρήματα, όπως τη φιγούρα της απρόσωπης femme fatale τραγουδίστριας, που μοιάζει σα να ξεπήδησε από το «Meshes Of The Afternoon» της Μάγια Ντέρεν, και μεσότιτλους, οι οποίοι αντικαθίστανται από κομιξίστικης προέλευσης άηχους διάλογους που θρυμματίζονται πάνω στο αιώνιο χιόνι της φανταστικής πολιτείας.
Στον αντίποδα ωστόσο του ξεδιάντροπα σατιρικού και αναμφίβολα πιο πειραματικού σινεμά του Γκάι Μάντιν, ο Σαπίρ απευθύνεται στο ευρύτερο κοινό που θα καταφέρει να ξεπεράσει την αρχική του δυσπιστία απέναντι σε ότι μοιάζει με ακραίο στιλιστικό πείραμα για να απολαύσει ένα εκκεντρικό παραμύθι για την αέναη πάλη του Καλού και του Κακού με ιδανικό παραλήπτη όλη την οικογένεια.
Η ιδέα του αδίστακτου μεγιστάνα των media που κρατά υπνωτισμένο το κοινό μπροστά στην οθόνη της τηλεόρασης, κατέχει ταυτόχρονα το μονοπώλιο της αγοράς και παράγει ακόμη και τα έτοιμα γεύματα που καταβροχθίζουν μπροστά στο χαζοκούτι έχει σαφέστατες πολιτικές προεκτάσεις. Η έστω και απλοϊκή προειδοποίηση για τη χειραγώγηση των μαζών από τα μέσα δεν είναι διόλου τυχαία αν αναλογιστεί κανείς το παρελθόν της γενέτειρας του Σαπίρ, Αργεντινής, ακόμη κι αν εκτοπίζεται τελικά από τις σειρήνες της οπτικοακουστικής αποπλάνησης και την ελαφρώς ξεχειλωμένη διάρκεια.
Στο πλαίσιο της πρόσφατης, εντατικής αναγέννησης του σύγχρονου αργεντίνικου σινεμά ο Σαπίρ προσφέρει μια αισθητική πρόταση που ξεφεύγει από τον κανόνα, αποδεικνύοντας ότι το λατινοαμερικανικό σινεμά κρύβει κι άλλους άσσους στο μανίκι του. Διόλου τυχαία, για πρώτη φορά στα τελευταία 36 χρόνια του φεστιβάλ του Ρότερνταμ, μια ταινία επιλέχθηκε ταυτόχρονα για έναρξη και επίσημη συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα.
Θανάσης Πατσαβός
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Ύποπτη Συνωμοσίας
Ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ ποτέ δεν έκρυψε τις πολιτικές του πεποιθήσεις ή την επιθυμία του να τις υπερασπιστεί μέσα από το έργο του, και έχει να παρουσιάσει αρκετές ταινίες που τιμούν αυτήν του την πλευρά αλλά κατορθώνουν ταυτόχρονα να σταθούν και ως καλλιτεχνικές δημιουργίες. Το γεμάτο ζουμερές ιδέες αλλά φλύαρο και αντικινηματογραφικό «Λέοντες αντί Αμνών», όμως, ήταν ένα ανησυχητικό σημάδι ότι ίσως ο Αμερικανός ηθοποιός και σκηνοθέτης ενίοτε δεν μπορεί να κρίνει πότε το μήνυμα έχει βρει κατάλληλη, 'ευρύχωρη' ιστορία να το στεγάσει και πότε όχι. Η «'Υποπτη Συνομωσίας», αν και πιο ουσιαστική, πέφτει στην ίδια παγίδα: το Σημαντικό Μήνυμα μάλλον θυσιάζει την ταινία γύρω του.
Χρησιμοποιώντας μια ιστορία που είναι συναρπαστική παρόλο που, ή μάλλον ακριβώς επειδή, είναι άγνωστη στο ευρύ κοινό, η ταινία ξεκινά με έναν συντομότατο, μάλλον αχρείαστο πρόλογο σε ένα πεδίο μάχης του Αμερικανικού Εμφυλίου. Αυτό το κομμάτι μοιάζει σχεδιασμένο αποκλειστικά και μόνο για να τοποθετήσει τον κεντρικό πρωταγωνιστή στην κατηγορία των ηρώων πολέμου, σαν να προσπαθεί να τον κάνει πιο άτρωτο για τους συντηρητικούς κύκλους εν όψει της φιλελεύθερης στάσης του απέναντι στην υπόθεση. Αργότερα, η ταινία τού επιτρέπει κάπου 15 λεπτά αντιρρήσεων μετά από τις (ιδιαίτερα καλογυρισμένες) σκηνές δολοφονίας του Λίνκολν και τους χάους που ακολούθησε, πριν τον ορίσει μοναδικό υπερασπιστή της αλήθειας και της δημοκρατίας.
Τέτοιου είδους βιασύνες και προφανείς πινελιές στους ήρωες είναι ενδεικτικές της συνέχειας. Για μια ταινία που καυχιέται ότι αποτελεί έκκληση για ψύχραιμη δικαιοσύνη, είναι κρίμα που το σενάριο, ίσως προσπαθώντας να διορθώσει το λάθος της Ιστορίας, δίνει υπερβολική έμφαση στις προσπάθειες του ήρωα για να αποκαλυφθεί η αλήθεια, και λιγότερο στους λόγους για τους οποίους η Σαράτ βγήκε τελικά η μεγάλη χαμένη. Όχι ότι οι λόγοι ήταν σωστοί (αντιπροσωπεύουν ό,τι κακό υποδηλώνει η λέξη πολιτικός λαϊκισμός) αλλά αξίζουν τον αντίστοιχο χρόνο, μόνο και μόνο επειδή θα έκαναν την ιδεολογική σύγκρουση πολύ πιο ενδιαφέρουσα και επίκαιρη – είναι άλλωστε αιτιολογίες, παραλλαγές των οποίων ακούμε και από τους σημερινούς πολιτικούς όταν πρόκειται να παραβιάσουν θεμελιώδη ατομικά δικαιώματα.
Και σαν αυτός ο υπερβολικός ζήλος να δείξει την πλευρά του χαμένου να μην ήταν αρκετός, η τάση του Ρέντφορντ να επαναπαύεται σε μίνι-κηρύγματα και διαλόγους που αποτελούνται από καλογυαλισμένες μεγαλόπνοες δηλώσεις περί πολιτικής και ιδεολογίας, καλύπτει την «Ύποπτη Συνομωσίας» με ένα πέπλο αβάσταχτης, σκονισμένης σοβαρότητας.
Οι ερμηνείες δεν έχουν σφάλμα (ιδιαίτερα υπέροχη η σωστά συγκρατημένη και ανθρώπινη Ρόμπιν Ράιτ), η παραγωγή και η γενικότερη εκτέλεση είναι αξιοπρεπείς και το θέμα περισσότερο από απλά ενδιαφέρον – είναι ένα απαραίτητο μάθημα. Μακάρι η ταινία που το θίγει να μην έμοιαζε απλά σαν ένα καλογυρισμένο μάθημα ιστορίας, φορτωμένο με καλές προθέσεις.
Χριστίνα Λιάπη
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Έρωτας από την Αρχή
Ανήμερα του Αγίου Βαλεντίνου ξεκίνησε να προβάλλεται το ρομαντικό δράμα «Έρωτας από την αρχή», με πρωταγωνιστές δύο ηθοποιούς που έχουν δοκιμαστεί με επιτυχία στο είδος στο παρελθόν, τον Τσάνινγκ Τέιτουμ («Αγαπημένε Τζον») και τη Ρέιτσελ ΜακΑνταμς («Το ημερολόγιο», «Η γυναίκα του ταξιδευτή»).
Υποδύονται τον Λίο και την Πέιτζ, ανδρόγυνο που διάγει βίο ευτυχή και μποέμικο σ' ένα διαμέρισμα στο Σικάγο, εκείνη εργαζόμενη ως καλλιτέχνις, εκείνος ως ιδιοκτήτης ενός μικρού στούντιο ηχογραφήσεων. Μέχρι που ένα τροχαίο ατύχημα στέλνει την Πέιτζ στο νοσοκομείο με βαρύ κρανιακό τραύμα και αφαιρεί από τη μνήμη της οτιδήποτε έχει ζήσει την τελευταία πενταετία με τον αγαπημένο της. Ο Λίο, άγνωστος πλέον στα μάτια της, ξεκινά έναν επώδυνο αγώνα να την ξανακερδίσει, όμως εκείνη είναι καθηλωμένη στην προηγούμενη ζωή της -την πατρική εστία, τους πλούσιους γονείς, τα φοιτητικά χρόνια στη Νομική, τον πρώην μνηστήρα- χωρίς να θυμάται τους λόγους που την έκαναν να τα βροντήξει όλα και να πάει να εγκατασταθεί στην πόλη ως επίδοξη καλλιτέχνις.
Μοχλός της δραματουργίας η επιλεκτική αμνησία, που βάζει την κοπέλα να ταλαντεύεται ανάμεσα σ' ένα «βρώμικο» παρελθόν που δεν θυμάται κι ένα καθαρό παρόν που δεν αναγνωρίζει, πυροδότης δε της λειτουργίας των δακρυγόνων αδένων ο Λίο, το πραγματικό «θύμα» για του οποίου το πάθος, την επιμονή και τη στωικότητα το φιλμ του Μάικλ Σάκσι ουδέποτε αμφιβάλλει. Και σε έναν βαθμό, ομολογούμε, κερδίζει και τη δική μας πίστη, καθώς μέσα στην ανακύκλωση των κλισέ υπάρχει και ένα εντελώς βασικό που αναπάντεχα αίρεται -ο λεγόμενος «Ερωτας με την πρώτη ματιά». Η ανατροπή του, σε συνάρτηση με τα προσεγμένα, το πλείστον γήινα διαλογικά μέρη, κάνει την ταινία να παίρνει τις στοιχειώδεις έστω αποστάσεις από ένα τυπικό μελό, ενώ βοηθά σημαντικά και το ότι πηγή έμπνευσης του σεναρίου είναι μια πραγματική ιστορία.
Ρόμπυ Εκσιέλ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Εξαιρετικά Δυνατά και Απίστευτα Κοντά
Ρεσιτάλ ερμηνείας από τον δεκατριάχρονο –και πρωτοεμφανιζόμενο- Τόμας Χορν και μάθημα λιτότητας από τον ογδοντατριάχρονο Μαξ φον Σίντοφ. Η σκηνοθεσία όμως είναι συμβατική, το σενάριο κάπως κουραστικό και η διάρκεια μεγάλη. Δεν αξίζει βέβαια την σφαγή που υπέστη από τους αμερικανούς κριτικούς (αρκετοί την έβαλαν στις «χειρότερες ταινίες της χρονιάς») ούτε όμως και την υποψηφιότητα για το Όσκαρ καλύτερης ταινίας.
Αυτό που πάντως σίγουρα αξίζει στην ταινία είναι η ερμηνεία του φον Σίντοφ. Με το που εμφανίζεται, η οθόνη αποκτά μια άλλη υπόσταση. Μεγαλώνει. Καθαρίζει από τις υπερβολές. Συνοδός του μικρού ήρωα, ο φον Σίντοφ παίζει ένα βουβό άνθρωπο ο οποίος τον βοηθά να ορίσει την σχέση του απέναντι στην πραγματικότητα και να ενηλικιωθεί. Και το κάνει τέλεια.
«Ταινία ενηλικίωσης» λοιπόν (coming of age) με βασικό ζητούμενο- όπως συμβαίνει πάντα- το ταξίδι, την διαδικασία, τα εμπόδια που θα βοηθήσουν το παιδί να ωριμάσει.
Μαθημένο να αντιμετωπίζει δύσκολα προβλήματα με χιούμορ και φαντασία, το παιδί αυτό -που έχει χάσει τον πατέρα του στους δίδυμους πύργους- υποβάλει τον εαυτό του στην αναζήτηση μιας ουτοπίας: μιας φανταστικής κλειδαριάς που ανοίγει με το κλειδί που βρήκε στο ντουλάπι του πατέρα του. Θα πάει σε κάθε γωνιά της Νέας Υόρκης με σκοπό να βρει τι έχει κρύψει ο πατέρας του πίσω από αυτή την κλειδαριά.
Βασισμένος σε ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο, ο βραβευμένος με Όσκαρ –και σπεσιαλίστας των διασκευών- σεναριογράφος του «Φόρεστ Γκαμπ» Έρικ Ροθ, παρέδωσε στον σκηνοθέτη του «Μπίλι Έλιοτ» και των «Ωρών» ένα εσωτερικό μονόλογο. Ολόκληρο το βιβλίο εξάλλου δεν είναι τίποτε παρά ένας μονόλογος.
Το βασικό αυτό πρόβλημα, που δημιουργεί μια στατική αφήγηση και μειώνει την δυναμική της δράσης, αντιμετωπίστηκε με την επιλογή του μικρού πρωταγωνιστή. Προσπάθησε δηλαδή ο Στίβεν Ντάλντρι να δώσει πνοή στην ταινία του στηρίζοντάς την πάνω στο ταλέντο και τη λάμψη του Τόμας Χορν.
Και κατά κάποιο τρόπο το πέτυχε. Ο Χορν είναι καταπληκτικός. Χαριτωμένος και απίστευτα φωτογενής, στέκεται με μοναδική άνεση απέναντι στον Τομ Χανκς, την Σάντρα Μπούλοκ, τον φον Σίντοφ και την Βαϊόλα Ντέιβις σαν να ήταν κολλητοί του από το σχολείο.
Δεν αρκεί όμως ο Χορν. Οι συχνές συναισθηματικές υπερβολές και η εύκολη υπογράμμιση της συγκίνησης με εξαντλημένα κλισέ, αδυνατίζουν την ταινία. Η σκηνοθεσία, επίσης, δεν είναι τίποτε ιδιαίτερο: απλή, διεκπεραιωτική, χωρίς μεγάλη φαντασία. Προβληματική είναι και η διάρκεια. Αν είχαν κοπεί 20 λεπτά- από τα 129- η ταινία θα γινόταν πιο ανάλαφρη, πιο ευέλικτη. Άστοχο είναι και ολόκληρο το φινάλε. Αμήχανο, βαρύ, χωρίς χάρη.
Στο τέλος πάντως σου μένει η παράξενη αίσθηση μιας ταινίας «για Κυριακή απογευματάκι» την οποία - για ένα περίεργο λόγο- δεν μπορείς να την ξεχάσεις και τόσο εύκολα.
Ορέστης Ανδρεαδάκης
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Γράψε Λάθος
Πόσο συχνά εμφανίζεται μία ταινία που μιλάει για τη σχέση πατέρα-γιου χωρίς κλισέ, ωραιοποιήσεις ή συντηρητισμό; Και πόσο συχνά μπορεί μια τέτοια ταινία να έχει στο κέντρο της το απόλυτο σημείο αναφοράς της εβραϊκής θρησκείας και ταυτόχρονα να είναι τόσο συναρπαστική που ο αντίκτυπός της απλώνεται πολύ πιο πέρα από το Ισραήλ; Η απάντηση είναι ποτέ. Ή, καλύτερα, σχεδόν ποτέ, γιατί ο Τζόζεφ Σένταρ με το «Γράψε Λάθος» απέδειξε πέρυσι στις Κάννες πως όλα είναι δυνατά με ένα εξαιρετικό σενάριο στο χέρι και ένα σίγουρο βλέμμα πίσω από την κάμερα. Στην περίπτωση αυτή, μπορούμε να μιλάμε για ένα μικρό κινηματογραφικό θαύμα, με την έννοια ότι ενώ η κεντρική πλοκή της ταινίας περιστρέφεται γύρω από μία ακαδημαϊκή διαμάχη σε ένα πολύ περιορισμένο πεδίο ενδιαφέροντος, το φιλμ καταφέρνει να παρασύρει ακόμη και τον μέσο θεατή σε μία απολαυστική εμπειρία στη σκοτεινή αίθουσα.
Ο Ελιέζερ είναι ο πεισματάρης πατέρας, ο απόλυτος καθαρολόγος του Ταλμούδ, που έχτισε την καριέρα του πάνω σε μία ξεχασμένη υποσημείωση (από εκεί είναι παρμένος και ο αυθεντικός τίτλος της ταινίας). Ο γιος του, Ουριέλ, έχει καθιερωθεί ως το πιο λαμπρό αστέρι του πεδίου και η φήμη του έχει ήδη ξεπεράσει εκείνη του πατέρα του. Όταν ο τελευταίος παρουσιάζεται ως ο νικητής της μεγαλύτερης διάκρισης που μπορεί να ονειρευτεί ένας επιστήμονας του χώρου τους, όλη η ματαιοδοξία και η ανάγκη προβολής του γιου χτυπάει πάνω στην ξεροκεφαλιά και τη δογματικότητα του πατέρα.
Χτίζοντας το φιλμ ως θρίλερ γεμάτο σασπένς, ο Σένταρ δανείζεται άφοβα από τις καλύτερες ταινίες του είδους, παραθέτοντας στιγμές χιτσκοκικού μεγαλείου εμποτισμένες με άφθονο μαύρο χιούμορ. Το σάουντρακ του Αμίτ Ποζνάνσκι μπαίνει στην υπηρεσία του παραπάνω σχεδίου, όπως ακριβώς και οι εξαιρετικές ερμηνείες όλου ανεξαιρέτως του καστ. Η τεταμένη σχέση πατέρα και γιου γίνεται το πεδίο που παρελαύνουν η βωβή αποδοχή, ο φόβος της απόρριψης και η ανάγκη για επιβεβαίωση, χωρίς όμως τη σοβαροφάνεια ή την επιτήδευση ενός κλασικού δράματος. Αντίθετα, το «Γράψε Λάθος» είναι από τις πιο ύπουλα αστείες ταινίες που θα δείτε φέτος στις αίθουσες.
Κι αν το φινάλε μοιάζει πιο επίπεδο απ' ό,τι υποσχόταν η ταινία στη διάρκειά της, είναι επειδή αντιπαραθέσεις τόσο αρχετυπικές σπάνια καταλήγουν σε τιτανομαχίες. Η ζωή αντίθετα είναι γεμάτη τετριμμένες λεπτομέρειες και αντικρουόμενες οπτικές γωνίες - τόσες που αρκεί μια μικρή υποσημείωση για να βάλει φωτιά και στην πιο ακλόνητη βεβαιότητα.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Νικώντας το Σκοτάδι
Δεκατρείς μήνες πριν από το τέλος του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου, στην υπό ναζιστική κατοχή πόλη Λβοβ της Πολωνίας, ένας συντηρητής υπονόμων και μικροαπατεώνας, δράττει την ευκαιρία για να κερδίσει χρήματα βοηθώντας μια ομάδα Εβραίων του γκέτου να επιβιώσει στα βρωμερά υπόγεια της πόλης... Αληθινή ιστορία που μεταφέρθηκε στο βιβλίο του Ρόμπερτ Μάρσαλ με τίτλο «Στους υπονόμους της Λβοβ: Μια ηρωική ιστορία επιβίωσης από το Ολοκαύτωμα», το κατοχικό δράμα της βετεράνου Ανιέσκα Χόλαντ επιτυγχάνει σαν ασφυκτικό, σκοτεινό θρίλερ μεταφέροντας όχι μόνο τη δυσοσμία και την κλειστοφοβία στους ελάχιστα φωτισμένους διαδρόμους των υπονόμων αλλά και μέσα από την παράδοξη ανθρώπινη ρουτίνα εντός τους, την αστείρευτη ανάγκη και ικανότητα του ανθρώπου για επιβίωση.
Αυτό χάρη στην εξαίρετη φωτογραφία και την άψογη καλλιτεχνική διεύθυνση που όμως δεν αρκούν για να καλύψουν την επιδερμική προσέγγιση του σεναρίου σε ό,τι αφορά τη διαχείριση των χαρακτήρων και των ηθικοπλαστικών - θρησκευτικών μοτίβων που τόσες φορές έχουμε ξαναδεί στο σινεμά («Λίστα του Σίντλερ») .
Το «Νικώντας το σκοτάδι» ήταν φέτος υποψήφιο για Οσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Ο Εξαιρετικός Κύριος Lazhar
Ταινίες πάνω στην εμπειρία της διδασκαλίας σε ένα σχολείο, το σταδιακό χτίσιμο της εύθραυστης σχέσης μεταξύ καθηγητή και μαθητών και την χρήση μιας τάξης ως κοινωνικής μικρογραφίας έχουν γίνει πολλές. Ταινίες πάνω στην αντιμετώπιση μιας τραγωδίας και την επώδυνη επούλωση των ανοιχτών πληγών που αυτή αφήνει πίσω της έχουν γίνει επίσης αμέτρητες. Και στις δύο περιπτώσεις, ωστόσο, πολύ σπάνια έχει κατορθώσει το σινεμά να μην ενδώσει σε ηθικολογίες, σε διδακτισμούς και σε συγκινησιακές λύσεις που υπόσχονται να κολακεύσουν το κοινό και να κερδίσουν περισσότερους θεατές.
Στην ταινία του Φιλίπ Φαλαρντό, την οποία ο καναδικής καταγωγής σκηνοθέτης διασκεύασε από έναν θεατρικό μονόλογο της Εβελίν Ντε λα Σενλιέρ, η αφηγηματική εγκράτεια και η ψύχραιμη μελαγχολία που κρύβονται κάτω από την επιφάνεια της ιστορίας αποτελούν από μόνα τους ένα μάθημα για το πώς μπορείς να χειριστείς ένα πολυιδωμένο θέμα με τον λιγότερο αβανταδόρικο και σχηματικό τρόπο.
Καθώς ένας μοναχικός Αλγερινός σαραντάρης, που κουβαλά το δικό του οδυνηρό πρόσφατο παρελθόν και ένα επίσης ασταθές παρόν, αναλαμβάνει να αντικαταστήσει την θέση που αφήνει κενή σε ένα δημοτικό σχολείο του Μόντρεαλ μια νεαρή δασκάλα η οποία βρίσκεται απαγχονισμένη στην ίδια της την τάξη, ο σκηνοθέτης προσφέρει όχι μια ακόμη παραλλαγή στην δημοφιλή κινηματογραφική συνταγή του «Κύκλου των Χαμένων Ποιητών» αλλά ένα ήρεμο και συμπονετικό δράμα που δεν γυρεύει εύκολες εντυπώσεις και δεν εκβιάζει για δάκρυα.
Μπορεί η διακριτικότητα την οποία ο Φαλαρντό διαλέγει ως ύφος να στερούν λίγη παραπάνω ζωντάνια από το φιλμ και η γεμάτη εκφραστικότητα ερμηνεία του Μοχάμεντ Φελάγκ στον ρόλο του δασκάλου να έρχεται σε σύγκρουση με ένα σενάριο το οποίο αφήνει μόνο φευγαλέα να ρίξουμε ματιά στον καλά περιφρουρημένο εσωτερικό κόσμο αυτού του ήρωα. Αυτές είναι, ωστόσο, οι μόνες σοβαρές ενστάσεις σε μια ταινία που αποτελεί υπόδειγμα στο είδος της, κυρίως επειδή αντιλαμβάνεται όλες τις συναισθηματικές παγίδες στις οποίες μπορεί να εγκλωβίσει τους θεατές της και διαλέγει, παρ' όλα αυτά, να τις προσπεράσει με αξιοπρέπεια.
Ο «Κύριος Λαζάρ» μιλά για τον τρόπο με τον οποίο μια ανθρώπινη τραγωδία μπορεί και γεννά γέφυρες οι οποίες ενώνουν διαφορετικές γενιές και ηλικίες κάτω από την ίδια πένθιμη ομπρέλα και για την δυσκολία του να μεγαλώνεις σε έναν κόσμο γεμάτο από σκληρές αλήθειες από τις οποίες δεν μπορείς πάντα να προστατευτείς. Και καθώς φτάνει στο φινάλε του, χαρίζει μια υπέροχη (μέσα στην απλότητά της) τελευταία σκηνή, η οποία έρχεται σαν ξαφνικός κόμπος στον λαιμό για να σου επισημάνει με τον λιγότερο πομπώδη τρόπο ότι τα σημαντικότερα μαθήματα που μπορεί κανείς να διδαχτεί στα θρανία ενός σχολείου, και κατ' επέκτασιν στη μετέπειτα αναμέτρησή του με τον έξω κόσμο, δεν βρίσκονται στην διδακτέα ύλη κανενός βιβλίου. Κρύβονται πρωτίστως στην εμπειρία ενός συναισθήματος.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Shame
Ένα θαρραλέο δράμα γεμάτο μοναξιά και απόγνωση, με καθηλωτικές ερμηνείες και φόντο μια αγέλαστη Νέα Υόρκη. Aπό τον σκηνοθέτη του “Hunger”.
Ευφυώς ο Έλληνας διανομέας απέφυγε την μετάφραση του πρωτότυπου τίτλου, που στα νέα ελληνικά αποδίδεται ως “ντροπή”. Για ποιου είδους ντροπή μιλάμε όμως; Για εκείνη που αφορά στην αιδώ, με την έννοια της συστολής, ή για την αισχύνη, το όνειδος; Ο Στιβ ΜακΚουίν ενδιαφέρεται κατά βάση για τις διακλαδώσεις της τελευταίας ερμηνείας και τι μπορεί να αποτελέσει ή να προκαλέσει μια τέτοια κατάσταση.
Ο αντί-ήρωάς του είναι ο Μπράντον (Μάικλ Φασμπέντερ), ένας Νεοϋορκέζος γιάπης με ιρλανδέζικη καταγωγή που, παρά τo εργασιακό σουξέ και την απολλώνια εμφάνισή του αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα στην προσωπική του ζωή. Χωρίς αληθινούς φίλους ή μακροχρόνια σχέση, είναι εξαρτημένος από περιστασιακές ερωτικές συνευρέσεις -πληρωμένες και μη-, οι οποίες λειτουργούν ακριβώς όπως τα ναρκωτικά: τον ανεβάζουν για λίγο (κάθε φορά και λιγότερο), αφήνοντάς τον αμέσως μετά πεινασμένο για περισσότερο σεξ. Η ρουτίνα του αλλάζει μετά την ξαφνική επίσκεψη της αδερφής του, Σίσι (Κάρεϊ Μάλιγκαν) και το παρελθόν μοιάζει να βαραίνει επικίνδυνα πάνω στον Μπράντον, οδηγώντας τον σε ένα καθοδικό σπιράλ προς την προσωπική του κόλαση.
Ο ΜακΚουίν, όπως και στο “Hunger”, ενδιαφέρεται πρωτίστως για τη σωματικότητα και τον αντίκτυπο που έχει στην ανθρώπινη ψυχή η δοκιμή των ορίων της μέσα από την υπερβολή, την κατάχρηση, την κακοποίηση - ιδίως όταν αυτή είναι αυτοεπιβαλλόμενη. Παρακολουθώντας την ταινία συνειδητοποιούμε σταδιακά πως το σεξ, όπως εμπλέκεται σε αυτό ο Μπράντον, ισοδυναμεί με αυτο-τιμωρία και, όπως η υπερβολή στην τραγωδία συνιστά ύβρη έτσι και σε αυτό το υπόκωφο δράμα, ο πρωταγωνιστής προκαλεί τον ίδιο τον ξεπεσμό του.
Ευτυχώς ο ΜακΚουίν αγαπά αρκετά τον θεατή για να μπει στην διαδικασία να αναζητήσει τα κίνητρα πίσω από αυτή την ψυχαναγκαστική συμπεριφορά, σκιαγραφώντας με την χαρακτηριστική του οικονομία και διακριτικότητα τον δεσμό του Μπράντον με τη Σίσι. Φανερώνοντας τα μέγιστα με ελάχιστα μέσα, καταφέρνει να μας μεταδώσει μέχρι τελευταίο χιλιοστό την αδυναμία δύο χαμένων ανθρώπων, το βάσανο δύο ταλαιπωρημένων ψυχών, όπως το αποτυπώνουν συγκλονιστικά ο (κατάφωρα αδικημένος στα Όσκαρ) Φασμπέντερ και η ντελικάτα υπέροχη Μάλιγκαν.
Δεν είναι εύκολο να απογυμνώσεις το σεξ από το σέξι στη μεγάλη οθόνη αλλά ο ΜακΚουίν το καταφέρνει φαινομενικά χωρίς κόπο: στην προσεκτικά δομημένη του κλιμάκωση, ο Μπράντον δε σπαρταρά με ηδονή αλλά με απόγνωση. Ο ΜακΚουίν μοιάζει να γνωρίζει πολύ καλά τι σημαίνει “fuck the pain away”.
Φαίδρα Βόκαλη
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Albert Nobbs
Ο Αλμπερτ Νομπς, το σεμνό, υπάκουο, σιωπηλό γκαρσόνι που ζει και εργάζεται σ' ένα πολυτελές ξενοδοχείο του Δουβλίνου, στα τέλη του 19ου αιώνα, είναι στην πραγματικότητα... μία γυναίκα.
Το κρύβει καλά, κανείς δεν τον έχει υποπτευθεί. Χάρη στην αρκούντως αποτελεσματική δουλειά των μακιγιέρ του φιλμ του Ροντρίγκο Γκαρσία και την άψογα μελετημένη -σωματική κυρίως- ερμηνεία της ηθοποιού που τον υποδύεται, ούτε κι εμείς θα το είχαμε υποπτευθεί αν δεν ξέραμε εξαρχής πως πρόκειται για την προτεινόμενη για Οσκαρ Γκλεν Κλόουζ, που είχε προ 30ετίας πρωτοπαίξει τον ρόλο στο θέατρο και ήθελε από καιρό να μεταφέρει την, καταγόμενη από ένα διήγημα, ιστορία και στην οθόνη.
Για την ακρίβεια, είναι η δοσμένη με λανθάνον πάθος σύνθεσή της, σε συνάρτηση με το ψύχραιμο, χωρίς συναισθηματισμούς, αλλά και ευθυγραμμισμένο με τον καταπιεσμένο ψυχισμό του Νομπς σκηνοθετικό βλέμμα που συντηρούν το ενδιαφέρον, και όχι τόσο το ίδιο το σενάριο που θέλει την ηρωίδα να απελευθερώνεται μετά τη γνωριμία με έναν ελαιοχρωματιστή (επίσης γυναίκα και... παντρεμένο με γυναίκα) και να ξεκινά σχέδια για μια «φυσιολογική» ζωή, χωρίς ποτέ όμως να εμβαθύνει στους λόγους -προσωπικούς ή πολύ περισσότερο, κοινωνικούς- της καταπίεσης αυτής, συνεπώς ούτε και στα κίνητρα της επιθυμίας της για αλλαγή.
Εστω πάντως κι αν η ασάφεια υπονομεύει τις δυναμικές του δράματος, η συγκίνηση εκπέμπεται διά των ερμηνειών, όχι μόνο της Κλόουζ, αλλά και της έξοχης καρατερίστας Τζάνετ ΜακΤιρ σ' έναν «ανδρόγυνο» ρόλο που επίσης προτείνεται για Οσκαρ.
Ρόμπυ Εκσιέλ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Ο Κύκλος του Έρωτα
Βασισμένο σε θεατρικό του Άρθουρ Σνίτσλερ, η ταινία αποτελεί ένα από τα ελάχιστα αμιγώς avant garde αριστουργήματα και ταυτόχρονα ένα μάθημα οπτικής απόδοσης λογοτεχνικού έργου. Ο "Κύκλος του Έρωτα" προσπαθεί να εξερευνήσει την εκκεντρικότητα της σεξουαλικής επιθυμίας μέσω της πολυπλοκότητας και της απιστίας. Μια κωμωδία καταστάσεων και συμπεριφορών, στην οποία μια ομάδα ανθρώπων στην Βιέννη συνεχώς αλλάζουν ερωτικούς συντρόφους, μέχρι τα πράγματα να καταλήξουν ακριβώς από εκεί που ξεκίνησαν.
Δέκα μικρές ιστορίες ζευγαριών, ένα καρουζέλ να συμβολίζει τον φαύλο κύκλο της επιθυμίας και ένας αφηγητής να μιλά απευθείας στην κάμερα μεταβάλλοντας κατά βούληση τα γεγονότα. Η περιστροφική αλληλουχία αγάπης και αποπλάνησης του 19ο αιώνα στην Βιέννη είναι ακόμα και στις μέρες μας ακαταμάχητη, καταφέρνοντας να επιδείξει την τέλεια ισορροπία μεταξύ κλασσικού και μπαρόκ.
Περιοδικό ΣΙΝΕΜΑ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Τα Χιόνια του Κιλιμάντζαρο
Σε μια επιστροφή στο πολιτικό αλλά και ουμανιστικό σινεμά με το οποίο ξεκίνησε, ο Ρομπέρ Γκεντιγκιάν εμπνέεται από ένα ποίημα του Βίκτορος Ουγκό για να αφηγηθεί μια βαθιά συγκινητική ιστορία κοινωνικής αλληλεγγύης και ανθρώπινων σχέσεων.
Παρά την ενίοτε απλοϊκή φιλοσοφία πίσω από την ιστορία, που δεν πετυχαίνει πάντα να ξεφύγει από την παγίδα του διδακτισμού, οι ζεστές ερμηνείες, οι πετυχημένες παρατηρήσεις για την κοινωνική κατάσταση σήμερα και οι feelgood πινελιές, φέρνουν μια ευχάριστη νότα στο τελικό αποτέλεσμα, του οποίου την καλόγνωμη ειλικρίνεια δύσκολα ξεχνάς.
Χριστίνα Λιάπη
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Οι Απόγονοι
Για τον καλύτερο ρόλο της καριέρας του διεκδικεί φέτος το Όσκαρ ο Τζορτζ Κλούνεϊ σε μια πολυεπίπεδη ταινία εξαιρετικής απλότητας και ακρίβειας. Και οι υπόλοιπες τέσσερις υποψηφιότητες της ταινίας, όμως, είναι απολύτως δίκαιες, ενώ το Όσκαρ σεναρίου θα είναι ένα από τα πιο σίγουρα στοιχήματα της φετινής απονομής. Οι λεπτές συναισθηματικές αποχρώσεις του (το έγραψε ο ίδιος ο Πέιν πάνω στο βιβλίο του Κάουι Χαρτ Χέμινγκ) είναι από μόνες τους ένα είδος σκηνοθετικής παρτιτούρας. Ο ρυθμός του είναι υπέροχος και οι χαρακτήρες τοποθετούνται αργά σαν ψηφίδες ενός μαγευτικού μωσαϊκού που αποκαλύπτει την αλήθεια, τον τρόμο, την μοναξιά και την αξιοπρέπεια της ανθρώπινης ύπαρξης.
Η ταινία θα μπορούσε να είναι ένα φτηνό μελόδραμα, είναι όμως μια υπέροχη κομεντί. Και μάλιστα απρόβλεπτη. Κάπου στη Χαβάη ένας άνδρας βλέπει την γυναίκα του να πέφτει σε κώμα και να αργοπεθαίνει μετά από ένα σοβαρό ατύχημα. Ετοιμάζεται να πουλήσει μια τεράστια παραθαλάσσια έκταση που ανήκει στην οικογένεια εδώ και δεκαετίες και προσπαθεί να φροντίσει τις δυο κόρες του- χωρίς να τα καταφέρνει και τόσο καλά. Μια από αυτές ερμηνεύεται από την εξαιρετική Σαϊλίν Γούντλεϊ, την αποκάλυψη της ταινίας. Η απουσία της από τις υποψηφιότητες των Όσκαρ είναι μια από τις μεγάλες φετινές αδικίες.
Το τοπίο της Χαβάης θα έπρεπε να είναι ιδανικό. Είναι ένας μή-χώρος, όπου η διασκέδαση, ο χορός και το σερφ αντικαθιστούν την πραγματικότητα. Κι όμως κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από την πραγματικότητα, ιδίως όταν αυτή εισβάλει στον προστατευμένο μη-χώρο της ζωής σου. Αυτό συμβαίνει στον Ματ Κινγκ (Κλούνεϊ) ο οποίος αναγκάζεται να επανατοποθετήσει τον εαυτό του και να ορίσει ξανά το παρελθόν, το παρόν και κυρίως το μέλλον του.
Μέχρι την στιγμή του ατυχήματος της γυναίκας του δεν άφηνε τις ουσιαστικές ερωτήσεις να ταράξουν την ζωή του. Τώρα το κάνει θέλοντας και μη. Από «εφεδρικός γονιός» πρέπει να αντιμετωπίσει την δύσκολη εφηβεία τους. Κι από γόνος μιας αριστοκρατικής οικογένειας εκατομμυριούχων που ετοιμάζονται να πουλήσουν την περιουσία τους για να γίνει ένα σύγχρονο ρεζόρτ, μετατρέπεται σε προστάτη της οικογενειακής και συλλογικής μνήμης.
Και μέσα σε όλη αυτή την αναταραχή μαθαίνει ότι η γυναίκα του τον απατούσε. Θα πρέπει να απαντήσει ένα ακόμη «γιατί», το οποίο στην ουσία δεν υπάρχει, και να έρθει πρόσωπο με πρόσωπο με τον εραστή της γυναίκας του. Μην περιμένετε όμως δραματουργικές εκρήξεις, θεαματικές ανατροπές και ερμηνευτικές επιδείξεις, διότι τα πάντα εδώ είναι χαμηλόφωνα και κινούνται στο πλαίσιο ενός αριστουργηματικού μέτρου. Οι λεπτομέρειες της καθημερινότητας είναι αυτές που δίνουν τον ρυθμό και δημιουργούν ένα εξαιρετικό περιβάλλον γνήσιων αισθημάτων και πολύπλευρων χαρακτήρων.
Είναι από τις ελάχιστες φορές στο σινεμά που νοιώθεις ότι χαμογελάς την στιγμή που τα μάτια σου βουρκώνουν και η ψυχή σου είναι ανάλαφρη.
Μην διανοηθείτε να το χάσετε!
Ορέστης Ανδρεαδάκης
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Ο Δρόμος του Χρήματος
Οι απαρχές και τα αίτια της πανταχού παρούσας οικονομικής κρίσης -συνοδευμένα και από πιθανές λύσεις- παρουσιάστηκαν πρόσφατα στη μεγάλη οθόνη από το βραβευμένο με Όσκαρ ντοκιμαντέρ “Inside Job” (2010). Όσοι είχαν την ευκαιρία να το παρακολουθήσουν πέρσι στις Νύχτες Πρεμιέρας Conn-x έμαθαν μέσα από συνεντεύξεις ειδικών και αναλύσεις σε καθημερινή γλώσσα γιατί το σύστημα οδηγήθηκε στο σημερινό τέλμα και πώς οι μεγάλες εταιρείες συνέβαλαν καθοριστικά στο χρηματοπιστωτικό αδιέξοδο. Το φιλμ του Τζ. Σ. Τσάντορ “Ο Δρόμος του Χρήματος”, επιχειρεί να δραματοποιήσει τις πρώτες ώρες πριν το ξέσπασμα της κρίσης. Σε αντίθεση όμως με το πολύ καλό ντοκιμαντέρ, δεν είναι καθόλου σίγουρο για το τι ακριβώς θέλει (και μπορεί) να προσφέρει στο κοινό.
Συμπιεσμένη στο αρκούντως χορταστικό και ελέγξιμο πλαίσιο των 36 περίπου ωρών, η ταινία περιγράφει τις αντιδράσεις των στελεχών μίας μεγάλης επενδυτικής εταιρείας, όταν συνειδητοποιούν πως τα οικονομικά προϊόντα που έχουν διαθέσει και συνεχίζουν να διαθέτουν σε πελάτες τους είναι τελικά “φούσκες”, έχουν δηλαδή μηδενική αξία. Το ερώτημα που μπαίνει στο κέντρο των διαπραγματεύσεων των μεγάλων κεφαλιών είναι αν θα ακολουθήσουν την ηθική επιταγή της ενημέρωσης του πελάτη ή αν -πολύ απλά- θα πάρουν το χρήμα και θα το βάλουν στα πόδια. Ρίχνοντας μια ματιά γύρω μας, δεν είναι δύσκολο να μαντέψουμε τι αποφάσισαν οι αντίστοιχες εταιρείες-κολοσσοί της πραγματικής ζωής, όταν βρέθηκαν αντιμέτωπες με αυτό το δίλημμα.
Χρησιμοποιώντας στακάτο διάλογο και σποραδικούς μονολόγους που θυμίζουν Ντέιβιντ Μάμετ, γεμάτη οικονομικούς όρους και ταυτόχρονα όμως βεβιασμένες επεξηγήσεις, η ταινία φλερτάρει με την ανοχή του θεατή, ο οποίος νιώθει ανακουφισμένος λίγο πριν το τέλος της ταινίας, όταν το μεγάλο αφεντικό (Τζέρεμι Άιρονς) διατάζει κάποιον να του μιλήσει “σε απλά αγγλικά”. Μέχρι τότε, έχουμε γνωρίσει όλα τα είδη της τροφικής αλυσίδας που ευδοκιμεί σε τέτοια περιβάλλοντα: από τους πεινασμένους για άνοδο ειδικευόμενους (Πεν Μπάτζλεϊ, Ζάκαρι Κουίντο), μέχρι το ανερχόμενο αστέρι με τον γελοιωδώς τεράστιο μισθό (Πολ Μπέτανι) και το σκατόψυχο αφεντικό που δακρύζει για το άρρωστο σκυλί του αλλά απολύει εκατοντάδες ανθρώπους χωρίς ένα βλεφάρισμα του ματιού (Κέβιν Σπέισι). Στο μεταξύ, κάπου εκεί τριγυρίζει και μία Ντέμι Μουρ ως το μοναδικό μη διακοσμητικό θηλυκό δείγμα ενός ανδροκρατούμενου σύμπαντος.
Γραφικότητες; Πιθανόν, αλλά τουλάχιστον “Ο Δρόμος του Χρήματος” δε διστάζει να δείξει το δάχτυλο στους κύριους υπεύθυνους μιας συστημικής κρίσης - ακόμη κι αν το κάνει με τριετή χρονοκαθυστέρηση. Εκεί που το φιλμ χάνει το παιχνίδι είναι στην προσπάθειά του να εμπνεύσει ενός είδους συμπάθεια για τους ανθρώπους οι οποίοι προκάλεσαν την οικονομική καταστροφή - και κυρίως για τον αμφιλεγόμενο χαρακτήρα του Σπέισι. Sympathy for the devil? Όχι αυτή τη φορά.
Φαίδρα Βόκαλη
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Πολεμώντας για τη Νίκη
Ιδού πώς «μια ταινία για ένα παιδί που έχει καρκίνο στον εγκέφαλο» αναδεικνύεται σε ποπ ποίημα πάθους και ιδού πώς η χρήση της μουσικής και οι εξαιρετικές ερμηνείες λιώνουν την τραγικότητά της και σε απογειώνουν σε ένα φιλγκούντ σύννεφο απόλαυσης.
Η ιστορία κατ' αρχάς: αληθινή και σπαρακτική. Είχε σοκάρει τον μικρόκοσμο της γαλλικής κινηματογραφίας πριν από μερικά χρόνια κι έτσι οι πάντες σοκαρίστηκαν ακόμα περισσότερο όταν έμαθαν ότι θα μεταφερόταν στο σινεμά από την ίδια τη γυναίκα που την έζησε, την Βαλερί Ντονζελί.
Σκηνοθέτης και ηθοποιός η Ντονζελί εγκατέλειψε τα πάντα, όταν ο μικρός γιος της διαγνώστηκε με καρκίνο στον εγκέφαλο, και ρίχτηκε σε μια τεράστια και άνιση μάχη. Τελικά όμως- και κόντρα στα προγνωστικά- ο πιτσιρικάς θεραπεύτηκε και τώρα είναι μια χαρά.
Πώς όμως αποφασίζει κανείς να σκηνοθετήσει ένα τόσο δραματικό γεγονός της ζωής του, επιλέγοντας μάλιστα να παίξει ο ίδιος τον πρωταγωνιστικό ρόλο; Η λύση της Ντονζελί είναι πρωτότυπη και προκλητική: άφησε δηλαδή στην άκρη την τραγικότητα της ιστορίας, αγνόησε τις διδακτικές παγίδες και γέμισε τα πάντα με ποίηση, μουσική και χιούμορ- ναι, χιούμορ.
Κρατώντας η ίδια τον πρωταγωνιστικό ρόλο, η Ντονζελί αντέστρεψε την απελπισία πιάνοντας την ιστορία της από την αρχή. Από τον έρωτα μιας νέας κοπέλας που την λένε Ιουλιέτα (κρατάει η ίδια τον ρόλο) κι ενός νέου που ονομάζεται Ρωμαίος (Ζερεμί Ελκαϊμ). Γνωρίζονται με τρόπο σχεδόν μαγικό, ερωτεύονται και κάνουν ένα παιδί. Με αρχετυπικό όνομα κι αυτό: Αδάμ. Και όταν μαθαίνουν ότι ο Αδάμ έχει καρκίνο στον εγκέφαλο αποφασίζουν να «κηρύξουν τον πόλεμο» όπως δηλώνει και ο γαλλικός τίτλος.
Τότε διαπιστώνεις ότι η μουσική- που έχει ήδη χρησιμοποιηθεί σαν σε μιούζικαλ- θα παίξει καθοριστικό ρόλο, σπάζοντας τα δραματικά μέρη και εισάγοντας μια εξαίσια και αισιόδοξη ελευθερία. Τα πάντα από εδώ και κάτω παίζουν ένα συνεχές κρυφτούλι με την δραματικότητα, καταφέρνοντας να της ξεφεύγουν, να την κοροϊδεύουν, να την χλευάζουν.
Η Νονεζλί κέρδισε τον κινηματογραφικό της πόλεμο και η ταινία οδεύει προς τα Όσκαρ ως επίσημη πρόταση της Γαλλίας. Το αξίζει.
Ορέστης Ανδρεαδάκης
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Η Γυναίκα Που Ονειρεύτηκε Έναν Άνδρα
Η Κάρεν, 32 ετών, εργάζεται ως φωτογράφος μόδας. Ζει στην Κοπεγχάγη, είναι επιτυχημένη και ταξιδεύει τακτικά ανά την Ευρώπη, προκειμένου να βγάζει φωτογραφίες για λογαριασμό περιοδικών μόδας. Αγαπά τον σύζυγό της Γιόχαν και την κόρη τους Ζοζεφίν. Ολα μοιάζουν ιδανικά εκτός από κάποια όνειρα που βλέπει διαρκώς τα οποία την στοιχειώνουν, την επηρεάζουν και την τρομάζουν καθώς περιστρέφονται πάντα γύρω από τον ίδιο άνδρα. Οταν σε ένα ταξίδι της στο Παρίσι, θα συναντήσει τον άνδρα που έχει ονειρευτεί, τον Μάσιεκ, τότε ένα ανηλεές γαϊτανάκι συμπτώσεων και συμβάντων θα ξεκινήσει μέχρι που η Κάρεν θα διαπιστώσει πως τελικά όλα αυτά που ζει δεν είναι και τόσο ονειρεμένα.
Ο Δανός Περ Φλι («Ανθρωποκτονία») μετά από πέντε χρόνια απουσίας απ' τα κινηματογραφικά δρώμενα και έχοντας ασχοληθεί στο ενδιάμεσο με την τηλεόραση επιστρέφει στον κόσμο του σελιλόιντ με μια ταινία που αν και πολυαναμενόμενη αδυνατεί να εκπληρώσει τις όποιες προσδοκίες είχαν αναπτυχθεί απ' τους art house κύκλους γύρω απ' το όνομά της. Με το «Η Γυναίκα Που Ονειρεύτηκε Εναν Ανδρα» επιλέγει να κατασκευάσει ένα ερωτικό δράμα που προσπαθεί να συγκινήσει αλλά το προδίδουν οι εμφανείς σεναριακές αδυναμίες του αλλά κυρίως οι υπερβολικές και στομφώδεις ερμηνείες του ζευγαριού των πρωταγωνιστών (Σόνια Ρίχτερ και Μαρσίν Ντοροσίνσκι). Απ' την υποκριτική μετριότητα του καστ σώζεται μόνο ο Μίκαελ Νίκβιστ («Millenium») που παρά το μικρό χρόνο συμμετοχής του καταφέρνει να προσθέσει ένα μικρό τόνο ρεαλισμού σε μια κατά τ' άλλα αλλοπαρμένη και συναισθηματικά ανεπιτυχή δραματουργία. Η υστερία για την υστερία, η τηλεοπτική μελοδραματική παντιέρα και η μηδενική ταύτιση του θεατή με τα άγχη των ηρώων είναι τα ατυχή στοιχεία που καθιστούν το «Η Γυναίκα Που Ονειρεύτηκε Έναν Άνδρα» ως την πιο αδύναμη στιγμή στην μέχρι τώρα καριέρα του Δανού δημιουργού.
Κωστής Θεοδοσόπουλος
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Ένας Χωρισμός
Μετά από 14 χρόνια έγγαμου βίου, η Σιμίν και ο Ναντέρ θέλουν να χωρίσουν. Ζουν στην Τεχεράνη με την 11χρονη κόρη τους και τον ηλικιωμένο πατέρα του Ναντέρ, που πάσχει από Αλτσχάιμερ. Οταν μια μέρα η Σιμίν αποφασίζει να μεταναστεύσουν σε μία χώρα που δίνει περισσότερες ευκαιρίες στις γυναίκες, βρίσκεται αντιμέτωπη με τον Ναντέρ, που θέλει να μείνει στο Ιράν για να προσέχει τον πατέρα του.
Το πολυβραβευμένο φιλμ του Ασγκάρ Φαραντί, που κέρδισε μεταξύ άλλων και την Χρυσή Άρκτο στο Φεστιβάλ Βερολίνου, είναι το συγκλονιστικό πορτρέτο μιας θρυμματισμένης σχέσης, που ξετυλίγεται ταυτόχρονα ως ενδοσκόπηση στις πατριαρχικές και θρησκευτικές εξουσιαστικές δομές του σύγχρονου Ιράν.
[Από τον κατάλογο του φεστιβάλ Νύχτες Πρεμιέρας Conn-x]
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Το Κάστρο Της Αγνότητας
Οι ομοιότητες του «Κάστρου της Αγνότητας» με τον «Κυνόδοντα» είχαν κάνει κάποιους να κατηγορήσουν, πριν από αρκετούς μήνες, τον Λάνθιμο για λογοκλοπή. Κι ενώ κανείς δεν ασχολείται πια με αυτό το θέμα, η ταινία του Ριπστάιν βγαίνει ξανά στις αίθουσες μία εβδομάδα μετά τα Οσκαρ. Πόσο τυχαία όμως, ή αθώα, μπορεί να θεωρηθεί αυτή η επιλογή;
Λαμπρό δείγμα στην πλούσια φιλμογραφία του Μεξικανού σκηνοθέτη, το «Κάστρο» είναι η μόνη ταινία του που βγήκε ποτέ στην Ελλάδα σε κανονικό κύκλωμα- συγκεκριμένα στο σινεμά «Στούντιο» στην πλατεία Αμερικής την εποχή του ιδρυτή του Σωκράτη Καψάσκη.
Το 1997 βέβαια το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης οργάνωσε ένα πλήρες αφιέρωμα με όλες τις ταινίες του Ριπστάιν και τον τίμησε με το βραβείο του.
Βασισμένη σε μια αληθινή ιστορία που συνέβη στο Μεξικό, η ταινία μοιάζει σήμερα λίγο κουρασμένη, καθώς το παράλογο και αλληγορικά πολιτικό της πλαίσιο, μένει έξω από τα επιτεύγματα του μοντέρνου σινεμά.
Στα όρια μιας φασίζουσας θρησκοληψίας, ο πατέρας της ταινίας δεν επιτρέπει στους δικούς του να βγουν από την οικιακή τους φυλακή, θέλοντας να τους προστατεύσει από τους υποτιθέμενους πειρασμούς της διεφθαρμένης κοινωνίας. Βασική τους ασχολία η παρασκευή ποντικοφάρμακου, το οποίο ο πατέρας πουλάει όταν βγαίνει, μόνο αυτός, στον έξω κόσμο.
Εκεί όμως, στην πόλη, αφήνεται στις απολαύσεις που απαγορεύει στα παιδιά του: τρώει κρέας, για το οποίο τους έχει πει ότι είναι αηδιαστικό, φλερτάρει, πηγαίνει με πόρνες. Η διεφθαρμένη πολιτική και θρησκευτική εξουσία της εποχής βρίσκει το ιδανικό της σχήμα με όλα αυτά τα σύμβολα, που υποθάλπουν την τρέλα, την απελπισία, αλλά και την τρυφερότητα.
Κι ενώ όλα κυλούν τέλεια μέσα στο κλειστοφοβικό περιβάλλον της βίας και του σκοταδισμού, τα δυο μεγάλα παιδιά αναπτύσσουν μια αιμομικτική σχέση. Το σύστημά του τρόμου δέχεται ένα ισχυρό πλήγμα από μέσα και ο μηχανισμός της παρανοϊκής ηθικής αρχίζει να καταρρέει, καθώς η εξέγερση δεν είναι μακριά.
Κάτω από τη συνεχή βροχή που πέφτει στην εσωτερική αυλή, το μοναδικό ελεύθερο σημείο του σπιτιού, οι ήρωες είναι μόνοι και ανυπεράσπιστοι, ενώ τα ονόματά τους –Ουτοπία, Πορβενίρ (Μέλλον) και Βολουντάτ (Θέληση)- ηχούν σαν σύμβολα μιας τραυματισμένης εποχής.
Αρχιτεκτονική σκηνοθεσία, εσωτερικές ερμηνείες και συνεχή παιχνίδια με το εξαιρετικό σκηνικό το φως και τις σκιές, σε ένα τυπικό δείγμα του λατινοαμερικανικού σινεμά της δεκαετίας του 70.
ΟΡΕΣΤΗΣ ΑΝΔΡΕΑΔΑΚΗΣ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Απώλεια
Ο Τζον Κάμερον Μίτσελ, αγαπημένος ανεξάρτητος (Hedwig and the Angry Inch, Shortbus), μας έχει συνηθίσει σε πρότζεκτ αρκετά διαφορετικού ύφους: πιο άμεσα, πιο βροντόφωνα και με θεματολογία κατά τι πιο προκλητική. Αυτό το οικογενειακό δράμα που περιστρέφεται γύρω από την απώλεια, μοιάζει να ανήκει περισσότερο στην πρωταγωνίστριά του παρά στον ίδιο. Εξάλλου, η Νικόλ Κίντμαν ήταν που αγόρασε τα δικαιώματα για την μεταφορά του ομώνυμου θεατρικού έργου στην μεγάλη οθόνη, εκείνη επέλεξε τον Μίτσελ ως σκηνοθέτη και τον Έκχαρτ ως συμπρωταγωνιστή της. Προφανώς, ήθελε διακαώς να ερμηνεύσει την χαροκαμένη Μπέκα, που προσπαθεί να ξαναβρεί τον εαυτό της μετά τον ξαφνικό θάνατο του γιου της - και ευτυχώς τα κατάφερε.
Στην πιο συγκλονιστική ερμηνεία της καριέρας της και στην καλύτερη ερμηνεία της χρονιάς (σίγουρα πολύ πιο αξιοθαύμαστη από εκείνην της Ανέτ Μπένινγκ), η Κίντμαν φανερώνει ένα ταλέντο που σχεδόν είχαμε ξεχάσει πως υπήρχε, θαμένο από τόνους γκλίτερ και άρωμα Σανέλ Νο. 5. Εδώ είναι καταπονημένη, άγρια και ταυτόχρονα τρυφερή κι αστεία στις στιγμές που το περιμένεις λιγότερο. Το ζευγάρι που ενσαρκώνει μαζί με τον Άρον Έκχαρτ πρέπει να κάνει το αδιανόητο: να ξεπεράσει τον θάνατο του παιδιού του. Η Μπέκα πρέπει να σταθεί πάλι στα πόδια της, ενώ το μόνο που θέλει είναι να ξεχάσει, χωρίς να προχωρήσει. Ο Χάουϊ έχει τον δικό του τρόπο για να αντιμετωπίζει το πένθος και θέλουν να μάθουν να ξαναζούν -μαζί.. Η διασκευή του ίδιου του συγγραφέα, Ντέιβιντ Λίντσεϊ-Αμπέιρ, χρησιμοποιεί το χιούμορ ως αντίδοτο στην ανείπωτη θλίψη και ο Τζον Κάμερον Μίτσελ ακολουθεί κατά πόδας, χωρίς να υποκύπτει σε ευκολίες ή να λειαίνει τους χαρακτήρες. Σε κάθε περίπτωση ωστόσο, το φιλμ χρωστάει τα πάντα στην ερμηνεία της Κίντμαν, που καταφέρνει να το σηκώσει από το έδαφος ακόμη και όταν σέρνεται με δυσθυμία.
Φαίδρα Βόκαλη
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Ψηλά τα Χέρια
Είναι 2067 και η Μιλένα είναι πια κοντά στα εβδομήντα. Το 2009 πήγαινε στην έκτη τάξη του Δημοτικού και θυμάται όλα όσα συνέβησαν τότε.
Ο Γκουπίλ μας διηγήται μια ιστορία με παιδιά και για παιδιά. Μια ταινία που διαπνέεται ξεκάθαρα από το το πνεύμα του Μάη του '68 καταφέρνει να κάνει ένα επικαίρο σχόλιο για την παρούσα γαλλική κοινωνία. Ο τρόπος που τα παιδιά αντιδρούν όταν η συμμαθητρία τους κινδυνεύει με απέλαση πίσω στην Τσετσενία.
Η ταινία καταφέρνει να σταθεί επάξια και δεν ξεφεύγει προς το μελό και την υπερβολή. Σκιαγραφώντας πραγματικά μια πολύ ρεαλιστίκη παρέα παιδιών, την οποία ο Γκουπίλ σκηνοθετεί με μαεστρία. Σύχνα όμως αυτό το παραμύθι δεν μπορεί να αποφασίσει ακριβώς το χαρακτήρα του.
Κ. Ε.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Για Το Καλό Των Άλλων
Σε μια φοβερά εμπνευσμένη στιγμή της καριέρας του, ο Αλεχάντρο Αμεναμπάρ παρουσιάζει αυτό το ισπανικό θρίλερ, που το μεγαλύτερο ατού του είναι οι σκηνές στις οποίες ο Εντουάρντο Νοριέγκα βγάζει την μπλούζα του. Ο τελευταίος ενσαρκώνει τον Δρ. Ντιέγκο, έναν μπουχτισμένο υπηρέτη του Ιπποκράτη που αποφεύγει τους ίδιους του τους ασθενείς. Μέχρι τη στιγμή που βλέπει τον χάρο με τα μάτια λόγω μιας απόπειρας δολοφονίας εις βάρος του και μετατρέπεται στον Ιησού Χριστό -αλλά στην ισπανική βερσιόν του. Ο γιατρός πλέον μπορεί να θεραπεύει τους ασθενείς του με ένα απλό άγγιγμα, αλλά φυσικά κάθε πράξη έχει και το αντίστοιχο τίμημα.
Το Για το Καλό των Άλλων διεκδικεί δάφνες πρωτοτυπίας, καθότι κατοχυρώνει πρώτο το είδος της μεταφυσικής σαπουνόπερας. Το μοτίβο του μισάνθρωπου γιατρού το είδαμε στο Dr. House, το χάρισμα της ίασης μέσω αφής το αγαπήσαμε στον Ιησού από την Ναζαρέτ αλλά τώρα μπορούμε να απολαύσουμε τον φοβερό συνδυασμό τους. H διασκέδαση είναι εγγυημένη (κάτι ήξερε άλλωστε το Φεστιβάλ Βερολίνου που είχε προβάλει την ταινία πρώτο) αλλά γιατί χρειάζεται άραγε να το δούμε στο σινεμά;
Φ.Β
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Πώς Τέλειωσε Αυτό το Καλοκαίρι
Η νέα του ταινία του γνωστού μας από τους γλυκόπικρους “Δρόμους για το Κοκτεμπέλ” Αλεξέι Ποπογκρέμπσκι είναι μια φιλόδοξη ματιά πάνω στο genre του ψυχολογικού θρίλερ, στο απόκοσμο τοπίο της ρωσικής Αρκτικής. Εκεί, δύο άνδρες που χωρίζονται από μία γενιά αντιμετωπίζουν την παραμονή τους σε έναν μετεωρολογικό σταθμό εντελώς διαφορετικά. Ο μεγαλύτερος Σεργκέι γνωρίζει από πριν κάθε λεπτό της ημέρας του: έχει συνηθίσει την απομόνωση, πραγματοποιεί τις μετρήσεις του με ακρίβεια και τις στέλνει στον κεντρικό σταθμό με τον ασύρματο -την μόνη τους επαφή με τον έξω κόσμο. Ο νεαρός Παβέλ από την άλλη έχει μόλις αποφοιτήσει από το πανεπιστήμιο και περνά στον σταθμό το καλοκαίρι του, συντροφιά με το mp3 του και τα video games, προσπαθώντας να αγνοήσει την επιβλητική παρουσία του Σεργκέι.
To πρώτο μέρος της ταινίας κυλά υπομονετικά, με το πορτρέτο των δύο ανδρών να χτίζεται γύρω από την καθημερινότητά τους, μέχρι που μια αβλεψία γιγαντώνεται και μετατρέπεται σε casus belli. Όταν ο Σεργκέι φεύγει για λίγο από τον σταθμό αφήνοντας τον Παβέλ υπεύθυνο, οι μετρήσεις γίνονται λάθος και ο άπειρος νεαρός αντικαθιστά τα δεδομένα με ψεύτικα. Επιπλέον, ο ασύρματος μεταδίδει κάποια άσχημα για τον Σεργκέι νέα και ο νεαρός, φοβισμένος, αποφεύγει να του τα ανακοινώσει. Η ένταση που χτίζει ο Ποπογκρέμπσκι στον χρόνο που ο ένας συνεργάτης αποκρύπτει πληροφορίες από τον άλλο, κινδυνεύοντας να αποκαλυφθεί ανά πάσα στιγμή, είναι υπόδειγμα χιτσκοκικού σασπένς, ενώ περιμένουμε την τελική σύγκρουση με κομμένη την ανάσα.
Χρησιμοποιώντας την δραματική ειρωνία με τον πιο επώδυνο τρόπο που είδαμε τελευταία στο σινεμά, το “Καλοκαίρι” μας παρασύρει στο χρονικό μιας τρέλας με τον πιο απροσδόκητο τρόπο. Ο χορευτής Γκριγκόρι Ντομπρίγκιν στον ρόλο του Παβέλ, γύρισε ο ίδιος όλες τις επικίνδυνες σκηνές ενώ κολύμπησε γυμνός στα παγωμένα νερά της Αρκτικής και δικαίως απέσπασε την Αργυρή Άρκτο στο Φεστιβάλ Βερολίνου για την ερμηνεία του.
Φ.Β.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Κάθε Ψέμα Κρύβει Μια Αλήθεια
Η τελευταία ταινία του Γιαν Χρεμπέκ θυμίζει με την πρώτη ματιά τις ?Ζωές των Άλλων?, που αποτέλεσαν μάλιστα και πηγή έμπνευσης, αλλά στην πραγματικότητα, το μόνο που συνδέει τα δύο φιλμ είναι το κοινό ιστορικό τους πλαίσιο. Το ?Κάθε Ψέμα Κρύβει Μια Αλήθεια? είναι η ιστορία δύο προδοσιών, τις οποίες χωρίζουν 30 χρόνια και μια επανάσταση. Ο Πάβελ είναι διάσημος γιατρός, τρυφερός σύζυγος, στοργικός πατέρας και σπουδαίος ανήρ. Ο γαμπρός του, ο Λούντεκ, που αδυνατεί να φτάσει τα δυσθεώρητα στάνταρντς που θέτει ο πεθερός του, βοηθά στην προετοιμασία ενός ντοκιμαντέρ για εκείνον, όταν τυχαία ανακαλύπτει πως τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται. Ο πεθερός του δεν είναι τόσο άμεμπτος όσο όλοι υποθέτουν, αντίθετα είναι υπεύθυνος για την εξορία ενός καλλιτέχνη, ο οποίος την εποχή της επανάστασης σχετιζόταν με τη γυναίκα του. Και το κουβάρι των αποκαλύψεων αρχίζει να ξετυλίγεται, σε παρόν και παρελθόν, μη αφήνοντας πλέον όρθια καμία βεβαιότητα.
Μετά τα ?Παιχνίδια Διχασμού κι Εγκυμοσύνης?, που αγαπήθηκαν πολύ από το απανταχού φεστβαλικό κοινό, ο Χρεμπέκ επιστρέφει στην πρόσφατη ιστορία της Τσεχίας, ξύνοντας πληγές που ακόμη δεν έχουν επουλωθεί πλήρως. Παρόλο που υποπίπτει σε ορισμένα δραματουργικά σφάλματα και σε μια ντεμοντέ αμηχανία, αποφεύγει έξυπνα την παγίδα των φλασμπάκ για την αφήγηση του παρελθόντος και στηρίζει στο ακέραιο τον μύθο που θέλει την ζωή μια μίξη ευγενών προθέσεων και ποταπών ενστίκτων, με την αλήθεια να κατοικεί στην γκρίζα ζώνη. Το φιλμ διατηρεί αυτή την μελαγχολική και βελούδινη ποιότητα την οποία ευαγγελιζόταν και η τότε επανάσταση, χωρίς όμως να καταφεύγει σε ηθικές εκπτώσεις.
Φαίδρα Βόκαλη
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Biutiful
Κοινωνική εξαθλίωση, εργασιακή εκμετάλλευση, μοναξιά, φόβος και θάνατος. Να τα υλικά της πιο στενάχωρης ταινίας της χρονιάς, με πρωταγωνιστή τον εξαιρετικό Χαβιέ Μπαρδέμ. Με εισαγωγή στην κόλαση μοιάζει το ανορθόγραφο «Biutiful»(beautiful) που έχει ως τίτλο η νέα ταινία του Μεξικάνου σκηνοθέτη, αφού τα πάντα εδώ είναι άσχημα. Ασχημη και η πανέμορφη Βαρκελώνη όπου τοποθετείται η ιστορία. Απούσα η πόλη-θαύμα του Γκαουντί με την πολύχρωμη ευρωπαϊκή ευημερία, απόντες οι ευχάριστοι κάτοικοί της. Το μόνο που βλέπουμε είναι οι «πίσω δρόμοι» της, οι εξαθλιωμένοι μετανάστες που κυνηγιούνται ανελέητα από την αστυνομία και οι δουλέμποροι που πλουτίζουν πάνω στην μιζέρια τους, οι ντίλερ, οι διεφθαρμένοι αστυνομικοί, οι αποτυχημένοι, οι παράνομοι.
Εκεί ζει κι ο κεντρικός ήρωας (Μπαρδέμ), ή μάλλον δεν ζει, απλώς περιμένει να πεθάνει: μόλις έμαθε ότι βρίσκεται στο τελευταίο στάδιο του καρκίνου. Παραπατώντας ανάμεσα σε ανθρώπινα ερείπια και κάνοντας παράνομες βρώμικες δουλειές, προσπαθεί να κερδίσει λίγο χρόνο για να φροντίσει τα δυο ανήλικα παιδιά του, αφού η πρώην γυναίκα του είναι μάλλον ανίκανη γι αυτό. Θα έλεγε κανείς ότι θυμίζει τον «Καταδικασμένο» του Κουροσάβα, έτσι όπως σέρνεται με τη μάσκα του θανάτου και την πίκρα μιας σπαταλημένης ζωής. Στις λίγες βδομάδες που του απομένουν θα πρέπει να ξαναβάλει σε τάξη τα πάντα.
Ο εξαιρετικός Μπαρδέμ βάζει υποψηφιότητα για τα απανταχού βραβεία ερμηνείας, η ίδια η ταινία όμως διχάζει. Από τη μια υπάρχει η γνήσια συγκίνηση και από την άλλη η «λατρεία της μιζέριας» του Ινιάριτου, που εξαργυρώνεται με την εικονογραφία της εξαθλίωσης και τον ατέρμονο συναισθηματικό εκβιασμό. Οπως και να'χει, το «Biutiful» πιθανότατα θα βρει φανατικούς θαυμαστές, θα οδηγήσει σε κατάθλιψη αρκετούς θεατές και θα λατρευτεί για την ερμηνεία του Μπαρδέμ.
Ορέστης Ανδρεαδάκης
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Άπνοια
Σε δύο χρόνους ξετυλίγεται το δράμα του πρώην πρωταθλητή κολύμβησης και νεόκοπου σκηνοθέτη Αρη Μπαφαλούκα: το παρόν, όπου διεξάγονται έρευνες για την ανεξήγητη εξαφάνιση μιας οικολόγου στις ακτές ενός νησιού και το παρελθόν, το οποίο ο φίλος της, κολυμβητής, ανακαλεί μέσα από μνήμες του έρωτά τους, αλλά και της προβληματικής εξέλιξης της σχέσης λόγω της εξάρτησης της κοπέλας από τους συνακτιβιστές της στον αγώνα για τη διάσωση των δελφινιών.
Οι αναφορές στα εν λόγω θηλαστικά, μαζί με το γεγονός ότι ο ήρωας σκέφτεται καθαρά μονάχα σε κατάσταση άπνοιας μέσα στο νερό, πυροδοτούν έναν εύστοχο παραλληλισμό, που όμως παύει από ένα σημείο κι έπειτα να τροφοδοτείται από τη δραματουργία ελέω και της ανεπάρκειας στη διεύθυνση των ηθοποιών. Αντίθετα είναι εντυπωσιακός ο έλεγχος πάνω στην αφήγηση και τα τεχνικά μέσα. Nα σημειωθεί ότι ο πρωταγωνιστής Σωτήρης Πάστρας, είναι επαγγελματίας κολυμβητής.
Ρ.Ε
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
The Fighter
Oι μποξέρ που ξεκινάνε ως αουτσάιντερ στο τέλος πάντα τα καταφέρνουν - στις ταινίες. Αυτό είναι ένα μόνο από τα κλισέ που κυριαρχούν στα φιλμ με θέμα το μποξ και τα υπόλοιπα είναι τόσα πολλά που μπορεί κανείς να πει πως οι “ταινίες-μποξ” αποτελούν αυτόνομο είδος με τους δικούς του ξεχωριστούς κανόνες. Ο “Fighter” ωστόσο δεν είναι χαρακτήρας επινοημένος στο χαρτί, αλλά βασίζεται σε έναν αθλητή με σάρκα και οστά, τον “Ιρλανδό“ Μίκι Γουορντ και τον προσωπικό του δρόμο προς την επιτυχία.
Σε σκηνοθεσία του Ντέηβιντ Ο Ράσελ, αυτό το biopic μπορεί άνετα να υπερηφανεύεται για την τεχνική του αρτιότητα αλλά και τις δυνατές ερμηνείες. Ο Μαρκ Γουόλμπεργκ, η κινητήρια παραγωγός δύναμη για χρόνια πίσω από το πρότζεκτ, ερμηνεύει τον κεντρικό χαρακτήρα, που προσπαθεί να βρει την ισορροπία ανάμεσα στην οικογένειά του, την γυναίκα με την οποία είναι ερωτευμένος και την επικίνδυνη ενασχόλησή του με το μποξ. Ο αδερφός του, ο Ντίκι, πρώην αξιόλογος μποξέρ και νυν πρεζάκι, τον προπονεί και η μητέρα του, Άλις, είναι η μάνατζέρ του. Οι δυο τους είναι αυτοί που καταστρέφουν ουσιαστικά την καριέρα του Μίκι, αφήνοντάς τον εκτεθειμένο και μετέωρο ανάμεσα στην αγάπη του για αυτούς και τον θυμό του για τα λάθη τους τα οποία πληρώνει ο ίδιος.
Ο Κρίστιαν Μπέιλ, εμφανώς αδυνατισμένος και καταπονημένος, είναι αγνώριστος στον ρόλο του Ντίκι θυμίζοντάς μας πόσο μακριά μπορεί να φτάσει για τις ανάγκες ενός ρόλου (όπως παλιότερα στο “Machinist”), ενώ η Μελίσα Λίο είναι συγκλονιστική στο ρόλο της μάνας που βλέπει τα παιδιά της ως άλογα κούρσας. Αμφότεροι κέρδισαν Βραβεία ερμηνείας Β' Ρόλων στις Χρυσές Σφαίρες, θέτοντας έτσι δυναμικά τις υποψηφιότητές τους για τα αντίστοιχα βραβεία Όσκαρ.
Φυσικά, μέσα σε όλα αυτά υπάρχει και το απαιτούμενο μελόδραμα, ο ανταγωνισμός ανάμεσα στα δύο αδέρφια, η αγάπη μιας αγνής κοπέλας (Έιμι Άνταμς), ματωμένες γροθιές και η πληγωμένη υπερηφάνεια του αρσενικού. Όταν όλα τελειώνουν όμως, αυτό που μένει πιο έντονα είναι ο αγώνας ενός ταπεινού και καταφρονεμένου ενάντια σε δυνάμεις μεγαλύτερες από τον ίδιο και η αίσθηση του “Δαβίδ και Γολιάθ” μύθου, που φέρνει αναπόφευκτα συγκρίσεις. Ο Ράσελ, ως έξυπνος άνθρωπος, προσπάθησε όχι να επανεφεύρει το είδος αλλά να το προσεγγίσει με φρέσκια ματιά. Και παρότι έφτιαξε μια πολύ καλή ταινία, αν τοποθετήσουμε νοητά το “Fighter” δίπλα στο “Οργισμένο Είδωλο” ή ακόμη και τον “Ρόκυ”, αναρωτιόμαστε τι καινούριο έχει να προσφέρει.
Φαίδρα Βόκαλη
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Σιωπηλές Ψυχές
Ο σκηνοθέτης του ξεκαρδιστικού mockumentary “First On the Moon”, που είχε κάνει αίσθηση το 2005, επιστρέφει με ένα ποιητικό ρόουντ μούβι στη ρωσική στέπα. Με αφετηρία συμβολική και προεκτάσεις ανθρωπολογικού ενδιαφέροντος, ο Φεντορτσένκο σκηνοθετεί μια ελεγεία σαν αυτές που μόνο οι Σοβιετικοί ξέρουν να κάνουν. Εκθαμβωτικό όσο και “ήσυχο”, το φιλμ κάνει επίκληση στη ευαισθησία του θεατή, ο οποίος όμως πρέπει να βρίσκεται στην κατάλληλη διάθεση, αλλιώς κινδυνεύει να κουραστεί.
Φ.Β.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Συντροφικότητα
Βασισμένο σε πραγματικό ατύχημα του 1906 που χρησιμοποιείται εδώ από το κίνημα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού ως αφορμή για έκκληση συμφιλίωσης μεταξύ Γάλλων και Γερμανών, η γυρισμένη το 1931 «Συντροφικότητα» παλεύει να αναδείξει την ιδέα πίσω από τον τίτλο της, παρόλο που οι εποχές μάλλον έχουν γίνει πολύ κυνικές για να το καταφέρει.
Παραδόξως, αυτό που κρατά το ενδιαφέρον όταν τα κηρύγματα κουράσουν, είναι η ενίοτε εντυπωσιακή (για την εποχή της βέβαια) κινηματογράφηση, η οποία δανείζεται στοιχεία από το λιτό στήσιμο του ρεαλισμού αλλά και από την τολμηρή χρήση του φωτός και των σκιών από τη σχολή του εξπρεσιονισμού. Ο κόσμος του ορυχείου, άλλωστε, προσφέρεται για το σινεμά - κλειστοφοβικά τούνελ, μικρά ανοίγματα διαφυγής, λιγοστός αέρας, δραματικές ισορροπίες εδάφους και οροφής.
Όπως είναι μάλλον αναμενόμενο, το σενάριο έχει τις ρυτίδες του, κυρίως εξαιτίας των απλοϊκών διαλόγων και της αφελούς προσπάθειας ανάπτυξης χαρακτήρων που ποτέ δεν αποκτούν ζωή, ενώ συχνά ο σκηνοθέτης Γκέοργκ Βίλχελμ Παμπστ πέφτει στην παγίδα των εύκολων λεκτικών ή οπτικών συμβολισμών, και οι ηθοποιοί στην παγίδα της υπερβολής. Κάποιες δυνατές εικόνες, ωστόσο, μένουν: τεράστιες φλόγες ξεμυτίζουν από μια τρύπα στον τοίχο και γλύφουν τα τοιχώματα του στενού τούνελ ενώ εργάτες τρέχουν πανικόβλητοι προς την κάμερα, Γερμανός διασώστης ακούει τα χτυπήματα από παγιδευμένο Γάλλο και μεταφέρεται στο πεδίο μάχης του Α' Παγκοσμίου Πολέμου όπου «ακούει» πλέον τα χτυπήματα ως ριπές πολυβόλου ή οι παγιδευμένοι ακούν ξαφνικά τον ήχο τηλεφώνου το οποίο στη συνέχεια ψάχνουν απεγνωσμένα. Και η τελευταία σκηνή αποζημιώνει για τις κάπως συναισθηματικές μεγαλοστομίες που προηγούνται, με ένα λεπτό ειρωνικό σχόλιο που, χωρίς να το υποπτεύονται βέβαια οι κινηματογραφιστές, σαν να συμβολίζει το μεγάλο πόλεμο που ακόμα τους περιμένει.
Χριστίνα Λιάπη
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Ο Γιος του Κυνηγού των Αετών
H άγρια και εξωτική ομορφιά της Μογγολίας δεν φιγουράρει συχνά στις λίστες των παραγωγών. Περιοχή υποβαθμισμένη, απομoνωμένη και αχανής, είναι λογικό να μην αποτελεί τον νούμερο ένα προορισμό των κινηματογραφιστών. Γι' αυτό, κάθε φορά που εμφανίζεται στις οθόνες μας εντυπωσιαζόμαστε από τα ανοίκεια τοπία και τα φολκλόρ στοιχεία της νομαδικής ζωής. Λίγα χρόνια πριν μάλιστα, το εκεί γυρισμένο εθνογραφικό ντοκιμαντέρ «Η Ιστορία της Καμήλας που Δάκρυσε»(2004) είχε προταθεί και για Όσκαρ.
Σε αυτό το κλίμα έξαρσης του γραφικού κινείται και η ταινία του Δανού Ρενέ Μπο Χάνσεν, ο οποίος έχει δουλέψει στην περιοχή ως ντοκιμαντερίστας. Εδώ σκηνοθετεί μια περιπέτεια για όλη την οικογένεια προσπαθώντας να πείσει για την εντοπιότητά του, αλλά το βλέμμα του είναι εκείνο ενός ξένου. Εδραιώνοντας έναν αργό - αλλά όχι κουραστικό - ρυθμό, ακουλουθεί το νεαρό αγόρι αναδεικνύοντας το τοπίο ως έτερο πρωταγωνιστή σε πλάνα εντυπωσιακής ομορφιάς, ταυτόχρονα όμως φροντίζει να μένει πιστός στο καθ' όλα συντηρητικό επιμύθιο: η ευτυχία δεν βρίσκεται απαραίτητα στην απομάκρυνση από την παράδοση και την οικογένεια, αλλά ακριβώς μέσα σε αυτές. Χρειαζόταν άραγε να φτάσει τόσο μακριά για να πει κάτι τόσο κοινότυπο;
Φαίδρα Βόκαλη
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Έκπτωτος Άγγελος
Βαθιά κρυμμένα μυστικά της καθημερινής ζωής και ανομολόγητες οικογενειακές ντροπές πραγματεύεται η δεύτερη ταινία του Σεμίχ Καπλάνογλου («Αυγό», «Μέλι»). Αναμενόμενα, λοιπόν, ο Τούρκος σκηνοθέτης επιλέγει βραδείς ρυθμούς και σιωπές που να ταιριάζουν στις μη αξιοσημείωτες ζωές των ηρώων, λιτή αφήγηση και νατουραλιστική σκηνοθεσία και φωτογραφία.
Δυστυχώς, από την πολλή αφαίρεση η ιστορία, παρά κάποιες καλές ιδέες, έμεινε χωρίς τίποτα πραγματικά ξεχωριστό. Μετά το τέλος της ταινίας με έκπληξη διαπιστώνεις ότι έχει περάσει μιάμιση ώρα και δεν πρόλαβες να καταλάβεις τους κεντρικούς χαρακτήρες, πολύ περισσότερο, βέβαια, να επενδύσεις συναισθηματικά σε αυτούς. Το ατυχέστατο διάλειμμα από την κεντρική πλοκή, το οποίο επικεντρώνεται στον πρόσφατα χήρο Σελτσούκ, δεν προσθέτει ούτε σε βάθος ούτε σε ατμόσφαιρα. Μένει αδέξια ξεκρέμαστο, ενώ οι εξελίξεις στο τελευταίο μισάωρο είναι, αν όχι αβάσιμες, τουλάχιστον απλοϊκές και πρόχειρα παρουσιασμένες.
Ο Καπλάνογλου, πάντως, χειρίζεται το ευαίσθητο αυτό θέμα με θαυμαστή κομψότητα και διακριτικότητα, ενώ κάποιες φορές πετυχαίνει να συλλάβει σπουδαίες στιγμές, όπως το σιωπηλό πλάνο που κλείνει το έργο. Αυτή, όμως, που δίνει στην ταινία τη ψυχή της, είναι η νεαρή πρωταγωνίστρια με το εκφραστικό θλιμμένο πρόσωπο και την ήσυχη δύναμη της ερμηνείας της.
Χριστίνα Λιάπη
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Παράνομη
Ίσως το πιο καυτό κοινωνικό θέμα για τις χώρες της Ευρώπης σήμερα, αυτό της παράνομης μετανάστευσης, είναι στο επίκεντρο της «Παράνομης», η οποία ήταν η επίσημη πρόταση του Βελγίου για τα φετινά Όσκαρ, παρά τις αντιδράσεις που προκάλεσε για την απεικόνιση των συνθηκών κράτησης αυτών που αναμένουν την απέλαση πίσω στις πατρίδες που εγκατέλειψαν.
Είναι προφανής η διάθεση της ταινίας να διηγηθεί την ιστορία αυτών των ανθρώπων και το τι περνάνε στα χέρια των αρχών, αλλά το σενάριο αντέχει μόλις μία ώρα πριν πέσει σε μάλλον αφελείς δραματουργικές επιλογές και δισδιάστατους χαρακτήρες.
Η ταινία είναι πιο δυναμική όσο αφοσιώνεται στην κεντρική ηρωίδα Τάνια και στις όλο και πιο απελπισμένες προσπάθειες να επιβιώσει στο προσωρινό κέντρο κράτησης παράνομων μεταναστών, ένα Καθαρτήριο όπου γυναίκες και παιδιά βιώνουν άθλιες συνθήκες κράτησης και σωματική βία.
Το ακλόνητο πείσμα της και η υπεράνθρωπη εγκαρτέρησή της, από την απόφαση να κάψει τα αποτυπώματά της με καυτό σίδερο μέχρι την απόφασή της να μην αποκαλύψει σε κανέναν το όνομά της για πέντε ολόκληρους μήνες (χωρίς εξακρίβωση στοιχείων, δεν γίνεται απέλαση), δημιουργούν πραγματικά σπαραξικάρδιες, έντονες σκηνές.
Η δυνατή κεντρική ερμηνεία της Anne Coesens, με τις θλιμμένες ματιές και το σε υπερένταση κορμί της, είναι αυτή που σώζει το τελικό αποτέλεσμα, ακόμα και όταν τα τεκταινόμενα τείνουν να μοιάζουν λιγότερο με δραματουργία, και περισσότερο με προφανή ανάγκη για δραματοποιημένη καταγγελία.
Χριστίνα Λιάπη
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
NEDS. Ασυμβίβαστη Γενιά
Γλασκώβη, 1973: το καζάνι του Ηνωμένου Βασιλείου βράζει και οι δρόμοι είναι γεμάτοι Μη Εκπαιδευμένους Ανήλικους Εγκληματίες - Non-Educated Delinquents, τους ΝΕDS του τίτλου. Ανάμεσά τους ο έφηβος Τζον, έξυπνος όσο και φιλόδοξος, παλεύει για να ξεφύγει από την κοινωνική μιζέρια στην οποία τον έχουν καταδικάσει ένας αλκοολικός πατέρας κι ένας διαβόητος αδερφός. Όσο κι αν θέλει να ξεχωρίσει όμως, η κοινωνική πίεση των συνομιλήκων του και τα προσωπικά προβλήματα τον στρέφουν από το σχολείο στα εγκλήματα της παιδικής χαράς και ο άλλοτε καταπιεσμένος έφηβος μετατρέπεται σε αδίστακτο τραμπούκο.
Κι επειδή εδώ έχουμε να κάνουμε με βρετανικό κοινωνικό ρεαλισμό -και ευτυχώς όχι με την α λα Μισέλ Φάιφερ «Ασυμβίβαστη Γενιά» - ο σκηνοθέτης Πίτερ Μάλαν, που μας έχει δώσει το επίσης εξαιρετικό Οι Κόρες της Ντροπής», ξέρει καλά πώς να περιγράψει τη γέννηση ενός σπιράλ βίας μέσα από την απογοήτευση και τις χαμένες ελπίδες. Το ίδιο έργο βέβαια το είδαμε στο «If...», το «This Is England» ή το σύνολο της φιλμογραφίας του Κεν Λόουτς, μόνο που εδώ ο Μάλαν αρνείται να χαρίσει κάστανα και σπρώχνει τους ερασιτέχνες πρωταγωνιστές του (με κορυφαίο τον Κόνορ Μακκάρον-Τζον) σε ερμηνείες-οδοστρωτήρες.
Όπως είπε και ο κριτικός Άντριου Λόρι: «Μοιάζει με την τέταρτη σεζόν του «Wire», γυρισμένη στη Γλασκώβη των '70s». Είναι ωμό, είναι αληθινό και σε αρρωσταίνει στο στομάχι.
Φαίδρα Βόκαλη
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
O Μύλος και ο Σταυρός
Μυθοπλασία, ντοκιμαντέρ, φαντασία, πολιτική αλληγορία και καλλιτεχνικό δοκίμιο. Μια από τις πιο παράξενες ταινίες των τελευταίων χρόνων. Μια απλή (αλλά καθόλου απλουστευτική) και εξόχως εμπνευσμένη ανάλυση ενός διάσημου αναγεννησιακού πίνακα.
Το 1564 ο Φλαμανδός ζωγράφος Πίτερ Μπρέγκελ ζωγράφισε τον «Δρόμο προς τον Γολγοθά», έναν από τους πιο εντυπωσιακούς, αλλά και πιο αινιγματικούς πίνακες της Ιστορίας. Αναπαριστά βεβαίως την πορεία προς την Σταύρωση, ο ίδιος ο Ιησούς όμως «Ο Φέρων τον Σταυρό» (όπως είναι ο άλλος τίτλος του πίνακα) παρουσιάζεται ως μια μικρή φιγούρα χαμένη σε μια τεράστια σύνθεση 500 ανθρώπων.
Σε μια εποχή πολέμων, θρησκευτικών αναταράξεων και μισαλλοδοξίας ο Μπρέγκελ τόλμησε κάτι εξόχως πρωτοποριακό: τη σύγκλιση του Θείου με το ανθρώπινο πάθος και την πολιτική κριτική- εκείνο τον καιρό εξάλλου οι Ισπανοί κατακτητές της πατρίδας του επανέφεραν τον καθολικισμό και τον επέβαλαν με την βία σε όσους είχαν ήδη ασπαστεί τις αρχές του Λούθηρου.
Τεμαχίζοντας λοιπόν αυτό το εκπληκτικό ταμπλό ο Πολωνός σκηνοθέτης (και ποιητής, και ζωγράφος και μουσικός) Λεχ Μαγέφσκι προσπαθεί να ερμηνεύσει και να αναδείξει μερικές από τις μικρές ιστορίες που πλαισιώνουν την πορεία του Χριστού.
Εστιάζοντας στα μικρά ανθρώπινα πάθη και ξαναζωγραφίζοντας με την κάμερα τον πίνακα, ο 58χρονος σκηνοθέτης βάζει τον θεατή στην θέση του ζωγράφου και τον αφήνει να παρακολουθήσει όλα τα μυστικά της κατασκευής του. Ενδυματολογικός πλούτος, ζωγραφιστά ντεκόρ που διαχέονται μέσα στα ψηφιακά εφέ και πανέξυπνες κινηματογραφικές εκπλήξεις. Ένα σπάνιο και συναρπαστικό δοκίμιο κινούμενων εικόνων.
Ορέστης Ανδρεαδάκης
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Νερό Για Ελέφαντες
Η συνταγή είναι υπολογισμένη μέχρι τελευταίας σταγόνας: πάρτε ένα διεθνές μπεστ-σέλερ εποχής, προσθέστε δύο ηθοποιούς-σύμβολα της γενιάς τους, πασπαλίστε με έναν ανερχόμενο Ευρωπαίο βραβευμένο με Όσκαρ, εντυπωσιάστε με μια πανάκριβη καλλιτεχνική διεύθυνση και τέλος περάστε από το αμερικάνικο μποξ όφις για να εξαργυρώσετε μερικά εκατομμύρια δολάρια. Είναι όντως τα πράγματα τόσο «απλά»;
Προφανώς όχι. Σε ό, τι αφορά το «Νερό για Ελέφαντες», η δοκιμασμένη συνταγή εξασφάλισε μία σχετικά καλή - σε καμία περίπτωση εντυπωσιακή - πορεία στα εισιτήρια αλλά όχι και την καλλιτεχνική επιτυχία. Τοποθετημένο στην περίοδο της μεγάλης Ύφεσης, στο πολλά υποσχόμενο κινηματογραφικά περιβάλλον ενός τσίρκου, το «Νερό» εξιστορεί τον απαγορευμένο έρωτα μεταξύ του φοιτητή-κτηνίατρου Τζέικομπ (Ρόμπερτ Πάτινσον) και της τσιρκολέζας σταρ Μαρλένα (Ρις Γουίδερσπουν), η οποία είναι παντρεμένη με τον σαδιστή ιμπρεσάριο Όγκουστ (Κριστόφ Βαλτς). Αυτό που θα μπορούσε όμως να είναι μια καλή ταινία παλιομοδίτικης αισθητικής, γίνεται μια ακόμη χαμένη ευκαιρία.
Αντί να δείξει τα δόντια της, η ταινία επαναπαύεται τόσο πολύ στην αρτιότητα της παραγωγής και την καλλιέπεια των πλάνων της, που πιστεύει ότι ο θεατής δεν θα παρατηρήσει την τραγική έλλειψη χημείας μεταξύ του πρωταγωνιστικού ζευγαριού. Οι δύο τελευταίοι (με δύο σχεδόν δεκαετίες να τους χωρίζουν ηλικιακά), υποτίθεται πως ερωτεύονται καθώς φροντίζουν το νέο απόκτημα του τσίρκου, έναν γλυκό ελέφαντα.
Δυστυχώς, το ρομάντζο διακρίνεται από τέτοια έλλειψη πάθους, που ο θεατής στρέφεται αυτόματα προς το συμπαθές κτήνος για την συγκίνηση που του υποσχέθηκαν. Δυστυχώς, όταν ο ελέφαντας κλέβει την παράσταση σε μία ταινία που πρωταγωνιστούν αστέρες μεγατόνων, μπορεί κανείς εύκολα να καταλάβει ότι κάτι δεν πάει καθόλου - μα καθόλου - καλά.
Φαίδρα Βόκαλη
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Ο Θάνατός Σου Η Ζωή Μου
Παρόλο που ούτε η θρησκεία ούτε η πολιτική παίζουν μεγάλο ρόλο στη νέα δουλειά του Γιέρζι Σκολιμόφσκι, το «O Θάνατός σου η Ζωή μου» μοιάζει περισσότερο με βίο αγίου -απ' αυτούς που μάζευαν σκόνη στα ράφια των χριστιανικών βιβλιοπωλείων πριν σας τους κάνει δώρο η γιαγιά σας- παρά με υπαρξιακή ταινία καταδίωξης.
Δεν εξηγείται αλλιώς πώς ο Βίνσεντ Γκάλο, σε ρόλο κατακαημένου Ταλιμπάν, καταφέρνει να επιβιώσει αμέτρητων βασανιστηρίων, να ξεφύγει ξυπόλυτος από τους διώκτες τους σε χιονοσκέπαστο λιβάδι, να βγει αρτιμελής από θανατηφόρα αρκουδοπαγίδα, να γλιτώσει από ενέδρα πεινασμένων λύκων παρά τις ανοιχτές πληγές του και να μείνει όρθιος έπειτα από παραλίγο ξεκοίλιασμα με ηλεκτρικό πριόνι. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, στο τέλος να φύγει καβάλα σε άσπρο άλογο – αφού πρώτα έχει δέσει τις πληγές του μια ωραία άγνωστη εννοείται.
Αν κάποιος άγιασε σ' αυτήν την ταινία πάντως αυτός ήταν σίγουρα ο Σκολιμόφσκι, αφού κατάφερε να πείσει τον Γκάλο να κρατήσει το στόμα του κλειστό καθ' όλη τη διάρκεια των γυρισμάτων (ο χαρακτήρας του δεν αρθρώνει λέξη), παρόλο που πρέπει να πέρασε των παθών του τον τάραχο αφού στις περισσότερες σκηνές αρνήθηκε να χρησιμοποιήσει στάντμαν. Στο Φεστιβάλ Βενετίας πάντως που έκανε πρεμιέρα η ταινία δεν πήγε. Τυχαίο;
Δέσποινα Παυλάκη
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Τρίτη
Παρόλο που τελικά δε ξεφεύγει από τη γνωστή παγίδα των σπονδυλωτών ταινιών (αναπόφευκτα υπάρχουν ιστορίες-αδύναμοι κρίκοι) και δεν διεκδικεί δάφνες πρωτοτυπίας όσον αφορά την πλοκή ή το στιλ κινηματογράφησης, η «Τρίτη» είναι αναπάντεχα άμεση, ειλικρινής και ευχάριστη.
Αυτό κυρίως οφείλεται στο νεανικό καστ που υποστηρίζει την ταινία τόσο συμπαθητικά, που είναι αδύνατον να της χρεώσεις τις ελλείψεις σε αφήγηση και τις ευκολίες στις σκηνοθετικές επιλογές, όπως τα συνεχή και κουραστικά κοντινά στους χαρακτήρες. Σαφώς ανώτερες είναι οι καλοκουρδισμένες και διασκεδαστικότατες κωμικές βινιέτες, ενώ στο τελικό αποτέλεσμα εύκολα κανείς διακρίνει τα οφέλη από την περίοδο προετοιμασίας και αυτοσχεδιασμών από την οποία προέκυψε το σενάριο – μπορεί οπτικά ο μικρός προϋπολογισμός να φαίνεται, αλλά προχειρότητα στις ερμηνείες δεν υπάρχει.
Σίγουρα τις ιστορίες τις έχουμε λίγο ως πολύ ξαναδεί αλλά οι διάλογοι βοηθούν τις περισσότερες σκηνές να κυλούν σε καλό ρυθμό και, το κυριότερο, να αποκαλύπτουν τις δυναμικές των σχέσεων με φυσικό τρόπο. Δεδομένου ότι αυτός φαίνεται να ήταν και ο στόχος των συντελεστών, δεν είναι παρά κοπλιμέντο το συμπέρασμα ότι η «Τρίτη» είναι ένας καλοπαιγμένος, ευχάριστος αφρός.
Χριστίνα Λιάπη
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Η Τελευταία Ακροβάτις της Μαδρίτης
Αν θέλετε υπερεντατικό μαθήμα στο τι εστί να περάσεις δύο ώρες παρέα με τον σκηνοθέτη και σεναριογράφο Άλεξ Ντε Λα Ιγκλέσια ή αλλιώς τον βασιλιά του καλτ σινεμά της Ισπανίας, η «Τελευταία ακροβάτις της Μαδρίτης» είναι ένα αντιπροσωπευτικότατο αλλά εν τέλει απογοητευτικό παράδειγμα. Τα αγαπημένα του υλικά είναι όλα παρόντα και μάλιστα σε αφθονία: αλλούτεροι ήρωες και φρικιά όλων των ειδών, σπλάτερ καφρίλες πασπαλισμένες με μαύρο ως μακάβριο χιούμορ, οπτικά γκαγκ, γκροτέσκα βία, γαργαλιστικός ερωτισμός, φτωχά ειδικά εφέ και φιλόδοξα πλάνα που προδίδουν απενεχοποιημένα τον χαμηλό προϋπολογισμό.
Αν όμως είναι, όπως συνήθως με τον Ντε Λα Ιγκλέσια, μια ανέμελη προσπάθεια σχεδιασμένη να χαρακτηριστεί καλτ αφότου περάσει κάποια χρόνια παρεξηγημένη να μαζεύει σκόνη, προς τι το αδέξιο πλασάρισμα της ιστορίας στην εποχή του Φράνκο που καταλήγει σε πολιτικό συμβολισμό πέρασε-και-δεν-ακούμπησε; Προς τι οι (αποτυχημένες) απόπειρες για να δικαιολογήσει συμπεριφορές και να χτίσει χαρακτήρες για να τους υπονομεύσει στην αμέσως επόμενη σκηνή, υπακούοντας τα ένστικτά του να κανιβαλίσει καταστάσεις; Τσαπατσούλικα δοσμένη πλοκή, ανύπαρκτο μομέντουμ, εξοργιστικοί χαρακτήρες, και ένας άκρως αδέξιος χειρισμός ύφους, το οποίο μεταβάλλεται τόσο βίαια που δε ξέρεις πώς να αντιδράσεις όταν μια σκηνή πραγματικής θριλερικής έντασης και συναισθηματικού πόνου διαδέχεται μία άλλη καρτουνίστικης βίας που τα ισοπεδώνει όλα – γελάς, όπως είναι και το σύνηθες με τις καλτ φάσεις, ή όχι;
Το μυστήριο είναι γιατί ο Ιγκλέσια μπήκε καν στον κόπο να εμβαθύνει την όλη εμπειρία. Εικόνες όπως αυτή του ψυχοπαθούς παλιάτσου με μόνιμο μέικ-απ αλά Joker να μπαίνει σε καντίνα ζωσμένος πιστόλια και πυρομαχικά χιαστί, είναι τόσο λαχταριστά εξωφρενικές που αντιπροσωπεύουν το καλτ σε όλη του τη δόξα - σχεδόν μπορείς να ακούσεις τα ουρλιαχτά επιδοκιμασίας σε μεταμεσονύχτιες προβολές φεστιβάλ. Κάποιες τέτοιες στιγμές ή και ολόκληρες σκηνές (βλ. ο τσίτσιδος Χαβιέρ επιζεί ως αγρίμι και μασουλάει ωμό ελάφι) είναι μάλιστα τόσο ιδιοφυείς στην βλακεία τους, που εύκολα υποπτεύεται κανείς ότι το σενάριο κατασκευάστηκε γύρω από αυτές, σαν αφορμή δηλαδή για να συμβούν, και όχι επειδή πραγματικά ήξεραν τι στο καλό έγραφαν από ιστορία (το ότι το σενάριο βραβεύτηκε ως το καλύτερο στο περσινό φεστιβάλ της Βενετίας θα μείνει ασχολίαστο). Χαρείτε αυτές τις στιγμές όσο κρατάνε γιατί την υπόλοιπη βαρετή σύγχυση θέλει πολύ κουπί για να την αντέξεις.
Χριστίνα Λιάπη
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Το Πείραμα
Ριμέικ της επιτυχημένης ταινίας του 2001 «Το Πείραμα», του Όλιβερ Χίρσμπιγκελ, το ομώνυμο αμερικάνικο φιλμ έχει και αυτό ως βάση το πείραμα του Στάνφορντ, αλλά σε βαθμό πολύ πιο απομακρυσμένο από την πραγματικότητα. Στο αρχικό πείραμα στόχος ήταν η μελέτη της ψυχολογικής αντίδρασης ανθρώπων που τοποθετούνταν σε συνθήκες κράτησης, χωρισμένοι σε φύλακες και φυλακισμένους, μέχρι τη στιγμή που οι ακραίες συμπεριφορές οδήγησαν σε εκτροχιασμό του πειράματος.
Ενώ το γερμανικό φιλμ προσπαθεί να μείνει όσο το δυνατόν πιο κοντά στα πραγματικά δεδομένα επενδύοντας στη βίαιη απεικόνιση, το σύγχρονο ριμέικ κινείται ολοκληρωτικά στη σφαίρα της φαντασίας, εγκαταλείποντας κάθε πρόσχημα αληθοφάνειας και εξωραΐζοντας την αγριότητα.
Η χολιγουντιανή εκδοχή του «Πειράματος» διαθέτει τον Έιντριεν Μπρόντι και τον Φόρεστ Γουίτακερ στους ρόλους του πειθήνιου «τροφίμου» και του σαδιστή «δεσμοφύλακα» αντίστοιχα, αλλά και τον δημιουργό της τηλεοπτικής σειράς «Prison Break» στην σκηνοθετική καρέκλα. Το μόνο που μπορούν να εγγυηθούν τα παραπάνω είναι δύο αξιοπρεπείς ερμηνείες σε μία ταινία απλοϊκή μέχρι βλακείας.
Φαίδρα Βόκαλη
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Λόλα
Από τα πρώτα βήματα της καριέρας του, ο Ζακ Ντεμί είχε εκδηλώσει τη φιλοδοξία να συνθέσει σε περίπου πενήντα ταινίες ένα σύμπαν χαρακτήρων που θα ξαναβρίσκουμε από το ένα φιλμ στο άλλο, θα μαθαίνουμε τα νέα τους, ύστερα θα τους ξαναχάνουμε και ούτω καθεξής. Σε αυτή την πινακοθήκη χαρακτήρων, οι γυναίκες κλέβουν αβίαστα την παράσταση. Αλλοτε υποκείμενα και άλλοτε αντικείμενα πόθων και φαντασιώσεων, παραμένουν οι στιλιζαρισμένοι, μελαγχολικοί, γεμάτοι μυστικά πυρήνες του κόσμου του Ντεμί. Εξάλλου η πρώτη του ταινία φέρει περήφανα το γυναικείο όνομα «Λόλα».
Με προσωρινό τίτλο «Eνα Εισιτήριο για το Γιοχάνεσμπουργκ» και με αρχικές φιλοδοξίες για ένα έγχρωμο φιλμ με πολύ περισσότερα μουσικοχορευτικά μέρη, η «Λόλα» μπορεί να είναι ασπρόμαυρη λόγω περιορισμένου μπάτζετ, αλλά παραμένει ακόμα κι έτσι εμβληματική. Η πρώτη ηρωίδα του Ζακ Ντεμί αναφέρεται ευθέως στη «Λόλα Μοντές» (1955) του Οφίλς. Χορεύτρια στο καμπαρέ Eldorado της Ναντ, περιμένει την επιστροφή ενός παλιού εραστή.
Κι αν η «φτωχή» αισθητική της παραμένει συγγενής με αυτή των ντεμπούτων των σκηνοθετών της νουβέλ βαγκ, ο Ντεμί καταφέρνει ακόμα κι έτσι να μας συστήσει με απαράμιλλη κομψότητα αυτά που θα γίνουν φετίχ του: τις σαγηνευτικές «εύκολες» γυναίκες, τους περαστικούς άνδρες, τους στιλιζαρισμένα μοιραίους έρωτες, τα χαμένα ραντεβού. Ας προσθέσουμε σε αυτά και την αγαπημένη του γαλλική επαρχία -εδώ πρόκειται για τη Ναντ, την πατρίδα του- διότι ο Ντεμί θα απαρνηθεί συστηματικά τον παριζιανισμό των περισσότερων συναδέλφων του.
Κωνσταντίνος Σαμαράς
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Το Χρίσμα
Θριαμβευτικό ντεμπούτο του σκηνοθέτη Ντέιβιντ Μισό, που κόσμησε αμέτρητα φεστιβάλ ανά τον κόσμο μέσα στο 2010 και έφτασε μέχρι τις Χρυσές Σφαίρες και τα Όσκαρ, το «Χρίσμα» μάς συστήνει έναν κόσμο μικροαπατεώνων και κακοποιών, που διατηρούν ακλόνητη την αφοσίωση στην οικογένεια, αλλά και την τάση για αιματηρές, παράλογες βεντέτες. Κι ενώ οι ρυθμοί της αρχής της ιστορίας είναι παραπλανητικά νωχελικοί, σύντομα το αυτόνομο σύμπαν τους αρχίζει να καταρρέει, ανοίγοντας την πόρτα για αιφνίδιες συμφορές και σοκαριστικές τροπές.
Η δουλειά του Ντέιβιντ Μισό στην σκηνοθεσία και το σενάριο είναι γεμάτη αυτοπεποίθηση και αταλάντευτο κινηματογραφικό όραμα, που διαπερνά και τελικά απογειώνει την ταινία. Η σταδιακή διάλυση της οικογένειας ξεδιπλώνεται με μια σοφή υπομονή και μαεστρία στον χειρισμό του τόνου, και η ταινία σιγά σιγά πλημμυρίζει με μια αρρωστημένη ένταση και μια αδιαμφισβήτητη αίσθηση φόβου εξαιτίας της ανεξέλεγκτης βίας, της τόσο εγγενούς σε αυτό το ζωικό βασίλειο που κατοικείται από ανθρώπους.
Όλοι οι ηθοποιοί, πρόσωπα φρέσκα, κατοικούν ιδανικά τους ρόλους τους, η πραγματική αποκάλυψη είναι, όμως, η Τζάκι Γουίβερ στο ρόλο της μητρικής φιγούρας. Μπορεί να φαίνεται ότι είναι απλά το συναισθηματικό κέντρο της οικογένειας, με τον τρόπο που παραμένει χαρωπή και δήθεν αμέτοχη στα κουμάντα των γιων της, αλλά όταν αποκαλύπτει την πραγματική της φύση, η ερμηνεία της παραμένει τόσο εκπληκτικά και ανατριχιαστικά χαμηλόφωνη, που χίλιες φορές προτιμάς να συναντήσεις το βράδυ σε σκοτεινό σοκάκι τον ανισόρροπο, ανθρωποκτόνο πρωτότοκό της, παρά αυτήν κατά τη διάρκεια της μέρας στο σουπερμάρκετ.
Χριστίνα Λιάπη
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
O Γαλάζιος Άγγελος
Επανέκδοση ενός απ'τα κλασικά αριστούργηματα που ξεπήδησαν απ' τα UFA στούντιο την εποχή της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης («Faust» του Μουρνάου, «Metropolis» του Φριτς Λανγκ) ο «Γαλάζιος Αγγελος» μπορεί να έχει επικρατήσει ως το φιλμ - εισιτήριο της Μάρλεν Ντίτριχ για το το Χόλιγουντ και το συμβόλαιο με την Paramount, αλλά στην πραγματικότητα είναι πολλά παραπάνω.
Μετά από την πρόσκληση του θρυλικού παραγωγού Ερικ Πόμερ, ο Γιόζεφ Φον Στέρνμπεργκ επιστρέφει απ' την Αμερική με στόχο να γυρίσει τη πρώτη γερμανική, ομιλούσα ταινία. Συνεργάζεται για μία ακόμη φορά με τον Εμίλ Γιάνινγκς και δημιουργεί ένα φιλμ ορόσημο για το γερμανικό εξπρεσιονισμό και τον κινηματογράφο γενικότερα. Στον «Γαλάζιο Αγγελο» παρακολουθούμε την ιστορία ενός σχετικά ηλικιωμένου άνδρα που ερωτεύεται παθιασμένα για πρώτη φορά στη ζωή του. Ο καθηγητής Ρατ από πρότυπο μιας καθώς πρέπει αστικής τάξης θα μετατρέπει σε ράκος, έρμαιο των ερωτικών του επιθυμιών για μια καμπαρετζού. Το αγέρωχο κορμί του θα λυγίσει, θα γονατίσει και θα συρθεί στο έδαφος. Οταν ο πόνος γίνει πια αβάσταχτος, θα αποφασίσει να γυρίσει στην παλιά του ζωή, αλλά τότε όλα αυτά που είχε αφήσει πίσω του θα τον καταπιούν.
Η αισθησιακή, σέξι και προκλητική με βάση τα πρότυπα της εποχής Ντίτριχ, μένει στην ιστορία ως η πρώιμη ενσάρκωση της θρυλικής femme fatale φιγούρας, υποδυόμενη μια γυναίκα-βαμπ, ελκυστική, αδίστακτη και ικανή να απομυζήσει κάθε ικμάδα ζωής απ΄το θύμα της. Ο συνδυασμός της με το κολοσσιαίο ταλέντο του Γιάνινγκς (ο πρώτος άνθρωπος που κέρδισε Οσκαρ καλύτερου ηθοποιού), δημιουργεί ένα υποκριτικό ζευγάρι υποδειγματικής αμεσότητας. Ο Στέρνμπεργκ με τον «Γαλάζιο Αγγελο» και την επιβλητική του ατμόσφαιρα, λίγες δεκατίες μετά την ανακάλυψη του σινεμά, παραδίδει στους θεατές ένα αξεπέραστο υπαρξιακό δράμα για την αγωνία ενός τυφλού έρωτα που συγκινεί μέχρι και σήμερα.
Κωστής Θεοδοσόπουλος
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Ο Άλλος Μου Εαυτός
Σε μια ταινία που προασπίζεται το εκκεντρικό και αλλόκοτο όσο λίγες άλλες, το παράδοξο που κυριαρχεί δεν είναι καν μέρος της πλοκής. Από την μία, ο «Κάστορας» έχει ένα ιδιαίτερα πρωτότυπο σενάριο που βασίζεται σε μια φοβερή κεντρική ιδέα και δεν φοβάται να προσθέσει περίεργα στοιχεία - είναι ουσιαστικά όλη η ταινία. Από την άλλη, δεν θα ήταν τίποτα χωρίς τον Μελ Γκίμπσον.
Το σενάριο του Κάιλ Κίλεν έχει μια δυνατή, χαρακτηριστική φωνή, κάτι που φαίνεται καθαρά ήδη από τον περιεκτικότατο πρόλογο: γεμάτος ιδέες, δίνει μια κρυστάλλινη για το ποιοι είναι οι χαρακτήρες του και είναι μια ιδανική εισαγωγή για πραγματικά ιδιόμορφη ιστορία. Δυστυχώς, η σιγουριά αυτή χάνεται όσο περνάει η ώρα, καταδικάζοντας το ύφος της ταινίας να αλλάζει δραματικά από σκηνή σε σκηνή. Επιπλέον, κάποιες εξελίξεις είναι λιγότερο πετυχημένες, από το ότι ο Κάστορας γίνεται παιχνίδι-μπεστ σέλερ (το πήγαινε για καταναλωτική σάτιρα αλλά λιποψύχησε στην πορεία;) ως και την δήθεν λύση με τον λόγο αποφοίτησης που περιέχει το Μάθημα της ταινίας.
Προβληματική επίσης είναι η επιλογή να εστιάσει (σχεδόν εξίσου με τον πρωταγωνιστή) στον πρωτότοκο γιο και τα δικά του θέματα – όσο κι αν προσπαθεί η ταινία να τον αναδείξει ως έτερη βασανισμένη ψυχή, τα προβλήματά του απλούστατα ωχριούν μπροστά στον οδοστρωτήρα της ερμηνείας του Γκίμπσον.
Έχοντας μείνει στα μίντια για πολύ καιρό και για όλους τους λάθος λόγους, ο Γκίμπσον δεν θα κάνει φίλους με αυτή την ερμηνεία (ο Γουόλτερ είναι τόσο 'πειραγμένος' όσο φαντάζονται οι εχθροί του ότι είναι ο Γκίμπσον – και μπορεί να είναι αλήθεια) αλλά σίγουρα αξίζει όλους τους επαίνους που συγκεντρώνει. Στον διπλό ρόλο του Γουόλτερ Μπλακ και του Κάστορα, είναι εναλλακτικά πλήρως εκτεθειμένος, εύθραυστος, απελπισμένος και επιθετικός, τρομακτικός, κακόβουλος. Ο Γκίμπσον χειρίζεται αυτές τις ισορροπίες με μαεστρία, διαχωρίζοντας πλήρως τις δυο φωνές που παλεύουν μέσα του, και είναι χάρη σε αυτόν που σε καμιά στιγμή δεν σταματάς να σκεφτείς ότι βλέπεις έναν αποτυχημένο πενηντάρη να μιλάει στον εαυτό του κουνώντας μια κούκλα για ξεκάρφωμα. Είναι απλά η ερμηνεία που όλες οι ταινίες θα ήθελαν να έχουν.
Χριστίνα Λιάπη
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Βιριδιάνα
Νεαρά παρ' ολίγον μοναχή φιλοδοξεί να θέσει την περιουσία του νεκρού θείου της στην υπηρεσία των φιλανθρωπικών της οραμάτων, αλλά λογαριάζει χωρίς τον Μπουνιουέλ, που συνθέτει σαδιστικά πίσω από την πλάτη της το πιο βλάσφημο κινηματογραφικό κινηματογραφικό αντι-ευαγγέλιο.
Χωρίς κανένα οίκτο, ο Ισπανός αναρχικός ποτίζει το φιλμ με τις σαδιστικές του εμμονές, σερβίρει ένα Ανέχαστο Μυστικό Δείπνο - που θα οδηγούσε στον αφορισμό του - και μας αποχαιρετά με υπονοούμενα που στάζουν φαρμάκι.
Κωνσταντίνος Σαμαράς
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Μιναρέδες στη Νέα Υόρκη
Στην πρόσφατη μόδα των ατελείωτων τουρκικών σίριαλ που μαστίζουν τη μικρή οθόνη, έρχεται τώρα να προστεθεί και ένα blockbuster από τη γείτονα χώρα που, φορώντας τον φερετζέ της αμερικανο-τουρκικής συμπαραγωγής, απειλεί να εισβάλλει στις κινηματογραφικές αίθουσες. Με άλλοθι την μετά την 11/9 αντιτρομοκρατική υστερία, ο Μαχσούν Κιρμιζιγκιούλ ανακατεύει άχαρα και ανέμπνευστα προσωπικές βεντέτες, διηπειρωτικά γυρίσματα και θρησκευτικές κορώνες σε ένα απλοϊκό σενάριο με τραγικά μονοδιάστατους χαρακτήρες.
Κι ενώ θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία για μια πιο αντικειμενική απεικόνιση των φονταμενταλιστικών συμπεριφορών με περιτύλιγμα κοσμοπολίτικης περιπέτειας, ο Κιρμιζιγκιούλ αποδεικνύεται πιο δέσμιος των κλισέ κι από τους -υποτίθεται- ανιστόρητους, «κακούς» Αμερικάνους. Αρκείται λοιπόν στο να αναπαράγει εξαντλητικά κάθε κινηματογραφικό τερτίπι που έχει ξεσηκώσει από αντίστοιχες αμερικάνικες περιπέτειες του σωρού: από τα αναίτια slow motion, το ξέφρενο μοντάζ και τα σαρωτικά επικά πλάνα μέχρι τις γελοίες σκηνές καταδίωξης και τις άθλιες, υπερβολικές ερμηνείες. Εντύπωση προκαλεί η συμμετοχή αναγνωρίσιμων Αμερικανών ηθοποιών (Γκλόβερ, Γκέρσον, Πάτρικ), αν και δεδομένης της διεκπεραιωτικής παρουσίας τους, μάλλον θα ήταν πιο σώφρον για τον Κιρμιζιγκιούλ να επενδύσει τα χρήματα της αμοιβής τους στα φτηνιάρικα εφέ της δεκάρας, που τελικά καταβαραθρώνουν την ταινία ακόμα και στο τερέν της ανεγκέφαλης περιπέτειας. Όσο για το ηθικοπλαστικό φινάλε περί αδελφοσύνης των λαών, αυτός αποτελεί το κερασάκι στη ληγμένη τούρτα του φιλόδοξου «δημιουργού».
Σίγουρα πάντως δεν είναι προς τιμήν του σκηνοθέτη το γεγονός ότι επένδυσε όλα τα έσοδα από τις προηγούμενες ταινίες του σε αυτό το ανεκδιήγητο, λαϊκίστικο θέαμα που υποτίθεται ότι δούλευε για δώδεκα ολόκληρα χρόνια. Ο Νίκος Φώσκολος θα το ξεπετούσε σε μία μέρα (και μη σου πω ότι θα ήταν και καλύτερο!) και τουλάχιστον δεν θα κρατούσε για τον εαυτό του και έναν από τους πρωταγωνιστικούς ρόλους.
Θανάσης Πατσαβός
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Post Mortem
Στη Χιλή, λίγο πριν από την ανατροπή του προέδρου Σαλβαδόρ Αλιέντε από τον στρατό, ο Μάριο, μεσήλικας γραμματέας σε νεκροτομείο, ερωτεύεται τη χορεύτρια σε καμπαρέ γειτόνισσά του, το άστρο της οποίας έχει δύσει.
Πέρα από τη μονότονη καθημερινότητά του πλάι στους γιατρούς και τα άψυχα σώματα, ο Μάριο δεν έχει πολλά ενδιαφέροντα. Το κυριότερο είναι η Νάνσι Πουέλμα, προσωπικότητα ελεύθερη αλλά και μοναχική σαν κι αυτόν, την οποία θα προσεγγίσει και θα προσπαθήσει να έχει σε αποκλειστικότητα. Εκείνη όμως συνδέεται με μια κομμουνιστική οργάνωση, αν και δεν έχει δική της πολιτική ιδεολογία, και την ημέρα του πραξικοπήματος το σπίτι της καταστρέφεται και η ίδια αγνοείται.
Στο νεκροτομείο, ο Μάριο υποχρεώνεται σε αγγαρείες, όπως και να κρατήσει τα πρακτικά μιας ξεχωριστής νεκροψίας...
Οσο νεκρικό και πένθιμο είναι το περιεχόμενο του "Post mortem", άλλο τόσο ενδιαφέρον έχουν η αισθητική και οι συμβολισμοί του.
Εξοχα παραλληλισμένο με το πολιτικό κουφάρι της Χιλής και την περιπτωσιολογία-διχογνωμία που περιβάλλει τον θάνατο του Αλιέντε (αυτοκτονία ή δολοφονία;), αναπτύσσεται σαν μινιμαλιστικό κινηματογραφικό ρέκβιεμ πάνω στην κοινωνικοπολιτική απαξίωση της χώρας και τις φρούδες ελπίδες των ανθρώπων της. Μπορείς να ξέρεις τι προηγήθηκε του "θανάτου", να καταλάβεις την ιστορία ενός λαού ή ενός ανθρώπου από τη νεκροψία; Αγνωστα τα συμβάντα, ανοιχτά σε ερμηνείες ανάλογα με τον τρόπο που επιλέγεις να σταθείς απέναντι στη μαρτυρία και την παρουσίαση των γεγονότων, σχολιάζει ο Λατινομερικανός σκηνοθέτης Πάμπλο Λαρέν, από τις πιο ξεχωριστές περιπτώσεις δημιουργών που έχουμε γνωρίσει τα τελευταία χρόνια, με πραγματικά ατσάλινο έλεγχο της αφήγησης και αυστηρότητα αβάσταχτη στο βλέμμα.
Το "Post mortem", η τρίτη μεγάλου μήκους ταινία του, μετά το βίαιο και ταυτόχρονα συναρπαστικό "Tony Manero", ρίχνει τους τόνους αλλά αιφνιδιάζει εξίσου με το αποστασιοποιημένο ύφος του, που παίρνει χρώμα από παράταιρες, έχεις την αίσθηση, εκδηλώσεις κοινωνικής συμπεριφοράς, ήχους που ακούς, εικόνες που δεν μπορείς να δεις.
Τι κρύβει το άδειο βλέμμα του Αλφρέντο Κάστρο, πρωταγωνιστή εδώ όπως και στην προηγούμενη ταινία του Λαρέν, που έπαιζε τον παθιασμένο με τον Τζον Τραβόλτα δολοφόνο. Είναι αυτό που δεν βλέπουμε, που δεν μπορούμε να πιστοποιήσουμε, σχολιάζει ο Λαρέν στην ανοιχτή σε ερμηνείες πολιτική ταινία του.
Άντα Δαλιάκα
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Μια Ημέρα
Είκοσι χρόνια, δύο άνθρωποι, μία ημέρα. Η Έμα και ο Ντέξτερ γνωρίζονται το βράδυ της αποφοίτησής τους από το κολέγιο, φλερτάρουν, νιώθουν έλξη, αλλά μοιράζονται το ίδιο κρεβάτι σαν φίλοι.
Από τότε, ως πλατωνικοί εραστές, συναντώνται κάθε χρόνο στην ημερομηνία της γνωριμίας τους, ημέρα που τυχαίνει να είναι η 15η Ιουλίου, οπότε και η γιορτή ενός αγίου κατά την οποία ό,τι συμβαίνει θα επαναλαμβάνεται συνεχώς.
Αντίθετοι άνθρωποι οι ήρωες του ομότιτλου μπεστ σέλερ του Ντέιβιντ Νίκολς, το οποίο έχει πάρει πολλά εύσημα για το χιούμορ του, μεταφέρονται στο σινεμά με τους Αν Χάθαγουεϊ και Τζιμ Στέρτζες στους πρώτους ρόλους και μια σκηνοθέτιδα με ιδιαίτερη ματιά στο είδος του ρομαντικού δράματος, τη Δανή Λόνε Σέρφινγκ.
Κι όμως, εδώ ιδιαιτερότητα δεν υπάρχει. Το φιλμ εξελίσσεται σαν ένα τυποποιημένο ρομάντζο στην πάροδο του χρόνου, ευτυχώς με κάποιες συγκινητικές στιγμές και λίγες αστείες σκηνές σε τοπία-καρτ ποστάλ της Βρετανίας και της Γαλλίας. Τι κι αν τσαλακώνει ή ξετσαλακώνει η Χάθαγουεϊ την εμφάνισή της και ο Στέρτζες, ως νεαρός Ντέξτερ, είναι φτυστός ο Τζάρβις Κόκερ των Pulp στα νιάτα του, η χημεία και η σπίθα του βιβλίου δεν υπάρχει πουθενά κι ας έγραψε το σενάριο ο ίδιος ο Νίκολς.
Άντα Δαλιάκα
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Melancholia
Δεν υπάρχει αμφιβολία για το τι θα γίνει στο τέλος της ταινίας «Μελαγχολία» του Λαρς Φον Τρίερ: στα πρώτα πλάνα βλέπουμε τον ομότιτλο πλανήτη να πλησιάζει απειλητικά τη Γη και τελικά να συγκρούεται πάνω της, καταστρέφοντάς την ολοσχερώς. Κι όμως κατά κάποιον τρόπο θα μπορούσε να πει κανείς ότι η ταινία του Τρίερ κρύβει μια παράξενη αισιοδοξία. Η απόλυτη καταστροφή της Γης συνοδεύεται από το γεγονός ότι κανείς δε θα μείνει στα ερείπια για να κλάψει για χάρη της.
Ακολουθώντας τις ίδιες εμμονές που διατρέχουν το έργο του τα τελευταία χρόνια, ο Δανός σκηνοθέτης μιλά πάλι για την ενοχή και την τιμωρία βάζοντας τον Άνθρωπο να συγκρούεται με τη μοίρα του και τελικά να καταδικάζεται στην εσχάτη των ποινών.
Ολόκληρη η ταινία διαδραματίζεται μες στους κλειστούς χώρους ενός υπερπολυτελούς πύργου. Η Κίρστεν Ντανστ παντρεύεται τον Αλεξάντερ Σκάρσγκααρντ (γιο του Στέλαν). Ο γάμος έχει κοστίσει μια περιουσία, η νύφη όμως, βασανισμένη από τα πολλά ψυχολογικά της προβλήματα, δεν καταφέρνει ούτε καν να ολοκληρώσει την πρώτη της νύχτα, κάνει έρωτα με έναν άγνωστο σε ένα πάρκο και εγκαταλείπει τον γαμπρό. Η αδερφή της, Σαρλότ Γκενσμπούργκ, ο σύζυγός της, Κίφερ Σάδερλαντ, και το μικρό τους παιδί, είναι αμήχανοι και θυμωμένοι με τη συμπεριφορά της. Στη συνέχεια τα τέσσερα αυτά άτομα περνούν τις τελευταίες μέρες πριν την ολοκληρωτική καταστροφή, προσπαθώντας να καταλάβουν τι ακριβώς συμβαίνει και να χωνέψουν τις πολλαπλές ενοχές που τους βαρύνουν. Και ενώ ο Σάδερλαντ κι η Γκενσμπούργκ μοιάζουν οι πιο «υγιείς» χαρακτήρες της ταινίας, αυτοί που υπερασπίζονται την φυσιολογική ζωή, η άρρωστη Κίρστεν Ντανστ είναι αυτή που βρίσκει την τελική διέξοδο στο γενικό αδιέξοδο, ενορχηστρώνοντας έναν παράξενο και ιδιόμορφο φινάλε.
Γεμάτη μουσική και καλλιγραφημένα πλάνα, η «Μελαγχολία» ελάχιστη σχέση έχει με τον προηγούμενο, αποκρουστικό «Αντίχριστο», ενώ η στρωτή αφήγησή της διαφέρει από το σύνηθες ύφος του Τρίερ. Σίγουρα θα μπορούσε να γράψει κανείς ότι η ταινία είναι αργή και χωρίς ουσιαστική πλοκή, ωστόσο, μέσα από αυτούς τους αργούς ρυθμούς και τους αρκετές φορές κοινότοπους διαλόγους, αναδεικνύονται οι οριακοί χαρακτήρες μιας, ούτως ή άλλως, οριακής ιστορίας.
Μπερδεμένοι λίγο πριν την καταστροφή του πλανήτη, οι ήρωες της «Μελαγχολίας» δίνουν τελικά μερικές από τις πιο ενδιαφέρουσες απαντήσεις για την ζωή και το θάνατο.
Ορέστης Ανδρεαδάκης
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Στις Παρυφές
Υιοθετώντας τις ανεπίσημες αλλά προφανείς ομοιότητες με τις άλλες ταινίες του ρουμάνικου σινεμά που γύρισαν τα φεστιβάλ του κόσμου, το «Στις Παρυφές» έρχεται να επιβεβαιώσει την άνοδο της κινηματογραφικής σκηνής της χώρας και να προστεθεί στις φεστιβαλικές επιτυχίες.
Η κεντρική ηρωίδα, της οποίας μια εφιαλτική, χωρίς ανάσα μέρα βρίσκεται στο επίκεντρο, είναι ένας χαρακτήρας που συμπαθείς δύσκολα αλλά ακολουθείς με ενδιαφέρον ως το τέλος, κυρίως χάρη στα ελάχιστα στοιχεία που έχουμε για το αινιγματικό της παρελθόν και την ατσαλένια αποφασιστικότητα που δείχνει κατά τη διάρκεια της αποστολής της. Μοιάζει καταδικασμένη να κάνει πάντα τις λανθασμένες επιλογές στην ζωή της, και αυτό εφοδιάζει την ταινία με μπόλικη ένταση και δράμα.
Παρόλο που όλα τα μέρη της ταινίας δεν είναι ίσα και μερικές φορές δοκιμάζουν τα όρια του πιστευτού, ο σκηνοθέτης Μπογκντάν Τζορτζ Απέτρι χειρίζεται με επιτυχία τα οπτικό μέρος και η πρωταγωνίστρια Άνα Ουλαρου το κεντρικό ρόλο, και μαζί πετυχαίνουν μερικές ιδιαίτερα πετυχημένες (συχνά χωρίς διάλογο) στιγμές, με αποκορύφωμα το δυνατό, αξέχαστο φινάλε.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Οριακή Γραμμή
Θα υπέθετε κανείς πως μετά τον θρίαμβο των «Ημερολογίων Μοτοσικλέτας», ο Βραζιλιάνος Σάλες δεν θα επέστρεφε με μια ταινία που μοιάζει με διαφορά να είναι η πιο αδύναμη ολόκληρης της φιλμογραφίας του (βγάζοντας εκτός συναγωνισμού φυσικά το αμερικανικό ριμέικ του «Dark Water»). Κι όμως, τίποτα στην «οριακή γραμμή» του (μεταφορά για τη γραμμή του πέναλτι και την γραμμή που χώριζε ανέκαθεν τους κατοίκους στις φαβέλες από τους προνομιούχους κατοίκους του Σάο Πάολο) δεν είναι λάθος.
Ούτε ο ρεαλισμός των σκηνικών του, ούτε η τρυφερότητα με την οποία αντιμετωπίζει τους ήρωες του, ούτε η τολμηρή ματιά του πάνω στην αθέατη πλευρά της ζωής στη χώρα του τη Βραζιλία, ούτε φυσικά οι εξαιρετικές ερμηνείες των ηθοποιών του (ανάμεσα τους και η βραβευμένη στις Κάννες για το ρόλο της «αγίας» μητέρας, Σάντρα Κορβελόνι).
Αντίθετα, όμως, από το αναμενόμενο και από αυτό που στο παρελθόν μας έχει συνηθίσει ο Σάλες, όλα τα παραπάνω κομμάτια συνθέτουν κάτι πολύ πιο ανώδυνο από μια σκληρή ιστορία επιβίωσης.
Λίγο πριν το τέλος, είσαι πια σίγουρος πως αυτό το δράμα δεν θα απογειωθεί ποτέ, πως το βλέμμα βρίσκεται φυλακισμένο στην υπέροχη θλιμμένη φωτογραφία και πως τελικά υπάρχει μια ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στη λιτότητα και την απλότητα: η ύπαρξη μιας ανάγκης. Που στην περίπτωση της «Οριακής Γραμμής» μοιάζει να απουσιάζει - αν όχι ως οτιδήποτε άλλο - τουλάχιστον ως κίνητρο για την ύπαρξη αυτής της ταινίας.
ΜΑΝΩΛΗΣ ΚΡΑΝΑΚΗΣ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
California Dreamin'
Μια καυστική ωδή στην κρατική ανευθυνότητα που μόνο ένας ντόπιος θα μπορούσε να αφιερώσει με τόσο αγάπη στην πατρίδα του, το « California Dreamin'» ξεχειλίζει ταλέντο και τρυφερότητα, παίρνοντας τα πάντα κατάκαρδα.
Στις μέρες όπου μαίνεται ο πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία, ένας Ρουμάνος σταθμάρχης σταματά στη μέση του πουθενά ένα τρένο του ΝΑΤΟ που μεταφέρει στρατιωτικό υλικό... Ανάγοντας το πέρασμα των Αμερικανών σε προσωπική προδοσία, ο σταθμάρχης της περιοχής, που τους περίμενε από μικρός να τον σώσουν, αναζητά δικαιολογίες για να μην τους αφήσει να φύγουν.
Σε μια ανατολικο-ευρωπαϊκή θεώρηση της αρχαιοελληνικής τραγωδίας, ένα ολόκληρο χωριό εναποθέτει τη μοίρα του στα πόδια των βαρβάρων, θυσιάζοντας τελετουργικά τις παρθένες του σε άτσαλα ζευγαρώματα άνευ διερμηνέα κατά τη διάρκεια παραδοσιακού ξεφαντώματος με διονυσιακές προεκτάσεις.
Διαθέτοντας σεναριακό περίσσευμα για δύο τουλάχιστον παραλλαγές επί του θέματος, η πρώτη μεγάλου μήκους του Κριστιάν Νεμέσκου παρέμεινε ανολοκλήρωτη όταν ο νεαρός σκηνοθέτης σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Ως ολοκληρωμένο προϊόν δύσκολα επιβιώνει της φλυαρίας του αλλά ως εμβρυακή μορφή ενός σφριγηλότερου αποτελέσματος αγγίζει συχνά το μεγαλείο.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Οι Φυγάδες Του Μιζούρι
Κάποιος θα έλεγε ότι η ιστορία είναι παλιά: η Αγρια Δύση και τα ράντσα της, οι κλοπές αλόγων και τρένων, ο διαχωρισμός στους νομιμόφρονες, τους εκτός νόμου και τους πέρα από τον νόμο. Κι όμως, η συσσώρευση των κλισέ του γουέστερν δεν τίθεται από τον Πεν σε μια λογική πανηγυρικής επαλήθευσης του είδους. Ούτε όμως και ανατροπής του.
Απλώς οι «Φυγάδες Του Μιζούρι» φορούν τα κλισέ ως το «σοβαρό» κοστούμι, κάτω από το οποίο αδημονεί να φανερωθεί η στολή του καρναβαλιστή. Οπως η ερμηνευτική μανιέρα που ο Μπράντο ωθεί στα άκρα, μέχρι να επιδοθεί σε ένα μοναχικό κρεσέντο μεταμφιέσεων. Οπως η περσόνα του Νίκολσον που μετατρέπει την αντιπαράθεση σε κάτι που δεν μπορεί να λυθεί με το πατροπαράδοτο πιστολίδι. Οπως οι διάλογοι, η φωτογραφία και οτιδήποτε βρίσκεται ανάμεσά τους, που μοιάζουν όλο και πιο εκκεντρικά, σχεδόν κλοουνίστικα, και πάντως όχι αναγνωρίσιμα ως συστατικά στοιχεία της κλασικής Αγριας Δύσης.
Ως φυσιολογική συνέπεια για την έλλειψη υποταγής τους στο αναμενόμενο, οι «Φυγάδες» τιμωρήθηκαν με την κατακραυγή κοινού και κριτικών, την εποχή της εξόδου τους στις αίθουσες. Ο Αρθουρ Πεν, βλέπετε, δεν είχε δημιουργήσει χαρακτήρες, αλλά δύο φιγούρες πιο επικίνδυνες και από τους Μπόνι και Κλάιντ. Και είχε ακυρώσει τον όποιο ελεγειακό τόνο, προκειμένου να αφουγκραστεί τον πραγματικό ρυθμό του φόβου και της βίας. Κατά τ άλλα, οι περισσότεροι πάντα θα απαιτούν να δουν πώς μοιάζει και όχι πώς είναι η (κάθε) Αγρια Δύση.
Κωνσταντίνος Σαμαράς
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Φορτίο 200
Ο όρος «Φορτίο 200» αναφέρεται στα νεκρά σώματα των στρατιωτών που φτάνουν από το Αφγανιστάν. Το σώμα ενός τέτοιου φαντάρου βρίσκεται κατά τραγική ειρωνεία αυτόπτης μάρτυρας σε μερικά από τα ειδεχθή εγκλήματα που παρελαύνουν μπροστά από τα μάτια μας. Και παραδόξως, όσο πιθανό είναι να αντιδράσει ένα πτώμα απέναντι στα τεκταινόμενα, άλλο τόσο είναι και για τους ζωντανούς συμπρωταγωνιστές του που παρακολουθούν αδιάφοροι ή υπερβολικά πωρωμένοι για να ρισκάρουν οτιδήποτε.
Ο κύκλος της βίας που στοιχειώνει το «Φορτίο 200» μοιράζεται ανέλπιστες ομοιότητες με το «Καμία Πατρίδα Για Τους Μελλοθάνατους» στην αίσθηση του παραλογισμού που τυλίγει ασφυκτικά τα πάντα χωρίς να προσφέρει την ανακούφιση μιας πιθανής ερμηνείας για τα αίτια του κακού. Ταυτόχρονα μοιάζει να εμπνέεται από τον ακατέργαστο τρόμο με τον οποίο στιγμάτισαν τη δεκαετία του 70, ταινίες όπως ο «Σχιζοφρενής Δολοφόνος Με Το Πριόνι». Ο Μπαλαμπάνοφ μπορεί να μην είναι τόσο ακραίος όσο τα πρόσφατα torture porn, είναι όμως σχεδόν εξίσου αποκρουστικός, και ούτε οι πινελιές κατάμαυρου χιούμορ μπορούν να μαλακώσουν στο ελάχιστο τη δυσβάσταχτη ατμόσφαιρα παρακμής.
Ενώ όλα συνηγορούν αρχικά σε μια ακόμη exploitation εκδοχή του μοτίβου «νεαρά θύματα εναντίον ανθρώπινου τέρατος», ο Μπαλαμπάνοφ ελάχιστα ενδιαφέρεται για τις συμβάσεις του τρόμου. Στόχος του δεν είναι να δείξει τη φρίκη μέσα από τα μάτια ενός θύματος που πασχίζει να επιβιώσει αλλά να τη μετουσιώσει σε πορτρέτο μιας ολόκληρης χώρας. Η αντιμετώπισή του είναι η παγερή, αποστασιοποιημένη και αβάσταχτα μηδενιστική εικόνα ενός κόσμου σε πλήρη αποσύνθεση, όπου σχεδόν όλοι είναι συνυπεύθυνοι για τη κατάντια του. Η αίσθηση της αποστροφής γρήγορα μεταφέρεται και απέναντι στα άλλα πρόσωπα που συνδέονται από κακόγουστα παιχνίδια της μοίρας σε μια αναπότρεπτη πορεία προς την πλήρη ηθική απαξίωση.
Παρά το γεγονός όμως ότι η πλοκή υποκινείται σε μεγάλο βαθμό από συμπτώσεις, τίποτα δεν είναι τυχαίο στη σκηνοθεσία. Από την ενίοτε κιτσάτη μουσική επένδυση μέχρι τη χρήση του βιομηχανικού τοπίου, όλα είναι ταγμένα σε μια συγκλονιστική αν και μονοδιάστατη κριτική της έκπτωσης των κομουνιστικών ιδεωδών πριν από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης.
Θανάσης Πατσαβός
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Milk
Το σπάνιο χάρισμα να ενώνει πολλούς και ετερόκλητους θεατές κάνει πράξη με τη νέα του ταινία ο Γκας Βαν Σαντ. Οι μακροχρόνιοι θαυμαστές του σκηνοθέτη θα τον επιβραβεύσουν επειδή εδώ μετέτρεψε μια mainstream βιογραφία σε μια πολύ προσωπική και ιδιαιτέρως τρυφερή υπόθεση.
Οι οπαδοί των πιο μαζικών και συμβατικών ταινιών του θα εκτιμήσουν ότι το «Μilk» δεν έχει καμιά στυλιστική ιδιοτροπία ή αυτισμό που να τους στερεί την απόλαυση μιας δυνατής ιστορίας, όπως συνέβαινε με τις πρόσφατες ελλειπτικές απόπειρές του. Οι στρέιτ θεατές θα ανακουφιστούν που ένας ανοιχτά ομοφυλόφιλος δημιουργός δεν χρησιμοποίησε την ταινία για να προωθήσει κάποια στρατευμένη ιδεολογική ατζέντα, αλλά προτίμησε να εντρυφήσει σε οικουμενικής εμβέλειας θέματα. Το γκέι κοινό θα νιώσει κολακευμένο που σε αμερικανική ταινία δυο πασίγνωστοι ηθοποιοί μπορούν να φιλιούνται ξανά και ξανά στο στόμα, όλοι σχεδόν οι πρωταγωνιστές είναι μαχητικοί ομοφυλόφιλοι και τα βασικά συνθήματα του φιλμ μοιάζουν σαν να έχουν ξεπηδήσει από κάποια ένθερμη παρέλαση του gay pride.
Ακόμα και άνθρωποι που δεν επισκέπτονται τακτικά τις αίθουσες θα βρουν άφθονο υλικό για συζήτηση σε μια ταινία που διατηρεί εξαιρετική επαφή και συνάφεια με το τι συμβαίνει αυτή τη στιγμή στον αληθινό κόσμο και τη νέα εποχή ανοχής και ελπίδας που εγκαινιάζει η προεδρική εκλογή του Μπαράκ Ομπάμα.
Αυτό κατορθώνουν, ωστόσο, και πετυχαίνουν οι αληθινά σημαντικές ταινίες. Ανατρέπουν τις προσδοκίες και ενώνουν διαφορετικές ιδιοσυγκρασίες θεατών κάτω από την ίδια κινηματογραφική ομπρέλα. Αυτό είναι και το μεγάλο στοίχημα που κερδίζει στο «Μilk» ο Γκας Βαν Σαντ. Καταφέρνοντας την ίδια στιγμή να μετατρέψει τη συγκλονιστική ιστορία που διηγείται σε ένα στιβαρό και γενναιόδωρο δράμα. Γενναιόδωρο απέναντι στην πληθώρα των γεγονότων που καταφέρνει να χωρέσει αβίαστα στο δίωρό του, όσο και απέναντι στη δημοκρατική και ζωηρή σκιαγράφηση των χαρακτήρων - με την εξαίρεση μόνο του Τζακ Λίρα, τελευταίου εραστή που γνώρισε ο Μιλκ, που αποτελεί και τη μοναδική παραφωνία του φιλμ.
Με ένα κρυστάλλινα καθαρό σενάριο, η ταινία μοιράζεται ακριβοδίκαια ανάμεσα στο πολιτικό και το προσωπικό, το δημόσιο και το ιδιωτικό, το μεγάλο και το μικρό, καταφέρνοντας να καλύψει όσο το δυνατόν περισσότερες πτυχές του αντικειμένου της και μιας ολόκληρης εποχής μέσα από μια αιθέρια αφήγηση που αποφεύγει δεξιοτεχνικά τις εύκολες χαρακτηρολογίες, τους προφανείς συμβολισμούς και τις πομπώδεις κορώνες.
Ούτε αγιογραφία ούτε παραδοσιακή βιογραφία, το «Μilk» αναποδογυρίζει το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου και το μετατρέπει σε έναν ύμνο πάνω στη ζωή, τη σημασία της αλλαγής και την ανάγκη της ελπίδας. Είναι ένα βαθιά ανθρώπινο κομμάτι σινεμά. Κατέχει μάλλον την πιο ειλικρινή και αναπάντεχη αντρική ερμηνεία της χρονιάς (Σον Πεν). Και καταρρίπτει την αντίληψη όσων πιστεύουν ότι το Χόλιγουντ δεν μπορεί, όταν θέλει, να παράγει σπουδαίες ταινίες.
ΛΟΥΚΑΣ ΚΑΤΣΙΚΑΣ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Σφραγισμένα Χείλη
Στη μεταπολεμική Γερμανία ο Μάικλ, ένας δεκαπεντάχρονος νεαρός μαθητής ζει έναν κρυφό απροσδόκητο και παθιασμένο έρωτα με την τριαντάχρονη Χάνα, μέχρι που ξαφνικά η τελευταία εξαφανίζεται μυστηριωδώς και χωρίς εξηγήσεις. Οκτώ χρόνια αργότερα, ο Μάικλ, ως φοιτητής της Νομικής, παρακολουθεί δίκες για εγκλήματα πολέμου των Ναζί. Εκεί, στο εδώλιο του κατηγορουμένου έκπληκτος ξανασυναντά τη Χάνα.
Ο Μάικλ σταδιακά ανακαλύπτει πως η αγαπημένη του κρύβει ένα μυστικό που μπορεί να τη γλιτώσει από την ποινή της ισόβιας κάθειρξης. Δεν τολμά ωστόσο να τη σώσει και αυτή του η «δειλία» του δημιουργεί τόσες ενοχές που παίρνει το ρόλο του στυλοβάτη και εμψυχωτή της όσο αυτή εκτίει την ισόβια κάθειρξή της στη φυλακή.
Με φόντο τα στρατόπεδα των Ναζί και τα εγκλήματα της Χιτλερικής Γερμανίας στην ανθρωπότητα, ο Στίβεν Ντάλντρι ("Ωρες", Μπίλι Ελιοτ. Γεννημένος Χορευτής) προσπαθεί να μπει στην ψυχή των ανθρώπων που υπηρέτησαν στα SS και διέπραξαν τα αποτρόπαια εγκλήματα και να πάρει από πάνω τους το βάρος των φρικτών αποφάσεων, επιρρίπτοντας ένα ευθύ και μεγάλο «κατηγορώ» στους ισχυρούς που κινούν τα νήματα της πολιτικής.
Πατώντας στο στιβαρό σενάριο του Ντέιβιντ Χέαρ (που στηρίχθηκε στο βιβλίο του Μπέρναρντ Σλινκ «Διαβάζοντας στη Χάνα»), στην άριστη αναπαράσταση της εποχής που αναφέρεται και στην αριστουργηματική ερμηνεία της Κέιτ Γουίνσλετ στο ρόλο της Χάνα, τα «Σφραγισμένα Χείλη» μπορεί να μην φτάνουν τις εξαιρετικές «Ωρες» και τον ευαίσθητο «Μπίλι Ελιοτ. Γεννημένος Χορευτής», συνιστούν όμως μία ιδιαίτερη ταινία που συγκινεί και γοητεύει.
«Γεννήθηκα κάτω από περίεργες συνθήκες». Με αυτή τη φράση ξεκινά η ταινία «Η Απίστευτη Ιστορία του Μπέντζαμιν Μπάτον» που αναφέρεται στην ιστορία ενός άντρα που γεννήθηκε ογδόντα χρονών και καθώς περνούσαν τα χρόνια γινόταν όλο και πιο νέος. Την ιστορία ενός κατά τα άλλα συνηθισμένου ανθρώπου, που δεν μπορούσε να σταματήσει το χρόνο να γυρίζει αντίστροφα γι΄ αυτόν και που ήταν «καταδικασμένος» να βλέπει τους αγαπημένους του ανθρώπους να γερνούν, ενώ αυτός γινόταν νεότερος. Ξεκινώντας το 1918 από τη Νέα Ορλεάνη, στο τέλος του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου και φτάνοντας μέχρι τον 21ο αιώνα, ο Μπέντζαμιν Μπάτον διαγράφει μία πορεία ζωής τόσο ασυνήθιστη, όσο θα μπορούσε να είναι η ζωή οποιουδήποτε ανθρώπου. Συναντά ανθρώπους, ανακαλύπτει νέα μέρη, βρίσκει και χάνει την αγάπη, τις χαρές της ζωής, έρχεται αντιμέτωπος με τη θλίψη του θανάτου, αλλά και με τόσα άλλα συναισθήματα που ξεπερνούν το χρόνο...
Ο ταλαντούχος Ντέιβιντ Φίντσερ - ο σκηνοθέτης που έχει στο ενεργητικό του δύο από τις πιο ενδιαφέρουσες ταινίες των τελευταίων ετών, το Zodiac και το Fight Club- επιστρέφει στο κινηματογραφικό προσκήνιο με μία πραγματικά Απίστευτη Ιστορία. Στηριζόμενος στην κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος του Φ. Σκοτ Φιτζέρλαντ που πρωτοκυκλοφόρησε το 1920, έφερε στη μεγάλη οθόνη μία βαθιά ανθρώπινη ταινία.
«Η Απίστευτη Ιστορία του Μπέντζαμιν Μπάτον» είναι μία ταινία πρωτότυπη, έξυπνη, ρομαντική και ατμοσφαιρική. Μία ταινία ανατρεπτική που μας συγκίνησε και μας έκανε να συνειδητοποιήσουμε ότι ίσως τελικά «η ζωή δεν έτσι?» (Life doesn't work this way) και πως «στο ίδιο μέρος κατευθυνόμαστε όλοι, ακολουθούμε απλά διαφορετική διαδρομή».
Η σκηνοθετική ματιά του Φίντσερ είναι καθηλωτική και διεισδυτική, καθώς αναδεικνύει όλες τις ευαίσθητες πτυχές της ταινίας χωρίς να ρέπει στο μελό και χειρίζεται με άριστο τρόπο όλα τα υπαρξιακά ερωτήματα και τις εντάσεις που προκύπτουν στις διαπροσωπικές σχέσεις των πρωταγωνιστών (σχέσεις μητέρας- κόρης, γιου- μητέρας, γιου - πατέρα, ζευγαριού και των φίλων).
Το πρωταγωνιστικό δίδυμο Μπραντ Πιτ- Κέιτ Μπλάνσετ έδωσε έξοχες ερμηνείες με τον πρώτο να ενσαρκώνει αριστοτεχνικά τον Μπέντζαμιν Μπάτον και να υποστηρίζει στιβαρά την μεταμόρφωσή του σε νεαρό υπερήλικα. Η Μπλάνσετ αντίστοιχα,στο ρόλο της Ντέιζι ήταν επίσης εξαιρετική, καθώς κατόρθωσε να κρατήσει όλες τις δέουσες ισορροπίες στο ταξίδι της στο .... χρόνο.
Πολύ καλές ερμηνείες έδωσε και το υπόλοιπο καστ της ταινίας με την Τίλντα Σουίντον να ξεχωρίζει στο ρόλο της παντρεμένης ερωμένης του Μπάτον, η Ταράτζι Π. Χένσον στο ρόλο της έγχρωμης θετής μητέρας του Μπέντζαμιν και ο Τζέισον Φλέμινγκ στο ρόλο του πραγματικού του πατέρα.
Ναι. Αυτό, το καλοντυμένο βιογραφικό δράμα φέρει όλα τα ψεγάδια για τα οποία το κατηγορούν. Το tagline της αφίσας «υπήρχαν τρεις άνθρωποι στον γάμο της» που παραπέμπει εμμέσως πλην σαφώς στο ανάλογο, ακόμα εμπορεύσιμο δράμα της πριγκίπισσας Νταϊάνα. Τη μετατόπιση του κέντρου βάρους της αφήγησης από το ακτινοβόλο πνεύμα της πρωτοφεμινίστριας Τζιορτζάνα ως δημοσίου προσώπου, στη ταραχώδη προσωπική της ζωή, έτσι ώστε να δίνεται η εντύπωση πως η έντονη κοινωνική παρουσία της δεν ήταν τίποτα περισσότερο από αντίδραση του πληγωμένου της εγωισμού ως παραμελημένη σύζυγος. Και το τέλειο, αυτάρεσκο πρόσωπο της Νάιτλι, κινηματογραφημένο συχνά σε close-up, που θα τσακίσει τα νεύρα όσων τη βρίσκουν στημένη, στεγνή και ατάλαντη.
Ναι. Αυτή όμως, η χωρίς περιττά λόγια, υποβλητικά (εκμεταλλευόμενη υποδειγματικά το φυσικό φως)φωτισμένη, υπαινικτικά μονταρισμένη και σκηνοθετημένη με μέτρο μυθιστορηματική προσέγγιση της Ιστορίας δεν στερείται ουσίας. Για όσους προσπεράσουν τις προκαταλήψεις τους, αρκούν για να τη χρίσουν σημαντική η διακριτική αλλά εύγλωττη και διαχρονική μαρτυρία που καταθέτει για το πώς το εκάστοτε κατεστημένο του φυσιολογικού στραγγαλίζει τη διαφορετικότητα, η στιλπνή, αθόρυβα κοφτερή ερμηνεία του Φάινς που σου διαλύει τα σωθικά χωρίς να αφήσει ίχνη στο δέρμα και ο τρόπος με τον οποίο το πρόσωπο της Νάιτλι σταδιακά τσακίζει, πυροδοτώντας τις πιο μεστές στιγμές της καριέρας της.
Ιωάννα Παπαγεωργίου
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Το Τελευταίο Κύμα
«Τι θα γινόταν όταν κάποιος με πολύ πραγματιστική προσέγγιση στη ζωή βίωνε ένα προαίσθημα;». Αυτή είναι η κεντρική ιδέα για το «Τελευταίο Κύμα», που ξεκινά ως δικαστικό θρίλερ για να εξελιχθεί σε μια ιστορία για τη σύγκρουση ανάμεσα στον μοντέρνο, λογικό κόσμο και τα πιο βαθιά, υπερφυσικά μυστήρια των πεποιθήσεων που έχουν αναπτύξει οι άνθρωποι. Ενας περίεργος θάνατος και ανεξήγητα, δυσοίωνα καιρικά φαινόμενα αναστατώνουν έναν δικηγόρο που αναλαμβάνει την υπεράσπιση των Αβοριγίνων κατηγορούμενων. Ενώ βλέπει την επαφή του με τη λογική πραγματικότητα να διαταράσσεται και όλα όσα νόμιζε δεδομένα να ανατρέπονται, είναι ο μόνος που βλέπει τις ολοένα περισσότερες ενδείξεις που δείχνουν ότι κάτι κοσμογονικό έρχεται...
Πριν ο Πίτερ Γουίαρ αρχίσει την αξιοζήλευτη πλέον καριέρα του (και) στο αμερικανικό σινεμά, είχε ήδη πίσω του τις ίσως πιο θαρραλέες, ιδιοφυείς δημιουργίες του, που συνέβαλαν εξάλλου στον ορισμό της ταυτότητας του αυστραλιανού Νέου Κύματος. Προσωπικές ταινίες σαν το «Τελευταίο Κύμα», εκκεντρικές και ιδιόμορφες, γεμάτες βαθιές ιδέες και υπέροχες, ατόφιες κινηματογραφικές στιγμές.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Ο Παλαιστής
Οι αγώνες wrestling είναι στημένοι. Αυτό δεν σημαίνει ότι ματώνεις λιγότερο από τη σύγκρουση με το πάτωμα του ρινγκ. Οι ταινίες είναι κατασκευασμένες πραγματικότητες. Αυτό δεν σημαίνει ότι συνθλίβεσαι λιγότερο από την αλήθεια τους. Και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει μία προϋπόθεση: επαγγελματίας παλαιστής και σκηνοθέτης οφείλουν να έχουν κότσια.
Ο Αρονόφσκι μπαίνει στην παλαίστρα της ταινίας και στη ζωή του «Παλαιστή» του αποφασισμένος. Με κατά μέτωπο επίθεση. Στήνει τα πλάνα του σε άβολα κοντινά, ώστε η αποσύνθεση του ανθρώπινου σώματος μέσα στο ρινγκ να αποτυπώνεται ένα σπασμένο κόκκαλο τη φορά. Μετά όμως κάνει κάτι ακόμα πιο επώδυνο: παίρνει την κάμερα στον ώμο και τον ακολουθεί. Οταν σβήνουν οι προβολείς, όταν σωπαίνουν οι αλαλαγμοί των κερκίδων κι ο μεσήλικας ξοφλημένος παλαιστής μένει αντιμέτωπος με τη μοναξιά και την αβάσταχτη ησυχία της καθημερινότητάς του.
Το καδράρισμα της «Αμερικής του πουθενά», όπου οι ζωές των ξεπεσμένων ανθρώπων μοιάζουν με νεκροταφεία από Cadillac που κάποτε κάποιος τις αγόρασε σαν το Αμερικανικό Ονειρο αλλά τώρα μόνο ο αέρας συντροφεύει τα σπασμένα παράθυρά τους, γίνεται από τον Αρονόφκσι με ποιητικό οίστρο. Η ειλικρίνεια της εικόνας διαγράφεται στα σημεία - νιώθουμε ότι μαραζώνουμε κι εμείς σε trailer parks, γυμναστήρια, σούπερ μάρκετ και κωλάδικα του Τζέρσεϊ. Γι αυτό και δεν του συγχωρούμε που πετάει την πετσέτα στο τελευταίο εικοσάλεπτο της ταινίας του. Που, μάλλον πιεσμένος από τα στούντιο που τον κρατάνε σε σφιχτό μπάτζετ και λουρί μετά την αποτυχία της «Πηγής Της Ζωής», υπέκυψε στο εύκολα αναγνώσιμο μελό με προβλέψιμες «ανατροπές» και παιδαριώδη λογύδρια κάθαρσης.
Στους στημένους αγώνες, όμως, το θέαμα μπορεί να σωθεί αν έχεις ταλαντούχο σύμμαχο. Κι ο Αρονόφσκι στοιχημάτισε σε γκανιάν. Η επιλογή του Μίκι Ρουρκ επιδεικνύει τα μεγάλα «κοχόνες» του σκηνοθέτη του, αλλά η ερμηνεία του τα ακόμα μεγαλύτερα δικά του. Σπάνιες φορές βλέπει κανείς το απόλυτο, εξευτελιστικό ξεγύμνωμα. Ο Ρουρκ ξέρει ότι ξέρουμε. Ξέρει ότι δημοσιεύει την προσωπική του ξεφτίλα. Σαν λαβωμένο ζώο, όμως, που δεν έχει άλλη επιλογή από το να μας εμπιστευτεί, μας επιτρέπει να επιθεωρήσουμε από κοντά το κουφάρι του. Φοράει την ήττα της ζωής του στο παραμορφωμένο του πρόσωπο και μας κοιτάζει με γκρεμισμένα βλέμματα γεμάτα ντροπή αλλά και μια σπαραχτική δύναμη συνάμα. Δεν ζητάει εξιλέωση. Ζητάει το όνειρό του πίσω. Γι αυτό και του τα συγχωρούμε όλα. Κι από τέρας του τσίρκου, τον στέφουμε μεγάλο πρωταγωνιστή. Πρωταθλητή που, τέλη Φεβρουαρίου, ευχόμαστε να πάρει το χρυσό.
ΠΟΛΥ ΛΥΚΟΥΡΓΟΥ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Το κορίτσι ταξιδιώτης
Ακαμπτοι μπροστά στις αναποδιές αλλά καταδικασμένοι να αυτοκαταστρέφονται, οι Ταξιδιώτες δεν είναι μια ανασύσταση του πραγματικού τους εαυτού. Είναι ο εαυτός τους! Κερδίζοντας την εμπιστοσύνη μιας νομαδικής οικογένειας, ο Πέρι Ογκντεν φυτεύει μια χούφτα ηθοποιούς στην καρδιά της αδυσώπητης καθημερινότητάς τους και περιμένει να δει τι θα επακολουθήσει.
Το αποτέλεσμα είναι απόλυτα νατουραλιστικό, δηλαδή ούτε τους αδικεί αλλά ούτε και τους ανυψώνει. Οι καταυλισμοί της Ιρλανδίας είναι ευτυχώς απαλλαγμένοι από τους φολκλόρ συνειρμούς της Μεσογείου, οπότε μπορείτε να είστε ήσυχοι ότι τίποτα εδώ γύρω δεν θα σας θυμίσει όλα όσα προσπαθείτε να ξεχάσουμε από τον Κουστουρίτσα. Η Γουίνι μένει σε ένα υπερσύγχρονο τροχόσπιτο, χωρίς υφαντά, χαλιά και παραδοσιακά παραφερνάλια και η εξωτερική της εμφάνιση δεν προδίδει σε τίποτα την καταγωγή της. Εκεί άλλωστε βρίσκεται και το ενδιαφέρον της ταινίας.
Τοποθετώντας την προκαθορισμένη έννοια του Τσιγγάνου σε ένα νέο πλαίσιο, ο Ογκντεν σου κεντρίζει αρκετά την περιέργεια ώστε να τον ακολουθήσεις, αλλά όχι και για να μείνεις μαζί του ως το τέλος.
ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΠΑΥΛΑΚΗ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Παγωμένο Ποτάμι
Η ανεξάρτητη έκπληξη της χρονιάς. Λίγα χρήματα, ελεύθερο πνεύμα κι ένα από τα πιο ανεξάρτητα θέματα των ημερών μας: η απελπισία και η εξαθλίωση, η μοναξιά των έσχατων, η απόγνωση των λαθρομεταναστών. Στην καρδιά της δυτικής ευημερίας (ανάμεσα στις ΗΠΑ και τον Καναδά) το αμερικανικό όνειρο έχει αντιστραφεί. Ανθρωποι δουλεύουν για ένα κομμάτι ψωμί, η κοινωνική πρόνοια απουσιάζει, οι μειονότητες ζουν στο περιθώριο.
Σ αυτή τη ζώνη του πουθενά, στην «ετεροτοπία της απόγνωσης», μια γυναίκα εγκαταλείπεται από τον άνδρα της με δύο παιδιά κι ένα τσουβάλι χρέη. Η ελπίδα έχει κάνει φτερά, ενώ το δείπνο τους αποτελείται από ποπ κορν. Μέχρι που μια Ινδιάνα Μοχόκ (σε παρόμοια οικονομική αθλιότητα) προτείνει να αρχίσουν να μεταφέρουν λαθραία μετανάστες από τον Καναδά. Κινέζοι ή Πακιστανοί (αυτοί κι αν είναι εξαθλιωμένοι!) στοιβάζονται στο πορτμπαγκάζ για να περάσουν το παγωμένο ποτάμι του Αγίου Λορέντζου- φυσικό σύνορο των δύο χωρών.
Ελάχιστα είναι τα λόγια που ανταλλάσσουν οι χαρακτήρες της ταινίας. Φτωχά, λιτά, ουσιώδη. Ούτε βαρύγδουπες σοφίες ακούμε ποτέ ούτε διδακτικές κορόνες.
Το πιο εντυπωσιακό και καίριο από όλα όμως είναι η εκπληκτική και υποψήφια για Οσκαρ ερμηνεία της Μελίσα Λίο. Η 48χρονη καρατερίστα, που μέχρι τώρα θυμόμαστε σε δεύτερους ρόλους (π.χ. σύζυγος του Μπενίσιο Ντελ Τόρο στα «21 Γραμμάρια») παίζει με τον νατουραλισμό και τα υπονοούμενα και φτιάχνει έναν από τους πιο πλήρεις χαρακτήρες των τελευταίων χρόνων. Το ατού της είναι ότι δεν προσπαθεί να εντυπωσιάσει, να κάνει επίδειξη βιρτουοζιτέ, όπως συνηθίζεται. Πατάει στο δυνατό σενάριο (κι αυτό υποψήφιο για Οσκαρ), ακολουθεί τον ρυθμό της ταινίας, επικοινωνεί με την πρωτοεμφανιζόμενη αλλά τόσο ταλαντούχα σκηνοθέτη. Σ' ένα μάθημα κινηματογραφικής ερμηνείας, η Λίο αποδεικνύει πολύ απλά ότι δεν χρειάζεται να είσαι σταρ για να σαγηνέψεις το κοινό σου.
Εξαίσιο δράμα, με την εκπληκτική ερμηνεία της Μελίσα Λίο, το οποίο αποδεικνύει περίτρανα ότι υπάρχουν ακόμα ανεξάρτητα κινηματογραφικά διαμάντια.
ΟΡΕΣΤΗΣ ΑΝΔΡΕΑΔΑΚΗΣ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Αναχωρήσεις
Το αναπάντεχο Οσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας έρχεται από την Ιαπωνία σε ένα θαυμάσιο μείγμα screwball κωμωδίας και σινεμά του Οζου. Το μυστικό είναι στην απόλυτη υποταγή στο πεπρωμένο, που κάνει το «Departures» (Okuribito ο original τίτλος) να μοιάζει με φυσική συνέπεια μιας αρχικής απόφασης, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα από τα πιο λεπτοδουλεμένα φετινά σενάρια. Τα ρυθμικά ανεβοκατεβάσματα στον συνολικό τόνο της ταινίας αποδεικνύονται μάλλον ευπρόσδεκτα και λίαν μυσταγωγικά, άλλοτε ήρεμα κι άλλοτε ορμητικά, σαν τα νερά ενός ποταμού με φυσική κατάληξη τη θάλασσα - που στην περίπτωση της ταινίας είναι και η γαλήνη που προσφέρει η συμφιλίωση με τον θάνατο.
ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΠΑΥΛΑΚΗ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Επτά Ζωές
Στην πραγματικότητα η παραπάνω περιγραφή είναι λάθος, καθώς η ουσία της ταινίας αποκαλύπτεται στις τελευταίες της σκηνές, έστω κι αν τα πάντα είναι προβλέψιμα από το πρώτο εικοσάλεπτο. Ο μόνος λόγος που μπορεί κάποιος να πιαστεί προ εκπλήξεως είναι διότι η ανατροπή είναι τόσο ανόητη και εξωφρενική που αναρωτιέσαι πώς είναι δυνατόν άνθρωποι να πήραν αυτή την ιστορία στα σοβαρά. Πίσω, όμως, από τη μουντή και στραγγισμένη από κάθε ίχνος ζωής κινηματογράφηση αλλά και την άβολη και αβέβαιη ως προς το στόχο της ερμηνεία του συνήθως χαρισματικού Γουίλ Σμιθ, κρύβεται μια ιστορία που σοφά παρουσιάστηκε με αυτό τον αποσπασματικό τρόπο. Διότι βάζοντας τα κομμάτια στη σειρά, όχι μόνο θα απορήσεις ποιος σκέφτεται αυτές τις σαχλαμάρες και όχι μόνο θα φωνάξεις ήμαρτον προς τις ξεδιάντροπες προσπάθειες συναισθηματικού εκβιασμού αλλά και θα απορήσεις για το πώς το φιλμ αγνοεί τις τεράστιες ηθικές συνέπειες που προκύπτουν από τις ενέργειες του κεντρικού χαρακτήρα και το σύνδρομο του Μεσσία που τον κατατρέχει.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
The Visitor
Η δεύτερη ταινία του σκηνοθέτη του Station AgentΤόμας ΜακΚάρθι μοιάζει να δίνει νόημα στην φράση της Μπλανς Ντιμπουά για την καλοσύνη των ξένων. Οπως όλοι περιμένουμε από τον ήρωα του φιλμ, όπως πιθανότατα θα έκανε κάθε καλοπροαίρετος μορφωμένος, οικονομικά ασφαλής δυτικός θεατής, το αρχικό σοκ και η έξωση των δυο απρόσκλητων "επισκεπτών" από το διαμέρισμά του θα δώσει την θέση του σε μια άβολη συγκατοίκηση μέχρις ότου βρεθεί μια καλύτερη λύση, η οποία θα οδηγήσει σε μια βαθύτερη κατανόηση κι ένα ουσιαστικό δέσιμο τριών ανθρώπων που δεν μοιάζουν να έχουν τίποτα κοινό.
Ο Γουόλτερ θα ανακαλύψει πως η πόλη που έχει αφήσει εδώ και χρόνια πίσω του έχει αλλάξει ριζικά και θα την γνωρίσει ξανά, μέσα από τον ρυθμό του αφρικάνικου τύμπανου του καινούριου του φίλου Ταρέκ, ο ήχος του οποίου μοιάζει να ξυπνά από τον λήθαργο την σε χειμερία νάρκη καρδιά του. Μαζί με την πόλη όμως έχει αλλάξει ριζικά και η ίδια η αμερική: Ο Ταρέκ θα συλληφθεί γιατί δεν έχει άδεια παραμονής κι ο Γουόλτερ θα βρεθεί μοναδικός του σύνδεσμος με την ελπίδα του αμερικάνικου ονείρου που μοιάζει να εξαφανίζεται πίσω από τις πόρτες της φυλακής και την απειλή της απέλασης.
Αυτή η απλή, -θα μπορούσε να πει κανείς προφανής- ιστορία συλλαμβάνει επακριβώς κι εκθέτει δίχως υπερβολικές κορώνες την καινούρια νοοτροπία μιας χώρας που χτίστηκε από τους "επισκέπτες" της και τώρα νιώθει απειλημένη από αυτούς, αλλά πέρα από το "πολιτικό" επίπεδο ενδιαφέρεται κυρίως για τους ανθρώπους.
Αυτούς εκπροσωπεί με τρόπο αξιοθαύμαστο ο Ρίτσαρντ Τζένκινς ο εξαιρετικός πρωταγωνιστής που δίνει μια άξια βράβευσης ερμηνεία που εδώ και μήνες συζητείται ως ένα πιθανό outsider για την κούρσα των Οσκαρ.
Η «άγραφη» φάτσα του σας είναι αναμφίβολα γνώριμη καθώς έχει εμφανιστεί σε δεκάδες ταινίες από τον Γούντι Αλεν μέχρι τους Αδελφούς Κοέν, η γεμάτη αυτοσυγκράτηση και χαμηλότονο βάθος ερμηνεία του εδώ, όμως, πρόκειται να σας εκπλήξει. Η σιωπηλή του αναγέννηση στην διάρκεια του φιλμ, αληθοφανής και δίχως χολιγουντιανούς μελοδραματισμούς αποτελεί την ψυχή και την αληθινή ουσία της ταινίας κι η ερμηνεία του τον μοχλό που την ανυψώνει πολύ πιο πάνω από τις όποιες αδυναμίες ή συμβάσεις του σεναρίου.
Το φιλμ του ΜακΚάρθι (ηθοποιός κι ο ίδιος) προσφέρει τον Τζένκινς ως μια αληθινή αποκάλυψη, και τον ρόλο του ως ένα σπάνιο δώρο σε όλους εκείνους τους ηθοποιούς που ακόμη κι αν έχουν το ταλέντο ή την ψυχή δεν είχαν ποτέ την γοητεία, ή την τύχη να γίνουν οι πρωταγωνιστές των κόκκινων χαλιών, παρίες κι αυτοί σε ένα σύστημα που χτίζουν με τον ίδρωτα τους αλλά ποτέ δεν τους χαρίζεται ολοκληρωτικά.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΡΑΣΣΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Η Πρώτη Μέρα της Υπόλοιπης Ζωής Σου
Ο Ρεμί Μπεζανσόν κάνει έφοδο στις παιδικές του αναμνήσεις για να διανθίσει το πορτρέτο μιας παριζιάνικης οικογένειας που μοιάζει υπερβολικά φωτογενής για να ναι αληθινή και υπερβολικά γνώριμη για να είναι ψεύτικη.
Δυο αγόρια κι ένα κορίτσι παλεύουν για οικιακή κυριαρχία υπό το ανήσυχο βλέμμα των γονιών τους, μιας πρώην χίπισσας κι ενός στωικού ταξιτζή. Υποχρεωμένοι εφ’ όρου ζωής σ’ ένα γκρινιάρη παππού που επιμένει να τους υπενθυμίζει ότι του χρωστάνε τα πάντα ? από την αγάπη τους για το κρασί μέχρι το άνετο σπίτι τους στα προάστια - βλέπουν την ενότητά τους να καταρρέει μόλις ο θάνατος τους απαλλάξει από τον τρυφερό ζυγό του.
Σκηνοθετημένη με φόντο μια διεισδυτική μουσική ταπετσαρία, «Η Πρώτη Μέρα της Υπόλοιπης Ζωής Σου» είναι ποπ και της φαίνεται. Από τους χορευτικούς ρυθμούς της, μέχρι την πολύχρωμη βιντεοκλιπάτη αισθητική της, δεν βάζει κώλο κάτω ? ίσως για να μην μας αφήσει να εστιάσουμε στις χαριτωμένες αδυναμίες της.
Εξοπλισμένος με ένα γήινο πατέρα, που προσφέρει τη βαρύτητα που λείπει από την κατά τα άλλα αλαφροΐσκιωτη αφήγηση, ο Μπεζανσόν δεν αφιερώνει ιδιαίτερη σκέψη στους γυναικείους χαρακτήρες, που μοιάζουν να αλλάζουν προσανατολισμό και διαθέσεις ανάλογα με το φύσημα του ανέμου.
Παρά το Σεζάρ ανερχόμενης ηθοποιού της συμπαθέστατης Ντεμπορά Φρανσουά στο ρόλο της κόρης, το βραβείο πηγαίνει αδιαμφισβήτητα στο δίδυμο πατέρα-γιου (Γκαμπλέν - Γκροντάν), που δημιουργούν σπάνιες συναισθηματικές γέφυρες ανάμεσα στους αταίριαστους χαρακτήρες τους, με αποκορύφωση ένα συνεταιρικό πρωτάθλημα air guitar!
Θα ήταν μάλλον αφελές να αγνοήσουμε τις εμφανείς στιλιστικές επιρροές του «C.R.A.Z.Y.», παλαιότερου γαλλοκαναδικού φεστιβαλικού θριάμβου, αν και κρίνοντας από το γεγονός ότι ο Μπεζανσόν επαναφέρει τον τότε πρωταγωνιστή Μαρκ-Αντρέ Γκροντάν (Σεζάρ ανερχόμενου ηθοποιού) στο προσκήνιο, φαντάζομαι ότι και ούτε και ο ίδιος έχει καμία πρόθεση να τις κρύψει.
Οικογενειακή κομεντί με ποπ αισθητική, γαλλική φινέτσα και δύο Σεζάρ για τους χαρισματικούς νεαρούς πρωταγωνιστές του.
ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΠΑΥΛΑΚΗ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Τα σύνορα της αυγής
Σκηνοθέτης δίχως την παραμικρή αίσθηση του χιούμορ, ο Φιλίπ Γκαρέλ περιφέρει εδώ και δεκαετίες τον σκελετό ενός αυστηρού και αγέλαστου σινεμά, η ύπαρξη του οποίου μόνο σε ελάχιστες περιπτώσεις (όπως ήταν οι «Συνήθεις Εραστές» του 2005) μου έχει γίνει αρεστή.
Μιλώντας από τη σκοπιά ενός ανθρώπου που έβρισκε ανέκαθεν κάτι το εκνευριστικά δήθεν στις δημιουργίες του 60χρονου αυτού Γάλλου επιγόνου της νουβέλ βαγκ, αισθάνομαι ότι τα «Σύνορα Της Αυγής» επιβεβαιώνουν ξανά τον κανόνα στη θανατερή σοβαροφάνεια που διακρίνει όλη σχεδόν τη φιλμογραφία του Γκαρέλ.
Τι κι αν στην καρδιά της νέας ταινίας του υπάρχει η εξιστόρηση ενός ερωτικού πάθους, εκστατικού όσο και ολέθριου; Τι κι αν οι ήρωες βασανίζονται από επιθυμίες τις οποίες αδυνατούν να ελέγξουν; Τι κι αν το στοιχείο του φανταστικού έρχεται να παραβιάσει κάποια στιγμή τον ασπρόμαυρο ρεαλισμό του φιλμ και να προσδώσει μια ονειρική διάσταση στα δρώμενα;
Ο Γκαρέλ φιλμάρει τα πάντα με έναν βασανιστικά μονότονο και κοινό τρόπο, σαν να θέλει να στεγνώσει την ταινία από καθετί μπορεί να αποβεί ελκυστικό. Στις περσινές Κάννες, το κοινό της δημοσιογραφικής προβολής του φιλμ έσπευσε να το αποδοκιμάσει εντόνως.
Παρ’ όλο που δεν συμμετείχα στις έντονες αντιδράσεις των παριστάμενων θεατών, συμμεριζόμουν την αγανάκτησή τους. Τα «Σύνορα Της Αυγής» είναι ένα σινεμά σχεδόν τιμωρητικό. Στο περιορισμένο φιλμικό του λεξιλόγιο έννοιες όπως κινηματογραφική απόλαυση και συναισθηματική εμπλοκή δεν φαίνεται να έχουν καμία σημασία.
ΛΟΥΚΑΣ ΚΑΤΣΙΚΑΣ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Συννεφιές με Λιακάδα
Ο Σίλβιο Σολντίνι ("Ψωμί και Τουλίπες") παρουσιάζει ένα ιδιαίτερα επίκαιρο, συχνά επίπονο, ρεαλιστικό δράμα. Το θαυμάσιο καστ αποδίδει την βαρύτητα της κατάστασης χωρίς να υποσκάπτει τη σοβαρότητά της με περιττές ή υπέρμετρα δραματικές εκφράσεις που θα συνανατούσαμε ενδεχομένως σε κάποια Χολιγουντιανή παραγωγή, ταιριάζοντας έτσι με το γενικότερα νηφάλιο τόνο του φιλμ, που σε κανένα σημείο δεν προδίδει το ρεαλισμό για μελοδραματικές εξάρσεις. Και μόνο γι'αυτό ο Σολντίνι αξίζει της προσοχής μας, έστω κι αν το εγχείρημά του είναι σε γενικές γραμμές αρκετά πιο ακαδημαϊκό από αντίστοιχες ταινίες που θα είχαμε από αρτίστες σαν τον Λοράν Καντέ. Όμως όπως κι αν το κοιτάξει κανείς, αυτή η σκληρή ματιά στη ζωή ενός ευκατάστατου ζευγαριού που αντιμετωπίζει από τη μια στιγμή στην άλλη τις πολύ αληθινές κι επικίνδυνες συνέπειες της ζωής στη σύγχρονη δυτική κοινωνία, έχει κάτι να μας πει.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Εκείνη τη Μέρα
H θεματική της οικογενειακής αποσύνθεσης δεν είναι δα ιδιαίτερα πρωτότυπη, όμως αυτό που κάνει τη διαφορά στο τρυφερό φιλμ του Μπέργκερ είναι ο τρόπος που παρουσιάζεται.
Περνώντας την οπτική πρώτου προσώπου από χαρακτήρα σε χαρακτήρα, εξετάζει τις λεπτές ισορροπίες καθώς αυτές θρυμματίζονται, δίχως να αφήνεται στην ευκολία της δαιμονοποίησης ή αγιοποίησης οποιουδήποτε εκ των ηρώων. Τα κοινωνικά δεσμά της μοναξιάς αποδεικνύονται το μεγαλύτερο εμπόδιο όλων τελικά, οπτικοποιημένα ιδανικά από εξωτερικές καρτ ποστάλ άδειων δρόμων και απομονωμένων ανθρώπων, όσο και από τις δραματικές σιωπές που αποκτούν περισσότερο βάρος από ό,τι κανείς θα περίμενε, χάρη ίσως στη δύναμη και αμεσότατη που δανείζει στην ιστορία το αυστηρό χρονικό όρια της μίας μέρας κατά τη διάρκεια της οποία εξελίσσεται.
Η ματιά του Μπέργκερ είναι ουσιαστική, το καστ δυνατό και η φωτογραφία ιδιαίτερα όμορφη, σε αυτό το οικογενειακό πορτρέτο που σου αφήνει τελικά περισσότερα από όσα θα περίμενες αν βασιζόσουν απλώς στην όχι και τόσο ριζοσπαστική αρχική του ιδέα. Η ταινία τιμήθηκε με το βραβείο σκηνοθεσίας στο Μόντρεαλ το 2007.
Θοδωρής Δημητρόπουλος
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Τρυφερότητα
Η νεαρή, ανέμελη Κλαίρη και η μεσόκοπη, καταθλιπτική Δανάη ζουν σε διπλανά διαμερίσματα στο κέντρο της Αθήνας. Μια σειρά από γεγονότα και συνθήκες - τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Κλαίρη με τους ανεύθυνους φίλους τους, η επώδυνη νοσταλγία της χήρας Δανάης για την κόρη της που σπουδάζει στη Νέα Υόρκη- θα φέρουν τις δύο γυναίκες όλο και πιο κοντά, να ζητά η μια τη συντροφιά της άλλης... Ενδιαφέρουσα απόπειρα να μικρογραφηθεί η σύγχρονη Αθήνα της μοναξιάς και της απόγνωσης μέσα από την επεισοδιακή σχέση δύο γυναικών διαφορετικής γενιάς και με περιορισμένο τον χώρο δράσης σε δύο όλα κι όλα δωμάτια. Η αεικίνητη ψηφιακή κάμερα του Παναγιώτη Καραμήτσου αναχαιτίζει τη θεατρικότητα των δρώμενων, καλές, παρά τη σποραδική ερμηνευτική τους υστερία εκ του υλικού, είναι οι Ράμσι Σούκουλη και Αλεξάνδρα Παυλίδου. Θα θέλαμε όμως λιγότερο φορτωμένο το σενάριο του Μάριου Τσαγκάρη.
Καραμήτσος και Σούκουλη τιμήθηκαν στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας το 2008.
Ρόμπυ Εκσιέλ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Η Νύφη Της Θάλασσας
Μια ερωτική ιστορία και μια αναπόφευκτη τραγωδία με φόντο την ευαίσθητη και πολυτάραχη περιοχή του Ισραήλ. Η Γιάφα, το αρχαίο λιμάνι που βρέχεται από τη Μεσόγειο και που βρίσκεται στα νότια του Τελ Αβιβ, είναι μια περιοχή όπου οι διαφορετικές θρησκευτικές αντιλήψεις συνυπάρχουν δημιουργώντας ένα εκρηκτικό μείγμα. Εκεί στην «Νύφη της Θάλασσας», όπως αποκαλείται η περιοχή από τους Ισραηλινούς, ο Ρέβεν ένας φιλήσυχος Εβραίος έχει μια οικογενειακή επιχείρηση όπου η κόρη του Μάλι και ο γιος του Μέιρ δουλεύουν μαζί του. Μαζί τους και ο Τουφίκ, ένας νεαρός Παλαιστίνιος και ο Χασάν ο πατέρας του.
Για χρόνια τώρα η Μάλι και ο Τουφίκ είναι ερωτευμένοι και όπως είναι φυσικό κανείς δεν το υποψιάζεται. Κι ενώ οι δύο νέοι ετοιμάζονται μυστικά να παντρευτούν και να προχωρήσουν τη ζωή τους, η ένταση ανεβαίνει επικίνδυνα μεταξύ του Μέιρ και του Τουφίκ.
Η ταλαντούχα Κέρεν Γιεντάγια επιστρέφει πέντε χρόνια μετά τη Χρυσή Κάμερα και το Βραβείο στην Εβδομάδα Κριτικής των Καννών για την πρώτη της ταινία «Or» (Η Χρυσαφένια), με ένα ερωτικό δράμα σε έντονο κοινωνικά φόντο. Και μπορεί να είναι κάπως προβλέψιμο αλλά η έντονη ματιά της δημιουργού επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον στους χαρακτήρες και όχι στην ιστορία αυτή καθ’αυτή, μετατρέπει την πορεία της υπόθεσης σε μια ανθρωποκεντρική μελέτη μιας άγνωστης, πολλές φορές, καθημερινότητας. Απλή μεν αλλά με έντονες πολιτικοκοινωνικές διαστάσεις ιστορία για ένα τόπο που δυστυχώς δεν σταματάει να δίνει αφορμές για έντονες και δραματικές κινηματογραφικές στιγμές.
Κωνσταντίνος Αϊβαλιώτης
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Βόρεια
Ως φαίνεται, ο 32χρονος Γιόμαρ μισεί τη ζωή του. Αναρωτιέται τι του προσφέρει η καθημερινή απασχόληση στο χιονοδρομικό κέντρο όπου εργάζεται - αν και κάποτε αγαπούσε το σκι, έκανε και πρωταθλητισμό. Κατά τα λοιπά περνάει την ώρα του παρακολουθώντας εσχατολογικά ντοκιμαντέρ στην τηλεόραση, καταναλώνοντας χάπια και αλκοόλ και επισκεπτόμενος πού και πού την ψυχιατρική κλινική που παλιότερα τον κούραρε, με την ελπίδα να τον... ξαναδεχθούν, αλλά η γιατρός του ούτε συζήτηση.
Ωσπου εμφανίζεται ένα παλιός του φίλος και τον ενημερώνει πως έχει έναν 4χρονο γιο από μια πρώην, κάπου στα βόρεια. Με όχημα ένα σνόουμομπιλ και μόνα εφόδια αλκοόλ και φάρμακα, ο Γιόμαρ αποφασίζει τότε να ξεκινήσει ένα ταξίδι προς τον παγωμένο Βορρά και το παρελθόν του... Ταξίδι αυτογνωσίας, φυσικά, που πραγματώνεται, όπως σε κάθε σωστή ταινία δρόμου, μέσα από σταθμούς... επαφές με μια ποικιλία προσώπων. Το εύρημα στο φιλμ του Νορβηγού Ρούνε Ντένσταντ Λάνγκλο είναι ότι τα πρόσωπα αυτά δεν είναι τόσο ετερόκλιτα όσο σε ένα τυπικό έργο του είδους.
Οχι απλά μοιάζουν μεταξύ τους, αλλά και, υπό το πρίσμα της μοναξιάς και της απομόνωσης που επιβάλλει το μουντό, καταθλιπτικό τοπίο του σκανδιναβικού Βορρά, λειτουργούν σαν εκδοχές του ήρωα, κομμάτια του ψυχισμού του, προβολές νομίζεις του εαυτού του στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον (από τους εφήβους που συναντά μέχρι την αναποφάσιστη για το αν θα μετακομίσει στο κοντινό χωριό γηραιά).
Εν ολίγοις είναι κοιτώντας κατάματα και βαθύτατα τον εαυτό του που αυτοπροσδιορίζεται ο Γιόμαρ σε τούτο το μικρό αλλά συναισθηματικά μεστό μέσα στον μινιμαλισμό του, χιουμοριστικό μέσα στους «κοκαλωμένους» χαρακτήρες του και τελικά ζεστό μέσα στο παγωμένο του φυσικό ντεκόρ φιλμ. Αν μονάχα η οικονομία στον λόγο αφορούσε και την ενατένιση στον χώρο και στον χρόνο (ως πρώην ντοκιμαντερίστας, ο Λάνγκλο επιμένει πλατειαστικά στα γενικά πλάνα και στο τοπίο - άσκοπα, αφού αυτό ελάχιστα μεταμορφώνεται στη διάρκεια της δράσης) ίσως να μιλούσαμε για μια ταινία λιγότερο προφανή και πιο στιβαρή.
Πρόκειται για την πρώτη ταινία μυθοπλασίας του Νορβηγού σκηνοθέτη Ρούνε Ντένσταντ Λάνγκλο, ο οποίος έχει ειδικευτεί στο ντοκιμαντέρ.
Ρόμπυ Εκσιέλ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Ο Τρελός Πιερό
Χαλαρή, αλλά για τα δεδομένα του Γκοντάρ πιστή μεταφορά του ασήμαντου μυθιστορήματος του Λάιονελ Γουάιτ «Οbsession», ο «Τρελός Πιερό» είναι το απονενοημένο διάβημα ενός σκηνοθέτη να προβεί σε μια ολιστική θεώρηση της ζωής και του κινηματογράφου, ανακεφαλαιώνοντας πρώτα πρώτα το προσωπικό του έργο. Γι αυτό θα βρει τον ιδανικό Φερντινάν / Πιερό στον πρωταγωνιστή τού «Με Κομμένη Την Ανάσα», Ζαν Πολ Μπελμοντό, και θα βαφτίσει με το πολυσήμαντο όνομα Μαριάν Ρενουάρ τη σταθερή μούσα και σύντροφό του (παρόλο που επισήμως είχαν ήδη πάρει διαζύγιο), Αννα Καρίνα. Για τον ίδιο λόγο θα περιέγραφε τον κεντρικό του χαρακτήρα μέσα από ένα κολάζ τίτλων της οργασμικής περίοδου 1959-1964: «Ο Τρελός Πιερό είναι ένας μικρός στρατιώτης (Petit Soldat) που ανακαλύπτει με περιφρόνηση (Μepris) ότι πρέπει να ζήσει τη ζωή του (Vivre Sa Vie), ότι μια γυναίκα είναι μια γυναίκα (Une Femme Est Une Femme), και ότι μέσα στον καινούργιο κόσμο πρέπει να μείνεις στο περιθώριο (Βande a Part) για να μη βρεθείς με κομμένη την ανάσα (Α Βout De Souffle)».
Ο Ζαν Λικ Γκοντάρ ανέκαθεν στοχαζόταν βασανίζοντας το οπτικοακουστικό υλικό του, ενώ την ίδια στιγμή χρησιμοποιούσε ως άλλοθι τα φτηνά είδη του φιλμ νουάρ, της μουσικής κομεντί, του φουτουριστικού b-movie και ως κρυφές ή ολοφάνερες επιρροές τον Νίκολας Ρέι και τον Ερνστ Λιούμπιτς, τον Φριτς Λανγκ και τον Σάμουελ Φούλερ. Επίτιμος προσκεκλημένος του «Τρελού Πιερό», ο τελευταίος θα φορέσει τα σκοτεινά γυαλιά του σε εσωτερικό χώρο, θα καπνίσει ατάραχος το πούρο του και θα δώσει τον ορισμό του σινεμά: «Είναι σαν ένα πεδίο μάχης. Η αγάπη, το μίσος, η δράση, η βία, ο θάνατος. Με μια λέξη, το συναίσθημα».
Τραγική και (αντι)ρομαντική, η ιστορία του Γκοντάρ θα περιπλανηθεί δήθεν τυχαία μέχρι να καταλήξει στην τελευταία στάση του ταξιδιού του Φερντινάν / Πιερό και της Μαριάν Ρενουάρ. Προηγουμένως αυτοί θα έχουν μεταμορφωθεί σε Μπόνι και Κλάιντ, σε Παύλο και Βιργινία (ήρωες του ομώνυμου μυθιστορήματος του Μπερναντέν ντε Σαιντ-Πιερ), σε στοιχεία της φύσης. Θα έχουν διασχίσει το φιλμ νουάρ και το μπουρλέσκ, την ταινία δρόμου και τις αναφορές στο «Καλοκαίρι Με Τη Μόνικα» του Μπέργκμαν. Θα έχουν υπάρξει σε τόσο ακραία δημιουργική ελευθερία, και θα μας έχουν εμπνεύσει άλλη τόση, ώστε μοναδικός τερματισμός τους να είναι αυτό που οι θνητοί ονομάζουν αιωνιότητα.
Κωνσταντίνος Σαμαράς
ΠΑΙΖΟΝΤΑΙ ΤΩΡΑ
Τα Κόκκινα Παπούτσια
Το να απολαύσει κανείς σε ιδανικές συνθήκες τη νέα κόπια των «Κόκκινων Παπουτσιών» δεν είναι απλό, και δυστυχώς επαφίεται εν πολλοίς στον επαγγελματισμό του εκάστοτε αιθουσάρχη. Οπως και να έχει, όμως, το αριστούργημα των Πάουελ-Πρεσμπέργκερ είναι η κατεξοχήν εμπειρία που αποθεώνει την αίθουσα ως αναντικατάστατο χώρο λατρείας. Μόνο σε μια μεγάλη, όσο μεγαλύτερη γίνεται, οθόνη μπορεί αυτό το παραμύθι, που ξεχειλίζει από πάθος, να βρει τις σωστές του διαστάσεις - αυτές που ορίζονται από μια αέναη κίνηση, δημιουργική ή καταστροφική, από την πρώτη μέχρι την τελευταία εικόνα της ταινίας. Τα «Κόκκινα Παπούτσια» είναι ορμητικά και όμορφα σαν τη Μόιρα Σίρερ, σαν το κόκκινο, σα μια παραμυθένια σκηνή μπαλέτου ή απλούστατα σαν το ίδιο το σινεμά όπως δεν το κάνουν πια.
Kωνσταντίνος Σαμαράς
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Το Αίμα Του Ποιητή
Επανέκδοση της πρώτης ταινίας (1930) του ποιητή, συγγραφέα, εικαστικού και καλλιτέχνη Ζαν Κοκτό. 80 χρόνια έχουν περάσει από τότε και το «Αίμα του Ποιητή» έρχεται πάλι σήμερα να φέρει στην θέση του κάθε τυχάρπαστο, δήθεν πρωτοποριακό καλλιτέχνη ικανοποιώντας παράλληλα κάθε ηδονοβλεπτική τάση όλων των σινεφίλ και φιλόμουσων γενικότερα. Πρωτοποριακό για την εποχή του αν και όπως έλεγε ο ίδιος όταν κάποιο έργο τέχνης θεωρείται μπροστά απ’ τον καιρό του αυτό σημαίνει πως οι καιροί απλά έχουν αργήσει. Χωρίς ενιαία θεματική δομή, με ελλειπτική και αντί-ακαδημαϊκή αφήγηση ο Κοκτό στήνει μια ταινία αυτοαναφορική η οποία μοιάζει περισσότερο με φάρσα υψηλής αισθητικής. Πλασάρει ένα εξ’ ολοκλήρου νέο κόσμο και σε αυτόν αντικατοπτρίζει τα ενδόμυχα της προσωπικής του σφαίρας.
Έξι σεκάνς και τρία κεφάλαια φτάνουν για να ξεδιπλώσει σε εικόνες ένα αλληγορικό σχήμα που στη πραγματικότητα ταλαντεύεται μεταξύ της προβληματικής θανάτου και ζωής αναδεικνύοντας την τέχνη ως την μόνη ασπίδα σωτηρίας. Εξαιρετικά στημένα πλάνα, εικόνες εικαστικής τελειότητας και μια μόνιμα ασύγχρονη με τις σκηνές μουσική υπόκρουση συνθέτουν ένα φιλμ εθιστικής δυσαρμονίας. Ένα φιλμ που κυκλοφόρησε ένα χρόνο μετά τον «Ανδαλουσιανό Σκύλο» των Μπουνιουέλ και Νταλί, δεν το ξεπέρασε αλλά στέκεται περήφανο δίπλα του, σαν το μπάσταρδο αδερφάκι του, στο πάνθεον των ταινιών του σουρεαλιστικού κινήματος στον κινηματογράφο. Αν αναρωτιέστε πως γίνεται ένα ποίημα βουτηγμένο στο πνεύμα του μοντερνισμού να αναπαρασταθεί με εικόνες στο πανί τότε απλά δείτε το «Αίμα του Ποιητή».
Κωστής Θεοδοσόπουλος
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Η Διαθήκη Του Ορφέα
Η τελευταία ταινία του Ζαν Κοκτό με την οποία ο πολυμήχανος καλλιτέχνης θέλησε να ρίξει τους τίτλους τέλους στην λαβυρινθώδη καριέρα του. Αν και 30 χρόνια μετά το «Αίμα του Ποιητή» η «Διαθήκη του Ορφέα» μοιάζει λες και ήρθε να ολοκληρώσει αυτό που άφησε στη μέση η πρώτη ταινία του Γάλλου δημιουργού. Ο Κοκτό εδώ δεν παίρνει αιχμαλώτους. Γνωρίζει ότι αυτό είναι το τέλος και αποφασίζει να ξεγυμνωθεί μπροστά στους θεατές του ερμηνεύοντας ο ίδιος τον εαυτό του. Σκοτώνει τους φανταστικούς χαρακτήρες που αλληγορικά δημιουργούσε στο παρελθόν και τοποθετεί πιο ξεκάθαρα από πότε τον εαυτό του στο κέντρο.
Ο χώρος και ο χρόνος μπερδεύονται για μια ακόμη φορά στο έργο του και ο Κοκτό κινηματογραφεί εαυτόν να ακολουθεί το μονοπάτι μιας αναδρομική ενδοσκόπησης στην μέχρι τότε πορεία του. Με βάση πάντα την ποίηση και θεωρώντας τον εαυτό του πάνω απ’ όλα ποιητή, προβάλλει τις προσωπικές του αναμνήσεις, τις αναζητήσεις ετών και τις διαφορετικές διαλεκτικές πορείες που ακολούθησε για να φτάσει στο τέλος να κριθεί. Από ποίον; Απ’ τον ίδιο του τον εαυτό φυσικά καθώς αυτός είναι που στήνει το κατηγορητήριο και ο ίδιος που απαντά. Θα κατηγορήσει τον εαυτό του για δύο πράγματα: για την αθωότητα και για την επιμονή του να κατεβαίνει στον κόσμο των νεκρών, δηλαδή στον κόσμο της ποίησης. Όπως ακριβώς έκανε και ο μυθικός ήρωας που τον ενέπνευσε, ο Ορφέας. Η τιμωρία του είναι αναμενόμενη. Καταδικάζεται να συνεχίσει να ζει στον κόσμο των ζωντανών.
Για την ιστορία πρέπει να αναφερθεί πως ο Κοκτό κατάφερε να ολοκληρώσει την «Διαθήκη Του Ορφέα» με χρήματα που του προσέφερε ο Τρυφώ, τα οποία είχε κερδίσει απ’ το «400 Χτυπήματα» του 1959.
Κωστής Θεοδοσόπουλος
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Ξέστρωτα Κρεβάτια
Ο Αλέξις Ντος Σάντος, ο νεαρός Αργεντίνος σκηνοθέτης εκ Παταγωνίας, μας συστήθηκε το 2006 με το "Glue", ένα παραμύθι για post-εφήβους με μπόλικο angst, το κοινώς επωνομαζόμενο. Τότε, κριτικοί και φεστιβαλικό κοινό είχαν αναγνωρίσει ένα δημιουργό με ιδιαίτερη ματιά και πολύ ταλέντο, που χρειαζόταν όμως να ωριμάσει και να επεξεργαστεί τις άψογες εικόνες του πιο κριτικά. Τέσσερα χρόνια μετά, ο Ντος Σάντος παραδίδει ένα ακόμη ημι-ρομάντζο, τυλιγμένο σε ονειρεμένα βίντατζ κοστούμια και πασπαλισμένο με την πιο ρετρο-μοδάτη χρυσόσκονη, χωρίς ωστόσο να φαίνεται πως έμαθε πολλά παραπάνω για τον εαυτό του ή για τους χαρακτήρες του τον καιρό που μεσολάβησε.
Το Ανατολικό Λονδίνο είναι αυτή τη στιγμή η φωλιά αυτού που θα μπορούσαμε να ονομάζουμε αβαν-γκαρντ, αν δεν δηλητηριαζόταν συνεχώς από αυτό το καταραμένο χιπ. Ο Ντος Σάντος φαίνεται πως το γνωρίζει καλά, βάζοντας τους ήρωές του να φοράνε υπερ-στυλάτα σακάκια και κουρέματα, να μετατοπίζονται από συναυλίες σε εκθέσεις, βιβλιοπωλεία και τούμπαλιν ενώ την ίδια στιγμή οι λίρες πιο πολύ τους λείπουν παρά τους περισσεύουν. Η κατάληψη που μένουν μοιάζει να έχει βγει από τις ονειρώξεις καλλιτεχνο-εφήβου και οι ήρωες περιφέρονται μονίμως με μια έκφραση emo απόγνωσης, ανταλλάσοντας βαθυστόχαστες συμβουλές τύπου "μην κάνεις το άλμα αν δε νιώσεις έτοιμος". Τα παραπάνω - οποία έκπληξη- ντύνονται με ένα από τα πιο ωραία soundtracks που έχουμε ακούσει τελευταία, στο οποίο μάλιστα συμμετέχουν και οι δικοί μας Mary and the Boy.
Σε αυτό το φιλμ, που δε χορταίνεις να ρουφάς από την οθόνη, η μια μοδάτη καρτ ποστάλ διαδέχεται την άλλη, κάθε φορά προσπαθώντας να ξεπεράσει σε ομορφιά την προηγούμενη. Μέσα σε όλη αυτή την ποζεριά όμως, οι ήρωες, που υποτίθεται πως προσπαθούν να σωθούν από την αγριότητα της παρατεταμένης τους εφηβείας και να ανακαλύψουν την πραγματική τους ταυτότητα, μετατρέπονται σταδιακά σε καρικατούρες, πλήρως απορροφημένες από τα δήθεν φοβερά τους προβλήματα. Βέβαια, και η εφηβεία στην πραγματικότητα κάπως έτσι είναι: ένα ατέλειωτο δράμα οξυμένων προβλημάτων, με υπεροχα τραγούδια και πολλή αυτο-επιβεβλημένη μοναξιά. Οι απανταχού χίπστερ θα το λατρέψουν.
Φαίδρα Βόκαλη
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Μέχρι Να Σε Βρω
Τρεις παράλληλες ιστορίες γυναικών στο σύγχρονο Λος Αντζελες στο «Μέχρι να σε βρω». Η Κάρεν, 50άρα γεροντοκόρη, δεν έχει πάψει να βασανίζεται από ενοχές για το βρέφος που αναγκάστηκε να δώσει για υιοθεσία όταν ήταν μόλις 14 ετών. Εκτοτε ζει με την άρρωστη μητέρα της και αποκρούει κάθε υποψήφιο μνηστήρα, όπως τον διαζευγμένο νοσοκόμο που προσπαθεί να την πλησιάσει στην κλινική όπου εργάζεται.
Η κόρη, η 37χρονη σήμερα Ελίζαμπεθ, είναι μια επιτυχημένη δικηγόρος, ψυχρή, απόμακρη και υπολογίστρια. Πιάνει δουλειά σε μια νέα νομική εταιρεία και δεν διστάζει να παρασύρει σε ερωτική σχέση τον κατά πολύ μεγαλύτερο, Αφροαμερικανό διευθυντή της. Στο μεταξύ, κάπου κοντά, η νιόπαντρη Λούσι, που δεν μπορεί να κάνει παιδί αλλά θέλει να υιοθετήσει, βρίσκει δωρήτρια στο πρόσωπο μιας εγκύου έφηβης, η οποία, όμως, βάζει τους υποψήφιους γονείς σε μια επίπονη δοκιμασία ανάκρισης πριν αποφασίσει αν θα τους δώσει το παιδί...
Αν οι πρώτες δύο ιστορίες είναι φανερά συνδεδεμένες «εξ αίματος», η τρίτη θα συναντηθεί αργότερα, προς το φινάλε μαζί τους, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης Ροντρίγκο Γκαρσία αφήνει οτιδήποτε στην τύχη.
Ισα ίσα που η ταινία του, μια βαθιά, λεπτομερής σπουδή της μητρότητας σε κάθε της μορφή (την απολεσθείσα, την ευρεθείσα, την επαναπροσδιορισμένη), λειτουργεί σαν ρολόι... βιολογικό, με τους χαρακτήρες γερά θεμελιωμένους εξ αρχής και προσεκτικά εξελισσόμενους σε κάθε σχεδόν πλάνο και καθ’ όλη την 126λεπτη διάρκεια του φιλμ. Μεγάλες του αρετές είναι η ψυχραιμία στην αφήγηση και η σωστή χρήση των αντιθέσεων, ακόμα μεγαλύτερη, ωστόσο, είναι η εκπληκτική του ικανότητα στη διεύθυνση των ηθοποιών, εξόχως πειστικοί όλοι τους.
Ρόμπυ Εκσιέλ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Η Ζωή Μετά
Ναι είναι ο ίδιος άνθρωπος. Αυτός που έκανε τα «Γράμματα Από το Ιβο Τζίμα» και το «Σκοτεινό Ποτάμι» μπορεί να κάνει και τον συμβατικό και βαρετό «Ανίκητο». Και τώρα, με τον ίδιο πρωταγωνιστή (Μάτ Ντέιμον) αυτή τη μελό κοινοτοπία.
Ενδιαφέρον στοιχείο, η δομή. Θυμίζει την «Βαβέλ». Παράλληλες ιστορίες εντελώς διαφορετικών ανθρώπων οι οποίοι πρόκειται να συναντηθούν, καθώς η μοίρα παίζει με την μεταφυσική. Καμία άλλη σχέση όμως δεν υπάρχει με τις έξυπνες λύσεις του Γκιγιέμο Αριάγα, ο οποίος μάλλον θα γελάει με τον τρόπο που ο συνάδελφός του σεναριογράφος Πήτερ Μόργκαν μιμήθηκε το στυλ, αλλά έχασε την ουσία.
Ένα μέντιουμ που ζει στο Σαν Φρανσίσκο (Ντέιμον) θέλει να ξεχάσει για πάντα αυτή του την ικανότητα που την θεωρεί κατάρα. Μια παριζιάνα τηλεοπτική δημοσιογράφος (Σεσιλ Ντε Φρανς) γλιτώνει από το τσουνάμι, αλλά βλέπει τη καριέρα της να καταρρέει. Κι ένας Βρετανός πιτσιρικάς χάνει κάθε ισορροπία στην φτωχή και δυστυχισμένη ζωή του, όταν ο δίδυμος αδελφός του σκοτώνεται σε ατύχημα.
Και οι τρεις αυτοί χαρακτήρες αναζητούν το «μετά τη ζωή»- εξαίσια αγγλική λέξη το Hereafter του τίτλου μεταφράζεται με την εξίσου όμορφη ελληνική "Επέκεινα". Κι όσο οι λέξεις αυτές φορτίζουν με μια υπέροχη μελαγχολική ακρίβεια την κινηματογραφική προσμονή, τόσο το αποτέλεσμα απογοητεύει με την αδυναμία, την δυσκαμψία και την ιδεολογική του ασάφεια. Στο κομμάτι του Παρισιού μάλιστα, η πανέμορφη Σεσιλ Ντε Φρανς αφήνεται στην τύχη της να παίζει, σαν χαμένη, μπροστά σε μια κάμερα που έχει χάσει κάθε αίσθηση ρυθμού.
Μελό που δεν ξέρεις από πού έρχεται και γιατί, μεταφυσικές υπερβολές χωρίς καμία ουσιαστική δραματουργική δικαιολογία, ναϊφ ευκολίες ριγμένες εδώ κι εκεί χωρίς κανένα στυλ και μια απαράδεκτη- για το στάτους του Ιστγουντ- κατασκευαστική προχειρότητα.
Σημαντικό -κι ίσως μοναδικό- ατού, η ερμηνεία του Ντέιμον ο οποίος διασώζει την καθαρότητα, το άχθος και τις βασανισμένες επιλογές του πιο ολοκληρωμένου χαρακτήρα της ταινίας.
ΟΡΕΣΤΗΣ ΑΝΔΡΕΑΔΑΚΗΣ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Ποίηση
Το καλοκαιρινό ειδυλλιακό τοπίο στις όχθες ενός μεγάλου ποταμού της Νότιας Κορέας «χαλάει» καθώς τα νερά του ξεβράζουν το πτώμα μιας κοπέλας. Η υπογείως συνταρακτική εισαγωγή του Λι Τσανγκ-ντονγκ στο θέμα του ορίζει τον τόνο και τη ροή της αφήγησης, που συνεπής στο αρχικό αυτό τέμπο της απλότητας και της αντικειμενικής παρατηρητικότητας ξεδιπλώνει το δράμα της 67χρονης Μίτζα σε συνάρτηση με την αυτοκτονία μιας έφηβης.
Η Μίτζα βγάζει ίσα ίσα τα προς το ζην δουλεύοντας στο σπίτι ενός ηλικιωμένου, τον οποίο φροντίζει και καθαρίζει προς έκδηλη ευχαρίστησή του. Η κάμερα την ακολουθεί στην καθημερινότητά της - στο νοσοκομείο όπου ο γιατρός ανησυχεί για την απώλεια μνήμης της, στο προαύλιό του όπου έχει την πρώτη επαφή με τη μάνα του νεκρού κοριτσιού, στο τοπικό πολιτιστικό κέντρο όπου ξεκινάει να μαθαίνει ποίηση. Αυτός είναι και ο βασικός της στόχος από εδώ και πέρα. Τα νέα όμως δεν είναι ευχάριστα.
Οι γονείς των φίλων του εγγονού της, τον οποίο συντηρεί από τότε που η κόρη της πήγε να ζήσει σε άλλη πόλη, την πληροφορούν ότι κι εκείνος και οι φίλοι του βίαζαν συστηματικά το πνιγμένο κορίτσι. Η αυτοκτονία πρέπει να αποσιωπηθεί με ένα παχυλό ποσό αποζημίωσης στη μητέρα, γεγονός που αναστατώνει τη ζωή της Μίτζα, δυσχεραίνοντας κι άλλο την επαφή με τον αδιάφορο εγγονό της, ενώ οι λέξεις χάνονται από το μυαλό της και δύσκολα βγαίνουν στο χαρτί...
Αν και επιθυμεί να βρει ένα νέο νόημα στη ζωή της παρατηρώντας συχνά την ομορφιά της φύσης, αν και επιθυμεί διακαώς την ουσιαστική διαπροσωπική επαφή, η ηρωίδα του Λι Τσανγκ-ντονγκ θα αναγκαστεί να αντιμετωπίσει τη σκληρότητα, να συμφιλιωθεί με την ιδέα του θανάτου. Θα αναγκαστεί να μπει σε έναν δρόμο προσωπικής κάθαρσης πριν περάσει στη λήθη της άνοιας.
Βραδυφλεγής και μελαγχολικά όμορφη, οξεία στην κοινωνική κριτική της και ταυτόχρονα ήρεμη, η ιστορία του Νοτιοκορεάτη δημιουργού έχει γλυκόπικρη γεύση. Ραφινάτη στο στήσιμό της, ακολουθεί τις επιταγές ενός σεναρίου που σοκάρει με το γάντι, που ξεβολεύει τον θεατή με τις αναπάντεχες ανατροπές του. Ολα αυτά τα σηκώνει στους γηραιούς ώμους της η Νοτιοκορεάτισσα ηθοποιός Γιουν Τζουνγκ-χι σε μια πλουσιοπάροχη ερμηνεία.
Η ταινία κέρδισε το Βραβείο Σεναρίου στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών τον Μάιο του 2010
Αντα Δαλιάκα
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Attenberg
«Attenberg» είναι παραφθορά του επωνύμου του σερ Ντέιβιντ Ατένμπορο, διάσημου Βρετανού παρουσιαστή ντοκιμαντέρ περί ζωικού βασιλείου. Η παιδιόθεν εμμονή της Μαρίνας με τα φιλμ αυτά, στο παράκτιο χωριό όπου μεγάλωσε, την έχει καθηλώσει στην ολική αθωότητα.
Αν και στα 23 της εξακολουθεί να επικοινωνεί με το περιβάλλον της με τρόπους ημιπρωτόγονους -λεκτικά παιχνίδια με τον αρχιτέκτονα πατέρα της, σωματικά με την κολλητή της φίλη, αμφότεροι οι μοναδικοί κολαούζοι της στον δρόμο προς την καθυστερημένη ενηλικίωση. «Attenberg» όμως θα μπορούσε να είναι και το όνομα της σκηνοθέτιδας της βραβευμένης στη Βενετία αυτής ταινίας, της Αθηνάς Ραχήλ Τσαγγάρη, η οποία αφού αναλύει με κλινική ακρίβεια και κυνικό χιούμορ το παραπάνω σκηνικό ως άλλος Ατένμπορο, το ξανασυνθέτει στο δεύτερο μισό του φιλμ με τόνους θερμότερους, πιο ανθρώπινους διά της καθοριστικής επαφής της ηρωίδας τόσο με το σεξ (ο νεαρός επισκέπτης στο ξενοδοχείο της περιοχής) όσο και με τον θάνατο (ο μπαμπάς πάσχει από ανίατη νόσο).
Οχι ότι οι αποστάσεις σου από το υπό εξέλιξη δράμα εκμηδενίζονται, πάντως βρίσκεις τον εαυτό σου απορροφημένο στο εγκεφαλικό παιχνίδι που σε καλεί η Τσαγγάρη για να καταδείξει το πέρασμα από τον πρωτογονισμό στην ωριμότητα, από την αυτάρκεια στην κοινωνικοποίηση.
Στη φλέβα του «Κυνόδοντα», μια από τις πιο ολοκληρωμένες σε προθέσεις και στιλιστικά συνεπείς ελληνικές ταινίες των τελευταίων ετών.
- Προσεχής στάση στη φεστιβαλική πορεία του φιλμ το Φεστιβάλ του Σάντανς, στα μέσα του Ιανουαρίου
Ρόμπυ Εκσιέλ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Ο Λόγος Του Βασιλιά
Με το που ανέβηκε στον θρόνο της Μεγάλης Βρετανίας ο Βασιλιάς Γεώργιος ο ΣΤ΄, το 1936, άρχισε να γίνεται γνωστό ότι ήταν τραυλός και σχεδόν ανίκανος να βγάλει ένα λόγο της προκοπής. Οι συνθήκες της στέψης του ήταν ήδη ιδιότυπες, αφού διαδέχθηκε τον αδελφό του, Εδουάρδο Η΄, ο οποίος αναγκάστηκε να παραιτηθεί μετά την επιμονή του να παντρευτεί μια διαζευγμένη Αμερικάνα, ενώ ο Πόλεμος δεν ήταν μακριά.
Αυτό που δεν έγινε γνωστό πάντως ήταν η φιλία του με ένα απλό λογοθεραπευτή, ο οποίος τον είχε αναλάβει πριν την στέψη και τον βοηθούσε να εκφωνεί τα ραδιοφωνικά διαγγέλματά του.
Μέσα σ΄ αυτό το αληθινό ιστορικό πλαίσιο, η φιλία δυο τόσο αντίθετων ανθρώπων αποκτά ένα εξαίσιο μυθολογικό βάρος και απλοποιεί την κινηματογραφική δομή. Το δραματικό υπόβαθρο υποχωρεί, η κομεντί διαμορφώνει τους χαρακτήρες και τις καταστάσεις, ενώ αληθινός βασιλιάς της ταινίας αναδεικνύεται ο Κόλιν Φερθ με την λεπτών αποχρώσεων ερμηνεία του.
Μένοντας πιστός στην βρετανική σχολή, αποστρέφεται την χολιγουντιανή υπερβολή της μίμησης και τις εκφραστικές ευκολίες που γέννησε η εξάντληση της μεθόδου του ακτορς στούντιο. Είναι ακριβής και πιστικός χωρίς να επιμένει στα εξωτερικά χαρακτηριστικά του Γεωργίου και χωρίς να χρησιμοποιεί το τραύλισμα ως επίδειξη τεχνικής. Είναι μια ερμηνεία μεγάλων διαστάσεων προσαρμοσμένη στους ψιθύρους και όχι στις κραυγές. Μάλλον πρότυπό του είχε την Ελεν Μίρεν που κι αυτή δούλεψε το ρόλο της (στη «Βασίλισσα» του Φριάρς) με μια γνήσια κινηματογραφική εσωτερικότητα.
Ηθοποιός χαμηλών τόνων, ο Φερθ μπαίνει μπροστά στη φετινή οσκαρική κούρσα, ενώ καταπληκτικός ?κι εξίσου χαμηλών τόνων- είναι ο Τζέφρι Ρας στο ρόλο του λογοθεραπευτή. Στην πραγματικότητα το επίτευγμα του Φερθ ανήκει κατά το ήμισυ στον Ρας ο οποίος χτίζει την ερμηνεία του πάνω στην πλαστικότητα που δημιουργούν οι εντάσεις και η φιλία του παράξενου αυτού ζεύγους.
Ορέστης Ανδρεαδάκης
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Ενώπιον Θεών Και Ανθρώπων
Μια από τις πιο ωραίες ταινίες που είδαμε στο φετινό Φεστιβάλ Καννών έρχεται από την Γαλλία και, όπως ακριβώς και ο προτελευταίος γαλλικός Χρυσός Φοίνικας (το «Κάτω από τον ήλιο του σατανά» του Μορίς Πιαλά), σκιαγραφεί την ζωή και τα αγωνιώδη διλήμματα μιας κοινότητας μοναχών. Ο λόγος για το "Des Hommes et des Dieux" του Ξαβιέ Μποβουά. Ακόμα κι αν ο Ξαβιέ Μποβουά δεν ανέβηκε στο ψηλότερο σκαλί των βραβείων, ήταν αδύνατον να φύγει με άδεια τα χέρια για μια κινηματογραφική πρόταση τόσο πυκνή, γυρισμένη με σπάνια φαντασία και ακρίβεια. Γι αυτούς ακριβώς τους λόγους και απέσπασε το Μέγα Βραβείο Επιτροπής στις Κάννες.
Εμπνευσμένος από ένα πραγματικό περιστατικό που έλαβε χώρα την δεκαετία του 90, ο Μποβουά τοποθετεί τους μοναχούς του στην καρδιά μιας πρώην γαλλικής αποικίας της Αφρικής. Σε αρμονική συνύπαρξη με τη μουσουλμανική κοινωνία επί σειρά ετών, το μοναστήρι θα γίνει αναπόφευκτα πιθανός στόχος μια σειράς εξτρεμιστικών δράσεων. Πώς πρέπει να αντιδράσουν οι μοναχοί; Με ποια πνευματική πυξίδα να τους καθοδηγήσει ο εκλεγμένος ηγέτης τους, Κριστιάν; Ποιος είναι, τέλος πάντων, ο ρόλος ενός μοναχού σε έναν τόσο πολύπλοκο κόσμο;
Ο Μποβουά, ενώ σέβεται απόλυτα τις ιστορικές / πολιτικές παραμέτρους της σύγκρουσης που θίγει, δίνει ταυτόχρονα μια διάσταση άχρονη και οικουμενική σε αυτή την πάλη των μοναχών με θεούς και ανθρώπους. Με την βοήθεια των 8 υπέροχων ηθοποιών του (μεταξύ των οποίων ξεχωρίζουν οι Λαμπέρ Γουιλσόν και Μισέλ Λονσντέιλ), καταφέρνει να φτάσει στον πυρήνα της αγωνίας τους και να μας κάνει να τη μοιραστούμε μαζί τους. Μια αυθεντική στιγμή αισθητικής συγκίνησης.
Κωνσταντίνος Σαμαράς
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Νύχτες Στου Πασκάλ
Ξεκινάει σαν επανάληψη του Κουστουρίτσα: η υπερβολή ενός υποτιθέμενου «μαγικού ρεαλισμού» συγκρούεται με ένα χείμαρρο πνευστών. Στην συνέχεια οι σουρεαλιστικές εκρήξεις λούζονται στο εκτυφλωτικό φως ξεχασμένων σκηνών από την γαλλική νουβέλ βαγκ. Αμέσως μετά η τυπικά ουγκαρέζικη φόρμα των κινηματογραφικών πειραματισμών κάνει την εμφάνισή της σαν παιδικό παιχνίδι. Πολύ μετά την μέση (είναι 111 λεπτά αλλά μοιάζει μεγαλύτερη) σελίδες από τον Ντε Σαντ μπερδεύονται με εικόνες από το αντεργκράουντ σινεμά σε ένα απότομο ξέσπασμα σοβαρότητας, η οποία βέβαια κρατά ελάχιστα. Το τέλος, εντελώς απρόσμενο και ποιητικό, μοιάζει να ψάχνει την μαγική απελευθέρωση της αρχής.
Δεν λέω, έχει ενδιαφέρον όλο αυτό το μίγμα. Είδη, στυλ και σχολές συνυπάρχουν το ένα πάνω στο άλλο σαν ένα υπέροχο παλίμψηστο το οποίο ωστόσο δεν σε αφήνει να δεις κανένα τμήμα του ολόκληρο. Σαν να διαβάζεις εξαιρετικά αποσπάσματα από ένα βιβλίο του οποίου δεν μπορείς να καταλάβεις ούτε την υπόθεση ούτε τους χαρακτήρες.
Η όμορφη Μόνα που μοιάζει χαμένη σε ένα κόσμο φανταστικής πραγματικότητας, μουσικής και εκπλήξεων, θυμίζει ηρωίδα παραμυθιού και την ίδια στιγμή ορθώνει το ρεαλιστικό της ανάστημα και σε σοκάρει με την αμεσότητά της. Ο πατέρας της την καλεί να τον ακολουθήσει στην Γερμανία όπου θα κάνει μια επικίνδυνη επέμβαση, αλλά στην πραγματικότητα την παγιδεύει στα γρανάζια ενός κυκλώματος εκλεκτικής πορνείας. Φυλακισμένη στην «Βιβλιοθήκη του Πασκάλ» (όπως είναι και ο πρωτότυπος τίτλος) αναγκάζεται να υποδυθεί λογοτεχνικούς χαρακτήρες σε ακραία σεξουαλικά παιχνίδια. Η απόδρασή της δεν μπορεί παρά να συντελεστεί μέσα στον κόσμο της φανταστικής πραγματικότητας που η ίδια έχει κατασκευάσει από την αρχή.
Η ταινία του Σάμπολτς Χαϊντού («Λευκές Παλάμες», 2006) θεωρήθηκε ότι ανανεώνει το ούγκρικο σινεμά, ενώ ήταν και η επίσημη πρόταση της χώρας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ- χωρίς όμως να μπει ούτε στην μακρά λίστα των εννέα φιναλίστ.
ΟΡΕΣΤΗΣ ΑΝΔΡΕΑΔΑΚΗΣ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Sex & Drugs & Rock & Roll
Είναι ήδη δέκα χρόνια που έχει πεθάνει (τον Μάρτιο του 2000) αυτός άρχων του βρετανικού πανκ ροκ με την εκρηκτική ζωή και τα δηλητηριώδη τραγούδια, η επίδρασή που ασκεί όμως στη σύγχρονη μουσική συνεχίζει να είναι έντονη. Οι απίστευτα προκλητικές εκρήξεις τους, όμως το «Spasticus Autisticus» έχουν αφήσει σημάδια παντού (και εκτός μουσικής φυσικά) ενώ το ομότιτλο τραγούδι που έγραψε με τους Blockheads, έχει γίνει ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα σλόγκαν της εποχής μας. ?Sex and drugs and rock and roll/ Is all my brain and body need/ Sex and drugs and rock and roll/ Are very good indeed?
Ακολουθώντας λοιπόν την ταραγμένη ζωή του, ο βιρτουόζος βιντεοκλιπάς και ντοκιμαντερίστας, σκηνοθέτης Ματ Γουάιτκρο φτιάχνει μια βιογραφία που δεν θέλει να θυμίζει τις ανάλογες χολιγουντιανές σούπες και φιλοδοξεί να ταιριάζει στο στυλ των τραγουδιών του. Αλλοτε το καταφέρνει κι άλλοτε όχι. Πολύχρωμο, νοσταλγικό και καρτουνίστικο, το φιλμ μοιάζει να πορεύεται με την ασυμβίβαστη περσόνα του Ντιούρι, αλλά και να απομακρύνεται από αυτήν. Την ίδια στιγμή που σε βάζει μέσα στη μουσική τρέλα του, γίνεται τόσο αυτοκαταστροφικό όσο ήταν κι ο ίδιος.
Δεν θα μπορούσαμε να το λατρέψουμε και σίγουρα θα το θέλαμε πιο πλήρες και πιο σφικτό, η αλήθεια όμως είναι ότι το παρακολουθείς με ενδιαφέρον.
ΟΡΕΣΤΗΣ ΑΝΔΡΕΑΔΑΚΗΣ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Το Ποτάμι Ανάμεσα
Μια από τις αξιολογότερες συμμετοχές στο περσινό Διαγωνιστικό του Φεστιβάλ του Βερολίνου είναι ένας πολυπολιτισμικός ύμνος στην ανθρώπινη ουσία, που αρνείται να χωρέσει σε φυλετικές, εθνικές, θρησκευτικές ή γεωγραφικές ταμπέλες.
Το καλοκαίρι του 2005 ο μουσουλμάνος Ουσμάν και η χριστιανή κυρία Σόμερς συναντιούνται στο Λονδίνο, όπου φτάνουν αναζητώντας τα παιδιά τους (εκείνος τον γιό του, εκείνη τη κόρη της), που αγνοούνται μετά τις τρομοκρατικές, βομβιστικές επιθέσεις στα μέσα μεταφοράς της πόλης. Αν και προερχόμενοι από διαφορετικές κουλτούρες, χώρες, γλώσσες και καθημερινότητες οι δύο γονείς ξεπερνούν τις όποιες προκαταλήψεις και συνήθειες τους, γίνονται αληθινοί φίλοι, και οπλίζουν ο ένας τον άλλο με δύναμη και ελπίδα κατά τη πορεία ανακάλυψης της τύχης των απογόνων τους.
Ο Γάλλος από το Παρίσι, Ρασίντ Μπουκαρέμπ, σκηνοθετεί με σεμνότητα την (ασυνήθιστα λιτή, απογυμνωμένη από τις χαρακτηριστικές, υστερικές μανιέρες της) αγγλίδα από το Ράμσγκεϊτ του Κεντ, Μπρέντα Μπλέθιν, και τον (δικαιότατα βραβευμένο με την Αργυρή Άρκτο καλύτερης ανδρικής ερμηνείας, εκκωφαντικά υπόκωφο) αφρικανό από το Μπαμάκο του Μάλι, Σοτιγκούι Κουγιατέ, σε ένα φιλμ που κυλά στο συναίσθημα και διαπερνά τη συνείδηση σαν αθόρυβο αλλά ξέχειλο ποτάμι.
Επιλέγοντας να τοποθετήσει το μυστήριο της εξαφάνισης τον παιδιών στο φόντο της ιστορίας του και την αφήγησή της όχι στους διαλόγους, αλλά σε όσα ανείπωτα στριμώχνονται στις σιωπές, ο Μπουκαρέμπ κάνει σαφείς τις προθέσεις του. Αυτό που τον ενδιαφέρει δεν είναι η κινηματογράφηση ενός αστυνομικού θρίλερ με κοινωνικές ανησυχίες, αλλά η σπουδή της γέννησης μιας ουσιαστικής σχέσης μεταξύ δύο φαινομενικά εντελώς ασύμβατων ανθρώπων. Καθώς αφήνει αναπόφευκτα (αφού μιλούν διαφορετικές γλώσσες) κενά στην επικοινωνία τους με το λόγο εμπλέκει τον θεατή σε μια συναισθηματική και δη ακριβή (αφού κάθε συναίσθημα, όπως η αγάπη ή ο πόνος της απώλειας, είναι εξίσου γνώριμο σε κάθε γωνιά του πλανήτη, με όποια λέξη κι αν περιγράφεται) ανάγνωση των ισχυρών, περίπλοκων δεσμών που δημιουργούνται μεταξύ τους, ενώ ρίχνοντας σταδιακά, ρεαλιστικά και υπομονετικά φως στις αιτίες και στην έκβαση αυτών των δεσμών χτίζει ένα ανορθόδοξο, ακαταμάχητα συγκινητικό σασπένς.
Στο βουβό, ανοχύρωτο τέλος του φιλμ αυτό που έχει σημασία είναι ο κοινός τόπος που ανακαλύπτουν (φευγαλέα ή για πάντα;) αυτοί οι δύο αβάσταχτα οικείοι χαρακτήρες. Και αφού πέσουν οι τίτλοι, ανοίξουν τα φώτα τις αίθουσας και, επιστρέφοντας στην πραγματικότητα, η ορμή του συναισθήματος καταλαγιάσει, το ποτάμι φτάνει μοιραία στη λογική, πλημυρίζοντας την με διαχρονικές, αλλά και πιο επίκαιρες από ποτέ αιτήσεις για συνύπαρξη, ανεκτικότητα, μοίρασμα και συναντήσεις στο? ανάμεσα.
ΙΩΑΝΝΑ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Βασίλισσα Βικτώρια: Τα Χρόνια Της Νιότης
Το μεγαλύτερο κομμάτι του δυτικού κόσμου θυμάται τη βασίλισσα Βικτωρία ως μια αγέλαστη, μαυροντυμένη φιγούρα. Ως την αυστηρή ηλικιωμένη χήρα που κάθισε στο βρετανικό θρόνο γι απάνω από 60 χρόνια. Ελάχιστοι γνωρίζουν το νέο κορίτσι, το οποίο επιβλήθηκε στις μηχανορραφίες της μητέρας της, δεν λύγισε στις εποχές του παλατιού, κέρδισε το θρόνο και παντρεύτηκε τον έρωτα της ζωής της.
Αυτή, την άγνωστη νεαρή Βικτωρία έρχεται να μας συστήσει ο Τζούλιαν Φέλοουζ ( «Έγκλημα στο Γκόσφορντ Παρκ») μ ένα σενάριο που δραματοποιεί με ακεραιότητα τα ιστορικά γεγονότα και σκιαγραφεί με ψυχραιμία την βρετανική μοναρχία ? σε εποχές που τα « θυμίζουν «βασιλικά δράματα εποχής» καλλιγραφικές σαπουνόπερες ( «Η Άλλη Ερωμένη του Βασιλιά»).
Το μόνο κακό είναι ότι αυτή η σεναριακή αξιοπρέπεια δεν είναι αρκετή για να κερδίσει το σινεφίλ μας ενδιαφέρον. Ο Φέλοουζ στέκεται σε μια ασφαλή απόσταση από τα πράγματα, κάτι που δεν αφήνει περιθώρια για πρωτοτυπία ούτε στο σκηνοθετικό βλέμμα του Βαλέ αλλά ούτε και στη στιβαρή αλλά φανερά εγκλωβισμένη ερμηνεία της Έμιλι Μπλάντ.
ΠΟΛΥ ΛΥΚΟΥΡΓΟΥ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Στρέλλα
Καταδικασμένο να μνημονεύεται ως ένα από τα αληθινά μεγαλειώδη κινηματογραφικά love stories της εποχής μας, η "Στρέλλα" του Πάνου Χ. Κούτρα θα έχει τη διπλή τιμή να καταγραφεί ταυτόχρονα στην ιστορία ως το φιλμ που (μαζί με τον "Κυνόδοντα" του Γιώργου Λάνθιμου) σήμανε αλλαγή σελίδας για το ταλαίπωρο ελληνικό σινεμά. Το να το χαρακτηρίσεις θαρραλέο δε θα είναι αρκετό ώστε να αγκαλιάσει στην ολότητά του το μέγεθος του επιτεύγματος ενός δημιουργού που, νιώθει κανείς, ήταν απλά θέμα χρόνου να υπογράψει ένα αριστούργημα στην καριέρα του.
Στην πραγματικότητα ο Κούτρας παίζει με τους κώδικες της αρχαιοελληνικής τραγωδίας και με τις απλές συμβάσεις του είδους. (Ή, ακριβέστερα, των ειδών: η "Στρέλλα" είναι τραγωδία, είναι love story, είναι κοινωνικό φιλμ, είναι camp, είναι όλα αυτά μαζί αλλά ταυτόχρονα κάτι μοναδικό.) Όμως αγαπάει τους χαρακτήρες του τόσο πολύ που όχι μόνο μας υποχρεώνει για αυτές τις δυο ώρες να νοιαστούμε για τη μοίρα τους σα να ήταν δική μας, αλλά και αρνείται να τους τιμωρήσει περισσότερο από όσο το έχει ήδη κάνει αυτή η πόλη. Σε αυτή την αναπάντεχα λυτρωτική ιστορία, ο Κούτρας κινηματογραφεί το ζευγάρι του με στοργή και τρυφερότητα καθώς αυτό ξεγλιστρά ανάμεσα στις ρωγμές μιας κοινωνίας που θα τους είχε για φτύσιμο, αν ήξερε (ή ήθελε να ξέρει) οτι υπάρχουν.
Ανάμεσα σε προσεγμένες δόσεις camp στοιχείων, λεπτές πινελιές ταξικής καταγραφής, μια ωμή ερμηνεία από τον Γιάννη Κοκιασμένο και μια Μίνα Ορφανού αληθινή θεότητα (βραβευμένη στο Φεστιβάλ της Λισαβόνας), οι λιγοστές ατέλειες της δουλειάς του Κούτρα (κάποιοι αρκετά προφανείς παραλληλισμοί ή ένα φτωχό animation) γίνονται αμελητέες. Εξάλλου περισσότερο από μια τέλεια ταινία, η "Στρέλλα" είναι μια αγαπημένη ταινία, που δε μπορεί παρά να φωλιάσει στην καρδιά σου, που δε μπορείς παρά να την αγαπήσεις όπως αυτή αγαπάει τους ήρωές της. Και που εύκολα -και δίκαια- μπορείς να δεις να αποκτά μυθικές διαστάσεις στο πέρασμα του χρόνου
ΘΟΔΩΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Γουέντι και Λούσι
Η Γουέντι (Μισέλ Γουίλιαμς) βρίσκεται στο δρόμο για την Αλάσκα, προς αναζήτηση μιας νέας ζωής. Μοναδική συντροφιά της στο αβέβαιο road trip είναι η Λούσι, το αγαπημένο της σκυλί. Οταν όμως το αυτοκίνητο της παθαίνει βλάβη στα μισά της διαδρομής και η Γουέντι συλλαμβάνεται για μικροκλοπή, η Λούσι εξαφανίζεται και η ιδιοκτήτριά της ξεκινάει μια αγωνιώδη αναζήτηση για να την ξαναβρεί.
Σπάζοντας την εκκωφαντική ησυχία μιας τυπικής κωμόπολης, η νεαρή ηρωίδα της Ράιχαρτ παίρνει ζωή από την παράδοση της ανεξάρτητης αμερικάνικης παραγωγής και με ελάχιστα μέσα αποδίδει προβληματισμούς υπαρξιακής φύσης χωρίς επιτήδευση ή ακαδημαϊσμό. Στα γνώριμα μονοπάτια των προηγούμενων ταινιών της, η Κέλυ Ράιχαρτ μοιάζει εδώ να αποκρυσταλλώνει την εμπειρία της σε αυτό που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί το πιο ώριμο δημιούργημά της μέχρι σήμερα.
Φαίδρα Βόκαλη
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
The Sparrow
Με το σινεμά του ο θρύλος του ασιατικού σινεμά Τζόνι Το έχει μεταφέρει στο επόμενο επίπεδο την αισθητική ενός Τζον Γου αφήνοντας την χαρακτηριστική υπογραφή του σε κάθε πλάνο των ταινιών του. Κι ενώ ειδικεύεται στα γκανγκστερικά φιλμ, η καριέρα του είναι γεμάτη με περίεργες κωμωδίες, όμως ακόμα και με αυτό ως δεδομένο, το "Sparrow" αναμένεται να φανεί περίεργο στους ακόλουθούς του.
Για τους υπόλοιπους, είναι απλά μια κινηματογραφική εμπειρία που θα τους ακολουθεί, αλλά ας έχουμε και ως δεδομένο το πάθος του ίδιου του δημιουργού, για τον οποίον αυτό ήταν ένα ιδιαίτερα προσωπικό πρότζεκτ που έγραφε και γύριζε με διαλείμματα εδώ και 3-4 χρόνια.
Πανέμορφο, πανέξυπνο και περίεργα ρομαντικό σινεμά, με ατμόσφαιρα και μουσική να μαγεύουν (το σάουντρακ είναι σαν από έναν ασιάτη Μαντσίνι, και αναπαράγει άριστα τον τόνο του φιλμ), με επιρροές από γαλλικό σινεμά μέχρι Χίτσκοκ, και με κωμωδία και δράμα να χτίζουν παράλληλα προς μια απίθανη κορύφωση που θα χρησιμοποιήσει τις ομπρέλες με τρόπο που θα σας κάνει να ξεχάσετε και τη Rihanna. Η ταινία συμμετείχε στο διαγωνιστικό του Φεστιβάλ Βερολίνου το 2008.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Στους 451 Βαθμούς Φαρενάιτ
Ερωτευμένος με το μυθιστόρημα του Ρέι Μπράντμπερι, ο Τριφό ρίχτηκε στην κινηματογραφική μεταφορά του, το απαγορευτικό κόστος της οποίας τον οδήγησε να αποτολμήσει την πρώτη και μοναδική αγγλόφωνη ταινία του.
Σε αντίθεση με τον λογοτεχνικό του πρόγονο το κατά Τριφό «Φαρενάιτ 451» μοιάζει περισσότερο με παραμύθι για ενήλικες και η φουτουριστική του προέλευση προδίδεται μονάχα από την ύπαρξη ενός τηλεοπτικού Μεγάλου Αδελφού που ωθεί τους αποχαυνωμένους θεατές να αναζητήσουν παρηγοριά σε κάθε λογής ηρεμιστικά και διεγερτικά χάπια.
Η ανησυχία για έναν κόσμο δίχως πνευματικές απολαύσεις και ελευθερία έκφρασης είναι πανταχού παρούσα, ωστόσο παρά το χιτσκοκικό σάουντρακ του Μπέρναρντ Χέρμαν, απουσιάζει ολότελα το σασπένς και η αίσθηση απειλής.
Είτε εξαιτίας της αταίριαστης θεματολογίας, είτε εξαιτίας της παντελούς άγνοιας της αγγλικής γλώσσας ο Τριφό βρίσκεται έξω από τα νερά του και το αποτέλεσμα πάσχει από αρρυθμία, άγαρμπους διαλόγους και μια χαριτωμένη αίσθηση απλοϊκότητας, ενώ ενδεχομένως καταστροφική υπήρξε και η διαμάχη του με τον κάποτε ιδανικό πρωταγωνιστή του «Ζιλ Και Ζιμ» Οσκαρ Βέρνερ που έφτασε να κόψει τα μαλλιά του καταμεσής των γυρισμάτων μόνο και μόνο για να τσαντίσει τον σκηνοθέτη!
Ευτυχώς υπάρχει και η αλαφροΐσκιωτη Τζούλι Κρίστι για να συμπλεύσει με τη μελαγχολική ατμόσφαιρα και το αθεράπευτα ρομαντικό φινάλε που θέλει τους επαναστάτες να απομνημονεύουν τα αγαπημένα τους βιβλία για να τα σώσουν από τη λήθη.
ΘΑΝΑΣΗΣ ΠΑΤΣΑΒΟΣ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Ραγισμένες Αγκαλιές
Διακεκομμένες ανεκπλήρωτες σχέσεις. Ιστορίες χωρίς τέλος. Μισές, σπασμένες αγκαλιές. Ο σκηνοθέτης-ήρωας του Αλμοδόβαρ έζησε τη ζωή του χωρίς ένα χάπι έντ- δεν το γεύτηκε ο ίδιος, αλλά δεν το χάρισε και στους γύρω του. Ο έρωτας της ζωής του είχε τραγική κατάληξη, η ερωτευμένη μαζί του πιστή ατζέντης δεν είχε καμία ελπίδα, αλλά και η "μεγάλη ταινία" της καριέρας του δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Μεσήλικας πλέον, κι έχοντας χάσει το φως του, αρχίζει να αφηγείται ιστορίες προσπαθώντας να συνδέσει το κενό παρόν του με το τραυματικό παρελθόν. Τι άλλο μπορεί να κάνει ένας σκηνοθέτης, χωρίς ταινία, χωρίς φως, χωρίς εικόνα, παρά να καταφύγει στη δύναμη της ίδιας της ιστορίας;
Δίπλα του, ο ίδιος ο Αλμοδόβαρ παραδίδει μία φιλμική άσκηση πάνω στην αφήγηση. Κινηματογραφικές αυτοαναφορές (η ταινία μέσα στην ταινία κλείνει το μάτι στις "Γυναίκες στα Πρόθυρα Νευρικής Κρίσης"), φόροι τιμής στο φιλμ νουάρ και το μελό, ταυτόχρονα όμως και μία νεοαποκτηθείσα αυτοσυγκράτηση και ψυχραιμία η οποία διαφαίνεται περίτρανα στη χρήση της μουσικής: ο άλλοτε πρόθυμος να μας πλαντάξει με το συνδυασμό μελό εικόνας και παθιασμένων τραγουδιών Πέδρο, αφήνει εδώ τα πλάνα του με φυσικό ήχο και χρησιμοποιεί το σκορ του Αλμπέρτο Ιγκλέσιας με σύνεση.
Έτσι τον κύριο λόγο παίρνει η αφήγηση, η μνήμη, η Ιστορία έτσι όπως αυτή αποτυπώνεται μέσα από τα larger than life πλάνα του. Έτσι ο φακός ακουμπάει με εμπιστοσύνη στις στιβαρές ερμηνείες των ηθοποιών του.
Μεγαλειώδης ο Λουίς Χομάρ στο ρόλο του ξεπεσμένου σκηνοθέτη που αγαπά το σινεμά όσο και τον ίδιο τον έρωτα. Βουβά σπαρακτική η Μπλάνκα Πορτίγιο ως η -καταδικασμένη στο ρόλο της φίλης- ερωτευμένη γυναίκα. Αναμφισβήτητα λαμπερότερη όλων η Πενέλοπε Κρουζ. Μπορεί να κέρδισε το Όσκαρ της με ταινία του Γούντι Άλεν, αλλά ο Πέδρο μοιάζει να είναι ο μόνος που βγάζει την ηθοποιό από μέσα της. Όχι την καρικατούρα. Ως ερωτευμένος άντρας κλέβει τα χαμόγελά της, τα πιο εσωτερικά της βλέμματα, την αλήθεια της. Και μετά τη διογκώνει και τη φωτίζει σε μια τεράστια οθόνη. Και νιώθεις οτι σε πλημμυρίζει, σε ξεπερνά. Δυστυχώς, όμως, οι ισορροπίες χάνονται νωρίς.
Στην ταινία όπου αποτυπώνει τη βασική του κοσμοθεωρία για τη ζωή και την τέχνη, ο Αλμοδόβαρ δεν θέλει απλώς να πει πολλά. Θέλει να τα πει όλα. Η αγκαλιά του είναι σαρωτική, σε πνίγει, σε αφήνει αμήχανο. Είναι όμως αδύνατον να σε αφήσει αδιάφορο. Παρά τα σεναριακά άλματα, τις μπερδεμένες προθέσεις και τις άνισες εντάσεις, ο τυφώνας Πέδρο έχει μεταδώσει την αναγκαιότητα της ιστορίας του, έχει αναστατώσει τις αισθήσεις. Σε έχει αφήσει χωρίς χάπι έντ, αλλά με τα χέρια ορθάνοιχτα.
ΠΟΛΥ ΛΥΚΟΥΡΓΟΥ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Ο χρόνος που απομένει
Η ταινία είναι εμπνευσμένη από τα προσωπικά ημερολόγια του πατέρα του σκηνοθέτη, που ξεκινούν το 1948 όταν αυτός ήταν αντιστασιακός μαχητής και από τα γράμματα της μητέρας του σε μέλη της οικογένειας που είχαν υποχρεωθεί να εγκαταλείψουν την χώρα μέχρι εκείνη την στιγμή. Σε συνδυασμό με τις προσωπικές αναμνήσεις του σκηνοθέτη από αυτούς και με αυτούς, η ταινία προσπαθεί να περιγράψει την καθημερινή ζωή αυτών των παλαιστινίων που παρέμειναν και στιγματίστηκαν με την ετικέτα του "Israeli-Arab" ζώντας σαν μειοψηφία στην ίδια τους την πατρίδα.
Με το γνωστό του γλυκόπικρο ύφος που αγκαλιάζει ανθρώπους και εμπειρίες σε ένα σύνολο γεμάτο ζεστασιά, ο Ελία Σουλεϊμάν (της υπέροχης "Θεϊκής Παρέμβασης" του 2002) επιστρέφει με ένα δραματουργικό κολλάζ επεισοδίων με αυτοτελείς κορυφώσεις. Συνεχίζοντας να παραπέμπει στο σινεμά του Τατί, ο συμπαθής Παλαιστίνιος δημιουργός συνεχίζει να συγκινεί καθώς φέρνει στα χείλη το χαμόγελο, και συνθέτοντας μια απόλυτα προσωπική ματιά πάνω στην ταυτότητα ενός ολόκληρου λαού. Μια μικρή κατά τόπους επανάληψη δεν αποφεύγεται πάντοτε, αλλά καθώς η ταινία πάλλεται στους ρυθμούς ενός έθνους που απελπίζεται και ανακουφίζεται, δε μπορείς παρά κι εσύ να κρατήσεις ένα κομμάτι τους μέσα σου.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Προσκύνημα στη Λούρδη
Ομολογώ ότι παράτησα στη μέση τούτο το γαλλοαυστριακό φιλμ στο περασμένο Φεστιβάλ Βενετίας, καθώς τίποτε απ’ όσα υποσχόταν η αρχική ιδέα (μια παραπληγική προσκυνήτρια στη δήθεν έδρα των θεϊκών θαυμάτων στα Πυρηναία, στη Λούρδη, περιστοιχισμένη από λοιπούς απεγνωσμένους προσκυνητές, ιερείς και καλόγριες σε κατάνυξη, όπως και ατίθασες εθελόντριες και εμφανίσιμους αξιωματικούς) δεν πρόλαβε την υπομονή μου - ούτε το πολυπόθητο «θαύμα», αλλά ούτε και κάποιο σεξουαλικό όργιο.
Βλέποντάς την ολόκληρη πρόσφατα μπορώ να πω πως με ιντρίγκαρε το (καθυστερημένο) σεναριακό γύρισμα πάνω στο 60λεπτο, όπως και οι (ως εκ τούτου) προθέσεις της δημιουργού του φιλμ Τζέσικα Χάουσνερ να συνθέσει ουσιαστικά μια μαύρη κωμωδία πάνω στον ανθρώπινο παραλογισμό και στη ματαιότητα ενώπιον του ούτως ή άλλως ανεξήγητου, περισσότερο, παρά ένα μανιφέστο γύρω από το ζήτημα της θεολογικής πίστης ή απιστίας.
Πολύ ενδιαφέρουσες είναι επίσης οι λανθάνουσες αναφορές του σεναρίου στους μηχανισμούς θεάματος και προβολής, έτσι όπως βάζει ένα ολικά ανήμπορο πρόσωπο (θεατής) να παρακολουθεί την πλαστή ευδαιμονία των γύρω του (οθόνη).
Ωστόσο, το πεποιημένα αργόρρυθμο και ψυχρότατα εγκεφαλικό του πράγματος αποκλείει κάθε συναισθηματική μέθεξη στο όποιο δράμα, ενώ ακόμα και ως σκέτο δοκίμιο να δεχθείς το φιλμ, το ορθάνοιχτο, σχεδόν ξεκρέμαστο φινάλε έρχεται να σου αναχαιτίσει και το παραμικρό ερέθισμα για στοχασμό και μελέτη.
Αγιος Τόπος Η Λούρδη παραμένει όντως ο δημοφιλέστερος «Αγιος Τόπος» προσκυνητών στη Γαλλία, παρότι έχει περάσει 1,5 αιώνας από τότε που καταγράφηκε επίσημα το τελευταίο θαύμα.
Ρόμπυ Εκσιέλ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Το Τελευταίο Τραγούδι
Μια ακόμη ντράμεντι οικογενειακής κατανάλωσης από τη Nτίσνεϊ, κομμένη και ραμμένη στα μέτρα του 13χρονου Αμερικάνου τινέιτζερ. Τεταμένες οικογενειακές σχέσεις που αποκαθίστανται, ένας εφηβικός έρωτας μετ'εμποδιών, πολλά κηρύγματα για αλκόολ, ναρκωτικά και κακές παρέες και η Μάιλι Σάιρους συνθέτουν αυτή την ανυπόφορη κομεντί που δεν αφορά κανέναν νοήμονα άνθρωπο. Η ατίθαση κόρη που μισεί τον μέχρι τότε φαινομενικά αδιάφορο μπαμπά της ξεπερνά το οιδοιπόδειο σε ένα καλοκαίρι, καθώς μαθαίνει τη χαρά του να μοιράζεσαι πράγματα με τους γονείς σου. Ταυτόχρονα, ο έρωτάς της με το πλουσιόπαιδο-μοντέλο των Αμπερκρόμπι και Φιτς βοηθάει αρκετά προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά η ζωή δεν είναι ρόδινη κι ένα τραγικό γεγονός έρχεται να συνταράξει την ηρωίδα, που μέχρι το τέλος του καλοκαιριού θα έχει ενηλικιωθεί πλήρως.
Ο όρος "κλισέ" παίρνει άλλη διάσταση μετά την παρακολούθηση της ταινίας, καθώς, ένα μετά το άλλο, τα σεναριακά συμβάντα και οι "ανατροπές" σε αφήνουν να τραβάς τα μαλλιά σου από την πλήξη. Και φυσικά, το χειρότερο δεν είναι αυτό, καθώς ο σκηνοθέτης φρόντισε να αποτυπώσει στην αιωνιότητα και σε πολλά γκρο πλαν το πρόσωπο της αντιπαθέστατης Μάιλι Σάιρους, η οποία φαίνεται πως τα μόνα χαρίσματα που διαθέτει είναι φωνητικά (βλ. Χάνα Μοντάνα). Τελικά, το πιο θλιβερό συμπέρασμα που μπορεί κανείς να συνάξει από το "Τελευταίο Τραγούδι" είναι πως φτιάχτηκε κατ'εικόνα και καθ'ομοίωση της σύγχρονης επαρχιακής Αμερικής.
Φαίδρα Βόκαλη
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Φεύγω
Η Σούζαν (Κριστίν Σκοτ Τόμας) είναι παντρεμένη μ ε τον Σάμουελ (Ιβάν Ατάλ), έναν ευκατάστατο γιατρό ο οποίος την βοήθησε απ’ την πρώτη στιγμή που αυτή έφτασε στην Γαλλία. Μαζί έχουν δύο παιδιά, και ζουν μια κατά τα ’άλλα ήρεμη ζωή στο υπερπολυτελές σπίτι τους. Αυτή η ηρεμία κλονίζεται όταν η Σούζαν γνωρίζει και ερωτεύεται παράφορα τον Ιβάν (Σέρζι Λόπεζ),έναν Ισπανό εργάτη που καθαρίζει την αποθήκη τους. Με άλλα λόγια έχουμε να κάνουμε με μία ακόμη τυπική ιστορία απ’ αυτές που έχουμε δει στο παρελθόν και που θα δούμε ξανά στο μέλλον. Όμως το πρόβλημα δεν είναι πραγματικά η ιστορία καθεαυτή αλλά το πώς αυτή αποδίδεται.
Ας πάρουμε τα πράγματα απ’ την αρχή. Αρχικά έχουμε το μεθυσμένο απ’ τον έρωτα, παράνομο ζευγάρι που δεν λογαριάζει τίποτα. Η Κριστίν Σκοτ Τόμας στον ρόλο της ξεμυαλισμένης νεανίδας που κάνει λες και πρωτογνώρισε την χαρά ενοχλεί, χωρίς όμως να ξεχωρίζεις τι φταίει, η ερμηνεία της ή ο ρόλος καθαυτός. Η χαρά της πάντως, ομολογουμένως αποτυπώνεται επαρκώς στις ποικίλες ερωτικές σκηνές του φιλμ. Στην συνέχεια, και όταν τα πρώτα ντουζένια του έρωτα περνούν, το ζευγάρι αναγκάζεται να κάνει χίλιες δυο δουλειές για να βγάλει τα προς το ζην. Εμπόδιο όμως σε αυτή την προσπάθειά τους βρίσκουν τον απατημένο εύπορο πρώην σύζυγο της Σουζάν (επίσης πολύ ενοχλητικός τύπος) ο οποίος εν μέσω διαρκούς υστερίας κάνει τα πάντα για να τους αφήσει απένταρους και να τους χωρίσει.
Η Κατρίν Κορσινί, η οποία υπογράφει το σενάριο και την σκηνοθεσία, προσπαθεί να δημιουργήσει ένα ερωτικό δράμα με υποβλητικό ρυθμό και τραγικό τέλος αλλά αποτυγχάνει. Δυστυχώς καταφέρνει να στήσει ένα μελόδραμα, προορισμένο για λαϊκή κατανάλωση το οποίο αιχμαλωτίζεται απ’ τις ίδιες τις κοινοτυπίες του. Στα συν της ταινίας πάντως είναι η μικρή της διάρκεια και ο ταχύς της ρυθμός που δε σε αφήνουν να κουραστείς.
-Φεύγω...
-Φύγε!
Κωστής Θεοδοσόπουλος
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Αθώα Κόλπα
Η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του Πολωνού Αντρζέι Γιακιμόφσκι, 3 χρόνια μετά την παραγωγή της, βρίσκει τον δρόμο προς τις κινηματογραφικές αίθουσες της χώρας μας.
Πρωταγωνιστής στην ταινία είναι ο δεκάχρονος Στέφεκ ο οποίος μαζί με την μεγαλύτερη αδελφή του επιδίδονται καθημερινά σε αυτό που ο ελληνικός τίτλος της ταινίας δηλώνει, σε αθώα κόλπα. Κόλπα μικρά, καθημερινά που ξεπηδούν απ’ την παιδική αθωότητα και την ρομαντική ιδιοσυγκρασία των παιδιών προεφηβικής ηλικίας πριν ακόμη αυτή ισοπεδωθεί απ' τον κυνικό ρεαλισμό που η ενηλικίωση επιβάλλει. Τα κόλπα αυτά έχουν έναν και μοναδικό σκοπό: την αλλαγή αυτού που φαντάζει ως πεπρωμένο, αυτού που είναι γραφτό να γίνει.
Η κάμερα ακολουθεί τον υπερδραστήριο μπόμπιρα και στην ταινία αποτυπώνεται με εικόνες όχι μόνο ο μικρόκοσμός του αλλά και ο τρόπος που ο πιτσιρικάς αντιλαμβάνεται το περιβάλλον γύρω του.
Το «Αθώα Κόλπα» είναι μια φεστιβαλικής αισθητικής ταινία με ενδιαφέρουσα θεματική και μινιμαλιστική προσέγγισή της απ’ τον σκηνοθέτη. Είναι ένα φιλμ που αν και βασισμένο σε μια δραματική ιστορία κυλάει με έναν περισσότερο ανάλαφρο και λιγότερο δραματικό χαρακτήρα. Βέβαια το εύρημα της ταινίας εξαντλείται πολύ γρήγορα γεγονός που την οδηγεί σε μια συνεχής επανάληψη. Οι σκηνές επαναλαμβάνονται αυτούσιες, οι τοποθεσίες είναι οι ίδιες και ο θεατής παρακολουθεί κάμποσες φορές τον Στέφεκ να πηγαίνει στον σταθμό κάθε πρωί, να προσπαθεί να βγάλει απ’ το κλουβί τους ένα σμήνος περιστέρια κάθε μεσημέρι και να τοποθετεί δυο στρατιωτάκια κάθε σούρουπο στις ράγες του τρένου.
Είναι τέτοιες οι δόσεις ψυχαναγκασμού που συχνά αναρωτιέσαι αν βλέπεις την «ταινία που δεν γίνεται τίποτα». Και όσο περιμένεις να γίνει κάτι, τόσο συνεχίζεις να φτιάχνεις σενάρια με την φαντασία σου (ακραία συνήθως) για το πως θα μπορούσε να ζωντανέψει το συγκεκριμένο φιλμ. Σίγουρα θα ήταν πολύ πιο περιεκτική και ενδιαφέρουσα αν είχε γυριστεί σε χρόνο μικρού μήκους.
Κωστής Θεοδοσόπουλος
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Μοναξιά
Το «Μοναξιά» είναι ένα αντισυμβατικό φιλμ. Παρουσιάζει διαφορετικούς ανθρώπους και τις ιστορίες τους που άλλοτε συνδέονται και άλλοτε όχι. Χωρίς σεναριακές υπερβολές και μελοδραματισμούς αλλά με μια διάχυτη ακραία ρεαλιστική διάθεση ο σκηνοθέτης Τζέιμι Ροζάλες ξετυλίγει ιστορίες ανθρώπων, καθημερινές ατυχίες και μικρές στιγμές που συχνά τις αισθάνεσαι σχεδόν οικείες. Η ταινία του είναι πολυεπίπεδη και επιδέχεται ετερόκλητων αναγνώσεων. Ο αργόσυρτος και νωχελικός ρυθμός μπορεί να κουράσει κάποιους αλλά μάλλον είναι υποβλητικός, μυώντας τον «ανοικτό» θεατή σε μια ιδιόμορφη μυσταγωγία.
Η καθημερινότητα όμως, τα προβλήματα και έννοιες όπως το δίπολο ζωή-θάνατος εκλαμβάνονται διαφορετικά απ’ τον καθένα και σε πολλές διαστάσεις. Με σκοπό την ανάδειξη των παραπάνω διαφορετικών οπτικών γωνιών ο σκηνοθέτης επιλέγει κυριολεκτικά να τις καδράρει ταυτόχρονα. Χρησιμοποιεί το polyvision, χωρίζει δηλαδή την οθόνη (σε CinemaScope μορφή) σε δύο ίσα μέρη.
Με αυτόν τον τρόπο, το κάθε μισό της οθόνης δείχνει μια διαφορετική προοπτική της ίδιας σκηνής. Ιδιοφυής τεχνική που γεννά έναν ετερόκλητο κώδικα ανάγνωσης μιας σκηνής μέσω δυο ξεχωριστών εικόνων που εκτυλίσσονται συγχρόνως. Τέλος, ειδική μνεία πρέπει να γίνει και για τις εξαιρετικές ερμηνείες οι οποίες είναι κατά βάση αυτοσχεδιαστικές.
Οι έχοντες υπομονή θα την απολαύσουν.
Κωστής Θεοδοσόπουλος
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Χρυσόσκονη
Η πρώτη ταινία μεγάλου μήκους για την Μαργαρίτα Μαντά και οι εντυπώσεις είναι θετικές. Μια τρυφερή και ευαίσθητη ματιά πάνω στη μνήμη και τις σχέσεις στην σύγχρονη μεγαλούπολη που αλλάζει συνεχώς και με μονότονο τρόπο. Μέσα από την οικογενειακή διαμάχη για το πατρικό σπίτι η ταινία μιλάει για την εποχή της, το παρόν και το μέλλον των ανθρώπων που μεγάλωσαν σε μια πόλη που τώρα πια δεν την αναγνωρίζουν και προσπαθούν συνεχώς να προσαρμοστούν σε αυτήν.
Μόνο όμως που η ταινία μένει τελικά στις προθέσεις και αυτές τις περισσότερες φορές δε φτάνουν. Όλα μοιάζουν από τη αρχή καλά σχεδιασμένα, τόσο όμως που δεν χρειάζεται να φτάσει η ταινία σε κάποια κορύφωση. Μέχρι τη μέση τα γνωρίζουμε ήδη όλα και καμία έκπληξη δεν έρχεται να ανατρέψει αυτά που ήδη ξέρουμε ή που ήδη υποθέτουμε. Όλα είναι στατικά τόσο το σενάριο όσο και οι χαρακτήρες.
Ο Αλέξης (Αργύρης Ξάφης), δικηγόρος, είναι ο ρεαλιστής και υπερασπίζεται την πώληση προβάλλοντας το οικονομικό όφελος που αυτή θα αποφέρει. Από την άλλη η Άννα (Μάνια Παπαδημητρίου), μουσικός, είναι η ονειροπόλα και η μαχητική, που αντιδρά αρνητικά. Το πατρικό σπίτι είναι γι’ αυτήν η μνήμη της παιδικής της ηλικίας και μια σύνδεση με το μπερδεμένο παρόν της. Τέλος η Αμαλία (Άννα Μάσχα), τραπεζικός υπάλληλος παντρεμένη, είναι διστακτική και κουρασμένη, εγκλωβισμένη ανάμεσα στο συναίσθημα και στις ανάγκες της οικογένειας.
Χωρίς λοιπόν καμία έκπληξη από την αρχή και με κάπως στερεοτυπικούς χαρακτήρες η ταινία περιγράφει κάτι που όντως συμβαίνει γύρω μας αλλά με πολύ ασφαλή τρόπο που την απομακρύνει από την ευαίσθητη ματιά του θέματος και τις τρυφερές προθέσεις της δημιουργού.
Κωνσταντίνος Αϊβαλιώτης
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Κήποι του Φθινοπώρου
Ο Βενσάν αποτελεί μια κλασσική περίπτωση υπουργού. Μαθημένος στην εύκολη ζωή και την καλοπέραση, απολαμβάνει το νέκταρ της εξουσίας? Ο Βενσάν όμως θα καθαιρεθεί από υπουργός και θα χάσει όλα όσα θεωρούσε ως τότε δεδομένα. Όμως, αυτή θα είναι η καλύτερη ευκαιρία για να εκτιμήσει τις κρυφές πτυχές της καθημερινότητας.
Η γλυκόπικρη ειρωνεία του Ιοσελιάνι αποτελεί το πιο ευφυές στοιχείο της ταινίας. Αν σε αυτή προσθέσουμε την εμφανέστατη επιρροή του Ζακ Τατί στο φιλμ και κάποια πετυχημένα γκαγκ τότε θα μπορούσαμε να μιλάμε για μια χορταστική κωμωδία. Όμως, ο Γεωργιανός σκηνοθέτης αδυνατεί να δώσει ρυθμό στο «άνευρο» και δυσκίνητο φιλμ του. Τα κωμικά στοιχεία του «Κήπου» μαραίνονται στο μεσοδιάστημα και η φιγούρα του Μισέλ-«γιαγιά»-Πικολί είναι η μόνη διατηρεί την κωμική της διάρκεια για πάνω από 5 λεπτά...
Καταρχάς, μπορεί να πρόκειται για μια ταινία χωρίς ανήλικους - γιατί η ενηλικίωση δεν αποτελεί θέμα ηλικίας, αλλά το καθοριστικό χτύπημα που σου δίνει η πραγματικότητα όταν πιστεύεις (ή ελπίζεις) ότι τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει τα πρώτα σου όνειρα. Μετά, μια ταινία με ήρωες, αλλά όχι μόνο γι αυτούς -μάλλον για μια εποχή κι έναν τ(ρ)όπο ζωής ο οποίος απλά δεν μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει. Οπως τα λονδρέζικα swinging 60s κι η μποέμικη ύπαρξη που η «δεκαετία της αμφισβήτησης» χάρισε στους έτοιμους γι αυτήν - για να την πάρει μετά μαζί της από έτοιμους και μη (όπως ο Γουιδνέιλ κι ο Μάργουντ), αφήνοντας τη θέση τους σε ένα νεοσυντηρητικό hangover διαρκείας. Ακόμα, το τέλος της ικανότητας να μεθύσεις - να βγάλεις την πραγματικότητα από το νου σου, δηλαδή, όπως μόνο τα αθώα μυαλά μπορούν κι όπως ο Γουιδνέιλ δεν μπορεί πια να τα καταφέρει, παρά τις (από φιλότιμες έως εξωφρενικές) προσπάθειές του σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας.
Ακόμα, ένα φιλμ για την πραγματικότητα που δεν είναι ποτέ όπως τη φανταζόσουν από πριν - έστω κι αν πρόκειται για ένα σαββατοκύριακο σε μια αφιλόξενη εξοχή, με τη βροχή να σε ποτίζει ως την ψυχή σου, χωρίς όμως να την καθαρίζει, να την εξαγνίζει, έστω να την αλλάζει, ώστε να μπορέσει να καλωσορίσει το ξένο αύριο. Μια ταινία για την ενηλικίωση ίσως να είναι ένα δράμα κρυμμένο μέσα σε μια κωμωδία ή ακόμη πιο ταιριαστά, μια κωμωδία που αποκαλύπτεται μέσα από ένα δράμα. Υποχρεωτικά γλυκόπικρη, απρόοπτα ανθεκτική, σαν ένα αγαπημένο φάντασμα της ζωής που άφησες πίσω, χωρίς όμως ποτέ να μπορέσεις να το εξορκίσεις από το νου και την καρδιά σου. Τι μπορεί να είναι τελικά μια ταινία ενηλικίωσης; Ισως μόνο η υπενθύμιση ότι όλα τελειώνουν. Εκτός ίσως από μια ταινία σαν αυτή. Μαζί της είσαι πάλι στο 69. Ακόμα στο 87. Εκεί που το φάντασμα επιτέλους σε αγκαλιάζει, κι η ελπίδα -με όποια της μορφή- είναι ακόμα ζωντανή.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΕΛΗΟΛΑΝΗΣ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
The Road To Guantanamo
Η ιστορία αυτής της ταινίας είναι τόσο αληθινή αλλά και τόσο απίστευτη που μια τυπική αφήγηση θα την υποβίβαζε σε... απλό κινηματογραφικό έργο. Η παράνοια όμως της φυλακής του Γκουαντάναμο και η συλλογική υστερία του «αντιτρομοκρατικού πολέμου» διατρέχονται από την ανατριχιαστική αλήθεια της φρίκης. Κι η αναπαράσταση της αληθινής φρίκης οφείλει να ξεπεράσει την παγίδα του θεάματος.
Αντε δηλαδή να αναπαραστήσεις κινηματογραφικά την οδύσσεια αυτών των 20χρονων παιδιών. Τα παιδιά αυτά είναι σήμερα ζωντανά, απαλλαγμένα από το στίγμα του τρομοκράτη κι η ιστορία τους πρέπει να ακουστεί σε πρώτο πρόσωπο.
Γι αυτό και οι σκηνοθέτες πάντρεψαν την αναπαράσταση με αφηγήσεις των αληθινών πρωταγωνιστών και εικόνες του αληθινού πολέμου του Αφγανιστάν.
Ετσι το φιλμ συνδυάζει την ντοκιμαντερίστικη καταγραφή με την αναπαράσταση, υπογραμμίζοντας συνεχώς ότι αυτό που βλέπουμε συνέβη στην πραγματικότητα και συνέβη ακριβώς με αυτό τον τρόπο. Ανάμεσα στα δραματοποιημένα επεισόδια της απίστευτης περιπέτειας των νεαρών Αράβων, παρεμβάλλονται οι συνεντεύξεις τους, ανάμεσα στο φιξιόν η πραγματικότητα, ανάμεσα στην κινηματογραφικότητα η αλήθεια.
Οταν πια πέσουν οι τίτλοι τέλους, αυτή η αλήθεια δε θα δέχεται καμιά αμφισβήτηση, διότι είναι εδώ, έξω από το κινηματογραφικό κάδρο, ανάμεσά μας.
ΟΡΕΣΤΗΣ ΑΝΔΡΕΑΔΑΚΗΣ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Match Ρoint
Φιλόδοξος νεαρός τενίστας απολαμβάνει ένα πλούσιο γάμο κι έναν παράνομο έρωτα. Οταν έρθει η ώρα της τιμωρίας, η ζωή στέλνει την μπάλα στο φιλέ. Από ποια μεριά θα πέσει;
Τη στιγμή που το μπαλάκι ακροβατεί αναπηδώντας πάνω στο φιλέ, δεν έχει καμία σημασία το ταλέντο του τενίστα. Σημασία έχει το φάλτσο του που έστειλε την μπάλα εκεί, μετά όμως όλα κρέμονται στην τύχη. Ή στην ατυχία. Για εμάς που παρακολουθούμε από τις κερκίδες -ή από τη σκοτεινή αίθουσα- κι έχουμε διαμορφώσει γνώμη για το ποια θα ήταν η «δίκαιη» έκβαση, το παιχνίδι παίζεται ανάμεσα στην πίστη μας σε καρμικές ισορροπίες και σε ένα ακέφαλο σύμπαν με έναν απόντα Θεό. Με το Match Point, ο Γούντι Αλεν τοποθετεί την μπάλα σε μία μόνιμη εκκρεμότητα και παίζει με το μυαλό μας. Και το κάνει με το σθένος πρωταθλητή και τη δεξιοτεχνία βετεράνου.
Πρώτα απ όλα: αλλάζει το παιχνίδι του. Από το μεσοαστικό ιντελεκτουέλ σκηνικό της Νέας Υόρκης, η δράση μεταφέρεται στην μεγαλοαστική κάστα του Λονδίνου, εκεί όπου η διαφορά των τάξεων δεν εξαργυρώνεται μόνο με χρήματα, αλλά με οικόσημα και την αδιαπραγμάτευτη αξιοπρέπεια του αριστοκράτη. Η τζαζ μουσική που έντυνε τα βραχέα ιλαροθλιβερά ρομάντζα των δραματικών κομεντί του δημιουργού τώρα δίνει τη θέση της στην όπερα- στα φαντάσματα που κουβαλάνε οι ενορχηστρώσεις του Αντριου Λόιντ Γουέμπερ, στην τραγικότητα που στοιχειώνει τους Βέρντι και Μπιζέ. Η κωμωδία της νεύρωσης απουσιάζει εντελώς. Ψήγματα μακάβριου χιούμορ απλά υπογραμμίζουν το στιβαρό δράμα, το οποίο χειρίζεται τα ντοστογιεφσκικά διλήμματα του ήρωα με διαστάσεις σαιξπηρικής ή αρχαίας ελληνικής ακόμα, τραγωδίας. Τέλος, ο Γούντι Αλεν ούτε παίζει, αλλά κυρίως ούτε παρουσιάζει τον πρωταγωνιστή ως νεανικό alter ego του (τον σκηνοθετεί μάλλον σαν αντικαταστάτη του Τζουντ Λο, κάτι που μας κάνει να αναρωτιόμαστε αν ο Μέγιερς ήταν δεύτερη επιλογή).
Ολα τα παραπάνω συντελούν στο να έχουμε την ατμόσφαιρα και την αίσθηση ταινίας εποχής, ενώ στην οθόνη διαδραματίζεται ένα σύγχρονο έργο. Θα μπορούσε δηλαδή όλο το φιλμ να είναι μία άσκηση στη φόρμα, ικανοποιώντας την πειραματική διάθεση του Αλεν και διασκεδάζοντας τους πιστούς του με μία ανατροπή στο στιλ. Οι ισορροπίες όμως είναι αυτές που το μετατρέπουν σε βραδυφλεγές θρίλερ και σ' ένα πολυεπίπεδο, αυτόματα κλασικό δράμα. Ο ήρωας, που δεν είναι απαραίτητα μηχανορράφος αριβίστας, αλλά φιλόδοξος θνητός και γι αυτό εν δυνάμει διεφθαρμένος. Η πλούσια φαμίλια, που δεν κατοικείται από ψυχρούς, ξύλινους sirs, αλλά από καλοπροαίρετους οικογενειάρχες. Η παρεξηγημένη femme fatale (ίσως η καλύτερη Σκάρλετ Γιόχανσον που έχουμε δει), που τελικά δεν παγιδεύει όσο παγιδεύεται στον ιστό της.
Ο Αλεν επί δύο ώρες συνεχίζει να γέρνει το σώμα του από τη μία μεριά και να στέλνει τον αντίπαλο από την άλλη. Εμείς ακολουθούμε την μπάλα με τα μάτια, ή έτσι νομίζουμε. Οταν αυτή σταματάει πάνω στο φιλέ, πιάνουμε τον εαυτό μας να χαμογελά. Οποιος και να κερδίσει, θα σηκωθούμε να χειροκροτήσουμε.
ΠΟΛΥ ΛΥΚΟΥΡΓΟΥ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Κρυμμένος
H ζωή ενός τηλεπαρουσιαστή αναστατώνεται όταν αρχίζει να λαμβάνει μυστηριώδεις βιντεοκασέτες...
O «κλινικός» Αυστριακός ανατόμος της σύγχρονης Ευρώπης καταπιάνεται συστηματικά με την πανταχού παρούσα βία, αποφεύγοντας να δίνει εύκολες απαντήσεις, επιμένοντας μόνο να φωτογραφίζει την παρουσία της ή την ελλειπτική απειλή της. Στον Κρυμμένο η βία, κυρίαρχη, εισβάλλει πάλι μέσα από τις εικόνες, με αποδέκτη έναν άνθρωπο της... εικόνας, ο οποίος παραδόξως θα αναγκαστεί μέσα από τις βιντεοσκοπημένες εικόνες της ιδιωτικής του ζωής να ανακεφαλαιώσει ολόκληρη τη διαδρομή του. Οπως και στα Παράξενα Παιχνίδια, ο Χάνεκε σε πρώτο επίπεδο δανείζεται αριστοτεχνικά τη φόρμα ενός υπαινικτικού θρίλερ, στήνοντας ένα παιχνίδι απόκρυψης, έναν ωρολογιακό μηχανισμό ακριβείας που αργοχτυπά βασανιστικά, μεταθέτοντας διαρκώς την αναμενόμενη έκρηξη.
Στην καρδιά της ιστορίας βρίσκεται το αγαπημένο του «αντικείμενο» και πρωταρχικό κύτταρο κάθε σύγκρουσης, η οικογένεια στην ελάχιστη τριαδική δομή της. Ο Χάνεκε θρυμματίζει σταδιακά την επίπλαστη εικόνα της αρμονίας της, ανασύροντας τους πιο μύχιους φόβους της, απειλώντας τις εύθραυστες ισορροπίες της, ξεγυμνώνοντας την αποξένωσή της. Από μέσα της αναδύεται απρόσμενα (;) το ένοχο τραύμα όχι μόνο μιας χώρας (εν προκειμένω της Γαλλίας και του βρώμικου πολέμου στην Αλγερία), αλλά μιας ολόκληρης ηπείρου. Μέσα από τα αγωνιώδη όνειρα της παιδικής ηλικίας του απειλούμενου πατριάρχη, ο Χάνεκε βυθίζει τη σύγχρονη αστική ευρωπαϊκή ευημερία της άγνοιας και της υποκρισίας στον κρυμμένο εφιάλτη της πρόσφατης Ιστορίας της, στην απώθηση της «ένδοξης» αποικιοκρατίας, στα φαντάσματα του ξένου που έχει επιστρέψει στη διπλανή πόρτα.
Ωστόσο, σε αυτή την αριστουργηματική, ζοφερή σπουδή πάνω στην απειλή και τον φόβο ο σπουδαίος δημιουργός για πρώτη ίσως φορά αγκαλιάζει στοργικά τους τραγικούς ήρωές του. Αναμφισβήτητα, η πιο ολοκληρωμένη ταινία ενός από τους ελάχιστους σκηνοθέτες- στοχαστές της εποχής μας.
ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΑΔΑΜΙΔΗΣ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Η Εκδίκηση Μιας Κυρίας
H άδικα φυλακισμένη Γκέουμ Τζα σχεδιάζει την εκδίκησή της.
Αν στο πρώτο μέρος της τριλογίας «Sympathy For Mr. Vengeance» υπερίσχυε η τραγική σύμπτωση και το παιχνίδι με την ανθρώπινη ελαφρότητα και ανικανότητα, στο δεύτερο μέρος η εκδίκηση λάμβανε πλέον διαστάσεις σχεδόν αρχέγονες και κοσμικές, κάνοντας πολλούς να μιλήσουν για μια μεταμοντέρνα αρχαία ελληνική τραγωδία. Στιλιστικά άλλωστε ο Παρκ Τσαν Γουκ άγγιξε με το «Oldboy» το απόγειο της σκηνοθετικής του βιρτουοζιτέ, αγγίζοντας μάλιστα για κάποιους -ανάμεσά τους και ο γράφων- τα όρια της επιδειξιομανίας. Για τους ανάποδους όμως λόγους, το τρίτο μέρος της τριλογίας μπορεί ως ένα βαθμό να απογοητεύσει όσους πρόσκαιρα λάτρεψαν αυτή την μπαρόκ υπερβολή και την ίδια στιγμή να φέρει το χαμόγελο στους παλιότερους θαυμαστές του. «Η Εκδίκηση Μιας Κυρίας», βλέπετε, πολύ πιο συμμαζεμένη σεναριακά και χωρίς να πάσχει από το μεγαλοϊδεατισμό του προκατόχου της, επιστρέφει με θηλυκή αύρα στο αγαπημένο τερέν του Παρκ, ένα μοναδικό κράμα από μαύρο χιούμορ, ικανό όμως να σε κάνει να πονέσεις κι έναν αναπάντεχο, λυτρωτικό, ανθρωπισμό. Ναι, καλά διαβάσατε. Δεν θα μπορούσε να κλείσει αυτό το αιματοβαμμένο έπος με καλύτερο τρόπο παρά με μια αλησμόνητη σεκάνς συλλογικής εκδίκησης, αποτρόπαια όσο και ανθρώπινη.
Ενα μοναδικό ξεγύμνωμα όλης της ανθρώπινης ματαιότητας όπου η εκδίκηση φαντάζει ως φευγαλέα χίμαιρα και ταυτόχρονα ως μια χειροπιαστή πράξη λύτρωσης, σχεδόν αναπόφευκτη ακόμη και για όσους δεν τολμούν να το ομολογήσουν. Πάντως πέρα από τα διδάγματα ή το «ηθικό» υπόβαθρο της ήδη θρυλικής τριλογίας, αυτό που θα μπορούσε να κρατήσει κανείς ως πολυτιμότερη παρακαταθήκη είναι πως ακόμη και αν οι ιστορίες μοιάζουν να έχουν εξαντληθεί, δεν ισχύει το ίδιο και για τους τρόπους για να τις διηγηθείς.
Αυτός ο τρομερός Κορεάτης δημιουργός είναι η πιο χειροπιαστή -και μάλιστα εις τριπλούν - απόδειξη ότι ακόμη και το πιο τετριμμένο μπορεί να γίνει καινοφανές. Ενας μεταμοντέρνος κλασικός.
ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΑΔΑΜΙΔΗΣ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Rakushka
Ενδιαφέρον αναμφισβήτητα το εγχείρημα να μεταφέρεις μια ντοστογιεφσκική ιστορία τρελού έρωτα που εξελίσσεται σε μια αδυσώπητη σχέση εξουσίας (ανάμεσα σε έναν ενεχυροδανειστή και μια νεαρή Ρωσίδα) στη σύγχρονη Αθήνα των μεταναστών. Να όμως που η «Rakushka» δεν πάσχει τόσο σε περιεχόμενο ή σε αγαθές προθέσεις, όσο σε φαντασία στην εκτέλεση.
Παρά τη στέρεη δομή και το σίγουρο χέρι στη σκηνοθεσία, το πρωτότυπο λογοτεχνικό υλικό δεν μετουσιώνεται ποτέ σε καινοφανείς εικόνες, αλλά παγιδεύεται σε μια απλή ανάγνωση. Χώρια που βρήκαμε ότι η επίπεδη φωτογραφία της (το φτηνό αλλά μάλλον αταίριαστο ψηφιακό βίντεο) προδίδει το συνολικό επιχείρημα, «αδειάζοντας» το αποτέλεσμα από την τόσο απαραίτητη ατμόσφαιρα. Εξαιρετική πάντως επιλογή η Γιουσούποβα στο ρόλο της Ζώγια.
Λ.Α.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Ουκ Επιθυμήσεις Την Γυναίκα Του Πλησίον Σου
Αγαπημένος γιος, αδελφός, σύζυγος και πατέρας, ο ταγματάρχης Μίκαελ, κηρύσσεται νεκρός, και η υποτιθέμενη απώλεια φέρνει τα πάνω κάτω στο σπιτικό του.
Δύο αντιθέτου χαρακτήρα αδέλφια- ο ένας καθ όλα τέλειος, ο άλλος σταθερά ανεπρόκοπος. Ενας υποτιθέμενος θάνατος, που θα διατρέξει τη μισή αφήγηση σαν τραγική ειρωνεία. Ενας υπό εξέλιξη «παράνομος» έρωτας ανάμεσα σε δύο επίσης υπό εξέλιξη χαρακτήρες- ο αδελφός και η νύφη. Και μια επιστροφή εκτός προγράμματος, που θα φέρει μαζί της τη βία, συνεπώς ένα ακόμα σκληρότερο ταρακούνημα από εκείνο που προηγήθηκε. Μελόδραμα, είπατε; Σύμφωνοι. Οχι όμως περισσότερο μελόδραμα από μια ταινία του Μάικ Λι, των Νταρντέν, ή ακόμη από τις Ανοιχτές Καρδιές της ίδιας της Σουζάν Μπίερ, που επίσης είχε συγγράψει με τον Γιένσεν. Οι οποίοι προσθέτουν και αφαιρούν στο μέτρο που ούτε το δέντρο χάνεται (οι χαρακτήρες και η ιστορία), ούτε το δάσος παραμελείται (οι τύποι, τα σύμβολα και η συνολική παραβολή).
Αψογη η ακροβασία ανάμεσα στο ειδικό χρονικό και τη γενική μελέτη, σε μια ταινία που κατορθώνει να τσιγκλήσει τις ζωές μας με τον ίδιο τρόπο που πιάνει από τον γιακά τους ήρωές της. Το Δόγμα μόλις ωρίμασε κι ας νόμιζαν κάποιοι πως είχε ήδη πεθάνει πρόωρα...
ΡΟΜΠΥ ΕΚΣΙΕΛ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Εκτός Τροχιάς
Μια παρ ολίγον αμαρτία απειλεί να καταστρέψει τη ζωή ενός οικογενειάρχη, τα πράγματα όμως δεν είναι όπως αρχικά δείχνουν. Το ίδιο μάλλον ισχύει και γι αυτό το θρίλερ -υποτιθέμενων- ανατροπών, αφού ξεκινά με καλές προοπτικές και ακόμα καλύτερους συντελεστές και καταλήγει σαν μια απλώς διεκπεραιωτική δουλειά, βασισμένη σε ένα σχεδόν κακογραμμένο σενάριο.
Ο ανερχόμενος Μίκαελ Χάφστρομ κάθε άλλο παρά εντυπωσιάζει στο «χολιγουντιανό» του ντεμπούτο, ενώ ο Οουεν και ο Κασέλ έχουν κάνει πολύ πιο αξιόλογες επιλογές στις χώρες τους. Οσο για την Τζένιφερ Ανιστον, κάνει απλώς μια προσπάθεια απεμπλοκής του ονόματός της από τον χαρακτηρισμό της κομεντιέν, αναλαμβάνοντας τον ανώδυνο ρόλο της «γλάστρας». Κ.Α.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Daisy
H Χάι Γιανγκ είναι μία 25χρονη ζωγράφος που δουλεύει τις καθημερινές στο παλαιοπωλείο ενός συγγενή της και τα σαββατοκύριακα σ’ ένα παζάρι του Άμστερνταμ, όπου πουλάει τα έργα της. Όλα αλλάζουν, όταν ένας άγνωστος αρχίζει να της αφήνει μπουκέτα με μαργαρίτες, την ίδια ώρα, κάθε μέρα. Όταν η νεαρή ζωγράφος γνωρίζεται με τον Γιονγκ Γου, πιστεύει ότι βρήκε τον άγνωστο θαυμαστή και τον έρωτα της ζωής της. Μόνο που στη ζωή δεν γίνονται όλα όπως τα περιμένουμε... Στην πραγματικότητα ο Γιονγκ Γου είναι ένας μυστικός πράκτορας της Interpol, που χρησιμοποιεί τα απογεύματα με την νεαρή ζωγράφο για να εξιχνιάσει μία υπόθεση, ενώ τα λουλούδια τα στέλνει στην πραγματικότητα ένας ερωτοχτυπημένος δολοφόνος της κινέζικης μαφίας! Έτσι σχηματίζεται ένα τραγικό ερωτικό τρίγωνο, καταδικασμένο να καταλήξει στην κατά μέτωπο σύγκρουση των δύο αντρών.
Ο Άντριου Λάου, δημιουργός του «Infernal Affairs», χρησιμοποιεί μια δοκιμασμένη ασιατική κινηματογραφική φόρμα. Ένα ερωτικό δράμα που προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στην βία και το συναίσθημα. Οι αρετές του «Daisy» είναι εμφανείς από την αρχή της ταινίας. Αξιόλογο καστ, καλή παραγωγή και μία πολύτιμη σεναριακή πρωτοτυπία σε μια ερωτική ιστορία Ασιατών, που εκτυλίσσεται στο Άμστερνταμ. Αν σε αυτά προσθέσουμε την σκηνοθετική δεινότητα του Λάου, η οποία είναι κάτι παραπάνω από εμφανής, και το μοντάζ, το οποίο αβαντάρει το φιλμ σε πολλές σκηνές, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι το «Daisy» είναι μία από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς. Αλλά, τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι...
Ο Λάου σε καμία περίπτωση δεν καταφέρνει να πείσει το κοινό για την αυθεντικότητα του καλλιτεχνικού του πονήματος. Ο Κορεάτης δημιουργός χρησιμοποιεί σε πολλά σημεία χιλιοειπωμένα σεναριακά κλισέ και οδηγεί αναπόφευκτα την ταινία σε μελοδραματικές υπερβολές. Τα μεγάλα διαστήματα σιωπής και το ατελείωτο voice over προσπαθούν επιτηδευμένα να δημιουργήσουν ένα συναισθηματικό φόρτο στο θεατή. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι ερμηνείες των ηθοποιών ασφυκτιούν μέσα στο «σφικτό» και καταπιεστικό πλαίσιο του μελοδράματος.
Δυστυχώς, στην ζωή, αυτό που δίνει σημασία στη στιγμή είναι οι λεπτομέρειες και σε είναι αυτό ακριβώς το σημείο που το «Daisy» δεν καταφέρνει να κάνει την υπέρβαση.
ΓΙΑΓΚΟΣ ΑΝΤΙΟΧΟΣ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Ο Ηχος Της Πόλης
Οδοιπορικό στις διάφορες πτυχές της μουσικής κουλτούρας της Κωνσταντινούπολης, μέσα από τους ήχους του χθες και του σήμερα.
Μεγάλωσα στην Πόλη. Εμαθα απ έξω κάθε στίχο στο στόμα, κάθε νότα στο σάζι του πάπα του αραμπέση Ορχάν Γκεντζέμπαϊ, χάρη στις φθαρμένες από τη χρήση κασέτες του μπαμπά (τις έχει ακόμα). Μυήθηκα στα μακάμια (στους δρόμους) της «κλασικής τουρκικής μουσικής» όπως την αποκαλούν, από τη μεγάλη εκφράστριά της, την υπέργηρη τώρα (αλλά κοτσονάτη όπως τη βλέπω) Μουζερέν Σενάρ. Πρόλαβα τη Σεζέν Ακσου, την ανεγειρόμενη τότε «γέφυρα» ανάμεσα στο παλιό παραδοσιακό και το σύγχρονο ποπ τραγούδι, που έμελλε στα χρόνια του 80 να συνεργαστεί στενά και με αρκετούς Ελληνες μουσικούς. Εκτίμησα, πάλι χάρη στα 45άρια του μπαμπά, τους εναλλακτικούς ροκ ήχους και αυθάδικους στίχους μουσικών σαν τον Ερκίν Κοράι, που ποτέ δεν έπαψαν να έχουν πρόβλημα με την επίσημη λογοκρισία- ακόμη και μετά το 90, που απελευθερώθηκε η ανεξάρτητη δισκογραφία. Συμμερίζομαι και την αγάπη του Αλεξάντερ Χάκε, ξεναγού μας σ' αυτό το ντοκιμαντέρ - οδοιπορικό, για τις μεγαλουπόλεις της ποικιλίας και των αντιθέσεων, όπως περίτρανα είναι η Κωνσταντινούπολη- ένας κόμβος όχι απλά γεωγραφικός, αλλά και ουσιαστικά πολιτισμικός και πολιτιστικός.
Μπορεί, όμως, παρακαλώ ο υποφαινόμενος να γίνει επιτέλους αντικειμενικός; Δύσκολο. Ευχαρίστως να γεμίσω αράδες για το ταλέντο και την οξυδέρκεια του Φατίχ -«Μαζί Ποτέ»- Ακίν, για το πώς περνάει την κοινωνική ταυτότητα της Πόλης μέσα από τη μουσική της, για το πώς ρυθμίζει το μοντάζ του ανάλογα με τους χώρους και τους χρόνους, την ιδεολογία και τα συναισθήματά του, για το πώς δημιουργεί τελικά ένα πανανθρώπινο υλικό fusion κατ εικόνα της σχιζοφρενικής -με την καλύτερη έννοια- αυτής πόλης. Την ανατριχίλα όμως στη σπονδυλική στήλη πώς να τη βάλω σε λόγια;
ΡΟΜΠΥ ΕΚΣΙΕΛ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Πτήση 93
Ταινίες όπως η Πτήση 93, βασισμένες σε οδυνηρά συμβάντα της πρόσφατης μνήμης, εμπεριέχουν πάντοτε τον κίνδυνο να αγγίξουν περιοχές ακόμη ευαίσθητες στη συλλογική συνείδηση. Επαναφέροντας το κοινό στα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου, μέσα από την ιστορία του μοναδικού αμερικανικού αεροσκάφους που δεν βρήκε τον στόχο του, αλλά προσέκρουσε στο έδαφος, ο Πολ Γκρίνγκρας αδιαφορεί για το αν θα αγγίξει ανοιχτές ακόμη πληγές. Η ταινία του, δήλωσε, θέλει να επιχειρήσει μια τραυματική επίκληση στη θύμηση του θεατή. Υποβάλλοντάς τον σε μια δυσβάσταχτη αναβίωση των τραγικών τεκταινόμενων, θέλει να βεβαιωθεί ότι κανείς δεν θα ξεχάσει.
Παρακολουθώντας, εντούτοις, το προβληματικό ετούτο φιλμ διαπιστώνουμε ότι ο Γκρίνγκρας δεν έχει καταφέρει τίποτα περισσότερο από μια δεξιοτεχνική αναπαράσταση των πραγμάτων. Ακόμη κι εκεί όμως υπάρχει ένα βασικό λάθος: Η ταινία κινηματογραφεί τα ενενήντα ένα λεπτά της καταδικασμένης πτήσης σε πραγματικό χρόνο, στηριζόμενη εν μέρει σε συνομιλίες που κατεγράφησαν την ώρα της αεροπειρατείας. Λέω εν μέρει, γιατί τα υπόλοιπα ανήκουν στη σφαίρα της εικασίας του σκηνοθέτη. Τακτική χρήσιμη στην εξέλιξη της δράσης, άκρως αλαζονική, όμως, αν σκεφτεί κανείς ότι ο Γκρίνγκρας επινοεί λεγόμενα και πράξεις, χρησιμοποιώντας έπειτα την αφηγηματική του δεινότητα για να πείσει ότι συνέβησαν αληθινά. Πρώην ντοκιμαντερίστας, ο Βρετανός επικαλείται το ίδιο βεριτέ στιλιζάρισμα που χρησιμοποίησε στη Ματωμένη Κυριακή. Οσο επαγγελματίας αποδεικνύεται, ωστόσο, στο χειρισμό της κάμερας, άλλο τόσο αδύνατο του είναι να ορθώσει έναν βαθύτερο κριτικό λόγο που να υψώνει το φιλμ από τα ασφυκτικά στεγανά μιας σκέτης απεικόνισης.
Τη μεγαλύτερη, όμως, ύβρη στην ταινία δεν την διαπράττει ο σκηνοθέτης, όσο οι συγγενείς των θυμάτων που έδωσαν τη συγκατάθεσή τους προκειμένου ο τραγικός χαμός των αγαπημένων τους προσώπων να βρεθεί για πάντα σφραγισμένος σε φιλμ. Το γεγονός αυτό δίνει μια επιπλέον «μυρωδιά» μακάβριου και ωφελιμιστικού σε μια ταινία που μοιάζει με φετιχιστική επίκληση στη θλίψη, την οργή και την αγανάκτηση (να τι θέλει να θυμόμαστε τελικά ο Γκρίνγκρας!), μήπως κι έτσι πουλήσει μερικά επιπλέον εισιτήρια. Οποιος βρίσκει νόημα παρακολουθώντας μια τόσο δυσβάσταχτη αναπαράσταση θανάτου, καλώς. Στα είκοσι και κάτι χρόνια που δηλώνω ενεργός θεατής, όμως, έχω μάθει ότι η πραγματική τέχνη δεν είναι αποτέλεσμα πιστής αναπαράστασης, αλλά υπέρβασης. Αρετή την οποία ο Γκρίνγκρας δεν κατανόησε, απασχολημένος όπως ήταν να ζωγραφίζει μαζοχιστικά την αγωνία και την απόγνωση στα πρόσωπα μιας χούφτας μελλοθάνατων.
ΛΟΥΚΑΣ ΚΑΤΣΙΚΑΣ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Η Διπλή Ζωή Της Βερόνικα
Η μουσική μεταμορφώνει τα πρόσωπα δύο γυναικών, την ίδια στιγμή, σε δύο διαφορετικά γεωγραφικά πλάτη του κόσμου. Κάτι φευγαλέο τις αγγίζει, σαν ένα μεταφυσικό χάδι, μία ανατριχίλα, ένα τσίμπημα στην καρδιά. Ο κόσμος που κουβαλούν μέσα τους ξαφνικά κατοικείται, έχει νόημα και όταν η στιγμή περνάει το χάνει ξανά. Μόλις η μουσική τελειώσει θα αρχίσουν να το αναζητούν στον έξω κόσμο, εκεί όπου οι αισθήσεις παλεύουν με τον κοινό νου και χάνουν στα σημεία. Το ίδιο μπορεί να συμβεί με ένα κινηματογραφικό έργο. Να το νιώσεις πριν το καταλάβεις. Απλά ανοίγεις τον μυστικό σου κήπο και το κλείνεις μέσα, γεμίζεις από τα χρυσοκίτρινα σέπια χρώματά του, κρυφακούς το μελαγχολικό βιολί και τις σιωπές της ηρωίδας και κρεμάς το πόστερ του στον τοίχο σαν έμβλημα πίστης σε όσα δεν εξηγούνται, αλλά είναι τα πιο αληθινά. Δεκαπέντε χρόνια μετά, το θυμάσαι σαν ένα γλυκό μισοξεχασμένο όνειρο, αλλά αρκεί μια νότα του Πράισνερ ή ένα βλέμμα στον τοίχο για να βεβαιωθείς - όπως και η Βερονίκ βεβαιώθηκε για τη Βερόνικα μέσα από μια φωτογραφία. Δεν είμαστε μόνοι στον κόσμο. Ζούμε μοναχικές, εγωιστικές υπάρξεις, αλλά τα βαθύτερα ένστικτά μας αλληλοκοιτάζονται σε οικουμενικούς καθρέφτες.
Λίγο μετά τον αριστουργηματικό του Δεκάλογο, ο Κισλόφκσι κατέθεσε στην μεγάλη οθόνη αυτό το ελλειπτικό μεταφυσικό ποίημα. Η Πολωνή Βερόνικα και η Γαλλίδα Βερονίκ, η ίδια γυναίκα και ο «κοσμικός» της δίδυμος, ενώνονται με το νήμα του θανάτου και αντικατροπτίζουν το μεγαλείο της ζωής: το μεγαλείο να πιστεύεις σε ό,τι σε ξεπερνά. Ακόμα και αν αυτό είναι ο εαυτός σου.
ΠΟΛΥ ΛΥΚΟΥΡΓΟΥ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Shortbus
Μέρος μίας μεγάλης, ατέρμονης και ανοιχτής συζήτησης γύρω από το τι είναι πορνογραφία στο σινεμά, το Shortbus του Τζον Κάμερον Μίτσελ είναι καταδικασμένο να μην διαθέτει τις απαντήσεις. Ο ρόλος του είναι εξ ορισμού αυτός του συνομιλητή, της πλευράς που έχει επιχειρήματα και μπορεί από προνομιακή θέση να «ανοίξει» ακόμη περισσότερο τη συζήτηση προς ικανοποίηση των περισσότερων και των πιο απαιτητικών.
Ξεκινώντας με μία σκηνή αυνανισμού και τελειώνοντας με μία σκηνή... αυνανισμού, δεν είναι τυχαίο ότι το Shortbus κάνει πρωταγωνιστή του το σεξ. Η έλλειψή του, η γνώση και η άγνοια πάνω στο σεξ, το περιττό και το αναγκαίο του πιο υπερτιμημένου ή του πιο υποτιμημένου (διαλέξτε πλευρά!) πράγματος (!) στον σύγχρονο κόσμο. Αυτού που ο Μίτσελ δεν ντρέπεται να δείξει με λεπτομέρεια σε μία έξαρση ηδονοβλεπτικής επιτήδευσης και πεσιμιστικής αναζήτησης οργασμών, προκαλώντας, αντίθετα από ό,τι θα περίμενε κανείς, ρίγη τρυφερότητας και ρομαντισμού.
Πιο ώριμος και πιο οργισμένος από το Hedwig And The Angry Inch, μπορεί να χαμηλώνει τους τόνους και την glam υπερβολή, αλλά ορθώνει διεγερτικά το ανάστημά του σε μία Αμερική (και έναν πλανήτη) που προτιμά να περπατάει στο σκοτάδι του νεοσυντηρητισμού παρά στο φως μίας νέας πανσεξουαλικής επανάστασης. Με την ελαφρότητα με την οποία θα αντιμετώπιζε ένα παιδί ένα παιχνίδι που δεν γνωρίζει τη δύναμη του και με τη βαρύτητα ενός βαθιά πολιτικοποιημένου δημιουργού που ξέρει ακριβώς τι προκαλεί όταν δείχνει έναν καθ όλα ευυπόληπτο πολίτη να τραγουδάει τον αμερικανικό ύμνο κατά τη διάρκεια μίας παρτούζας, ο Μίτσελ εκλιπαρεί για ανθρώπινη επαφή. Η πορνογραφία έτσι κι αλλιώς υπήρξε πάντοτε (καλό ή κακό) προηγούμενο ή επόμενο...
ΜΑΝΩΛΗΣ ΚΡΑΝΑΚΗΣ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Η Διάρρηξη
H διάρρηξη ενός ανακαινισμένου κτηρίου πυροδοτεί μια σειρά από κοινωνικές και διαπροσωπικές καταστάσεις. Κεντρικό πρόσωπο ο Γουίλ, ιδιοκτήτης του κτηρίου και πετυχημένος αρχιτέκτονας.
H ραγδαία αναπτυσσόμενη περιοχή του Βόρειου Λονδίνου, το φιλόδοξο μέλλον της και η «ρετσινιά» της «απαγορευμένης περιοχής» του παρελθόντος, αποτελεί το φόντο μιας σπονδυλωτής ιστορίας καθημερινών ανθρώπων της σύγχρονης μεγαλούπολης. Η αντιπαράθεση της άνετης μα τόσο κενής ζωής του εύπορου Λονδρέζου με τη δύσκολη μα τόσο γεμάτη με καθημερινές περιπέτειες ζωή του φτωχού μετανάστη αποτελεί το θεματικό επίκεντρο. Ο Μινγκέλα, μετά από μια σειρά επικών ταινιών, χαμηλώνει αρκετά την κλίμακα παραγωγής της τελευταίας του δουλειάς, όχι όμως και το υψηλό επίπεδο συναισθημάτων που χαρακτηρίζει τη φιλμογραφία του.
Η «Διάρρηξη» αποτελεί ένα ψηφιδωτό προσωπικοτήτων που, μπορεί εδώ να συναντώνται στην περιοχή του Κινγκς Κρος, βρίσκονται όμως παντού στη σημερινή καθημερινότητά μας. Η φαινομενικά ιδανική σχέση με την ice queen σύντροφο (η Ράιτ Πεν σε μια ακόμα εύθραυστη ερμηνεία), η παθιασμένη σχέση με την «αληθινή» Βόσνια μοδίστρα (η Μπινός σε μια όχι και τόσο εντυπωσιακή ερμηνεία), η έλλειψη εμπιστοσύνης και η καχυποψία, η αδυναμία πραγματικής επικοινωνίας ακόμα και με τα πιο αγαπημένα πρόσωπα... Ολα περνούν τόσο αναπάντεχα από τη ζωή του Γουίλ μέσα στις δυο συναισθηματικά δυνατές ώρες μιας από τις πιο μεστές ταινίες του σημαντικού Βρετανού δημιουργού .
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΝΔΡΕΑΚΟΥ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Οι Σημαίες Των Προγόνων Μας
Περισσότερο από το παράδοξο της ηλικίας του σε σχέση με τον δημιουργικό πυρετό των τελευταίων χρόνων, αυτό που κάνει τον 76χρονο Ιστγουντ ίσως τον μεγαλύτερο εν ζωή Αμερικάνο σκηνοθέτη είναι η βαθιά του πίστη στον κινηματογράφο. Ετσι όπως τον έμαθε, ηθοποιός ακόμη, σε χρόνια ένδοξα για τη βιομηχανία: έναν κινηματογράφο μεγαλειώδη και ταυτόχρονα απλό, ικανό να διηγηθεί σημαντικές ιστορίες και ίσως να αλλάξει τον κόσμο.
Διασχίζοντας τα κινηματογραφικά είδη με τάσεις απογύμνωσης τους από οτιδήποτε τα κρατούσε ως τώρα παγιδευμένα στο κοινό υποσυνείδητο, καταλήγει με τις Σημαίες στην πιο φιλόδοξη στιγμή της καριέρας του ως σκηνοθέτης, για να γυρίσει, πιστός στη θεωρία του δημιουργού, την ίδια ακριβώς ταινία. Αυτή που μιλάει για τους ήρωες και την πραγματική τους ιστορία, πάντοτε διαφορετική από αυτήν που οι άλλοι θέλουν: την πραγματική ιστορία πίσω από την επιστροφή του Μάνι στους Ασυγχώρητους, πίσω από την ομολογία του Ντέιβ στο Σκοτεινό Ποτάμι, πίσω από την «απαγωγή» του Μπουτς στον Τέλειο Κόσμο, πίσω από το μεγάλο όχι της Φραντζέσκα στις Γέφυρες Του Μάντισον, πίσω από την ύστατη θυσία της Μάγκι στο Million Dollar Baby, πίσω από τη βραβευμένη με Πούλιτζερ φωτογραφία των πεζοναυτών που ανυψώνουν την αμερικανική σημαία στην Ιβο Τζίμα.
Με ένα διαρκές flash back στις 35 μέρες που διήρκεσε η σφαγή και με παρόν την εκμετάλλευση των τριών στρατιωτών που επέστρεψαν ζωντανοί για να ανακαλύψουν πως είχαν γίνει ήρωες για τον λάθος λόγο (επειδή σήκωσαν μία σημαία και όχι επειδή πολέμησαν σε μία από τις πιο αιματηρές μάχες), ο Ιστγουντ μεταφέρει τον πόλεμο εκτός πεδίου μάχης. Εκεί όπου ο ήχος από τις οβίδες δεν σε αφήνει να κοιμηθείς, εκεί όπου η διαδρομή προς έναν πατέρα που περιμένει να μάθει την αλήθεια για τον γιο του μοιάζει δυσκολότερη από την ανάβαση στο μαύρο βουνό της Ιβο Τζίμα, εκεί όπου όσα φωτογράφισαν για πάντα τα μάτια σου δεν έχουν θέση στα πρωτοσέλιδα μίας χώρας που πιστεύει μόνο ό,τι της προσφέρεται σαν θέαμα, εκεί όπου οι πραγματικοί ήρωες δεν ενδιαφέρουν κανέναν.
Κινηματογραφώντας από ψηλά και με ανοιχτά πλάνα, σχεδόν ασπρόμαυρο τον πόλεμο σαν ένα χάος παραλογισμού, κλείνει σε σπαρακτικά close up τη μάχη που ξεκινάει όταν όλα έχουν τελειώσει και ξεκινάει ο εφιάλτης. Και λίγο πριν γράψει τον συνταρακτικό του επίλογο, έχει ήδη απογυμνώσει ένα ολόκληρο είδος -αυτό της πολεμικής ταινίας- δίνοντάς του επιτέλους τις σωστές διαστάσεις. Αυτές που μπορεί για κάποιους να έχουν γίνει παραπάνω από σαφείς στα 130 λεπτά που έχουν προηγηθεί, αλλά που ο Ιστγουντ θα επιλέξει να εξηγήσει ξανά, ξέροντας πως είναι πολύ περισσότεροι, ειδικά στην εποχή που ζούμε, όσοι θα έκοβαν εισιτήριο για να χειροκροτήσουν τρεις πολυδιαφημισμένους, αν και κατασκευασμένους ήρωες, απλά επειδή έχουν ανάγκη να πιστέψουν σε αυτούς. Προσδοκώνταςνα σώσει πολλούς περισσότερους από μόνο έναν στρατιώτη με το όνομα Ράιαν.
ΜΑΝΩΛΗΣ ΚΡΑΝΑΚΗΣ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
C.r.a.z.y.
Οι ιστορίες ενηλικίωσης ήταν και παραμένουν ακόμα και στις μέρες μας ένα από τα πιο αγαπημένα θέματα, όχι μόνο του σινεμά, αλλά και της Τέχνης γενικότερα, σε κάθε μορφή ή έκφρασή της. Κι αυτή, η βραβευμένη με -τα καναδικά αντίστοιχα των Οσκαρ- βραβεία Genie ιστορία ενηλικίωσης, που σημείωσε ρεκόρ εισπράξεων στην πατρίδα της, δεν απαρνιέται τη φιλμική καταγωγή της και προσφέρει όλα όσα από την αρχή υπόσχεται. Σαν μια πεισματικά προσγειωμένη στην πραγματικότητα εκδοχή του Velvet Goldmine (τουλάχιστον όσον αφορά στον εκεί ήρωα του Κρίστιαν Μπέιλ), γίνεται μάρτυρας της εκρηκτικής σχέσης μεταξύ ενός πατέρας και ενός γιου ο οποίος αρνείται να ενταχθεί στο καθωσπρεπισμό της «φυσιολογικής» ζωής, υπάκουης στο... σωτήριο μότο «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια», χρωματίζοντάς την με όλα τα λαμπερά, παλλόμενα, αιχμηρά, αλλά και εφήμερα χρώματα της εποχής των παιδιών των λουλουδιών, της ψυχεδέλειας και του glam rock.
Αυτό που διαχωρίζει όμως τούτη την ιστορία ενηλικίωσης από τις υπόλοιπες είναι η σφόδρα γοητευτική, αμφιλεγόμενη σεξουαλικότητα του ήρωά της. Ερμηνευμένος από τον χαρισματικό νεαρό Αντρέ Γκροντίν, ο Ζάκαρι ακροβατεί ανάμεσα στο αρσενικό και το θηλυκό, αποπλανώντας με μια ματιά ανθρώπους και των δύο φύλων, επί και εκτός οθόνης. Ετσι είναι απλά ένα ανένταχτο σε ταμπέλες, στρατόπεδα και εν γένει καλούπια πλάσμα, οικείο σε όλους όσοι υπήρξαν έφηβοι και βίωσαν την αγωνία του να βρουν τη θέση τους σε αυτό το κόσμο, ξεχωριστοί, αλλά και συνηθισμένοι, μόνοι, αλλά και μαζί... Γι αυτό και η απόφαση του δημιουργού του Ζαν Μαρκ Βαλέ να ξεκαθαρίσει τη σεξουαλική του ταυτότητα στο τελευταίο πεντάλεπτο, δολοφονεί το αδάμαστο, απροσδιόριστο πνεύμα του, αλλά και τη θαυμαστή διαφορετικότητα της ταινίας του.
ΙΩΑΝΝΑ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Ο Χτύπος Που Εχασε Η Καρδιά Μου
Το χρονικό ενός διχασμένου άντρα που φαντάζεται τον εαυτό του... Μότσαρτ.
Το συνοφρυωμένο πρόσωπο του καταπληκτικού νεαρού ηθοποιού Ρομέν Ντουρί είναι ο χάρτης αυτής της θαυμάσιας ψυχαναλυτικής ταινίας, που είναι εμπνευσμένη από την ανεξάρτητη (και ξεχασμένη) αμερικανική «Fingers» («Ο Δολοφόνος Του Μανχάταν» με τον Χάρβεϊ Καϊτέλ στον αντίστοιχο ρόλο, 1977) του Τζέιμς Τόμπακ. Ο φακός του Οντιάρ δεν αφήνει το πρόσωπο του Ντουρί σε ησυχία, αποκρυπτογραφώντας ορεξάτα την ένταση, το άγχος και τα πάθη μιας διχασμένης προσωπικότητας που αγωνίζεται να επιτύχει, αλλά δεν έχει ξεκαθαρίσει μέσα του σε τι ακριβώς. Από τη μια πλευρά ο Τομά (Ντουρίς) κινείται σαν εκτός ελέγχου επικίνδυνη σβούρα στους δρόμους ενός κάθε άλλου παρά ειδυλλιακού Παρισιού, διώχνοντας αβοήθητο κόσμο από το σπίτι του (είναι μπλεγμένος σε ύποπτες «μεσιτικές» επιχειρήσεις -μια «κληρονομιά» από τον άρρωστο πατέρα του). Από την άλλη, κλείνεται σε ένα δωμάτιο, προσπαθώντας να βρει ηρεμία στα πλήκτρα του πιάνου.
Ο Οντιάρ «παίζει» με τα σχήματα, γιατί ενώ συνήθως οι ήρεμοι άνθρωποι εκτονώνονται βίαια, εδώ συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Μας προσκαλεί σε ένα ψυχαναγκαστικό ταξίδι του οποίου ο προορισμός του μένει καλά φυλαγμένος μέχρι το τέλος.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΖΟΥΜΠΟΥΛΑΚΗΣ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Μια Γενναία Καρδιά
Ο Μάικλ Γουιντερμπότομ δεν είναι άπειρος στην αναπαράσταση αληθινών ιστοριών με κοινωνικοπολιτικές απολήξεις. Από το «Στα Σύνορα του Κόσμου» μέχρι και το «Δρόμο προς το Γκουαντάναμο», η κάμερα του μπορεί να μην άλλαξε το ρου του «πολιτικού» σινεμά όπως το ξέραμε, αλλά αποτύπωσε τη νευρική πραγματικότητα με την αναγκαιότητα ενός εκ γενετής ακτιβιστή.
Το ίδιο και η Αντζελίνα Τζολί που ξεκίνησε την καριέρα της υποδυόμενη έναν πραγματικό χαρακτήρα στο τηλεοπτικό «Gia» κερδίζοντας βραβεία και την αφετηρία για μία οσκαρούχα καριέρα πριν αφοσιωθεί με ψυχή και σώμα σε ένα φιλανθρωπικό έργο αξιώσεων. Και είναι αλήθεια πως και οι δύο προσπαθούν για το καλύτερο στην κοινή τους απόπειρα για την αναπαράσταση μίας ιστορίας που ξεκίνησε από τα τηλεοπτικά δίκτυα του πλανήτη για να συγκινήσει και τελικά να συγκλονίσει με την τραγική της κατάληξη.
Μόνο που αφοσιωμένοι και οι δύο στην πιστή και ψύχραιμη καταγραφή της πραγματικότητας ξέχασαν να ενορχηστρώσουν τις κινήσεις τους, με αποτέλεσμα η επιτηδευμένη υποκριτική της Τζολί να μοιάζει ξένη μέσα στη βεριτέ μανιέρα του Γουίντερμποτομ, προδίδοντας τελικά και την ενημέρωση και την καταγγελία και πολύ περισσότερο το όποιο δράμα. Αφήνοντας την πραγματική τραγωδία της Περλ να παραμένει απείρως πιο κινηματογραφική και ακόμη και ως ειδησεογραφικό «λαυράκι» απείρως πιο αληθινή.
Μανώλης Κρανάκης
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Ο Ερωτας στα Χρόνια της Χολέρας
Τρία χρόνια πολιορκούσε ο παραγωγός Σκοτ Στάιντορφ τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκές προκειμένου να εξασφαλίσει τα δικαιώματα για την κινηματογραφική μεταφορά ενός από τα πιο πολυδιαβασμένα βιβλία όλων των εποχών. Δυστυχώς όμως η αναμονή των εκατομμυρίων θαυμαστών διόλου δεν αποζημιώθηκε, καθώς η ταινία του Μάικ Νιούελ παρά το πολύχρωμο εξωτικό φόντο της Κολομβίας στο μεταίχμιο του 19ου αιώνα παραμένει ένα άχρωμο, λουσάτο άρλεκιν εποχής.
Πουθενά δε θα βρείτε το πάθος και την οδύνη του ανεκπλήρωτου έρωτα που ξεχείλιζε από τον λογοτεχνικό προκάτοχό του, παρά την σε γενικές γραμμές πιστή σεναριακή διασκευή. Η ιστορία του Φιορεντίνο και της Φερμίνα που περιμένουν 52 ολόκληρα χρόνια για να ολοκληρώσουν τον έρωτά τους μεταφέρεται στη μεγάλη οθόνη σαν ένα άψυχο κλασικό εικονογραφημένο με αθέλητα κωμικές σκηνές, χάρτινους χαρακτήρες (καθόλου δεν βοηθά και το παχύ στρώμα μακιγιάζ προκειμένου οι ίδιοι ηθοποιοί να υποδύονται τους ήρωες σε μεγάλη ηλικία) και φτηνό συναισθηματισμό που κανέναν δε συγκινεί πραγματικά στη θέση του μαγικού ρεαλισμού που ανέδειξε το έργο του Μαρκές σε ένα από τα λογοτεχνικά αριστουργήματα του αιώνα μας.
Θανάσης Πατσαβός
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
An American Crime
Άψυχη μεταφορά ενός συγκλονιστικού εγκλήματος στη μεγάλη οθόνη, ποντάρει περισσότερο στην ωμή πραγματικότητα παρά στο ταλέντο του δημιουργού που αναλαμβάνει να την αναβιώσει. Μια ταλαίπωρη νοικοκυρά μεσοδυτικής ανατροφής περιφέρεται χαμένη σε μια ομίχλη αλκοόλ και υπνωτικών, ανίκανη να φροντίσει τα εφτά παιδιά της ? και σαν να μην έφτανε αυτό - αναλαμβάνει και τις κορούλες των τσιρκολάνων γειτόνων έναντι ποταπού ποσού. Κι ενώ οι ευθύνες αυξάνονται, η πνευματική της ισορροπία κλονίζεται, με αποτέλεσμα να κλειδώσει την μία εκ των δύο στο υπόγειο και να τη βασανίσει μέχρι θανάτου.
Η καταβεβλημένη ερμηνεία της Κάθριν Κίνερ (θύτης) και η σχεδόν παθητική στάση της Έλεν Πέιτζ (θύμα) είναι περισσότερο διεισδυτικές απ’ ότι φαντάζεστε, αν και το χειρότερο απ’ όλα είναι η συμμετοχή ολόκληρης της γειτονιάς στην τελετουργία του βασανισμού, που δικαιολογείται ως «δίκαιη τιμωρία». Η κινηματογραφική αρρυθμία του όλου εγχειρήματος σε συνδυασμό με την αβαθή προσέγγιση του θέματος, θα έχει ως πιθανό αποτέλεσμα να καταγραφεί στο σινε-μνημονικό σας υπό την κατηγορία «ενοχλητικό» και να σβηστεί με την πρώτη ευκαιρία.
Δέσποινα Παυλάκη
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Δέκα Και Μισή Καλοκαίρι Βράδυ
Μια ερωτική ταινία με δραματικές προεκτάσεις, βασισμένη στο ομότιτλο μυθιστόρημα της Μαργκερίτ Ντιράς. Μια τραγική ιστορία ενός ερωτικού τριγώνου που αποτελείται από τους Πίτερ Φιντς, Μελίνα Μερκούρη και Ρόμι Σνάιντερ.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Ο Δρόμος
Κάθε μέρα είναι πιο γκρίζα από την προηγούμενη και τούτη η κλιμακούμενη μουντάδα αφορά και την ψυχή και το περιβάλλον των δύο ταξιδευτών της κινηματογραφικής προσαρμογής του τιμημένου με Πούλιτζερ μυθιστορήματος του Κόρμακ ΜακΚάρθι, ενός άντρα και του 10χρονου γιου του, που διασχίζουν την αφανισμένη Αμερική ενός αδιευκρίνιστου, μετα-καταστροφικού μέλλοντος με προορισμό τον (Πιο θερμό; Πιο ανθρώπινο; Πιο ελπιδοφόρο; Ποιος ξέρει;) Νότο.
Ομως, ο δρόμος είναι γεμάτος παγίδες και ας φαίνεται πλήρως ερημωμένος ανάμεσα στους γυμνούς βράχους και στις συστάδες των μισοκαμένων δέντρων. Ελλείψει τροφής, ποτέ δεν ξέρεις τι ζητεί η φιγούρα που σποραδικά συναντάς (μήπως να σε... φάει;), ούτε τι μπορεί να κρύβει κάθε φαινομενικά εγκαταλειμμένο καταφύγιο. Ακόμη και οι παρηγορητικές μνήμες - όνειρα του άντρα από την προηγούμενη, ευτυχισμένη ζωή του με την όμορφη γυναίκα του θα κορυφωθούν κι αυτές σε μια κατάληξη δυσάρεστη, όπως άλλωστε και ολόκληρο το φιλμ του Αυστραλού Τζον Χίλκοουτ (δείτε οπωσδήποτε την αμέσως προηγούμενη ταινία του, το απρόβλητο στα σινεμά αλλά διαθέσιμο σε DVD γουέστερν «The proposition»), που μετουσιώνει πιστά και χωρίς την παραμικρή γραφικότητα στη σελιλόζη μία από τις πιο σπαραχτικές εσχατολογικές παραβολές στην ιστορία της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Ομως, αλήθεια, ποιος ο σκοπός; Πεσιμισμός χωρίς λόγο; Μαυρίλα για τη μαυρίλα; Καθόλου. Ο ζοφερός κρανίου τόπος του αύριο, οι κανίβαλοι που καιροφυλαχτούν σε κάθε γωνιά, το κρύο που τρυπάει τα κόκαλα, η πείνα και ο φόβος με τα οποία κοιμούνται και ξυπνούν κάθε μέρα ο άντρας και το παιδί, τα άκρα, εν ολίγοις, όπου υποβάλλει η ιστορία τα υποκείμενά της δεν χρησιμεύουν παρά ως το δραματουργικό εργαλείο για την κατάθεση της πιο μεστής, βαθιάς, ολοκληρωμένης, συγκινητικής σπουδής πάνω στην πατρική αγάπη που μας έδωσε τελευταία το κατά κανόνα γλυκερό και κραυγαλέο στην προσέγγιση τέτοιων θεμάτων Χόλιγουντ.
Πρώτης κλάσεως είναι, όμως, και η εκφραστικότητα των ίδιων αυτών άκρων στην οθόνη, με τη μίνιμαλ καλλιτεχνική διεύθυνση του Κρις Κένεντι και την «απειλητική» μουσική του Νικ Κέιβ να υπογραμμίζουν το θανατερό κλίμα, το σκηνοθετικό τάιμινγκ του Χίλκοουτ να δίνει ένταση στο σασπένς (υπάρχει άφθονο και σου κόβει συχνά την ανάσα) και τον Βίγκο Μόρτενσεν να συνθέτει στην εντέλεια την απόγνωση του άντρα, σε μια ερμηνεία που αδικαιολόγητα, νομίζουμε, έμεινε έξω από τις οσκαρικές υποψηφιότητες.
Ρόμπυ Εκσιέλ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Ο Άντρας που Αγαπά
Iταλικό μελόδραμα ιδανικό για να δέσει ο απογευματινός φρέντο με το βραδινό σουβλάκι, ταινία που κάλλιστα θα μπορούσε κανείς να συναντήσει σε φτιαγμένη για την (μη αγγλόφωνη, αν μη τι άλλο) τηλεόραση, το φιλμ της Μαρία Τονιάτσι αγγίζει με δραματικοανάλαφρα επιφανειακό τρόπο το φλέγον ζήτημα του συμβαίνει όταν σε μια σχέση δεν υπάρχει αληθινή αγάπη. Η προσέγγιση γίνεται μέσω μιας σειράς χωρισμών που θα ήθελαν να έχουν προκύψει περισπούδαστοι, αλλά αντ'αυτού απογειώνουν το φιλμ στη σφαίρα της επιστημονικής φαντασίας όταν, ατυχώς για αυτό, η παρατημένη έχει τη μορφή της Μόνικα Μπελούτσι. Κατά τα άλλα, το συναίσθημα είναι πλαστικό μέχρι σημείου μόλυνσης, και γενικά πρόκειται για μια από αυτές τις ταινίας που από τη μία θα μπουν κι από την άλλη θα βγουν. Και δεν ξέρω αν το χειρότερο είναι αυτό, ή το οτι είναι η καλύτερη της εβδομάδας.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Κρυφή Ερωμένη
Ένα ιστορικό μελόδραμα το οποίο προσπαθεί να ακροβατήσει μεταξύ των αληθινών ιστορικών γεγονότων και της σκιαγράφησης των χαρακτήρων των πρωταγωνιστών αλλά χάνει την ισορροπία του και πέφτει.
Στο ιστορικό κομμάτι, το φιλμ παρουσιάζει με μια ευνουχισμένη ματιά τις εξελίξεις που άλλαξαν τελείως τον πολιτικό/εξουσιαστικό χάρτη της Ιταλίας (αλλά και της Ευρώπης), απ’ τα προεόρτια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι και την ανάδειξη του Μουσολίνι σε δικτάτορα. Εδώ πρέπει να σημειωθεί πως η έμπνευση του σκηνοθέτη Μάρκο Μπελόκιο («Οι Γροθιές στην Τσέπη», «The Prince of Homburg») να χρησιμοποιήσει εμβόλιμα στην ταινία πραγματικά πλάνα του Ντούτσε από αρχειακό υλικό θρυμματίζει στην κυριολεξία την ατμόσφαιρα που δημιουργούν η εξαιρετική φωτογραφία και τα πολύ προσεγμένα σκηνικά και κοστούμια της παραγωγής.
Όσο αποστασιοποιημένη μένει η ταινία μπροστά στις πολιτικές εξελίξεις, τόσο πασχίζει να αποκαλύψει τον ψυχικό κόσμο των ηρώων και ιδιαίτερα της Ίντα Ντάσλερ, πρώτης συζύγου του δικτάτορα την οποία εγκατέλειψε όπως και τον πρωτότοκο γιό του. Η Τζιοβάνα Μετζοτζόρνο που ερμηνεύει τον ρόλο της είναι αρκετά καλή και προσπαθεί να μεταφέρει στον θεατή την ψυχική κατάσταση μιας γυναίκας της οποίας ο αυτοκαταστροφικός έρωτας για τον άνδρα Μουσολίνι την οδηγεί αρχικά σε ανείπωτες θυσίες και μετέπειτα στην οδύνη που προκαλούν η προδοσία και η αδικία. Δυστυχώς σε αυτή την προσπάθεια δεν βρίσκει σύμμαχο τον σκηνοθέτη ο οποίος στήνει ανεξήγητα αργόσυρτες σεκάνς που η διάρκειά τους εκτονώνει την ένταση και την κορύφωση των ερμηνειών. Απ’ την άλλη ο Φίλιπο Τίμι στον ρόλο του Ντούτσε προσπαθεί αλλά το συνεχές βλοσυρό βλέμμα που μοστράρει δεν φτάνει για να αποδώσει επαρκώς τον αλαζόνα, υπερόπτη, οπορτουνιστή και μιλιταριστή δικτάτορα. Η ταινία πάντως είναι καλογυρισμένη και αν εξαιρέσουμε την μεγάλη της διάρκεια, παραμένει μέχρι τέλους ευχάριστη και ασφαλής.
Κωστής Θεοδοσόπουλος
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Το Μυστικό στα Μάτια της
Το «Μυστικό στα Mάτια της» έρχεται αυτή την εβδομάδα στη χώρα μας έχοντας στις αποσκευές του πολυάριθμα βραβεία με πιο ξεχωριστό βέβαια το Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας για το 2010. Μιλάμε για την μεγαλύτερη εισπρακτική επιτυχία όλων των εποχών στην Αργεντινή, επιτυχία που επίσης χαρακτηρίζει και την πορεία της ταινίας στο εξωτερικό. Σκηνοθέτης της ταινίας είναι ο Χουάν Χοσέ Καμπανέλα, υποψήφιος για Όσκαρ το 2001 για την δραματική κομεντί «Ο γιός της νύφης», και γνωστός από τις παγκοσμίου φήμης τηλεοπτικές σειρές «30 Rock», «Νόμος και τάξη» και «Ιατρικές υποθέσεις». Οι κακές γλώσσες λένε πως η συγκεκριμένη σχέση του με την αμερικανική βιομηχανία παραγωγής δημοφιλών τηλεοπτικών σειρών του χάρισε και το βραβείο της Ακαδημίας αφήνοντας πίσω ταινίες όπως την «Λευκή Κορδέλα» του Μίκαελ Χάνεκε και τον «Προφήτη» του Ζακ Οντιάρ που μέχρι και την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων, φάνταζαν ως φαβορί.
Μπορεί το «Μυστικό στα Mάτια της» να μοιάζει περισσότερο επηρεασμένο απ’ το αμερικάνικο σινεμά παρά απ’ τον ευρωπαϊκό παρόλα αυτά απ’ την πρώτη στιγμή γίνεται αντιληπτός ο ιδιαίτερος και προσωπικός του χαρακτήρας. Η ιστορία ξετυλίγεται σε 2 χρόνους. Περισσότερο στο παρελθόν του 1974 και λιγότερο στο παρόν. Επίσης η θεματολογία του αναπτύσσεται με βάση δύο διαφορετικούς θεματικούς άξονες που έχουν όμως την ίδια αφετηρία. Απ’ την μία, στον βασικό κορμό της, η ταινία μας αφηγείται την προσπάθεια του ομοσπονδιακού πράκτορα Εσπόζιτο και των συνεργατών του να εξιχνιάσουν την δολοφονία μιας νεαρής γυναίκας ενώ παράλληλα παρακολουθούμε την εξέλιξη του ιστορικού της αγάπης του Εσπόζιτο με την Ιρένε που επί χρόνια έμεινε ανεκπλήρωτη.
Η αλήθεια είναι πως στο μεγαλύτερο κομμάτι της και ιδιαίτερα στην αφήγηση της αστυνομικής πλοκής, η ταινία κυλάει με διαρκώς αυξανόμενη ένταση, δυναμικές σκηνές και εξαιρετική αίσθηση του ρυθμού απ’ τον σκηνοθέτη. Η υπέροχη φωτογραφία του Φελίξ Μόντι δημιουργεί μια πολυδιάστατη ατμόσφαιρα που καταφέρνει να αποτυπώσει την vintage αισθητική της δεκαετίας του 1970 ενώ μέσω των διαλόγων παρουσιάζεται επαρκώς και η γενική αίσθηση αβεβαιότητας που επικρατούσε στην Αργεντινή λόγω του εύθραυστου πολιτικού σκηνικού της εποχής.
Η έννοια της απόλυτης εκδίκησης και η εξελικτική της πορεία στο μυαλό των ηρώων μέχρι την τελική κάθαρση αναπτύσσεται πλήρως μέσω του σεναρίου και αποτυπώνεται με εξαιρετικές εικόνες στην οθόνη. Στο συγκεκριμένο πλαίσιο η ταινία διαθέτει δύο σεκάνς οι οποίες είναι πραγματικά αριστουργηματικές και θα σας χαραχθούν στο μυαλό. Απ’ την άλλη πλευρά όμως η αφήγηση της ερωτικής ιστορίας των πρωταγωνιστών παραμένει κάπως άγευστη, ανούσια και προβλέψιμη γεγονός που προσγειώνει απότομα τον θεατή και δεν αφήνει το ίδιο το φιλμ να περάσει στο επόμενο επίπεδο.
Κωστής Θεοδοσόπουλος
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Χάλια Μέρα για Ψάρεμα
Δυο συναρπαστικοί χαρακτήρες μπορούν να πάνε μακριά ακόμα και μια προβλέψιμη ταινία, και ο τρόπος που οι κεντρικοί ήρωες αυτής της μαύρης δραμεντί εξ Ουρουγουάης έχουν σκιαγραφηθεί, μετατρέπει μια φαινομενικά αδιάφορη ταινία σε ένα αν μη τι άλλο ενδιαφέρον πορτρέτο. Μιας κοινωνίας πεταμένης στα άκρα, κατοικούμενης από περιθωριακούς σωτήρες που αγωνίζονται με ό,τι ψυχή τους απομένει για να τα βγάλουν πέρα. Στην εσωτερική πάλη των γκρίζων χαρακτήρων εντοπίζουμε μάλιστα μεγαλύτερο ενδιαφέρον και από τις κυριολεκτικές μάχες που δίνει ο ξεπεσμένος παλαιστής. Η ταινία συχνά πέφτει θύμα των φιλοδοξιών της και χάνει την ισορροπία χιούμορ και δράματος (δεν είναι όλοι Κοέν, δυστυχώς) αλλά κουβαλάει ως το τέλος μια συναισθηματική αλήθεια που μας αρέσει στο σινεμά, ιδίως όταν έρχεται πακέτο με αξιοπρόσεκτη τεχνική και αισθητική αρτιότητα.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Πέντε λεπτά πριν τον Παράδεισο
Ό,τι πιο ενδιαφέρον συμβαίνει στην ταινία έχει να κάνει με την ιδέα που κρύβεται πίσω της. Καθώς ο σεναριογράφος Γκάι Χίμπερτ μίλησε ξεχωριστά σοτυς δύο αληθινούς τραγικούς ήρωες αυτής της ιστορίας (το πρώτο μέρος της ταινίας είναι αληθινό) και αναρωτήθηκε τι θα συνέβαινε σε μια υποθετική τους συνάντηση. Συνδυάζοντας λόγια και συναισθήματα, έγραψε την ταινία χρονολογώντας την υποθετική τους συνάντηση. (Που δε συνέβη ποτέ.)
Όμως στην πραγματικότητα το εγχείρημα βρίθει προβλημάτων. Το έξυπνο αρχικό τρικ έρχεται να δαγκώσει την ταινία από πίσω, μετατρέποντας ένα εν δυνάμει σπουδαίο σχόλιο πάνω στον πόνο και τη συγχώρεση σε κάτι που προσεγγίζει ένα κακογραμμένο μονόπρακτο. Με υπερεπεξηγηματικούς μονολόγους που κάπως άβολα περιγράφουν συναισθηματικές διαδρομές με τρόπο άκρως βολικό και τακτοποιημένο, και χρησιμοποιώντας ενοχλητικά ή ακόμα και αστεία αυτοψυχαναλυτικά τσιτάτα. Όλα αυτά εντείνονται από τη σκηνοθεσία-βομβαρδισμό του Όλιβερ Χιρσμπίγκελ (της αριστουργηματικής "Πτώσης") ο οποίος ατσούμπαλα προσπαθεί να δημιουργήσει σασπένς από το παραμικρό, μετατρέποντας αυτό που θα έπρεπε να είναι ένα χαμηλών τόνων εσωτερικό δράμα σε κάτι που προσεγγίζει περισσότερο κάποια ταινία τρόμου.
Και είναι εύκολο να φύγει κάποιος από την ταινία με μια αίσθηση έξοχων ερμηνειών από το πρωταγωνιστικό δίδυμο, αλλά στην πραγματικότητα και αυτών ο τόνος είναι τρεις σκάλες πάνω από όσο θα έπρεπε, ιδίως του (αγαπημένου, κατά τα άλλα) Τζέιμς Νέσμπιτ που φλερτάρει με το άθελα κωμικό. Η προσέγγιση κάθε καρέ αυτής της ταινίας είναι ένα μεγάλο λάθος, που επιτρέπει σε τόσο πολύ δημιουργικό ταλέντο να χαραμίσει ένα έξοχο concept.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Η Γη των Κόκκινων Ανθρώπων
Εθνολογική περιπέτεια που δε μοιάζει σαν κάτι που να έχουμε δει ξανά πρόσφατα, κυρίως λόγω της αμεσότητας που της προσδίδει η τοποθέτησή της στο σήμερα. Η ιστορία είνα συγκλονιστική, με την απόγνωση της φυλής των ντόπιων (απολύτως ρεαλιστικά απεικονισμένοι, μακριά από ανόητα κλισέ) να συνοψίζεται σε ένα μόνο τραγικό στοιχείο: έχοντας χάσει την ελπίδα τους, εκατοντάδες από τους (ελάχιστους) εναπομείναντες έχουν αυτοκτονήσει τα τελευταία 20 χρόνια.
Ο Bechis εστιάζει στη σύγκρουση όσο και τον αμοιβαίο (και μάλλον ανήσυχο) εντυπωσιασμό μεταξύ των δύο διαφορετικών πολιτισμών, που ήρθαν όσο κοντά άντεχαν προτού οδηγηθούν στη βία. Το σχόλιο που επιχειρείται θα μπορούσε να έχει αποτέλεσμα μια θαυμάσια εξερεύνηση του διχασμού της ίδιας της ανθρώπινης φύσης, όμως πνίγεται σε ένα πυκνό σκηνικό που συνδυάζει με ελαφρώς άτσαλο τρόπο στοιχεία ιστορίας ενηλικίωσης, φαντασίας και (κάπως απλουστευτικού) ανθρωπιστικού μηνύματος χωρίς να μοιάζει βέβαια για το τι είναι αυτό που θέλει τελικά να πει. Ταυτόχρονα η ανάπτυξη των χαρακτήρων γίνεται χωρίς την απαραίτητη ισορροπία ώστε η κλιμάκωση να μοιάζει απολύτως κερδισμένη και δικαιολογημένη.
Ομως οι διάλογοι είναι εύστοχα αραιωμένοι αφήνοντας σε πολλά σημεία την εντυπωσιακή εικόνα να μιλήσει, ενώ η ιστορία παραμένει αρκούντως συναρπαστική, δοσμένη με σασπένς και με ρυθμό που παρασέρνει το θεατή καθώς κορυφώνεται αποτελεσματικά προς το οργισμένο φινάλε της.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Καλά Χριστούγεννα Κύριε Λόρενς
Ευτύχησε να δει τον τίτλο της να γίνεται σλόγκαν με το που κυκλοφόρησε, το 1983, ενώ το τρίγωνο, Ντέιβιντ Μπάουι, Ρουίσι Σακαμότο και Ναγκίσα Οσιμα θα μπορούσε να θεωρηθεί έως και σατανικό: δύο μουσικοί- ο ένας Βρετανός κι άλλος Ιάπωνας- αναλαμβάνουν τους πρωταγωνιστικούς ρόλους σε μια ταινία ακραίων παθών και εγκεφαλικών παιχνιδιών σκηνοθετημένη από τον δημιουργό της «Αυτοκρατορίας των Αισθήσεων».
Το θάρρος και η δειλία χάνουν τις πραγματικές τους διαστάσεις καθώς μπαίνουν σε μια συνεχή αμφισβήτηση ήθους και διαφορετικών πολιτισμών, σ΄ ένα Ιαπωνικό στρατόπεδο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η σύγκρουση ανάμεσα στους Βρετανούς αιχμαλώτους και τους Ιάπωνες δεσμοφύλακες είναι αδυσώπητη, μοιάζει όμως και με ένα ψυχαναλυτικό παιχνίδι του Καρλ Γιουνγκ, του πατέρα της αναλυτικής ψυχολογίας ο οποίος επηρέασε βαθύτατα τον Λόρενς βαν ντερ Πόστ, συγγραφέα των δυο (σχεδόν αυτοβιογραφικών) βιβλίων πάνω στα οποία βασίστηκε η ταινία -«The Seed and the Sower» του 1963 και «The Night of the New Moon» του 1970.
Που αρχίζει η πειθαρχεία και πού τελειώνει η υποταγή; Ποιες είναι οι αποδεκτές αιτίες και αφορμές για ένα έντιμο χαρακίρι; Και τέλος πάντων ποιος ορίζει το ειδικό βάρος της ηθικής σ’ ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης όπου η βία αποκτά την μορφή μιας- έστω και λανθάνουσας- ομοφυλοφιλικής έλξης;
Τέσσερα χρόνια πριν πάρει το Όσκαρ μουσικής για τον «Τελευταίο Αυτοκράτορα», ο Σακαμότο έπαιξε εδώ ένα σπαρακτικά αμφιλεγόμενο χαρακτήρα συνθέτοντας ταυτόχρονα μια πασίγνωστη μουσική μπάντα, την ώρα που ο Μπάουι σημάδεψε τα 80’s με μια σκηνή ανθολογίας, θαμμένος στην άμμο μέχρι τον λαιμό.
ΟΡΕΣΤΗΣ ΑΝΔΡΕΑΔΑΚΗΣ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Ένας Άνδρας Μόνος
Πως είναι δυνατόν να κάνει καλή ταινία ένας σχεδιαστής ρούχων; Ε, λοιπόν μπορεί. Εξάλλου άνθρωποι, που σαν τον Τομ Φορντ, διαμορφώνουν παγκόσμιες τάσεις και σχεδιάζουν το εξωτερικό περίβλημα της ίδιας της κοινωνίας μας, δεν μπορεί παρά να έχουν πολλά και ιδιαίτερα ταλέντα.
Λος Άντζελες του 1962. Η «κρίση της Κούβας» βρίσκεται στην κορύφωσή της κι ένας 50χρονος γκέι Βρετανός καθηγητής κάποιου τοπικού κολεγίου, αντιμετωπίζει μια ακόμη δύσκολη μέρα. Τέσσερα χρόνια έχουν περάσει από τον θάνατο του φίλου του, με τον οποίο συζούσαν επί 16 χρόνια, κι η προσαρμογή του στην καθημερινότητα μοιάζει με άθλο. Στην πραγματικότητα ο άνθρωπος αυτός βιώνει μια αδιάσπαστη μοναξιά. Είναι Ευρωπαίος που ζει στην Καλιφόρνια, χωρίς όμως να ανήκει ούτε στον «παλιό» ούτε στον «Νέο Κόσμο». Είναι διανοούμενος που ασφυκτιά ανάμεσα στους εφησυχασμένους φοιτητές του. Είναι ομοφυλόφιλος σ΄ ένα κόσμο που αρνείται ακόμη και να δει αυτή του τη διαφορετικότητα.
Βασισμένο στο ομότιτλο σχεδόν αυτοβιογραφικό έργο του Κρίστοφερ Ίσεργουντ (στα ελληνικά από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια) το φιλμ του Φορντ είναι γοητευτικό και αισθαντικό μέσα σε μια καθαρή και σπάνια κινηματογραφική λογοτεχνικότητα. Τα θέματα της αποξένωσης και της, σύμφυτης με τον άνθρωπο, μοναξιάς αναδεικνύονται τέλεια σ΄ ένα εικαστικό περιβάλλον και ο Κόλιν Φερθ είναι καταπληκτικός- δικαίως κέρδισε το βραβείο ανδρικής ερμηνείας στην Βενετία και είναι υποψήφιος για το αντίστοιχο Όσκαρ. Με ρυθμό αργό, αλλά καθόλου κουραστικό, ο Τομ Φορντ μας πάει στην ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης και ζυγίζει το βάρος της απώλειας που κουβαλούν εκείνοι που «μένουν πίσω» για να υπερασπιστούν μια αβάστακτη ζωή. Εξαιρετική η αναπαράσταση των 60’s, η φωτογραφία, η μουσική και η Τζούλιαν Μουρ στον ρόλο της φίλης του πρωταγωνιστή.
ΟΡΕΣΤΗΣ ΑΝΔΡΕΑΔΑΚΗΣ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Η Πεντάμορφη Και Το Τέρας
Η ιστορία είναι λίγο ή πολύ γνωστή από το κλασικό παραμύθι που έγραψε τον 18ο αιώνα, η Ζαν-Μαρί Λεπράνς ντε Μπομόν: ένας άνδρας μπαίνει κατά λάθος σε κάποιο παράξενο πύργο και κόβει ένα τριαντάφυλλο για την κόρη του. Ο ιδιοκτήτης του πύργου όμως- ένα τρομακτικό Τέρας- εμφανίζεται και τον καταδικάζει σε θάνατο, εκτός κι αν δεχτεί να του στείλει στον πύργο μια από τις κόρες του. Η μικρότερη προσφέρεται αμέσως για να σώσει τον πατέρα της και εγκαθίσταται στον πύργο. Το Τέρας την ερωτεύεται, της ζητά να τον παντρευτεί, αλλά εκείνη αρνείται κι έτσι αποφασίζει να την δοκιμάσει. Την αφήνει να επιστρέψει στον άρρωστο πατέρα της, της λέει όμως ότι αν δεν γυρίσει στον πύργο σε μια εβδομάδα, θα πεθάνει από θλίψη.
Η αγάπη, η αφοσίωση και τα φαινόμενα που μας εξαπατούν, είναι βεβαίως τα θέματα του έργου, ο Κοκτό όμως δεν παρέμεινε σε αυτά. Με την βοήθεια ενός από τους σημαντικότερους διευθυντές φωτογραφίας του σινεμά, του Ανρί Αλεκάν, ο Κοκτό έπαιξε με τα όρια του φανταστικού σινεμά και κατάφερε να διευρύνει την ποιητική γλώσσα των κινούμενων εικόνων. Εκπληκτικός είναι και Ζαν Μαραί -πρωταγωνιστής σε τρεις ακόμη ταινίες του Κοκτό και εραστής του.
Τίποτε σ΄ αυτή την ταινία δεν είναι όπως θα το περίμενε κανείς και τίποτε δεν λειτουργεί με τον γνωστό τρόπο του φανταστικού σινεμά ή ακόμη και των παραμυθιών, διότι ο Κοκτό ήταν- πρώτα από οτιδήποτε άλλο- ποιητής. Τι ακριβώς σημαίνει αυτό; Ιδού μια δική του δήλωση που λειτουργεί ως εισαγωγή στο σινεμά του:
"Οι ταινίες μου είναι ρεαλιστικές στο βαθμό που δείχνουν τα πράγματα αντί να τα υποδηλώνουν με λέξεις. Αυτό που δείχνεται, βλέπεται από όλους. Κατά συνέπεια γίνεται αληθινό με την έννοια που ο Γκαίτε δίνει στη λέξη. Ο Γκαίτε αντιτάσσει στην "αλήθεια" -με την οποία ο καλλιτέχνης εκφράζει τον εαυτό του, ή ακόμη και τα ψέματά του- την "πραγματικότητα" που μπορεί να παράγει μόνο ένα κοινότοπο αντίγραφο του πρωτότυπου. Θυμάμαι το ανέκδοτο σύμφωνα με το οποίο ο Γκαίτε έδειξε στον Έκερμαν ένα χαρακτικό του Ρούμπενς και τον ρώτησε: "γιατί νομίζεις ότι το βρίσκω τόσο όμορφο;" Ο Έκερμαν δεν μπορούσε να καταλάβει και ο Γκαίτε του είπε ότι η "σκιά των προβάτων, που στο χαρακτικό θα έπρεπε να είναι στο αριστερό μέρος, ήταν στο δεξιό και μ’ αυτό το κόλπο ο καλλιτέχνης κυριάρχησε στην φύση και επαλήθευσε τον εαυτό του. Έτσι λοιπόν δεν θα έπρεπε κι εγώ να είχα μιλήσει για "ρεαλισμό", αλλά για αλήθεια, με την έννοια ότι προσπαθούμε να προσεγγίσουμε όχι την αλήθεια που αντικειμενικά δεν υπάρχει, αλλά μια αλήθεια που υποκειμενικά είναι δική μας".
Με δυο λόγια: όποιος θέλει πραγματικά να απολαύσει αυτή την υπέροχη ταινία κι όχι να πάει μετά σ΄ ένα μπαρ για να κομπάζει ότι την είδε και «τι παλιατζούρα ήταν αυτή», καλό είναι να πάει κουβαλώντας μαζί μονάχα την αθωότητά του. Να είναι ξεκούραστος, εντελώς χαλαρός και απολύτως διαθέσιμος για μια διαφορετική κινηματογραφική εμπειρία.
Όποιος δεν είναι έτοιμος, ας δει τον "Πρίγκιπα της Περσίας"- παραμύθι φαντασίας δεν είναι κι αυτός;
Ορέστης Ανδρεαδάκης
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Η Καντίνα
Ο Φίλιππος, σαραντάρης μεροκαματιάρης, προσπαθεί να τα φέρει βόλτα ως ιδιοκτήτης καντίνας στην άκρη ενός παλιού παραλιακού εθνικού δρόμου. Βοηθοί του ο Οδυσσέας, ένας παρ’ ολίγον... δικηγόρος, και ο Ναθαναήλ, τύπος σκοτεινός και με ποινικό μητρώο, που εκτελεί καθήκοντα σεκιουριτά. Το πλήθος των δεκάδων οδοιπόρων - πελατών με τους οποίους ολημερίς και (κυρίως) ολονυχτίς διαδρούν οι τρεις καντινιέρηδες, σχηματίζει μια μικρογραφία της σημερινής ελληνικής κοινωνίας - σωστότερα της ελληνικής «πιάτσας», μια και μιλάμε για τύπους πρωτίστως λαϊκούς, εκπροσώπους μιας αναγνωρίσιμης καθημερινότητας, που ο καθένας έχει να συνεισφέρει και να μοιραστεί τη δική του μικρή ή μεγάλη ιστορία με την παρέα.
Θεματικά δηλαδή, μια «Ταχυδρομική άμαξα» από την ανάποδη με σημείο αναφοράς σταθερό (την καντίνα) και την «απειλή» μετατεθειμένη στο ευρύτερο πλαίσιο των κοινωνικών συνθηκών που επιβάλλει η εξουσία αλλά συνάμα και στο στενότερο που προσδιορίζει η ελληνικότητα. Το άλλοτε ανεκδοτολογικό και άλλοτε πικρόχολο χιούμορ μας υπενθυμίζει την παρουσία του Σταύρου Τσιώλη στο σενάριο, το ίδιο πάντως και η αποσπασματικότητα της δράσης και η σποραδική ανακύκλωσή της.
Εστω κι έτσι, νομίζουμε πως η ταινία του Σταύρου Καπλανίδη προάγει έναν ξεχωριστό, χρήσιμο χαρακτήρα στο φάσμα της σύγχρονης ελληνικής παραγωγής, ενώ ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στην εξαιρετική ερμηνεία του Αλέξανδρου Λογοθέτη στον ρόλο του υπομονετικού, καλοσυνάτου, αλτρουιστή, υπερδραστήριου Φίλιππου. Οπως ο Λάνγκλο, έτσι και ο Σταύρος Καπλανίδης, βετεράνος ντοκιμαντερίστας, κάνει εδώ την παρθενική του απόπειρα στο σινεμά μυθοπλασίας.
Ρόμπυ Εκσιέλ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Η Τελευταία Ευκαιρία
Και οι 50άρηδες έχουν δικαίωμα στην κινηματογραφική ευτυχία, και αυτή η γλυκιά (ή μάλλον γλυκερή) ταινιούλα θα μπορούσε να είναι κάποιου είδους συμπλήρωμα του αριστουργηματικού διπτύχου "Πριν το Ξημέρωμα"/"Πριν το Ηλιοβασίλεμα" του Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ, αλλά κάθε φορά που πάει να συμβεί κάτι όμορφο και πηγαίο, πνίγεται μέσα στα ζουμιά και τα μέλια.
Είναι εξαιρετικά συμπαθείς τόσο οι δύο κεντρικοί χαρακτήρες όσο και οι πρωταγωνιστές που τους υποδύονται (Ντάστιν Χόφμαν και Έμμα Τόμσον, σε ένα ακόμα πειστήριο περί της αδυναμίας τους να παίξουν αδιάφορα τον οποιοδήποτε ρόλο), και είναι ακριβώς χάρη σε αυτή τη συμπάθεια που θέλουμε αληθινά να τους δούμε όχι μόνο να βρίσκουν το ευτυχισμένο τους τέλος, αλλά να ζήσουμε τη διαδρομή τους προς αυτό.
Όμως καθώς αγωνιζόμαστε να ξεδιαλέξουμε τις στιγμές ειλικρινούς ανθρωπιάς, η ταινία μας κοπανά στο κεφάλι με κάθε είδους όπλο που μπορεί να έχει ένας δημιουργός στη φαρέτρα του προκειμένου να δώσει αχρείαστη έμφαση σε κάθε τι συναισθηματικό. Κλισέ ατάκες, κάμερα που διαρκώς κάνει αισθητή την παρουσία της, μουσική που υπογραμμίζει κάθε δεύτερη λέξη.
Στην πραγματικότητα είναι ο Χόφμαν και η Τόμσον που προσδίδουν ανθρωπιά σε μια ταινία-τέχνασμα με ένα ξεκάθαρο όσο δεν πάει άλλο ταξίδι των ηρώων της, την οποία προσπαθούμε να αγαπήσουμε παρά τον εαυτό της. Τον αν θα τα καταφέρουμε έχει να κάνει με τις ανοχές καθενός.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Δυο Αγγλίδες στην Ευρώπη
Eνας νεαρός Γάλλος επισκέπτεται φίλη της μητέρας του στην Ουαλία, όπου ερωτεύεται μια από τις καθώς πρέπει κόρες της. Η διακριτικά ζηλόφθονη μητέρα του όμως προτιμά να τον δει γυναικά παρά οικογενειάρχη -δηλαδή αφοσιωμένο ολόψυχα σε άλλη- και σκαρφίζεται ένα τρόπο να τους χωρίσει...
Η αγάπη ως άπιαστο βραβείο καλής συμπεριφοράς είναι το βασικό θέμα πίσω από μια επική σχεδόν ερωτική ιστορία που μοιράζεται στα τρία. Αλλο ένα καταραμένο τρίγωνο για τον Φρανσουά Τριφό, μόνο που αυτή τη φορά η μποέμικη ξεγνοιασιά του «Ζιλ και Ζιμ» αντικαθίσταται από στενούς κορσέδες και παρθενικό φλερτ. Η πτώση των ηθών έρχεται αργότερα.
Θαμπωμένος από ένα καλοκαίρι γεμάτο γυναίκες που για πρώτη φορά δεν συμπεριλαμβάνουν τη μαμά του, ο Κλοντ (Ζαν Πιέρ Λεό) επιτρέπει στην Αν (Κίκα Μάρκχαμ) να τον πείσει ότι οφείλει να ερωτευτεί την αδερφή της. Παρ’ όλο που ο θεός του έρωτα δεν έρχεται ποτέ, η Μίριελ (Στέισι Τέντετερ) καταφέρνει να διαποτίσει την ύπαρξή του, αν και η αγάπη κατά το Φρανουά Τριφό ανθίζει μόνο δια της απουσίας. Μάλλον γι’ αυτό η μαμά του καταφτάνει αποφασισμένη στη βρετανική εξοχή και τον παίρνει άρον-άρον μαζί της. Αν μετά από ένα χρόνο συνεχίζει να την ποθεί, θα του επιστρέψει να περάσει τη ζωή του μαζί της.
Γυρισμένη με τη γοητευτική ακαμψία που αρμόζει στις αρχές του 20ου αιώνα, οι πρωταγωνιστές υπογραμμίζουν τη μάλλον απαθή ομιλία τους με θεατρικές χειρονομίες και η ρουτινιάρικη αφήγηση θα μπορούσε κάλλιστα να ανήκει σε ντοκιμαντέρ του History Channel. Ο Τριφό όμως ξέρει τι κάνει. Στραγγίζοντας την ταινία από υπερφίαλες εκφράσεις πάθους καταφέρνει να πάει ακόμα πιο βαθιά, μετατρέποντας μια απλοϊκή ιστορία αγάπης σε ένα δίωρο αισθαντικό έπος χωρίς να πλατειάζει ούτε λεπτό. Τα δέκα χρόνια που διανύουν «Οι Δυο Αγγλίδες» και οι τρεις δεκαετίες που τις χωρίζουν από το σήμερα δεν αφήνουν κανένα σημάδι κόπωσης στη ροδαλή επιδερμίδα τους, αφού ο έρωτας αλλάζει συνεχώς χέρια εξερευνώντας κάθε πιθανό συνδυασμό σε μια ακόμη σπουδή του Γάλλου σκηνοθέτη πάνω στις διασκεδαστικά επώδυνες συνέπειες του να αγαπάς.
-ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΠΑΥΛΑΚΗ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Σπίτι με θέα
Ένα αλληγορικό οικογενειακό δράμα με πρωταγωνιστές δύο από τους καλύτερους ηθοποιούς του μοντέρνου Ευρωπαϊκού κινηματογράφου, την Ιζαμπέλ Ιπέρ και τον Ολιβιέ Γκουρμέ, με συμμετοχή στην Εβδομάδα Κριτικής του Φεστιβάλ Καννών. Η Μάρτε και ο Μισέλ έχουν τρία παιδιά και ζουν μια φιλήσυχη και αγαπημένη οικογενειακή ζωή, αλλά όλα θα αλλάξουν όταν ξαφνικά δίπλα στο σπίτι τους θα χτιστεί ένας αυτοκινητόδρομος. Πηγή απίστευτου θορύβου αλλά και άλλων κινδύνων, ο δρόμος θα αναστατώσει την οικογένεια που θα προσπαθήσει απεγνωσμένα να κρατήσει τους κανονικούς της ρυθμούς της. Η ταινία της Ελβετίδας Ούρσουλα Μάιερ ισορροπεί ανάμεσα στην κομεντί και το δράμα και ρίχνει μια βαθιά ματιά στα οικογενειακά ήθη της σύγχρονης κοινωνίας. Η αβεβαιότητα του φινάλε απειλεί να μειώσει τη συνολική αξία του φιλμ, αλλά η ιδιαιτερότητα της γραφής της Μέιερ (με κάτι από Πολάνσκι) αλλά και του βλέμματός της, μας κάνει να παραβλέψουμε τις όποιες αδυναμίες.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Αυτό που είδαν τα μάτια μου. Το μυστήριο του Watteau
Σπουδάστρια ιστορίας της τέχνης χάνει τον εαυτό της μέσα στην αναζήτηση κρυμμένου νοήματος στο έργο του ζωγράφου Βατό.
Σαν ένας εναλλακτικός "Κώδικας Ντα Βίντσι", αλλά με μεγαλύτερη έμφαση στο σασπένς και στον κεντρικό χαρακτήρα και λιγότερο σε ανούσια κρυμμένα παζλ, η ταινία του νεαρού ντε Μπαρτιγιά θα προσφέρει στο θεατή μια στιβαρή ώρα σταδιακά αυξανόμενης έντασης. (Βοηθά και η λειτουργικότατη διεύθυνση φωτογραφίας.) Αλλά εκεί που ένας Αρτζέντο θα έσπαγε κάθε φράγμα ακολουθώντας τον χαρακτήρα του στην ψυχική κατάδυσή του, ο γάλλος δεν αποδεικνύεται εξίσου τολμηρός προτιμώντας να ακολουθήσει το μυστήριο και αφήνοντας στη μέση τη δραματουργία: Tα προβλήματα της Λουσί μοιάζουν να υπάρχουν απλώς και μόνο στην αρχική περιγραφή του χαρακτήρα και ποτέ δεν εξερευνούνται ουσιαστικά, ενώ ένας χαρακτήρας-κλειδί εμφανίζεται ουρανοκατέβατος και σβήνεται με χαζό τρόπο από την ταινία όταν εξυπηρετήσει το σκοπό του. Και είναι κρίμα, γιατί για όσο διάστημα λειτουργεί η δυναμική των δυο τους, το φιλμ αφήνει υποσχέσεις για ένα πολύ πιο συμπαγές και οδηγούμενο από τους χαρακτήρες θρίλερ. Το τελικό αποτέλεσμα είναι ενδιαφέρον, αλλά τις υποσχέσεις δεν τις εκπληρώνει ποτέ.
Θοδωρής Δημητρόπουλος
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Η Λυσσασμένη Γάτα
Bασισμένο σε θεατρικό του Τένεσι Γουίλιαμς, το ψυχαναλυτικό φιλμ του Ρίτσαρντ Μπρουκς κρύβει πίσω από τους πλούσιους διαλόγους του βαθιές και συχνά άβολα αληθινές ματιές σε διαλυμένους οικογενειακούς δεσμούς και καταπιεσμένα διαπροσωπικά πάθη καταφέρνοντας να σοκάρει στην εποχή του και να παραμένει διαχρονικό. Ο Γουίλιαμς είναι γνωστό πως δεν ήταν καθόλου ικανοποιημένος με τον τρόπο που ο Μπρουκς διαχειρίστηκε ορισμένες από τις πτυχές του κειμένου του όπως τα ομοφυλοφυλικά υποννοούμενα, αλλά ενδεχομένως αυτό να ήταν ένα βήμα που ακόμα και αυτή η τολμηρή ταινία να μην ήταν στην εποχή της έτοιμη να πάρει. Το καστ παραμένει λαμπερό (όσο και οι ερμηνείες κάπως στα όρια της υπερβολής για να είμαστε ειλικρινείς), με την εκθαμβωτική Λιζ Τέιλορ να βρίσκεται στις μεγάλες της δόξες.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Κάτω Aπό Tο Mακιγιάζ Σου
Την προηγούμενη φορά που έτυχε να γράψω για την ταινία του συμπαθούς Σεϊτανίδη ήταν πριν τρία χρόνια, με αφορμή την «Εύκολη Λία». Οσο ενδιαφέρουσα μου είχε φανεί, ωστόσο, σε εκείνο το φιλμ η σκηνοθεσία του, άλλο τόσο προβληματική είχα βρει τη δουλειά του στο σενάριο.
Στην καινούρια ταινία του Σεϊτανίδη, το βάρος ενός άκρως ελαττωματικού σεναρίου έρχεται πάλι να συνθλίψει τις φιλότιμες προσπάθειες με τις οποίες ένας άντρας δημιουργός επιχειρεί να μεταχειριστεί δυσβάσταχτες (και ανεξερεύνητες πτυχές) της θηλυκής ψυχοσύνθεσης. Κάπως έτσι, ύστερα από ένα συμπαθές ξεκίνημα και παρά την αφοσιωμένη ερμηνεία της Κωνσταντινίδη, η ταινία κατρακυλά στην άβυσσο ενός συγγραφικού υλικού που ανταλλάσσει την υποσχόμενη βασική του ιδέα μα καταστάσεις που κινούνται από το ελλιπές (η σχέση της ηρωίδας με μια κακοποιημένη νεαρά) στο βεβιασμένο (η εκδικητική μεταστροφή της μητέρας του νεκρού κοριτσιού) και ενίοτε στο αθέλητα αστείο ( η βίαιη κορύφωση της πλοκής).
Αποκορύφωμα όλων, ένα ανεκδιήγητο φινάλε που ξεπατικώνει μια από τις πιο κλασικές σκηνές του μοντέρνου σινεμά φαντασίας και το οποίο, από σεβασμό στον Έλληνα σκηνοθέτη, είναι καλύτερο να αφήσω ασχολίαστο...
ΛΟΥΚΑΣ ΚΑΤΣΙΚΑΣ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Jerichow: Όνειρα Απατηλά
Στιβαρά φωτογραφημένο δράμα που ουσιαστικά διασκευάζει εκ νέου το "Ταχυδρόμος Χτυπάει Πάντα Δυο Φορές", το φιλμ του Κρίστιαν Πέτσολντ στήνει μια ενδιαφέρουσα διαμάχη που πίσω της κρύβει μια αλληγορική εκπροσώπηση της κοινωνικοπολιτικής διαμάχης της Ανατολής με τη Δύση.
Κι ενώ η δομή της ιστορίας φυλάει πολλά μυστικά για το τέλος κρατώντας τον θεατή καρφωμένο στη θέση του (κι ας ξέρει λίγο ως πολύ προς τα πού κατευθύνονται τα πράγματα), η αίσθηση που τελικά αφήνει είναι εκείνη ενός μισοψημένου δραματικού νουάρ, που καμία αλλαγή σκηνικού δε μπορεί να αναιρέσει την έλλειψη ουσιαστικής ανάπτυξης των προχειρογραμμένων χαρακτήρων. Οι οποίοι όσο οδεύουμε προς τη λύση τόσο περισσότερο παραδίδονται αμαχητί στην ασυνέπειά τους (σε κανένα σημείο δεν είμαστε τελικά βέβαιοι τι είναι που θέλει αληθινά ο καθένας από τη ζωή του), ενώ οι παραλληλισμοί έχουν ήδη καταρρεύσει πριν το φινάλε.
Οι ερμηνείες του πρωταγωνιστικού τρίου ενισχύουν τη βαρύτητα της ιστορίας, και ο πάντα ενδιαφέρων Πέτζολντ (της "Yella") συνεχίζει την εξερεύνηση της ζωής στη σύγχρονη χρεωκοπημένη κοινωνία με μια αυτή την καλή, έστω και άνιση, προσθήκη στη φιλμογραφία του.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Gran Torino
Ενας συντηρητικός βετεράνος της Κορέας που ζει στα λιγοστά τετραγωνικά της ιδιοκτησίας του, με μοναδική παρέα μια καλά συντηρημένη Gran Torino των 70s, αναγκάζεται να κάμψει το ρατσιστικό του μένος και να υπερασπιστεί τα νεότερα μέλη μιας γειτονικής οικογένειας Κινέζων μεταναστών.
Υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους το «Gran Τorino» είναι ίσως η πιο προσωπική ταινία την οποία σκηνοθέτησε και στην οποία πρωταγωνίστησε ποτέ ο Κλιντ Ιστγουντ. Ο Γουολτ Κοβάλσκι μοιάζει με τον τέλειο συνδυασμό του αδέκαστου «Βρώμικου Χάρι», του μοναχικού Φράνκι Νταν από το «Μillion Dollar Βaby» και του πεισματάρη Γουίλιαμ Μάνι των «Ασυγχώρητων». Στην πραγματικότητα ο Γουολτ Κοβάλσκι είναι ο φόρος τιμής του Ιστγουντ σε όλους τους ρόλους των «σκληρών» αντρών που υποδύθηκε τις τελευταίες έξι δεκαετίες και, την ίδια στιγμή, ένας μελαγχολικός αποχαιρετισμός στα όπλα για έναν ηθοποιό που αναγκάστηκε να πάρει το νόμο στα χέρια του περισσότερες από μια φορές.
Ο Κοβάλσκι, όμως, τόσο μέσα από τις σαφείς αναφορές του στους συνονόματους ήρωες του «Vanishing Ρoint» και του «Λεωφορείο Ο Πόθος», όσο και μέσα από τη σωματική ερμηνεία του Ιστγουντ, είναι ταυτόχρονα και ο απόλυτος αντιήρωας του σήμερα. Ενα γερασμένο άλογο που αρνείται να σταματήσει να τρέχει όταν όλα γύρω του μοιάζουν να το έχουν ήδη σκοτώσει, επειδή έχει γεράσει.
Σε τελική ανάλυση, ο Κοβάλσκι είναι η ίδια η Αμερική που προσπαθεί να διατηρήσει τα κεκτημένα της (ιδανικά εκφρασμένα στην καλογυαλισμένη επιφάνεια μιας Gran Torino των 70s) την ίδια στιγμή που οι νέες κοινωνικές και πολιτισμικές συγκρούσεις επιβάλλουν νέα ήθη ανοχής και συνύπαρξης. Πολύ γρήγορα, ο Κοβάλσκι θα συνειδητοποιήσει πως ο μετανάστης «εχθρός» της ιδιοκτησίας του και των ακλόνητων ιδανικών του μοιράζεται μαζί του περισσότερα κοινά από ότι διαφορές. Στην ουσία, η δική του απομόνωση από μια κοινωνία που τον θεωρεί ήδη ξοφλημένο και «άχρηστο» είναι το ίδιο περιθώριο στο οποίο προσπαθεί να επιβιώσει η οικογένεια των Κινέζων που καταπατά το φρεσκοκουρεμένο γκαζόν του. Η συνάντηση τους, ακριβώς σε εκείνο το σημείο που το παρελθόν αναγκάζεται πλέον να παραδώσει τα ηνία στο μέλλον, δεν κάνει όμως το «Gran Τorino» μόνο μια ταινία για τον ρατσισμό και την ξενοφοβία, αλλά κυρίως ένα μελαγχολικό δοκίμιο πάνω στην ανθρώπινη αντοχή.
Ο Ιστγουντ - στον πιο ήσυχα σπαρακτικό ίσως ρόλο της καριέρας του- αφήνει τις ρυτίδες του να αφηγηθούν γενναιόδωρα την ιστορία της ζωής του και, σαν το αγαπημένο του αυτοκίνητο, αρνείται να μπει στο γκαράζ, επιλέγοντας να διεκδικήσει την ανοιχτή λεωφόρο για όσα χρόνια ακόμη μπορεί να τη διασχίσει. Οι ανάσες του είναι βαριές, το πείσμα του να αποδείξει πως το σώμα του αντέχει τον κάνει αξιολύπητο, ο θυμός του θυμίζει σκυλί που φωνάζει αλλά δεν δαγκώνει και, για πρώτη φορά, ο εκδικητής του αφήνει τους προσωπικούς του δαίμονες να σκιάσουν την ηθική του. Είναι όμως η γενναιοδωρία του (ως σκηνοθέτης, ηθοποιός, άνθρωπος και καλλιτέχνης) που, σε μια σπάνια στιγμή κινηματογραφικής καθαρότητας, τον αναγάγει σε ένα σύμβολο πιο σημαντικό από οποιονδήποτε ήρωα υποδύθηκε ποτέ στη ζωή του.
Και αν ισχύει πως αυτός ο Κοβάλσκι είναι η τελευταία φορά που ο κόσμος θα δει τον Ιστγουντ μπροστά από την οθόνη, δεν υπάρχει ο παραμικρός λόγος για να μην υποκλιθούμε χωρίς ίχνος αναστολής.
ΜΑΝΩΛΗΣ ΚΡΑΝΑΚΗΣ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Αγάπη Στ' Άκρα
Οσο άσκοπο είναι να βλέπεις μια Χολιγουντιανή υπερπαραγωγή να αναλώνεται σε μια κενή παράθεση ακριβοθώρητων, θεματικών, ψηφιακών και μη... ακροβατικών, τόσο εξουθενωτικό είναι να βρίσκεσαι αντιμέτωπος με μια ευρωπαϊκή παραγωγή καλλιτεχνικών προσδοκιών που αντιμετωπίζει το σινεμά μόνο ως μια επιτηδευμένη ακολουθία πανέμορφων εικόνων. Ο σεσημασμένος («Τhe Jacket», «Η Αγάπη Είναι Ο Διάβολος») Βρετανός στυλίστας, Μέιμπερι, εγκληματεί και πάλι. Πνίγει τόσο το ενδιαφέρον, μεταμοντέρνα ρετρό σενάριο της -βραβευμένης, μητέρας της Νάιτλι- ΜακΝτόναλντ, όσο και το φρέσκο ταλέντο του πρωταγωνιστικού του κουαρτέτου σε ένα επιθετικό όργιο χρώματος, ατμοσφαιρικού κοντράστ, πόζας και εξωπραγματικά κατακόκκινων χειλιών. Το οποίο καταλήγει άνευ λόγου και αιτίας, χαρακτήρων ή ίχνους ανθρωπιάς. Εκτός αν είσαι από εκείνους που επιθυμούν διακαώς να ακούσουν την Κίρα να τραγουδάει ή να δουν γυμνά τα δειλά, κοριτσίστικα στήθη της.
ΙΩΑΝΝΑ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Άσε το Κακό να Μπει
Η Έλι δεν μπορεί να μπει απρόσκλητη πουθενά, αφού η παραβίαση της ιδιωτικότητας οποιουδήποτε ανθρώπου τη σκοτώνει επιτόπου, αφαιρώντας κάθε σταγόνα αίματος από το αιώνια ανήλικο σώμα της. Ο Όσκαρ, θύμα βασανισμών στο σχολείο και πλήρους αδιαφορίας στο σπίτι, αφήνει μια χαραμάδα ανοιχτή για πιθανούς συνοδοιπόρους. Και κάθε φορά που συναντάει την Έλι στο προαύλιο, την ανοίγει όλο και πιο πολύ.
Όταν μαθαίνει την αλήθεια είναι πια αργά: η μοναξιά του χάσκει πλέον ορθάνοιχτη.
«Θες να γίνεις το κορίτσι μου;» της λέει ενώ το στόμα της στάζει ακόμα αίμα.
«Τι πρέπει να κάνω;»
«Τίποτα»
«Τότε εντάξει»
Όλα αυτά βέβαια μεταφράζονται σε μινιμαλιστικούς βορειοευρωπαϊκούς όρους, αφού πρόκειται για μια χλωμή ιστορία βρικολάκων με σημαντική απώλεια χρώματος, με αποτέλεσμα το αίμα να φαντάζει ακόμα πιο συγκλονιστικό όταν στάζει απ’ το λαιμό των αθώων. Άλλοι μεγάλοι απόντες είναι οι σουβλεροί κυνόδοντες, τα ταξιδιωτικά φέρετρα, τα σκόρδα, οι μαύρες γυαλιστερές κάπες με κόκκινη φόδρα και όλα τα υπόλοιπα κλασικά σύνεργα του επαγγέλματος.
Την πιο εύστοχη απουσία όμως σημειώνει το παρελθόν την Έλι. Ή αιώνια 12χρονη δεν ήρθε για να μας εξιστορήσει την ιστορία της κατατρεγμένης φαμίλιας της, από τη Σουηδία ως τα Καρπάθια, αλλά για να αλλάξει τη ζωή του Όσκαρ, καθώς και όλα όσα ξέραμε ως τώρα για το βαμπιρικό μύθο. Αποφεύγοντας τα φτηνά σεξουαλικά υπονοούμενα που έκαναν ολόκληρη την Αμερική να αλληθωρίζει από αναβράζον πόθο μπροστά στον καμουφλαρισμένο συντηρητισμό του «Twilight», ο Όσκαρ και η Έλι σφραγίζουν τη σχέση τους με κάτι πολύ πιο τελεσίδικο από τη συνουσία: ένα ανατριχιαστικά ματωμένο φιλί.
Μόνο που το στόμα της απέθαντης 12χρονης δεν στάζει κολακευτικό Χολιγουντιανό αίμα, προσθέτοντας μια έξτρα λάμψη στα καλογραμμένα της χείλη, αλλά είναι γεμάτο σάρκα και μοιάζει με ανοιχτή πληγή.
ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΠΑΥΛΑΚΗ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Ανάμεσα Σε Δύο Αντρες
Μία τηλεπαρουσιάστρια σταδιακά αλλάζει πλατώ και από εκείνο του δελτίου καιρού μεταφέρεται ανάμεσα σε δύο άντρες. Από τη μία, ο γοητευτικός και πνευματώδης συγγραφέας και από την άλλη ο χλιδάνεργος τύπος με τα εκατομμύρια, τις Πόρσε και τα πανάκριβα κουστούμια. Από τη μία έχει την εμπερία των γκριζαρισμένων 50 something και από την άλλη τα νεόπλουτα νιάτα με το ντεκαπάζ στο μαλλί. Κι επίσης, με τον πρώτο λόγω βέρας, αποτελεί την τρίτη της παρέας ενώ με τον δεύτερο έχει την αποκλειστικότητα και τα διαμάντια, τα οποία όπως λέει μια άλλη ξανθιά συνάδελφος της είναι παντοτινά. Άντε τώρα να διαλέξει. Ή μάλλον μένει με την επήρεια κεραυνοβόλου έρωτα, αλλά παντρευέται το χρήμα.
Όλο αυτό το τρίγωνο ζει μια κομεντί made in France με τη ζήλεια, την κτητικότητα, την καταραμένη παρόρμηση εξαιτίας της τρελής επιθυμίας, τα διλλήματα για το ποιο είναι τελικά το σωστό και το λάθος, πόσο σημασία έχει τελικά η μεγάλη διαφορά ηλικίας και μια μικρή δόση χιούμορ να σέρνεται στα κεφάλια και τις καρδιές των πρωταγωνιστών. Εντάξει καλά όλα αυτά αλλά τι θα μου μείνει όταν θα πάω να συζητήσω γι' αυτή μόλις βγούμε από την αίθουσα;
Η ταινία του Κλοντ Σαμπρόλ με την Λιντιβίν Σανιέ ως την πέτρα του σκανδάλου θα σας αφήσει μάλλον με την αναπάντητη απορία "μήπως έχασα κάτι;" και την επόμενη μέρα ίσως να μη θυμάστε κιόλας τι ακριβώς είδατε .Το "Ανάμεσα Σε Δύο Αντρες" ("La fille coupee en deux") που έχει το κλασσικό μοτίβο γαλλικής ταινίας "μια γυναίκα δύο άντρες", θέλει να γίνει μαύρη κωμωδία αλλά τελικά δεν της βγαίνει. Πλησιάζει την ουσία αλλά την αποφεύγει συνέχεια και καταλήγει σε κάτι που σε βρίσκει αρκετές φορές να κοιτάς το ρολόι παρά την οθόνη. Δεν είναι ότι περιμέναμε καμιά ταινία με προβληματισμούς και βαθύτερα νοήματα, αλλά κάτι light με καλύτερο σενάριο. Όχι και τίποτα άλλο έιναι και το όνομα του monsieur Σαμπρόλ στη μέση.
Κική Παπαδοπούλου
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Το Χάρισμα της Σεραφίν
Ως πορτρέτο μιας ασυμβίβαστης καλλιτέχνιδας «Το Χάρισμα Της Σεραφίν» αποδεικνύεται εν τέλει υπερβολικά συμβατικό, ειδικά όταν ο αλαφροΐσκιωτος χαρακτήρας της «φωνάζει» για έναν πιο φευγάτο χειρισμό από την απλή έμφαση στα όμορφα τοπία της γαλλικής επαρχίας, με την οποία αποδίδει ο Προβόστ τη μυστικιστική επαφή της Σεραφίν με τη φύση και το Θεό.
Το ταλέντο της Σεραφίν υπήρξε για την ίδια ευχή και κατάρα, κάτι που ευτυχώς δεν μπορεί να πει κανείς για την πρωταγωνίστρια Γιολάντ Μορό.
Η γνωστή-άγνωστη του γαλλικού σινεμά ερμηνεύει την αυτοδημιούργητη ζωγράφο χωρίς να υπερβάλλει στη λόξα που την οδήγησε στο άσυλο και απογειώνει το διεκπεραιωτικό αυτό biopic λίγο πιο πάνω από ‘κει που του αξίζει.
Τώρα γιατί παρέσυρε μαζί της και άλλα 6 Σεζάρ -μεταξύ άλλων καλύτερης ταινίας και σεναρίου- απέναντι σε φαβορί όπως το «Ανάμεσα Στους Τοίχους» και το «Μια Νύχτα Χριστουγέννων» αυτό είναι ένα ερώτημα που μόνο οι Γάλλοι μπορούν να απαντήσουν.
ΘΑΝΑΣΗΣ ΠΑΤΣΑΒΟΣ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Αμφιβολία
Ελάχιστα πράγματα συμβαίνουν σε αυτή την ταινία, τη βασισμένη στο θεατρικό έργο που έγραψε ο ίδιος ο (βραβευμένος με Οσκαρ σεναρίου για το «Κάτω Από Τη Λάμψη Του Φεγγαριού») σκηνοθέτης. Κι όμως, μέσα στους κλειστούς χώρους, οι σπινθήρες των συναρπαστικών διαλόγων πολλαπλασιάζουν τη δράση ανεβάζοντας συνεχώς την ένταση. Μια αυστηρή ηγουμένη (Στριπ), ένας προσφιλής καθολικός ιερέας (Χόφμαν) και μια αφελής καλόγρια (Ανταμς) αποτελούν το ιδιότυπο τρίγωνο το οποίο περικλείει και συμπιέζει τη βασική «Αμφιβολία» του τίτλου: παρενόχλησε ή όχι ο ιερέας τον μαθητή; Η οριστική ετυμηγορία ενός ναι ή ενός όχι δεν είναι πάντως το ζητούμενο, αφού το μυστήριο μεταβάλλεται γρήγορα σε μια φιλοσοφική διελκυστίνδα για τη δύναμη (ή την αδυναμία) της πίστης. Χριστιανικές παραβολές (σαφώς εμπνευσμένες από εκείνες των Ευαγγελίων) μπλέκουν με ηθικά διλήμματα γύρω από το βάρος και την ουσία της Αλήθειας, ενώ η καταπληκτική σκηνή με τη μητέρα του μαθητή (Ντέιβις) δίνει άλλη διάσταση στην αποκάλυψη ή την απόκρυψη του καταγγελλόμενου παιδεραστή.
Εντυπωσιακές ερμηνείες βοηθούν το φιλμ να ξεφύγει από το βαρετό θεολογικό του περίβλημα και να αφορά όλους τους θεατές. Βασικό του προτέρημα, η πυκνότητα των διαλόγων και η καθαρότητα των ιδεών. Ελάττωμά του η αδυναμία του Σάνλεϊ να βρει την αναγκαία κινηματογραφικότητα έξω από το θεατρικό στυλιζάρισμα της μορφής του.
ΟΡΕΣΤΗΣ ΑΝΔΡΕΑΔΑΚΗΣ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Έλα να δεις
Η τελευταία και καλύτερη ταινία που γύρισε στην καριέρα του ο Ρώσος σκηνοθέτης (και συμμαθητής του Αντρέι Ταρκόφσκι στο σχολείο) χρειάστηκε να περιμένει πολλά έτη μέχρι να ολοκληρωθεί και χρηματοδοτήθηκε, προκειμένου να γιορτάσει τα σαραντάχρονα της νίκης των Σοβιετικών έναντι των Γερμανών. Τίποτα ηρωικό δεν συναντά, εν τούτοις, κανείς σε αυτή τη συγκλονιστική συμφωνία της βαρβαρότητας και του ανθρώπινου παραλόγου.
Αντλώντας από τις αποτρόπαιες μαζικές σφαγές που πραγματοποίησαν οι ναζιστικές δυνάμεις στα εδάφη αυτού που σήμερα αποτελεί τη Λευκορωσία, το φιλμ αποτελεί το κινηματογραφικό αντίστοιχο ενός υπερρεαλιστικού εφιάλτη, ιδωμένου στο μεγαλύτερο μέρος του μέσα από έντρομα παιδικά μάτια και βαμμένου ως επί το πλείστον με τα χρώματα του αίματος και της λάσπης.
Εναλλάσσοντας τον ντοκιμαντεριστικό ρεαλισμό με αναπάντεχα διαλείμματα λυρισμού, ο Κλίμοβ προσγειώνει σταδιακά τον θεατή σε μια μπαρόκ και συναισθηματικά εξοντωτική εμπειρία. Με τη βοήθεια μιας ηχητικής μπάντας στοιχειωμένης από ανάσες, κραυγές και χτυποκάρδια, ο σκηνοθέτης συλλαμβάνει σκηνές δυσβάσταχτης φρίκης και γνήσιου τρόμου και χρησιμοποιεί την παροξυσμική εικονογράφησή του για να διοχετεύει τακτικά ηλεκτροσόκ στον θεατή. Βεβαιώνοντας, έτσι, ότι τίποτε σε αυτό το εξπρεσιονιστικό και ασφυκτικό όραμα βίας δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητο. Και μετατρέποντας το «Ελα Να Δεις» σε μια από τις πιο σφοδρές αντιπολεμικές δηλώσεις που έχει συντάξει ποτέ το σινεμά.
ΛΟΥΚΑΣ ΚΑΤΣΙΚΑΣ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Η Αλίκη Στις Πόλεις
Νέα Υόρκη. Για την ταινία είναι η πόλη-αφετηρία, αλλά για το σύμπαν του Φίλιπ, του 35χρονου ήρωα, μάλλον ο βαλτωμένος τερματισμός. Ο γερμανικής καταγωγής συγγραφέας είχε έρθει στη 70s Αμερική για να ζήσει την περιπέτεια. Την τυχοδιωκτική περιπλάνηση που οδηγεί στην έμπνευση, στην τέχνη, στο «όνειρο». Δεν βρήκε τίποτα. Η ανατολική ακτή τον ξέβρασε στην πολύβουη φανταχτερή μητρόπολη, στην πόλη όπου όλα μπορούν να συμβούν.
Τίποτα δεν συνέβη. Ξόδεμα ενέργειας, μούδιασμα συναισθημάτων, συγγραφικό μπλοκάρισμα. Η επιστροφή στην Ευρώπη αποτελεί πλέον μονόδρομο. Από την πρώτη σεκάνς, ο Βέντερς είναι ξεκάθαρος: η μοναξιά και η απόδραση, το όνειρο της Αμερικής και η αποξένωση, ο «δρόμος» και η παραβίαση των συνόρων, η τέχνη και η ζωή που χάνεται όταν αποτυπώνεται στην τέχνη - όλες οι θεματικές που θα απασχολήσουν το σινεμά του για δεκαετίες δηλώνουν παρούσες. Και αν όλες οι ταινίες δρόμου (ένα γοητευτικό, ρομαντικό είδος που ο Βέντερς έχει επάξια υπηρετήσει) ξαφνιάζουν όταν αποκαλύπτουν ότι οι αποπροσανατολισμένοι τους ήρωες δραπετεύουν, όχι γιατί ψάχνουν στην ουσία προορισμούς, αλλά το προσωπικό κέντρο βάρους τους, εδώ ο Γερμανός σκηνοθέτης έχει φέρει μια ακόμα ανατροπή.
Δεν πηγαίνουμε. Επιστρέφουμε. Το road trip έγινε, απογοήτευσε, τελείωσε. Ο ήρωας επιλέγει να μας βάλει στον κόσμο του τη στιγμή που μαζεύει τα κομμάτια και τις βαλίτσες του και παίρνει τον δρόμο του γυρισμού. Μόνο που εκεί μπορεί να κρύβεται η έκπληξη. Οταν λίγο πριν την απογείωση μία μητέρα αφήνει την εννιάχρονη κόρη της Αλις στην «προσωρινή» κηδεμονία του και εξαφανίζεται, ο Φίλιπ ξεκινά ένα διαφορετικό ταξίδι αναζήτησης: με την αθωότητα του μικρού κοριτσιού για συνοδηγό, και μία φωτογραφική μηχανή να αποτυπώνει τα συναισθήματα, καθώς οι λέξεις είναι ακόμα σκαλωμένες, το ασπρόμαυρο σελιλόιντ γεμίζει φως, ήλιο, ζωή. Οι πόλεις που το παράξενο δίδυμο διασχίζει, ψάχνοντας τη γιαγιά της Αλις, δεν είναι παρά σταθμοί στην ωρίμανση και των δύο, στάσεις στις οποίες θα ανατρέχει η μνήμη όταν θα προσπαθεί να χαρτογραφήσει τα σημαντικά που ζωντάνεψαν την καρδιά.
Κι αυτά δεν έχουν να κάνουν με γεωγραφία. Είναι ευτύχημα ότι η ταινία έγινε το 1974 - προτού η κοινωνική αντίληψη αλλοιωθεί και δει την σχέση ενός άντρα μ ένα μικρό κοριτσάκι μ έναν καχύποπτο φόβο. Δεν υπάρχει τίποτα το πονηρό στο πώς ένα μικρό παιδί μπορεί να δώσει ζωή σ' έναν χαμένο ενήλικα. Πώς μπορεί να ξεκλειδώσει πόρτες, να αφοπλίσει άμυνες, να τον ξανασυστήσει στον εαυτό του. Να τον βάλει σ' ένα τρένο που ούτε κυνηγάει ούτε εγκαταλείπει τα όνειρά του. Απλά τον οδηγεί στην επόμενη πόλη. Ασπρόμαυρο ταξίδι δρόμου, με τον Βιμ Βέντερς να ιχνηλατεί χαμένες πατρίδες και να βρίσκει τον προορισμό του με πυξίδα την καρδιά.
Πόλυ Λυκούργου
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
12
Ταπεινή σε σύλληψη αλλά οπερατική σε εκτέλεση, η νέα ταινία του Νικίτα Μιχάλκοφ είναι μια ευχάριστη προσθήκη στην κορεσμένη, λόγω υπέρμετρης φιλοδοξίας, φιλμογραφία του που θα μπορούσε άνετα να θεωρηθεί το comeback της χρονιάς, αν δεν είχε προηγηθεί ο υπέροχος Γέρζι Σκολιμόφσκι.
Αν και διασκευή των «12 Ενόρκων» του Σίντνεϊ Λιούμετ, θα ορκιζόταν κανείς ότι το «12» γεννήθηκε με ρώσικη ψυχή, αφού η υποταγή του σεναρίου στα σκηνοθετικά καπρίτσια του Μιχάλκοφ είναι ολοκληρωτική. Χωρισμένο σε 12 ίσα μέρη, κάθε συμμετέχων έχει θεωρητικά την ευκαιρία να διεκδικήσει εύσημα πρωταγωνιστή, ανάλογα με την ένταση της ερμηνείας του.
Ο πανούργος Μιχάλκοφ, όμως, δεν αφήνει τίποτα στην τύχη, κρατώντας τον ηγετικό ρόλο -αυτόν του πρόεδρου της συνεδρίασης- για τον εαυτό του. Γιατί όσο απολαυστικοί, μέσα στη θεατρική υπερβολή τους, κι αν είναι οι ερμηνευτές του, τον τελευταίο λόγο τον έχει πάντα ο σκηνοθέτης. Αρα πρωταγωνιστής, είτε το θέλουν είτε όχι, αναδεικνύεται ο Μιχάλκοφ. Case closed.
ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΠΑΥΛΑΚΗ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Το Προσωπο Ενος Αλλου
Δυο χρόνια μετά τη συνεργασία τους στην ελλειπτική «Γυναίκα Στους Αμμόλοφους», ο 40χρονος τότε Τεσιγκαχάρα αποφάσιζε να διασκευάσει ξανά βιβλίο του Κόμπο Αμπε για την οθόνη. Σε σενάριο του συγγραφέα, το «Πρόσωπο Ενός Αλλου» αποτελεί πιο επεξηγηματική περίπτωση ταινίας, γεγονός που αποτελεί και το μοναδικό μειονέκτημά της. Η ιστορία ενός ήρωα που επωμίζεται μια καινούρια ταυτότητα για να δοκιμάσει τα όρια της προσωπικής του ηθικής ξεδιπλώνεται ταυτόχρονα με τη δευτερεύουσα πλοκή μιας γυναίκας, μερικώς παραμορφωμένης από τις εκρήξεις του Ναγκασάκι, που προσπαθεί να συμβιβαστεί με την «αναπηρία» της.
Η διπλή αυτή αφηγηματική πορεία φέρνει αντικριστά έναν ευρηματικό στοχασμό επάνω στην ρευστότητα της ανθρώπινης ταυτότητας με ένα σχόλιο πάνω στη σύγχυση μιας μεταπολεμικής Ιαπωνίας που κουβαλά ακόμη επάνω της τα σωματικά και ψυχολογικά τραύματα της ατομικής βόμβας. Το κάνει όμως μέσω διαλογικών μερών που αποτελούν προϊόν λογοτεχνικής πένας και συμβολισμών τους οποίους ο σκηνοθέτης νιώθει την ανάγκη να καταστήσει περισσότερο από σαφείς. Κάπου εδώ ωστόσο σταματούν τα ελαττώματα του εφιαλτικού δημιουργήματος του Τεσιγκαχάρα και ξεκινά μια από τις πιο μοντέρνες και αποστομωτικές ταινίες του ιαπωνικού σινεμά. Μέγιστος σκηνοθέτης που θεωρούσε καθήκον του το να επιχειρεί μονίμως την υπέρβαση στην τέχνη του, ο Τεσιγκαχάρα μετατρέπει το «Πρόσωπο» σε ένα στυλιστικό ντελίριο από αλλόκοτα close up, απότομα ζουμαρίσματα της κάμερας, πλάνα που παγώνουν, ξαφνικές αλλαγές στο φορμά της εικόνας, φωτογραφικά μοντάζ, πειραματισμούς με τα στεγανά του κάδρου και ευφάνταστα ντεκόρ που μετατρέπονται σε μια συνεχή προσπάθεια μετάβασης σε ένα καινούργιο κινηματογραφικό λεξικό.
Η πολυμορφία αυτή λειτουργεί, όμως, πρώτα προς όφελος της ίδιας της ιστορίας. Περικυκλώνει τον ήρωα με ένα αίσθημα διαρκούς αβεβαιότητας, αιφνιδιάζει ολοένα τον θεατή και συμπληρώνει ιδανικά την απεικόνιση ενός υπαρκτού σύγχρονου κόσμου αντανακλάσεων και ειδώλων για τον οποίο η αλήθεια αποτελεί μια ατέρμονη μασκαράτα. Πίσω από ένα προσωπείο κρύβεται διαρκώς κάποιο άλλο. Ομως, ποιο προσωπείο είναι το μόνο πραγματικό;
Λουκάς Κατσίκας
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Το Χρέος
Η προσπάθεια τριών πρακτόρων της Μοσάντ να αιχμαλωτίσουν και να εξοντώσουν ένα ναζιστή εγκληματία πολέμου στην Ανατολική Γερμανία του 1965 βρίσκεται στο επίκεντρο του δραματικού θρίλερ του Τζον Μάντεν (Το μαντολίνο του λοχαγού Κορέλι) και ο αντίκτυπος της τότε (αποτυχημένης) τους αποστολής στις ζωές τους στο σημερινό Ισραήλ συνιστά τον δομικό καμβά της δράσης που κινείται ανάμεσα σε δύο χρόνους.
Ενδιαφέρουσα η ματιά του φιλμ πάνω στην έννοια της δικαιοσύνης και την απόστασή της από την αυτοδικία, κρίμα, ωστόσο που σε αντίθεση με τις σφιχτοδεμένες σκηνές κυνηγητού και αγωνίας, η ιστορία του ερωτικού τριγώνου ελάχιστα αναπτύσσεται και καθόλου δεν σε απορροφά. Καλές ερμηνείες από το επιτελείο των Βρετανών στην πλειονότητά τους ηθοποιών, αν και την παράσταση κλέβει η Αμερικανίδα Τζέσικα Τσαστέιν, ταχύτατα ανερχόμενη μετά το "Δέντρο της ζωής" και το "The help".
Ρόμπυ Εκσιέλ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Ένας Μικρός Παράδεισος
Η χειραφετημένη και ανεξάρτητη καριερίστα Κέιτ Χάντσον μαθαίνει ότι έχει καρκίνο, ερωτεύεται τον ογκολόγο της Γκαέλ Γκαρσία Μερνάλ και παίρνει μαθήματα ζωής από τον... Θεό-Γούπι Γκόλντμπεργκ; Από την αρχή το νέο πρότζεκτ της Νικόλ Κασέλ, που πριν από μερικά χρόνια μας είχε δώσει το ανέλπιστα συγκρατημένο και υπόκωφο «The Woodsman», με τον Κέβιν Μπέικον-παιδεραστή, έμοιαζε με κακόγουστο αστείο.
Τα καλά νέα είναι ότι το «Ένας Μικρός Παράδεισος» δεν είναι η φρικαλέα ταινία που φανταζόμασταν. Το σενάριο ακολουθεί την πεπατημένη της παραδοσιακής χολιγουντιανής ντραμεντί: λίγο χαμόγελο, λίγο φλερτ και ακόμα περισσότερα χαρτομάντηλα. Η ιδέα της Γούπι Γκόλντμπεργκ ως έγχρωμος θηλυκός Θεός είναι χαριτωμένη ακόμα κι όταν σε παραδεισένιο ψηφιακό φόντο αραδιάζει τσιτάτα που μοιάζουν βγαλμένα από εκλαϊκευμένα βιβλία αυτοβοήθειας. Και στους δεύτερους ρόλους, παρά το ελάχιστο περιθώριο που διαθέτουν, ηθοποιοί όπως η Κάθι Μπέιτς και η Ρόζμαρι ΝτεΓουίτ κάνουν τη μικρή διαφορά.
Τα κακά νέα είναι ότι το σενάριο δεν κάνει καμία προσπάθεια να ξεφύγει από την προδιαγεγραμμένη πορεία του· ούτε καν η εκνευριστικά στωική στάση της ηρωίδας που, λίγο πριν τινάξει τα πέταλα, αποφασίζει να δοκιμάσει για πρώτη φορά να αφεθεί στα δίχτυα του έρωτα. Πόσο μάλλον όταν αυτός έρχεται στο πρόσωπο του Γκαέλ Γκαρσία Μπερνάλ, ο οποίος μοιάζει σαν ψάρι έξω από το νερό και φαντάζει σχεδόν ατροφικός δίπλα στην Κέιτ Χάντσον – σωματικά κι όχι ερμηνευτικά!
Οι ισορροπίες αποδεικνύονται τελικά εκμηδενιστικές, μετατρέποντας την ταινία σε ένα χαριτωμένο τίποτα και αφήνοντάς μας να περιμένουμε εις μάτην ένα φιλμ που θα αντιμετωπίσει το ριψοκίνδυνο αυτό θέμα, με τα απαραίτητα κότσια: δίχως την κουραστική μελούρα αλλά και με λιγότερο ανώδυνο χιουμοράκι.
Θανάσης Πατσαβός
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Ο Τρίτος Άνθρωπος
Βρισκόμαστε στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και η Βιέννη έχει μετατραπεί σε ναρκοπέδιο. Από τη μια Γάλλοι και Αμερικάνοι, απ' την άλλη Ρώσοι και Βρετανοί - ο καθένας με τις δικές του επιδιώξεις - και στη μέση ο Χόλι Μάρτινς (Τζόζεφ Κότεν), ένας απονήρευτος γραφιάς που καταφτάνει στην Αυστρία με την υπόσχεση μιας δουλειάς. Δυστυχώς, ο άνθρωπος που του την υποσχέθηκε (Χάρι Λάιμ στο όνομά, Όρσον Γουέλς στον ρόλο), μόλις απεβίωσε κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες και ο Χόλι, συγγραφέας φτηνών ρομάντζων και ακόμα φτηνότερων καουμπόικων, είναι αποφασισμένος να βρει το φταίχτη. Μόνο που η Ευρώπη του μεσοπολέμου δεν είναι Άγρια Δύση. Αντί για καουμπόηδες και Ινδιάνους, ο ήρωάς μας παγιδεύεται σε έναν κυκεώνα κρυφών συμφερόντων και ερωτεύεται το κορίτσι του νεκρού του φίλου που μοιάζει να έχει ορκιστεί αιώνια πίστη σε έναν πεθαμένο.
Ευρηματικά εικονογραφημένος από τον Ρόμπερτ Κράσκερ, «Ο Τρίτος Άνθρωπος» είναι ένα εξαιρετικό ντεκουπάζ από ρισκέ γωνίες και οπτικά τρικ που κάνουν την αυστριακή πρωτεύουσα να μοιάζει με τους ζωγραφιστούς εφιάλτες του Γερμανικού εξπρεσιονισμού. Μέχρι που εμφανίζεται ο Όρσον Γουέλς, κάνοντας την πιο θεαματική είσοδο στην ιστορία του κινηματογράφου – και μάλιστα ακριβώς τη στιγμή που κόντευες να ξεχάσεις ότι έπαιζε καν στην ταινία. Και βγάζει το έξης αθάνατο λογύδριο που ο σεναριογράφος Γκράχαμ Γκριν ορκίζεται ότι έγραψε ο Γουέλς χωρίς τη βοήθειά του: «Στην Ιταλία, για τριάντα χρόνια υπό την εξουσία των Βοργίων είχαν πόλεμο, τρομοκρατία, φονικά και αιματοκύλισμα, έβγαλαν όμως έναν Μιχαήλ Άγγελο, έναν Λεονάρντο ντα Βίντσι, μια Αναγέννηση. Στην Ελβετία αγαπιόντουσαν αδελφικά – είχαν 500 χρόνια δημοκρατίας και ειρήνης, και τι παρήγαγαν; Το ρολόι με τον κούκο». Δηλαδή εμείς εδώ στην Ελλάδα να αναμένουμε ένα δεύτερο Διαφωτισμό;
Δέσποινα Παυλάκη
ΠΑΙΖΟΝΤΑΙ ΤΩΡΑ
Blackmail
Η πρώτη ομιλούσα ταινία μεγάλου μήκους της Μεγάλης Βρετανίας έμελλε να φέρει την υπογραφή του ανθρώπου που αργότερα θα γινόταν γνωστός ως ο «μάστορας του σασπένς». Η δεύτερη απόπειρα του Άλφρεντ Χίτσκοκ στο είδος του αστυνομικού θρίλερ θα γινόταν η μεγάλη εμπορική και καλλιτεχνική του επιτυχία, που έστρωσε το δρόμο για μια μεγαλειώδη καριέρα. Οι κριτικοί της εποχής έμειναν εντυπωσιασμένοι από την πρωτόγνωρη για τα δεδομένα της εποχής χρήση του ήχου και οι θεατές ακολούθησαν το hype, χαρίζοντας στο φιλμ πολλές χιλιάδες εισιτηρίων.
Πέρα όμως από την ευφάνταστη αξιοποίησή της ηχητικής μπάντας σε πλέον διάσημες σκηνές, όπως εκείνη με το μαχαίρι, ο Χιτς θα μπόλιαζε το «Blackmail» με όλα εκείνα τα στοιχεία που αργότερα θα αναγνωρίζονταν ως προσωπικές εμμονές του: το αδύναμο και εξαρτημένο θηλυκό, το γεμάτο σεξουαλική ενέργεια αρσενικό, αλλά και το χτίσιμο της αγωνίας είναι παρόντα στο φιλμ του 1929. Εκεί, η νεαρή Άλις χαλαρώνει ελαφρώς τα ήθη της για ένα βράδυ και (φυσικά, αφού προκαλεί κάποιον σεξουαλικά) βρίσκεται μπλεγμένη σε φόνο. Ενώ προσπαθεί να συγκαλύψει την ντροπιαστική συμμετοχή της στο γεγονός από την καθώς πρέπει οικογένειά της, με την βοήθεια του -παντοδύναμου αρσενικού- αστυνομικού φίλου της, ένας εκβιασμός δυσκολεύει ακόμη περισσότερο την κατάσταση.
Πιθανόν το «Blackmail» με τους αργούς ρυθμούς και τον πρωτόγονο ήχο του να δυσκολέψει κάπως τον εθισμένο στα γρήγορα cuts θεατή, αλλά η εμπειρία θα τον αποζημιώσει καθώς γίνεται μάρτυρας της ίδιας της εξέλιξης της κινηματογραφικής γλώσσας, την εποχή που έκανε τα πρώτα της βήματα, προσπαθώντας να ανακαλύψει τον εαυτό της. Εξάλλου, λίγη ακαδημαϊκή γνώση δεν έβλαψε ποτέ κανέναν!
Φαίδρα Βόκαλη
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Chongqing Blues
Αργό, μακρόπνοο, σινεφίλ δράμα για την προσπάθεια ενός πατέρα να γνωρίσει τον σκοτωμένο γιο του μέσα από τις μαρτυρίες όσων ενεπλάκησαν στη φαινομενικά τυχαία δολοφονία του. Ξεκινώντας από μία πολύ ενδιαφέρουσα αφετηρία, και προσπαθώντας να συνδέσει μη γραμμικά τα συμβάντα που οδήγησαν έναν νέο άνθρωπο σε μια τραγική μοίρα, το «Chongqing Blues» τελικά εγκλωβίζεται μέσα στη στυλιστική του αυτάρκεια και το (πρώτου επιπέδου) συμβολικό του σύμπαν, καταλήγοντας να είναι μια επιτηδευμένη φορμαλιστική άσκηση. Με φιλοσοφημένους διαλόγους του στυλ «Όλα τα ποτάμια στην θάλασσα δεν καταλήγουν;» εξαντλείται η υπομονή και του πιο καλοπροαίρετου θεατή, που μπορεί να συγκινηθεί από την αισθητική αρτιότητα της ταινίας, αλλά αποκλείεται να μην εκνευριστεί από την αχαλίνωτη επιτήδευσή της.
Φαίδρα Βόκαλη
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Ακόμα και η Βροχή
H τελευταία ταινία της Ισιάρ Μπολέιν, σε σενάριο του σταθερού σεναριογράφου του Κεν Λόουτς, Πολ Λάβερτι, αφηγείται την ιστορία ενός κινηματογραφικού συνεργείου που φτάνει στην Κοτσαμπάμπα της Βολιβίας του 2000, για να γυρίσει μια λόου-μπάτζετ παραγωγή με θέμα την ανακάλυψη της αμερικανικής ηπείρου από τον Χριστόφορο Κολόμβο, χωρίς όμως τους μύθους που συνήθως την περιβάλλουν. Χρησιμοποιώντας τον αγαπημένο σινεφίλ μανδύα της ταινίας μέσα στην ταινία, η Ισπανίδα σκηνοθέτης φιλοδοξεί να χτίσει μια επική ιστορία εκμετάλλευσης και εξέγερσης, συνδέοντας το θέμα του φιλμ που γυρίζεται με την ίδια την κατάσταση στην χώρα παραγωγής.
Κεντρικά πρόσωπα του δράματος είναι ο ιδεαλιστής και πόνόψυχος σκηνοθέτης Σεμπαστιάν (Γκαέλ Γκαρσία Μπερνάλ), ο σοβινιστής και τσιγκούνης παραγωγός του, Κόστα (Λουίς Τοσκάρ) και ο μέθυσος πρωταγωνιστής (Κάρα Ελεχάλδε), που αναρωτιέται αν τελικά το φιλμ που γυρίζουν προσεγγίζει περισσότερο την τέχνη ή την προπαγάνδα. Στόχος των δημιουργών είναι να δείξουν το πραγματικό πρόσωπο του Κολόμβου, ως ανθρώπου παθιασμένο με το χρυσό, που δε δίστασε να εκμεταλλευτεί τους Ινδιάνους και να ενισχύσει το δουλεμπόριο. Την ίδια στιγμή, στην εργατικά πάμφθηνη Βολιβία, όπου οι κομπάρσοι κοστίζουν μόλις 2 δολάρια τη μέρα, ξεσπά μια τοπική διαμάχη, που προσομοιάζει σε σημεία το σενάριο της ταινίας που γυρίζεται: στον γνωστό πλέον (και εντελώς αληθινό) Πόλεμο του Νερού, χιλιάδες άνθρωποι εξεγέρθηκαν ενάντια στο πλάνο ιδιωτικοποίησης της ύδρευσης από αμερικάνικες πολυεθνικές, πολεμώντας κυριολεκτικά τους ξένους «κατακτητές» για το νερό τους.
Το σχέδιο της Μπολέιν δεν είναι απλό, αφού προσπαθεί ουσιαστικά να στριμώξει τρεις ταινίες σε μία, και μάλιστα με το πενιχρό μπάτζετ που είχε ο Σεμπαστιάν. Η δραματοποιημένη αναπαράσταση της αποστολής του Κολόμβου, η κινηματογράφησή της και η τοπική εξέγερση δημιουργούν έναν κύκλο στον οποίο περιστρέφεται η ίδια θεματική αλλά και ένα μικρό παράδοξο: το σενάριο μας υποδεικνύει με σαφήνεια πως η εργατική εκμετάλλευση είναι ανήθικη και πως τα λόγια, η θεωρία και οι τέχνες είναι ήσσονος σημασίας σε σχέση με την ενεργή δράση. Ωστόσο, η πραγματική ταινία, το εν λόγω θεωρητικό καλλιτέχνημα, έχει ήδη γυριστεί, και μάλιστα στην χώρα με το φθηνό εργατικό δυναμικό.
Αυτού του είδους ο (συνειδητός ή ασυνείδητος) μετα-σχολιασμός είναι εξαιρετικά ενδιαφέρων και οι ερμηνείες σύσσωμου του καστ βοηθάνε προς τη δημιουργία της κατάλληλης ατμόσφαιρας, ωστόσο ο ηθικοπλαστικός διδακτισμός του σεναρίου και η συμβατική σκηνοθεσία της Μπολέιν οδηγούν την ταινία σε μονοπάτια πολύ προφανή και απλουστευτικά για να είναι απολαυστικά.
Φαίδρα Βόκαλη
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Μαύρη Αφροδίτη
Δεν πάει πολύς καιρός από τότε που οι άνθρωποι ήταν ικανοί να κλείνουν σε κλουβιά άλλους ανθρώπους λόγω μιας μικρής γενετικής «παραφωνίας», και να τους περιφέρουν προς τέρψη του φιλοθεάμονος κοινού. Ο Αμπντελατίφ Κεσίς έρχεται να μας το θυμίσει, αφηγούμενος τα πάθη μιας ηρωίδας ολότελα αληθινής.
Η Σάαρτζι Μπάρτμαν γεννιέται το 1789, σωτήριο έτος της Γαλλικής Επανάστασης, κι όμως στη θλιβερή πορεία της στον κόσμο τούτο θα ανακαλύψει πιο πολύ τα σκοτάδια και την βαρβαρότητα των ανθρώπινων κοινωνιών. Το αμάρτημά της Μαύρης Αφροδίτης, φύσεως καθαρά γενετικής: οπίσθια σαν εξωπραγματικά και αιδοίο υπερτροφικό. Χωρίς να το καταλάβει, η Μπάρτμαν θα βρεθεί στο Λονδίνο, να εκτίθεται κλεισμένη σε ένα κλουβί σαν σπάνιο ζώο. Βορά του κοινού στα θεάματα του Πικαντίλι, δέχεται τα γεμάτα έκπληξη βλέμματα, τα γέλια, τα αγγίγματα. Κι από τα λονδρέζικα πλήθη, η πληθωρική γυναίκα θα «προβιβαστεί» στα παριζιάνικα μπορντέλα πολυτελείας και τα σαλόνια των οργίων. Η Μπάρτμαν εξάπτει το σεξουαλικό, αλλά και το επιστημονικό φαντασιακό της γαλλικής κοινωνίας, καθώς οι ειδήμονες βλέπουν σε αυτήν ένα είδος εξέλιξης του ουρακοτάγκου. Η επιστημονική κοινότητα θα την ξαπλώσει στο κρεβάτι, θα την αναλύσει και θα την ψηλαφήσει με τον πιο αδιάκριτο τρόπο. Το χειμώνα του 1815, η Μαύρη Αφροδίτη πεθαίνει σε ηλικία 26 ετών. Επίσημη αιτία θανάτου, μια συνήθης πνευμονία. Στην πραγματικότητα, η νεαρή γυναίκα θα λυγίσει από τα εξοντωτικά ωράρια των παραστάσεων, το κρύο, τον εξευτελισμό και την κακομεταχείριση.
Η Σάαρτζι Μπάρτμαν είναι θύμα ενός αιώνα που ανακαλύπτει την δυνατότητα πειραματισμού με το ανθρώπινο σώμα και γεννά τον Φρανκενστάιν. Του ίδιου αιώνα που θα επεξεργαστεί τις θεωρητικές μήτρες των πιο απεχθών ειδών ρατσισμού. Αυτό το ιστορικό μομέντουμ θα διαλέξει ο Αμπντελατίφ Κεσίς («Κουσκούς με Φρέσκο Ψάρι») για να μεταφερθεί για πρώτη φορά σε μια αλλοτινή κοινωνία, αφήνοντας για λίγο πίσω του το σχεδόν νεορεαλιστικό σύμπαν των γκέτο και των μεταναστών. Κι αν στις προηγούμενες ταινίες του ο Κεσίς ξεκινούσε από την αφετηρία του καθημερινού για να αγγίξει αργά κι επίπονα μια φλέβα ποιητική, εδώ επιχειρεί να σκαλίσει πέρα από τις ολοφάνερα μυθιστορηματικές διαστάσεις των παθών της ηρωίδας του και να ανακαλύψει το απλό και καθημερινό.
Μέσα από τις μακρόσυρτες κι επαναλαμβανόμενες σκηνές των θεαμάτων στα οποία υποβάλλεται η Μαύρη Αφροδίτη, ο θεατής στερείται την άνεση του ηδονοβλεψία και οικειοποιείται το βλέμμα της Μπάρτμαν, απέναντι σε μια πρώιμη κοινωνία του θεάματος που είναι ικανή για την πιο σαρκοβόρα φρίκη. Η μία παράσταση φέρνει την άλλη με έναν ρυθμό όλο και πιο μεθυστικό, και η Μαύρη Αφροδίτη τελικά αναδεικνύεται σε μια μυστηριώδη καλλιτέχνιδα, της οποίας την τέχνη κανείς δεν είχε τα μάτια να κοιτάξει.
Kωνσταντίνος Σαμαράς
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Το Άλογο Του Τορίνο
Ο Μπέλα Ταρ, πιστός στις αφηγηματικές εμμονές του, αποφασίζει να εξερευνήσει μια ιστορία βασισμένη στο «εάν». Γοητευμένος από το περιστατικό της κατάρρευσης του Νίτσε μπροστά στο μαστίγωμα ενός αλόγου, αποφασίζει να ακολουθήσει όχι την (πιασάρικη) ιστορία του Γερμανού φιλοσόφου αλλά την ιστορία του ζώου: Ο άνθρωπος που μαστιγώνει το άλογο είναι γεωργός που ζει κάνοντας δουλειές με το κάρο και το άλογό του στην πόλη. Το άλογο είναι γερασμένο και σε πολύ κακή κατάσταση υγείας, αλλά υπάκουο στις εντολές του αφεντικού του. Ο αγρότης και η κόρη του πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι είναι αδύνατο να συνεχίσουν να το συντηρούν. Ο θάνατος του αλόγου είναι η βάση αυτής της τραγικής ιστορίας.
Θέλει αρετή και υπομονή το σινεμά του Ούγγρου γητευτή της σιωπής. Είναι από εκείνα που δεν παρακολουθούνται. Βιώνονται. Ως βραδυφλεγείς, αναπάντεχα γεμάτες εμπειρίες. Αρκεί να υπομείνεις τον άγρια ασπρόμαυρο λυρισμό, τους αργούς, σχεδόν αμοντάριστους, ρυθμούς, την χωρίς εξόδους κινδύνου ρουτίνα και την αμετάκλητη αλληγορία του. Στα οποία ο Ταρ επιστρέφει δριμύτερος, μετά τη –κατά γενική ομολογία- παρασπονδία του «The Man from London».
Ισως, το «Άλογο του Τορίνο», όπως ο ίδιος υποστήριξε, να είναι η τελευταία ταινία του. Σίγουρα όμως είναι μια συμβολική κατάθεση για το τέλος της ανθρωπότητας και του πολιτισμού της. Με αφετηρία την ιστορία του αλόγου που αγκάλιασε κλαίγοντας ο Νίτσε, για να το προστατεύσει από το μαστίγωμα του αφεντικού του, ο Ταρ αποκαλύπτει την «δωρική» καθημερινότητα ενός πατέρα και μιας κόρης – αταίριαστο, άγονο ζευγάρι Αδάμ και Εύας, που έρχεται αντιμέτωπο με την ανυπαρξία, καθώς το άλογο αργοπεθαίνει, το πηγάδι στερεύει, τα ξύλα και το πετρέλαιο παύουν να καίνε, ο αέρας δε λέει να σταματήσει…
Iωάννα Παπαγεωργίου
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Κόκκινος Ουρανός
Όσο καλοπροαίρετα και να το δει κανείς, δεν υπάρχουν πολλές φρέσκιες ιδέες στην ιστορία που βρίσκεται στο κέντρο του «Κόκκινου Ουρανού». Καλές προθέσεις και φιλότιμη αφοσίωση σε αυτές ίσως, αλλά πρωτοτυπία σε μικρή δόση. Η ιστορία δύο πολύ καλών αλλά αταίριαστων φίλων που έρχονται σε διαμάχη για μια γυναίκα; Το ότι τους θέλει και τους δυο, ακριβώς επειδή είναι αταίριαστοι; Ένας μικρός παράδεισος που είναι πολύ καλός για να κρατήσει; Ενδιαφέροντα μεν, αλλά χιλιοειπωμένα πια και, στην περίπτωση της συγκεκριμένης ταινίας, με τρόπο όχι ακριβώς ριζοσπαστικό. Ξέρουμε ότι οι φίλοι είναι πολύ διαφορετικοί γιατί αυτό φωνάζει η εξωτερική τους εμφάνιση (γυαλιά ο ένας, μούσια ο άλλος), οι ενδυματολογικές τους επιλογές (μπεζ υφασμάτινα ο ένας, τζιν ο άλλος), και φυσικά το σενάριο, όσο πιο συχνά γίνεται, μέσω όσο περισσότερων χαρακτήρων γίνεται. Η κοπέλα που έρχεται ανάμεσά τους είναι αναμενόμενα ένα ελεύθερο πνεύμα με στερεοτυπικά χαρακτηριστικά «χαμένης ψυχής», αλλά όχι και αρκετά καλογραμμένη σα χαρακτήρας για να πείσει για τις επιλογές της – τόσο πολύ άγεται και φέρεται η καημένη η Κόρντοβα για να εξυπηρετήσει την πλοκή, που καταλήγει σε πραγματικά αλλοπρόσαλλες δηλώσεις και κινήσεις. Εξάλλου για τι ένταση ερωτικού τριγώνου μπορούμε να μιλάμε, όταν η ίδια η ταινία φανερά πριμοδοτεί το ένα ζευγάρι πάνω από το άλλο - η σχέση της με τον πιο ντροπαλό Άρη υπονομεύεται από απότομα κομμένες σκηνές, μια επιλογή-μυστήριο που «αδειάζει» συναισθηματικά την όλη ιστορία.
Πέρα από αυτές τις ευκολίες, πάντως, η Γιούργου καταφέρνει να γυρίσει ατμοσφαιρικές ενίοτε σκηνές, έχοντας κάνει μια πολύ πετυχημένη επιλογή τοποθεσίας την οποία και κινηματογράφησε έξυπνα, ειδικά στις πανέμορφες νυχτερινές λήψεις. Επίσης, αξίζει να αναφερθεί ο σχεδόν άψογος ήχος, και μάλιστα σε πολύ απαιτητικό περιβάλλον, όπως και τα σκηνικά, που ταιριάζουν γάντι στην τοποθεσία και την ιστορία. Οι τρεις κεντρικοί πρωταγωνιστές είναι αξιοπρεπείς (δεν είναι και μικρό κατόρθωμα για Έλληνα ηθοποιό να παίζει στα αγγλικά και να καταφέρνει να ακούγεται φυσικό), αλλά φαίνεται να χάνουν τον δρόμο τους όταν το σενάριο τους αφήνει ξεκρέμαστους να υπερασπιστούν μια ιστορία που κουράζει εύκολα, και χαρακτήρες που παραμένουν απόμακροι παρά το γεγονός ότι τους έχουμε ξαναδεί, ακριβώς όπως είναι, τόσες άλλες φορές, σε τόσες άλλες ιστορίες.
Χριστίνα Λιάπη
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Μη Μ' Αφήσεις Ποτέ
Οκτώ χρόνια μετά την τελευταία του ταινία μεγάλου μήκους, ο εικονοκλάστης Μαρκ Ρομανέκ διασκευάζει ένα από τα πιο σημαντικά μυθιστορήματα της τελευταίας δεκαετίας και φτιάχνει ένα παρελθόν που θυμίζει μέλλον - ή αντίστροφα; Εκεί, τρία πρόσωπα διαγράφουν τις τροχιές που τους επιτρέπουν τα νήματα με τα οποία είναι δεμένα, βαδίζοντας σταθερά προς την προδιαγεγραμμένη τους μοίρα. Οταν αυτές οι λεπτές κλωστές συναντιούνται, αποκαλύπτεται το μυστήριο που αφουγκράζεται το «Μην Μ' Αφήσεις Ποτέ»: τη ζωή. Και το κάνει με τη συγκλονιστική ακρίβεια ενός μυστικού που σου ψιθυρίζει κάποιος στο αυτί.
«Με λένε Κάθι Χ. Είμαι 28 χρονών. Είμαι συνοδός εδώ και 9 χρόνια. Και είμαι καλή στη δουλειά μου. Οι ασθενείς μου πάντα τα πάνε καλύτερα από το αναμενόμενο. Σπανίως καταγράφονται ως «ενοχλημένοι». Ακόμη κι όταν πρόκειται να κάνουν μια δωρεά. Δεν θέλω να καυχηθώ, απλώς είμαι πολύ περήφανη για αυτό που κάνουμε. Συνοδοί και δωρητές μαζί έχουμε πετύχει πάρα πολλά. Οπως και να'χει όμως, δεν είμαστε μηχανές: στο τέλος, όλο αυτό σε καταβάλλει.» Περίπου όπως ξεκινά το ομότιτλο βιβλίο του Κάζουο Ισιγκούρο, συγγραφέα επίσης του «Απομεινάρια Μιας Μέρας», αρχίζει και η ταινία του Ρομανέκ: με την αφήγηση της Κάθι (Κάρεϊ Μάλιγκαν) μπροστά στο τζάμι μιας αίθουσας χειρουργείου. Τα λόγια της, παρότι ξεκάθαρα, μας ιντριγκάρουν, οι λέξεις φαίνεται πως ενδύονται σημασίες άλλες από αυτές που καταλαβαίνουμε. Οι λέξεις της πρέπει να σημαίνουν κάτι άλλο, γιατί αν τις εκλάβουμε κυριολεκτικά, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με έναν αποτρόπαιο κόσμο τεχνολογικής επανάστασης, η οποία απαιτεί «δωρεές» από ανθρώπους με αρχιγράμματα για επίθετο.
Γι'αυτό η Κάθι επιλέγει να στραφεί στο παρελθόν - όσο ο καιρός περνάει κοιτάζει πίσω και όχι μπροστά. Στην εποχή που μεγάλωναν οικότροφοι μαζί με τον Τόμμυ (Αντριου Γκάρφιλντ) και τη Ρουθ (Κίρα Νάιτλι) στο Χέιλσαμ, ένα σχολείο απομωνωμένο στην εξοχή, για «ιδιαίτερα» παιδιά. Εκεί δημιουργούνται οι δεσμοί που θα τους ακολουθήσουν στην υπόλοιπη ζωή τους. Η Κάθυ ερωτεύεται τον Τόμμυ, ο Τόμμυ μοιάζει να ανταποκρίνεται, μέχρι που η Ρουθ αποφασίζει πως είναι εκείνη η εκλεκτή της καρδιάς του. Κάπως έτσι κυλάει η ζωή, ακόμη κι αφότου οι τρεις αδερφικοί φίλοι ανακαλύπτουν πως η «ιδιαιτερότητά» τους κρύβει μια πραγματικότητα και μια μοίρα πολύ πιο αποτρόπαιη απ'όσο θα ήθελαν ποτέ να πιστέψουν.
Επιλέγοντας μια άλλη καλλιτεχνική προσέγγιση στο είδος της επιστημονικής φαντασίας, ο Ρομανέκ τοποθετεί την δράση του όχι στο μέλλον, αλλά στο παρελθόν. Η ιστορία εξελίσσεται στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα και προϋποθέτει πως οι επαναστατικές ιατρικές εξελίξεις που αναφέρονται στην ταινία συνέβησαν στην μεταπολεμική Βρετανία. Με αυτό τον τρόπο, δημιουργείται ένα είδος παράλληλης πραγματικότητας, αφού δεν πρόκειται για το αύριο, αλλά για το χθες. Από αυτή την κινηματογραφική no man's land ο Ρομανέκ βγαίνει νικητής. Βαθιά συγκινητικό χωρίς ποτέ να γίνεται εκβιαστικό και επώδυνα αληθινό αν και πρακτικά αδύνατο μέσα στη δυστοπία του, το φιλμ αγνοήθηκε σχεδόν παράλογα από παντός είδους βραβεία - ακόμη και από τα εγχώρια BAFTA. Η Κάρεϊ Μάλιγκαν δίνει μια υπέροχα ντελικάτη ερμηνεία, γεμάτη υπόγεια δύναμη, φορτίζοντας με ηλεκτρισμό την παράξενη ατμόσφαιρα αυτού του εναλλακτικού βρετανικού σύμπαντος, και το υπόλοιπο καστ είναι εκεί για να τη στηρίξει στο ακέραιο.
Mέσα στο βαρύ κλίμα ενός αναπόδραστου ντετερμινισμού, ο Ρομανέκ ξετρυπώνει τις μικρές χαρές, τις απογοητεύσεις και τις εκλεκτικές συγγένειες που κάνουν το φορτίο λίγο πιο ελαφρύ - πολύ πιο ανθρώπινο. Το «Μην Μ' Αφήσεις Ποτέ» δεν προσφέρει παρηγορητικές εξιλεώσεις ή συγκαταβατικές εναλλακτικές, είναι εδώ για να μας πει αυτό που ξέρουμε καλά: η ζωή πάντα θα φαίνεται μικρή και πάντα θα μετανιώνουμε για κάτι. Και ύπ' αυτό το πρίσμα, η ζωή είναι ίδια για όλους μας - ακόμη και για αυτούς που δεν είναι άνθρωποι.
Φαίδρα Βόκαλη
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Ίσως, Aύριο
Σε έναν καλύτερο κόσμο, η καινούργια ταινία της Σούζαν Μπίερ δεν θα είχε κερδίσει το Οσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας μόνο και μόνο επειδή το Χόλιγουντ αισθάνθηκε ότι της χρωστούσε μετά την αποτυχία του αγγλόφωνου Things We Lost in the Fire και τα μέτρια ριμέικ των Brothers και Open Hearts.
Σε έναν καλύτερο κόσμο, η καινούργια ταινία της Σούζαν Μπίερ θα άφηνε επιτέλους ήσυχο τον Τρίτο Κόσμο, ο οποίος τον τελευταίο καιρό της χρησιμεύει σαν φόντο για εύκολες συγκρίσεις (βλέπε After the Wedding). Δεν είναι τυχαίο ότι η κλασική σκηνή λευκός-ευεργέτης-απομακρύνεται-σε-αυτοκίνητο-περιτριγυρισμένο-από-έγχρωμα-παιδάκια επαναλαμβάνεται και στις δύο ταινίες.
Σε έναν καλύτερο κόσμο, η καινούργια ταινία της Σούζαν Μπίερ θα ξέφευγε επιτέλους από τη σκηνοθετική/σεναριογραφική μανιέρα που μοιάζει να τη χαρακτηρίζει, όπου έντονα συγκρουσιακές καταστάσεις συναντούν υπεραπλουστευμένα φινάλε. Στο Ισως, Αύριο!, τα πράγματα είναι ακόμα πιο περίπλοκα απ' ότι συνήθως, αφού δυο αγόρια γίνονται αφορμή για να συνδεθούν δυο οικογένειες με βαρέα και ανθυγιεινά φόντα. O πατέρας του Ελιας είναι γιατρός και πηγαινοέρχεται στην Αφρική. Το φιλάνθρωπο πνεύμα του όμως δεν αρκεί για να συγκινήσει τη γυναίκα του, που ετοιμάζεται να τον χωρίσει. Ο γιος του υποφέρει εμφανώς από τη συνεχή απουσία του, και σαν να μην έφτανε αυτό, οι συμμαθητές του του κάνουν τη ζωή δύσκολη. Ο Κρίστιαν είναι νέα προσθήκη στην παραθαλάσσια πόλη, γιος ενός απόντα συζύγου που ακόμα θρηνεί το έταίρο του ήμισυ. Οργισμένος με όλους και με όλα, θα σώσει τον Ελιας από τα σχολικά του βάσανα αλλά θα τον μπλέξει σε άλλα, πολύ μεγαλύτερα. Προσθέστε σε όλα αυτά μια δεύτερη πλοκή για Αφρικανούς εγκληματίες που από θύτες γίνονται θύματα, και μπορείτε εύκολα να καταλάβετε ότι ένα «make love, not war» φινάλε δεν είναι ακριβώς η συνταγή της επιτυχίας. Ή τουλάχιστον δεν θα έπρεπε να είναι.
Με λίγα λόγια, σε έναν καλύτερο κόσμο, η καινούργια ταινία της Σούζαν Μπίερ δεν θα είχε κερδίσει το Οσκαρ ως εύκολη, πολιτικώς ορθή επιλογή για μια Ακαδημία που φοβήθηκε να μπει στα ηθικά αμφιλεγόμενα χωράφια του Κυνόδοντα.
Δέσποινα Παυλάκη
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Στην Καρδιά του Χειμώνα
Στην καλύτερη αμερικανική ταινία της χρονιάς δεν υπάρχουν ούτε εικόνες ευημερίας ούτε mall ούτε κοινωνική πρόνοια ούτε ελπίδα. Η 47χρονη Ντέμπρα Γκράνικ εκστρατεύει στα όρη Όζαρκ (κάπου στο Μιζούρι) οπλισμένη με ελαφριές ψηφιακές κάμερες που της επιτρέπουν να ελίσσεται και να πετυχαίνει τον ρεαλισμό και την αυθεντική συγκίνηση.
Βραβευμένη στο φεστιβάλ του Σάντανς η ταινία προτάθηκε για τέσσερα Όσκαρ: καλύτερης ταινίας, σεναρίου, πρώτου γυναικείου ρόλου (Τζένιφερ Λόρενς) και δεύτερου ανδρικού (Τζον Χόουκ).
Μια 17χρονη, η οποία ζει σε συνθήκες εξαθλίωσης με την άρρωστη μητέρα και τον ανήλικο αδελφό της, υποχρεώνεται να αναζητήσει τον φυγόδικο, έμπορο ναρκωτικών, πατέρα της, o οποίος υποθήκευσε το σπίτι τους ως εγγύηση. Αν δεν τον πείσει να εμφανιστεί στο δικαστήριο σε μια εβδομάδα, το σπίτι θα κατασχεθεί. Κι είναι το μόνο πράγμα που έχει απομείνει.
Στην άκρη του πουθενά, σε μια πάμφτωχη ορεινή περιοχή που θυμίζει περισσότερο Βαλκάνια παρά Αμερική, η Γκράνικ αναζητά την αλήθεια των ανθρώπινων σχέσεων και τον ζόφο της κοινωνικής παρακμής.
Μισόλογα και ψέματα είναι αυτά που ανακαλύπτει η 17χρονη αναζητώντας τον πατέρα της. Το πιο ενδιαφέρον όμως στοιχείο σ' αυτή την πορεία της ενηλικίωσης είναι το κίνητρο. Η νεαρή κοπέλα δεν καθοδηγείται από την αγάπη για τον χαμένο πατέρα, αλλά από το πάθος για επιβίωση. Η σωτηρία του σπιτιού –και κατ' επέκταση του ανυπεράσπιστου αδελφού της- είναι το μόνο που την ενδιαφέρει.
Το σπαρακτικό της βλέμμα (είναι εκπληκτική η ερμηνεία της Λόρενς) αποτυπώνει αυτό τον απελπισμένο της αγώνα.
Ελάχιστες φορές η εικόνα της φτώχιας και της εξαθλίωσης έχει αποτυπωθεί με τέτοια συγκλονιστική ακρίβεια στο αμερικανικό σινεμά- έστω και στο ανεξάρτητο.
Τίποτε περιττό δεν υπάρχει σ' αυτή την ταινία, τίποτε καλλιγραφημένο ή ψεύτικο, τίποτε που θα μπορούσε να θυμίζει την χολιγουντιανή ευπρέπεια.
Κι αν αναρωτιέστε ποια θα έπρεπε να πάρει το Όσκαρ πρώτου γυναικείου ρόλου αντί για την αναμενόμενη (και προκλητικά μέινστριμ) Νάταλι Πόρτμαν δείτε την Τζένιφερ Λόρενς: άμεση χωρίς να ξεφεύγει ούτε πόντο από τον στόχο της αυθεντικότητας και σπαρακτική χωρίς ποτέ να γίνεται μελό η 21χρονη ηθοποιός βάζει τα γυαλιά και στις τέσσερις συνυποψήφιές της.
ΟΡΕΣΤΗΣ ΑΝΔΡΕΑΔΑΚΗΣ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Μαχαιροβγάλτης
Τρίτη μεγάλου μήκους για τον Γιάννη Οικονομίδη και η περιήγηση του στις σκοτεινές πτυχές των ανθρωπίνων σχέσεων και τα απωθημένα που κρύβονται μέσα στην καθημερινότητα τους συνεχίζεται.
Με οδηγό τη συνέπεια που τον διακρίνει στη γραφή του και τη γνωστή πλέον αγριότητα στο λόγο ο σκηνοθέτης με αυτή την ταινία κάνει ίσως ένα βήμα μπροστά ως προς την δομή. Με πλάνα μεγαλύτερης διάρκειας και ασπρόμαυρη φωτογραφία φαίνεται να ωριμάζει χωρίς να «συμβιβάζεται» στην αλήθεια του.
Ωστόσο, αυτή η «αλήθεια» περιορίζεται ακόμα στα εργαλεία της έντονης φωνής, στην επανάληψη του λόγου, στην εύκολη και πολλές φορές χωρίς λόγο βωμολοχία και όχι σε μια πιο βαθιά αναζήτηση των αιτίων των πράξεων. Ο Οικονομίδης δεν συμπαθεί πότε τους ήρωες του, ούτε την καθημερινότητα τους. Αυτό δεν είναι κακό ούτε αναγκαίο. Ωστόσο, όσο δυνατή κι αν είναι η ένταση της πραγματικότητας, μερικές φορές τα αίτια είναι πιο αποτελεσματικά στην κατανόηση της, ακόμα κι ας μη φαίνεται με την πρώτη ματιά.
Κωνσταντίνος Αϊβαλιώτης
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Χθες το Βράδυ
.ΒΣκηνοθετικό ντεμπούτο για την έως τώρα σεναριογράφο Μέισι Τατζεντίν (The Jacket, 2005), που ξεφεύγει από τις σεναριακές συμπληγάδες που θα μπορούσαν να την ρίξουν σε μια “εύκολη” ρομαντική κομεντί και χειρίζεται το υλικό της με διακριτικότητα και προσοχή. Πόσο λεπτή είναι η γραμμή ανάμεσα στην πίστη και την απιστία; Και πόσο διαφορετικό είναι το συναισθηματικό δέσιμο με ένα τρίτο πρόσωπο από μια σεξουαλική σχέση μαζί του; Αυτές οι ερωτήσεις αναδύονται και βουλιάζουν ξανά σε όλη τη διάρκεια του φιλμ, προσφέροντας περισσότερο τροφή για σκέψη παρά σίγουρες απαντήσεις.
Το φωτογενές καστ, εδώ κινηματογραφημένο υπέροχα σε Φιλαδέλφεια και Μανχάταν, είναι από μόνο του ένας αρκετά σοβαρός λόγος για να δει κανείς την ταινία. Ειδικά η σέξι Εύα Μέντες λάμπει σε έναν δραματικό ρόλο μακριά από τα κλισέ στα οποία την έχουμε συνηθίσει. Το καλογραμμένο σενάριο περισσότερο υπονοεί παρά “δείχνει” και η Τατζετίν ισορροπεί άψογα ανάμεσα στην καλογυαλισμένη, ανάλαφρη επιφάνεια και τους ανομολόγητους πόθους ενός καθαρά δραματικού έργου. Φ.Β
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Εγώ, ο Γιαννούλης Χαλεπάς
Ο σημαντικότερος Έλληνας γλύπτης της σύγχρονης εποχής ζωντανεύει στην μεγάλη οθόνη σε ένα έργο με αγαστές προθέσεις αλλά αμφισβητήσιμη αισθητική. Με ιδιωτική χρηματοδότηση και βοήθεια από τους κατοίκους της Τήνου, όπου πραγματοποιήθηκαν τα γυρίσματα, ο Γιαννούλης Χαλεπάς σκιαγραφεί τον αγώνα του γλύπτη να δημιουργήσει το προσωπικό του στυλ, ξεφεύγοντας από τον κραταιό τότε Βαυαρικό κλασσικισμό και αφομοιώνοντας το σύγχρονο ελληνικό στοιχείο.
Η προσπάθεια αυτή, κοινή σε πολλούς δημιουργούς της εποχής, παρουσιάζει ιδιαίτερο θεωρητικό ενδιαφέρον - κυρίως εντασσόμενη σε ένα γενικότερο πλαίσιο στην ιστορία της ελληνικής τέχνης. Η ταινία ωστόσο, με διαλόγους και αφήγηση που βασίζονται στα λόγια του ίδιου του Χαλεπά, αποπειράται μια πιο ποιητική προσέγγιση, με θεατρινισμούς στις ερμηνείες και σκηνοθετικά τρικ που αγγίζουν τα όρια του κιτς. Ίσως το φορμά του τηλεοπτικού ντοκιμαντέρ να εξυπηρετούσε περισσότερο το συγκεκριμένο πρότζεκτ. Φ.Β
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Moneyball
Δραματοποίηση των πραγματικών δοκιμασιών του Μπίλι Μπιν, γενικού μάνατζερ της ομάδας μπέιζμπολ Oakland Α, ο οποίος στις αρχές της δεκαετίας του 2000 με τη βοήθεια ενός νεαρού αποφοίτου Οικονομικών του Γέιλ και βασισμένος αποκλειστικά σε στατιστικά δεδομένα επιχείρησε να δώσει ώθηση στην παρακμάζουσα ομάδα εφαρμόζοντας ένα πρωτοποριακό πρόγραμμα στρατολόγησης φτηνών πλην αποδεδειγμένων δεξιοτήτων σε συγκεκριμένες θέσεις αθλητών.
Ελάχιστες είναι εδώ οι σκηνές των αναμετρήσεων στο γήπεδο, καθώς το «θέαμα» που θέλει να προσφέρει ο Μπένετ Μίλερ («Τruman Capota») είναι περισσότερο δραματικό παρά αθλητικό, με τα προσωπικά άγχη του αντιήρωα (αποτυχημένος τόσο ως παίκτης του μπέιζμπολ ο ίδιος όσο και ως οικογενειάρχης) σε πρώτο πλάνο και το θέμα του θριάμβου της γνώσης και της επινοητικότητας κόντρα σε προγνωστικά να διατρέχει ολόκληρη την αφήγηση.
Εστω κι έτσι, αφώτιστα μένουν, παραδόξως, και το δράμα και το θέμα - ή, τουλάχιστον, υπερβολικά μονόχνωτα και «λίγα» για να στηρίξουν μια ταινία δύο και βάλε ωρών. Μένει, πάντως, η αίσθηση της αξιοπρέπειας τόσο στην ψύχραιμη, μεθοδική κινηματογράφηση όσο και στην γήινη, μελαγχολική ερμηνεία του Μπραντ Πιτ, που ήδη συζητείται για τις προσεχείς οσκαρικές υποψηφιότητες.
Ρόμπυ Εκσιέλ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Τζέιν Έιρ
Το δυσκολότερο για τον Κάρι Φουκουνάγκα, σκηνοθέτη του Τζέιν Έιρ δεν πρέπει να ήταν το να απομακρυνθεί υφολογικά από το εξαιρετικό ντεμπούτο του, «Sin Nombre», που είναι χιλιόμετρα μακριά από κλασική λογοτεχνία κορσέδων και καταπιεσμένων συναισθημάτων, αλλά αντίθετα το να διαχωρίσει την δική του ερμηνεία από τις τόσες άλλες μεταφορές του πιο-κλασικό-δεν-γίνεται, πολυαγαπημένου μυθιστορήματος. Λίγες ηρωίδες, εξάλλου, έχουν υπομείνει τόσες και τόσες μεταφορές σε μικρή και μεγάλη οθόνη όσο η ορφανή και κατατρεγμένη Τζέιν, και αναπόφευκτα κάθε νέο πρότζεκτ δύσκολα δημιουργεί μεγάλες προσδοκίες και κατατάσσεται στα απαιτητικά, είτε επειδή η ιστορία είναι χιλιοειπωμένη είτε επειδή το είδος ακολουθεί σε μεγάλο βαθμό μια συγκεκριμένη κινηματογραφική γλώσσα.
Ο Φουκουνάγκα, όμως, τελικά ετοίμαζε μια ευχάριστη έκπληξη με αυτήν την ατμοσφαιρική, εξαίσια φωτογραφημένη ταινία που δείχνει να διασκεδάζει (ειδικά στην αρχή της) με τα πιο γκόθικ στοιχεία της ιστορίας, δείχνοντάς μας ένα γεμάτο σκιές και τρομακτικά περάσματα Θόρνφιλντ, που περιβάλλεται από αφιλόξενα, χαρακτηριστικά αγγλικά τοπία που μαστίζονται από βροχή και καλύπτονται από ομίχλη. Όχι μόνο ο Φουκουνάγκα έχτισε έναν απόλυτα ταιριαστό κόσμο για να στεγάσει την ιστορία του και απέφυγε την οπτική μονοτονία των ταινιών εποχής, αλλά έκανε εξαιρετικές επιλογές και στους ηθοποιούς του: ο Ρότσεστερ του Μάικλ Φασμπέντερ και η Τζέιν της Μία Γουασικόφκα μένουν πιστοί στο πνεύμα των χαρακτήρων στο χαρτί (έστω κι αν ο Ρότσεστερ δεν περιγράφεται ως τόσο εμφανίσιμος - το αντίθετο μάλιστα) και μοιράζονται την χημεία που είναι απαραίτητη για να επενδύσουν τους σπινθηροβόλους διαλόγους τους με το συναίσθημα που τους χρειάζεται.
Εκεί που η ταινία αποτυγχάνει, όμως, είναι στην δημιουργία ατμόσφαιρας πέρα από την γκόθικ ένταση της αρχής. Αρνούμενη να αγκαλιάσει τα πιο μελοδραματικά στοιχεία της ιστορίας (ό,τι δηλαδή έχει σχέση με το Μυστικό και τι ακολουθεί της αποκάλυψής του), η ταινία βιάζεται στον χειρισμό σημαντικότατων σκηνών κορύφωσης του δράματος, και στερεί την πραγματική απόλαυση τού να δούμε αυτούς τους κλειστούς ανθρώπους να βιώνουν πιο προφανώς ό,τι αισθάνονται. Αυτό σε συνδυασμό με το λογικό αλλά υπερβολικά προφανές εύρημα της δόμησης της ιστορίας με φλασμπάκ μειώνει την δύναμη της πηγής αλλά και το εξαιρετικό, πολλά υποσχόμενο πρώτο μέρος.
Χριστίνα Λιάπη
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Μια Επικίνδυνη Μέθοδος
Είναι γεγονός, ο Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ μόλις υπεγραψε την πιο απρόσωπη και βαρετή δουλειά του αφού η μόνη επικίνδυνη πτυχή της νέας του ταινίας είναι η έκθεση στην ερμηνεία της Κίρα Νάιτλι. Βασισμένο στο γνωστό θεατρικό “The Talking Cure”, του Κρίστοφερ Χάμπτον, το “Μια Επικίνδυνη Μέθοδος” εξιστορεί την αληθινή ιστορία της φιλίας και μετέπειτα ρήξης των δύο μεγάλων μορφών της ψυχανάλυσης, Καρλ Γιουνγκ και Σίγκμουντ Φρόιντ, καθώς και τον καταλυτικό ρόλο της Σαμπίνα Σπιλράιν στη σχέση τους.
Αν περιμένετε να βρείτε εδώ ψήγματα της ιδιοφυΐας του ανθρώπου που γύρισε το “Videodrome”, το “Crash” ή έστω το “Eastern Promises”, σκεφτείτε ξανά, αφού το φιλμ δομείται γύρω από τις ανταλλαγές γραμμάτων και τις συναντήσεις μεταξύ Φρόιντ και Γιουνγκ, με ιντερλούδια από την δράση της (αρχικά τρελής και μετέπειτα ψυχαναλύτριας) Σαμπίνα. Άρρυθμες συζητήσεις επί συζητήσεων δίνουν τη θέση τους σε εξίσου βαρετές συνεδρίες (ψυχαναλυτικές ή σεξουαλικές) ή καυγάδες.
Πώς μία ταινία που αφορά κατά κύριο λόγο το σεξ καταλήγει στον πυρήνα της τόσο συντηρητική; Εύκολα, δείχνοντας όσο το δυνατό λιγότερο και εντελώς μη σέξι σεξ και μειώνοντας μέσω των ερμηνειών τους χαρακτήρες σε καρικατούρες. Κι αν ο Βενσάν Κασέλ (σε ένα μικρό πέρασμα στο ρόλο του ψυχαναλυτή Ότο Γκρος) είναι συνηθισμένος τελευταία σε τέτοιου είδους αποστολές, δε συμβαίνει το ίδιο και με τους Μάικλ Φασμπέντερ και Βίγκο Μόρτενσεν, στους ρόλους των Γιουνγκ και Φρόιντ αντίστοιχα, που καταφεύγουν εδώ σε εύκολους μανιερισμούς.
Η πραγματική αποκάλυψη της ταινίας ωστόσο, δεν είναι άλλη από την Κίρα Νάιτλι, σε μία από τις χειρότερες ερμηνείες (θεατρικής ομάδας δημοτικού) όλων των εποχών. Με βαριά ρώσικη προφορά, εκφορά που υποδηλώνει νοητική ανεπάρκεια κι ένα σαγόνι στα όρια της εξάρθρωσης κάθε φορά που ο χαρακτήρας της συγχύζεται, η παρουσία της επί της οθόνης γεννά ένα τεράστιο ερωτηματικό: ο Κρόνενμπεργκ πού ήταν όταν γίνονταν τα γυρίσματα;
Φαίδρα Βόκαλη
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Το Παιδί με το Ποδήλατο
Η νέα ταινία των αδερφών Νταρντέν, που έφυγε από το φετινό Φεστιβάλ Καννών με το Μεγάλο Βραβείο της Κριτικής Επιτροπής (παρότι άνετα θα μπορούσε να έχει αποσπάσει έναν Φοίνικα - τον τρίτο της καριέρας τους), προσθέτει στη φιλμογραφία των Βέλγων σκηνοθετών ένα ακόμη εξαιρετικό δράμα με δυνατές ερμηνείες. Σε αυτό, ο Σιρίλ (Τομά Ντορέ) εγκαταλείπεται από τον πατέρα του σε κάποιο ίδρυμα χωρίς εξηγήσεις. Καθώς δυσκολεύεται να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα και αρνείται να αποδεχτεί την πατρική απόρριψη, γνωρίζει τυχαία τη Σαμάνθα (Σεσίλ ντε Φρανς), μια σαραντάχρονη κομμώτρια, με την οποία σταδιακά δένεται συναισθηματικά.
Μέσα από το γνωστό κινηματογραφικό τους στυλ, οι Νταρντέν φτιάχνουν μια εξαιρετική ιστορία ενηλικίωσης στην οποία ο νατουραλισμός βαδίζει χέρι-χέρι με τη συναισθηματική εξιλέωση. Ο 11χρονος Τομάς Ντορέ στο ρόλο του Σιρίλ κάνει την καρδιά και το στομάχι μας να σφίγγονται σε μία αξιομνημόνευτη ερμηνεία, όπου ο θυμός, η απογοήτευση και η ελπίδα εναλλάσσονται εκφραστικά στο πρόσωπό του σε κλάσματα δευτερολέπτου.
Ακόμη κι αν σε κάποια κομβικά σημεία το γράψιμο των διαλόγων χτυπάει ως ελαφρώς τεχνητό, είναι αναμφισβήτητη η ανθρωπιά και η ειλικρίνεια στην σκιαγράφηση ενός ταλαιπωρημένου και τρομαγμένου παιδιού, του οποίου οι πράξεις απορρέουν εντελώς φυσικά από όσα του έχουν συμβεί. Σε αντίθεση με τον πρόσφατο «Κέβιν» της Λιν Ράμσεϊ, όπου ο ομώνυμος χαρακτήρας παρουσιάζεται σαν την ενσάρκωση του Κακού από την ημέρα της γέννησής του, ο Σιρίλ είναι τόσο αληθινός που αν τον χτυπήσεις θα ματώσει.
Όπως και στις προηγούμενες ταινίες τους, οι Νταρντέν καταφέρνουν να συνδυάσουν αβίαστα την αγριότητα της καθημερινότητας και την βαθιά ανθρωπιστική τους ματιά. Αλλά αυτό δεν είναι που τους κάνει τόσο ρομαντικά ξεχωριστούς και σπουδαίους;
Φαίδρα Βόκαλη
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
J. Edgar
Η βιογραφία του ισχυρού ανδρός του FBI και της αμερικάνικης πολιτικής σκηνής, Τζέι Έντγκαρ Χούβερ (Λεονάρντο ντι Κάπριο), όπως αποκαλύπτεται μέσα από τη σχέση του με τον στενότερο συνάδελφο και σύντροφό του Κλάιντ Τόμσον (Άρμι Χάμερ), τη μητέρα του (Τζούντι Ντεντς) και κυρίως τα μυστικά γύρω από τα οποία έχτισε τη ζωή του. Ο Κλιντ Ίστγουντ παραδίδει ένα αμφιλεγόμενο biopic που εξανθρωπίζει το όνομα που σε πολλά αμερικάνικα νοικοκυριά ήταν -και παραμένει- συνώνυμο του μπαμπούλα.
Η προσπάθεια του μεγάλου -σε ηλικία πλέον και πρεστίζ- Αμερικάνου δημιουργού να αποδομήσει τη στερεοτυπική εικόνα του μάτσο, ομοφοβικού, συντηρητικού αρσενικού, του οποίου μια φορά κι έναν καιρό αποτελούσε την απόλυτη ενσάρκωση, συνεχίζεται - αν και με αμφίβολη επιτυχία σε αυτή την περίπτωση. Ο Χούβερ του Ίστγουντ είναι ένας καταπιεσμένος γκέι χαρακτήρας, που ζει με τον δήθεν αδερφικό φίλο και στην πραγματικότητα κρυφό του έρωτα, Τόμσον, χωρίς να μπορεί να ξεπεράσει τις επιταγές της μητρικής φιγούρας, που προτιμά να έχει “ένα γιο νεκρό παρά ομοφυλόφιλο”.
Η ηθικολογική ανατροφή, η ανέκφραστη σεξουαλικότητα και οι ενοχές του Χούβερ, λέει ο Ίστγουντ, τον έκαναν τόσο σκληρό και αδίστακτο, που άντεξε πέντε δεκαετίες στο τιμόνι του οργανισμού που ο ίδιος έφτιαξε ως FBI. Τι κι αν οι φήμες έλεγαν πως στο σπίτι του τού άρεσε να ντύνεται με φορέματα; Μαζεύοντας τα άπλυτα από τον τελευταίο νοικοκύρη μέχρι τον Πρόεδρο των ΗΠΑ, ο Χούβερ κατόρθωσε να μείνει στην εξουσία περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο πολιτικό - σίγουρα χωρίς να κουβαλάει τον σταυρό στο χέρι.
Αντί όμως ο Ίστγουντ να αναφερθεί στις crossdressing συνήθειες του Χούβερ - ως προς την αποδόμηση αυτής της αρχετυπικής αμερικανικής προσωπικότητας - θα μπορούσε απλά να σκάψει στα άλλα του ενδιαφέροντα: τις μαύρες λίστες του ΜακΚάρθι και την παραβίαση του ίδιου του Συντάγματος της χώρας του σε ό,τι αφορά την ελεύθερη έκφραση. Γιατί κάθε λεπτό που εξυμνεί το ενδιαφέρον του Χούβερ για την εγκληματολογία και τη διορατικότητά του σε τεχνικές που χρησιμοποιούνται σήμερα στην αστυνομία, είναι ένα λεπτό που δεν χρησιμοποιείται για να αποκαλυφθούν οι φοβερές και τρομερές πράξεις που στοίχειωσαν ένα ολόκληρο έθνος.
Για ταινία που φιλοδοξεί να ερευνήσει μία ζωή χτισμένη πάνω σε μυστικά και ψέματα, το αποτέλεσμα είναι τόσο μετριοπαθές πολιτικά, που καταντά υποκριτικό. Ο Ντι Κάπριο - κόντρα στο όμορφο πρόσωπό του- πείθει ως ο καταπιεσμένος άνδρας με τη μεγάλη εξουσία, ακόμη και κάτω από το βάρος του πολύ κακού μακιγιάζ (όταν ερμηνεύει τον Χούβερ σε μεγάλη ηλικία), αλλά η υμνημένη απλότητα του Ίστγουντ δεν είναι εδώ αρκετή για να σώσει την κατάσταση. Για να το κάνει αυτό, θα έπρεπε να έχει τολμήσει να πάρει σαφή θέση απέναντι στο θέμα του.
Φαίδρα Βόκαλη
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Επτά Μέρες με τη Μέριλιν
Κινηματογραφικά παραλειπόμενα για το γύρισμα μιας διάσημης ταινίας και άγνωστα ερωτικά κουτσομπολιά για την εύθραυστη γυναίκα που κρυβόταν πίσω από τον μύθο της Μέριλιν, αποκαλύπτει αυτή η ταινία. Μέσα σε μια μάλλον χαλαρή πλοκή η Μισέλ Γουίλιαμς κερδίζει ένα δύσκολο (σχεδόν τρομακτικό) στοίχημα και λάμπει μιμούμενη, με μοναδική άνεση, μια σταρ που κανείς ποτέ δεν μπόρεσε να μιμηθεί.
Το πρόβλημα όμως είναι η ουσία της ίδια της μίμησης έτσι όπως την έχουμε συνηθίσει σε ταινίες που βιογραφούν διάσημους ηθοποιούς και τραγουδιστές.
Εχω δηλαδή την αίσθηση ότι ο Τσάρλι Τσάπλιν, ο Ρέι Τσαρλς, ή ο Τζόνι Κας εξαφανίστηκαν στις ταινίες “Τσάπλιν”, “Ρέι” και “Walk the Line”. Ακόμη κι αν οι ερμηνείες των ηθοποιών που τους ερμήνευσαν (Ρόμπερτ Ντάουνι τζούνιορ, Τζέιμι Φοξ, Γιοακίμ Φίνιξ) ήταν εξαιρετικές, δεν κατάφεραν να αποδεσμευτούν από την αγωνία της μίμησης. Όλοι ξέρουμε καλά πως ακριβώς ήταν ο Τσάπλιν, ποιος ο λόγος λοιπόν να τον ξαναδούμε με το πρόσωπο ενός άλλου ηθοποιού ο οποίος αγωνιά για να αποδείξει ότι μπορεί να τον μιμηθεί;
Το ίδιο ερώτημα εκκρεμεί και στο “Επτά Μέρες με τη Μέριλιν”.
Η μόνη ίσως διαφορά με άλλες βιογραφίες είναι ότι το “Επτά Μέρες με τη Μέριλιν” επικεντρώνεται σε μια μικρή χρονική περίοδο λίγων ημερών και δικαιολογεί την ύπαρξή της προσπαθώντας να φωτίσει, όχι ολόκληρη την προσωπικότητα της ηθοποιού, αλλά μια αθέατη πλευρά της.
Όσο για την ίδια την Γουίλιαμς, οφείλει κανείς να ομολογήσει ότι είναι εξαιρετική. Παρόλο που η Μέριλιν στοιχειώνει κάθε της κίνηση, αυτή καταφέρνει να αποκρυσταλλώσει μερικά ψήγματα αλήθειας. Ξεφεύγει, επίσης, αρκετές φορές από την παγίδα της μίμησης και αναζητά μια διαφορετική εσωτερικότητα στο παίξιμο της. Δεν είναι μόνο το «σχήμα Μέριλιν», αλλά και η κρυμμένη προσωπικότητα μιας άγνωστης γυναίκας.
Στο Λονδίνο του 1956 ο Λόρενς Ολίβιε (Κένεθ Μπράνα) ετοιμάζεται να σκηνοθετήσει την πρώτη (και τελευταία όπως αποδείχθηκε) κωμωδία του, το «Ο Πρίγκιπας και η Χορεύτρια» με πρωταγωνίστρια την Μέριλιν (Μισέλ Γουίλιαμς) . Και καθώς η χημεία των δύο ηθοποιών δεν λειτουργεί με τίποτα και οι καυγάδες τους δημιουργούν προβλήματα στην παραγωγή, η Μέριλιν πλησιάζει το νεαρό βοηθό του Ολίβιε, τον Κόλιν Κλαρκ (Εντι Ρεντμάιν) και ζει μαζί του ένα σύντομο και ανολοκλήρωτο έρωτα.
Ο ίδιος ο Κλαρκ ήταν μια ιδιαίτερη προσωπικότητα: γιος ενός διάσημου ιστορικού τέχνης και αδελφός ενός επίσης διάσημου βουλευτή και υπουργού του Συντηρητικού κόμματος, προσπαθούσε όλη του τη ζωή να αποδεσμευτεί από το οικογενειακό αριστοκρατικό βάρος. Η παρουσία του στο γύρισμα και η σχέση του με την Μέριλιν του έδωσε την ευκαιρία που ζητούσε.
Το πρόσωπο κλειδί στην ιστορία είναι δηλαδή ο Κλαρκ και ο άγνωστος- αλλά πολύ καλός- Ρεντμάιν κλέβει την παράσταση. Είναι εξάλλου ο μόνος που δεν προσπαθεί να μιμηθεί κανένα.
Ορέστης Ανδρεαδάκης
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Ο Θεός της Σφαγής
Δύο ζευγάρια καθισμένα γύρω από μια πρόφαση σπαράζονται εξωθώντας την κωμωδία και δοκιμάζοντας το δράμα. Ο αστικός καθωσπρεπισμός βγαίνει από το προστατευτικό του κέλυφος και μολύνει τα πάντα κι η θεατρική δομή αναζητά μια άλλου είδους κινηματογραφικότητα. Ο Πολάνσκι παίζει και πάλι με τους κλειστούς χώρους και τα πρόσωπα των εξαιρετικών ηθοποιών του, διασκευάζοντας το ομότιτλο θεατρικό της Γασμίνα Ρεζά (στην Ελλάδα το είδαμε πέρσι σε σκηνοθεσία Σταμάτη Φασουλή με τους Γιάννη Βούρο, Κάτια Δανδουλάκη, Γιάννη Φέρτη και Κατιάνα Μπαλανίκα.)
Δυο, άγνωστα μεταξύ τους, ζευγάρια βρίσκονται στο ίδιο σπίτι. Η Κέιτ Γουίνσλετ και ο Κρίστοφ Βαλτς είναι γονείς ενός παιδιού που χτύπησε άγρια και έσπασε το δόντι του παιδιού της Τζόντι Φόστερ και του Τζον Σ. Ράιλι. Τώρα οι τέσσερίς τους θα πρέπει να τα βρουν, να αντιμετωπίσουν την κατάσταση πολιτισμένα και να δώσουν τέλος στο παιδικό αυτό ατύχημα.
Η Ρεζά όμως δεν έχει σκοπό να μείνει στην επιφάνεια, ούτε να αναζητήσει τις αιτίες του παιδικού καυγά. Έτσι η αρχική περιγραφή και οι λεπτομέρειες των μικρών παιδικών τραυμάτων δίνουν την θέση τους σε ένα καινούργιο καυγά, πιο άγριο, πιο αδίστακτο και- στην ουσία- πιο παιδικό από τον καυγά των παιδιών.
Οι πολιτισμένοι γονείς μεταμορφώνονται σιγά σιγά σε παράξενα ζώα- γελοία και υποκριτικά- και οι μεταξύ τους σχέσεις καταρρέουν. Κανένας συνδετικός ιστός δεν είναι ικανός να συγκρατήσει τα ζευγάρια αυτά που έχουν πάψει, προ πολλού, να πιστεύουν στις όποιες αξίες τους.
Στην αρχή κρατούν τα προσχήματα ενός υποκριτικού πολιτισμού και μετά βγάζουν νύχια, για να επιτεθούν ο ένας εναντίον του άλλου. Φτιάχνουν πρόσκαιρες συμμαχίες, τις παραβιάζουν και αφήνονται στον κυνισμό και την συνολική απαξίωση του πολιτισμού τους. Η μάχη τους θα μπορούσε να ήταν ένα σπλάτερ με ζόμπι: στην πραγματικότητα και οι τέσσερις είναι έτοιμοι να φάνε τις σάρκες τους, χωρίς να καταλαβαίνουν τι ακριβώς κάνουν. Ωθούνται από την μακρόχρονη συζυγική τους πλήξη κι από το μίσος που έχει πάρει τη θέση του έρωτα. Δεν πιστεύουν πια σε τίποτε.
Πατώντας πάνω στην κωμική-σατιρική γραμμή του θεατρικού ο Πολάνσκι βρίσκει την ευκαιρία να κάνει ένα έργο δωματίου και να ρίξει το βάρος στις ερμηνείες. Δεν επιδεικνύει την βιρτουοζιτέ του, δεν καταφεύγει σε περιττά σκηνοθετικά κόλπα και χτίζει τους χαρακτήρες μένοντας πιστός στο πνεύμα της Ρεζά.
Αν δεν σας κουράσει το πολύ μπλα-μπλα της θεατρικής δομής θα περάσετε καλά. Εμένα μου άρεσε πάντως.
Ορέστης Ανδρεαδάκης
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Μεθυσμένο Ημερολόγιο
Ενδιαφέρουσα η κινηματογραφική ατμόσφαιρα των αρχών του '60, τα κοστούμια και ο μεθυσμένος ρυθμός των ανθρώπων που ζούσαν τότε στα όρια εκρηκτικών καταστάσεων. Συμπαθής είναι και ο Τζόνι Ντεπ, οι εξαιρετικές προθέσεις του οποίου όμως δεν είναι ικανές να αναστήσουν το πνεύμα του θρυλικού Χάντερ Τόμσον ούτε να εισάγουν το κοινό στα μυστικά της ιδιότυπης Γκόντζο-δημοσιογραφίας του.
Με την λέξη Γκόντζο ο Χάντερ Τόμσον όρισε ένα αντισυμβατικό δημοσιογραφικό στυλ που αναμειγνύει το ρεπορτάζ με την μυθιστορηματική αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο. Ανέτρεψε έτσι πολλά δημοσιογραφικά κλισέ της εποχής, προκάλεσε εχθρότητα και χλεύη, και σαφώς επηρέασε πολλούς μεταγενέστερους συγγραφείς και δημοσιογράφους.
Χαρακτηριστικό, αν και πρώιμο, δείγμα της Γκόντζο σχολής του το «Μεθυσμένο Ημερολόγιο» γράφτηκε το 1960 αλλά εκδόθηκε μόλις το 1998, επτά χρόνια πριν την αυτοκτονία του. Διαδραματίζεται στο Πόρτο Ρίκο, αποτυπώνει την αρχή του τέλους του «αμερικανικού ονείρου», προφητεύει την εκρηκτική δεκαετία που θα ακολουθούσε και κάθε σελίδα του είναι ποτισμένη στο αλκοόλ.
Ο Τζόνι Ντεπ, που λατρεύει αυτό το βιβλίο, ήθελε εδώ και καιρό να το μεταφέρει στο σινεμά. Εξάλλου γνώριζε καλά τον Χάντερ κι είχε ήδη ενσαρκώσει άλλο ένα alter ego του (τον Ραούλ Ντουκ στο «Φόβος και Παράνοια στο Λας Βέγκας» του Τέρι Γκίλιαμ το 1998).
Το στήσιμο της παραγωγής λοιπόν, κατά μεγάλο ποσοστό, οφείλεται στον ίδιο τον Ντεπ, ο οποίος ανέλαβε και τον κεντρικό ρόλο του δημοσιογράφου Πολ Κεμπ. Μποέμ, μέθυσος, κυνικός, ιδεολόγος και απηυδισμένος από τη ζωή στη Νέα Υόρκη, ο Κεμπ πάει στο Πόρτο Ρίκο για να δουλέψει σε μια φτηνή εφημερίδα.
Εκεί μπλέκει με παράξενους τύπους, εξίσου κυνικούς και μέθυσους, συμμετέχει σε κοκορομαχίες καταναλώνει παράνομες ουσίες και ερωτεύεται την πανέμορφη Σενό (Αμπερ Χερντ) ερωμένη ενός διεφθαρμένου εκατομμυριούχου μεσίτη. Αυτός με τη σειρά του ζητά από τον Κεμπ να τον βοηθήσει σε μια κτηματομεσιτική απάτη πολλών εκατομμυρίων.
Και καθώς το έργο ξεκινάει με δύναμη και ο σκηνοθέτης Μπρους Ρόμπινσον («Withnail and I») μοιάζει να ξαναβρίσκει τον παλιό του εαυτό, τα πάντα αρχίζουν να καταρρέουν: ο Ντεπ κάτι άλλο έχει στο νου του και αδυνατεί να ενσαρκώσει ολοκληρωμένα τον ιδιότυπο χαρακτήρα του Κεμπ, το σενάριο είναι κακογραμμένο, με πολλά κενά και ασάφειες και ο Ρόμπινσον δεν ξέρει που ακριβώς να ρίξει το βάρος του και πώς να χτίσει την πλοκή και τους χαρακτήρες.
Μακριά από την ουσία και το πνεύμα του Τόμσον, το «Μεθυσμένο Ημερολόγιο» είναι, πέρα για πέρα, νηφάλιο, καθωσπρέπει και γυαλισμένο. Μια χαμένη ευκαιρία γύρω από ένα εξαιρετικό βιβλίο και μια ταραγμένη και πλούσια, σε γεγονότα και ιδέες, εποχή που εδώ μοιάζει με κακοτυπωμένη τουριστική καρτ ποστάλ.
Ορέστης Ανδρεαδάκης
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Το Κορίτσι με το Τατουάζ
Λουσάτο, σφιχτοδεμένο, γρήγορο, εντυπωσιακά σκοτεινό και περίπλοκα αλληγορικό, το «Κορίτσι» κερδίζει το στοίχημα των συγκρίσεων και πλουτίζει την κινηματογραφική φιλολογία του «Millennium»: η πλοκή γίνεται πιο καθαρή, τα επιμέρους επεισόδια αναδεικνύονται και οι χαρακτήρες ολοκληρώνονται και αποκτούν δραματουργική βαρύτητα.
Το αμερικανικό ριμέικ της διάσημης σουηδικής τριλογίας μπαίνει δυναμικά στο παιχνίδι με την παθιασμένη Ρούνεϊ Μάρα και τον σίγουρο Ντάνιελ Κρεγκ. Την Λίζμπεθ δηλαδή και τον Μίκαελ, μια ατίθαση πανκ-χάκερ κι ένα διάσημο δημοσιογράφο, οι οποίοι αναλαμβάνουν να εξιχνιάσουν την δολοφονία μιας 16χρονης που έγινε πριν από σαράντα χρόνια.
Ας το γράψω ωστόσο από την αρχή: όλοι εδώ μέσα αγαπάμε Φίντσερ. Το οποίο σημαίνει ότι, ούτως ή άλλως, του δίνουμε ένα προβάδισμα έναντι του Σουηδού συναδέλφου του Νιλς Άρντεν Όπλεβ. Πώς να το κάνουμε, αυτός ο άνθρωπος είναι ένας από τους σημαντικότερους δημιουργούς των τελευταίων χρόνων- ο σκηνοθέτης που μας έκαψε τον εγκέφαλο με το “Fight Club” και όρισε από την αρχή την έννοια του σίριαλ κίλερ με το “Seven”.
Βασικό του προτέρημα είναι η τοποθέτηση της «ενοχικής αθωότητας» μέσα σε ένα εντελώς καινούργιο πλαίσιο. Καταπιάνεται δηλαδή με καταφανώς ένοχους χαρακτήρες, οι οποίοι παρουσιάζονται ως αθώοι και υποβάλλονται σε μια επίπονη ανακριτική διαδικασία με αβέβαιη έκβαση. Η διαδικασία αυτή όμως (θα μπορούσε να ονομαστεί «αναζήτηση της αλήθειας») γίνεται παιχνίδι πολλαπλών κινδύνων αφού κανείς δεν ξέρει αν αυτή η αλήθεια θα τους ενοχοποιήσει τελικά ή θα τους αθωώσει. Η ανατροπή του φινάλε, ανατρέπει (ή μάλλον αντιστρέφει) και τις έννοιες της ενοχής και της αθωότητας.
Το είδαμε στο «Παιχνίδι», στο «Δωμάτιο Πανικού», στο “Zodiac”, στο “The Social Network”, σε όλο το έργο του.
Το ίδιο λοιπόν κάνει και τώρα. Παίρνει δυο ενόχους (την Λίζμπεθ και τον Μίκαελ), τους αθωώνει και τους αφήνει να περιπλανηθούν στον δραματουργικό λαβύρινθο που έφτιαξε ο Σουηδός συγγραφέας Στιγκ Λάρσον. Σκοπός τους είναι να αποκαλύψουν τα βρώμικα μυστικά μιας πάμπλουτης και πανίσχυρης οικογένειας. Στην πραγματικότητα όμως δεν διαχειρίζονται παρά την δική τους ενοχή, την ώρα που η δυσωδία της σουηδικής κοινωνίας σπάει το κέλυφος της ευημερίας και διαχέεται ενοχοποιώντας τους πάντες.
Το παρελθόν αυτής της «τέλειας κοινωνίας», μας λέει η ταινία, είναι γεμάτο με ναζί εγκληματίες, δολοφόνους, τραμπούκους και διεφθαρμένους επιχειρηματίες, ενώ και στο παρόν θα βρούμε πολλούς βιαστές, απατεώνες και σχιζοφρενείς εγκληματίες. Όλους μεταμφιεσμένους σε καθωσπρέπει τιμητές μιας ανύπαρκτης σουηδικής κανονικότητας.
Εμφανής στο βιβλίο του Λάρσον, η αλληγορία αυτή πέρασε και στις σουηδικές ταινίες, στην εκδοχή του Φίντσερ όμως αποκτά μια διαφορετική πληρότητα χωρίς ποτέ να καπελώνει την καταιγιστική δράση. Διότι, πρώτα από όλα, «Το Κορίτσι με το Τατουάζ» είναι μια αστυνομική καταδίωξη- ένα θρίλερ δολοφόνων, που θα μπορούσε να μοιάζει με το «Seven» ή το «Zodiac», αν δεν είχε τόσο διαφορετική κατάληξη.
Με μια κουβέντα: ο Φίντσερ τα κατάφερε. Ο ρυθμός του είναι πλαστικός κι έχει μια βαρύνουσα επιτακτικότητα που δεν σε αφήνει να ξεκολλήσεις από την οθόνη. Οι εικόνες του είναι απολύτως μελετημένες και τα παγωμένα χρώματα ταιριάζουν τέλεια με το παγωμένο περιβάλλον της πλοκής. Άψογοι είναι επίσης και όλοι οι χαρακτήρες. Πολύπλοκοι, πολύπλευροι και ζωντανοί αφήνουν πίσω τα όποια λογοτεχνικά σχήματα και κερδίζουν μια καινούργια, και καθαρά δική τους, κινηματογραφικότητα.
Ορέστης Ανδρεαδάκης
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Η Σιδηρά Κυρία
Η εξαιρετική και ακριβής Μέριλ Στιπ- απολύτως αυτοελεγχόμενη σε όλες τις λεπτομέρειες της ερμηνείας της- βρίσκεται παγιδευμένη μέσα σε μια μέτρια και πλαδαρή ταινία, η οποία αποφεύγει τις πολιτικές θέσεις και μας παραδίδει μια αδύναμη καρικατούρα της Μάρκαρετ Θάτσερ.
Αποτραβηγμένη από τα κοινά και με σοβαρό πρόβλημα υγείας, η πρώην πανίσχυρη πρωθυπουργός αναπολεί τις σημαντικότερες στιγμές της ζωής της. Η γνωριμία με τον σύζυγό της και η μακρόχρονη σχέση τους, οι μεγάλες νίκες και ο πόλεμος των Φώκλαντ περνούν ως φλας μπακ, η ουσία της πολιτικής της όμως απουσιάζει, εμφανίζεται στην επιφάνεια ή ακόμη και διαστρεβλώνεται.
Πώς είναι όμως ποτέ δυνατόν να επιχειρήσεις την βιογραφία μιας πολιτικής προσωπικότητας αφήνοντας έξω την πολιτική; Πώς είναι δυνατόν να προσποιείσαι ότι η πιο διάσημη γυναίκα πολιτικός του 20ου αιώνα, δεν είναι παρά μια μη-πολιτική κινηματογραφική φιγούρα; Πώς μπορείς (όπως πολύ σωστά έγραψε η Guardian) «να μιλήσεις για την Θάτσερ, αδιαφορώντας για τον θατσερισμό»;
Η απάντηση σε όλα αυτά βρίσκεται ίσως στην Φιλίντα Λόιντ. Η επιτυχημένη (αλλά όχι ξεχωριστή) αυτή θεατρική σκηνοθέτης, που συνέβαλε στον εμπορικό θρίαμβο του θεατρικού- και αργότερα και του κινηματογραφικού- «Mamma Mia», δεν είχε την κατάλληλη κινηματογραφική πείρα για ένα τόσο δύσκολο εγχείρημα. Παίρνοντας λοιπόν το σενάριο της Άμπι Μόργκαν (έχει γράψει και το «Shame» που θα βγει στις 9 Φεβρουαρίου) δεν ήξερε από πού να αρχίσει και πού να τελειώσει. Όχι πως το σενάριο είναι κανένα αριστούργημα βέβαια, διότι από εκεί ξεκινούν τα βασικά προβλήματα της ταινίας.
Έτσι η Μέριλ Στριπ ανέλαβε να λύσει το διπλό αυτό - σεναριακό και σκηνοθετικό - πρόβλημα, γλιστρώντας κάτω από το δέρμα της Αγγλίδας πρωθυπουργού και σχηματοποιώντας την με τρόπο εντυπωσιακό. Πόσο καλή όμως μπορεί να είναι η ερμηνεία που βασίζεται σε ένα ατελή και προβληματικό κινηματογραφικό χαρακτήρα;
Είχα την ευκαιρία, πριν από μερικές εβδομάδες (με αφορμή το « Επτά Μέρες με τη Μέριλιν») να περιγράψω τα εγγενή προβλήματα που έχουν οι κινηματογραφικές βιογραφίες διάσημων προσώπων, εδώ όμως τα πράγματα είναι χειρότερα, αφού η ίδια η Θάτσερ ουσιαστικά απουσιάζει από την ταινία. Στην προσπάθειά τους να ικανοποιήσουν και τους εργατικούς (που πιστεύουν ότι η Θάτσερ κατέστρεψε το σύγχρονο κοινωνικό κράτος) και τους συντηρητικούς (που φυσικά λατρεύουν την αποφασιστικότητα και πυγμή της) η σκηνοθέτης και η σεναριογράφος εξόργισαν και τους δύο.
Αντί δηλαδή να πάρουν μια ξεκάθαρη πολιτική θέση, φορτώνουν την ταινία τους με ανούσιες οικογενειακές λεπτομέρειες, επιδερμικές ιστορικές αναφορές και φευγαλέες αληθινές εικόνες της εποχής, οι οποίες εν τέλει κονιορτοποιούν την ίδια υπόσταση της Σιδηράς Κυρίας.
Το Όσκαρ που, κατά τα φαινόμενα, θα πάρει η Μέριλ Στριπ, στιγματίζεται ήδη από ένα κακογραμμένο και άτολμο κινηματογραφικό χαρακτήρα.
Ορέστης Ανδρεαδάκης
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Η Αίσθηση του Έρωτα
Ενδιαφέρουσα αλλά άτσαλα ολοκληρωμένη κεντρική ιδέα και μερικές εξαιρετικές σκηνές σε μια βαθιά συγκινητική και ανθρώπινη ταινία, που όμως παραπατάει συχνά και καταλήγει άνιση.
Όπως οι καλύτερες ταινίες επιστημονικής φαντασίας, η εξωπραγματική κεντρική ιδέα της "Αίσθησης του Έρωτα" (ο πληθυσμός της Γης χάνει ανεξήγητα μία-μία τις αισθήσεις του που πυροδοτούνται από, ή τουλάχιστον ακολουθούν, ανεξέλεγκτες συναισθηματικές εξάρσεις) λειτουργεί λιγότερο ως καθ'αυτό μυστήριο και περισσότερο ως αφορμή για εξερεύνηση του τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος, πώς βιώνουμε τον κόσμο, πώς η ζωή μας ορίζεται από τα ερεθίσματα που λαμβάνουμε και, τελικά, πώς θα ήταν η ζωή μας αν αυτά σιγά-σιγά φτώχαιναν. Μένοντας, έτσι, μακριά από τον αδιάλλακτα επιστημονικό ρεαλισμό του πρόσφατου “Contagion” και στοχεύοντας στο πιο λυρικό ύφος ταινιών όπως το “Περί τυφλότητας” ή τα “Παιδιά των Ανθρώπων”, η “Αίσθηση του Έρωτα” ενδιαφέρεται περισσότερο για τις ποιητικές αλληγορίες που αναπόφευκτα προκαλεί μια τόσο χαρακτηριστική και αινιγματική πάθηση, παρά για την εκλογίκευση της εξάπλωσής της ή την καταγραφή των ρεαλιστικών συνεπειών αν ποτέ αυτή γινόταν πραγματικότητα.
Το αποτέλεσμα είναι ένα φοβερά άνισο μίγμα, που παντρεύει ένα σχετικά χλιαρό κεντρικό ρομάντζο με μερικές συγκλονιστικές ιδέες και σκηνές, για να καταλήξει σε μια προβληματική αλλά και βαθιά ουσιαστική ματιά πάνω στην ανθρώπινη κατάσταση. Η απόπειρα της ταινίας να βάλει τον Έρωτα στο κέντρο των πάντων είναι κατανοητή αλλά τελικά μάλλον αποτυχημένη, εξαιτίας των δύο κλισέ χαρακτήρων, που πλησιάσουν επικίνδυνα στον άγαρμπο συμβολισμό - και οι δύο συναισθηματικά απόμακροι και τραυματισμένοι, αρχίζουν να έρχονται κοντά όταν η απώλεια των αισθήσεων απομακρύνει εκ των πραγμάτων τους ανθρώπους.
Αντίθετα, η μελαγχολική αφήγηση των σκηνών-κολλάζ από εικόνες ανθρώπων να αντιμετωπίζουν την πανδημία, ή λιγότερο βεβιασμένες σε σχέση με την ερωτική ιστορία ιδέες ιντριγκάρουν με πολύ πιο φυσικό τρόπο και, ενώ η θέση της επιστήμονα Σούζαν μένει ανεκμετάλλευτη δραματουργικά, η ταινία χρησιμοποιεί πολύ πιο ουσιαστικά και συγκινητικά το εστιατόριο στο οποίο δουλεύει o Μάικλ του ΜακΓκρέγκορ, για να απεικονίσει το κυριότερο φιλοσοφικό επιχείρημά της: όπως οι πελάτες συνεχίζουν να επισκέπτονται το εστιατόριο ακόμα και αν δεν μπορούν πια να γευτούν, απλά και μόνο για την ανάμνηση της εμπειρίας ή για την συντροφιά, οι άνθρωποι θα συνεχίσουν να προσαρμόζονται σε όσους νέους κόσμους κι αν χρειαστεί - “η ζωή συνεχίζεται”.
Χριστίνα Λιάπη
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Η Καρδιά Ενός Σκύλου
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Ο Άνθρωπος Που Γελά
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
The Master
Ο Φρέντι (Χοακίν Φίνιξ) είναι αλκοολικός, βίαιος, λούζερ, ψυχολογικά και συναισθηματικά ασταθής. Ένας ναύτης, βετεράνος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο οποίος, τώρα που υπογράφηκε η ειρήνη, δεν ξέρει πού να πάει, πώς να σταθεί, και τι να κάνει. Κι έτσι κάνει τα πάντα. Μέχρι που μια μέρα τρυπώνει λαθρεπιβάτης σε ένα κρουαζιερόπλοιο με το όνομα «Alithea» (sic). Εκεί γνωρίζει τον Λάνκαστερ (Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν) έναν χαρισματικό, φωτισμένο «δάσκαλο» μιας παράξενης πνευματικής αίρεσης, ο οποίος συμπεριφέρεται σαν θρησκευτικός ηγέτης, γιατρός και φιλόσοφος.
Έχει εκδώσει ήδη ένα βιβλίο και πρεσβεύει ότι το σώμα δεν είναι παρά το όχημα του πνεύματος, ότι η ψυχή ζει αιώνια, ότι ο άνθρωπος δεν πρέπει να καθοδηγείται από τα συναισθήματα και τα ένστικτά του.
Σύντομα αποκαλύπτονται κι άλλες πτυχές της διδασκαλίας του, η οποία συνδυάζει τον μυστικισμό, την ύπνωση και τα ταξίδια στο παρελθόν. Διατείνεται μάλιστα ότι μπορεί να θεραπεύσει, εξ αποστάσεως, ακόμη και την λευχαιμία. Οι πιστοί, αλλά και οι επικριτές του αυξάνονται μέρα με την μέρα.
Οι δυο αυτοί ετερόκλητοι –και συμπληρωματικοί βεβαίως- χαρακτήρες, που ο ένας δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς τον άλλο, ενώνονται με τα δεσμά μιας ιδιότυπης πατρικής και καταπιεστικής σχέσης με στοιχεία λανθάνοντος ερωτισμού, υποταγής, θαυμασμού και ανάγκης.
Γνωρίζοντας σήμερα την σαϊεντολογία και τις ανοησίες που ο ιδρυτής της, ο Ρον Χάμπαρτ, παρουσιάζει σαν μια «καθολική οικουμενική φιλοσοφία»- όπως ακριβώς και ο Λάνκαστερ στην ταινία- θα μπορούσαμε να πούμε ότι το «The Master» δεν είναι παρά μια κριτική σ' αυτή την ιδιότυπη μοντέρνα θρησκεία.
Σιγά το κατόρθωμα όμως! Γιατί ο Πόλ Τόμας Άντερσον να σπαταλήσει τόση ενέργεια και ταλέντο (και έχει τεράστιο) για μια βλακώδη θρησκευτική αίρεση;
Τα πράγματα βέβαια δεν είναι τόσο απλά. Ο δημιουργός του «Μανόλια» και του «Θα Χυθεί Αίμα», ο άνθρωπος που μίλησε για την εξουσία του ατόμου πάνω στο πλήθος και την απληστία της συνεχούς επέκτασης, απλώς χρησιμοποίησε την σαϊεντολογία για να μιλήσει για την μεταπολιτευτική Αμερική.
Τοποθέτησε λοιπόν την δράση αμέσως μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Τότε που μια «νέα αμερικανική θρησκεία» υποσχέθηκε στους πιστούς της, ένα παγκόσμιο βασίλειο χωρίς σύνορα. Το μόνο που είχαν να κάνουν ήταν να πιστέψουν τους παντοδύναμους ηγέτες τους και να επανεφεύουν την χώρα τους. Η οποία ετοιμαζόταν- για πρώτη φορά στην, ούτως ή άλλως μικρή, ιστορία της- να κατακτήσει, κυριολεκτικά και μεταφορικά, το βασίλειο της Γης και του Ουρανού.
Αυτή τη «νέα θρησκεία» (The Cause λέγεται στην ταινία) ο Πολ Τόμας Αντερσον θα την περιγράψει με την μεγαλύτερη δυνατή αγάπη. Θα σταθεί μακριά της, χωρίς καμιά μανιχαϊστική εμμονή, χωρίς να έχει έτοιμη λύση, χωρίς να θέλει να καταδικάσει ή να αθωώσει κανένα.
Μέσα από την, σχεδόν ερωτική, σχέση του Φρέντι με τον Λάνκαστερ θα δούμε το προσωπικό δράμα να μετασχηματίζεται σε συλλογικό απωθημένο και να περιγράφει την περιπέτεια μιας διαιρεμένης χώρας η οποία, καθ' όλη την δεκαετία του '50, επιχειρούσε να προσαρμόσει τον πολιτισμό των τραυμάτων της πάνω στο όνειρο ενός νέου επεκτατισμού.
Από την πρώτη κιόλας τους συνάντηση ο Λάνκαστερ, μέσα από μια σειρά, αθώων αρχικά, ερωτήσεων, θα κάνει τον Φρέντι να ανακαλύψει τα τραύματα που κουβαλά. Κι η εμπειρία αυτή ουσιαστικά τον μεταμορφώνει σε πιστό του υπηρέτη. Ο χθεσινός λούζερ είναι πια φανατικός στρατιώτης μιας ιδεολογίας που δεν την καταλαβαίνει, αλλά είναι έτοιμος να πολεμήσει γι αυτήν.
Όσο για τον Λάνκαστερ, μένει κι αυτός πιστός στον Φρέντι, ακόμη κι όταν όλοι του λένε ότι πρέπει να τον απομακρύνει από την αυλή του. Ακόμη κι όταν δεν έχει κάτι εμφανές να κερδίσει. Και πώς αλλιώς; Ο Φρέντι είναι το άλλο του μισό, το κομμάτι που συμπληρώνει το παζλ των παθών του, που ορίζει την απληστία του. Είναι ο μόνος που του υπόσχεται ότι θα υπάρξει συνέχεια, ότι η εξουσία του βρήκε ένα κληρονόμο.
Ο Φρέντι είναι για τον Λάνκαστερ ότι ήταν ο Πολ Ντάνο για τον Ντάνιελ Ντέι Λούις στο «Θα Χυθεί Αίμα» ή ο Μαρκ Γουόλμπεργκ για τον Μπαρτ Ρέινολντς στις «Ξέφρενες Νύχτες» - μια ταινία που δεν με είχε ενθουσιάσει το 1997 που βγήκε, αλλά αργότερα εκτίμησα βαθύτατα μέσα στο πλαίσιο του εξαιρετικού έργου του Πολ Τόμας Άντερσον. Στο φεστιβάλ της Βενετίας ο 42χρονος αυτός Καλιφορνέζος πήρε το βραβείο σκηνοθεσίας, ενώ ο Χόφμαν και ο Φίνιξ μοιράστηκαν το βραβείο ερμηνείας. Ο πρώτος είναι αλήθεια καταπληκτικός. Εσωτερικός και χαμηλόφωνος, χτίζει τον χαρακτήρα του με απλά υλικά και πάνω σε μια ηθελημένη παραφωνία που δεν σε αφήνει ποτέ να καταλάβεις αν τον συμπαθεί ή τον υπονομεύει.
Ο Φίνιξ όμως είναι υπερβολικός. Ξέρω ότι θα τον λατρέψουν και θα τον προτείνουν για Όσκαρ, εγώ όμως τον βρήκα νάρκισσο.
Έχει φτιάξει το σχήμα ενός ανθρώπου και προσπαθεί να χωρέσει μέσα του. Μιμείται την φόρμα και χάνει την αλήθεια, κυνηγάει το μοντέλο που νομίζει ότι αντιπροσωπεύει τον χαρακτήρα και χάνει τον ίδιο τον χαρακτήρα. Προσποιείται ότι ερμηνεύει, δεν ερμηνεύει. Μικρό το κακό πάντως σε ένα τόσο εξαιρετικό έργο.
Και το «The Master» είναι ένα εξαιρετικό έργο. Απόσταγμα ενός δημιουργού που συνδυάζει την οξυδέρκεια του ανήσυχου Ευρωπαίου καλλιτέχνη και την απλή παράδοση του κλασικού Αμερικανού φιλμοκατασκευαστή.
Σινεμά «μεγάλων διαστάσεων» (δεν είναι τυχαίο ότι έκανε πρεμιέρα σε φιλμ 70mm και τώρα θα προβληθεί στο εντυπωσιακό φορμά του σινεμασκόπ) και καθαρών ιδεών που σε παρασέρνει με την ακρίβεια και τις κεντημένες του λεπτομέρειες. Σε παρασέρνει με ένα τρόπο που δεν μπορείς να του αντισταθείς.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Η Κόρη
Πεπεισμένη πως για την ξαφνική εξαφάνιση του πατέρα της ευθύνεται ο επαγγελματικός του συνέταιρος, μια έφηβη κοπελίτσα απαγάγει τον 10χρονο γιο του τελευταίου και τον κλειδώνει στην ξυλαποθήκη της οικογενειακής επιχείρησης, θεωρώντας πως μπορεί να χρησιμοποιήσει τον «όμηρο» ως μέσο διαπραγμάτευσης για πληροφορίες για τα κατατόπια τον αγνοούμενο...
Ψήγματα νταρντενικού σινεμά συναντά κανείς στη νέα ταινία του Θάνου Αναστόπουλου («Διόρθωση»), έτσι εύσχημα όπως τοποθετεί ένα θυματοποιημένο και μαζί σκληρό παιδί στο περιβάλλον μιας κοινωνίας παρακμάζουσας οικονομικά και αναξιόπιστης ηθικά (η σημερινή Ελλάδα) και έτσι ρεαλιστικά, ελεύθερη, μισοαυτοσχέδια όπως κινείται σε τραχείς φυσικούς χώρους (της σημερινής Αθήνας).
Κι ενώ τούτο τον ρεαλισμό καίρια τον διακόπτουν ορισμένα στιγμιότυπα υπέρβασης ή επεξηγηματικά της ιστορίας φλάσμπακ, υπάρχουν κάποια άλλα, «πεποιημένα» και θεατρίζοντα, που τον μολύνουν υπονομεύοντας την αποτελεσματικότητα του δράματος και συνεπώς εμποδίζοντας την αναγωγή του στα επίπεδα μιας σύγχρονης τραγωδίας. Εξαιρετικοί οι δύο ανήλικοι πρωταγωνιστές.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Ο Θεός Αγαπάει το Χαβιάρι
Σε όλη την διάρκεια της μέχρι τώρα κινηματογραφικής του καριέρας, ο Γιάννης Σμαραγδής έχει αποδείξει με σαφήνεια δύο πράγματα: Πρώτον ότι είναι ένας δημιουργός στον οποίο αρέσει να καταπιάνεται με μεγαλεπήβολες θεματικές και να αναμετριέται με φιλόδοξα φιλμικά σχέδια. Δεύτερο και σημαντικότερο, ότι ως σκηνοθέτης δυσκολεύεται μονόμως να τα φέρει εις πέρας. Φρέσκο από την (ας είμαστε ειλικρινείς) μουδιασμένη πρεμιέρα του στο πρόσφατο Φεστιβάλ του Τορόντο, το δράμα εποχής που εμπνεύστηκε ο Σμαραγδής από την αληθινή ιστορία του Ιωάννη Βαρβάκη διαλέγει να βιογραφήσει και πάλι μια εμβληματική και ευεργετική εθνική φιγούρα, με την ίδια περίπου λογική που το έκανε πριν πέντε χρόνια στο «Ελ Γκρέκο».
Με καταγωγή από τα Ψαρά, ο Ιωάννης Βαρβάκης κατόρθωσε από πειρατής των θαλασσών να φτάσει μέχρι την Αυλή της Μεγάλης Αικατερίνης, να κερδίσει την εύνοιά της και να συμμετάσχει στον ρωσοτουρκικό πόλεμο. Αργότερα, μέσω μιας διογκούμενης εμπορικής δραστηριότητας που είχε ως βάση της την αλιεία, κατέληξε να προσφέρει στην επανάσταση του 21 και να δωρίσει την μεγάλη περιουσία που απέκτησε για κοινωφελή έργα εντός και εκτός των συνόρων της χώρας μας.
Όλα αυτά μοιάζουν άκρως υποσχόμενα στα χαρτιά και πράγματι το υλικό της μυθιστορηματικής ζωής του Βαρβάκη αρκούσε από μόνο του για να στηρίξει επάνω του όχι απλώς μια πολύωρη ταινία αλλά μια ολόκληρη τηλεοπτική σειρά. Η πραγματικότητα αποδεικνύεται, εντούτοις, πολύ διαφορετική επί οθόνης. Ολόκληρο το φιλμ είναι ένας μονότονος φιλμικός σιδηρόδρομος συμβάντων που κινείται από τη μια πομπώδη σκηνή στην άλλη χωρίς καμία αίσθηση αφηγηματικής ισχύος, στοιχειώδους ρυθμού ή οποιουδήποτε κριτικού βλέμματος απέναντι στα όσα παρακολουθούμε.
Με μια αυτόματη και χωρίς ιδιαίτερη πρωτοβουλία σκηνοθεσία, η οποία ανοίγει απλά δρόμο ανάμεσα από έναν συρφετό γεγονότων, δίχως να αφήνει τίποτα να την αγγίξει ή να την εγείρει συναισθηματικά, η ταινία περισσότερο καμώνεται παρά μοιάζει με το πολυτελές και βαθυστόχαστο επικό σινεμά το οποίο πασχίζει να αναπαράγει.
Σε αυτό δεν βοηθούν, φυσικά, ούτε ένα άτακτο χαρμάνι προφορών το οποίο πασχίζει να τα βγάλει πέρα με την σωστή εκφορά της αγγλικής γλώσσας, ούτε διεθνούς βεληνεκούς ερμηνευτές όπως ο Τζον Κλιζ και η Κατρίν Ντενέβ οι οποίοι υποστηρίζονται ελάχιστα από το επεισοδιακό σενάριο. Εξαίρεση αποτελεί ο Σεμπάστιαν Κοχ (ηθοποιός μεγάλης γκάμας, γνωστότερος από τις «Ζωές των Αλλων») που προσπαθεί στον πρωταγωνιστικό ρόλο να μεταδώσει ολομόναχος λίγο πάθος σε μια ταινία η οποία φαίνεται να το στερείται.
Μπορεί η επικείμενη έξοδος του φιλμ στη χώρα μας να προετοιμάζεται σαν να πρόκειται για κάποιου είδους σημαντικό εθνικό συμβάν και η κυκλοφορία του να συμπίπτει πιθανόν με ένα καταπιεσμένο λαϊκό συναίσθημα που ψάχνει τρόπους να εκτονωθεί πατριωτικά μέσω της μυθοπλασίας, δυστυχώς όμως το «Ο Θεός Αγαπάει το Χαβιάρι» παραμένει από την αρχή μέχρι το τέλος του ένα συμβατικό και άψυχο ιστορικό δράμα βεστιαρίου. Όσο καλοδεχούμενες κι αν είναι οι προθέσεις του Γιάννη Σμαραγδή για μια μεγάλων διαστάσεων ελληνική παραγωγή, από αυτές που σπάνια πλέον μπορεί να πραγματοποιήσει η εγχώρια κινηματογραφία, η αλήθεια είναι ότι το πραγματικά καλό σινεμά χρειάζεται συνήθως πολλά περισσότερα εκτός από όραμα.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Πίσω από τους Λόφους
Η Βοϊτσίτα και η Αλίνα μεγάλωσαν μαζί σε ένα ορφανοτροφείο και στάθηκαν η μία για την άλλη η μοναδική οικογένεια που είχαν ποτέ. Οι δρόμοι τους θα χωρίσουν όταν η Αλίνα θα μεταναστεύσει στη Γερμανία προκειμένου να βρει δουλειά, ενώ η Βοϊτσίτα θα καταφύγει σε ένα απομονωμένο ορθόδοξο μοναστήρι όπου θα γίνει καλόγρια. Όταν η Αλίνα επιστρέφει στη Ρουμανία για να πάρει μαζί της τη Βοϊτσίτα, θα πρέπει να αντιμετωπίσει τη νεοαποκτηθείσα πίστη της φίλης της αλλά και τη δυσπιστία των υπόλοιπων μοναχών. Σύντομα, η αντιδραστική της φύση και η επιθετική της συμπεριφορά θα αρχίσουν να ερμηνεύονται ως κάτι μεταφυσικό, πυροδοτώντας μια σειρά τραγικών γεγονότων.
Με την παρθενική του εμφάνιση στο διαγωνιστικό των Καννών το 2007, με το «4 Μήνες, 3 Εβδομάδες και 2 Μέρες», ο άγνωστος τότε Ρουμάνος σκηνοθέτης Κριστιάν Μουντζίου απέσπασε τον Χρυσό Φοίνικα και στη συνέχεια θριαμβευτικές κριτικές που μιλούσαν –δικαίως– για μία από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς.
Με το στοιχείο της έκπληξης να έχει περάσει πλέον ανεπιστρεπτί και τις προσδοκίες να έχουν αυξηθεί, το νέο του φιλμ «Πίσω από τους Λόφους» βραβεύθηκε μεν για το μεθοδικό του σενάριο και τις νατουραλιστικές ερμηνείες των δύο νεαρών πρωταγωνιστριών του, προβλήθηκε ωστόσο μέσα σε κλίμα σχετικής αδιαφορίας, κάνοντας όσους δεν είχαν την τύχη να δουν την ταινία στην Κρουαζέτ να αναρωτιούνται για το αν ο σκηνοθέτης υπήρξε ένας ακόμα διάττων φεστιβαλικός αστέρας.
Ήρθε όμως η ώρα να αποκατασταθεί η αδικία. Μπορεί η αγωνιώδης –στα όρια του θρίλερ– εξέλιξη της πλοκής του «4 Μήνες, 3 Εβδομάδες και 2 Μέρες» και η αισθητά μικρότερη διάρκειά του να το έκαναν πιο προσιτό στο μέσο θεατή, όμως το «Πίσω από τους Λόφους» επιβεβαιώνει το ταλέντο ενός δημιουργού με απόλυτο έλεγχο του κινηματογραφικού μέσου και ουσιαστική κατανόηση για τα κίνητρα ακόμα και της πιο ακραίας ανθρώπινης συμπεριφοράς.
Η σοκαριστική περίπτωση μιας ορφανής κοπέλας που βρήκε καταφύγιο σε ένα ορθόδοξο μοναστήρι για να υποβληθεί τελικά στην εξοντωτική διαδικασία ενός εξορκισμού συνέβη εν έτει 2005 και ανασύρθηκε κατευθείαν από τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων. Ωστόσο, ο Μουντζίου δεν ενδιαφέρεται για το παιχνίδι των εύκολων εντυπώσεων και τη διατύπωση κατηγορηματικών αφορισμών περί κακού και καλού.
Βαδίζοντας σε τεντωμένο σχοινί, αποφεύγει αποφασιστικά οποιαδήποτε επικριτική στάση απέναντι σε χαρακτήρες για τους οποίους το περιθώριο της επιλογής ήταν πάντοτε πολύ περιορισμένο, στοχεύοντας αντίθετα τα βέλη του σε μια κοινωνία που δημιουργεί πρόσφορο έδαφος για μια σειρά από εγκληματικά λάθη και ανεύθυνες συμπεριφορές.
Μια κοινωνία, όπου η αδιαφορία, η ανευθυνότητα, η φτώχεια και ο σκοταδισμός αρκούν για να οπλίσουν κατά λάθος τα χέρια ακόμα και των ανθρώπων με τις πιο αγαθές προθέσεις. Η πίστη γίνεται καταφύγιο, αλλά ταυτόχρονα επιμένει σε άψυχους «τύπους» και μοιάζει να κλείνει τα μάτια απέναντι σε απλές, καθημερινές και απόλυτα ανθρώπινες ανάγκες και συναισθήματα απόγνωσης.
Μέσα από απειράριθμες, φαινομενικά ασήμαντες λεπτομέρειες και την επίμονη, αυστηρή σκηνοθεσία του, ο Μουντζίου αφήνει τους θεατές να βγάλουν τα δικά τους συμπεράσματα. Με ψυχραιμία και διεισδυτική ματιά, κατορθώνει τελικά να αρθρώσει μια κινηματογραφικά συναρπαστική κοινωνιολογική σπουδή που καταδεικνύει κάθε μικρό ή μεγάλο συμβάν που ευθύνεται για την τραγική πορεία των χαρακτήρων του.
Παρά την αποστασιοποιημένη ματιά του πάντως (ή ίσως ακριβώς εξαιτίας της), η επικράτηση των δεισιδαιμονιών έναντι της λογικής στην καρδιά της Ευρώπης του 21ου αιώνα καθιστά το «Πίσω από τους Λόφους» μια από τις πιο σοκαριστικές κινηματογραφικές εμπειρίες των τελευταίων ετών.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Matching Jack
Η Μαρίσα μαθαίνει πως το παιδί της είναι βαριά άρρωστο και παράλληλα ανακαλύπτει πως ο σύζυγός της την απατά εδώ και χρόνια. Στην προσπάθειά της να βοηθήσει τον γιο της, θα γνωρίσει τον Κόνορ και τον άρρωστο γιο του, Φιν, και τότε ένα αναπάντεχο ταξίδι αγάπης και ελπίδας ξεκινά.
Η πολυβραβευμένη σκηνοθέτις ελληνικής καταγωγής Νάντια Τας αιχμαλωτίζει στο φακό της τη δύναμη της στοργής, αποφεύγει τυχόν μελοδραματικές παγίδες και υπενθυμίζει στον καθένα μας ότι η ζωή είναι γεμάτη εκπλήξεις που αξίζει να εξερευνήσουμε.
[Από τον κατάλογο του 17ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας]
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Barbara
Η Μπάρμπαρα εργάζεται ως γιατρός στην Ανατολική Γερμανία, αλλά το βασικό της μέλημα είναι να δραπετεύσει στη Δύση. Χωρίς να το περιμένει, η αγάπη της για τους ασθενείς και, κυρίως, το δέσιμό της με έναν μυστηριώδη συνάδελφο, τον Αντρέ, τοποθετούν στην καρδιά της ένα τεράστιο δίλημμα, που κόβει την επιθυμία της στην μέση.
Το «Barbara» είναι το βραδυφλεγές δράμα που λαμβάνει χώρα το καλοκαίρι του 1980 στην ψυχροπολεμική Γερμανία και κέρδισε την Αργυρή Άρκτο Σκηνοθεσίας στο φετινό Φεστιβάλ Βερολίνου. Ο Κρίστιαν Πέτσολντ στηρίζεται στη σιωπηλή αλλά εκκωφαντική ερμηνεία της μούσας του, Νίνα Χος, και αποτυπώνει στο σελιλόιντ τη νωθρότητα μιας ολόκληρης εποχής.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Τα Παιδιά του Πολέμου
Την άνοιξη του 1945, μετά τη σύλληψη του πατέρα (αξιωματικού των Ες Ες) και της μητέρας της από τους Συμμάχους, η έφηβη Λόρε και τα τέσσερα αδέλφια της διασχίζουν τη ρημαγμένη Γερμανία και έρχονται αντιμέτωποι με την εχθρότητα των κατοίκων της επαρχίας και φυσικά των ξένων.
Μακριά από την πολυφορεμένη θεματική του Ολοκαυτώματος, η Σόρτλαντ επιλέγει να αναδείξει τον αντίστροφο, ενίοτε εξίσου απάνθρωπο, ρατσισμό απέναντι σε αθώα παιδιά που κουβαλούν ανυπεράσπιστα τις αμαρτίες των γονέων τους, μετατρέποντας το οδοιπορικό της Λόρε σε ένα ανορθόδοξο χρονικό ενηλικίωσης, που έχει ενίοτε την υφή ενός γοτθικού παραμυθιού.
Καθώς η άγουρη ηρωίδα παλεύει να συνειδητοποιήσει τις θηριωδίες στις οποίες συμμετείχαν οι γονείς της, οι πεποιθήσεις στις οποίες την έχουν γαλουχήσει την οδηγούν σε μια συχνά σχιζοφρενική συμπεριφορά ανάμεσα στο μίσος και την επιθυμία, την ανατροφή της και την ανάγκη για επιβίωση.
Η ψυχολογική της αστάθεια δοκιμάζεται ακόμα περισσότερο από τη συνάντησή της με έναν μυστηριώδη, νεαρό Εβραίο πρόσφυγα, και ο σχεδόν νοσηρός ερωτισμός που τη συνοδεύει γίνεται αφορμή για μερικές από τις πιο ενδιαφέρουσες στιγμές της ταινίας.
Αν και η ηλεκτρισμένη δυναμική της σχέσης τους δεν αναπτύσσεται τελικά αρκετά από το σενάριο, η ένταση της σκηνοθεσίας και η αιθέρια φωτογραφία, που μετατρέπει δεξιοτεχνικά τη φύση σε αναπόσπαστο μέρος των παθών των χαρακτήρων, συνθέτουν μια ακαταμάχητη ατμόσφαιρα, που στις καλύτερες στιγμές του φιλμ παίρνει διαστάσεις υπαρξιακού θρίλερ.
Κι όπως στην περίπτωση του «Somersault», που ανέδειξε το ταλέντο της Άμπι Κόρνις, η Σόρτλαντ επιδεικνύει μία σπάνια ικανότητα να εκμαιεύει εξαιρετικές ερμηνείες από τις νεαρές πρωταγωνίστριές της – εν προκειμένω την πρωτοεμφανιζόμενη Σάσκια Ρόζενταλ που εκφράζει ανατριχιαστικά τα διλήμματα της Λόρε.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Διατριβή για έναν Φόνο
Ένας καθηγητής εγκληματολογίας αρχίζει να υποπτεύεται τον πιο αφοσιωμένο και φιλόδοξο φοιτητή του για τον φόνο μιας νεαρής κοπέλας λόγω κάποιων λεπτομερειών που, όπως φαίνεται, μόνο εκείνος έχει προσέξει, είτε στην ίδια την υπόθεση είτε στα περίεργα, όπως ισχυρίζεται, λεγόμενα του νεαρού. Ή μήπως αυτές οι λεπτομέρειες είναι απλές συμπτώσεις;
Η «Διατριβή» είναι στα καλύτερά της όταν προσπαθεί να απαντήσει στο τελευταίο αυτό ερώτημα, σκιαγραφώντας έτσι το πορτρέτο μιας εν δυνάμει καταστροφικής εμμονής αλλά και τη μοναξιά και παράνοια που δημιουργεί.
Ο Ρικάρντο Νταρίν («Το Μυστικό στα Μάτια της»), πάντα αξιόπιστος πρωταγωνιστής και δικαιολογημένος σούπερ σταρ στην πατρίδα του, ισορροπεί με ευκολία ανάμεσα στις διάφορες ερμηνείες της ιστορίας και αποδίδει εξαιρετικά την ενίοτε τρομακτική αμφισημία των κινήσεων του χαρακτήρα του, τραγικού ακριβώς επειδή έχει τις καλύτερες προθέσεις και την ακράδαντη πεποίθηση και αγωνία ότι αυτός μόνος βλέπει την αλήθεια και άρα έχει χρέος να την ξεσκεπάσει.
Αυτό βέβαια ακούγεται πολύ πιο συναρπαστικό από την εντελώς επίπεδη πραγματικότητα της ταινίας, η οποία έχει αρκετές ενδιαφέρουσες ιδέες αλλά καμία τέχνη στο να τις επενδύσει με αρκετό σασπένς και συναίσθημα για να ξεφύγει από τον ορισμό της απλής εγκεφαλικής άσκησης και να εξελιχθεί σε μια πλήρη κινηματογραφική ιστορία.
Ούτε το ίδιο το έγκλημα ούτε ο ύποπτος, εξάλλου, δεν έχουν κάτι το πραγματικά αξιοσημείωτο για να ξεχωρίσουν, ενώ και η έννοια της ευθύνης του καθηγητή μπροστά στον αδίστακτο ιδιοφυή φοιτητή του, τον οποίο ενδέχεται και να ενέπνευσε για να διαπράξει έγκλημα, δεν είναι επ'ουδενί κάτι το αρκετά φρέσκο και πρωτότυπο για να αποζημιώσει για την άνοστη τελικά ιστορία. Όπως και η ίδια η ταινία, η αρρωστημένη αυτή μετατροπή των ιδεών σε κίνητρο για αμοραλισμό, είναι κάτι που έχουμε δει στο παρελθόν, και πολύ καλύτερα.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Μικρές Εξεγέρσεις
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Stoker
Δεν έχουν επιβιώσει πολλοί μη Αμερικανοί ή ανεξάρτητοι σκηνοθέτες από την πολυπόθητη μετάβαση τους στο καλλιτεχνοφάγο σύστημα του Χόλιγουντ, ή τουλάχιστον όχι με την επαγγελματική τους αξιοπρέπεια και το ταλέντο τους άθικτα. Το πιο ευχάριστο που προκύπτει από το «Stoker», την πρώτη αγγλόφωνη ταινία του Παρκ Τσαν Γουκ («Oldboy», «Sympathy for Lady Vengeance») είναι ότι σχεδόν τίποτα από όσα αγαπάτε (ή τέλος πάντων αναγνωρίζετε) στη δουλειά του δεν αλλοιώθηκε από την επαφή του με την αμερικανική βιομηχανία. Η ματιά του εξακολουθεί να ξεχειλίζει νοσηρότητα: οι χαρακτήρες του είναι αλλόκοτοι αλλά καθ' όλα συναρπαστικοί, η σεξουαλική επιθυμία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με ό,τι πιο σκοτεινό κρύβει μέσα του ο άνθρωπος, καθημερινά αθώα αντικείμενα μετατρέπονται σε θανάσιμα όπλα, και η ενηλικίωση μιας κοπέλας μυρίζει θάνατο και διαστροφή.
Η εκδίκηση, το τόσο αγαπημένο θέμα των καλύτερων ταινιών του Τσαν-Γουκ στη μέχρι τώρα φιλμογραφία του, είναι παρούσα αλλά όχι και το επίκεντρο της ιστορίας. Αυτό είναι αντίθετα η μάχη ανάμεσα στα έμφυτα ένστικτα και τις επίκτητες συνήθειες, και η πανίσχυρη επιρροή της φύσης μας πάνω στη μοίρα μας - «όπως ένα λουλούδι δεν επιλέγει το χρώμα του, έτσι κι εμείς δεν επιλέγουμε αυτό που είμαστε,» σύμφωνα με την ίδια την κεντρική ηρωίδα - κάνοντας την ταινία να πλησιάζει περισσότερο στο βαμπιρικό «Thirst» του Τσαν-Γουκ, παρά στη πασίγνωστη Τριλογία της Εκδίκησής του.
Η ιστορία ξεκινά στα δέκατα όγδοα γενέθλιά της λιγομίλητης και απόμακρης Ίντια (Μία Βασικόφσκα), όταν εκείνη χάνει τον πολυαγαπημένο της πατέρα σε αυτοκινητικό δυστύχημα. Στην κηδεία του κάνει την εμφάνισή του ένας μυστηριώδης θείος (Μάθιου Γκουντ), την ύπαρξη του οποίου αγνοούσε. Ο θείος Τσάρλι γοητεύει την μητέρα της (Νικόλ Κίντμαν) και κάνει επίμονες προσπάθειες να βρεθεί κοντά στην Ίντια, προσπάθειες τις οποίες η ίδια απορρίπτει ωσότου αρχίζει να υποπτεύεται ότι πίσω από την χαρισματική του όψη κρύβονται πολύ σκοτεινά μυστικά. Και αυτό δεν την απωθεί όσο θα περίμενε κανείς.
Οι συγκρίσεις με τον Χίτσκοκ και το «Shadow of a Doubt», με το οποίο μοιράζεται κάποιους άξονες αφήγησης, είναι αναμενόμενες αλλά εύστοχες, παρόλο που το «Stoker» τραβά στα άκρα ό,τι ο Χίτσκοκ κυρίως υπονόησε στη δική του ιστορία. Το σενάριο (με την υπογραφή του Γουέντγουορθ Μίλερ) είναι μετρημένο, με σαφέστατη αίσθηση κατεύθυνσης και ρυθμού, και θέτει αριστοτεχνικά το έδαφος για τα σοκαριστικά ξεσπάσματα. Δεν αντέχει την προσεκτική ανάλυση βέβαια - οι τρύπες στη λογική του πολλαπλασιάζονται από τη στιγμή που ξεκινούν οι ραγδαίες εξελίξεις κοντά στο φινάλε - αλλά είναι αρκετά ζουμερό για να δώσει την αφορμή στο ταλέντο του Τσαν-Γουκ να μεγαλουργήσει.
Γιατί το «Stoker» είναι πάνω από όλα (σχεδόν υπερβολικά) ένα μάθημα μακάβριου κινηματογραφικού στιλ. Οι εντυπωσιακά επεξεργασμένες και στιλιζαρισμένες μέχρι και την τελευταία τους λεπτομέρεια εικόνες απογειώνονται από μια ηχητική μπάντα που ανταγωνίζεται το «Berberian Sound Studio» σε ευρηματικότητα και την ανατριχιαστική αποτελεσματικότητα στην δημιουργία ενός, χορταστικού για τις αισθήσεις, κόσμου.
Ο σκηνοθετικός έλεγχος πάνω στο σταδιακό χτίσιμο και τη συντήρηση της μακάβριας ατμόσφαιρας και του ρυθμού της ταινίας είναι εντυπωσιακός (ακόμη περισσότερο αν λάβουμε υπόψη ότι δε μιλά αγγλικά και έδινε τις οδηγίες μέσω διερμηνέα!). Κάνει συναρπαστικές ακόμη και όλες εκείνες τις στιγμές που κάπως το παρακάνουν με τους βαρύγδουπους συμβολισμούς (το μεθοδικό σπάσιμο των αυγών στα χέρια της Ίντια, μία ζώνη που γλιστρά σα φίδι, η αλλαγή των κοριτσίστικων παπουτσιών με τις πιο θηλυκές γόβες) και στα χέρια ενός λιγότερου ικανού σκηνοθέτη θα πρόδιδαν έλλειψη έμπνευσης.
Είναι ακόμη μία εξαιρετική στιγμή και για τη Νικόλ Κίντμαν, η οποία δείχνει να επιστρέφει για τα καλά την καριέρα της εκεί που της ταιριάζει (και το πρόσωπό της σε πιο φυσιολογική όψη), και στέκεται επάξια δίπλα στην πραγματική μεγάλη ερμηνεία της ταινίας, αυτή της Μία Βασικόφσκα. Η Αυστραλή ηθοποιός, ήδη μία από τις καλύτερες νέες ηθοποιούς των τελευταίων χρόνων, εδώ κουβαλά με άνεση και μαεστρία την ταινία στους ώμους της, βρίσκοντας βάθη σε ένα ρόλο που, στα χέρια μιας κατώτερης ηθοποιού, θα μπορούσε να καταλήξει μονότονος και κενός - είναι δύσκολο να συμπαθήσεις την Ίντια αλλά ακόμη πιο δύσκολο να σταματήσεις να κοιτάς μέσα στην ολόμαυρη ψυχή της.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Παρενέργειες
Με τον Στίβεν Σόντερμπεργκ να αποσύρει σχεδόν την πολυδιαφημισμένη κινηματογραφική του συνταξιοδότηση στη συνέντευξη τύπου του Φεστιβάλ Βερολίνου όπου έκανε πρεμιέρα η νέα του ταινία, οι «Παρενέργειες» άφησαν διχασμένο το κοινό που τις παρακολούθησε.
Με όλες τις εξελίξεις της πλοκής να περιέχουν τεράστια spoilers για την ταινία, αυτό που μπορούμε να πούμε προς το παρόν είναι πως ο Σόντερμπεργκ συνεχίζει την άτσαλα διδακτική του προπαγάνδα εναντίον των φαρμακευτικών, την οποία υποστήκαμε πρόσφατα και στο «Contagion». Χρησιμοποιώντας τη θριλερική δομή και πασπαλίζοντάς την με έναν αέρα θεωριών συνωμοσίας, το φιλμ θα μπορούσε να λειτουργεί πολύ καλύτερα εάν το σενάριό του δεν έμπαζε από παντού.
Η Κάθριν-Ζέτα Τζόουνς στον ρόλο έτερης ψυχιάτρου που κρατάει ρόλο-κλειδί ακροβατεί στα όρια του καμπ, ενώ ο Τσάνινγκ Τέιτουμ ως σύζυγος της Έμιλι περιφέρει το γυμνασμένο σαρκίο του υπερήφανα αλλά αδιάφορα. Οι ανατροπές μεταμφιέζονται διαρκώς, δίνοντας ένα κάποιο ενδιαφέρον στους επιεικώς γελοίους διαλόγους και το overacting, αλλά όταν έρχεται η αποκάλυψη, ο υποψιασμένος θεατής έχει χάσει κάθε ενδιαφέρον για τους χαρακτήρες και την επικείμενη μοίρα τους.
Όποιος περίμενε κάτι διαφορετικό από έναν σκηνοθέτη που χοροπηδά διαρκώς μεσοβέζικα από το μέινστριμ στο arthouse, από το ανεξάρτητο στο στουντιακό, από το ελαφρύ στο διανοουμενίστικο, έκανε μεγάλο λάθος.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Το Χειρόγραφο της Σαραγόσα
Ένας νεαρός αξιωματικός διασχίζει την Ισπανία κατά τη διάρκεια των Ναπολεόντειων Πολέμων, πασχίζοντας να επαληθεύσει την υποτιθέμενη αριστοκρατική καταγωγή του. Οι περιπέτειές του και οι συναντήσεις του με κείμενα και πρόσωπα γίνονται η αφορμή να ζωντανέψουν στο πανί διηγήσεις, όνειρα και παραβολές, όπου παρελαύνουν μοχθηροί μάγοι, δαίμονες και φαντάσματα, ιεροεξεταστές, εκθρονισμένοι βασιλείς και μυστικιστές ιερείς μέσα από μια σειρά αφηγήσεων που ξετυλίγονται ξέφρενα η μία μέσα από την άλλη σαν μια ανεξάντλητη αλληλουχία από ρώσικες κούκλες.
Ισοδύναμο με υπερβολική δόση ψυχοτρόπων ουσιών, το αριστούργημα του Πολωνού Βόιτσεκ Χας ξεκλειδώνει με επιτυχία ένα από τα πιο αινιγματικά και λαβυρινθώδη λογοτεχνικά κείμενα, γραμμένο από τον Γιαν Ποτότσκι, ο οποίος αυτοκτόνησε το 1815, λίγο αφότου ολοκλήρωσε το πληθωρικό του μυθιστόρημα. Μην σας ξεγελά το εικονικό περιτύλιγμα του ιστορικού έπους· το φανταστικό κατέχει κυρίαρχο ρόλο, ενώ η αυτοσχεδιαστική τζαζ μουσική επένδυση του Κριστόφ Πεντερέκι κάνει τα πράγματα ακόμα πιο παραισθητικά.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Συγχαρητήρια Στους Αισιόδοξους?
Η νέα δουλειά της Κωνσταντίνας Βούλγαρη έρχεται πέντε χρόνια μετά το μεγάλου μήκους ντεμπούτο της, το «Valse Sentimentale», και, όπως αυτό, ξετυλίγει τη δράση του στη γειτονιά των «ανυπότακτων» Εξαρχείων.
Εκεί ζει η ηρωίδα της, η τριαντάχρονη Ηλέκτρα, που κινείται στον αναρχικό χώρο και προσπαθεί να βρει τη θέση της στον κόσμο. Οι γονείς της είναι διανοούμενοι αλλά δεν μπορούν να την καταλάβουν, ο φίλος της είναι στη φυλακή εξαιτίας της επαναστατικής του δράσης και αποκούμπι της είναι το πανέξυπνο δεκάχρονο πλουσιόπαιδο στο οποίο κάνει μπέιμπι-σίτινγκ.
Στο μπολιασμένο με αυτοβιογραφικά στοιχεία φιλμ της Βούλγαρη, η Ηλέκτρα απογοητεύεται, ματώνει, προχωρά, χορεύει. Είναι ένα παιδί της γενιάς της, ένα κορίτσι που μεγάλωσε με τεράστια βιβλιοθήκη, πιάνο και μεταπτυχιακά για να περάσει την ενηλικίωση ως δεύτερη εφηβεία, σαν μια ετεροχρονισμένη σφαλιάρα στο ροδαλό της μάγουλο.
Ο τίτλος της ταινίας, που παραπέμπει στο γνωστό βιβλίο κόμικς της Μαφάλντα του Quino, διανθίζεται από ένα κρυπτικό ερωτηματικό. Η σκηνοθέτις, που χαράζει το ίδιο ερωτηματικό στο κορμί της πρωταγωνίστριάς της, μοιάζει να αναρωτιέται αν τελικά όντως υπάρχει χώρος για αισιοδοξία στη σύγχρονη Αθήνα της εξαθλίωσης.
Και παρότι επιλέγει (ή παρασύρεται καθ'έξιν στην απόφαση) να συνεχίσει να ζει αγωνιζόμενη, δεν αγνοεί τον ρομαντισμό - ή την αφέλεια, ανάλογα με το πόσο κυνικοί είστε - που πιθανόν εμπερικλείει η επιλογή της.
Η Βούλγαρη κινηματογραφεί τους ήρωές της και την πόλη με μία τρυφερότητα που μαλακώνει την κακή πίστη, δίνοντας άφεση σε τυχόν στραβοπατήματα. Ακόμη κι αν η ηρωίδα της δίνει μαθήματα ζωής κι επαναστατικότητας κουνώντας κάποιες φορές το δάχτυλο διδακτικά, η πίστη της στην ελπίδα και την αλλαγή είναι αρκετή για να συγκινήσει.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Ο Υπέροχος Γκάτσμπι
Παραμένοντας εμμονικά πιστός στο γράμμα του ομώνυμου βιβλίου του Φ. Σκοτ Φιτζέραλντ, αλλά αδιαφορώντας για το πνεύμα του, ο Μπαζ Λούρμαν παραμερίζει την τζαζ ατμόσφαιρα της δεκαετίας του '20 μέσα στην οποία γεννήθηκε και φορτώνει κάθε πλάνο του με χρώματα και ετερόκλητες μουσικές, εκκωφαντικούς ήχους, ειδικά εφέ και φασαρία.
Το αποτέλεσμα είναι μια εξόχως απολαυστική ταινία, η οποία θα μπορούσε κάλλιστα να μην είχε την παραμικρή σχέση με το βιβλίο- ούτε καν την πρόφαση του τίτλου.
Το θέμα της βέβαια υποτίθεται ότι παραμένει το ίδιο με αυτό του βιβλίου: «η απελπισμένη προσπάθεια να επαναλάβουμε και να ξαναζήσουμε το παρελθόν, η πικρή συνειδητοποίηση ότι αυτό δεν είναι εφικτό και η ουτοπική αντίσταση σε αυτή την αδυνατότητα».
«Υπέροχος» ή «Μεγάλος» (σύμφωνα με την πολύ καλή μετάφραση του Άρη Μπερλή των εκδόσεων Άγρα, την οποία και σας προτείνω) ο Γκάτσμπυ προσπαθεί σε όλη την διάρκεια του έργου να ξανακερδίσει ολοκληρωτικά την Ντέζι, η οποία όμως τώρα είναι παντρεμένη με ένα εκατομμυριούχο.
Όταν έζησαν τον πρώτο τους έρωτα, αυτός ήταν φτωχός και αυτή πλούσια. Στην συνέχεια ο Γκάτσμπυ πήγε στον Πόλεμο (τον Α' Παγκόσμιο βεβαίως) και επιστρέφοντας κατάφερε μέσα σε τρία χρόνια να γίνει και αυτός πάμπλουτος ενεργοποιώντας το αμερικανικό όνειρο - και τον αμερικανικό υπόκοσμο ωστόσο.
Τώρα θα προσπαθήσει να ξαναζήσει τον έρωτά του, να ξαναζήσει το παρελθόν. Ποιος θνητός όμως μπόρεσε ποτέ να πραγματοποιήσει ένα τέτοιο όνειρο;
Η Κάρεϊ Μάλιγκαν στον ρόλο της Ντέζι είναι εύθραυστη και αναιδής, μια «όμορφη χαζούλα με τη φωνή της γεμάτη λεφτά» όπως ακριβώς την περιγράφει ο συγγραφέας, και ο Τόμπι Μαγκουάιρ ταιριάζει τέλεια με τον Νικ Κάραγουέι, τον αφηγητή όλης αυτής της ιστορίας. Σε αντίθεση με το βιβλίο, όμως, αυτός ο χαρακτήρας καταθέτει την ιστορία του σε έναν ψυχαναλυτή, γεγονός που είναι εντελώς ακατανόητο, και δραματουργικά και θεωρητικά αδικαιολόγητο.
Για την καλύτερη περιήγηση στον κόσμο του κινηματογραφικού «Υπέροχου Γκάτσμπυ», ωστόσο, θα πρότεινα να διαβάσετε πάραυτα το βιβλίο (καλό κάνει, κακό δεν κάνει) αλλά να αφήσετε εκτός κάδρου τα λογοτεχνικά θέματά του. Ο Λούρμαν εξάλλου έκανε το ίδιο: καταβρόχθισε το βιβλίο ολόκληρο, μασουλώντας αργά κάθε του σελίδα και απολαμβάνοντας κάθε του λέξη, το χώνεψε και μετά το ξέχασε.
Στην συνέχεια πήρε όλα τα χρώματα του κόσμου και τα σκόρπισε σε ένα τεράστιο πλατό που το είχε ήδη παραφορτώσει με όλων των ειδών τους ήχους. Οι ηθοποιοί του δεν είχαν πια παρά να προσαρμοστούν σ' αυτή πολύχρωμη μουσική εξτραβαγκάντζα και να ξεχάσουν το βάρος των χαρακτήρων τους.
Κι όμως οι χαρακτήρες κουβαλούν ήδη ένα ιδιαίτερο βάρος. Ο Άρης Μπερλής λέει ότι ο ομώνυμος ήρωας είναι μια μυθική φιγούρα «που εκφράζει μια αρχετυπικά ανδρική και βαθύτατα ρομαντική ποιότητα- την πεποίθηση ότι μια ερωτική σχέση μπορεί να διαρκέσει για πάντα και την βούληση να προστατεύσει απολύτως και άνευ όρων το αντικείμενο της ερωτικής του επιθυμίας.»
Το θέμα αυτό όμως απλώς το υποψιαζόμαστε να λανθάνει, σχεδόν αόρατο, στις γωνίες των πηγμένων κάδρων, την στιγμή που η τεχνολογική υπεροχή κατακλύζει τα πάντα.
Η αλήθεια είναι ωστόσο ότι και το ίδιο το βιβλίο είναι τοποθετημένο σε ένα νεωτερικό πλαίσιο, που στην εποχή του ήταν ανάλογο με αυτό που έχει κατασκευάσει τώρα ο Λούρμαν: τεχνολογικές καινοτομίες, γρήγορα αυτοκίνητα, τηλέφωνα που κουδουνίζουν παντού και ηλεκτρικές συσκευές υπάρχουν σε όλες τις σελίδες. Και σε κάθε πλάνο της ταινίας πλέον.
«Ο Υπέροχος Γκάτσμπυ» είναι ένα λυρικό αφήγημα που περιγράφει τέλεια το αμερικανικό όνειρο, ενώ η γοητεία που ασκεί ο ομώνυμος ήρωάς του είναι ακατανίκητη, διότι κατά βάθος είμαστε όλοι Γκάτσμπυ.
Η Αμερική του '20, λίγο πριν το Μεγάλο Κραχ, «είναι μια εποχή μεγάλης οικονομικής ανάπτυξης, πρωτοφανούς ευμάρειας, υπερβολικού πλούτου, ηθικής χαλάρωσης, οπορτουνισμού, διαφθοράς και επικείμενης χρεοκοπίας» η οποία μοιάζει ανατριχιαστικά με την δική μας εποχή.
Τα πάντα λοιπόν στο βιβλίο - και ευτυχώς και στην ταινία - μας είναι οικεία καθιστώντας και το βιβλίο και την ταινία, εξαιρετικά επίκαιρα.
Η ηθική εξαχρείωση μιας κοινωνίας που βαδίζει ολοταχώς προς την χρεοκοπία και η αλληγορία του αμερικανικού ονείρου, αλλά και ολόκληρου του Δυτικού Κόσμου, έχουν χωρέσει μέσα στο κοστούμι ενός υπέροχα ρομαντικού και διαχρονικού ήρωα που δεν κουράστηκε να φωνάζει μέχρι το τέλος: «Τι έκανε λέει; Και βέβαια μπορείς να επαναλάβεις το παρελθόν… θα τα φτιάξω όλα όπως ήταν πριν…θα δεις…»
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Σαββατοκύριακο στο Hyde Park
Σε όλη την διάρκεια της κινηματογραφικής καριέρας του, ο Μπιλ Μάρεϊ έχει βρεθεί άφθονες φορές καταδικασμένος να δίνει τον καλύτερο εαυτό του σε ταινίες που δεν αξίζουν κάτι τέτοιο. Μέσα σε ένα διάστημα περισσότερο των τριάντα χρόνων, από τότε δηλαδή που ξεκίνησε τους ρόλους του στο σινεμά, ο σπουδαίος ηθοποιός έχει έρθει πάμπολλες φορές αντιμέτωπος με μέτριες σεναριακές δουλειές, ανεπαρκείς σκηνοθεσίες και συμβατικά φιλμικά σχέδια. Το «Σαββατοκύριακο στο Hyde Park» είναι μια από τις φορές αυτές.
Στα χαρτιά τουλάχιστον η δημιουργία του Ρότζερ Μίτσελ ίσως έμοιαζε χαριτωμένη, διηγούμενη πώς στην διάρκεια ενός διημέρου του 1939, ο Φράνκλιν Ρούζβελτ και η σύζυγός του φιλοξενούν το βασιλικό ζεύγος της Αγγλίας στο σπίτι τους στην πόλη Χάιντ Παρκ, κοντά στον ποταμό Χάντσον της Νέας Υόρκης.
Είναι η πρώτη φορά στην ιστορία που ένας Βρετανός μονάρχης επισκέπτεται την Αμερική: η Αγγλία αντιμετωπίζει τον κίνδυνο πολεμικής σύρραξης με τη Γερμανία, και οι βασιλείς της αναζητούν απεγνωσμένα την υποστήριξη του Ρούζβελτ.
Οι διεθνείς σχέσεις, όμως, περνούν μέσα από την πολυπλοκότητα των οικογενειακών σχέσεων του Προέδρου, καθώς η μητέρα, η σύζυγος και οι ερωμένες του συνωμοτούν, με αποτέλεσμα το σαββατοκύριακο να έχει μπόλικα απρόοπτα, ανάμεσά τους κι αυτό στο οποίο η Λόρα Λίνεϊ, στον ρόλο της γειτόνισσας, μακρινής εξαδέλφης και ερωμένης του Ρούζβελτ, προσφέρει στον πρόεδρο μια γαργαλιστικής φύσεως χειρωνακτική εργασία.
Παρά τις γενναιόδωρες αφορμές κουτσομπολιού που συναντά κανείς στο φιλμ, ωστόσο, τα πάντα ακολουθούν μια φρόνιμη και καθωσπρέπει πεπατημένη που επιχειρεί να χειριστεί με όσο το δυνατόν πιο διακριτικό τρόπο και φινετσάτο χιούμορ ένα πικάντικο γαϊτανάκι χαρακτήρων και συμπεριφορών.
Σκηνοθέτης πλησίον της διεκπεραίωσης στη μέχρι τώρα φιλμογραφία του (με ελάχιστες εξαιρέσεις, όπως για παράδειγμα το «The Mother»), ο Μίτσελ χειρίζεται την ταινία με την λογική μιας ανάλαφρης δραματικής κομεντί καταστάσεων που δείχνει να χρειάζεται υποτυπώδη καθοδήγηση πίσω από την κάμερα και μοιάζει να βασίζεται ως επί το πλείστον στις φιλότιμες προσπάθειες των ηθοποιών του.
Τι να σου κάνει, παρ' όλα αυτά, η σταθερά συμπαθής Λίνεϊ ή ένας απολαυστικός Μπιλ Μάρεϊ όταν, αντί για μια δημιουργία αντάξια του σπιρτόζικου ταλέντου τους, καλούνται να υποστηρίξουν ένα κινηματογραφικό καλαμπουράκι, από αυτά που βοηθούν να περάσει όσο το δυνατόν πιο ανώδυνα μια επίσκεψη στην σκοτεινή αίθουσα; Μάλλον όχι πολλά.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Ο Έρωτας της Βασίλισσας
Παίρνοντας μια ιστορία που στη Δανία διδάσκεται στα σχολεία αλλά είναι λίγο γνωστή στην υπόλοιπη ήπειρο, ο «Έρωτας της Βασίλισσας» πλαισιώνει τις τεράστιας σημασίας μεταρρυθμίσεις που επιχείρησε η βασιλική αυλή της Δανίας του 18ου αιώνα, γύρω από την παράνομη σχέση της βασίλλισας Καρολίν Ματίλντ με τον βασιλικό γιατρό και οπαδό του Διαγωτισμού Στρούνσε, που ενοχήστρωσε στην πραγματικότητα τις μεταρρυθμίσεις αυτές και τις επέβαλλε σχεδόν στον ασταθή ψυχολογικά βασιλιά.
Είναι μια ζουμερή ιστορία γεμάτη ιδεαλισμό, ρομαντικό πάθος και αισιοδοξία, αλλά και ίντριγκες, πολιτικά σκάνδαλα και μια ιδέα πεσιμισμού για την τύχη που επιφυλάσσει η μοίρα στους πρωτοπόρους, αν και φυσικά η πραγματικότητα δεν ήταν τόσο ρομαντική: η ταινία αγιοποιεί τις ενέργειες του Στρούνσε, παρά τις κάποιες ενδείξεις ότι μπορούσε να δείχνει δικτατορικές τάσεις και το γεγονός ότι οι αλλαγές που κατάφερε το βασιλικό ζεύγος, σε συνεργασία με τους έμπιστούς του, γρήγορα αναιρέθηκαν.
Ο σκηνοθέτης Νίκολας Αρσέλ χειρίζεται με δεξιοτεχνία τους ηθοποιούς του και ακολουθεί αλλά ταυτόχρονα αναζωογονεί κάπως τις συμβάσεις της ιστορικής ταινίας με τις μοντέρνες εικόνες του, χωρίς να αποφεύγει τη φλυαρία και την άνιση μεταχείριση των δεύτερων χαρακτήρων πέρα από το πρωταγωνιστικό τρίο.
Το πρωταγωνιστικό δίδυμο του Μαντς Μίκελσεν και της Αλίσια Βικάντερ ήταν ασφαλές στοίχημα (είναι και οι δύο σταρ στις πατρίδες τους) αλλά τελικά την παράσταση κλέβει ο πρωτοεμφανιζόμενος Μίκελ Μπόε Φόλσγκαρντ στο ρόλο του «τρελού» βασιλιά. Φλερτάρει αρχικά με την καρτουνίστικη υπερβολή αλλά τελικά δεν χάνει το μέτρο και καταφέρνει να δώσει αναπάντεχες αρετές και συμπαθείς στιγμές σε έναν χαρακτήρα που εύκολα θα μπορούσε να έχει καταλήξει μονοδιάστατος και μισητός.
Η δική του συμβολή στην ιστορία είναι καταλυτική για να δώσει στην δυναμική της μια επιπλέον διάσταση, που η αδύναμη ερωτική χημεία ανάμεσα στον Μίκελσεν και την Βικάντερ κινδύνευε να χάσει. Είναι στις μεμονωμένες σκηνές τους που οι δύο τελευταίοι καταφέρνουν να λάμψουν περισσότερο, πέρα από τις στιγμές φυσικά που καταγράφουν το αναπόφευκτο ιδεολογικό δέσιμό τους για τις κοινές τους πεποιθήσεις, το πάθος τους να αλλάξουν προς το καλύτερο τον κόσμο τους.
Ακούγεται βαρετό αλλά δεν είναι καθόλου - αντίθετα, αυτός ο (αφελής;) ιδεαλισμός τους είναι εκείνος που αναβαθμίζει την ταινία από αναμενόμενη ιστορία εποχής σε κάτι παραπάνω: ένα όμορφο αλλά τελικά θλιμμένο πορτρέτο προοδευτικών ανθρώπων που γεννήθηκαν πολύ νωρίς και έπεσαν επειδή δεν συνειδητοποίησαν ότι ο κόσμος δεν μπορούσε να ακολουθήσει τους ενθουσιώδεις ρυθμούς τους.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Λίνκολν
Τι μένει από τον Σπίλμπεργκ αν του αφαιρέσεις την παραμυθένια αστερόσκονη του «Ε.Τ.», την βιρτουοζιτέ του «Ιντιάνα Τζόουνς» και το ιστορικό ταρατατζούμ της «Λίστας του Σίντλερ» και της «Διάσωσης του Στρατιώτη Ράιαν»; Πολλά και ενδιαφέροντα πράγματα. Δείτε το «Λίνκον» (το «λ» βέβαια δεν προφέρεται) και θα καταλάβετε.
Το γράφω λοιπόν από την αρχή για να μην υπάρξει παρεξήγηση: Το «Λίνκον» είναι η πιο στρυφνή ταινία του Σπίλμπεργκ. Και γι' αυτό όμως και η πιο ουσιαστική του. Πήρε εξαιρετικές κριτικές στην Αμερική (91% στο Rotten Tomatoes) προτάθηκε για 12 Όσκαρ, ενώ ο Ντάνιελ Ντέι Λούις δίνει πάλι ένα καίριο- λιτό και εντυπωσιακό ταυτόχρονα- μάθημα κινηματογραφικής ερμηνείας.
Αυτός ο άνθρωπος ξέρει να μιλάει με τις σιωπές, να ενορχηστρώνει την ακινησία του, να σωματοποιεί την υπόσταση του χαρακτήρα. Κάνει ακριβώς τα αντίθετα του, αναίτια υπερβολικού και επιδειξιομανούς, Γιοακίν Φίνιξ. Αδιαφορεί για τα ερμηνευτικά σχήματα και την πρόσκαιρη μίμηση εξωτερικών χαρακτηριστικών- η μίμηση εξάλλου μόνο στην υπερβολή μπορεί να σε οδηγήσει.
Πρέπει πάντως να βοηθήθηκε και από το ψιλοδουλεμένο –και καθόλου ηρωικό- σενάριο του θεατρικού συγγραφέα Τόνι Κούσνερ («Άγγελοι στην Αμερική») το οποίο φωτίζει τις ιδιαιτερότητες των χαρακτήρων και δίνει βάρος στο λόγο.
Στην Ελλάδα όμως έχω την αίσθηση ότι η ταινία του Σπίλμπεργκ δεν θα ενθουσιάσει. Έτσι- αντί άλλης κριτικής- θα επιχειρήσω να απαντήσω, εκ των προτέρων, στις αρνητικές απόψεις που ήδη άρχισαν να κυκλοφορούν.
Η ταινία είναι βαρετή. 150 ολόκληρα λεπτά ομιλιών και πολιτικών καυγάδων.
Καθόλου βαρετή. Εκτός κι αν έχετε ταυτίσει τον Σπίλμπεργκ με ανοιχτά σαγόνια καρχαριών και δεινοσαύρων και δεν του δίνετε το δικαίωμα να μιλήσει με σοβαρότητα και νηφαλιότητα για μια από τις σημαντικότερες στιγμές του 19ου αιώνα: την κατάργηση της δουλείας. Και πώς θα το έκανε δηλαδή αυτό; Με εκρήξεις και ψηφιακά τέρατα;
Δεν είναι βιογραφία.
Μα και βέβαια δεν είναι βιογραφία. Αναφέρεται μονάχα στο παρασκήνιο της ψήφισης της, ιστορικής, 13ης τροπολογίας του αμερικανικού συντάγματος.
Δεν δείχνει ούτε καν τη δολοφονία του Λίνκον.
Και πολύ καλά κάνει. Ούτε τη δολοφονία του δείχνει ούτε τις μάχες του Εμφυλίου ούτε τις μεγάλες διάσημες ομιλίες του. Φανταστείτε ότι η θρυλική ομιλία του Γκέτισμπεργκ (μια από τις σημαντικότερες της παγκόσμιας ιστορίας και εμπνευσμένη στον Επιτάφιο του Περικλή) περνάει κάπου στο βάθος. Όσο για την φράση «η διακυβέρνηση του λαού, από τον λαό, για τον λαό δεν θα εκλείψει από την γη» ακούγεται από ένα Αφροαμερικανό στρατιώτη.
Και ποιοι είναι όλοι αυτοί οι πανάγνωστοι Υπουργοί, Βουλευτές και πολιτευτές που παρελαύνουν και γιατί θα πρέπει να με ενδιαφέρουν; Δεν σπουδάζω αμερικανική ιστορία!
Πάρτε ένα χαρτάκι μαζί σας, σημειώστε τα ονόματα και γκουγκλάρετέ τα. Όλο και κάτι θα μάθετε. Δεν είναι κακό να μαθαίνουμε καινούργια πράγματα- έστω και από τις ταινίες.
Το κυριότερο όμως είναι ότι γύρω από αυτές τις άγνωστες ιστορίες, των άγνωστων πολιτικών χτίζεται ένα εξαιρετικό κινηματογραφικό μάθημα για την επανάληψη της ίδιας της Ιστορίας. Προσέξτε δηλαδή τι έλεγαν το 1865 οι υποστηρικτές της δουλείας και συγκρίνετε τις ανοησίες τους με τις σημερινές ανοησίες όσων υποστηρίζουν ανάλογες «δουλείες» (φυλετικές, ρατσιστικές, θρησκευτικές, πολιτιστικές).
Για να κάνω όμως από μόνος μου και τον δικηγόρο του διαβόλου, θα αναφέρω ότι η ταινία δεν καθόλου απαλλαγμένη από ιστορικά λάθη. Η πλειονότητα των σοβαρών ιστορικών, για παράδειγμα, περιγράφουν την σύζυγο του Λίνκον εντελώς διαφορετική από αυτό που βλέπουμε στην ταινία. Άσε που η Σάλι Φιλντ υπερπαίζει χωρίς να καταλαβαίνεις το γιατί.
Οι απλοποιήσεις επίσης δεν λείπουν, ούτε τα στρογγυλέματα δύσκολων και αμφιλεγόμενων πολιτικών καταστάσεων. Δεν έγιναν όλα με τον απλό και στρωτό τρόπο που βλέπουμε στην ταινία, ενώ η διαφθορά ήταν έντονη και τα μαγειρέματα δυσώδη.
Στο τέλος όμως αυτό που μένει ξεκάθαρο είναι η περιγραφή μιας πολιτικής περιπέτειας συμβιβασμών και διαπραγματεύσεων μέσω των οποίων επετεύχθη ο άθλος της κατάργησης της δουλείας.
Με δυο λόγια, το «Λίνκον» είναι μια «ομπαμική ταινία»: σαν να καλεί τους Δημοκρατικούς σε μια σειρά δικαιολογημένων συμβιβασμών με στόχο μερικές νέες καυτές τροπολογίες, ή μάλλον νομοσχέδια, για την οπλοκατοχή, τα ανθρώπινα δικαιώματα, τον γάμο των ομοφυλοφίλων, το εθνικό σύστημα υγείας.
Εξαιρετικός είναι, τέλος, ο Τόμι Λι Τζόουνς στο ρόλο του Θαντέους Στίβενς, ενός προοδευτικού Βουλευτή ο οποίος έπαιξε ισχυρό ρόλο στην κατάργηση της δουλείας.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Άννα Kαρένινα
Οι τόσες δεκαετίες μεταφορών λογοτεχνικών έργων έχουν φέρει δεκάδες γνωστά λογοτεχνικά έργα στο σινεμά αλλά και ένα κάποιο δημιουργικό τέλμα στο συγκεκριμένο κινηματογρφικό είδος. Συνήθως το καλύτερο που μπορεί κανείς να περιμένει είναι μια αξιοπρεπή σκηνοθεσία, μια πλούσια καλλιτεχνική διεύθυνση και κάποιες δυνατές ερμηνείες για να ξεσκονίσουν τις πασίγνωστες ιστορίες και να δικαιολογήσουν την παρουσία τους όταν πολλές από αυτές έχουν γυριστεί πολλάκις, και εύστοχα, στο παρελθόν.
Μία από αυτές τις μεταφορές ήταν και η «Περηφάνια και Προκατάληψη» του Τζο Ράιτ πριν από επτά χρόνια: εξαιρετικά γυρισμένη αλλά καθαρά εγκλωβισμένη στις προσδοκίες που είχαν από αυτήν οπτικά και θεματικά, η ταινία ανήγγειλε την άφιξη ενός ενδιαφέροντα σκηνοθέτη και την αρχή της πολύτιμης συνεργασίας του με την πρωταγωνίστριά του, Κίρα Νάιτλι αλλά ελάχιστα επιχείρησε το κάτι διαφορετικό. Έτσι, η ευχάριστη έκπληξη της «Άννα Καρένινα», κείμενο ήδη κουρασμένο από τις πάμπολλες μεταφορές του σε θέατρο, τηλεόραση και σινεμά, δεν είναι απλώς μια διαφορετική πρόταση, το καπρίτσιο ενός σκηνοθέτη που θέλει να ξεχωρίσει - είναι μία αναζωογονητική ανάσα.
Το μεγαλύτερο μέρος της δράσης λαμβάνει χώρα μέσα σε ένα τεράστιο, παλιό θέατρο, από τις βόλτες στη παγωμένη λίμνη και τους χορούς μέχρι την όπερα και τις ιπποδρομίες, και οι χαρακτήρες διάγουν τις ζωές τους, ή τις βλέπουν να καταρρέουν, σε πλήρη θέα της αριστοκρατικής κοινωνίας - ένα ατελείωτο θέατρο που αρχικά τους φιλοξενεί αλλά τελικά κλείνει απειλητικά γύρω τους, όταν αυτοί παραβαίνουν τους άγραφους κανόνες του.
Σε συνδυασμό με τον εξαιρετικό σχεδιασμό παραγωγής, ο Ράιτ και ο διευθυντής φωτογραφίας Σέιμους ΜακΓκάρβι κρατούν το αξιέπαινο αυτό εύρημα φρέσκο, βρίσκοντας τρόπους να χωρέσουν πειστικά τις στιγμές της καθόδου της Άννας από την ευυποληψία στην απομόνωση και από την βαριεστημένη ικανοποίηση στο έξαλλο πάθος, και παρουσιάζοντας μερικές εκθαμβωτικές εικόνες στην πορεία. Είναι ένα χορταστικό, ατόφια κινηματογραφικό στιλιζάρισμα, με στοιχεία από το θέατρο, τη ζωγραφική, ακόμη και το χορό, που βοηθά τρομερά την πρώτη ώρα της ιστορίας και εξακολουθεί να εντυπωσιάζει οποτεδήποτε επιστρέφει πιο έντονο, με καλύτερο παράδειγμα την αριστουργηματική σκηνή του χορού που σφραγίζει τη μοίρα των δύο ερωτευμένων, εντυπωσιακή αλλά και γεμάτη με νόημα και επιδέξια χρήση των εικόνων.
Αναπόφευκτα, όμως, οι εντυπωσιακές στιλιστικές επιλογές υποχωρούν διακριτικά όταν η ιστορία μπαίνει στις πιο δραματικές στιγμές της. Εκεί ξεκινούν και τα προβλήματα για την ταινία, που σκοντάφτει όταν έρχεται η στιγμή να συμπονέσουμε τους ήρωες, από τους οποίους είχε σκοπίμως αποστασιοποιηθεί. Τολμά επίσης να απεικονίσει την Άννα ως μια ανισόρροπη, νευρωτική και αρκετά εγωκεντρική ηρωίδα, τραγική ακριβώς επειδή ούτε η ίδια δεν πιστεύει ότι αξίζει την ευτυχία που επιθυμεί - πιστό σε ό,τι έγραψε ο Τολστόι αλλά ταυτόχρονα κάτι που κάνει την όλη εμπειρία να μοιάζει κάπως κενή και απόμακρη, παρά την αξιοπρεπέστατη παρουσία της Κίρα Νάιτλι.
Ο Άαρον Τέιλορ Τζόνσον είναι ένας πειστικός Βρόνσκι όταν η σχέση είναι ακόμη στην αρχή της (παρά την αδύναμη χημεία του με την Νάιτλι), αλλά είναι αναπάντεχα ακόμη καλύτερος όταν παρακολουθεί έντρομος και ανήμπορος την εκτός ελέγχου, παράλογη ζήλια της Άννας, ενώ ο Τζουντ Λο είναι ένας σχεδόν συμπαθής μες στην μοναξιά του Καρένιν. Το έτερο ζευγάρι της ταινίας, ο ιδεολόγος Λέβιν και η νεαρή Κίτι, που βρίσκουν την ευτυχία μακριά από την σάπια κοινωνία των υπόλοιπων χαρακτήρων, είναι πιο κοντά στη συμβατική αφήγηση του μυθιστορήματος αλλά τελικά και η ένεση αγνού συναισθήματος που η ταινία χρειάζεται, αφού προσφέρεται για τον εύστοχο παραλληλισμό ανάμεσα στην ηθική αγάπη που οδηγεί στην ευτυχία και το αμαρτωλό πάθος που οδηγεί στις ράγες του τρένου.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
The Impossible
Μία από τις πιο οδυνηρές ταινίες καταστροφής των τελευταίων χρόνων, το «The Impossible» δεν μπορεί παρά να περιγραφεί ως μια επίθεση στις αισθήσεις, μια εκπληκτικά κινηματογραφημένη περιγραφή μιας από τις μεγαλύτερες φυσικές καταστροφές στην ιστορία, το τσουνάμι της 26ης Δεκεμβρίου του 2004 που σκότωσε πάνω από 230.000 ανθρώπους σε διάφορες χώρες της Νότιας Ασίας.
Η ταινία δεν προσπαθεί να δώσει ένα χρονικό όλων των πτυχών της εφιαλτικής εκείνης μέρας (πώς θα μπορούσε να το κάνει άλλωστε) αλλά αντίθετα επιλέγει να πει μία από τις απίστευτες αλλά αληθινές ιστορίες που αναδύθηκαν στις μέρες και μήνες που ακολούθησαν. Είναι η ιστορία της πενταμελούς ισπανικής οικογένειας Μπελόν, που χωρίστηκαν, όταν το τσουνάμι χτύπησε το ταϊλανδέζικο θέρετρο όπου διέμεναν, και πέρασαν τις επόμενες μέρες προσπαθώντας να κρατηθούν στη ζωή και να βρουν ξανά ο ένας τον άλλον.
Βλέπουμε τα πάντα μέσα από τα δικά τους μάτια, από την τρομακτική 10λεπτη σκηνή του τσουνάμι και τις απελπισμένες προσπάθειες για επιβίωση, μέχρι την χαώδη κατάσταση των νοσοκομείων και των προσωρινών κέντρων περίθαλψης και τη φρικιαστική εικόνα ανθρώπων και γης που άφησαν τα νερά όταν αποσύρθηκαν. Μόνο κάποιες στιγμές η κάμερα τούς αφήνει στο έδαφος και τραβιέται λίγο πιο ψηλά για να μας δείξει τη μεγαλύτερη εικόνα και τους παρόμοια απελπισμένους ή τραυματισμένους ανθρώπους γύρω από την οικογένεια, να μας υπενθυμίσει την κλίμακα της καταστροφής, το μέγεθος της θλίψης. Το ταξίδι της οικογένειας ανάμεσα στους ρημαγμένους επιζώντες ζωντανεύει μέσα από τις εξαιρετικές ερμηνείες των γονέων Ναόμι Γουότς και του Γιούαν ΜακΓκρέγκορ, αλλά και των τριών αγοριών τους.
Έχοντας προσγειωθεί στην διεθνή σκηνή με το εξαιρετικό «Ορφανοτροφείο», ο Χουάν Αντόνιο Μπαγιόνα για άλλη μια φορά έρχεται για να εκπλήξει με την επιδεξιότητα με την οποία χειρίζεται μια πολύ μεγαλύτερη αυτή τη φορά πρόκληση και στη μόλις δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του μπαίνει με αυτοπεποίθηση στις μεγάλες πια κατηγορίες με το αδιαμφισβήτητο ταλέντο του. Αποδίδει με μαεστρία τις φρικιαστικές στιγμές της καταστροφής, όπου τα σώματα είναι έρμαια των βίαιων ρευμάτων και δέχονται επίθεση από κλαδιά, αντικείμενα, πτώματα και όλων των ειδών τους κινδύνους που κρύβουν τα βρώμικα, θολά νερά, σε μεγάλο βαθμό χάρη στον ήχο που δημιουργεί σασπένς και σοκάρει, όχι πολύ διαφορετικά από ένα θρίλερ.
Τα παράπονα περί συναισθηματικού εκβιασμού ή μιας υπέρμετρα Δυτικο-ευρωπαϊκής οπτικής γωνίας σίγουρα έχουν κάποια βάση (σχεδόν όλοι όσοι συναντούν τα μέλη της οικογένειας είναι τουρίστες, ενώ το χτύπημα στους ντόπιους αναγνωρίζεται ελάχιστα), αλλά δεν αφαιρούν από την, έντιμη τελικά, ταινία την ωμή συναισθηματική δύναμή της.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Ο Κυνηγός
Στις 7 Σεπτεμβρίου του 1936, ο τελευταίος θυλακίνος πέθανε σε έναν ζωολογικό κήπο στο Χόμπαρτ της Τασμανίας. Γνωστός περισσότερο ως τίγρης ή λύκος της Τασμανίας (αν και στην πραγματικότητα δεν συγγενεύει με κανέναν από τα παραπάνω είδη), το μαρσιποφόρο αυτό ζώο αποτελούσε το μοναδικό ιθαγενές, μεγάλο σαρκοβόρο της αυστραλιανής ηπείρου, ωστόσο η πρόωρη εξαφάνισή του κάλυψε με ένα πέπλο μυστηρίου την ύπαρξή του, μετατρέποντάς το σε ιδανικό σύμβολο της καταστροφικής ανθρώπινης συμπεριφοράς. Μοναδικές αποδείξεις απομένουν πια μερικές φωτογραφίες και ένα σύντομο ασπρόμαυρο βίντεο από τον τελευταίο επιζώντα του είδους σε κατάσταση αιχμαλωσίας.
Με το συγκεκριμένο βίντεο να παίζει στους τίτλους αρχής, ξεκινά και η ταινία του Ντάνιελ Νέτχαϊμ, βασισμένη στο μυθιστόρημα της Τζούλια Λι, μιας συγγραφέα που έκανε και η ίδια το σκηνοθετικό της ντεμπούτο πέρσι με το πολυσυζητημένο «Sleeping Beauty», που διαγωνίστηκε στις Κάννες το 2011. Αν και ο θυλακίνος θεωρείται πλέον επίσημα εξαφανισμένο είδος, αυτόπτες μάρτυρες δηλώνουν κατά καιρούς ότι είδαν φευγαλέα το ακριβοθώρητο ζώο, οδηγώντας σε αποστολές αναζήτησής του ακόμα και σήμερα και εκτοξεύοντάς το στη σφαίρα του μυθικού.
Μερικές τέτοιες μαρτυρίες αποτελούν την αφετηρία του σεναρίου του «Κυνηγού», σύμφωνα με το οποίο ο Μάρτιν Ντέιβιντ (Γουίλεμ Νταφόου), ένας έμπειρος κυνηγός, προσλαμβάνεται από μια εταιρεία βιοτεχνολογίας προκειμένου να βρει το λυκόμορφο αρπακτικό στα δύσβατα δάση της Τασμανίας και να συλλέξει δείγμα του γενετικού υλικού του. Καθώς η άφιξή του γίνεται δεκτή με καχυποψία και επιθετικότητα από ακτιβιστές οικολόγους και ντόπιους υλοτόμους, ο ίδιος θα αρχίσει να εμπλέκεται συναισθηματικά με τη σύζυγο και τα παιδιά ενός άνδρα που εξαφανίστηκε κατά τη διάρκεια μιας παρόμοιας έρευνας.
Με φόντο το σαγηνευτικό άγριο τοπίο της ορεινής Τασμανίας που κόβει την ανάσα, η ιστορία του «Κυνηγού» αποτελεί ένα πρώτης τάξεως υλικό για μια ταινία όπου η αναμέτρηση του πρωταγωνιστή με τα στοιχεία της φύσης και η χιμαιρική αναζήτηση ενός μυθικού σχεδόν κτήνους (με το οποίο ο μοναχικός ήρωας φτάνει στο σημείο να ταυτίζεται) μετατρέπονται σε μια ολότελα προσωπική υπόθεση. Κι αν το σενάριο δεν προσφέρει επαρκή στοιχεία για το ενδεχομένως τραυματικό παρελθόν του Μάρτιν, το σκαμμένο πρόσωπο του Νταφόου υπαινίσσεται πολλά περισσότερα για την αναπηρία / ανάγκη του αντικοινωνικού άνδρα να συγχρωτιστεί με το ανθρώπινο είδος.
Από την εκκωφαντική ηρεμία του δάσους μέχρι τη βουβή παρουσία του μικρού αγοριού που χαρίζει στον Μάρτιν τα πιο πολύτιμα στοιχεία για την επικίνδυνη παρτίδα κυνηγιού του, ο «Κυνηγός» βρίσκεται στα καλύτερά του όταν η σιωπή κυριαρχεί, αφήνοντας το τοπίο και την απροσδιόριστη παρουσία του άπιαστου πλάσματος να συμπληρώνουν την αίσθηση ενός πραγματικά υπερβατικού φιλμ για τη σύγκρουση ανθρώπου και φύσης.
Αν και η σχέση του με τη θλιμμένη οικογένεια στα σύνορα του δάσους, όπου διαμένει ο Μάρτιν, γίνεται αφορμή για μια-δυο συγκλονιστικές σκηνές απώλειας και συναισθηματικής απόγνωσης, η επαφή του με τους ανθρώπους μοιάζει να αποπροσανατολίζει την ταινία από τον πιο ουσιαστικό (και επιτυχημένο) στόχο της: τη μοναχική πορεία στην αδάμαστη απεραντοσύνη του δάσους, μια πορεία που αποκτά διαστάσεις υπαρξιακές για τον κεντρικό χαρακτήρα.
Τα ψήγματα μιας ταινίας στα πρότυπα του «Walkabout» ή του «Μυστικού του Βράχου των Κρεμασμένων» (διόλου τυχαία γυρισμένα και τα δύο στην απόκοσμη ερημιά της Αυστραλίας), υπάρχουν έντονα στον «Κυνηγό», ωστόσο ο Νέτχαϊμ χάνεται κάπου στην προσπάθειά του να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στο μύθο και την πραγματικότητα και να παντρέψει το οικογενειακό δράμα με την οικολογική αλληγορία και το συνωμοσιολογικό θρίλερ. Η φιλοδοξία του και η μυστικιστική ατμόσφαιρα καμουφλάρουν εντούτοις αρκούντως τις όποιες αστοχίες.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Οδηγός Αισιοδοξίας
Όλα ξεκίνησαν από το αναπάντεχο ντεμπούτο του: Με το σεξουαλικά φορτισμένο οικογενειακό δράμα του «Spanking the Monkey», ο Ντέιβιντ Ο. Ράσελ συστήθηκε το 1994 ως μια ασυνήθιστη περίπτωση δημιουργού. Δουλεύοντας μέσα σε σαφή χολιγουντιανά πλαίσια και γνώριμα κινηματογραφικά είδη, ο σκηνοθέτης υπηρέτησε για τα πρώτα δεκαπέντε χρόνια της καριέρας του ένα ριψοκίνδυνο θεματικά σινεμά της μοντέρνας ανθρώπινης νεύρωσης, των δυσλειτουργικών σχέσεων, των ηρώων που αποδεικνύεται ότι έχουν άφθονους εσωτερικούς δαίμονες να παλέψουν και του χιούμορ που μπορούσε να πηγάζει από τις πιο αναπάντεχες περιοχές.
Όλα αυτά άγγιξαν το αποκορύφωμα και πιθανόν τα όριά τους με το «I ♥ Huckabees» (2004), ένα παράτολμο προσωπικό σχέδιο που ο Ράσελ αποκλείεται να είχε υλοποιήσει αν δεν είχε προηγηθεί η μεγάλη εμπορική και καλλιτεχνική επιτυχία που συνάντησαν πέντε χρόνια πριν οι «Τρεις Ηρωες». Μόνο που η ντελιριακή και εντελώς καμικάζι υπαρξιακή φάρσα του δεν φρόντισε μόνο να μοιράσει τους κριτικούς αγρίως σε δυο στρατόπεδα (εκείνους που το υποστήριξαν και εκείνους που το μίσησαν) αλλά κυρίως συνετρίβη στα ταμεία, βάζοντας απότομο φρένο στην ξέφρενη δημιουργική πορεία του σκηνοθέτη.
Μετά την αποδοκιμασία που συνάντησαν οι «Huckabees» και μια ατυχέστατη προσπάθειά του να ολοκληρώσει μια σάτιρα με τίτλο «Nailed», ο Ντείβιντ Ο. Ράσελ συνειδητοποίησε προφανώς ότι το να τολμάς να είσαι διαφορετικός δεν χαίρει πάντα εκτίμησης στο σημερινό κινηματογραφικό τοπίο, γι' αυτό και έκρινε σωστότερο το να προσαρμοστεί σε φιλικότερες στον χρήστη συνταγές.
Κάπως έτσι ανέλαβε να γυρίσει κατόπιν παραγγελίας του πρωταγωνιστή και παραγωγού Μαρκ Γουόλμπεργκ την ταινία «The Fighter», παραδίδοντας ένα αξιοπρεπές δράμα και κερδίζοντας έτσι την αυτόματη εύνοια των οσκαρικών ψηφοφόρων, οι οποίοι χάρισαν στην ταινία εφτά υποψηφιότητες.
Κάτι παρόμοιο συμβαίνει τώρα και με τον «Οδηγό Αισιοδοξίας», μια σχετικά παράδοξη περίπτωση σκρούμπολ κομεντί στην οποία ένα τυπικό boy meets girl ειδύλλιο υπονομεύεται εξαρχής από το γεγονός ότι χτίζεται ανάμεσα σε δυο λίαν απροσδόκητους εμπλεκόμενους: Ενα μανιοκαταθλιπτικό άντρα ο οποίος μετά το εξιτήριό του από το ψυχιατρείο προσπαθεί να πάρει την κατεστραμμένη του ζωή και πάλι στα χέρια του και μια νευρωτική νεαρή χήρα η οποία τον πείθει να συμμετάσχουν σε ένα διαγωνισμό χορού, προσφέροντάς του ως αντάλλαγμα να τον βοηθήσει να προσεγγίσει την πρώην σύζυγό του.
Σεναριογράφος και σκηνοθέτης αυτού του ιδιόρρυθμου προξενιού ανάμεσα σε δυο εκρηκτικές ιδιοσυγκρασίες, ο Ντέιβιντ Ο. Ράσελ πλαισιώνει το πρωταγωνιστικό ζευγάρι του με μια εξίσου εξεζητημένη πινακοθήκη δευτερευόντων χαρακτήρων και τοποθετεί την δράση στο περιβάλλον ενός μονότονου προαστείου της Φιλαδέλφεια το οποίο λειτουργεί ως ιδανική αντίστιξη στις απανωτές εκκεντρικότητες που διαδραματίζονται στην οθόνη.
Οι μυστηριώδεις μέθοδοί του με τους ηθοποιούς αποδίδουν στο μεταξύ και πάλι καρπούς, σπρώχνοντας τον Ρόμπερτ Ντε Νίρο να παραδώσει την καλύτερη ερμηνεία του από την εποχή του «Ο Πρόεδρος, Ένα Ροζ Σκάνδαλο και Ενας Πόλεμος» (δώδεκα ολόκληρα χρόνια, δηλαδή), χρωματίζοντας με ποικίλλες αποχρώσεις την Τζένιφερ Λόρενς και μεταμορφώνοντας τον μέχρι πρότινος άχαρο Μπράντλεϊ Κούπερ σε έναν εκφραστικό και εναλλακτικό ζεν πρεμιέ.
Παρά τις επιμέρους αρετές του, ωστόσο, ο «Οδηγός Αισιοδοξίας» φαίνεται να παίρνει την αλλοτινή τρέλα που περιείχε το σινεμά του Ντέιβιντ Ο. Ράσελ και να τη μετατρέπει σε προσφιλή φόρμουλα, κατάλληλη για όλους τους θεατές. Ο άνθρωπος που ξεκίνησε την καριέρα του με ένα χιουμοριστικό αιμομεικτικό δράμα («Spanking the Monkey»), παρήγαγε μια από τις πιο αξιομνημόνευτες κωμωδίες καταστάσεων μέσα από την ελεγχόμενη υστερία του «Φλερτάροντας τις Συμφορές» (1996) και τόλμησε να αστειευτεί με ένα ολότελα σοβαρό θέμα όπως είναι ο πόλεμος και οι ασυδοσίες της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής στους «Τρεις Ηρωες» (1999), εδώ ακολουθεί τον δρόμο του ασφαλούς.
Οτιδήποτε παράξενο και άβολο υπάρχει στο φιλμ μεταφράζεται σταδιακά σε ανώδυνο και χαριτωμένο, το χάπι εντ γίνεται αυτοσκοπός και τηλεγραφείται από πολύ νωρίς, τα ψυχικά νοσήματα των δυο ηρώων αποδεικνύονται ένα απλό αφηγηματικό όχημα που υπάρχει μόνο και μόνο για να κατορθώσει να τους φέρει πιο κοντά και τα πάντα δείχνουν να υπηρετούν μια απλή επίκληση στις θεραπευτικές αλχημείες της αγάπης.
Όσο για την ραδιούργα ανατρεπτική διάθεση που κάποτε χαρακτήριζε και δονούσε την φιλμογραφία του σκηνοθέτη, εδώ πλέον εξημερώνεται. Ετσι ώστε να είναι πανέτοιμη για την βραδιά των Οσκαρ και σίγουρη ότι δεν θα εγκαταλείψει την τελετή απονομής με άδεια χέρια...
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Η Πέτρα της Υπομονής
Σε μια εμπόλεμη μουσουλμανική χώρα, μια νεαρή μητέρα δύο κοριτσιών βρίσκεται εγκλωβισμένη στο διαμέρισμά της προσπαθώντας να περιθάλψει τον πολεμιστή σύζυγό της που έχει πέσει σε κώμα εξαιτίας μιας σφαίρας που τον έχει πληγώσει στο λαιμό. Ο άνδρας δεν έχει την παραμικρή επαφή με το περιβάλλον και μόνο η ανάσα του προδίδει ότι είναι ζωντανός.
Η νεαρή σύζυγός του, εν μέσω εχθροπραξιών και πολεμικών καταδρομών, προσπαθεί με κάθε τρόπο να τον κρατήσει στη ζωή, κατασκευάζοντας αυτοσχέδιους ορούς και κρατώντας το κορμί του καθαρό. Καθώς οι μέρες περνούν, απελπισμένη από τις μάχες που μαίνονται γύρω της και κουρασμένη από τα μηδενικά σημάδια βελτίωσης του άνδρα της, ξεκινά μια άνευ όρων εξομολόγηση προς το ακίνητο σώμα του συζύγου της, κατά τη διάρκεια της οποίας αποκαλύπτονται σταδιακά τα πιο βαθιά της μυστικά. Ο κόσμος της όμως, αλλάζει εντελώς όταν ένας νεαρός στρατιώτης εισβάλει στο σπίτι προκαλώντας αναταράξεις στη ζωή της.
Στην περσική μυθολογία, η πέτρα της υπομονής είναι μια μαγική πέτρα που τοποθετείς μπροστά σου και καθώς της μιλάς, αυτή απορροφά όλα τα βάσανα και τις δυστυχίες που σε ταλαιπωρούν. Η στιγμή που η πέτρα σπάει είναι και η στιγμή της λύτρωσης. Στο φιλμ, η νεαρή μουσουλμάνα προβάλλει στο ακινητοποιημένο σώμα του άνδρα της τη δικιά της πέτρα της υπομονής. Ο άνδρας της, αν και ευρισκόμενος σε κατάσταση καταστολής εξελίσσεται στον προσωπικό της εξομολογητή, πάντα με την ασφάλεια που της παρέχει η σιωπή του. Σε έναν ακραία καταπιεστικό για τις γυναίκες περιβάλλον, η νεαρή βρίσκει την ευκαιρία να μιλήσει για πρώτη φορά με ειλικρίνεια στον σύντροφό της, να ξεστομίσει λόγια που υπό άλλες συνθήκες θα παρέμεναν σκέψεις.
Η εξόριστη απ' το Ιράν, Γκολσίφτεχ Φαραχανί («Κοτόπουλο με Δαμάσκηνα») ερμηνεύει έναν ρόλο που συνοψίζεται στην απεγνωσμένη κραυγή αγωνίας μιας γυναίκας που νιώθει προδομένη από ότι μέχρι πρότινος θεωρούσε ιερό, και τελικά αποφασίζει να κάνει την εσωτερική της επανάσταση ενάντια σε προκαταλήψεις, αιώνια ριζωμένες στον πυρήνα της ισλαμικής κοινωνίας.
Ο πολιτικός πρόσφυγας απ' το Αφγανιστάν και κάτοικος Γαλλίας πλέον, Ατίκ Ραχίμι, μεταφέρει το επιτυχημένο ομότιτλο μυθιστόρημά του στη μεγάλη οθόνη, αλλά οι λογοτεχνικές συμβάσεις του βιβλίου του αποτυγχάνουν να βρουν πρακτικά σημεία εφαρμογής στην ταινία. Ο Ραχίμι βασίζεται στους εσωτερικούς και εξωτερικούς μονολόγους της ηρωίδας του για να μεταφέρει στον θεατή τις απαραίτητες πληροφορίες της ιστορίας αλλά η συγκεκριμένη επιλογή στερεί από την αφήγηση τις μυθοπλαστικές δυνατότητες της εικόνας και του ήχου και επικαλείται μια στείρα κινηματογραφική γλώσσα που δεν συγκινεί.
Στον αντίποδα όμως, ο Αφγανός σκηνοθέτης με τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του, επιτυγχάνει να εγκλωβίσει στα κάδρα του την ωμότητα και την καθημερινή αγριότητα ενός πολέμου καταγράφοντας με επιτυχία στο σελιλόιντ όχι μόνο την φρίκη της βίας αλλά και το τρομακτικό αδιέξοδο μιας κοινωνίας που βασισμένη σε απαρχαιωμένα θρησκευτικά και φυλετικά στερεότυπα έχει εγκλωβιστεί στην απαξίωση του γυναικείου φύλου και κατά συνέπεια στην υποτίμηση της ίδιας της ανθρώπινης ζωής.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
11 Συναντήσεις με τον Πατέρα Μου
Έντεκα συναντήσεις ενός νεαρού κοριτσιού με τον πατέρα που δεν γνώρισε ποτέ, σε μια σημερινή Αθήνα της κοινωνικο-πολιτικής αστάθειας, της αποξένωσης, της διαρκούς απογοήτευσης και των άφθονων διαψεύσεων. Δυο εντελώς διαφορετικοί άνθρωποι, ενωμένοι φαινομενικά μόνο από δεσμά αίματος και τίποτα περισσότερο, καταφέρνουν στην πορεία να αποκτήσουν γέφυρες επικοινωνίας και να προσεγγίσουν ο ένας τον άλλο πέρα από οποιαδήποτε γονική σύμβαση.
Αυτή είναι, εν ολίγοις, η ιστορία που αποφάσισε να διηγηθεί εδώ ο Νίκος Κορνήλιος. Με την καινούργια του ταινία, ο 58χρονος σκηνοθέτης μοιάζει να απαντά σε ένα όλο και πιο επιτακτικό αίτημα για ένα απλό και ανεπιτήδευτο σινεμά των καθημερινών ιστοριών, των εύκολα αναγνωρίσιμων ηρώων και της στιλιστικής λιτότητας, η οποία δεν προσφέρεται επίτηδες ως άποψη αλλά προκύπτει από καθαρή ειλικρίνεια.
Σε αυτό το αίτημα ανταποκρίνεται ο Κορνήλιος, παραδίδοντας μια ταινία την οποία εύκολα μπορεί να προσπεράσει κανείς, ίσως επειδή η ίδια παραμένει ιδιαίτερα διακριτική ώστε να τραβήξει την προσοχή. Με μια αφοπλιστική παρουσία από τον Λάμπρο Αποστόλου στον ρόλο του πατέρα, ωστόσο, και μια σεναριακή και σκηνοθετική νοοτροπία που προτιμά να εστιάσει στα ελάχιστα και στα απολύτως απαραίτητα, το φιλμ ρίχνει μια ματιά στα όσα συμβαίνουν έξω από το καθησυχαστικό σκοτάδι της κινηματογραφικής αίθουσας και συστήνει την ανάγκη της ανθρώπινης επαφής ως μοναδικής σανίδας σωτηρίας σε καιρούς αντίξοους και εχθρικούς: Μια δήλωση διόλου πρωτόγνωρη αλλά ερχόμενη από καρδιάς.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Ιδιαίτερες Αδυναμίες
Η Λιλ και η Ροζ (όπως φαίνεται τις υπερβολικά προφανείς μικρές εισαγωγές) είναι αχώριστες από την παιδική τους ηλικία. Περνούν σχεδόν όλο το χρόνο τους μαζί, συνήθως στην παραδεισένια παραλία της παραθαλάσσιας μικρής πόλης που κατοικούν, και συνήθως με την παρέα των έφηβων γιων τους, επίσης καλύτερων φίλων.
Το νεαρό της ηλικίας των μητέρων και η απόλυτη άνεση που νιώθουν οι τέσσερις μεταξύ τους συμβάλλουν στο να θολώσουν μια μέρα κάπως τα όρια - ξαφνικά η Ροζ ξεκινά ερωτική σχέση με τον γιο της Λιλ, και ο γιος της Ροζ, σχεδόν για εκδίκηση, κάνει τη δική του κίνηση προς τη Λιλ. Οι σχέσεις αποκαλύπτονται και οι μητέρες αποφασίζουν το αδιανότο: για όσο τις θέλουν οι νεαροί, αυτές θα συνεχίσουν.
Η μεγαλύτερη πρόκληση που έχει να αντιμετωπίσει το αγγλόφωνο ντεμπούτο της σκηνοθέτη Αν Φοντέν («Ούτε στον Εχθρό Μου», «Coco Before Chanel»), που βασίζεται σε διήγημα της Ντόρις Λέσινγκ, είναι να μπορέσει να πείσει για το βάρος και τη σημασία των εξελίξεων επί οθόνης όταν το κοινό χασκογελά βλέποντας το αντισυμβατικό αυτό ερωτικό κουαρτέτο.
Και η αλήθεια είναι ότι το σενάριο και η σκηνοθεσία λίγο βοηθούν σε αυτό: άτσαλος χειρισμός των επιμέρους σκηνών και μια μουδιασμένη προσέγγιση εκεί που μια πιο τολμηρή αυτογνωσία θα απογείωνε την (έτσι κι αλλιώς μη ρεαλιστική) πλοκή, είναι τα μεγαλύτερα προβλήματα μιας, ενδιαφέρουσας μέσα στην εκκεντρικότητά της, ιστορίας.
Είναι στις κρίσιμες αυτές σκηνές, μετά το αρχικό ζευγάρωμα των ηρώων, που η ταινία αποτυγχάνει περισσότερο. Η απόφαση των δύο γυναικών να συνεχίσουν για όσο παίρνει και η συνεχιζόμενη συνύπαρξη των τεσσάρων παρά την κοσμογονική αυτή αλλαγή - μια εν δυνάμει συναρπαστική, αξιοπερίεργη εξέλιξη - παρουσιάζεται τόσο στεγνά, τόσο επίπεδα που από τη μια αναρωτιέσαι αν και η ίδια η σκηνοθέτης πείθεται ότι είναι μια εντελώς φυσιολογική εξέλιξη, και από την άλλη φοβάται τόσο μήπως κατακρίνουμε τους ήρωές της που οποιαδήποτε αντίρρηση ή σχόλιο για τις αμφιλεγόμενες αποφάσεις τους δεν ανήκει στην ταινία της.
Έτσι, το πλουσιότατο έδαφος για μια ενδιαφέρουσα εξερεύνηση της ώριμης γυναικείας ψυχολογίας (γιατί οι νεαροί είναι αξιοπρεπείς στους ρόλους τους αλλά δεν τους δίνεται χώρος για να αναπτυχθούν ιδιαίτερα) μένει μάλλον ανεκμετάλλευτο.
Η ταινία χαραμίζει τις θεωρητικά πιο ζουμερές εξελίξεις σε μετέωρες σκηνές και ξύλινους διαλόγους («Τι κάναμε;» ρωτά η Ροζ, «Υπερβήκαμε τα όρια», απαντά η Λιλ) και επιμένει σε ευκολίες - η παραλία, η θάλασσα και τα κορμιά των νεαρών γιων χρησιμοποιύνται τόσο συχνά ως σύμβολα ενός άχρονου και άτοπου παραδείσου που φλερτάρουν με την αυτο-παρωδία.
Επιπλέον συγχαρητήρια αξίζουν, λοιπόν, στις δύο κεντρικές πρωταγωνίστριες για το γεγονός ότι όχι μόνο διασώζονται από τις αντίστοιχες παγίδες αλλά δίνουν στην ταινία βάθος, ουσία και πάνω από όλα την όποια ψυχή καταλήγει να έχει.
Η (κάπως μικρή για το ρόλο) Ναόμι Γουότς και ιδιαίτερα η εκπληκτική Ρόμπιν Ράιτ προβληματίζουν, συγκινούν και τελικά συγκλονίζουν σκιαγραφώντας δύο γυναίκες που δεν είναι πάντα συμπαθείς αλλά είναι πάντα συναρπαστικές καθώς γαντζώνονται από τα λάθος πράγματα για να ακυρώσουν το πέρασμα του χρόνου και την μοναξιά τους, δημιουργώντας μια όχι και τόσο υγιή σχέση εξάρτησης την οποία αναπαράγουν με ζήλο και οι γιοι. Και οι δύο ερμηνείες, ευάλωτες, γενναίες και πολυεπίπεδες, άξιζαν μια καλύτερη ταινία.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Ανοιχτή Καρδιά
Η Μίλα και ο Χαβιέ είναι δύο εμφανίσιμοι και τρελά ερωτευμένοι σύζυγοι, πετυχημένοι και ταλαντούχοι καρδιοχειρούργοι, που ζουν μια ξέγνοιαστη, παιχνιδιάρικη ζωή στο μποέμ διαμέρισμά τους. Νιώθετε ήδη ναυτία με την τόση τελειότητα; Δεν είναι όλα όπως φαίνονται.
Στην πραγματικότητα περπατούν εδώ και μήνες σε τεντωμένο σκοινί, αφού ο Χαβιέ είναι αλκοολικός και συχνά η απόλυτη ευτυχία τους μέσα σε δευτερόλεπτα μετατρέπεται σε έντονη σύγκρουση. Όταν ο Χαβιέ χάσει τη δουλειά του, τα πράγματα θα χειροτερέψουν, ενώ η εγκυμοσύνη της Μίλα θα μπερδέψει ακόμη περισσότερο τα πράγματα.
Έχοντας ουσιαστικά σαν αφηγηματική βάση ένα αξιοπρεπές μελόδραμα, η όμορφα κινηματογραφημένη ταινία φιλοδοξεί να την απογειώσει με κάποιες δόσεις λυρισμού, οι οποίες όμως έρχονται πολύ αργά (και όχι αρκετά αποτελεσματικά) για να σώσουν μια βαθιά μπερδεμένη ιστορία.
Ενώ η απεικόνιση της διπολικής σχέσης του ζευγαριού υπηρετείται με συνέπεια και αφοσίωση από την Ζιλιέτ Μπινός και τον Έντγκαρ Ραμίρεζ, η μετάβαση από την ευφορία στην ένταση και αντίστροφα δεν ξεδιπλώνεται πάντα εύστοχα κι έτσι αφήνει εκτεθειμένους τους ήρωες σε επαναλαμβανόμενες και κάπως ρυχές σκηνές υστερίας.
Ο ρόλος που στερείται περισσότερου βάθους είναι και ο σημαντικότερος για την σύνδεσή μας με την ιστορία: ο Χαβιέ του Ραμίρεζ, στην πραγματικότητα εκείνος που θέτει την αφήγηση σε κίνηση με την αυτοκαταστροφική του φύση και τα βαθιά ριζωμένα προβλήματά του, είναι εξοργιστικά αδιαπέραστος και απόμακρος, ένας σίφουνας ενέργειας και πόνου που όμως δεν μαθαίνουμε ποτέ - ίσως ρεαλιστικό όσον αφορά τον εθισμό του, αλλά ταυτόχρονα μία κακή επιλογή του ούτως ή άλλως αδύναμου σεναρίου.
Όταν φτάσει το συγκινησιακά φορτισμένο και τολμηρό στην σύλληψή του φινάλε, που απομακρύνεται από τον χωρίς φτιασίδια ρεαλισμό για να κινηθεί σε κάτι πιο ονειρικό, η αρχική ορμή της ταινίας έχει καταλαγιάσει και η συναισθηματική μας επένδυση, τόσο βασική για να έχει νόημα η τελική σκηνή, έχει πια ατονίσει.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Παράνομοι
Νικ Κέιβ, Tζέσικα Τσαστέιν, Τομ Χάρντι, Σάια ΛαΜπέφ. Χρειάζεται μία σχετική προσπάθεια για να φανταστείς την παραπάνω ομάδα ανθρώπων στο ίδιο δωμάτιο, πόσο μάλλον στην ίδια ταινία. Κι όμως, το νέο δράμα του Τζον Χίλκοοουτ, «Παράνομοι», στο οποίο υπογράφει το σενάριο ο Κέιβ, διαθέτει στις τάξεις του την παραπάνω πρωταγωνιστική τριάδα, ενώ βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα από την εποχή της ποταπαγόρευσης.
Ο Χίλκοουτ, μετά το μελλοντολογικό (επίσης διασκευασμένο από μυθιστόρημα) δράμα «The Road», μπορεί να μην ήταν η πλέον προφανής επιλογή για τη σκηνοθεσία αυτού του βίαιου δράματος για τρία θρυλικά αδέρφια που συντηρούν ένα αποστακτήριο στην αμερικάνικη επαρχία την εποχή της ποτοαπαγόρευσης, ωστόσο στέκεται στο ύψος του εγχειρήματος.
Οι ενδο-οικογενειακές εντάσεις ανάμεσα στα αδέρφια, ο ρόλος του άνδρα και η διαπραγμάτευση του ανδρισμού του τη συγκεκριμένη εποχή, καθώς και η εξέταση ενός κώδικα ηθικής που απαντάται περισσότερο ανάμεσα στους παρανομούντες παρά στους εκπροσώπους του νόμου είναι βασικά μοτίβα στο φιλμ, αν και ποτέ δεν θίγονται με τρόπους άλλους από τους προφανείς.
Το ότι ο Σάια ΛαΜπέφ υποδύεται με αξιώσεις τον κεντρικό πρωταγωνιστή, τον μικρό και άτολμο Τζακ, που δίπλα στον οδοστρωτήρα Φόρεστερ του Τόμ Χάρντι μοιάζει ανάξιος λόγου, λέει πολλά για το ταλέντο του Χίλκοουτ. Απλώς δεν περιμέναμε να το χαραμίσει σε μία ταινία βγαλμένη από το εγχειρίδιο της ποτοαπαγόρευσης.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Σκότωσέ τους Γλυκά
Το «Σκότωσέ τους Γλυκά», που έκανε την πρεμιέρα του τον Μάιο στις Κάννες, σημαίνει την επιστροφή του Άντριου Ντόμινικ στη μεγάλη οθόνη, μετά το υπέροχο «Η Δολοφονία του Τζέσε Τζέιμς...», και -παρά τις εμφανώς διδακτικές προθέσεις του- μοιάζει πιστό στο πνεύμα του πολιτικοποιημένου και ασυμβίβαστου δημιουργού του.
Το εξαιρετικό άνοιγμα, όπου οι τίτλοι αρχής διαπλέκονται με τις εικόνες ενός νέου, μη προνομιούχου άνδρα, να περπατάει σε μία ξεχασμένη από τον θεό αμερικάνικη γειτονιά, υπό τους ήχους ενός λόγου του Μπαράκ Ομπάμα για ενίσχυση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, δίνει τον τόνο για ό,τι πρόκειται να ακολουθήσει: μία παραβολή για τη σαπίλα των Η.Π.Α., ένα μανιφέστο εναντίον του υποκριτή (όπως φαίνεται να πιστεύει ο Ντόμινικ) Ομπάμα μέσα από μία κλασική ιστορία ληστείας και φόνων στους κόλπους του οργανωμένου εγκλήματος.
Ο Μπραντ Πιτ, στη δεύτερη συνεργασία του με τον Ντόμινικ, ενσαρκώνει τον Τζάκι Κόγκαν, τον άνθρωπο που δίνει λύσεις στα δύσκολα, μαφιόζικα προβλήματα. Μετά από μία ληστεία στην παράνομη χαρτοπαικτική λέσχη του τοπικού νονού, Μάρκι, ο Κόγκαν καλείται να ανακαλύψει τους δράστες και, φυσικά, να τους περιποιηθεί καταλλήλως. H προσέγγισή του είναι ακαριαία και στεγνή συναισθηματισμών, ακολουθώντας το μοτίβο «killing them softly».
Το φιλμ, ομοίως, δεν επιφυλάσσει εκπλήξεις: δομείται και αναπνέει στο μοτίβο δεκάδων heist ταινιών αλλά και ταινιών μαφίας, χωρίς όμως να μοιάζει βέβαιο για την κατεύθυνση προς την οποία θέλει να κινηθεί. Επιλέγει έτσι να κάνει μερικά (πολύ εντυπωσιακά) κινηματογραφικά quotes προς πάσα ενδιαφέρουσα κατεύθυνση - ευτυχώς με άφθονο και ξεκαρδιστικά politically incorrect χιούμορ.
Από τα σκορσεζικά «Καλά Παιδιά» μέχρι τους τηλεοπτικούς «Σοπράνος» (ο Γκαντολφίνι, όπως πάντα, κλέβει την παράσταση, εδώ σε έναν περιφερειακό ρόλο) και από την άγρια ομορφιά των ταινιών του Μάικλ Μαν μέχρι τις τσίτες ενός πρώιμου Γκάι Ρίτσι ή/και Ντάνι Μπόιλ, ο Ντόμινικ ξεδιπλώνει το ολοφάνερο ταλέντο του, αναζητώντας τη μοναδικότητα στην πληθωρικότητα - χωρίς να πετυχαίνει πάντα.
Με έντονη διάθεση διδακτισμού και χωρίς άγχος για την προφανή πρόθεση πολιτικής «εκπαίδευσης» ενός (κατά βάση αμερικάνικου) κοινού, ομιλίες του Ομπάμα χρησιμοποιούνται ως ηχητικό χαλί σε κάθε πιθανή ευκαιρία (στο ραδιόφωνο, στην τηλεόραση, και αλλού - σε σημείο που καταντάει αστείο), αλλά αυτό τελικά δεν αφαιρεί από τη δυναμική της ταινίας - ή τουλάχιστον είναι ένα μικρό τίμημα που χρειάζεται να πληρώσει ο πιο υποψιασμένος θεατής. Το «Σκότωσέ τους Γλυκά» δείχνει το μεσαίο δάχτυλο στην κυβέρνηση της «αλλαγής» και διαμηνύει μέσω του κεντρικού του χαρακτήρα: «Για ποια κοινότητα και ποια ισότητα μιλάμε; Οι ΗΠΑ δεν είναι χώρα, είναι μπίζνα».
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Killer Joe
Θριαμβική η επιστροφή του Γουίλιαμ Φρίντκιν, βετεράνου σκηνοθέτη του «Εξορκιστή», του «Ανθρώπου από τη Γαλλία» και του «Ψωνιστηρίου» στη σταθερή του θεματολογία περί βίας στη σύγχρονη Αμερική. Οπως το «Μικρόβιο του φόβου» που μελέτησε προ πενταετίας, έτσι και το «Killer Joe» είναι βασισμένο σε θεατρικό έργο του Τρέισι Λετς και κατοικημένο αποκλειστικά από περιθωριοποιημένες ψυχές στο βάθος του αμερικανικού Νότου, τον οποίο ο 77χρονος δημιουργός βλέπει ως μια αρχέγονη θαρρείς εντροπία με τον δικό της βάρβαρο κώδικα επιβίωσης και με ανθρώπους που απεγνωσμένα αναζητούν τη δική τους θέση στην πυραμίδα της τροφικής αλυσίδας ανάλογα με το πόσο συνετά (ή πόσο βλακωδώς) χειρίζονται τα πρωταρχικά τους ένστικτα.
Μια ζούγκλα, δηλαδή, που αντιπροσωπεύει το τέλμα του αμερικανικού ονείρου, χαρτογραφημένη, ομολογουμένως, με μια ακρότητα «φανταχτερή όσο και δυσάρεστη που δοκιμάζει τις αντοχές και τις ανοχές σου, αλλά πάντως, όχι απαξιωτικά μηδενιστική, με μια στοιχειώδη φωνή ήθους και δυνάμει κάθαρσης στο επίκεντρό της, έτσι όπως εμψυχώνεται από την έφηβη Ντότι, αιχμάλωτη ανάμεσα στην κτηνώδη φαμίλια της και τον σαδιστή εκτελεστή.
Πολλές είναι οι υπαγωγές που μπορεί να κάνει ο συνεπής θεατής στο «Killer Joe» - στο θεατρικό ψυχόδραμα του Σαμ Σέπαρντ, το σύγχρονο λογοτεχνικό νουάρ τύπου Ελμορ Λέοναρντ, το νοσηρό κινηματογραφικό σύμπαν του Ντέιβιντ Λιντς (με την «Ατίθαση καρδιά» να έρχεται αμέσως στον νου) - αν και η επίγευση που αφήνει το φιλμ είναι τελικά, απολύτως ιδιαίτερη και μοναδική, όπως και η ερμηνεία του Μάθιου ΜακΚόναχι, εδώ στον πιο τρελό κι ασυνήθιστο, στον πιο κόντρα ρόλο της κατά κανόνα συμβατικής καριέρας του.
Οι ακραίες σκηνές βίας και σεξ με αποκορύφωμα εκείνη του προσομοιωμένου στοματικού έρωτα με ένα... μπούτι από κοτόπουλο στοίχισαν στην ταινία τον πιο αντιεμπορικό χαρακτηρισμό καταλληλότητας στις ΗΠΑ, το NC-17.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Και Ο Θεός...Έπλασε Τη Γυναίκα
Η Ζυλιέτ Αρντί είναι μια νεαρή ανέμελη κοπέλα στο απόγειο της ομορφιάς της. Οι τρόποι της σκανδαλίζουν τη μικρή επαρχιακή πόλη όπου ζει υιοθετημένη. Μαθαίνει τυχαία ότι ο Αντουάν, ο άντρας που αγαπά, την βλέπει σαν μια περαστική περιπέτεια αλλά είναι έτοιμη να τον ακολουθήσει στην πόλη. Εκείνος την αγνοεί και λίγο αργότερα υπό την απειλή της θετής της μητέρας, ότι θα την στείλει πίσω στο ορφανοτροφείο, παντρεύεται τον μικρότερο αδερφό του Αντουάν, Μισέλ. Το νεαρό ζευγάρι θα γνωρίσει για λίγο την ευτυχία αλλά όταν ο Αντουάν επιστρέφει στο πατρικό σπίτι η κατάσταση θα παρεκτραπεί...
Χωρίς η ίδια η ταινία να αξίζει ακριβώς τη θέση της ανάμεσα στις πιο περιβόητες ταινίες όλων των εποχών, η εκρηκτική και μόνο παρουσία της Μπριζίτ Μπαρντό αρκεί για να της εξασφαλίσει αυτή τη θέση. Είναι η πρώτη φορά, άλλωστε, που ο αχαλίνωτος αισθησιασμός της και η χαρακτηριστική μίξη του σεξ απίλ με τη νεανική, απενεχοποιημένη αθωότητα της Μπαρντό βρήκαν τον ιδανικό ρόλο για να εκφραστούν. Αποτέλεσμα η «μπαρντολατρεία», που απλώθηκε σε όλον τον κόσμο σαν επιδημία και βοήθησε ριζικά στην απενεχοποίηση σεξουαλικών εικόνων και την σταδιακή μείωση του πουριτανισμού, όπως τον είχε υπαγορεύσει ο αυστηρός κώδικας λογοκρισίας των ΗΠΑ.
Το ξανθό κορίτσι με τα ξιπόλητα πόδια και το στενό τζιν έγινε πρότυπο για εκατομμύρια γυναίκες, που αντέγραψαν το χτένισμα, το βάδισμα, το μακιγιάζ της σ' όλα τα πλάτη και τα μήκη της γης. Γοήτευσε ακόμα τους διανοούμενους της εποχής και έγινε το πιο πολύτιμο εξαγώγιμο προϊόν της Γαλλίας: στην Αμερική οι προβολές της ταινίας συγκέντρωσαν 4 εκατομμύρια δολάρια, ποσό που ισοδυναμούσε με την πώληση 2.500 αυτοκινήτων! Η απελευθέρωση αυτή του ερωτικού ενστίκτου και η αποσκίρτηση από την απαγορευμένη ηθική είναι και η παρακαταθήκη που αφήνει η Μπαρντό στο σινεμά.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Άνθρωποι Σαν κι Εμάς
Ιδανικό παράδειγμα τού πώς οι καλές προθέσεις και το ταλέντο των ηθοποιών δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να σύρουν μια ταινία από τη μετριότητα, το οικογενειακό δράμα «Άνθρωποι Σαν κι Εμάς» αναλώνεται στο αναμάσημα κουρασμένων χαρακτήρων και ιστορίων, προβλέψιμων καταστάσεων και αναμενόμενων καταλήξεων. Χωρίς να γίνεται ακριβώς κουραστικό ή κακό, το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Άλεξ Κούρτσμαν (συνσεναριογράφου του πρόσφατου «Σταρ Τρεκ») δεν καταφέρνει ποτέ να ξεφύγει από την αίσθηση του deja vu, ούτε να δώσει αξιόλογο υλικό στους συμπαθείς πρωταγωνιστές του - απλώς σέρνεται επίπεδα προς το φινάλε του χωρίς καμιά ιδιαίτερη σπίθα ή πρωτότυπη ιδέα.
Τα κλισέ πέφτουν βροχή από την πρώτη κιόλας σκηνή, οπότε και γνωρίζουμε τον χίλιες-λέξεις-το-λεπτό επιτήδειο μπίζνεσμαν Σαμ, έναν ρόλο που θα προοριζόταν για τον Τομ Κρουζ καναδυο δεκαετίες πίσω: ευπαρουσίαστος, χαρισματικός και γοητευτικός, ο Σαμ μπορεί να σε πείσει να του πουλήσεις το ίδιο σου το παιδί αν το θελήσει. Κρύβει όμως ένα βαθύ τραύμα πίσω από τη μάσκα της επιτυχίας; Φυσικά!
Αφορμή για να βγουν στην επιφάνεια τα οικογενειακά του προβλήματα είναι ο θάνατος του πατέρα του, με τον οποίο είχε μια σχέση απόμακρη και ψυχρή νομίζοντας ότι ήξερε τα πάντα για αυτόν. Θα μάθει όμως ότι αυτό δεν ισχύει, όταν παραλάβει 150.000 από τον δικηγόρο του πατέρα του μαζί με ένα σημείωμα από τον τελευταίο με οδηγίες να φροντίσει την ετεροθαλή αδελφή του (που δεν ήξερε ότι είχε) και τον μικρό γιο της. Σοκαρισμένος από τα νέα και περίεργος να γνωρίσει την Φράνκι, ο Σαμ αρχίζει να περνά χρόνο μαζί της αν και - επειδή εδώ είναι ο κόσμος των ταινιών - δεν της αποκαλύπτει τη σχέση τους αμέσως.
Ο Κρις Πάιν εκμεταλλεύεται την φυσική χαρισματική του παρουσία για να μας πουλήσει με επιτυχία τις πιο περίεργες αποφάσεις του χαρακτήρα του (εμείς ξέρουμε ότι πρόκειται για την αδερφή του, αλλά κατά τα άλλα είναι ένας άνδρας που παρακολουθεί εμμονικά μια νεαρή μητέρα και πλησιάζει το ανήλικο παιδί της) αλλά και να μας κάνει να συμπαθήσουμε τελικά έναν αρκετά εγωκεντρικό, κλισέ χαρακτήρα. Η Ελίζαμπεθ Μπανκς είναι εξίσου δυναμική και συμπαθής, αν και με το παρουσιαστικό και την ενέργειά της δύσκολα πείθει ως γυναίκα που πραγματικά ζούσε στο περιθώριο, ενώ η Μισέλ Φάιφερ εμφανίζεται για λίγες αλλά ζουμερές σκηνές σε μια υποπλοκή που φτάνει στην κορύφωσή της την κατάλληλη στιγμή, όταν δηλαδή η κεντρική ιστορία έχει βολευτεί σε σαπουνοπερικές επιλογές.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Επικίνδυνη Σιωπή
Άτολμη και “τετράγωνη” προσέγγιση ενός καυτού θέματος. Την κατάσταση σώζει η Ρέιτσελ Γουάιζ στον πρωταγωνιστικό ρόλο, που είναι -όπως πάντα- εξαιρετική.
Βασισμένο στην αληθινή ιστορία της Κάθριν Μπόλκοβατς από τη Νεμπράσκα, η “Επικίνδυνη Σιωπή” προσεγγίζει με ωμή και ειλικρινή εικονοποιεία το δύσκολο θέμα του εμπορίου λευκής σαρκός στην μετεμφυλιακή Βοσνία, αλλά αρνείται στον θεατή να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα για τις γκρίζες ζώνες της φρίκης.
H Γουάιζ είναι αρκούντως πειστική ως αποτυχημένη μητέρα και πορωμένη με τη δουλειά της αστυνομικός - παρόλο που δεν είναι η πιο προφανής επιλογή για τον ρόλο. Η σκηνοθέτις Λαρίσα Κοντράτσκι ωστόσο παρουσιάζει τις καταστάσεις τόσο απλοποιημένες που αποκολλούνται από τη σφαίρα του πραγματικού: ο περίεργος στην όψη Μπένεντικτ Κάμπερμπατς είναι ο Κακός, η αγγελική Βανέσα Ρεντγκρέιβ παίζει μπάλα με τους Καλούς και στη μέση υπάρχει μία ηθική άβυσσος που κανείς δεν τολμά να αγγίξει.
Αυτή όμως θα ήταν μια πολύ πιο έξυπνη και ενδιαφέρουσα ταινία.
Φαίδρα Βόκαλη
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Ατίθαση Συντροφιά
Ένα αδέσποτο σκυλί φέρνει τα πάνω κάτω σε μια αγαπημένη μεν, δυσλειτουργική δε οικογένεια, και ιδιαίτερα στη δύσκολη σχέση ανάμεσα στον απόμακρο και εργασιομανή Κέβιν Κλάιν και την παραμελημένη γυναίκα του, Νταϊάν Κίτον. Όταν ο σκύλος χαθεί, οι έρευνες θα αναγκάσουν τα διάφορα μέλη της οικογένειας να περάσουν χρόνο μαζί και να αντιμετωπίσουν τις εντάσεις που προκύπτουν.
Η παρουσία τέτοιων ταλέντων μπροστά και πίσω από την κάμερα (Κίτον και Κλάιν είναι μονίμως ό,τι καλύτερο σε όποια ταινία εμφανίζονται, ενώ ο σκηνοθέτης Λόρενς Κάσνταν της «Μεγάλης Ανατριχίλας» είναι υπεύθυνος για μερικές πραγματικά διεισδυτικές ματιές στην αμερικανική ζωή) ταυτόχρονα ωφελεί και βλάπτει την «Ατίθαση Συντροφιά»: χωρίς αυτούς η ταινία θα ήταν ανίατα βαρετή και αδιάφορη· με αυτούς οι προσδοκίες ανεβαίνουν τόσο που η απογοήτευση είναι αναπόφευκτη. Αυτό δεν σημαίνει ότι το τελικό αποτέλεσμα δεν έχει τις συμπαθητικές, χαριτωμένες στιγμές του, και μερικές συγκινητικές σκηνές χάρη στο πάντα αξιόλογο καστ - απλά ότι κανείς από αυτούς δεν θα θυμάται ότι συμμετείχαν στην ταινία σε λίγα χρόνια.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Η Ζωή Μιας Άλλης
Μετά μια νύχτα παθιασμένου έρωτα με τον Πολ, που μόλις γνώρισε, η Μαρί ξυπνά... 15 χρόνια μετά, χωρίς να θυμάται τίποτα απ' όσα μεσολάβησαν: μια επιτυχημένη δουλειά, φήμη και πλούτη, ένα παιδί, ένας γάμος που πνέει τα λοίσθια, φίλοι και συγγενείς που κάνουν πως δεν την ξέρουν - πράγματα που θα ανακαλύψει σιγά σιγά καθώς προσπαθεί να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα... Κάτι σαν το «Η Πέγκι Σου παντρεύτηκε», αλλά από την ανάποδη: ενώ η Πέγκι Σου ταξίδευε στο παρελθόν για να διορθώσει λάθη παλιά, η Μαρί προσπαθεί να διαπιστώσει ποια ήταν τα δικά της στον χρόνο που, ερήμην της θαρρείς, πέρασε.
Ωραία ιδέα για να στηθεί μια ελεγεία πάνω στα χαμένα νιάτα και την απώλεια της αθωότητας, συμπαθέστατο και το αποτέλεσμα, που οφείλει πολλά και στην ερμηνεία της Ζιλιέτ Μπινός, έστω κι αν πολλά απ' όσα καλείται να φωτίσει η ηρωίδα από το 15ετές «κενό» της παραμένουν στο σκοτάδι για τον θεατή ακόμα και μετά τους τίτλους του τέλους.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Άδικος Κόσμος
Τρεις χαρακτήρες, απλοί μέσα στον παραλογισμό μιας μοναχικής πόλης. Μια δραματική αστυνομική ιστορία που γίνεται μαύρη κωμωδία. Καταστάσεις καθημερινότητας που ανατρέπονται συνεχώς και παραμένουν μέχρι το τέλος ανοιχτές και απρόβλεπτες. Κι ένας σκηνοθέτης που ξέρει τι ψάχνει, αλλά αφήνει τον θεατή να το ανακαλύψει μόνος του.
Ο «Άδικος Κόσμος» κέρδισε, απολύτως δίκαια, τα βραβεία σκηνοθεσίας και ανδρικής ερμηνείας (Καφετζόπουλος) στο Φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν.
Συνεχίζοντας την προβληματική της «Ακαδημίας Πλάτωνος» ο Φίλιππος Τσίτος δίνει στον Αντώνη Καφετζόπουλο ένα ακόμη καταπληκτικό ρόλο: Βαριεστημένος αστυνομικός ανακριτής αρχίζει ξαφνικά να αθωώνει, τον ένα μετά τον άλλο, τους μικροκακοποιούς που προσάγονται στο απρόσωπο τμήμα του. Αυτοί κάθονται απέναντί του κι αυτός τους ακούει, εκμαιεύοντας τα ελαφρυντικά που ούτε κι οι ίδιοι είχαν φανταστεί. Μετά απλώς πετάει τον φάκελο πάνω στη ντουλάπα.
Γιατί; Έχει αποφασίσει να γίνει δίκαιος; Θέλει να δώσει μια δεύτερη ευκαιρία σε κάθε φτωχοδιάβολο που παρανόμησε από ανάγκη; Μπορεί και ναι, μπορεί και όχι. Το σίγουρο είναι ότι βαριέται, ότι είναι μόνος κι ότι δεν τον ενδιαφέρει παρά να φτιάχνει, με παπιέ μασέ, μεγάλα φανταστικά τοπία. Η έννοια του Νόμου τον έχει καταβάλει.
Επίσης δεν το έχει σε τίποτε να παρανομήσει και ο ίδιος. Για την ακρίβεια σχεδιάζει μια ληστεία με τον συνάδελφό του στο τμήμα (λιτός και αστείος ο πάντα εξαιρετικός Χρήστος Στέργιογλου), η οποία όπως στραβώνει και καταλήγει σε ένα φόνο. Εξαφανίζουν γρήγορα το πτώμα σε μια υπέροχη κωμικοτραγική σκηνή, αλλά χάνουν τα λεφτά που πήγαν να κλέψουν.
Τότε στη δράση εισβάλει μια γυναίκα. Είναι η μόνη μάρτυρας. Αυτή που κρατάει πια τον αστυνομικό. Αυτή που μπορεί να τον καταδικάσει ή να τον αθωώσει. Υπέροχη η Θεοδώρα Τζίμου προκαλεί την κάμερα, υπονομεύει τα κλισέ και ισορροπεί ανάμεσα στο σεξ απίλ και την μοναξιά μιας λιγομίλητης ύπαρξης. Ονειρεύεται κι αυτή ένα «άλλο κόσμο», παλεύει με φαντάσματα του παρελθόντος της και κάνει άθλιες δουλειές για ένα κομμάτι ψωμί.
Γύρω τους η Αθήνα δεν θυμίζει σε τίποτε την πόλη που ξέρουμε. Ο Τσίτος την έχει ξαναφτιάξει- όπως και στην «Ακαδημία Πλάτωνος»- ταιριάζοντάς την απόλυτα στην αισθητική της ταινίας του κι όχι σε ένα υποτιθέμενο ρεαλισμό. Είναι μια Αθήνα άδεια, με ελάχιστο κόσμο, με κενούς χώρους, με σκοτεινές γωνιές, και έντονα τα σημάδια της οικονομικής κρίσης, που συχνά θυμίζει τα τοπία του Φιλανδού Άκι Καουρισμάκι.
Σε αυτό το τοπίο λοιπόν θα πρέπει να συναντηθούν οι δυο ασύμπτωτοι κεντρικοί χαρακτήρες της ταινίας. Θα πρέπει να βρουν μια κοινή γλώσσα και θα πρέπει να χαρτογραφήσουν την διαδρομή ενός παράξενου ερωτικού ταξιδιού. Θα τα καταφέρουν; Ακούγεται απλό, αλλά όπως θα διαπιστώσετε, δεν είναι καθόλου, αφού τα πάντα σ΄ αυτή την ταινία κινούνται κάπου «στο ανάμεσα»: Ανάμεσα στην κωμωδία και το δράμα, ανάμεσα στο κοινωνικό σχόλιο και στον χλευασμό του, ανάμεσα στην σοβαρότητα και την πλάκα.
Δείτε τον έτσι λοιπόν τον «Άδικο Κόσμο» και μην τον αδικήσετε περιμένοντας κάτι προκάτ ή προσπαθώντας να ερμηνεύσετε τα «γιατί» ενός αναπάντεχου γέλιου ή μιας αναπάντεχης συγκίνησης.
Και κυρίως μην παραξενευτείτε αν γελάσετε στην πιο δραματική του σκηνή, ή αν κλάψετε την ώρα που κανονικά (και τι σημαίνει κανονικά βέβαια;) θα έπρεπε να γελάσετε. Εγώ έτσι έκανα. Και ήταν τέλεια.
Είναι από τις καλύτερες ελληνικές ταινίες των τελευταίων χρόνων.
Ορέστης Ανδρεαδάκης
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Εξωτικό Ξενοδοχείο Μάριγκολντ
Ανάλαφρη και διασκεδαστική, αν και κάπως τηλεοπτική σαν ιστορία, βασίζεται στο εξαιρετικό σύνολο των βετεράνων ηθοποιών της, που φαίνονται να το καταδιασκεδάζουν.
Εκτός από το γεγονός ότι απευθύνεται σε μια ηλικιακή ομάδα που η σημερινή κινηματογραφική βιομηχανία συχνά αγνοεί, το «Εξωτικό Ξενοδοχείο Μάρινγκολντ» είναι ένα καθ' όλα ασφαλές στοίχημα: βασίζεται σε ένα αγαπητό βιβλίο, εκμεταλλεύεται την πάντα συναρπαστική οπτικά Ινδία, εξασφάλισε διαλεχτούς, γνωστούς ηθοποιούς και έχει έναν αξιόπιστο, αν και κάπως διεκπαιρεωτικό, σκηνοθέτη στον Τζον Μάντεν.
Και έτσι δεν είναι να απορεί κανείς που το τελικό αποτέλεσμα είναι τόσο χαριτωμένο, ανάλαφρο και τελικά άκρως διασκεδαστικό, αν και όχι και τόσο φιλόδοξο. Βέβαια το σενάριο καταλήγει σε ευκολίες και δεν ξεφεύγει πάντα από κάποια κλισέ (είτε για την Ινδία είτε για τους 'κρυόκωλους' Βρετανούς), που δεν είναι ακριβώς ξενοφοβικά αλλά από την άλλη δεν μπορείς να τα πεις κουρασμένα και κάπως προφανή, ειδικά όταν πρόκειται για την πορεία των χαρακτήρων, που είναι προδιαγεγραμμένη σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις. Περιέργως ο σκηνοθετικός ρυθμός προσπαθεί να αποζημιώσει για αυτήν την κάπως επίπεδη ιστορία και ενίοτε μοιάζει να προσπαθεί να μιμηθεί τις βιντεοκλιπίστικες τάσεις αφήγησης. Το να βλέπεις ηθοποιούς τέτοιας ποιότητας, όμως, να αλληλεπιδρούν και να χειρίζονται με μαεστρία τις χιουμοριστικές πλευρές των χαρακτήρων τους, είναι πραγματική απόλαυση, και είναι αυτοί που σώζουν την ταινία από την μετριότητα.
Χριστίνα Λιάπη
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
The Twilight Saga: Χαραυγή Μέρος 1ο
Χωρίς σεξ, χωρίς δράση και με μια υποψία τρόμου, η τέταρτη ταινία του έπους του «Λυκόφωτος» επανέρχεται για να εισπράξει ζεστό χρήμα, βάζοντας τα θεμέλια για το γκραν φινάλε του φραντσάιζ. Συνεχίζοντας στην γλυκανάλατη και παντελώς ανώδυνη παράδοση των προηγούμενων φιλμ, ο oσκαρικός Μπιλ Κόντον («Dreamgirls») αποδεικνύεται κάτι χειρότερο από ασφαλής: εντελώς βαρετός.
To πρώτο μέρος της «Χαραυγής» ανοίγει με τις προετοιμασίες του πολυπόθητου γάμου μεταξύ του human friendly βαμπίρ Έντουαρντ και της Οσίας Μπέλα. Ανάμεσα στην κλασική μανιέρα των χολιγουντιανών γάμων με τις γελοιωδώς μεγαλοπρεπείς τελετές και τη διστακτικότητα μιας νύφης που ξέρει πως αυτή η ένωση θα σημάνει το τέλος της ανθρώπινης ζωής της, θα μπορούσε να φανταστεί κανείς πως ο Κόντον θα έφερνε ίσως κάτι ενδιαφέρον στο τραπέζι.
Αντ' αυτού, παρακολουθούμε την Μπέλα να βαδίζει στον γαμήλιο διάδρομο με ύφος ανθρώπου που υποφέρει από δυσκοιλιότητα και τον Έντουαρντ να της κάνει δώρο μια συνάντηση με τον Τζέικομπ. Αν δεν σας έχει έρθει ακόμη αναγούλα από τη γλυκερή ατμόσφαιρα, υπάρχει πάντα και το ταξίδι του μέλιτος, όπου βαμπίρ και άνθρωπος έσσονται κυριολεκτικά πλέον εις σάρκα μία, αλλά το μόνο που βλέπουμε εμείς στην οθόνη είναι το σπασμένο κρεβάτι της επόμενης μέρας.
Ποτέ ξανά στην ιστορία του σινεμά δεν υπήρξε ένα τόσο μεγαλειώδες build-up για τη συνεύρεση δύο ανθρώπων (τρεις ταινίες δεν είναι και λίγες), το οποίο πετάχτηκε στα σκουπίδια με μία πιο-σοφτ-και-άνευρη-δε-γίνεται ξεπέτα. Η διακαής επιθυμία του στούντιο να κάνει την ταινία «κατάλληλη» έκαψε οποιοδήποτε ίχνος χημείας μεταξύ Πάτινσον και Στιούαρτ, οι χαρακτήρες των οποίων υποτίθεται πως περνάνε το ρομαντικό τους ταξίδι παίζοντας... σκάκι. Υπάρχει στ' αλήθεια κάτι άλλο να προσθέσει κανείς;
Αποτέλεσμα της, διττά, φοβερής σεξουαλικής πράξης είναι μία εγκυμοσύνη που θυμίζει εκείνη της πολανσκικής Ρόζμαρι, αλλά ευτυχώς εκτυλίσσεται σε πολύ μικρότερο χρονικό διάστημα, καθώς το «μωρό» μεγαλώνει με ιλιγγιώδεις ρυθμούς. Αυτή η εξέλιξη φέρνει για μια ακόμη φορά αντιμέτωπους λυκάνθρωπους και βαμπίρ, αλλά και την Μπέλα απέναντι στον Έντουαρντ. Τώρα, γιατί μία δεκαοχτάχρονη που έχει μόλις παντρευτεί να θέλει ντε και καλά να περάσει τέτοια ταλαιπωρία, θα σας γελάσω - το σενάριο δεν μπήκε σε λεπτομέρειες. (Θα είναι μάλλον για τον ίδιο λόγο που μία κατά τα άλλα υγιής έφηβη περιμένει καρτερικά τον γάμο μέχρι να κάνει σεξ ή που κάποια βαμπίρ αρνούνται να πιουν ανθρώπινο αίμα.)
Είναι τελικά η σκηνή της γέννας που προσφέρει τις μεγαλύτερες ανατριχίλες, αφού έρχεται κοντά -όσο γίνεται δηλαδή για να μην τρομάξουν τα ανήλικα- στον σπλατερο-τρόμο. Η κάμερα βέβαια κουνιέται τόσο πολύ που είναι δύσκολο να καταλάβεις ακριβώς τι (στο κακό) συμβαίνει. Αλλά υπάρχει αίμα - πολύ αίμα. Και αυτό είναι τελικά το highlight μιας παραγωγής που βασίζεται στο σάουντρακ πολύ περισσότερο απ' ότι χρειάζεται και αρνείται πεισματικά να φανερώσει τα δόντια της, ακόμη και ετούτη την τελευταία στιγμή.
Το επικά κακό φινάλε, που περιλαμβάνει μεταξύ άλλων μία γελοιωδώς κακογυρισμένη μάχη μεταξύ βαμπίρ και λύκων, στρώνει το χαλί για την τελική έκβαση της ιστορίας. Το αν θα αγωνιά να τη δει στην οθόνη κάποιος πέρα από τις δεκατριάχρονες φαν, είναι μία εντελώς διαφορετική υπόθεση...
Φαίδρα Βόκαλη
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Πρέπει να Μιλήσουμε για τον Κέβιν
Η πολυαναμενόμενη επιστροφή της Λιν Ράμσεϊ στη μεγάλη οθόνη, σχεδόν δέκα χρόνια μετά το αριστουργηματικό “Morvern Callar”, είναι ένα συναισθηματικό tour de force, που εκπλήσσει με τα δάνειά του από το σινεμά του τρόμου. Το φιλμ αποτελεί μεταφορά του ομώνυμου μπεστ-σέλερ της Λάιονελ Σράιβερ, στο οποίο η Ράμσεϊ κατέληξε μετά την άκαρπη -λόγω Πίτερ Τζάκσον- προσπάθειά της να καταπιαστεί με τα “Παραδεισένια Οστά”.
Και σε αυτή την περίπτωση, ένα παιδί και ένας γονιός είναι οι πρωταγωνιστές του δράματος, που εξελίσσεται μέσα από βίαια, αλλά ποτέ εκβιαστικά, φλας-μπακ, από το εφιαλτικό παρόν σε ένα κάποτε “ευτυχισμένο” παρελθόν. Η Εύα είναι η “αμαρτωλή” γυναίκα που έφερε στον κόσμο τον Κέβιν, ένα παιδί που, μεγαλώνοντας, έμελλε να προξενήσει τόσο κακό όσο η μητέρα του ποτέ δεν μπορούσε να φανταστεί.
Τι έκανε λάθος; Τι έφταιξε και ο γιος της κατέφυγε στο έγκλημα; Η εφιαλτική καθημερινότητα μιας γυναίκας που πληρώνει τις αμαρτίες του τέκνου της (όπως μάλλον και το ίδιο πλήρωσε τις δικές της) διακόπτεται από “επισκέψεις” στο παρελθόν, όπου προσπαθεί να ανακαλύψει την αρχή του “κακού”. Μήπως η ίδια δεν αγάπησε τον γιο της αρκετά; Μήπως αυτή δημιούργησε το τέρας που στέκεται σήμερα μπροστά της;
Η Λιν Ράμσεϊ, όπως άλλωστε έχει αποδείξει και στο παρελθόν (“Ratcatcher”) διαθέτει μια ενστικτώδη όσο και αλάνθαστη ματιά για την αποτύπωση του βίαιου και του πραγματικού, χωρίς να θυσιάζει τις εικαστικές της ανησυχίες. Όλα αυτά βέβαια δεν θα σήμαιναν πολλά αν δεν είχε ταυτόχρονα τη δυνατότητα να τοποθετεί εμβόλιμα σε αυτό τον γραμμικό άξονα του ρεαλιστικού στιγμές καθαρής ποίησης, φτιάχνοντας σπουδαίο σινεμά.
Στο “Πρέπει να Μιλήσουμε για τον Κέβιν”, η σκηνοθετική της δεξιοτεχνία αγγίζει ανεξερεύνητες περιοχές, καθώς μπολιάζει την ταινία με στιγμές γνήσιας ανατριχίλας, θυμίζοντας πολλές φορές horror film: το εμμονοληπτικό sound design, τα βίαια cuts και οι παρατεταμένες σιωπές μεταξύ του Κέβιν και της μητέρας του δημιουργούν μια κλιμακούμενη ένταση, της οποίας το βίαιο ξέσπασμα περιμένει με μαθηματική ακρίβεια ο θεατής.
Δυστυχώς, η τόσο δύσκολα κερδισμένη ισορροπία μοιάζει να χάνεται σταδιακά, αφού ο Κέβιν της Ράμσεϊ τείνει προς την καρικατούρα, θυμίζοντας περισσότερο το παιδί του σατανά, παρά ένα προβληματισμένο και αβοήθητο πλάσμα. Και αυτό που θα μπορούσαμε ίσως πιο εύκολα να συγχωρήσουμε σε άλλους σκηνοθέτες, για την πάντα διακριτική και γεμάτη υπονοούμενα μαεστρία της Ράμσεϊ μοιάζει με φοβερό ατόπημα.
Μη γελιέστε πάντως, η ταινία θα σας κρατήσει στην άκρη του καθίσματος μέχρι την τελευταία στιγμή: Όχι μόνο λόγω της μεγαλειώδους ερμηνείας της Τίλντα Σουίντον, αλλά γιατί ο θάνατος, το πένθος, η αξιοπρέπεια και πάνω απ' όλα η ζωή και τα ένστικτά της στοιχειώνουν την οθόνη με την απόκοσμη ομορφιά που μόνο η Ράμσεϊ ξέρει να δημιουργεί.
Φαίδρα Βόκαλη
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Χορεύοντας στον Πάγο
Ο Ιωάννου τοποθετεί την ιστορία του στα μετα-σοσιαλιστικά Βαλκάνια, όταν εθνικιστικοί πόλεμοι και οικονομική κρίση βρίσκονται στο απόγειό τους σπρώχνοντας πολλούς ανθρώπους στην μετανάστευση. Κάπως έτσι βρίσκονται και οι τρεις αλλοδαπές πρωταγωνίστριες της ιστορίας στο έλεος ενός επί πληρωμή οδηγού, ο οποίος στο δρόμο για το “ελληνικό όνειρο” θα φροντίσει να εκκινήσει τον εφιάλτη: στα απομονωμένα βουνά εξασκεί την άλλη του ιδιότητα, αυτή του βιαστή, μέχρι που μία από τις κοπέλες καταφέρνει να τον δολοφονήσει. Στη συνέχεια, οι καιρικές συνθήκες και η αδυναμία τους να εντοπίσουν την σωστή διαδρομή θα οδηγήσει σε ένα δραματικό αδιέξοδο.
Με ευαισθησία για το ζήτημα της μετανάστευσης και πολιτική οξύνοια, το Χορεύοντας στον Πάγο μοιάζει να ήρθε πολύ αργά για να συγκινήσει ή να αφυπνίσει. Μελό υπέρ του δέοντος και δραματικό σε υπερθετικό βαθμό, το φιλμ δεν καταφέρνει να ξεφύγει από τις παγίδες που στήνουν συνεχώς το κλισέ σενάριο και οι ανεκδιήγητοι -σε σημεία- διάλογοι. Φ.Β
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Μαύρος Κύκνος
Ο Ντάρεν Αρονόφσκι, όπως όλοι οι auteurs, αφηγείται πάντα την ίδια ιστορία. Στην περίπτωσή του, αυτή αφορά στην φθαρτότητα του ανθρώπινου σώματος, την απόδοση/ερμηνεία (με την έννοια της περφόρμανς) και την εξιλεωτική διάσταση του θανάτου. Όπως και στο προηγούμενο, σχεδόν ντοκιμαντερίστικα γειωμένο, φιλμ του, τον “Παλαιστή”, έτσι και εδώ, στο κέντρο της ιστορίας μπαίνει ένας άνθρωπος που παλεύει με τους εσωτερικούς του δαίμονες αλλά και το ίδιο του το σώμα για να αγγίξει την πολυπόθητη τελειότητα - με οποιοδήποτε τίμημα. Μόνο που όσο ο “Παλαιστής” ήταν μουντός και νατουραλιστικός, τόσο γυαλιστερό και μεγαλειώδες είναι το “Black Swan”. Κι αν με την πρώτη θέαση μπορεί να απορριφθεί από πολλούς ως γκροτέσκο ψυχόδραμα, δεν είναι παρά σταδιακά που αποκαλύπτει την δύναμή του - όχι βάζοντας στην άκρη τα αδύνατα σημεία του αλλά και εξαιτίας αυτών.
Η ντροπαλή Νίνα Σάιερς (Νάταλι Πόρτμαν) είναι η εύθραυστη μπαλαρίνα που καλείται να υποδυθεί τον διπλό ρόλο του Λευκού και του Μαύρου Κύκνου στην μεταμοντέρνα “Λίμνη” που ανεβάζει ο θίασός της. Στην προσωπική της ζωή ωστόσο, διαδραματίζεται ένα παράλληλο τσαϊκοφσκικό δράμα: ο διευθυντής και χορογράφος της (Βενσάν Κασέλ) την πιέζει να απελευθερωθεί, η υπερ-προστατευτική της μητέρα (Μπάρμπαρα Χέρσεϊ) την πνίγει με τη συμπεριφορά της στο μικρό διαμέρισμα όπου ζουν, ενώ μια νέα χορεύτρια στη σχολή (Μίλα Κούνις) στοιχειώνει τα βήματά της, καραδοκεί για τον ρόλο της και ξυπνά την πιο σκοτεινή πλευρά του εαυτού της.
Παίζοντας με την γιουνγκιανή ιδέα της σκιάς και του ανέκφραστου υποσυνείδητου, ο Αρονόφσκι βουτάει βαθιά στα ψυχαναλυτικά νερά βομβαρδίζοντάς μας με την έκφραση του Άλλου ως “evil twin”, αυτο-αναφορικούς καθρέφτες και doppelgängers για να καταλήξει στο θαύμα της μεταμόρφωσης, που δεν απέχει πολύ από το θαύμα του σινεμά. Για την ακρίβεια, ο ίδιος μοιάζει να σχολιάζει διαρκώς την διαδικασία της κινηματογραφικής τέχνης, βάζοντας την πρωταγωνίστριά του να περιβάλλεται από καθρέφτες και βλέμματα (του διευθυντή της, της μητέρας της, το δικό της, ακόμη και των θεατών) που την μετατρέπουν σε αντικείμενο. Όταν τελικά η μεταμόρφωση επιτυγχάνεται και η εικόνα αγγίζει την μαγική τελειότητα, ο Αρονόφσκι φροντίζει να μας τραβήξει το χαλί κάτω απ' τα πόδια, αφού τίποτα δεν είναι αληθινό, ή τουλάχιστον μη-μεταμφιεσμένο και σκηνοθετημένο. Ακριβώς όπως στο σινεμά.
Αυτόν τον σφιχτό πυρήνα τον καλύπτει η μάσκα του θρίλερ, με την διαταραγμένη μπαλαρίνα να χάνει την ισορροπία ανάμεσα σε φαντασιώσεις και πραγματικότητα, παρασύροντας και τον θεατή σε ένα παιχνίδι αυτο-αμφισβήτησης σε σχέση με όσα παρακολουθεί. Κι ενώ η πολανσκική πλευρά, με την έμφαση της σωματικότητας και τα τρομερά βασανιστήρια στα οποία υποβάλλουν οι χορευτές το ανθρώπινο κορμί, λειτουργεί άψογα, οι υπόλοιπες τρομάρες δεν είναι παρά φτηνά κολπάκια με γρήγορο μοντάζ, χαμηλό φωτισμό και δυνατή μουσική. Όσο για την ψυχώ-μαμά της Νίνα, με τις χονδροειδείς μεταφορές και τις φροϋδικές αναλύσεις δημοτικού, το μόνο στοιχείο που λειτουργεί τρομακτικά είναι η ίδια της η παρουσία, ως προβολή μιας εκδοχής της Νίνα στο μέλλον, σε περίπτωση αποτυχίας. Και δεν είναι πολλά πράγματα πιο άγρια από το να ζεις παγιδευμένος σε 40 τετραγωνικά με την loser ψυχωτική εκδοχή σου. Ομοίως αποτυγχάνει να ταιριάξει στο genre και ο διευθυντής του Κασέλ που, ενώ φέρνει στο μυαλό τον δικτάτορα-μέντορα της Μόιρα Σίρερ (η ηχητική ομοιότητα με το όνομα της Νίνα δεν είναι τυχαία) στα “Κόκκινα Παπούτσια”, είναι παντελώς μονοδιάστατος στο ρόλο του “κακού”.
H Nάταλι Πόρτμαν, από την άλλη, είναι πιο ελαφριά από τον αέρα, εύθραυστη και ψυχωτική, αθώα και σέξι, ενσαρκώνοντας τέλεια την διχασμένη μπαλαρίνα. Το ίδιο αποκαλυπτική είναι και η Μίλα Κούνις, στον ρόλο της σκοτεινής πλευράς της Νίνα. Και είναι αυτός ο ενδογενής διχασμός που παρουσιάζεται και στο ίδιο το φιλμ: κομμάτια εξαιρετικά, όπως η εναρκτήρια σκηνή του χορού του Κύκνου, με το μπαλέτο κινηματογραφημένο όπως ποτέ μέχρι σήμερα, μπερδεύονται με απαίσια και κλισεδιασμένα θριλερικά γκαγκς. Αν επιτρεπόταν όμως αυτό σε ένα φιλμ, δε θα ήταν άλλο από το “Black Swan”. Kαι αυτό το γνωρίζει και ο ίδιος ο Αρονόφσκι, που (θυμίζοντας τον Ταραντίνο στους “Μπάσταρδους”) στους τίτλους τέλους τοποθετεί το όνομά του σε λευκό φόντο, κάτω από τις ιαχές και το μανιασμένο χειροκρότημα του ενθουσιασμένου πλήθους. Well, this might be his masterpiece - ακόμη κι αν δεν είναι εμφανές με την πρώτη ματιά.
Φαίδρα Βόκαλη
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Ιρλανδέζικος Δρόμος
Το Route Irish του τίτλου είναι ένας εξαιρετικά επικίνδυνος δρόμος κάπου στο Ιράκ: βόμβες, νάρκες, παγίδες και εξαγριωμένοι αντάρτες περιμένουν τους Δυτικούς.
Ο φίλος του κεντρικού χαρακτήρα της ταινίας διέσχισε αυτό τον δρόμο και γύρισε πίσω στην πατρίδα διαμελισμένος. Τώρα θα πρέπει να απαντηθούν μερικά επιτακτικά ερωτήματα, κανείς όμως δεν είναι διατεθειμένος να σπάσει τον κώδικα σιωπής που έχει επιβληθεί.
Όχι ακριβώς ταινία για τον πόλεμο του Ιράκ, αλλά ούτε και αντιπολεμικό δράμα, ο «Ιρλανδέζικος Δρόμος» κινείται πάνω στις νωχελικές κοινοτοπίες που διατρέχουν πια το έργο του εβδομηνταπεντάχρονου Λόουτς. Προθέσεις ενδιαφέρουσες, εξαίσιες στιγμές δράσης και εντάσεων, αλλά και αφόρητες κοιλιές και δραματουργικές ευκολίες που κουράζουν.
Σαν τις ψηφίδες ενός ιδιαιτέρως αινιγματικού παζλ, οι σκηνές της ταινίας, συνθέτουν, η μία δίπλα στην άλλη, την επώδυνη εικόνα ενός πολέμου για τον οποίο καμιά κυβέρνηση δεν λέει, ακόμα, την αλήθεια.
Ο σκηνοθέτης βέβαια, όπως το συνηθίζει, δεν αφήνει την πολιτική καταγγελία να καταπιέσει την αφήγησή του, αναδεικνύοντας τα προσωπικά δράματα των ηρώων του, οι οποίοι είναι, στην πραγματικότητα, τραγικά μόνοι- κυρίως την στιγμή του θανάτου τους.
ΟΡΕΣΤΗΣ ΑΝΔΡΕΑΔΑΚΗΣ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Η Πλειοψηφία της Σιωπής
Γιος ενός ευκατάστατου οικοδόμου, μοιράζει τον χρόνο του ανάμεσα σε χασομέρηδες φίλους, άσκοπες βόλτες με το οικογενειακό τζιπ και πασιέντζα ή... πορνό στον υπολογιστή. Μοιάζει να μην ενδιαφέρεται για τίποτα ούτε, πολύ περισσότερο για τη δουλειά στο γραφείο του αυταρχικού πατέρα, ο οποίος δεν παραλείπει να τον ταπεινώνει κάθε τόσο εντός και εκτός σπιτιού, σε μια διαρκή απόπειρα να τον «στρώσει», να τον φέρει στα μέτρα του, να τον αναγκάσει να σταθεί αντάξιος των προσδοκιών του.
Δέκτης αυτής της πίεσης, ο μικρός αντιδρά πάντα παθητικά, ακόμα και όταν γνωρίζει τον παρθενικό του έρωτα στο πρόσωπο μιας Κούρδης υπαλλήλου ταχυφαγείου, την οποία φυσικά ο συντηρητικός μπαμπάς δεν πρόκειται ποτέ να εγκρίνει...
Παρότι 33 χρόνων μόλις και νεοεμφανιζόμενος στη μεγάλου μήκους, ο Τούρκος Σερέν Γιουτζέ στην «Πλειοψηφία της σιωπής» φανερώνει γνώσεις έγκριτου επιστήμονα με Μάστερ στην ψυχολογία και την κοινωνιολογία, οξυδέρκεια έμπειρου δραματουργού και συντονιστική ικανότητα βετεράνου κινηματογραφιστή.
Η ιστορία του Μερτκάν, γερά θεμελιωμένη στο σύγχρονο μεσοαστικό έδαφος και με χαρακτήρες απόλυτα αναγνωρίσιμους, της «διπλανής πόρτας» κυριολεκτικά, του χρησιμεύει ως καμβάς όχι μόνο για την ανάλυση των μηχανισμών φασιστοποίησης του σημερινού νέου στο φάσμα μιας ρητά πατριαρχικής κοινωνίας με ταξικοεθνική δυσανεξία, αλλά και για τη σύνθεση ενός θεωρήματος που καταδεικνύει την ενδημικότητα αυτών των μηχανισμών, τον κληρονομικό χαρακτήρα, δηλαδή, της μαζικής συνείδησης, άρα αυτομάτως αποφαίνεται την καταδίκη τούτης της μισαλλαδοξίας σε διαιώνιση.
Και μολονότι καθρεφτίζει την κομματιασμένη Κωνσταντινούπολη του υπερπλήθους και της πολυφυλετικότητας, η «καφρίλα» την οποία μελετά το φιλμ μέσα από την αποδεικτική του διαδικασία -την ακριβή βυθομέτρηση των προσώπων αλλά και την ιδιοφυή τροφοδότηση της δράσης με φαινομενικά ασήμαντα μικροεπεισόδια όπως εκείνα με τον ταξιτζή ή τους μετανάστες εργάτες- μας αφορά όλους - εξαιρετικές οι ερμηνείες, φοβερή και η επιλογή του νεαρού Μπαρτού Κιουτσουκτσαγλαγιάν (κάποιοι θα τον θυμούνται από τον μικρό του ρόλο στη σειρά «Χίλιες και μια νύχτες») που ενδύεται άψογα την αμηχανία, την αγαρμποσύνη και τη θρασυδειλία του πρωταγωνιστικού χαρακτήρα.
Το φιλμ φέρει στις αποσκευές του τον Χρυσό Λέοντα Νεότητας του περσινού Φεστιβάλ Βενετίας.
ΡΟΜΠΥ ΕΚΣΙΕΛ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Συνοικία Το Όνειρο
Έχοντας μείνει στην ιστορία περισσότερο γι' αυτό που δεν είναι απ' ό,τι για αυτό που είναι, η «Συνοικία το όνειρο», όπως πολλές ταινίες που κυνηγήθηκαν πολιτικά σε δίσεκτους καιρούς, θα κουβαλάει για πάντα τη σφραγίδα της ανηλεούς λογοκρισίας και της αναταραχής που προκάλεσε στην κυκλοφορία της, θα μείνει ένα σύμβολο των εύθραυστων καιρών.
Είναι σχεδόν αστείο ότι αυτό που προκάλεσε την οργή της τότε εξουσίας είναι σήμερα όχι μόνο αυτονόητο, αλλά και σχεδόν ανώδυνο να δείξει κανείς: την ακραία φτώχια και την εξαθλίωση να είναι η καθημερινότητα, τους πρωταγωνιστές να είναι αντι-ήρωες - κλέφτες, απατεώνες, ζητιάνοι - το όνειρο για μια καλύτερη ζωή να είναι καταδικασμένο. Χωρίς να έχει γίνει ποτέ σαφές τι ακριβώς έδειχναν οι σκηνές που κόπηκαν από τους λογοκριτές, η «Συνοικία» φέρει τα σημάδια αυτά, κυρίως στο άβολο πάντρεμα του κάπως πιο ξέγνοιαστου τόνου της αρχής και των πιο δραματικών σκηνών του τέλους, και στο αποδυναμωμένο τελικό συμπέρασμα: εκτός από τον ειρωνικό τίτλο η πολιτική δήλωση δεν προχωρά πέρα από το να δείξει για πρώτη φορά αληθινά και χωρίς ωραιοποιήσεις την εργατική τάξη.
Πέρα από το πολιτικό υπόβαθρο, όμως, η «Συνοικία» είναι μια ταινία με αναπάντεχα καθαρό σκηνοθετικό όραμα, προφανώς επηρεασμένο από τη λιτότητα και την αλήθεια του ιταλικού νεορεαλισμού, αλλά και από το χαρακτηριστικό μοντάζ της γαλλικής Νουβέλ Βαγκ σε μια μεμονωμένη σκηνή της ερωτικής συνάντησης της Αλίκης Γεωργούλη με τον «πλούσιο φίλο». Ο Αλέκος Αλεξανδράκης με τις επιλογές του δείχνει μια ιδιαίτερη ευαισθησία για το πού πρέπει να τοποθετηθεί η κάμερα για να βγάλει το μέγιστο από τη σκηνή και τους ηθοποιούς του: ακολουθεί τη Γεωργούλη να διασχίζει σεινάμενη όλην τη συνοικία με τις καλύβες, για να συναντήσει τους φίλους της σε πιο καθώς πρέπει γειτονιά, μέρη που μας είναι γνώριμα από τον εμπορικό κινηματογράφο της εποχής, και αυτό που θέλει να πει είναι πιο ηχηρό από ποτέ· δείχνει τον καμπουριασμένο Μάνο Κατράκη στο φτωχόσπιτο να ακούει την ακατάπαυστη γκρίνια της οικογένειας που τον περιτριγυρίζει και αισθάνεσαι αβάσταχτη την ανημπόρια του· τοποθετεί την Αλέκα Παϊζη με πλάτη στην κάμερα να δέχεται σιωπηλά τα δώρα της γειτονιάς και αισθάνεσαι βαρύ το πένθος της.
Έχει, βέβαια, ο Αλεξανδράκης και την πολύτιμη βοήθεια από τους ηθοποιούς του (ειδικά το σπαρακτικό ζευγάρι της Αλέκας Παΐζη και του Αλέκου Πέτσου) και τους υπόλοιπους συντελεστές, με κορυφαίο το Μίκη Θεοδωράκη και την πασίγνωστη πλέον μουσική του με κορυφαίο το τραγούδι «Βρέχει στη φτωχογειτονιά». Μεγαλύτερος βοηθός όλων, όμως, η ίδια η «Συνοικία»: η απόφαση να «ριζώσουν» την ταινία σε μια πραγματική φτωχογειτονιά και να ντύσουν τα πλάνα της με τους κατοίκους της είναι αυτό που την προστατεύει από τον απλοϊκό διδακτισμό και της έχει εξασφαλίσει την αξεπέραστη αίσθηση της αυθεντικότητας και τελικά την αθανασία.
Χριστίνα Λιάπη
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Η Λεωφόρος Της Δύσεως
Το αριστούργημα του Μπίλι Γουάιλντερ για την λιγότερο γυαλιστερή πλευρά της χολιγουντιανής βιομηχανίας είναι μια κατά μέτωπο επίθεση στη σαπίλα του συστήματος αλλά και μία από τις σπουδαιότερες ταινίες που γυρίστηκαν ποτέ. Για την ακρίβεια, λαμβάνοντας υπόψη την τόλμη του εγχειρήματος για τα δεδομένα της χρονικής στιγμής (1950), το ποτισμένο με θανατηφόρες ατάκες και meta αστειάκια σενάριο και τη διαχρονικότητα του έργου, η «Λεωφόρος της Δύσης» μπορεί να μπει στην κατηγορία εκείνη των εμβληματικών σταθμών της ποπ κουλτούρας, παρέα με το «Sgt Pepper's Lonely Hearts Club» των Beatles, την «Campbell Soup» του Άντι Γουόρχολ ή την «Καζαμπλάνκα».
Στο νουάρ σύμπαν του Γουάιλντερ, η ανατροπή δεν είναι ο αυτοσκοπός: γι'αυτό άλλωστε ο θεατής μαθαίνει το τέλος της ταινίας από το πρώτο λεπτό. Η αφήγηση της ιστορίας ξεκινά από ένα πτώμα που επιπλέει σε μία πισίνα και η φωνή που ακούγεται εκτός κάδρου, ανήκει στον βασικό πρωταγωνιστή. Ο Τζο Γκίλις (Γουίλιαμ Χόλντεν), ένας κυνικός και βαριεστημένος loser της βιομηχανία του θεάματος, θα πληρώσει πολύ ακριβά την απόφασή του να αναζητήσει καταφύγιο στο πλευρό της Νόρμα, μιας πρώην σταρ της εποχής του βωβού κινηματογράφου (Γκλόρια Σουάνσον). Με αντάλλαγμα χρήματα, θα δεχτεί να δουλέψει μαζί της σε ένα απαίσιο σενάριο, το οποίο προορίζει για την μεγάλη της επιστροφή. Σταδιακά, εκείνη τον ερωτεύεται κι αυτός, ως γνήσιο κάθαρμα, την αφήνει να πιστέψει πως τα αισθήματα είναι αμοιβαία. Όταν όμως στη μέση μπαίνει μια όμορφη και νεαρή κοπέλα, κανείς δεν μπορεί να φανταστεί την οργή της γερασμένης ντίβας.
Στην πραγματικότητα, η παραπάνω ιστορία, όσο κι αν είναι καλογραμμένη, λίγη σημασία έχει, αφού δεν αποτελεί παρά την αφορμή για να δημιουργήσει ο Γουάιλντερ μια ταινία για τις ίδιες τις ταινίες. Η Νόρμα Ντέσμοντ, η παρακμάζουσα ηθοποιός που ρυθμίζει το κέντρο βάρους του φιλμ, ερμηνεύεται με ασύλληπτο θάρρος από την Γκλόρια Σουάνσον, επίσης ξεχασμένη σταρ του βωβού κινηματογράφου. Η σχέση σταρ-κοινού βασίζεται στην σιωπηλή αποδοχή ότι ο διασκεδαστής λειτουργεί ως εκπορνευόμενος, ο οποίος δουλεύει μόνο για (και σύμφωνα με) την ευχαρίστηση του θεατή. Η ίδια η Νόρμα εξάλλου, περιφρονεί το χρήμα, αρκεί να κερδίσει την αγάπη και τα βλέμματα του Τζο (και ταυτόχρονα τα δικά μας).
Κι αν νομίζετε ότι τα αυτοαναφορικά σχόλια σταματούν εδώ, κάνετε λάθος. Τον μπάτλερ της Νόρμα στην ταινία υποδύεται ο διάσημος σκηνοθέτης Έριχ Φον Στρόχαϊμ ενώ ο Σεσίλ Ντε Μιλ εμφανίζεται και αυτός, ως ο σκηνοθέτης-φετίχ της Νόρμα, με τον οποίο προσπαθεί πάση θυσία να δουλέψει ξανά. Όταν η Νόρμα επισκέπτεται κάποια στιγμή το πλατό του, την χτυπά στο κεφάλι ένα μπουμ, μαρκάροντας έξυπνα και διακριτικά την απιθανότητα μιας ενδεχόμενης μεγάλης επιστροφής - και μάλιστα εξαιτίας της ίδιας τεχνολογία που της στέρησε την δόξα.
O Γουάιλντερ γεμίζει το φιλμ με τέτοιες μικρές στιγμές, αληθινά διαμάντια ανταπόδοσης για τον προσεκτικό θεατή, ενώ ταυτόχρονα κρατάει τα πιο φαρμακερά του βέλη για τα αδηφάγα στούντιο. Σε μία από τις πιο ανατριχιαστικές στιγμές του meta-fiction, παρακολουθούμε την πρωταγωνίστρια να βλέπει στην ασφάλεια του σπιτιού της μια ταινία από τις ένδοξες ημέρες του παρελθόντος. Το φιλμ είναι όντως γυρισμένο στα '20, πρωταγωνιστεί η ίδια η Σουάνσον και σκηνοθέτης δεν είναι άλλος από τον Στρόχαϊμ. Η ιδιοφυΐα του Γουάιλντερ απλώνεται παντού, από το δηλητηριώδες σενάριο μέχρι το αμίμητο σκηνοθετικό στυλ με την μίξη διαφόρων ειδών και το αποτέλεσμα είναι μια ταινία που θα σας αποζημιώσει με κάθε πιθανό τρόπο. Εάν την έχετε δει, ξέρετε πως μία φορά δεν φτάνει, αν πάλι είναι η πρώτη σας φορά, σας ζηλεύω.
Φαίδρα Βόκαλη
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
The Bang Bang Club
Λιτή στην κινηματογράφηση, αλλά μεστή στην προβληματική της δραματοποίησης της δράσης ενός κουαρτέτου ριψοκίνδυνων λευκών φωτορεπόρτερ στη Νότιο Αφρική του 1994, με αιχμή τις δοκιμασίες τους στο ταραγμένο Σοβέτο των τελευταίων ημερών του απαρτχάιντ, όταν οι προσκείμενες στην τότε κυβέρνηση φυλές των Ζουλού συγκρούονταν ανηλεώς με τους αντικαθεστωτικούς του Νέλσον Μαντέλα.
Η βία ως μέρος της καθημερινότητας των επαγγελματιών, εξ ου και η ολική ανοσία απέναντί της, προκύπτει ως ένα απο τα βασικά θέματα του φιλμ του Στίβεν Σίλβερ, αν και η πιο ενδιαφέρουσα αιχμή του σεναρίου είναι η ηθική στάση του φωτογράφου μπροστά στο έγκλημα που απαθανατίζει.Αν μονάχα υπήρχε περισσότερη τόλμη στη σκηνοθεσία και δραματική επάρκεια στη σκιαγράφηση των ηρώων, θα μπορούσαμε να μιλάμε για ένα έργο ισάξιο του "Αποστολή στη Νικαράγουα".
Ρόμπυ Εκσιέλ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Οι Τρεις Πίθηκοι
Όταν ο σοφέρ ενός πολιτικού δέχεται να αναλάβει την ευθύνη για ένα τροχαίο δυστύχημα, όπου εμπλέκεται το αφεντικό του δεν υποψιάζεται πόσο η πράξη του αυτή θα επηρεάσει την οικογενειακή του γαλήνη. Μετά τα «Κλίματα Αγάπης» ο Νουρί ΜπιλγκέΤσεϊλάν επανέρχεται με άλλο ένα δείγμα καλού σινεμά (Βραβείο Σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ των Καννών), όπου μέσα από ένα οικογενειακό δράμα έρχεται στην επιφάνεια η εικόνα μιας ολόκληρης κοινωνίας. Εμπνευσμένος από το γιαπωνέζικο μύθο των τριών πιθήκων (ο ένας κλείνει τα αυτιά του για να μην ακούει, ο άλλος τα μάτια του για να μη βλέπει κι ο τρίτος το στόμα του για να μη μιλά), αφηγείται την τραγική ιστορία μιας τουρκικής οικογένειας, που παρασύρεται στην καταστροφή μέσα από μυστικά και ψέματα.
Ο Τσεϊλάν συνθέτει έναν περίτεχνο καμβά χρησιμοποιώντας εξίσου καλά τα αισθητικά στοιχεία και τα δυνατά εκφραστικά μέσα των ηθοποιών του, σε ένα αργής εξέλιξης φιλμ που αποτυπώνει ακριβώς τη δυσκολία των πρωταγωνιστών να πάρουν μια κατάσταση στα χέρια τους. Τη θέση της δράσης παίρνει η βασανιστική αναμονή. Η μάταιη ελπίδα ότι τα πράγματα θα πάρουν από μόνα τους το δρόμο τους χωρίς κανείς να χρειαστεί να παρέμβει, γιατί θα έπρεπε προηγουμένως να παραδεχθεί την αλήθεια.
Οι χαρακτήρες σκιαγραφούνται με ρεαλισμό και τα συναισθήματα ζωγραφίζονται μέσα σε μουντές εικόνες εικαστικής μαγείας: Άνθρωποι αποξενωμένοι, σχέσεις προ πολλού εξαντλημένες όπου το νήμα κόβεται με την πρώτη αφορμή και δίνει το σύνθημα για ένα εκτός ελέγχου ντόμινο που καταλήγει νομοτελειακά στην πλήρη διάλυση.
Όσο μας πλησιάζουν, τα μεγάλα μυστικά γίνονται μεγάλα ψέματα. Ο άνθρωπος μπορεί να δεχθεί με νηφαλιότητα την πιο βίαιη πράξη και να αναστατωθεί με μια ασήμαντη είδηση, αν αυτή αφορά το μικρόκοσμό του. Ο υπάλληλος δεν έχει ηθικά διλήμματα όταν καλείται να πάει στη φυλακή για να μην καταστραφεί η πολιτική καριέρα του ισχυρού αφεντικού. Αρκεί να αποζημιωθεί γι’ αυτό. Διαστάσεις ανήθικης πράξεις λαμβάνει μόνο η προδοσία που διαδραματίζεται μέσα στους τοίχους του σπιτιού του, ακόμα κι αν δεν τολμά να την αντικρύσει κατά πρόσωπο.
Οι κοινωνίες (ειδικά οι πιο συντηρητικές) αγνοούν επιδεικτικά αυτό που δε θέλουν να βλέπουν και μαθαίνουν τον αδύναμο να νικά το φόβο ακολουθώντας τη στρατηγική των τριών πιθήκων. Το κακό είναι κακό όταν ειδωθεί, ακουστεί, ειπωθεί. Διαφορετικά δεν είναι τίποτα, αρκεί να το χειριστείς μέσα σου. Τότε θα παίξεις κι εσύ εις βάρος κάποιου άλλου το ίδιο παιχνίδι εξουσίας που παίχτηκε στην πλάτη σου και η ζωή θα συνεχίσει να κυλά νωχελικά, καλυμμένη από την ομίχλη του Βοσπόρου.
Ανθή Νταουσάνη
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Μάρλεϊ, Ένας Μεγάλος Μπελάς
Η ταινία "Marley & Me" αποτελεί την κινηματογραφική μεταφορά, με αστεία διάθεση, των απομνημονευμάτων του Τζον Γκρόγκαν, αρθρογράφου της Philadelphia Inquirer, με ήρωα το λαμπραντόρ του, τον Μάρλεϊ, ο οποίος του έδωσε αληθινά μαθήματα ζωής.
Καθαρή αμερικανική εφεύρεση, το υποείδος της ρομαντικής κωμωδίας που ασχολείται με την εκπαίδευση νιόπαντρων ζευγαριών ώστε κάποια μέρα να γίνουν το all american family που επιθυμούν, έχει χρησιμοποιήσει στο παρελθόν στον ρόλο του «εκπαιδευτή» από νευρωτικές μπέιμπι σίτερς μέχρι στοιχειωμένα σπίτια και καλοκάγαθα φαντάσματα.
Στην καινούργια ταινία που υπογράφει ο δημιουργός του «Ο Διάβολος Φοράει Ρrada» τον δύσκολο ρόλο αναλαμβάνει ένα λαμπραντόρ που είναι αδύνατον να εκπαιδευτεί αλλά, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, θα κάνει το ζευγάρι των Ουίλσον - Ανιστον να σταματήσει να ανησυχεί και να αγαπήσει τα παιδιά.
Με ειδοποιό διαφορά (σε σχέση με την τυπική αμερικανική κωμωδία) τον ρεαλισμό που επιτείνει η φυσικότητα των δύο πρωταγωνιστών, το «Μάρλεϊ» φτάνει μέχρι το τελευταίο εικοσάλεπτο του ανώδυνα, διασκεδαστικά και τελικά αδιάφορα. Από εκείνο το σημείο, όμως, και μέχρι το φινάλε, τίποτα δεν μοιάζει να έχει προειδοποιήσει τον θεατή για ένα φινάλε που φέρνει αβίαστα δάκρυα στα μάτια, σε μια σπάνια για χολιγουντιανό προϊόν ανεπιτήδευτη έξαρση τρυφερότητας.
ΜΑΝΩΛΗΣ ΚΡΑΝΑΚΗΣ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Passengers
Μία νεαρή ψυχολόγος, η Κλερ, αναλαμβάνει την ψυχολογική υποστήριξη των πέντε μοναδικών επιζώντων μιας αεροπορικής τραγωδίας. Στην πρώτη τους κοινή συνεδρία μοιράζονται τις αναμνήσεις από το δυστύχημα. Όλοι αναφέρουν μια έκρηξη που η υπεύθυνη αεροπορική εταιρία ισχυρίζεται ότι δεν συνέβη πότε. Ανάμεσα σε πολλά παράδοξα που συμβαίνουν οι επιζήσαντες αρχίζουν να εξαφανίζονται ο ένας μετά τον άλλο. Η Κλερ είναι αποφασισμένη να ξεδιαλύνει το μυστήριο όποιες και αν είναι οι συνέπειες.
Πρόκειται για ακόμη ένα μεταφυσικό παραψυχολογικό θρίλερ, το οποίο προσπαθεί με μανία να πατήσει πάνω στο -στρωμένο με δάφνες- δρόμο που χάραξε η «Εκτη Αίσθηση». Βέβαια μόνο η πρόθεση υπάρχει, καθώς το αποτέλεσμα δεν θυμίζει σε τίποτα την ατμόσφαιρα και το σασπένς της ταινίας του Σιάμαλαν.
Η ταινία βρίθει προβλημάτων, καθώς η σκηνοθετική οπτική του ταλαντούχου στις προηγούμενες δουλειές του Ροντρίγκο Γκαρσία, ήταν ανέμπνευστη, επίπεδη και καθαρά διαδικαστική, το σενάριο έπασχε από έλλειψη πρωτοτυπίας και οι ερμηνείες των πρωταγωνιστών ήταν άνευρες με ισχυρές δόσεις διεκπεραιωτισμού.
Γεωργία Οικονόμου
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Εναντίωση
Βασισμένο στο βιβλίο της Νεκάμα Τεκ «Defiance: The Bielski Ρartisans», που με τη σειρά του εξερευνά την πραγματική δράση της εβραϊκής κοινότητας των αδερφών Μπιέλσκι κατά τη διάρκεια του πολέμου, το φιλμ του ανθρώπου που σκηνοθέτησε τον «Τελευταίο Σαμουράι» και το «Ματωμένο Διαμάντι» έρχεται φορώντας την προβιά ενός σκοπού που σαφέστατα όλοι θεωρούμε ιερό: την απόδειξη ότι οι Εβραίοι δεν υπέφεραν απλώς παθητικά κατά τη διάρκεια του Β Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά ότι σημαντική μερίδα εξ αυτών πέρασε στην αντίσταση. Το ότι η δράση της ομάδας των Μπιέλσκι, όσο αξιοθαύμαστη κι αν είναι, δεν αποτελεί τον ορισμό της αντίστασης, μάλλον λίγη σημασία έχει.
Για άλλη μια φορά, αυτό που μετράει είναι η «ευαισθητοποίηση»-εξωτερική κατανάλωση και η τόνωση του συλλογικού φρονήματος-εσωτερική κατανάλωση. Με λίγα λόγια η κατανάλωση, την οποία εγγυώνται ο νέος Τζέιμς Μποντ στη μανιέρα Αρη αρχηγού των ατάκτων, ο στιβαρός Λιβ Σράιμπερ στον ρόλο άσωτου υιού που συμμαχεί με τους εξίσου κακούς κομμουνιστές, και γενικότερα ένας παραφορτωμένος μύθος που στην ουσία υπενθυμίζει τη συγγένεια των ηρωικών χολιγουντιανών κλισέ και των βιβλικών αρχετύπων.
Το μέτρο χάνεται οριστικά στον τελικό παραλληλισμό εξόδου των πρωταγωνιστών και βιβλικής Εξόδου κι εκεί εξάλλου η «Εναντίωση» υπενθυμίζει ότι αφηγείται την ίδια ιστορία: ενός λαού που, όταν δεν υπήρχε δρόμος, τον δημιούργησε. Οσα κι αν σημαίνει πια αυτό.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΑΜΑΡΑΣ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Η Σκόνη του Χρόνου
Δεύτερο μέρος μιας προγραμματισμένης τριλογίας που ξεκίνησε με το «Λιβάδι Που Δακρύζει», η νέα ταινία του 73χρονου δημιουργού διακρίνεται από μια σειρά στυλιστικές ανορθοδοξίες για τα δεδομένα του σκηνοθέτη. Η διάρκεια είναι εγκρατής, το μοντάζ φανερώνει οικονομία, η κάμερα τοποθετείται πλησιέστερα στα πρόσωπα. Μόνο το ταξίδι παραμένει διαρκώς ίδιο.
Οπως συμβαίνει στο σύνολο του αγγελοπουλικού έργου, η πορεία ξεκινά από μια εσωτερική παρόρμηση που σπρώχνει τους εκάστοτε ήρωες να ενωθούν με τον αδιάκοπο χείμαρρο της Ιστορίας, γυρεύοντας ένα νόημα και μια θέση σε έναν διαρκώς μεταβαλλόμενο κόσμο. Η διαδρομή τους ταυτίζεται με την αναζήτηση μιας ουτοπίας που σταδιακά αφήνει τα όρια του προσωπικού και γίνεται συλλογική.
Μόνο που, στο τέλος του δρόμου, καθένας τους συνειδητοποιεί ότι προορισμός υπήρξε τελικά το ίδιο το ταξίδι. Και οι ιστορίες που έγραψαν και γράφουν οι άνθρωποι μεταξύ τους γίνονται η βασική δίοδος για να κατανοήσει κανείς τη μεγάλη, την ευρύτερη ιστορία.
Οι πρωταγωνιστές της «Σκόνης» δίνουν ραντεβού σε ένα φαινομενικό πέρας των πάντων. Αφού άλλαξαν γεωγραφικές συντεταγμένες, προσωρινές πατρίδες, δωμάτια σπιτιών και ξενοδοχείων, οι διαρκείς αυτοί οδοιπόροι συναντούν μετέωροι το τέλος ενός αιώνα και μαζί ένα θλιμμένο τέρμα των ιδεολογιών και των επαναστάσεων. Για σπάνια φορά σε ταινία του Αγγελόπουλου ο φακός δεν τηρεί αυστηρή απόσταση από τον ανθρώπινο παράγοντα, αλλά πλησιάζει περισσότερο από ποτέ τους χαρακτήρες και τις ατομικές εποποιίες τους.
Οσο κι αν προσεγγίζει, ωστόσο, η κάμερα τα πρόσωπα, άλλο τόσο αδυνατεί να χαρτογραφήσει επάνω τους κάτι αληθινό. Οι ήρωες άγονται και φέρονται σε ένα σύμπαν που κατοικεί μόνο σε σενάρια ταινιών και μυθοπλασίες και ουδεμία σχέση διατηρεί με την πραγματικότητα.
Οι άνθρωποι έχουν μεταμορφωθεί σε ιδέες, οι διάλογοι σε τσιτάτα, η αφήγηση σε ένα αχρείαστο χωροχρονικό πηγαινέλα, η συνοχή χάνεται κάπου μεταξύ Τασκένδης και Βερολίνου και το φιλμικό οικοδόμημα σωριάζεται ηχηρά υπό τους ήχους του Τσαϊκόφκσι και του Μπετόβεν και το σαστισμένο βλέμμα των ηθοποιών που δεν γνωρίζουν τι ακριβώς τους έχει δοθεί να ερμηνεύσουν.
ΛΟΥΚΑΣ ΚΑΤΣΙΚΑΣ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Η Ρέιτσελ Παντρεύεται
Το καινούργιο, αναπάντεχο πόνημα του πολυσχιδή Ντέμι («Η Σιωπή Των Αμνών»)δεν είναι μια μεγάλη εμπειρία, από εκείνες που σε κερδίζουν επιθετικά, από την πρώτη κιόλας στιγμή. Είναι, αντίθετα, ένα μικρό βίωμα, από εκείνα που σκαλώνουν στο μυαλό με το πέρασμα του χρόνου και, καθώς απλώνονται στη μνήμη, αποκαλύπτουν την πραγματική τους αξία.
Γυρισμένο σαν απόγονος του Δόγματος (μόνο απολύτως απαραίτητα κοψίματα στο μοντάζ, μέγιστη εκμετάλλευση του φυσικού φωτός, μουσική ενσωματωμένη στη δράση) ή, όπως ο ίδιος ο Ντέμι λέει, «σαν ντοκιμαντέρ», χαρακτηρίζεται από ορμητική ειλικρίνεια και αφοπλιστική αμεσότητα που σπάνια κατοικούν στο σινεμά μυθοπλασίας. Με μοναδική του έγνοια τους αξιαγάπητους, αν και περιστασιακά άκρως εκνευριστικούς, ήρωές του και το διαφορετικό αλλά πάντα δαιδαλώδες συναισθηματικό φορτίο καθενός από αυτούς.
Επικεντρωμένο στις ενστικτωδώς ρευστές, ακούρδιστες ερμηνείες των θαυμάσιων ηθοποιών - ανθρώπινων πλασμάτων του. Με πρωταγωνίστρια μια ευπρόσδεκτα τσαλακωμένη Χάθαγουεϊ («Το Μυστικό Του Brokeback Μountain», «Ο Διάβολος Φοράει Ρrada»), η οποία βγαίνει επιτέλους θριαμβευτικά από τη σκιά των χαρισματικών συμπρωταγωνιστών της (ΝτεΒιτ, Εργουιν και Γούινγκερ στη συγκεκριμένη περίπτωση), πλάθοντας μια οδυνηρά και συνάμα απολαυστικά ατελή Κιμ, που σου σπαράζει την καρδιά και ταυτόχρονα σου σπάει τα νεύρα με τον άτσαλο, αλλά από καρδιάς αγώνα της να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων.
Με κινητήριο δύναμη το ανοιχτόμυαλο κι όμως πεισματικά γειωμένο στην πραγματικότητα, πολυεθνικό σενάριο της Λιούμετ, που σε ένα γάμο χωρά όλες τις φυλές, τις θρησκείες και τις μουσικές του κόσμου. Και σκηνοθέτη-ενορχηστρωτή τον Ντέμι, που αφουγκράζεται όλη την οκτάβα των εντάσεων και των λεπτών ισορροπιών στην παραγνωρισμένη από το σινεμά σχέση μεταξύ δύο γυναικών αδερφών, ενώ παράλληλα φτιάχνει ένα εύστοχο πορτρέτο μιας αληθινής, δυσλειτουργικής οικογένειας: των σύγχρονων ΗΠΑ, της ανθρωπότητας ολόκληρης ή απλά της δικής σου.
ΙΩΑΝΝΑ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Συντρίμμια Ψυχής
Βασισμένο στο αριστουργηματικό ομότιτλο βιβλίο της Αν Μάικλς (ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα γραμμένο με ποιητική πνοή), το φιλμ του Ποντέσουα κινείται με χάρη σε ένα δάσος ιδεών και θεμάτων. Αρκετές φορές, όμως, χάνεται, μη μπορώντας να διαχειριστεί σωστά τα σκοτεινά του σημεία.
Ο Τζέικομπ Μπιρς (Ντιλέιν), ώριμος άνδρας στον Καναδά, ανακαλεί το παρελθόν του: μικρό παιδί, κυνηγημένο από τους Ναζί, φυγαδεύεται στη Ζάκυνθο από έναν Ελληνα αρχαιολόγο (Σερμπετζίγια). Στιγματισμένος για πάντα από την εμπειρία του πολέμου, ελπίζει ότι η αδελφή του επέζησε του Ολοκαυτώματος κι αδυνατεί να ισορροπήσει στη ζωή του. Χρόνια αργότερα, επιστρέφει στην Ελλάδα αναζητώντας έξοδο από τον λαβύρινθο των αναμνήσεων του.
Εμπειρος σε παρόμοια θέματα μνήμης και υποσυνείδητου, ο Ποντέσουα («Πέντε Αισθήσεις») μένει πιστός στο ποιητικό ύφος του βιβλίου. Οι εικόνες του έχουν εσωτερική δύναμη και ακρίβεια, η χαλαρή αφηγηματική πλοκή όμως και το υπερβολικό voice over αδυνατίζουν κάπως το αποτέλεσμα, ενώ το φινάλε (διαφορετικό από το βιβλίο κατ εντολή του παραγωγού) μάλλον συσκοτίζει περισσότερο την καλειδοσκοπική ιστορία. Στα θετικά σημειώνουμε την εξαίσια παρουσία της Θέμιδας Μπαζάκα σ' έναν μικρό αλλά χαρακτηριστικό ρόλο και την ατμοσφαιρική μουσική του Νίκου Κυπουργού.
ΟΡΕΣΤΗΣ ΑΝΔΡΕΑΔΑΚΗΣ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Λεονέρα
Η «Leonera», που συμμετείχε στο διαγωνιστικό τμήμα του περσινού Φεστιβάλ των Καννών, δεν είναι ένα whodunit θρίλερ.
Ο Πάμπλο Τραπέρο δεν χρησιμοποιεί περίπλοκα τεχνάσματα, ούτε κρατά μυστικά στην ιστορία της Τζούλια. Μας προετοιμάζει από την πρώτη κιόλας σκηνή για αυτό που θα ακολουθήσει. Θα δούμε μια γυναίκα χτυπημένη και κακομεταχειρισμένη, που δοκιμάζεται διαρκώς, μέσα σε ένα περιβάλλον αρχικά εχθρικό, όπου τα ασυνήθιστα γίνονται σιγά σιγά συνηθισμένα. Δεν κάνει μάθημα ηθικής για τη ζωή των μητέρων κρατουμένων και των ανηλίκων παιδιών τους στη φυλακή, ούτε για την ερωτική σχέση της Τζούλια με τη δυναμική και προστατευτική συγκρατούμενή της Μάρτα. Μένει, από την αρχή ως το τέλος του φιλμ, συνεπώς αποστασιοποιημένος από την (αθώα ή ένοχη, δεν ξέρουμε και δεν μας νοιάζει) Τζούλια. Παρακολουθεί μια αρχικά απαθή ηρωίδα, να μεταμορφώνεται σε λέαινα που βρίζει, χτύπα, απειλεί και επιτίθεται σαν λυσσασμένο ζώο, στο ενδεχόμενο να της στερήσουν το παιδί της.
Η εξ Αργεντινής πρωταγωνίστρια Μαρτίνα Γκουσμάν (σύζυγος του Τραπέρο) αιχμαλωτίζει με την ομορφιά της και κυριεύει με μια θαυμάσια και ζωώδη ερμηνεία πλημμυρισμένη από ένστικτο.
Το «Leonera» είναι μια ιστορία για τον εγκλεισμό, την κτητικότητα, τον ομόφυλο έρωτα, αλλά πάνω από όλα για τη μητρότητα και τον καθημερινό προσωπικό αγώνα του να βγάζεις και αυτή τη μέρα.
Φωτεινή Αλευρά
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Για τα Μάτια της Τουλπάν
Μετά από χρόνια επίμονης τεκμηρίωσης, ο Σεργκέι Ντβορτσεβόϊ κάνει ένα ευαίσθητο ντεμπούτο στη μυθοπλασία σκηνοθετώντας απουσίες: την απουσία βλάστησης στη ρημαγμένη κι όμως άκρως σαγηνευτική καζακστανική γη. Την απουσία γυναικών σε ένα αντροκρατούμενο και διόλου επιεικές κοινωνικό τοπίο. Την απουσία της Τουλπάν από τη ζωή του Άζα, αντικείμενο ενός αποτυχημένου συνοικεσίου που έληξε πριν προλάβει καλά- καλά να αρχίσει.
Παίζοντας με την ελλειπτική φύση του σεναρίου, ο Ντβορτσεβόϊ αφήνει τον πρωταγωνιστή να ερωτευτεί ένα φάντασμα, μια γυναίκα που δε βλέπουμε ποτέ, αλλά που υποτίθεται ότι παραμονεύει πίσω από κλειστές πόρτες και τραβηγμένα παραβάν. Μέχρι που το σκάει για την πόλη, στερώντας του κάθε ελπίδα ευτυχίας. Εκεί δεν θα μπορεί πια να την αναζητήσει. Αλλωστε πώς αναγνωρίζεις κάποιον που δεν γνώρισες ποτέ;
Γυρισμένο με τη λιτότητα εθνογραφικού ντοκιμαντέρ, η Τουλπάν αφήνει το σχεδόν εξωτικά ερημωμένο περίγυρο να κάνει το θαύμα του, σαγηνεύοντας το θεατή όσο της επιτρέπουν τα περιορισμένα μέσα της.
Δυστυχώς όμως, παρά τα 100 ικανοποιητικά λεπτά της, η Τουλπάν παραμένει υπερβολικά φευγαλέα για να μπορέσει στ’ αλήθεια να την αγαπήσεις - έκτος κι αν είσαι ένας απεγνωσμένος ναύτης αγκυροβολημένος σε μια απέραντη έρημο από μοναξιά.
ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΠΑΥΛΑΚΗ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Η Δούκισσα του Λανζέ
Ενας Γάλλος στρατηγός και μια παντρεμένη γυναίκα της παρισινής υψηλής κοινωνίας του 19ου αιώνα γίνονται θύτες και θύματα ενός ερωτικού πάθους που θα αποβεί ολέθριο και για τους δυο.
Μη γελάτε μπροστά σε μια γυναίκα που είναι τσακισμένη» παρακαλεί η ερωτοχτυπημένη δούκισσα όταν, στο δεύτερο μέρος του φιλμ, μεταμορφώνεται αιφνίδια από διστακτικό θήραμα της αγάπης σε απεγνωσμένο κυνηγό και διεκδικητή.
Ολόκληρη η πρώτη ώρα της ταινίας την είδε να φλερτάρει απερίσκεπτα από θέση πλεονεκτική και αρκετά εγωιστική. Να πολιορκείται επίμονα αλλά να μην ανταποκρίνεται ποτέ. Μια απότομη συναισθηματική μεταστροφή, όμως, της αποδεικνύει με τον πιο σκληρό τρόπο πόσο ανίκανη είναι να διαχειριστεί τα πάθη και τις παρορμήσεις της. Θύμα της αγάπης που δεν μπορεί ποτέ να μας δοθεί όπως ακριβώς την επιθυμούμε, η δούκισσα αφήνεται να παρασυρθεί μέχρις εσχάτων από το μοναδικό πράγμα στην ζωή της που αισθάνεται να αξίζει αληθινά. Να καεί από την ίδια φωτιά που εκείνη πρώτη άναψε. Και μαζί της να γίνει στάχτη η πιθανότητα δυο άνθρωποι να ενωθούν σφοδρά και αξέχαστα, όπως ίσως το άξιζαν.
Στα 79 πλέον χρόνια του, ο Ριβέτ διαλέγει να διασκευάσει μια σύντομη ιστορία του Ονορέ Ντε Μπαλζάκ από την σκοπιά όχι του σκηνοθέτη, αλλά του πολεμικού ανταποκριτή. Ο μανιασμένος amour fou που μεταφέρει από τις σελίδες του συγγραφέα στα επιμελώς φωτισμένα αριστοκρατικά σαλόνια όπου ζουν και κινούνται οι ήρωες δεν δηλώνει μόνο την ανθρώπινη αδυναμία μπρος στην απόλυτη επικυριαρχία του πάθους.
Μιλά για την αδίστακτη μορφή του έρωτα, όταν αυτός γίνεται παιχνίδι εξουσίας και καπρίτσιο σε επιπόλαια χέρια. Οταν μετατρέπεται σε εργαλείο ιδιοκτησίας και κατάκτησης. Και όταν φέρνει έναν άντρα και μια γυναίκα σε μια μέχρι τέλους μάχη για ερωτική επικράτηση και συναισθηματικό αφανισμό του αντιπάλου-εραστή.
Μια μάχη που συλλαμβάνουν θαυμάσια οι δυο πρωταγωνιστές του φιλμ σε σφιγμένα πρόσωπα, πύρινα μάτια και υποκριτικές κινήσεις. Μέχρι τις στιγμές εκείνες που ένα βλέμμα ή μια χειρονομία αφήνει να προδοθούν οι πληγωμένοι άνθρωποι που βρίσκονται μεταμφιεσμένοι πίσω τους.
ΛΟΥΚΑΣ ΚΑΤΣΙΚΑΣ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Μη Με Ξεχνάς
Θα έμπαινα στον πειρασμό να αποκαλέσω την ταινία ακραία μισογύνικη, αλλά είναι τόσο γελοία όλα όσα συμβαίνουν σε αυτήν και τόσο αδιανόητα σοβαρός ο τόνος που επιλέγει ο Αργεντίνος σκηνοθέτης για την αφήγησή, που είναι μάλλον αδύνατο να φέρει κανείς την ιστορία στο μυαλό του δίχως να τον πιάσουν τα γέλια.
Ο Γκαέλ Γκαρσία Μπερνάλ περιφέρει βαριεστημένα και νηφάλια τον εαυτό του για δύο ώρες, ο χαρακτήρας του παντρεύεται ό,τι θηλυκό βρει μπροστά του, η -αρχική- πρώην του επιστρέφει κάθε δεκαπέντε λεπτά με αυξανόμενης τρέλας βλέμα σε μάτι που γυαλίζει, και όλα αυτά πριν μπουν στο παιχνίδι φυλακές, απαγωγές και ενοχικά μούσια.
Το όλο σκηνικό θυμίζει κάποια σεζόν της "Λεωφόρου του Μέλροουζ" συμπυκνωμένη σε 120 λεπτά, παιγμένη μάλιστα με την πίστη πως πρόκειται για κάποιο σπουδαίο φιλοσοφικό σχόλιο πάνω στη μαχη των φύλων και την αδυναμία διαφυγής του παρελθόντος.
Ενώ στην πραγματικότητα τα πάντα παρουσιάζονται με τρόπο που καταφέρνει να είναι την ίδια στιγμή αποστασιοποιημένος αλλά και over the top, κάνοντάς το αδύνατο να μας νοιάξει έστω για μία στιγμή τι θα συμβεί σε οποιαδήποτε από αυτές τις καρικατούρες.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Παράνομες Πράξεις
Ο πάλαι ποτέ υποσχόμενος Γουέιν Κρέιμερ του "Cooler" και του "Running Scared" αναπαράγει τις κινηματογραφικές διδαχές του Πολ Χάγκις και του βλαβερού "Crash" του, καθώς ακολουθεί ένα μάτσο χαρακτήρες προς μια ιδεολογικά αβέβαιη λύση.
Μακριά από τον ευίσθητο τρόπο με τον οποίο πρόσφατες ταινίες σαν το "Visitor" έχουν αγγίξει το πολύπλοκο θέμα της μετανάστευσης, ο Κρέιμερ ξεσηκώνει τη βίβλο του Χάγκις που μιλάει ακατάπαυστα χωρίς τελικά να λέει απολύτως τίποτα για την Αμερική μετά την 11η Σεπτεμβρίου.
Οι διάφορες ιστορίες συνδέονται μεταξύ τους με τρόπο ανεπαίσθητο και παντελώς ασήμαντο, άλλες είναι δραματικές, άλλες είναι χιουμοριστικές (καλά ως εδώ) και άλλες ξεφεύγουν από κάθε έννοια αφηγηματικής οικονομίας και μέτρου (μια σκηνή ληστείας στέλνει οριστικά την ταινία στο καναβάτσο), και όλες μαζί αποτυγχάνουν να ολοκληρώσουν μια ενιαία ουσιώδη άποψη.
Στην πραγματικότητα αυτό είναι το μεγαλύτερο από τα αμαρτήματα των "Παράνομων Πράξεων": Ενώ στο "Crash" όλοι παρουσιαζόμασταν ως όμηροι της βολικότατα τεμπέλικης φιλοσοφίας "όλοι είμαστε λίγο ρατσιστές, μωρέ", και κάθε μία από τις ιστορίες συνεισέφερε με τρόπο γελοίο, στημένο, και ακραία επεξηγηματικό προς αυτή τη θέση, πίσω από την ταινία του Κρέιμερ μπορείς να διακρίνεις ψήγματα μιας άλλης, πολύ πιο ενδιαφέρουσας οπτικής (όπου τα πράγματα δεν είναι τόσο άσπρα, μαύρα και ανούσια) η οποία όμως ποτέ δεν πραγματοποιείται, μέσα από μισοψημένα επεισόδια δίχως κατεύθυνση. Υπό αυτή την έννοια, οι "Παράνομες Πράξεις" είναι τουλάχιστον καλύτερες από το "Crash", ό,τι κι αν σημαίνει αυτό.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Η Άγνωστη Κυρία
Ανέκαθεν υπήρχε διαφορά στον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζαν την ίδια θεματολογία Αμερικάνοι και Ευρωπαίοι δημιουργοί - κι ευτυχώς ο Μαξ Οφίλς ανήκει στους δεύτερους, όχι μόνο λόγω της γερμανικής καταγωγής του. Θα μπορούσε να ήταν μία ακόμα κοινότυπη ερωτική ιστορία με έμφαση στο μελόδραμα, όμως αυτός ο μετρ της ασημένιας οθόνης χειρίζεται άρτια το θέμα του, παρασύρει αβίαστα τον θεατή σε μια ιστορία που υπό διαφορετικές προϋποθέσεις θα τον άφηνε αδιάφορο και, τελικά, κατορθώνει να μας εγκλωβίσει μέσα στη ταινία, μέσα στα δεινά αυτής της Άγνωστης Κυρίας την οποία υποδύεται η Ντανιέλ Νταριέ με άξιους συμπαραστάτες τους Σαρλ Μπουαγιέ και Βιτόριο Ντε Σίκα (ναι, πρόκειται για τον γνωστό σκηνοθέτη).
Όταν ανάλογες σημερινές παραγωγές καταφέρνουν απλά να προκαλέσουν τον γέλωτα, αυτή εδώ η Κυρία υποστηρίζει με σεβασμό το είδος που εκπροσωπεί και, το κυριότερο, σέβεται τον θεατή ακόμα και σήμερα. Το γνωστό και χιλιοχρησιμοποιημένο κλισέ "δεν τις φτιάχνουν πλέον όπως παλιά" ταιριάζει γάντι στην ταινία του Οφίλς.
Μανώλης Κιλισμανής
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Γουόλ Στριτ: Το Χρήμα Πότε Δεν Πεθαίνει
Στα 1987, στο τότε «Wall Street» είχαμε παρατήσει τον αδίστακτο χρηματιστή Γκόρντον Γκέκο στο έλεος της ίδιας του της απληστίας. 23 χρόνια μετά, η συνέχεια, που επιχειρείται από τον Ολιβερ Στόουν και πάλι, προϋποθέτει εγκλεισμό του Γκέκο για παράνομες δοσοληψίες, ξεκινά με τον απόφυλακισμό του το 2001 και τον ξαναβρίσκει στις αβέβαιες για τη Γουόλ Στριτ εποχές του 2008, ως συγγραφέα πλέον βιβλίων περί των οικονομικών, να προσπαθεί να πλησιάσει την αποξενωμένη από χρόνια κόρη του και παράλληλα να βοηθήσει τον υποψήφιο γαμπρό του, έναν φιλόδοξο χρηματομεσίτη, να εκδικηθεί τον επαγγελματικό αντίπαλο του εκλιπόντος αφεντικού του.
Η γνώση και ο επαγγελματισμός του Στόουν, με την επικουρία και του άκρως εύστοχου κάστινγκ (φοβεροί β’ ρόλοι και ένας σταθερά και απολαυστικά αλεπουδίσιος Μάικλ Ντάγκλας στον ρόλο που του είχε χαρίσει το Οσκαρ) κάνουν τα δύο ξεχωριστά σκέλη του σεναρίου, το προσωπικό και το οικονομικό - πολιτικό, να δένουν αρμονικά στο πρώτο μισό του φιλμ, ώσπου προδοσίες και διπλοπροδοσίες αρχίζουν να απογυμνώνουν το φιλμ από τις διαστάσεις του και να το βυθίζουν στα πιο τυπικά κλισέ ενός μελοδράματος οικογενειακών σχέσεων και απολογισμών.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά η διάρκεια καβαλάει αδικαιολόγητα τις δύο ώρες και 10 λεπτά και ο Στόουν εγκλωβίζεται για μία ακόμη φορά στην ηθικολογία.
Ρόμπυ Εκσιέλ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Μια Γυναίκα, Ένα όπλο Κι Ένα Noodle Bar
Μεταφορά της υβριδικής μαύρης κωμωδίας/φιλμ νουάρ των αδελφών Κοέν «Μόνο αίμα» (1984) από τις ερημικές κωμοπόλεις του σύγχρονου Τέξας στη σκονισμένη κινεζική επαρχία του 19ου -πιθανότατα- αιώνα, όπου άπληστος ιδιοκτήτης εστιατορίου στη μέση του πουθενά, αφού μαθαίνει πως η σέξι γυναίκα του τον απατά με τον μάγειρά του και σχεδιάζει να τον ξεφορτωθεί, αναθέτει στον τοπικό βοηθό αστυνόμου να δολοφονήσει τους παράνομους εραστές και να τους θάψει στην έρημο.
Δεν λείπουν τα ευρήματα στη διασκευή του παραγωγικότατου Ζανγκ Γιμού (που έχει σκηνοθετήσει από το αξέχαστο «Σήκωσε τα κόκκινα φανάρια» και τον ζαλιστικό «Ηρωα» μέχρι... τελετές έναρξης Ολυμπιακών Αγώνων), ιδίως σε ό,τι αφορά τη χρήση της ηχητικής μπάντας ως δημιουργικό εργαλείο της αφήγησης, υπάρχει όμως και μια υστερία στην κινηματογράφηση που γρήγορα κουράζει, ιδίως όσους θυμούνται τους μεθοδικούς ρυθμούς του πρωτότυπου φιλμ.
Τεράστιο εμπορικό σουξέ στην Κίνα, το φιλμ εισέπραξε πάνω από 38 εκατ. δολάρια στα κινηματογραφικά ταμεία της χώρας.
Ρ.Ε.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Τελευταίος Προορισμός
Δύο χρόνια μετά το τέλος της παραγωγής του, ο "Τελευταίος Προορισμός" φαντάζει σαν υπόλειμμα φαγητού στο πιάτο των εταιρειών διανομής που βρίσκει την τελευταία στιγμή τον δρόμο προς τις αίθουσες. Στην καινούρια του ταινία ο 82χρονος Τζέιμς Αιβορι συνεργάζεται για 24 (!) φορά με την δις βραβευμένη με Όσκαρ σεναριογράφο Ρουθ Πρόουερ Τζαμπβάλα για την μεταφορά της ομώνυμης νουβέλας του Πίτερ Κάμερον στην μεγάλη οθόνη.
Δυστυχώς η ταινία μπορεί να παρομοιαστεί με ένα ανούσιο fill in τραγούδι που μπαίνει σε ένα πολύ καλό δίσκο απλά για να συμπληρώσει την απαραίτητη χρονική διάρκεια. Το φιλμ καθ’ όλη την διάρκειά του διατηρεί ένα αργόσυρτο, σχεδόν υπνωτικό ρυθμό. Ακόμη και τα φωτογραφικά κάδρα που προσπαθούν να αναδείξουν φυσική ομορφιά των τοπίων της Ουρουγουάης δεν αρκούν για να ισοσταθμίσουν τις κραυγαλέες αδυναμίες του.
Ο Άιβορι καταφέρνει να αποδυναμώσει ακόμη και το αξιοζήλευτο καστ που είχε στην διάθεσή του. Παρόλο που η γεννημένη bitch Λόρα Λίνεϊ και το ξωτικό Σαρλότ Γκαινσμπούργκ διατηρούν το υψηλό τους επίπεδο δεν αποφεύγουν στο τέλος τον πνιγμό σε μια θάλασσα σεναριακής αδράνειας. Ο Άντονι Χόπκινς στον ρόλο του γκέι αδελφού του συγγραφέα είναι απλά διεκπεραιωτικός αλλά σίγουρα πολύ καλύτερος απ΄ τον αρνητικό Όμαρ Μέτγουολι που κατέχει μάλιστα και τον πρωταγωνιστικό ρόλο.
Υπερβάλλον ρομαντικός ζήλος, επιτηδευμένη ατμόσφαιρα και επιδεικτικός λυρισμός όλα ανεπτυγμένα σε δύο ώρες που διαρκούν όσο τρεις. Ο Αιβορι πιο κουρασμένος από πότε μας παραδίδει ένα έργο με άτονη και άτολμη κινηματογραφική γραφή που δεν ξέρω αν προδίδει την ηλικία του αλλά σίγουρα απέχει πολλούς "προορισμούς" απ’ τα "Δωμάτιο Με Θέα", "Επιστροφή στο Χάουαρντς Εντ" και "Τα απομεινάρια μιας μέρας".
Κωστής Θεοδοσόπουλος
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Η Αταλάντη
O Zαν Βιγκό πρόφτασε να κάνει μόλις τέσσερις ταινίες πριν πεθάνει από φυματίωση, το 1934, σε ηλικία 29 ετών. Παρόλ' αυτά, το έργο του φιγουράρει στις κορυφαίες λίστες των απανταχού σινεφίλ μέχρι σήμερα. Ασυμβίβαστος, εκκεντρικός και ονειροπόλος, ο Βιγκό, γιος μαχόμενου αναρχικού που πέθανε στη φυλακή, μέχρι το άδοξο τέλος του πάλευε για το σινεμά που αγαπούσε - εναντίον στενόμυαλων παραγωγών, άπληστων διανομέων και της γενικότερης ένδειας της εποχής του. Η "Αταλάντη" αποτελεί το κύκνειο άσμα του και τη σπουδαιότερη δουλειά του, αν και δεν ευτύχησε να δει την ταινία του όπως επιθυμούσε στη μεγάλη οθόνη: σφαγιασμένη από την εταιρεία Gaumont για την εξασφάλιση μιας καλύτερης εμπορικής τύχης, η ταινία για χρόνια κυκλοφορούσε στην 65λεπτη εκδοχή της, ενώ μόλις το 1990 αποκαταστάθηκε στην αρχική της διάρκεια των 90 λεπτών.
Η ιστορία, αρχική παραγγελία του ίδιου του Gaumont, αφηγείται το ταξίδι ενός νιόπαντρου ζευγαριού πάνω στο ποταμόπλοιο της Αταλάντης, που ενώ ξεκινά με ενθουσιασμό και joie de vivre σταδιακά καταλήγει στην πλήξη και τον μαρασμό. Η σύζυγος αποφασίζει να εγκαταλείψει το πλοίο για τις σειρήνες του μαγικού Παρισιού αλλά το όνειρό της θα μετατραπεί νωρίς σε εφιάλτη και τελικά το ζευγάρι θα επανενωθεί θριαμβευτικά. Η απλοϊκή σχεδόν ιστορία, στα χέρια του Βιγκό, μετατρέπεται στην απόλυτη φαντασία για τη ζωή και τον έρωτα: προσθέτοντας στην υπόθεση τη φιγούρα ενός ημίτρελλου νάυτη (Μισέλ Σιμόν), ένα παιδί και πολλές γάτες, ο Γάλλος σκηνοθέτης δίνει στο φιλμ μια αύρα εκκεντρική και παράξενη, που διατηρεί μέχρι σήμερα την ίδια ανοίκεια γοητεία.
Όντας βαριά άρρωστος κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, ο Βιγκό δούλευε ασταμάτητα, μη θέλοντας να σπαταλήσει ούτε στιγμή από τον χρόνο που μάντευε ότι ήταν περιορισμένος. Πράγματι, άφησε την τελευταία του πνοή λίγο μετά την έξοδο της ταινίας που αποτέλεσε μεγάλη εμπορική αποτυχία. Ωστόσο, το φιλμ καταφέρνει να διατηρεί την πυρετώδη διάθεση του δημιουργού του, χωρίς να προδίδει στιγμή την υπόνοια του επικείμενου θανάτου. Ο Φρανσουά Τρυφό, ένας μόνος από τους διάσημους σκηνοθέτες που ερωτεύτηκε την "Αταλάντη" ακαριαία, έγραψε κάποτε πως "αυτή η ταινία είναι αριστούργημα όχι λόγω της τραγικής ιστορίας του δημιουργού της ή της παράξενης γέννησής της αλλά επειδή με προζαϊκό λόγο και πράξεις επιτυγχάνει την ποίηση".
Και η μαγεία της Αταλάντης έγκειται εκεί ακριβώς: στο μεταίχμιο σιωπής και λόγου, στην τριβή του οικείου με το ανοίκειο, στην ανύψωση του καθημερινού σε εξαιρετικό. Οι μικρές δόσεις της ρουτίνας που σκοτώνουν το μυστήριο, οι ενοχλητικές συνήθειες και ό,τι προκαλλεί την -αναπόφευκτη μοιάζει να λέει ο Βιγκό- φθορά του έρωτα, μετατρέπονται σε εικόνες τολμηρές, που ακροβατούν μεταξύ ονείρου και φαντασίας. Ο ερωτισμός που αποπνέει το φιλμ, προκλητικός και θαρραλέος, κερδίζει και τον πιο άπιστο θεατή, φέρνοντας στον νου τα λόγια του Αντρέ Μπαζάν: "Ο Βιγκό τρελλαίνεται για τη σάρκα - τόσο που είναι σχεδόν άσεμνο".
Φαίδρα Βόκαλη
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Ο Τελευταίος Σταθμός
Στις αρχές της δεκαετίας του 1910, ο γερασμένος Λέον Τολστόι, ζωντανός θρύλος πλέον της ρωσικής λογοτεχνίας, βρίσκεται σ’ ένα μεγάλο δίλημμα. Να κληροδοτήσει τα πνευματικά δικαιώματα του έργου του, με μια νέα διαθήκη, στον ρωσικό λαό, όπως επίμονα τον συμβουλεύει ο έμπιστος οπαδός του και καθοδηγητής της τολστοϊκής κομμούνας Βλαντιμίρ Τσέρκτοφ; Ή μήπως να τα μεταβιβάσει στην οικογένειά του και δη στην κυκλοθυμική σύζυγό του Σοφία, η οποία προσπαθεί υστερικά να τον πείσει πως τα δικαιούται, ύστερα από 48 χρόνια γάμου και πολύτιμης βοήθειας (καθαρόγραψε, λέει, έξι φορές το «Πόλεμος και Ειρήνη» με το χέρι!);...
Η ταινία του Μάικλ Χόφμαν, σε δική του σεναριακή διασκευή από ένα βιβλίο του Τζέι Παρίνι πάνω στις τελευταίες μέρες ζωής του Τολστόι, περιγράφει τούτο τον πόλεμο νεύρων εντός και πέριξ της φαμίλιας μ’ έναν τρόπο μάλλον... τσεχοφικό, με το χιούμορ και την ελαφρότητα να συνυπάρχουν με το δράμα και τη μπουρζουάδικη ηθογραφία να προβάλλει ταυτόχρονα με τις ατομικές ιστορίες και τις χαρακτηρολογικές ιδιαιτερότητες. Το εγχείρημα έχει το ενδιαφέρον του, με τους προσεγμένους διάλογους και τις παθιασμένες ερμηνείες (ιδίως από την Ελεν Μίρεν) να το σηκώνουν μια σκάλα πάνω από τους τηλεοπτικούς τύπους.
Παρ’ όλα αυτά, δεν μπορεί παρά να νιώθεις μονίμως καθηλωμένος στη θέση του παρατηρητή (και καθόλου του συμμετόχου), μια και το όλο χρονικό ξετυλίγεται σχεδόν αποκλειστικά μέσα από το βλέμμα και την αντίληψη ενός έξω προσώπου, του άβγαλτου, νιόφερτου γραμματέα του Τολστόι, ο οποίος, αν και προσελήφθη για να ελέγχει τις εκρήξεις-σαμποτάζ της Σοφίας ενάντια στη νέα διαθήκη, βρίσκει τον εαυτό του όλο και πιο ευάλωτο μπροστά στον έρωτα του γερασμένου ζεύγους. Οι δοκιμασίες του, πλήρεις με τον διδακτισμό που προϋποθέτει κάθε δρομολογημένη ιστορία ενηλικίωσης, γίνονται σε τέτοιο βαθμό το θεματικό επίκεντρο του φιλμ, που σχεδόν ξεχνάς τελικά πως παρακολούθησες τον «τελευταίο σταθμό» της ζωής, της σκέψης και των συναισθημάτων ενός από τους σπουδαιότερους λογοτέχνες στην Ιστορία.
Με τις ερμηνείες τους, οι Ελεν Μίρεν και Κρίστοφερ Πλάμερ προτάθηκαν τόσο για Χρυσή Σφαίρα όσο και για Οσκαρ Α’ Γυναικείου και Β’ Ανδρικού ρόλου.
Ρόμπυ Εκσιέλ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Μια Οικογένεια ... Ψώνιο
Στην αγγλική γλώσσα, υπάρχει μια ευφυής παροιμία για τη διαρκή σύγκριση της οικονομικής κατάστασης κάποιου με τον γείτονά του, ως κριτήριο κοινωνικής καταξίωσης: "keeping up with the Joneses". Να μπορείς δηλαδή να έχεις αυτά που έχουν και οι Τζόουνζις, οι άνθρωποι που απαρτίζουν την τύποις τέλεια οικογένεια. Στην ταινία του Ντέρικ Μπορτ, αυτή η αμερικάνικη ονείρωξη αποκτά σάρκα και οστά και περιφέρεται ανά τη μεσοαστική Αμερική διαφημίζοντας ό,τι βάζει ο νους, μέσα από τα ?άβαταρ? των Ντεμί Μουρ και Ντέιβιντ Ντουκόβνι.
Βασισμένη σε μια πανέξυπνη ιδέα, η ταινία που έγραψε και σκηνοθέτησε ο Ντέρικ Μπορτ είναι το τέλειο παράδειγμα για το πώς ακόμη και τα καλύτερα συστατικά μπορούν -αν δεν αναμιχθούν σωστά- να δώσουν μια άνοστη συνταγή. Η καλύτερη μορφή guerilla μάρκετινγκ που έχει περάσει από τη μεγάλη οθόνη, δύο - πρώην σούπερ, νύν μίνι- σταρ και μια προσέγγιση καυστική απέναντι στο μετά-μεταμοντέρνα καταναλωτικό πρότυπο, θα μπορούσαν αν μη τι άλλο να εγγυηθούν απολαυστική δραματουργία και έξυπνους διαλόγους. Εδώ δυστυχώς, προκειμένου να πολιτικοποιηθεί η σάτιρα προς το ορθότερον αμβλύνονται οι γωνίες, χάνεται το νεύρο και μαζί του κάθε χαρακτηριστικό που ξεχωρίζει αυτή την ψευτο-κωμωδία ηθών από τις υπόλοιπες του σωρού.
Φαίδρα Βόκαλη
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Submarino
Το πάλαι ποτέ τρομερό παιδί του Δανέζικου κινηματογράφου, ο Τόμας Βίντερμπεργκ, επιστρέφει στη μεγάλη οθόνη μετά από τριετή απουσία, φιλοδοξώντας να μας ταρακουνήσει και πάλι με την ανηλεή του κατάδυση στην τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Φαίνεται όμως πως το, προ δωδεκαετίας πλέον, σοκ της "Οικογενειακής Γιορτής" δύσκολα μπορεί να επαναληφθεί.
Στο "Submarino" o Bίντερμπεργκ θυμάται πάλι την περιγραφική του ωμότητα και παρουσιάζει την παράλληλη πορεία δύο αδερφών, των οποίων η παιδική ηλικία έχει σημαδευτεί από ένα τραγικό γεγονός. Ενήλικοι πια, διάγουν βίους ημι-κατεστραμένους: ο ένας είναι ναρκομανής πατέρας, ο άλλος άρτι αποφυλακισθείς και η μεταξύ τους σχέση σχεδόν ανύπαρκτη. Και φυσικά, όταν τα πράγματα είναι κακά, υπάρχει πάντα περιθώριο να γίνουν χειρότερα.
Ωστόσο, η προσέγγιση του Βίντερμπεργκ αυτή τη φορά είναι μπολιασμένη με γερές ενέσεις ανθρωπισμού: παρόλη τη δυστυχία και τη μιζέρια, οι χαρακτήρες του "Submarino" αγαπάνε τη ζωή και γατζώνονται πάνω από την τελευταία ελπίδα που τους παρέχει. Δυστυχώς, αυτό δεν είναι αρκετό για να απογειώσει την ταινία ή να της δώσει την ποιότητα εκείνη που θα την κάνει να ξεχωρίσει από το σωρό τον ταινιών με τις δυνατές ερμηνείες, την καλή φωτογραφία και τον μέτριο συναισθηματικό αντίκτυπο.
Φαίδρα Βόκαλη
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Η Κυρία χωρίς τις Καμέλιες
Μερικά χρόνια πριν το αποφασιστικό βήμα της «Κραυγής» και το μεγάλο μπαμ της «Περιπέτειας», ο Μικελάντζελο Αντονιόνι κινείται στο πολύ πιο συμβατικό πεδίο του μελοδράματος, και μάλιστα με μια ιστορία που αναπαράγει το κλισέ της αναδυόμενης στάρλετ τη χρυσή εποχή της υπερπαραγωγικής ιταλικής σινε-βιομηχανίας.
Ισως επειδή οι κανόνες του παιχνιδιού τον περιορίζουν, ίσως πάλι επειδή δεν είχε πέσει ακόμα πάνω στη Μόνικα Βίτι, ο Αντονιόνι ακολουθεί την άνοδο και την πτώση της ηρωίδας του με συνέπεια, αλλά χωρίς τη χάρη των αντίστοιχων ταινιών ενός Μάνκιεβιτς («Η Ξυπόλητη Κόμισσα») ή ακόμα και του Βισκόντι («Μπελίσιμα», σε σενάριο επίσης του Σούσο Τσέκι Ντ’Αμίκο). Κι αν στο σύνολό της «Η Κυρία Χωρίς Καμέλιες» δεν είναι μία από τις μεγάλες ταινίες του σινεμά πάνω στο σινεμά ούτε ένα σπουδαίο γυναικείο πορτρέτο, περιέχει ολοφάνερα τα σπέρματα ενός ιδιαίτερου βλέμματος που περιμένει να απελευθερωθεί.
Πίσω από τη μαεστρικά γυρισμένη σκηνή ενός φιλιού στην ταινία-μέσα-στην-ταινία, από τα λεπτεπίλεπτα παιχνίδια με το ντεκόρ ή από τον τρόπο που για λίγα δευτερόλεπτα η αφιλόξενη για την ηρωίδα Τσινετσιτά προαναγγέλλει τα γυμνωμένα τοπία των αριστουργημάτων του, ο Αντονιόνι αφήνει διακριτικά τα ίχνη του. Οταν το έδαφος του μελό αποψιλωθεί, η Κλάρα Μάνι θα γίνει η αντονιονική ηρωίδα που θα περιπλανηθεί στη βραχονησίδα της «Περιπέτειας», στα νεκρά σοκάκια της «Εκλειψης» και στην «Κόκκινη Ερημο».
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΑΜΑΡΑΣ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Παραδεισένια Οστά
Η ταινία βασίζεται στο ομότιτλο best-seller της Άλις Σέμπολντ το οποίο έκανε μεγάλη αίσθηση με την κυκλοφορία του ειδικά για τον τρόπο με τον οποίο συνδυάζει το λόγο της ηρωίδας από τον ενδιάμεσο κόσμο στον οποίο βρίσκεται και παρακολουθεί την οικογένεια της, τους φίλους της και φυσικά τον δολοφόνο της με την εξιστόρηση των γεγονότων που συμβαίνουν στην καθημερινότητα τους και τις συνέπειες που έχει η δολοφονία της.
Και όσο μαγευτική είναι αυτή η επιλογή για ένα βιβλίο άλλο τόσο αλλόκοτη και δύσκολη φάνταζε η επιλογή του Πίτερ Τζάκσον να το μεταφέρει στην μεγάλη οθόνη. Το ερώτημα ήταν ευνόητο: Πώς θα καταφέρει να συνδυάσει αυτά τα δύο επίπεδα στην κινηματογραφική γλώσσα; Και αν η τεχνολογία για να πετύχει το αισθητικό επίπεδο ήταν πλέον δεδομένη (μην ξεχνάμε ότι αυτός κατάφερε την απίστευτα πιστή και λυρική μεταφορά του Άρχοντα των Δαχτυλιδιών), η ένωση του πραγματικού με τον μεταφυσικό κόσμο με το τρόπο που η συγγραφέας το καταφέρνει στο βιβλίο ήταν ακριβώς το αντίθετο. Φάνταζε αξεπέραστη.
Η ιστορία χρησιμοποιεί αυτό τον ενδιάμεσο κόσμο ως μέσο παρουσίασης της τραγικής ιστορίας του μικρού κοριτσιού η οποία δεν επηρεάζει τα γεγονότα, όπως έχουμε παρατηρήσει σε αλλά κοντινά λογοτεχνικά αλλά και κινηματογραφικά παραδείγματα. Αυτό είναι και ένα από τα ιδιαίτερα στοιχεία του βιβλίου που φυσικά ο Τζάκσον το διατηρεί. Αυτός ο ενδιάμεσος κόσμος είναι διαφορετικός για τον καθένα που βρίσκεται μέσα σε αυτόν και πλάθεται από τους δικούς του φόβους, εμπειρίες, επιθυμίες και εφιάλτες. Και σε αυτή την περίπτωση από την Σούζι Σάλμον.
Εκεί βλέπουμε την ομορφιά του εφηβικού της μυαλού, τα όνειρα της, αυτά που θέλει και δεν έζησε και είναι γεμάτο με συμβολισμούς από τη ζωή της. Και αν στο βιβλίο η ισορροπία ανάμεσα σε αυτό τον κόσμο και την πραγματικότητα είναι εύκολο να επιτευχθεί, στην ταινία αποδείχθηκε δύσκολο.
Σε αυτό το σημείο βρίσκονται και οι όποιες ενστάσεις και διαφωνίες έχουν ήδη ειπωθεί. Και δεν είναι λίγες. Ο άνισος καταμερισμός της χρήσης CGI σε σχέση με την ιστορία που διαδραματίζεται στη γη είναι για πολλούς το χαμένο στοίχημα του δημιουργού που τελευταία καταπιάνεται ίσως με τα πιο δύσκολα εγχειρήματα στην μεγάλη οθόνη. Και είναι ίσως αυτός ο λόγος που η ταινία πέρασε απαρατήρητη από πολλές κατηγορίες βραβείων.
Παρόλα αυτά οι δυνατότητες και το ταλέντο του σκηνοθέτη πάνω στη χρήση της κάμερας είναι κι εδώ φανερά. Επίσης οι ερμηνείες των Μαρκ Γουάλμπεργκ, Ρέιτσελ Βάις, και Σούζαν Σάραντον είναι αξιόλογες, με την μικρή Σάοϊρς Ρόναν όμως στο ρόλο της Σούζι και τον Στάνλεϊ Τούτσι στο ρόλο του δολοφόνου της να κλέβουν άνετα την παράσταση. Ο τελευταίος ήταν μάλιστα στην πεντάδα των όσκαρ για το βραβείο δεύτερου αντρικού. Είχε μπροστά του όμως τον ανεπανάληπτο Κρίστοφ Βαλτζ.
Η ταινία πάντως θα αποκτήσει τους θαυμαστές της όπως έχει ήδη αποκτήσει τους επικριτές της, ασχέτως αν έχουν διαβάσει ή όχι το βιβλίο της Άλις Σέμπολντ. Από την άλλη πλευρά, ένα είναι σίγουρο: Ότι κι αν πιστεύει κανείς για το τελικό αποτέλεσμα, τις εικόνες και την αίσθηση που ο σκηνοθέτης καταφέρνει να δημιουργήσει σε αυτόν τον περίεργο και ενδιάμεσο κόσμο δύσκολα τα ξεχνά.
Κωνσταντίνος Αϊβαλιώτης
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Εξομολογήσεις
Φέρτε στο μυαλό σας τις πιο άνευρες, ανεγκέφαλες και βαρετές χολιγουντιανές παραγωγές που έχετε δει στη ζωή σας. Υπάρχει μόνο ένα πράγμα στον κινηματογράφο χειρότερο από αυτές, και είναι οι ταινίες που έχουν για ήρωες τους δημιουργούς τους. Ο Κέβιν Σπέισι επαναλαμβάνει αυτή την ίδια ερμηνεία που νομίζω πια πως έχει καταλάβει την ίδια του την ύπαρξη μετά το "American Beauty", μουρμουρώντας με σοφιστικέ παραίτηση το δρόμο του μέσα από αυτή τη μουντή ταινία-μωσαϊκό, όρος που το χόλιγουντ μάλλον τελικά έχει παρεξηγήσει για "ταινία ανεξήγητων συμπτώσεων και γελοίων δραματουργικών αποφάσεων που συγχωρούνται επειδή κανένας χαρακτήρας δεν εμφανίζεται για πάνω από 20 λεπτά".
Το Shrink είναι το χείριστο δείγμα δημιουργίας από ανθρώπους που έχουν μάθει να ζουν και να αισθάνονται μέσα από τον απατηλό κόσμο της μεγάλης οθόνης και τον έχουν παρεξηγήσει για πραγματική ζωή, προβάλοντας την λανθασμένη αίσθηση σημαντικότητας που έχουν για τους εαυτούς τους πάνω στον Απλό Λαό (που, φυσικά, καταλαβαίνει τελικά το Μεγάλο και Ευγενές όραμά τους), αθωώνοντάς τους έτσι για τα πάντα. Η εγκληματική σοβαροφάνεια φτάνει στα άκρα χάρη σε ένα συνδυασμό εσωτερικολυρικής μουσικής και οριακά εκτός focus κουνημένων νυχτερινών δήθεν ποιητικών κάδρων, που σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο αναδεικνύουν συναίσθημα και ονειρισμό ακόμα και από τα πλέον πεζά πλάνα, αλλά εδώ απλώς εντείνουν την λάθος υπολογισμένη αίσθηση σημαντικότητας που έχει το φιλμ για τον εαυτό του.
Βασικά το όλο εγχείρημα μοιάζει με κάτι που θα προέκυπτε αν ο πιο ατάλαντος μαθητής του Ρόμπερτ Όλτμαν συναντούσε τον πιο ατάλαντο μαθητή του Μάικλ Μαν, κανείς εκ των δύο δεν είχε συναίσθηση της μηδενικής κατανόησης των όσων διδάχθηκαν, και μαζί ξεκινούσαν να κάνουν μια ταινία για τους εαυτούς τους που θα έλεγε τις μεγαλύτερες αλήθειες του κόσμου. (Όχι βεβαίως επειδή βουτά βαθιά και ανακαλύπτει, αλλά επειδή οι δημιουργοί είναι σημαντικότεροι από τον υπόλοιπο κόσμο, κατάλαβες;)
Το πατροναριστικό αποτέλεσμα, ιδιαίτερα στο τελευταίο εικοσάλεπτο των βιαστικών 'πιάσε σκούπα και σήκωσε το χαλί κορυφώσεων, είναι πιο ψεύτικο κι από τις γροθιές που αντάλασσαν ο Όπτιμους Πράιμ με τον Μέγκατρον. Τουλάχιστον εκείνοι δεν πίστευαν πως είναι αληθινοί.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Ο Κανόνας του Παιχνιδιού
Με όση ψυχραιμία μπορεί να διασφαλίζουν εβδομήντα ολόκληρα χρόνια, ο «Κανόνας Του Παιχνιδιού» παραμένει ολοκληρωτικά μια ταινία του μέλλοντος. Ενα μοντέρνο, αναρχικό και διαολεμένα απολαυστικό φιλμικό παιχνίδι που δεν ανήκε στο σινεμά όπως το γνώριζαν μέχρι τότε, στο σινεμά όπως το ξέρουμε σήμερα.
Γνήσιο τέκνο ενός ιδιοφυούς δημιουργού, ο οποίος αντιλαμβανόταν το σινεμά σαν μία πράξη ελαφρότητας που μπορεί να διαθέτει τόσο βάρος ώστε να αλλάξει συνειδήσεις, έμελλε να εξοργίσει, να απαγορευθεί, να κοπεί από τους λογοκριτές, να αναλυθεί όσο λίγες ταινίες στον εικοστό αιώνα, να αναγνωριστεί τελικά ως ένα από τα αδιαμφισβήτητα αριστουργήματα της έβδομης τέχνης. Το μόνο που δεν κατάφερε ποτέ είναι να γίνει αντιληπτό σε όλη την έκταση του, παραμένοντας ακόμη και σήμερα φυγαδευμένο σε εκείνη την παράλληλη διάσταση όπου κατοικούν οι ακατανόητες από την κοινή λογική ανθρώπινες πράξεις.
Κι όμως ο Ρενουάρ δεν έκανε τίποτα περισσότερο από το να αψηφήσει με το θράσος ενός μεγάλου ταλέντου κάθε υπαρκτό κινηματογραφικό κανόνα. Και για να το καταφέρει δημιούργησε μια ταινία-ναρκοπέδιο. Μια ωρολογιακή βόμβα που περιμένεις πως σε κάθε δευτερόλεπτο θα εκραγεί χωρίς αυτό να συμβαίνει ποτέ. Ενα ψηφιδωτό χαρακτήρων που κανείς τους δεν καταφέρνει ποτέ να γίνει πρωταγωνιστής. Μια σειρά απο βινιέτες που μοιάζουν βαρυσήμαντες και ασήμαντες την ίδια ακριβώς στιγμή. Μία από τις πιο καθαρές κινηματογραφικές κατασκευές στην ιστορία όπου ό,τι συμβαίνει σε πρώτο πλάνο περνάει σε δεύτερη μοίρα μπροστά σε αυτό που συμβαίνει στο φόντο, αποτέλεσμα μιας κάμερας που κινείται σε ένα τρισδιάστατο σύμπαν πριν ακόμη ο κινηματογράφος ευλογηθεί με στέντικαμς και λοιπά τεχνολογικά δεκανίκια.
Εδώ υπάρχει μόνο ο Ρενουάρ, το εντομολογικό βλέμμα του, η φιλοσοφική του καθαρότητα, η ανυποχώρητη διάθεση του να ενοχλήσει με την πιο ιδιοφυή σάτιρα που σκέφτηκε ποτέ ανθρώπινος νους για να περιγράψει την αγριότητα της ανθρώπινης φύσης. Ναι, η αλληγορία παραμένει κρυστάλλινη κατά της αριστοκρατίας που προτάσσει την ανοησία της σε μια Ευρώπη που θα ζήσει τη φρίκη ενός Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά τίποτα δεν μοιάζει πιο τρομακτικό μπροστά σε μια ταινία που 70 χρόνια μετά παραμένει τόσο επίκαιρη και αναγκαία.
ΜΑΝΩΛΗΣ ΚΡΑΝΑΚΗΣ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Σταυροδρόμια της Ζωής
Ένα εντυπωσιακό ξεκίνημα για τους δύο (συν)σκηνοθέτες αφού με την πρώτη τους δημιουργία κατάφεραν να φτάσουν μέχρι και τα Όσκαρ (υπ. για καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας). Και αν αυτό μπορεί πολλές φορές να μη σημαίνει τίποτα παραπάνω από καλές διασυνδέσεις, σε αυτή την περίπτωση σημαίνει σίγουρα μια πολύ καλή επιλογή και μια ακόμα σημαντική διάκριση για τους δημιουργούς αφού έχουν ήδη μαζέψει αρκετά βραβεία στα ανα το κόσμο φεστιβάλ. Χρυσή κάμερα και βραβείο ειδικής μνείας στο Φεστιβάλ Καννών, πρώτο βραβείο στη Θεσσαλονίκη, βραβείο πρωτοεμφανιζόμενων σκηνοθετών στο Λονδίνο και αρκετά ακόμα.
Η ταινία αναφέρεται σε μια δύσκολη και περίπλοκη πραγματικότητα αλλά ζώντας και οι δυο σκηνοθέτες στη περιοχή και προερχόμενοι από διαφορετικά στρατόπεδα (Παλαιστίνιος ο ένας-Ισραηλινός ο άλλος) είχαν τα στοιχεία εκείνα για να μας παραδώσουν μια σκληρή αλλά συγχρόνως πρωτότυπη αναπαράσταση της πραγματικότητας και όχι μια ακόμα ταινία για τα χρόνια προβλήματα των λαών μέσα από γενικότητες και προσπάθειες ισορροπιών.
Με πολλά πισωγυρίσματα στο χρόνο και γρήγορο μοντάζ, από τη καθεμία προσωπική ιστορία μέχρι τη γενική κορύφωση τους οι δημιουργοί ακουμπάνε με απρόσμενη ικανότητα όλες τις εκφάνσεις της οργισμένης και πολλές φορές αδιέξοδης καθημερινότητας.
Κ.Α.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Είναι Όλοι Τους Καλά
Ο Φρανκ, συνταξιούχος πια και ολομόναχος από τότε που πέθανε η επί 41 χρόνια σύζυγός του, ετοιμάζεται να συγκεντρώσει για γεύμα στο σπίτι τα τέσσερα παιδιά του, που το καθένα διάγει τον δικό του βίο σε διαφορετικά σημεία της Αμερικής. Οταν, όμως, ο ένας ακυρώνει μετά την άλλην -και ο μεγαλύτερος γιος, δι’ αντιπροσώπου- αποφασίζει να μαζέψει τα μπαγκάζια και τα φάρμακά του (πάσχει από κάποια πνευμονική ανεπάρκεια) και να κάνει αιφνιδιαστικές επισκέψεις στον καθένα χωριστά...
Εχει τις αρετές της η σπουδή οικογενειακών μυστικών - ψεμάτων και απολογισμών του Κερκ Τζόουνς στον τρόπο που αμερικανοποιεί το ομότιτλο, δακρύβρεχτο μελόδραμα του Ιταλού Τζουζέπε Τορνατόρε (1990). Είναι έξυπνη η ιδέα της παλιάς επαγγελματικής ιδιότητας του γηραιού ήρωα (επενδυτής τηλεφωνικών καλωδίων, αντί για απλός δημοσιοϋπάλληλος που ήταν ο Μαρτσέλο Μαστρογιάνι στο πρωτότυπο φιλμ), καίρια δηλωτική του θέματος της έλλειψης επικοινωνίας που πραγματεύεται η ιστορία, όπως και χαλαρός, σχεδόν ρουτινιάρικος, πάντως καθόλου κραυγαλέος ο τρόπος που «μπαίνουμε» και ξεναγούμαστε στο δράμα του Φρανκ, κάτι που πρωτίστως πρέπει να πιστώσουμε στη μετρημένη, χωρίς υπερβολές ερμηνεία του γίγαντα της υποκριτικής Ρόμπερτ Ντε Νίρο.
Εν τούτοις, ο στόμφος που απουσιάζει από τη σκηνοθετική και ερμηνευτική «εκφορά» δεν σημαίνει ότι λείπει κι από τις σεναριακές καταστάσεις, οι οποίες θέλουν τη ζωή του κάθε παιδιού του οικογενειάρχη βεβιασμένα περίπλοκη και προβληματική και την κορύφωση του δράματος βολικά ευτυχή και διδακτική. Δεν λέμε ότι δεν μας συγκίνησε το σύνολο, θα προτιμούσαμε, όμως, η αφαίρεση που επιχειρείται στο ύφος και στην παρουσίαση τούτου του οδοιπορικού να είχε πρώτα δουλευτεί στο περιττό σε λεπτομέρειες κείμενο.
Ρόμπυ Εκσιέλ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Υ.Γ.: Σ΄αγαπώ
Βγαίνεις πρώτο ραντεβού και πάτε οι δυο σας σινεμά. Έχετε μπροστά το πρόγραμμα των ταινιών. Το «P.S I love you» , είναι σίγουρα η πρώτη ταινία που θα διαλέξετε. Βασισμένο στο best seller μυθιστόρημα της Σεσίλια Άχερν περιέχει εύκολη συγκίνηση, ωραίους ηθοποιούς (Χίλαρι Σουάνκ, Τζέραλντ Μπάτλερ), έναν μεγάλο έρωτα, δακρύβρεχτο μελόδραμα, ρομαντική κομεντί χωρίς βία και δυσκολονόητο σενάριο.
Η Χόλι Κέννεντι είναι μια όμορφη κι έξυπνη Αμερικανίδα η οποία γνωρίζει τον Ιρλανδό Τζέρι, ερωτεύονται παντρεύονται και ζουν τη μελωδία της ευτυχίας παρ' όλο που η πεθερά δεν εγκρίνει. Ώσπου μια αρρώστια έρχεται να καταστρέψει όλα. Η διάγνωση του συζύγου λέει «όγκος στο κεφάλι» και ύστερα ήρθαν.. τα κλάματα. Εκείνος φεύγει από τη ζωή, αλλά εκείνη λαμβάνει απ’ αυτόν μυστηριώδη γράμματα τύπου «Δε σου ζητάω να με θυμάσαι. Όταν βγεις από τον πόνο σου από το θάνατο μου θα απελευθερωθείς κι εγώ θα είμαι πάντα μέσα στην καρδιά σου» και άλλα τέτοια παρόμοια για να απαλύνει τη θλίψη της και να συνεχίσει τη ζωή της όπως άλλοτε. Μια μεταφυσική κατάσταση δηλαδή παράλληλα με φλας μπακ με τις παλιές όμορφες στιγμές του ζευγαριού για να μη μας πάρει εντελώς από κάτω.
Ο Ρίτσαρντ Λαγκραβένιζ μετά την οσκαρική υποψηφιότητα του για το πολύ καλό σενάριο του «Βασιλιά της μοναξιάς», μάλλον έπαψε να δέχεται επισκέψεις από την έμπνευση κι απογοητεύει (έχοντας παρέα αυτή τη φορά τον Στίβεν Ρότζερς). Διπλά κιόλας αφού και στο κομμάτι της σκηνοθεσίας δεν εντυπωσιάζει καθόλου με κάποια συνηθισμένα ευρήματα.
P.S. Μακριά κι αγαπημένοι.
Κυριακή Παπαδοπούλου
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Εχει Ο Καιρός Γυρίσματα
Είναι αποτυχημένος σύζυγος, πατέρας και γιος. Η δουλειά του είναι να λέει τον καιρό στις τοπικές ειδήσεις. Περιμένει μια άσπρη μέρα...
Από την εποχή του «American Beauty», ένα μεγάλο κομμάτι της αμερικανικής -όχι ακριβώς- mainstream κινηματογραφίας εστιάζεται στους -όχι ακριβώς- losers του αμερικανικού ονείρου. Κάποιοι επιτυγχάνουν ευκρίνεια μέσα στις θολές διαχωριστικές γραμμές και γι αυτό συγκινούν: ο Σαμ Μέντες, ο Τζιμ Τζάρμους, ο Αλεξάντερ Πέιν. Κάποιοι άλλοι χάνουν στα σημεία.
Οι προθέσεις του Γκορ Βερμπίνσκι είναι καλές. Φαίνεται από τον τρόπο που δεν χαρίζεται στον ήρωά του, τον πετροβολάει με τα αποφάγια του καννιβαλιστικού τηλεοπτικού κοινού, το φλέγμα του ανικανοποίητου πατέρα του ή τα ωμά βλέμματα των παιδιών του. Τον ντύνει με τους γυρτούς ώμους και τη συρτή φωνή του Νίκολας Κέιτζ. Του δίνει για κόρη μία υπέρβαρη έφηβη που κανένας φωτισμός και κανένα σενάριο δεν πρόκειται να την μεταλλάξει σε επιτυχημένη καμπάνια ινστιτούτου. Δυστυχώς όμως το σενάριο αγωνιά να υπογραμμίσει τα προφανή και καταφεύγει στην υπερβολή: το γέλιο, το δάκρυ, η γκάφα και η τρυφερότητα στριμώχνονται σε κάθε ατάκα. Ηλιος και βροχή, ναι. Αλλά και χαλάζι και καύσωνας και ανατρεπτικό θαλασσινό αεράκι; Μάλλον το δελτίο αυτό είναι αναξιόπιστο...
ΠΟΛΥ ΛΥΚΟΥΡΓΟΥ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Οι Τρεις Ταφές Του Μελκιάδες Εστράδα
O φίλος ενός σκοτωμένου Μεξικανού αναγκάζει τον φονιά του να τον ακολουθήσει στο Μεξικό για να θάψουν το σώμα του.
Στην πραγματικότητα, οι κηδείες του Μελκιάδες Εστράδα μπορεί να είναι και περισσότερες από τρεις. Η απροσδόκητη όμως γέννηση που κρύβει η ταινία σίγουρα είναι μόνο μια: αυτή του Τόμι Λι Τζόουνς ως ώριμου δημιουργού πίσω από την κινηματογραφική κάμερα, Καίρια και, με τον σκληροτράχηλο τρόπο της, γοητευτική, η ταινία σε αναγκάζει να επιστρέψεις στην ανάμνησή της, παγιδευμένος από τη σκληρή όσο και ιδιότροπή ιστορία της. Μια ιστορία τόσο αφαιρετική ώστε να μοιάζει με παραβολή, κι όμως τόσο «ανοιχτή» σε νοήματα ώστε να αποκτά μια σχεδόν ποιητική δύναμη. Μια ιστορία, η οποία σίγουρα δεν εξαντλείται στην επιφάνειά της. Κι αυτό κάνει τη διαφορά.
Τα γεγονότα του σεναρίου μιλούν για μια πρώτη ταφή του άτυχου ήρωά της σε αμερικανικό έδαφος κι άλλη μια σε μεξικανικό, ενώ η τρίτη θα μπορούσε να αφορά τον τρόπο με τον οποίο η Αμερική αντιμετωπίζει τους ξένους της. Οπως όμως ήδη υπαινιχθήκαμε, το πράγμα δεν τελειώνει εκεί. Τόσο η υπόθεση όσο και μια υπόγεια μελαγχολία, που ποτίζει το υπέδαφος τούτης της ταινίας, κουβαλούν την κληρονομιά ενός Σαμ Πέκινπα.Το στόρι να παραπέμπει κατευθείαν στο παρακμιακό αριστούργημα του Πέκινπα «Φέρτε Μου Το Κεφάλι Του Αλφρέντο Γκαρσία». Ουσιαστικά αφορά τον θάνατο του μύθου της παλιάς Δύσης, μόνιμο θέμα του Πέκινπα. Μια λήθη που ο Εστράδα και οι δημιουργοί του έρχονται τιμητικά να διορθώσουν.
Οι δυο ήρωες είναι καουμπόι, μόνοι, δίχως πραγματικό σπίτι, αθώα πνεύματα μιας εποχής η οποία έχει περάσει ανεπιστρεπτί σε μια Αμερική που μοιάζει να έχασε τους μύθους της μαζί με το ρομαντισμό του παρελθόντος. Ο ήρωας του Τόμι Λι Τζόουνς δεν έχει τίποτα να χάσει, απλώς επειδή είναι ουσιαστικά ήδη νεκρός και ο ίδιος. Εχει όμως κάτι να δώσει, αφού πρώτα έχει εξαγνίσει και ξεγεννήσει συμβολικά την ψυχή -αθώα πια- του Αμερικανού φονιά με ένα ταξίδι σύρριζα στη σκιά του θανάτου. Σε μια φυγή στο «πουθενά» του Μεξικό, ο παλιός καουμπόι καταθέτει κρυφά την τελευταία επιλογή κι επιβεβαίωση της ύπαρξής του στον συνοδοιπόρο του, πριν εγκαταλείψει οριστικά το κινηματογραφικό κάδρο- μια ελεγειακή αλλά και βαθιά συναισθηματική κάθαρση καθόλου απρόοπτα προερχόμενη από την πένα του Μεξικανού (σεναριογράφου του «21 Γραμμάρια») Γκιγιέρμο Αριάγκα. Δική του όμως είναι και μια κάποια σχηματικότητα στις αντιπαραθέσεις, το... υποχρεωτικό θανατερό κλίμα κι η δεδομένη αποξένωση των ηρώων. Σοφά λοιπόν ο σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής Τζόουνς «γειώνει» την ψυχολογική ένταση του σεναρίου, με μια προσεκτική και μάλλον λιτή παρουσίαση μπροστά και πίσω από την κάμερα.Αρκεί αυτό;
Εξαρτάται από το τι περιμένεις κι από το τι επιτρέπεις να σε εκπλήσσει στο σημερινό σινεμά. Ο Μελκιάδες Εστράδα σωστά γεννήθηκε στην ψυχή και σωστά θα περιοριστεί στα σινεφίλ εδάφη του ασεβούς box office, πεπρωμένο μιας βραδυφλεγούς έκπληξης που όμως θα επιστρατεύει πιστούς ακόμη και στη Ζώνη Του Λυκόφωτος του DVD.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΕΛΗΟΛΑΝΗΣ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Εlizabethtown
Παταγωδώς αποτυχημένος νεαρός καταφθάνει στη γενέτειρα του άρτι πεθαμένου πατέρα του για να κανονίσει την κηδεία και(ξανα)βρίσκει το νόημα της ζωής.
Δεν είμαι από αυτούς που ενοχλούνται από την επίμονη αισιοδοξία του Κάμερον Κρόου. Αισθάνομαι ότι η... εμμονή του να βλέπει το ποτήρι πάντα μισογεμάτο είναι απολύτως ειλικρινής, ανεπιτήδευτη και αναπόσπαστο κομμάτι του χαρακτήρα του τόσο ως ανθρώπου (όπως διαπίστωσα πρόσφατα στη Βενετία), όσο και ως δημιουργού.
Εξάλλου, μέχρι τώρα, οι ήρωές του, ανεξάρτητα από τις όποιες αδυναμίες των ταινιών του (μετά το -αριστούργημά του- Τζέρι Μαγκουάιρ, τόσο το Σχεδόν Διάσημοι όσο και το Vanilla Sky φλυαρούσαν ασύστολα, ενώ σίγουρα δεν μπορούν να χαρακτηριστούν απόλυτα πετυχημένες ή ολοκληρωμένες ταινίες) κέρδιζαν το happy end τους. Ολοι τους λίγο ή πολύ έφταναν στο χείλος του γκρεμού, βίωναν μια απώλεια ή ένα ισχυρό σοκ και έβρισκαν τη δύναμη να ορθοποδήσουν, επαναπροσδιορίζοντας τη ζωή τους. Στο Elizabethtown, όμως, τίποτα δεν κερδίζεται. Ο Ντρου, έτσι όπως τον ενσαρκώνει μουδιασμένα και... μονοτονικά ο Ορλάντο Μπλουμ, είναι απλά τυχερός. Που γνώρισε την εκκεντρική αεροσυνοδό, η οποία δεν λέει να τον αφήσει σε ησυχία. Που επανασυνδέθηκε με τους θεοπάλαβους συγγενείς και συγχωριανούς του πατέρα του, οι οποίοι αντιμετωπίζουν την κηδεία ως αφορμή για γιορτές και πανηγύρια. Που ένα ατύχημα μετέτρεψε τα αθλητικά παπούτσια που σχεδίασε σε επιτυχία.
Μετά από 138 λεπτά ακατάπαυστης, όσο και αλλοπρόσαλλης αμπελοφιλοσοφίας, απίθανων καταστάσεων που δεν πείθουν στο ελάχιστο ούτε ως ρεαλιστικές, ούτε ως σουρεαλιστικές, συνεχείς, αδικαιολόγητες και άγαρμπες εναλλαγές ύφους (γλυκόπικρο υπαρξιακό δράμα αρχικά, κοινωνική σάτιρα στην πορεία, ρομαντική κομεντί περιστασιακά, νοσταλγικό road movie αργότερα και ούτω καθ εξής...) οι μικρές, ανεκτίμητες χαρές και η γυναίκα της ζωής του πέφτουν στην αγκαλιά του Ντρου ως μάννα εξ ουρανού. Σε ένα φιλμ που θέλει να τα πει όλα, αλλά δεν ξέρει να μιλήσει...
Ιωάννα Παπαγεωργίου
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Ολιβερ Τουίστ
O μικρός Ολιβερ Τουίστ κινδυνεύει ανάμεσα σε παρανόμους, αλλά σε βοήθειά του σπεύδει ένας ώριμος άντρας...
H ζωή του Ολιβερ Τουίστ δεν διαφέρει και πολύ από τα στερημένα χρόνια της ορφάνιας και της ανέχειας στο μεσοπόλεμο. Το έργο του Ντίκενς βρίσκει στα χέρια του κατεξοχήν δημιουργού του δαιμονικού μια ευφάνταστη ερμηνεία- όχι τόσο μια ακριβή αναπαράσταση. Προκαταλαμβάνω όσους υπεραπαιτητικούς οι οποίοι θα παραξενευτούν σε βαθμό απογοήτευσης από τον Ολιβερ Τουίστ, αρνούμενοι να εντοπίσουν τον Πολάνσκι σ' αυτήν την σκοτεινή και κλασικίζουσα εκδοχή. Οπως ο Μπρόουντι στον Πιανίστα, ο Ντεπ στην Ενατη Πύλη, ο Νίκολσον στο Τσάιναταουν, αλλά και ο ίδιος ο Πολάνσκι σε εμφανίσεις στις ταινίες του, ο πρωταγωνιστής αντιδρά στα χαστούκια της μοίρας και προσπαθεί να επιβιώσει ενάντια στην ειρωνική συνωμοσία δυνάμεων που τον ξεπερνούν. Ο μικρός, άφιλος Ολιβερ είναι η επιτομή του πολανσκικού θύματος.
Θυμίζοντας εικαστικά το Τες, ο Πολάνσκι επιλέγει νοσταλγικά χρώματα και ρεαλιστικές γραμμές με σωστό ρυθμό και μια συνεχή εναλλαγή ανάμεσα στο θυμό και τη συμπόνια. Είναι διακριτικό μεγάλου σκηνοθέτη να μοιράζεται τα δικά συναισθήματά του με τον θεατή, έστω και μέσω των λόγων ενός άλλου συγγραφέα. Στον Ολιβερ Τουίστ ο Ντίκενς ζωντανεύει χωρίς συμβιβασμούς και εξιδανικευμένη αθωότητα, έντονος για τα παιδιά αλλά συναρπαστικός και περιπετειώδης. Ο Φάγκιν, όπως τον συνέθεσε ο υπέροχος Μπεν Κίνγκσλεϊ, διατηρεί τα τρομακτικά χαρακτηριστικά, αλλά προσέθεσε τον ανθρώπινο πόνο στην αναμενόμενα σπαρακτική τελική σκηνή, η οποία σε κάθε ταινία του Πολάνσκι επιβεβαιώνει την κλιμάκωση και ενισχύει την ειρωνεία.
Θοδωρής Κoυτσογιαννόπουλος
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Miami Vice
Σκηνοθέτες του επιπέδου του Μαν υπάρχουν στην Αμερική δύο ακόμα: ο Φίντσερ κι ο Σκορσέζε. Η δεξιοτεχνία του Μαν, απόλυτος χολιγουντιανός ορισμός του «δημιουργού» που... λατρεύουν οι Ευρωπαίοι σινεφίλ, είναι τέτοια και τόση ώστε μοιραία κάνει τις ταινίες του αδιάφορες μόνο για τους κινηματογραφικά αδαείς. Κι αυτό ισχύει και για τη νέα του δουλειά, μια βλοσυρή μεταφορά των τηλεοπτικών «Σκληρών Του Μαϊάμι», των οποίων υπέγραφε την εκτέλεση παραγωγής. Αυτά είναι τα καλά νέα.
Τα συναρπαστικά όμως πλάνα του Μαν, με ήρωες αντάξιους του κλασικού αμερικανικού σινεμά (και ειδικά του γουέστερν), με μια υπόγεια μελαγχολία να τους απομακρύνει και να τους εξυψώνει από την καθημερινότητα, δύσκολα θα εκτιμηθούν στη διαχρονικότητά τους από τους βιαστικούς σινεφίλ. Και ένας τόσο μεγάλος σκηνοθέτης δύσκολα θα μπορούσε να γίνει εξίσου σημαντικός σεναριογράφος. Ακόμα, το Miami Vice δεν είναι η αυτόματα κλασική Εντασή του. Με τις macho πόζες τους σε ένα γυαλιστερά πλουτοκρατικό περιβάλλον αφηγηματικής τυποποίησης, οι Φάρελ και Φοξ δεν θα γίνουν ποτέ Ντε Νίρο και Πατσίνο.
Εξάλλου, με δεδομένη τη μεγαλειώδη οπτική του έμπνευση συν το πάθος του (και) με το... τεχνολογικό μέρος της σκηνοθεσίας, ο Μαν αδυνατεί να φτιάξει πλέον ταινία περιορισμένου προϋπολογισμού - όπως για παράδειγμα, τον αξεπέραστο Ανθρωποκυνηγό του, 20 χρόνια πριν. Ο Μαν μοιάζει δέσμιος του Χόλιγουντ όσο και το Χόλιγουντ μοιάζει δέσμιο της εκθαμβωτικής του εικονοποιίας.
Αυτά είναι τα κακά νέα. Οχι όμως στην πραγματικότητα τόσο κακά, δίπλα και κόντρα στην καταναλωτική αφέλεια που σκλαβώνει την αμερικανική βιομηχανία του θεάματος, με επιτυχίες που γίνονται σκόνη στη μνήμη 10 ή 20 χρόνια μετά - όταν μια άλλη σινεφίλ γενιά θα συγκλονίζεται από τα πλάνα και την αισθητική μιας ταινίας που συνέβη να λέγεται Miami Vice, ξεχνώντας την μπερδεμένη ιστορία ή τους σταρ-της-στιγμής πρωταγωνιστές της.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΕΛΗΟΛΑΝΗΣ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Δίδυμοι Πύργοι
O άλλοτε ανατρεπτικός Ολιβερ Στόουν τηλεμεταφέρεται από τις ταινίες καταγγελίας στο πλευρό του Αμερικανού προέδρου -γεγονός που θα εξέπλησσε περισσότερο χωρίς την αποτυχία του πρόσφατου Αλεξάνδρου του, την σύλληψή του για ναρκωτικά και τον καταναγκαστικό συντηρητισμό των σύγχρονων ΗΠΑ.
Οι Δίδυμοι Πύργοι, βλέπετε, μας λένε μια καλοσκηνοθετημένη ιστορία Αγιου Ανθρώπινου Ηρωισμού με σασπένς και φαινομενική προσπάθεια συγκράτησης. Κι όμως, συγχρόνως φροντίζουν να νιώσουμε στο στομάχι μας ότι η εκδίκηση επιβάλλεται, όπως εξάλλου το διευκρινίζει και ο ευγενής πεζοναύτης ήρωας στο φινάλε (μια μόνο εκδοχή της... υπόγειας προπαγανδιστικής διάθεσης των Πύργων).
Ωστόσο, η αγωνία και το πάθος της πλοκής κρύβουν και μια μεγάλη αμηχανία: τόσο σύντομα μετά τις 11/9, τα γεγονότα δημιουργούν μια παγιωμένη ατμόσφαιρα από την οποία αδυνατεί να ξεφύγει μια τέτοιου θέματος mainstream αμερικανική ταινία. Οι «απλοί άνθρωποι» παίρνουν ηρωικές διαστάσεις κι η «προσήλωση στο Μεγάλο Καλό» (πατρίς, θρησκεία, οικογένεια) διαστάσεις ουρανοξύστη, καταπλακώνοντας το σενάριο κάτω από μια τσιμεντόπλακα ιστορικής αφασίας. Το ισοπεδωμένο μελόδραμα που απομένει παραπατάει για λίγο, ζαλισμένο μεταξύ των άγριων γεγονότων και της γλυκιάς μυθοπλασίας, πριν πέσει θεαματικά κι εξαφανιστεί στο κενό ανάμεσά τους.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΕΛΗΟΛΑΝΗΣ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Εγχειρίδιο Αναγνώρισης Αγίων
Πολλές ιστορίες αντίξοης ενηλικίωσης σε μεγάλη πόλη μας έχει διηγηθεί το σινεμά. Τόσες πολλές, μάλιστα, που θα μπορούσαν να συνθέσουν ένα ολόκληρο κινηματογραφικό είδος. Τον δρόμο που προηγουμένως πέρασε ο Σκορσέζε, ο Λάρι Κλαρκ και πολλοί άλλοι επιχειρεί τώρα να περπατήσει ο Ντίτο Μοντιέλ στο αξιέπαινο πρώτο φιλμ του. Μόνο που οι δρόμοι τους οποίους διασχίζει ο σκηνοθέτης δεν έχουν βγει από το σενάριο κάποιας ταινίας, αλλά από την ίδια του τη ζωή. Οι φτωχογειτονιές της νεοϋορκέζικης Αστόρια, οι ανήλικοι μικροκακοποιοί, τα αδιέξοδα μιας οριοθετημένης κοινωνικά πραγματικότητας, οι απρόσμενες μικρές τραγωδίες, το ουτοπικό όνειρο της φυγής αποτελούν υπαρκτά βιώματα της εφηβείας του - όπως μπόρεσε να τα χωρέσει σε ένα αυτοβιογραφικό βιβλίο, που υποψιάζομαι πως πρέπει να ήταν εξίσου επώδυνο μα και καθαρτήριο με την ίδια την ταινία.
Τίποτα στο δυνατό ντεμπούτο του Μοντιέλ δεν φαίνεται ψεύτικο. Ολόκληρο το φιλμ μοιάζει να ιδρώνει με τους ήρωές του, να αναπνέει πλάι τους τον αέρα των πιο υποβαθμισμένων συνοικιών της αμερικανικής μητρόπολης, να κυνηγά πρόσωπα και βλέμματα, να αγναντεύει μαζί τους το μέλλον από το παράθυρο κάποιου ασφυκτικού διαμερίσματος. Ως συνέπεια αυτών, ο σκηνοθέτης αντιλαμβάνεται την ταινία του όχι αφηγηματικά, αλλά συναισθηματικά. Τον ενδιαφέρει να συλλάβει φευγαλέες στιγμές μέσα στον χρόνο, κομμάτια από εικόνες και ήχους που χάθηκαν στο παρελθόν, συγκεντρώνοντάς τα όλα σε ένα υπαρξιακό μωσαϊκό που αγωνίζεται να ξεχυθεί ολοζώντανο από την οθόνη. Τα καταφέρνει, υπερβαίνοντας κάποιες δομικές επιπολαιότητες, για να φτάσει ως εσένα και να καταγραφεί μέσα σου ως μια εμπειρία. Ενας μικρός κόμπος στο λαιμό. Ενα σύντομο καρδιοχτύπι...
ΛΟΥΚΑΣ ΚΑΤΣΙΚΑΣ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Αντίο Φάλκενμπεργκ
Δεν είναι τυχαίο ότι το ντεμπούτο του Γιέσπερ Γκάνσλαντ ξεκίνησε στα καθοριστικά πρώτα του βήματα σαν ένα παιχνίδι μεταξύ μιας παρέας, πριν βεβαίως καταλήξει σε μία από τις πιο υποσχόμενες πρώτες ταινίες της φετινής χρονιάς.
Φτιαγμένο από κομμάτια αναμνήσεων και από θραύσματα διαλόγων, το Αντίο Φάλκενμπεργκ μοιάζει με ένα παζλ τα οποίο πρέπει να συμπληρωθεί πριν τελειώσει ο προκαθορισμένος χρόνος που έχουν ορίσει οι παίκτες. Αποφασισμένοι να είναι αυτή η καθοριστική στιγμή κατά την οποία θα έχουν αποχαιρετίσει την εφηβεία και μαζί τη μικρή επαρχιακή φυλακή της γενέτειράς τους, στρέφοντας οριστικά το βλέμμα τους προς τον «μεγάλο κόσμο».
Οσο η εικόνα ολοκληρώνεται και η αναμονή γίνεται ένα με τον τρόμο μπροστά στην επερχόμενη «αλλαγή», ο χρόνος δείχνει να έχει σταματήσει τόσο όσο αρκεί για να φυλάξεις για πάντα μέσα σου όσα θα αναγκαστείς πολύ σύντομα να αποχωριστείς. Τις βόλτες στο ποτάμι, το ημερολόγιο του Ντέιβιντ, τα μαγευτικά απογεύματα λίγο πριν πέσει το βράδυ, τις πολυμήχανες ιδέες του Γιόργκεν για το πώς θα καταφέρει να «πιάσει την καλή»...
Ολα όσα καταγράφει η κάμερα του Γκάνσλαντ, κινούμενη στους ίδιους νωχελικούς ρυθμούς στους οποίους μοιάζει να ζει το παραδεισένιο Φάλκενμπεργκ, υπνωτισμένη λες από την αδράνεια της ξέγνοιαστης παρέας που τη μία στιγμή θέλει να μείνει για πάντα ξαπλωμένη κάτω από τον ήλιο και την άλλη θέλει να αποδράσει προς τα εκεί όπου πιστεύουν ότι ξεδιπλώνεται πραγματικά η ζωή. Παγιδευμένη για λίγο ακόμη σε ένα σχεδόν ονειρικό σύμπαν το οποίο καίγεται από το δυνατό φως του ήλιου και κινηματογραφημένη σαν μία αναμνηστική φωτογραφία που κάποια στιγμή αναπόφευκτα θα συναντήσεις σε κάποιο συρτάρι. Και όταν συμβεί να τη βρεις και να την κοιτάξεις, θα ευχηθείς να ήσουν ικανός να επιστρέψεις πίσω. Εστω μόνο και για λίγο...
ΜΑΝΩΛΗΣ ΚΡΑΝΑΚΗΣ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Ώρες Κοινής Ησυχίας
Οι ώρες κοινής ησυχίας διαταρράσονται από απρόβλεπτους παράγοντες. Οπως από έναν συναγερμό που χτυπά ασταμάτητα, προειδοποιώντας για έναν κίνδυνο. Ή από τις φωνές των κατοίκων μιας πυκνοκατοικημένης γειτονιάς που ξαγρυπνούν, πνιγμένοι στα αδιέξοδά τους.
Η Λουκία και η Νίκη, φερ ειπείν, είναι δύο αδελφές που έχουν άλυτες διαφορές (ίσως γιατί επιθυμούν το ίδιο αγόρι;). Η γιαγιά του διπλανού διαμερίσματος πέφτει θύμα ληστείας δύο νεαρών. Η Χριστίνα διατηρεί σχέση με έναν παντρεμένο γιατρό. Ο Φάνης, ξεπεσμένος ηθοποιός, έχει μια κυκλοθυμική σχέση με τον μικρότερό του Μάριο. Ο Αντρέας, ταξιτζής, διεκδικεί τη γυναίκα του που τον έχει παρατήσει. Ολοι συμμετέχουν σε ένα κουβάρι σχέσεων που διεκδικούν λύση. Κορύφωση. Πλήρωση.
Η μοναξιά των ανικανοποίητων ενστίκτων και επιθυμιών των σύγχρονων μικροαστών διατρέχει την τρίτη ταινία της Κατερίνας (Ιαγουάρος, Θα Το Μετανιώσεις) Ευαγγελάκου. Η σκηνοθέτις κουμαντάρει με μαεστρία τους ηθοποιούς της (εξ ου και το Κρατικό Βραβείο 2ου Αντρικού για τον Στέργιογλου) και πραγματεύεται τις σχέσεις των χαρακτήρων της σε έναν κοινό άξονα. Δεν πετυχαίνει όμως, πάντα, την επιθυμητή ολοκλήρωση και ανάδειξή τους. Κάποιες ιστορίες απομένουν ανολοκλήρωτες, ίσως όπως συμβαίνει στην ίδια την ζωή - αφήνοντας όμως τη γεύση μιας πολλά υποσχόμενης ιδέας, που τελικά δεν έδωσε όλους τους αναμενόμενους καρπούς της.
ΑΝΤΑ ΔΑΛΙΑΚΑ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
L' Eclisse
Σε μια εποχή η οποία έχει αγκαλιάσει πλέον σφόδρα το μεταμοντερνισμό, δεν υπάρχει καλύτερη άσκηση από το να ξανασκεφτεί κανείς και να κάνει τις συγκρίσεις με μια άλλη, εκείνη κατά την οποία το σινεμά έμπαινε και επίσημα πλέον στη μοντέρνα του περίοδο, εκεί στις αρχές της δεκαετίας του 60. Η Εκλειψη αποτελεί ένα εμβληματικό στιγμιότυπό της, καθώς δεν πρόκειται μόνο για την ταινία που ολοκλήρωνε την «τριλογία της αποξένωσης» του Αντονιόνι, αλλά κυρίως γι αυτή που σηματοδοτούσε τόσο χαρακτηριστικά την οριστική ανατροπή τής ως τότε κινηματογραφικής γλώσσας και φόρμας. Κατά τη γνώμη μας μάλιστα, χωρίς να έχει βρει σοβαρό αντικαταστάτη ως σήμερα.
Ο Αντονιόνι ξεκίνησε εδώ από ένα απλό ρομάντζο, κινηματογραφώντας το όχι μέσα από αυτά που λέγονται, αλλά μέσα από αυτά που δείχνονται ή μένουν εκτός κάδρου. Χωρίς ποτέ να παύει να είναι βαθιά ανθρώπινος, κατέστησε κυρίαρχη τη mise en scene, ενσωματώνοντας ακόμη και τους ηθοποιούς σε αυτήν. Η Εκλειψη, σκάβοντας βαθιά στις λεπτομέρειες της άδειας ζωής των ηρώων της, αποτυπώνει σχεδόν μεταφυσικά το νέο μεταβιομηχανικό αστικό τοπίο, τα αποστειρωμένα μοντέρνα διαμερίσματα, τα βουβά προάστια, τους θορυβώδεις χώρους του χρηματιστηρίου όπου πια χτυπά η καρδιά του σύγχρονου κόσμου. Μέσα σε αυτό το παγερό περιβάλλον αναδύεται το αιώνιο θέμα του μεγάλου δημιουργού, η «αρρώστια του έρωτα» ή η απουσία της και η εκπόρθησή της από τη μοναχικότητα. Ολα αυτά συμπυκνωμένα σε ένα φινάλε που όμοιό του δεν θα βρείτε στο σινεμά, καθώς ο Αντονιόνι αδειάζει το κάδρο του από την ανθρώπινη παρουσία, κινηματογραφώντας ένα αλησμόνητο χαμένο ραντεβού. Με τα λόγια του Τζον Κέιλ «η Ανταρκτική αρχίζει εδώ», καθώς η θερμοκρασία πέφτει, όπως συμβαίνει σε μια έκλειψη ηλίου...
ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΑΔΑΜΙΔΗΣ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Superman: Η Επιστροφή
O Σούπερμαν του Μπράιαν Σίνγκερ δεν είναι ο Σούπερμαν της DC Comics. Ούτε ο Σούπερμαν του Ρίτσαρντ Ντόνερ. Ούτε ο Σούπερμαν του Κρίστοφερ Ριβ. Ο Σούπερμαν του Μπράιαν Σίνγκερ είναι ένας καινούργιος ήρωας. Και στην πραγματικότητα είναι Ο ΗΡΩΑΣ. Σε αντίθεση με κάθε ισχυρό ανταγωνιστή του, ο Σούπερμαν δεν έχει σπίτι ούτε οικογένεια ούτε σχεδόν... όνομα και, κυρίως, δεν έχει σκοτεινή πλευρά. Μόνιμος κάτοικος του ουρανού (μέσα και έξω από την ατμόσφαιρα της Γης) ξέρει ακριβώς ποιος είναι και ποια ακριβώς είναι η αποστολή του. Γι αυτό είναι και ο πιο μοναχικός, ο πιο σιωπηλός, ο πιο μελαγχολικός. Βρίσκεται στη Γη (ένας εξωγήινος χωρίς πλανήτη) μόνο για να την προστατεύσει. Χωρίς τον κίνδυνο δεν υπάρχει. Είναι ένας κύριος Κεντ, που κανείς δεν του δίνει σημασία, κανείς δεν μπορεί να τον αγαπήσει και κυρίως κανείς δεν μπορεί να καταλάβει ότι είναι ο Σούπερμαν. Και φυσικά είναι ο μόνος που δεν φοράει μάσκα (η μάσκα του είναι ο Κλαρκ Κεντ), γιατί δεν έχει τίποτα να κρύψει πέρα από τη βαθιά του θλίψη για το χρέος που φέρει εις βάρος κάθε θνητής του επιθυμίας.
Ξεπερνώντας με ευκολία σούπερ - ήρωα κάθε πιθανή σύνδεση με τη μυθική πρώτη ταινία του Ντόνερ (αφήνοντας μόνο τους πανομοιότυπους τίτλους, το βασικό μουσικό θέμα του Τζον Γουίλιαμς και τη φωνή του Τζορ Ελ Μάρλον Μπράντο ως vintage αναφορές), ο Σίνγκερ κρατάει την κάμερα καρφωμένη πάνω στον αποκαλυπτικό Μπράντον Ράουθ και διεκπεραιώνοντας χορταστικά τις σκηνές δράσης, απομακρύνεται συχνά από το κέντρο βάρους ενός κατ επιταγή blockbuster για να σώσει με τη σειρά του τον Σούπερμαν. Μέσα από το καταραμένο love story του με την Λόις Λέιν (και πίσω από το οικογενειακό δράμα που θα ανατρέψει τα δεδομένα), ο Σούπερμαν είναι για τον Σίνγκερ (όπως ακριβώς και οι X-Men) ένας «ξένος» σε αναζήτηση πατρίδας.
Η αγριότητα με την οποία οι μπράβοι του Λεξ Λούθορ τον τραυματίζουν (σε μία σκηνή που μόνο από «λάθος» θα επιβίωνε σε μία ταινία 250 εκατομμυρίων δολαρίων), πριν ο ίδιος ο Λούθορ τον «σκοτώσει», επιβεβαιώνει την υποψία που από την αρχή της ταινίας αρχίζει να εισβάλλει διακριτικά στο μυαλό ακόμα και του πιο ανυποψίαστου θεατή. Ο Σίνγκερ αγαπάει τον σούπερ ήρωά του περισσότερο από την ίδια την ταινία, αφήνοντας αξιοπρεπώς ξεκρέμαστους τόσο τον Λούθορ του Σπέισι (απολαυστικός, αν και χωρίς ίχνος βάθους) όσο και το σύμπαν της «Daily Ρlanet» αποσπασματικά ακόμη και την ίδια τη Λόις Λέιν (εξαρχής η Κέιτ Μπόσγουορθ δεν ήταν και η καλύτερη επιλογή). Φτάνει στο σημείο να τραβάει τη δράση σε μάκρος μόνο για να δώσει στον Σούπερμαν την ευκαιρία να μείνει μόνος (στις ωραιότερες σκηνές της ταινίας), ένα ιπτάμενο αντικείμενο αγνώστου ταυτότητας που ταξιδεύει στο διάστημα, αφουγκραζόμενο τις κραυγές των θνητών, ένας μοναχικός ταξιδιώτης του χρόνου, του χώρου και της Ιστορίας.
Ενα θαύμα της φύσης καταδικασμένο να είναι ατελές. Ακριβώς όπως και αυτή η Επιστροφή, που σηματοδοτεί μια νέα εποχή ταινιών δράσης. Ταινιών φτιαγμένων από σκηνοθέτες - δημιουργούς, οι οποίοι αναλαμβάνουν εξ ολοκλήρου την ευθύνη της ανατροπής μύθων της ποπ κουλτούρας που κάποιοι καταδικάζουν πριν ακόμη την εναρκτήρια σκηνή...
ΜΑΝΩΛΗΣ ΚΡΑΝΑΚΗΣ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Walk The Line
O έρωτας του Τζόνι Κας και της Τζουν Κάρτερ γίνεται σανίδα σωτηρίας και πηγή έμπνευσης για τον θρύλο της μουσικής.
Επικίνδυνη αποστολή η κινηματογραφική βιογραφία. Οι περισσότεροι, στην προσπάθεια να μείνουν πιστοί στα γεγονότα ζωής του ήρωά τους, αδυνατούν να συλλάβουν το πνεύμα, το χαρακτήρα ή τα δημιουργικά του κίνητρα. Φτιάχνουν ακαδημαϊκά φιλμ - αγιογραφίες που θέλουν να τα πουν όλα, αλλά τελικά δεν λένε τίποτα (Ray). Αντίθετα, οι λιγοστοί τολμηροί που ρίχνουν φως σε μια μόνο πτυχή ή περίοδο ύπαρξης του πρωταγωνιστή τους, τα καταφέρνουν σαφώς καλύτερα (κορυφαίο του είδους το Αμαντέους του Μίλος Φόρμαν).
Προσεγγίζοντας τον θρυλικό «Αντρα Με Τα Μαύρα», ο Μάνγκολντ ακολουθεί τη μέση οδό- ανάμεσα στα παραπάνω άκρα. Η απόφαση να επικεντρώσει το ενδιαφέρον του στη ταραχώδη σχέση του Κας με τη συναδέλφό του Κάρτερ εξανθρωπίζει καταλυτικά τους χαρακτήρες του δράματός του. Ολοι τους έχουν βιώσει ή βιώνουν κάποιας μορφής απώλεια, εκφράζουν τον πόνο με διαφορετικό ο καθένας τρόπο και αναζητούν λυσσαλέα την αποδοχή. Η φήμη, ως υποκατάστατο, τους παραπλανεί. Μόνο αν έχουν τη τύχη να συναντήσουν την αληθινή αγάπη και την αναγνωρίσουν ίσως σωθούν... Ερμηνευμένοι από τον ορμητικά σκοτεινό Φίνιξ, που ακροβατεί διαρκώς ανάμεσα στο πληγωμένο παιδί και τον ανεκπλήρωτο άντρα και την απρόσκοπτα φωτεινή Γουίδερσπουν, που αποπνέει ευφυϊα, αλλά και βουβή μελαγχολία, ο Τζόνι και η Τζουν, ευαίσθητοι όσο λίγοι, αλλά ατελείς όσο όλοι, ζουν ανάμεσά μας. Κι αυτό είναι αρκετό για όσους πεθύμησαν μια -τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο- καλοφτιαγμένη ερωτική ιστορία που να αναπνέει στον πραγματικό κόσμο, αλλά μάλλον θα απογοητεύσει όσους επιθυμούσαν μια εμπνευσμένη ανάλυση του μουσικού φαινομένου που άκουγε στο όνομα Τζόνι Κας.
ΙΩΑΝΝΑ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Καλά Χριστούγεννα
H Χριστουγεννιάτικη ανακωχή αντίπαλων στρατευμάτων Βρετανών, Γάλλων και Γερμανών σε πεδίο μάχης στον Α Παγκόσμιο Πόλεμο.
Μια πολεμική ταινία εποχής μετατρέπεται σε μια παράξενη ιστορία αδελφοποίησης, όπου Σκοτσέζοι, Γάλλοι και Γερμανοί στρατιώτες συμφιλιώνονται την παραμονή των Χριστουγέννων. Οταν η μαγική στιγμή περάσει, οι παρόντες αρνούνται να συνεχίσουν τον πόλεμο, προτιμούν να θάψουν τους νεκρούς τους και να... παίξουν ποδόσφαιρο. Μόνο που οι ανώτεροί τους θεωρούν την ανακωχή πράξη προδοσίας κι ο πόλεμος τους προσπερνά κι αναπόφευκτα συνεχίζεται. Αν η ταινία μοιάζει υπερβολικά συναισθηματική, ίσως και στα όρια του μελοδράματος, τότε μάλλον αδικείται, καθώς βασίζεται πιστά σε αληθινά γεγονότα που παρέμειναν άγνωστα επί δεκαετίες. Συνεπώς, ο τυχόν «συναισθηματικός εκβιασμός» βαραίνει μάλλον την Ιστορία παρά το έργο του Καριόν και τα αληθινά ημερολόγια, γράμματα και μαρτυρίες των στρατιωτών που έζησαν τα γεγονότα επιβεβαιώνουν σχεδόν κάθε σκηνή της.
Ο Βρετανός Μέρντοκ Μ. Γουντ, συμμετέχοντας στην ανεπανάληπτη ανακωχή, συνόψισε το νόημα της γενικά αξιόλογης αντιπολεμικής ταινίας: «Το κάναμε και πιστεύω ακράδαντα, πως, αν είχαμε μείνει μόνοι, δεν θα ξανάπεφτε ποτέ άλλος πυροβολισμός».
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΝΔΡΕΑΚΟΥ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Άγγελοι Εξολοθρευτές
Ο Φρανσουά είναι ένας arthouse σκηνοθέτης, που αποφασίζει να γυρίσει μία ταινία για τους ανεξερεύνητους πόθους των γυναικών και την κατάρριψη των όποιων σεξουαλικών ταμπού τους. Καθώς επιθυμεί να προβάλει στο πανί τις φαντασιώσεις των ίδιων των γυναικών και όχι τις δικές τους κρυφές επιθυμίες, δίνει στις πρωταγωνίστριές του την ελευθερία να αυτοσχεδιάσουν, να πειραματιστούν και να «ανακαλύψουν» έτσι το σενάριο της ταινίας. Το εγχείρημά του, ωστόσο, είναι καταδικασμένο από την αρχή, καθώς δύο «Άγγελοι Εξολοθρευτές» καραδοκούν τον τολμηρό voyeur και κινούν τα εκδικητικά τους νήματα για την καταστροφή του.
Εντάξει. Ας δεχτούμε ότι ο Ζαν Κλωντ Μπρισό είχε τις καλύτερες των προθέσεων γυρίζοντας τη συγκεκριμένη ταινία. Ας παραβλέψουμε τη φαλλοκρατική ματιά του δημιουργού σε ένα έργο που υποτίθεται ότι εξερευνά τη γυναικεία σεξουαλικότητα. Ας αφήσουμε στην άκρη τα τραγικά, δήθεν σουρεαλιστικά voice-over, που δεν προσθέτουν τίποτα στο φιλμ. Ας εξετάσουμε καλοπροαίρετα και την προσποιητά αφελή, σε σημείο εκνευρισμού, ερμηνεία του Φρεντερίκ Βαν ντεν Ντρίσε. Πώς μπορούμε όμως να αγνοήσουμε το δάνειο του τίτλου από την πλέον γνωστή και προσιτή ταινία του τέρατος Bunuel;
Οι εκδοχές είναι δύο: Είτε ο Μπρισό έχει πολύ μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του είτε θέλησε να φτιάξει μια παρωδία, μια σάτιρα για τους φιλόδοξους δημιουργούς που φλερτάρουν συνεχώς με την αποτυχία.
Σε κάθε περίπτωση, δεν καταφέρνει να μας πείσει. Οι «Άγγελοι Εξολοθρευτές» προκαλούν με τις ερωτικές τους σκηνές χωρίς να διαθέτουν ερωτισμό και καταλήγουν σε ένα ηδονοβλεπτικό παιχνίδι χωρίς ουσία. Στην προσπάθειά του να φτάσει στον πυρήνα, ο Μπρισό έπεσε στην ίδια παγίδα με τον ήρωά του, μένοντας έτσι στην καλογυαλισμένη επιφάνεια.
ΦΑΙΔΡΑ ΒΟΚΑΛΗ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Περσόνα
Η πιο μοντέρνα και περιπετειώδης στιλιστικά δημιουργία του Σουηδού σκηνοθέτη παραμένει, εκτός των άλλων, και ένα υπέροχο αίνιγμα. Σχεδόν τίποτα σε αυτήν δεν είναι απολύτως σαφές και τίποτα δεν παραδίδεται αμαχητί στο κοινό της.
Ποια ιστορία εξετάζουμε, για παράδειγμα, της θεατρίνας ή της νοσοκόμας της; Ποιο μέρος του φιλμ ενδέχεται να αποτελεί αποκύημα της φαντασίας; Και πώς ερμηνεύει κανείς αυτή την άκρως κυκλοθυμική συνύπαρξη των δυο γυναικών; Ως σπουδή πάνω στο ανθρώπινο δισυπόστατο; Ως ανατομία της βαμπιρικής εξάρτησης που κρύβει μέσα της κάθε σχέση; Ως σύγκρουση του εαυτού με το υποσυνείδητο;
Υπαρξιακό δράμα και ψυχαναλυτικός εφιάλτης μαζί, η «Περσόνα» είναι ουσιαστικά μια ταινία πάνω στο φόβο. Φόβο της μοναξιάς, της αδυναμίας για επαφή και επικοινωνία, του θανάτου, όλων εκείνων των πραγμάτων από τα οποία δε μπορούμε να ξεφύγουμε.
Ο Μπέργκμαν εκφράζει, όμως, εδώ και μια πιο προσωπική του αγωνία: αυτή του καλλιτέχνη που συνειδητοποιεί άξαφνα πως οι λέξεις, οι σημασίες, οι εικόνες δεν αρκούν για να μας προστατεύσουν από τους τρόμους, οι οποίοι καραδοκούν σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο και αρπακτικό σημερινό κόσμο. Το φιλμ του είναι η παραδοχή της σιωπής όταν ελάχιστα πλέον μένουν ή χρειάζεται να ειπωθούν.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Απέραντο Γαλάζιο
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Thank You For Smoking
Αχαρη δουλειά να (κάνεις πως) υπερασπίζεσαι και να προωθείς κάτι το ηθικά αστήριχτο, πόσο μάλλον χωρίς να χάνεις την ψυχραιμία, την αυτοπεποίθηση και τελικά τη συνείδησή σου.
Οπως και να ‘χει, όμως, δουλειά είναι, και κάποιος πρέπει να την κάνει. Στην περίπτωση της καίριας επιθετικής σάτιρας του Τζέισον Ράιτμαν (ο γιος του Αϊβαν), ο κατ’ επάγγελμα προπαγανδιστής είναι ο Νικ Νέιλορ και δουλειά του να προστατεύσει την ημερήσια παραγωγική διάταξη των καπνοβιομηχάνων από αντίπαλα συμφέροντα.
Πολύ γρήγορα και ρυθμικά, στο πρώτο κιόλας δεκάλεπτο αυτής της συντομότατης σε διάρκεια αλλά μασίφ σε περιεχόμενο κωμωδίας διαχρονικών καπιταλιστικών ηθών, θα αντιληφθούμε ότι ουδείς από εκείνους που συναναστρέφονται ή πολεμούν τον Νικ δεν είναι αθώος. Σε κανέναν δεν επιτρέπει σταγόνα μακαριότητας το σενάριο του Ράιτμαν (από βιβλίο του Κρίστοφερ Μπάκλετ), ούτε στους δύο μοναδικούς «φίλους» του Νικ (η μια εκπροσωπεί τη βιομηχανία ποτών, ο άλλος των όπλων), ούτε στο αφεντικό, τον Βαρόνο των Καπνών (που αργοπεθαίνει από εμφύσημα), ούτε στη δημοσιογράφο γκόμενά του (που τελικά θα αποπειραθεί να τον ξεφτιλίσει δημόσια), ούτε στον παραγωγό του Χόλιγουντ ή τον καρκινοπαθή πρώην «καουμπόι» των διαφημίσεων της Marlboro (και οι δύο θα εξαγοραστούν με χαρακτηριστική ευκολία), ούτε φυσικά στον ψηφοθήρα, δήθεν σταυροφόρο γερουσιαστή (που χρησιμοποιεί παιδάκια με καρκίνο για να δικαιολογεί τις θέσεις του).
Μέσα σ’ αυτό τον καταιγισμό των διασταυρούμενων πυρών, ο μόνος που έχει το (αυτονόητο) δικαίωμα να διερωτάται για το τι είναι σωστό και τι λάθος - βάζοντας και εμάς να τεστάρουμε τη θέση μας - είναι ο 10χρονος γιος του Νικ. Είναι το ηθικό επίκεντρο μιας υπερφορτωμένης ίσως με χαρακτήρες και ελιγμούς, αλλά αναζωογονητικής σε ανησυχία και ξεκάθαρης στο λόγο κοινωνικής σάτιρας, που δε διστάζει να βάλει στο ίδιο τσουβάλι το πολιτικά ορθό με το μη ορθό, για να υπενθυμίσει πως των πολιτικών επιλογών προηγούνται πάντα οι ηθικές.
ΡΟΜΠΥ ΕΚΣΙΕΛ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Lemming
Τρωκτικά από τη Σκανδιναβία, υστερικές μεσήλικες γυναίκες και φαντάσματα καταδιώκουν τη ζωή ενός νέου ζευγαριού.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Ντομινίκ Μολ είναι θαυμαστής του Χίτσκοκ. Τα κάδρα του εστιάζονται σε όσα δεν φαίνονται, ο ήχος είναι σύμμαχος της υποβλητικής φωτογραφίας και οι ήρωές του είναι το ίδιο χαμένοι όσο εμείς μέσα σε ένα κινηματογραφικό ξύπνημα στον εφιάλτη. Τα πάντα όμως (ή σχεδόν τα πάντα...) εξηγούνται με τη λογική. Οπως για παράδειγμα το πώς μπορεί να βρεθεί ένα τρωκτικό από τη Σκανδιναβία (το είδος Λέμινγκ) στη Νότιο Γαλλία - παγιδευμένο στην αποχέτευση του σπιτιού ενός νέου ζευγαριού. Μέχρι να φτάσουμε όμως στην επεξήγηση του αρχικού ευρήματος, έχει προηγηθεί μία πορεία στο μεταφυσικό και το παράλογο.
Το νιόπαντρο ζευγάρι έχει να αντιμετωπίσει το άγνωστο: θα αγαπιόμαστε ακόμα όταν γεράσουμε, θα με απατήσει εκείνος, θα μεταμορφωθεί σε υστερική σκύλα εκείνη, θα είμαστε μαζί για πάντα; Τη νύχτα που ανακαλύπτουν το τρωκτικό, δέχονται την επίσκεψη του μεσήλικα διευθυντή και της συζύγου του, οι οποίοι μοιάζουν με αντικατοπτρισμό των φόβων τους σ' ένα παραμορφωτικό καθρέφτη: εκείνος την εξευτελίζει ιδιωτικά, εκείνη πλέον δημόσια και απροκάλυπτα.
Ακόμα στα χνάρια του Χίτσκοκ, ο Μολ βλέπει μέσα από το βλέμμα του ήρωά του, αλλά αφήνει τη γυναίκα να κινεί τη δράση, βουλιάζοντάς τον σε υπαρξιακό vertigo. Εκείνη περιθάλπει το ζώο αντί να το εξοντώσει, εκείνη στοιχειώνεται, εκείνη τον στοιχειώνει. Δυστυχώς, εκεί ο Μολ κάνει ένα σημαντικό λάθος: δείχνει παραπάνω απ ό,τι χρειάζεται, χάνοντας το μέτρο. Οσοι όμως δεν βιαστούν να βγάλουν συμπεράσματα, θα αποζημιωθούν από το τέλος. Ποτέ ένα φωτεινό, μεγαλοαστικό προάστιο δεν έχει αποτυπωθεί τόσο τρομακτικά...
ΠΟΛΥ ΛΥΚΟΥΡΓΟΥ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Μία Διαφορετική Μέρα
Πενηντάρης λιμενεργάτης απολύεται απ τη δουλειά του και προσπαθεί να ξεπεράσει τα προβλήματά του βάζοντας στόχο να διασχίσει τη Μάγχη κολυμπώντας.
H απελπισία της ανεργίας σε μια ηλικία που το να βρεις νέα δουλειά φαντάζει αδύνατο και το πλήγμα στον υγιή εγωισμό και την αξιοπρέπεια ενός ανθρώπου που βλέπει τα εικοσιέξι χρόνια αφοσιωμένης καριέρας να εξανεμίζονται είναι τα νέα «φαντάσματα» στη ζωή του κεντρικού ήρωα Φρανκ. Σε πλήρη αντίθεση, η αισιοδοξία και το κουράγιο της συζύγου του να εξαντλήσει, έστω και κρυφά από την οικογένειά της και τις τρεις ευκαιρίες που της δίνονται ώστε να περάσει τις εξετάσεις για να γίνει οδηγός λεωφορείου. Και στη μέση, ένα οικογενειακό τραύμα είκοσι χρόνων που εξακολουθεί να αιμορραγεί. Η απόφαση του Φρανκ να διασχίσει το κανάλι της Μάγχης κολυμπώντας, περνά από τα δικά της «κύματα». Τελικά, όμως, τι το σημαντικότερο υπάρχει στη ζωή από μια παρέα πιστών φίλων και μια οικογένεια που, έστω και κατά βάθος, έχει βαθιά ριζωμένη την αγάπη;
Η ταινία της Ντελάλ έχει δικαίως χαρακτηριστεί ως πιστή στο δρόμο που χάραξαν ορισμένες από τις πιο επιτυχημένες βρετανικές παραγωγές των τελευταίων χρόνων, ιδιαίτερα το «Αντρες Με Τα Ολα Τους» και τα «Κορίτσια Του Ημερολογίου», καθώς και στη θεματική της ανεργίας, κυρίως στον Βορρά της χώρας. Χωρίς να αυταπατάται πως είναι του ίδιου επιπέδου και πρωτοτυπίας, εξελίσσεται ωστόσο σε μια εν τέλει αξιοπρεπέστατη δραματική κομεντί, με αυθεντική συγκίνηση και αρκετό χιούμορ, κυρίως από τους δεύτερους -και απολαυστικότερους- χαρακτήρες, ενώ η ερμηνεία του Μάλεν είναι, όπως πάντα, εξαιρετική.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΝΔΡΕΑΚΟΥ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Περηφάνια & Προκατάληψη
H ζωή των πέντε αδελφών Μπένετ, που βρίσκονται στο κυνήγι του ιδανικού γαμπρού, θα αναστατωθεί από τον ερχομό δύο αντρών.
Πριν από μια δεκαετία, η διασημότερη νουβέλα της Τζέιν Οστεν είχε διασκευαστεί σε μια εξαιρετική τηλεοπτική σειρά, φέρνοντας μια μικρή αναβίωση μεταφορών των έργων της στην οθόνη. Ποτέ όμως μέχρι σήμερα δεν είχε γνωρίσει την Περηφάνια που της άξιζε στον κινηματογράφο.
Το επίτευγμα του σκηνοθέτη είναι ότι διατήρησε το πνεύμα του 18ου αιώνα στο διάλογο και το στιλ, υιοθετώντας μια φρέσκια και νεωτερική ματιά στις παλιομοδίτικες ερωτικές αγωνίες πέντε θυγατέρων στο κυνήγι της αποκατάστασης, χωρίς να οδηγήσει το εγχείρημά του σε μια απομίμηση της «σχολής Αϊβορι».
Ισως βεβαίως ενοχληθούν οι θαυμαστές του βιβλίου επειδή διάφορες υποπλοκές όφειλαν να εγκαταλειφθούν επί της οθόνης ή για το φινάλε, που, αν και ταιριαστό, είναι διαφορετικό. Σε καμία όμως περίπτωση αυτές οι τροποποιήσεις δεν αφήνουν ένα ακρωτηριασμένο σύνολο. Στην γενική επιτυχία συμβάλλει η Κίρα Νάιτλι, με τη σπουδαία, γεμάτη αυτοπεποίθηση ερμηνεία μιας ηρωίδας που ελέγχει τους άλλους, μα είναι ευάλωτη την ίδια στιγμή. Χωρίς προκατάληψη, η σημαντικότερη διασκευή ενός διάσημου βιβλίου.
Αντρέας Κύρκος
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Κάπτεν Αλατρίστε
Αποφασισμένος να πετάξει το γάντι στις χολιγουντιανές (ή έστω γαλλικές) ιστορικές υπερπαραγωγές, o Alatriste είναι έτοιμος για την πρόκληση, βγάζοντας από το θηκάρι του πλούσιο μπάτζετ, ηρωισμό και αρκετό θέαμα. Μετά από ένα ιδιαιτέρως ατμοσφαιρικό ξεκίνημα, ο τόνος του φιλμ έχει ορισθεί επιτυχώς, δυστυχώς όμως όχι και ο πρωταγωνιστής του.
Ο Ντιέγκο Αλατρίστε παραμένει αινιγματική φιγούρα, ένα γοητευτικό ερωτηματικό που θα χρειαζόταν περισσότερες εξηγήσεις και λιγότερη εξάσκηση στην ξιφασκία. Το πρόβλημα ξεκινά από το σενάριο, που προσπαθεί να χωρέσει όσο το δυνατόν περισσότερα επεισόδια από τη ζωή του χαρακτήρα του αλλά και τα παρασκήνια της ιστορίας της χώρας του, εισάγοντας πλοκές, πρόσωπα και ιδέες που δυσκολεύονται ιδιαιτέρως να διανύσουν την απαιτούμενη πορεία στο πανί, ακόμη και σε 147 λεπτά.
Το Alatriste, δυστυχώς, είναι τόσο αποσπασματικό στην εξιστόρηση των γεγονότων, ώστε μέχρι να συνηθίσεις, πιάνεις τον εαυτό σου να αναρωτιέται αν το μοντάζ έγινε με τσεκούρι. Οι περισσότερες από τις αφηγηματικές του γραμμές εισάγονται άτσαλα, εκτυλίσσονται με άλματα και συχνά δεν ολοκληρώνονται, υποφέροντας από την αδυναμία του φιλμ να γίνει επιλεκτικό και να υπονοήσει αντί να δείξει. Σε κάθε περίπτωση όμως, αυτά που τελικά «δείχνει» είναι άκρως εντυπωσιακά, εικόνες που θυμίζουν πίνακες του Βελάσκεθ, εντυπωσιακά tablaux vivantes, έξοχα σκηνικά και κοστούμια που μυρίζουν άρωμα ή ιδρώτα, σκηνές μάχης που είναι κάτι περισσότερο από απλά καλογυρισμένες.
Δυστυχώς η αρτιότητα των εικόνων και η πινακοθήκη των (καλοπαιγμένων) χαρακτήρων, δεν αρκεί για να σε χορτάσει. Αντίθετα, σου αφήνει μια έντονη επιθυμία για κάτι περισσότερο από μια βιαστική ανάγνωση της ισπανικής ιστορίας και μια αδρή σκιαγράφηση ενός ήρωα που θα μπορούσε να γίνει κλασικός.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΡΑΣΣΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Ο Επίμονος Κηπουρός
Βρετανός διπλωμάτης αναζητά τους υπαίτιους πίσω από τη δολοφονία της γυναίκας του, μιας πολιτικής ακτιβίστριας, στην Κένυα.
Σε μία από τις πιο αξιομνημόνευτες σκηνές του φιλμ, ο ήρωας μαθαίνει ότι η σύζυγός του έχει πιθανότατα βρεθεί νεκρή. Προετοιμάζοντάς σε για ένα σφοδρό και δακρυγόνο ξέσπασμα που δεν θα έρθει ποτέ, ο ηθοποιός απαντά με μια αδιόρατη και σιωπηλή, εσωτερική αποσύνθεση. Παραμένοντας ακίνητος, κρατά αξιοθαύμαστα τον έλεγχο των κινήσεών του, μια ξαφνική σκιά στο βλέμμα και τις εκφράσεις του προσώπου προδίδουν, εντούτοις, τη βουβή οδύνη πίσω από την ήσυχη επιφάνεια.
Σε αυτό ακριβώς το μικρό ρεσιτάλ εγκρατούς υποκριτικής κρύβεται και η καρδιά ολόκληρου του φιλμ. Λιγότερο μια κριτική της βρετανικής εξωτερικής πολιτικής ή μια πολεμική ενάντια στα βρώμικα παιχνίδια των φαρμακοβιομηχανιών, ο Κηπουρός είναι η ιστορία της βίαιης επιφοίτησης που συναντά ένας φιλήσυχος άνθρωπος. Ο Τζάστιν συνειδητοποιεί την ηθική βρωμιά που έχει συσσωρευτεί γύρω του, τη μοναξιά του να μην εμπιστεύεσαι κανέναν, την προδοσία των ιδανικών στα οποία πίστευε και την απόγνωση του να ξέρει ότι η αγαπημένη του έχει πέσει νεκρή από ύπουλες σφαίρες ως μια μέγιστη υπαρξιακή έγερση. Υπό τη σκιά ενός ολόκληρου δικού του κόσμου που γκρεμίζεται τώρα ιλιγγιωδώς, εκείνος αποποιείται το συμβιβασμό και την εθελοτυφλία, υπογράφοντας έτσι μια αργή, συνειδητή πορεία προς τον χαμό του.
Ο Μεϊρέλες αντιλαμβάνεται αυτή τη μεταστροφή κινησιολογικά, ανεβάζοντας τους ρυθμούς και σφίγγοντας τον κλοιό της ίντριγκας γύρω από τον πρωταγωνιστή του. Χωρίς να αποφεύγει κάποιους σεναριακούς διδακτισμούς, σεβόμενος όμως τη μεθοδική πένα του Τζον Λε Καρέ στο βιβλίο του οποίου βασίζεται το φιλμ, σφραγίζει στις λαχανιαστές σκηνοθετικές του ανάσες κάτι από την ήσυχη απελπισία ενός ήρωα που καλείται να αποχαιρετήσει οριστικά την καλά διαφυλαγμένη αθωότητά του. Μαζί ενδεχομένως με τη ζωή του...
Λουκάς Κατσίκας
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Το Παιδί
O νεαρός μικροαπατεώνας Μπρούνο αποφασίζει να πουλήσει το νεογέννητο παιδί του, αγνοώντας την αντίδραση της μητέρας...
Σύμφωνα με τον Γκοντάρ, για να κάνεις μια ταινία χρειάζεται «ένα αγόρι, ένα κορίτσι κι ένα όπλο». Για το δίδυμο των αδελφών Νταρντέν στη θέση του τελευταίου φτάνει και περισσεύει ένα... μωρό ή, καλύτερα, το κλάμα και η απουσία του. Οι σκηνοθέτες εμπνεύστηκαν την ιστορία στη διάρκεια των γυρισμάτων του Γιου, όταν κάποιο απόγευμα είδαν μια κοπέλα να σπρώχνει ένα καρότσι μέσα στο οποίο κοιμόταν ένα μωρό. Παραδόξως, συνεχίζουν οι ίδιοι, συχνά σκέφτονταν «την εικόνα αυτή, αλλά και τον χαρακτήρα που έλειπε: τον πατέρα». Η ταινία κάλλιστα θα μπορούσε να είναι, όπως ο αριστουργηματικός Γιος, πορτρέτο ενός πατέρα ή μάλλον η διαδρομή ενός άγουρου αγοριού που καταφέρνει να γίνει τελικά πατέρας, αρκετά μετά από τη γέννηση του παιδιού του. Σε σημείο που να αναρωτιόμαστε ποιο είναι το παιδί του τίτλου. Περισσότερο από μία δεκαετία στο χώρο της μυθοπλασίας, οι Νταρντέν επιμένουν σταθερά και αμετακίνητα να μας συστήνουν... επώνυμους- με το μικρό τους όνομα να αρκεί- ήρωες αντιμέτωπους με ηθικά διλήμματα, αληθινούς ανθρώπους μπροστά σε ηθικούς άθλους, όμως χωρίς ούτε μια στιγμή να ηθικολογούν ή να (μελο)δραματοποιούν. Το Παιδί είναι ένα ακόμη αριστοτεχνικό «θρίλερ» για τις ανθρώπινες επιλογές, μια σπουδή πάνω στο καθημερινό σασπένς της επιβίωσης για τους μη-προνομιούχους αυτού του κόσμου που μπορεί να «πέφτουν» εύκολα, αλλά καταφέρνουν να σηκώνονται μεγαλειωδώς. Οι μαθητές του Μπρεσόν και του Οζου, εμμένοντας για άλλη μια φορά στον σχεδόν ασκητικό μινιμαλισμό τους, αλλά περισσότερο, συγκινησιακά, άμεσοι και ευθύβολοι από ποτέ, είναι έτοιμοι επιτέλους να ανοιχτούν και σ' ένα μεγαλύτερο κοινό. Πανάξιος ο Χρυσός Φοίνικας στις Κάννες και αναμφισβήτητα η καλύτερη ταινία της χρονιάς, ένα αληθινό αριστούργημα.
ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΑΔΑΜΙΔΗΣ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Μονάκριβη
Η υπέρβαρη Πρέσιους, έγκυος για δεύτερη φορά από τον απόντα πατέρα της στα 16 της και καθημερινά εκτεθειμένη στη λεκτική και σωματική κακοποίηση της μητέρας της, παλεύει να βρει μια διέξοδο από τον εφιάλτη πηγαίνοντας σε ειδικό σχολείο στο Χάρλεμ, όπου θα βρει μια σύμμαχο στο πρόσωπο της υπομονετικής δασκάλας της...
Δεν είναι ότι δεν θαυμάσαμε τη σκηνοθετική επιδεξιότητα του Λι Ντάνιελς, που εναλλάσσει τον σκληρό ρεαλισμό με τον υπερρεαλισμό, χρησιμοποιώντας εμβόλιμα σκηνές που δένουν την καταθλιπτική πραγματικότητα της ηρωίδας με τα όνειρα διαφυγής της από αυτήν, συνθέτοντας ένα κοινωνικό δράμα ποικίλων συναισθημάτων, που, υπό ένα πιο «τραχύ» σκηνοθετικό πρίσμα, θα μπορούσε να εξελιχτεί σε τυραννική τραγωδία.
Διαφωνούμε όμως με το ξεχείλωμα του μελοδράματος, καθώς η ηρωίδα μαθαίνει ότι έχει και AIDS - στοιχείο περαιτέρω εκμετάλλευσης της τραγικότητάς της, να υποθέσουμε, χωρίς να ξεχνάμε ότι το φιλμ είναι πιστό στο διαδραματιζόμενο στη δεκαετία του ’80 μυθιστόρημα «Μονάκριβη» (Σπρώξε) της Σαφάιρ. Η ερμηνεία της Μονίκ, πάντως, στον ρόλο της μητέρας, προκαλεί ανατριχίλες, ενώ μια μικρή αποκάλυψη συνιστά και η εμφάνιση της Μαράια Κάρεϊ σε ρόλο κοινωνικής λειτουργού.
Άντα Δαλιάκα
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Ένας Αξιότιμος Κύριος
O Mάικλ Nτάγκλας ενσαρκώνει δυναμικά τον Mπεν, έναν 50άρη Nεοϋορκέζο, κάποτε επιτυχημένο έμπορο αυτοκινήτων, που μετά μια σειρά λανθασμένων επιλογών χάνει την επιχείρησή του. Eίναι χωρισμένος με τη Nάνσυ, πρώην αγαπημένη του από το κολέγιο ενώ η νυν φιλενάδα του τον παρατάει γιατί τον πιάνει να κοιμάται με την κόρη της. H δική του κόρη, από την άλλη, αρνείται να τον αφήσει να δει τον εγγονό του, καθώς ο Mπεν καταφέρνει να ρίξει στο κρεβάτι ακόμη και τη μητέρα ενός συμμαθητή του μικρού.
Πρόκειται τελικά για έναν αυθεντικό γιάνκη κόπανο ή παρακολουθούμε απλά την παρακμή ενός άνδρα που η εντιμότητά του ξεθώριασε με τα χρόνια; Ο Μπράιαν Κόπελμαν βάζει τα δυνατά του για να παραδώσει ένα έντιμο δράμα χωρίς φανφάρες και δεν τα καταφέρνει άσχημα. Tο εκθαμβωτικό καστ (Nτάνι Nτεβίτο, Σούζαν Σαράντον) αναδεικνύει το καλοϋφασμένο σενάριο, ενώ ο ίδιος ο Ντάγκλας διεκδικεί δυναμικά μια θέση στην κούρσα των Oσκαρ.
Κωστής Θεοδοσόπουλος
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Είμαι Ο Έρωτας
Εκεί ο πάτερ φαμίλιας ανακοινώνει πως αποσύρεται, αφήνοντας τη διοίκηση στα χέρια του συζύγου της και του πρώτου της γιου, του ιδεαλιστή Εντο, που φαίνεται να έχει άλλα σχέδια, όπως να ανοίξει ένα εστιατόριο με τον φίλο του και σεφ Αντόνιο. Με τον θάνατο του πεθερού της, στο πλαίσιο ανατροπών στο στάτους κβο της επιχείρησης, η απομακρυσμένη από τα γεγονότα Εμα γοητεύεται από το γαστριμαργικό ταλέντο του Αντόνιο και βγαίνει από το «κουκούλι» της...
Μοντέρνο, σαγηνευτικό μελόδραμα για τη φθορά της ευρωπαϊκής μπουρζουαζίας με τις μεταβολές στις διεθνείς αγορές στο μπαγκράουντ, το στιλάτο φιλμ του Λούκα Γκουαντανίνο εκθέτει τελετουργικά κάθε λεπτομέρεια της αριστοκρατικής ζωής των Ρέκι. Χείμαρρος συνταγών και γεύσεων απλώνεται στα τραπέζια ταυτόχρονα με την ανάγλυφη έκθεση του μπαρόκ διακοσμητικού μεγαλείου μέσα από μια απόλυτα ρυθμική εναρκτήρια σεκάνς, με μοντάζ ακριβείας, που κάνει παύση στο οικογενειακό δείπνο. Εδώ συστήνονται τα πρόσωπα και οι εσωτερικές ισορροπίες (το θέμα της διαδοχής) σε μια αφηγηματική δομή που παραπέμπει κατευθείαν στους κινηματογραφικούς χειρισμούς του Βισκόντι και του Κόπολα στον «Νονό». Μαεστρικός ο χειρισμός της κάμερας σε τούτη τη φιλμική όπερα, ακολουθεί με τέρψη την απελευθέρωση της Εμα, με την Τίλντα Σουίντον να διαχειρίζεται επιδέξια κάθε ίντσα των εκφράσεών της.
Ομως, ο ξαφνικός έρωτάς της για τον νεότερό της, κατώτερης ταξικής καταγωγής, άντρα, ως αιχμή του δόρατος της ιστορίας σε αντιδιαστολή με τις οικογενειακές ίντριγκες, είναι ένα κλισέ-αφελές αμπαλάζ που κάτω από το λούστρο της εικόνας δεν έχει ιδιαίτερη ουσία. Ωστόσο, η Σουίντον δίνει υπόσταση στην ταινία με τη στιβαρότητά της, ακόμα και στο πομπώδες φινάλε όπου το μουσικό ντελίριο του Τζον Ανταμς εμποδίζει την πραγματική εμπλοκή του θεατή με τα τεκταινόμενα.
Για τον ρόλο της στην ταινία, η Τίλντα Σουίντον, που βραβεύτηκε για την ερμηνεία της στο φεστιβάλ του Δουβλίνου, έμαθε ιταλικά και ρωσικά.
Αντα Δαλιάκα
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Οι Κρυφές Ζωές της Κυρίας Λι
Ούτε στο ελάχιστο δεν έμοιασε στον καταξιωμένο συγγραφέα πατέρα της, Αρθουρ Μίλερ, η κόρη του. Φανερώνοντας υπέρμετρη αυτοπεποίθηση στην πένα της, η Ρεμπέκα σκαρφίστηκε την ιστορία της Πίπα Λι και της ψυχολογικής κατάπτωσης στην οποία ετοιμάζεται να εισέλθει ως βιβλίο και κατόπιν ως ταινία.
Μόνο που, κατά τη μεταφορά από τις σελίδες στην οθόνη, κάποιος έπρεπε να της είχε επισημάνει ότι δεν δοκιμάζεις ποτέ να διασκευάσεις στο σινεμά κάτι που εξαρχής μοιάζει αδύναμο στο χαρτί. Κάπως έτσι καταλήξαμε με αυτό το μετριότατης σύλληψης και εκτέλεσης δράμα που δεν σώζεται ούτε από τα ατέλειωτα πηγαινέλα διασήμων ηθοποιών ούτε φυσικά από την τηλεοπτική νοοτροπία και αισθητική του. Αν ο μπαμπάς Μίλερ ζούσε, όλο και κάποια συμβουλή θα είχε να δώσει στη βιαστική και αυτάρεσκη θυγατέρα του.
Λ.Κ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Η Συνεκδοχή της Νέας Υόρκης
Αφού διαβάσετε την παραπάνω σύνοψη, φροντίστε να τη διαγράψετε από το μυαλό σας. Οχι μόνο γιατί δεν κατορθώνει να αποδώσει τίποτα από την εμπειρία στην οποία θα σας υποβάλει επί ένα δίωρο ο Τσάρλι Κάουφμαν. Αλλά κυρίως διότι, προ των πυλών αυτής της εμπειρίας, αξίζει να εισέλθετε ως tabula rasa και να επενδύσετε κάθε διαθέσιμο κύτταρο του εγκεφάλου σας.
Μεγάλα λόγια; Μακάρι, καθώς μόνο αυτά μπορούν να περιγράψουν μια ταινία τόσο φιλόδοξη, που κατάφερε να πείσει τον ευφυή δωρητή απίθανων και δαιδαλωδών σεναρίων (μεταξύ των οποίων η «Αιώνια Λιακάδα Ενός Καθαρού Μυαλού» και το «Στο Μυαλό Του Τζον Μάλκοβιτς») Τσάρλι Κάουφμαν να μην εμπιστευτεί την πραγματοποίησή της σε κανέναν τρίτο. Ισως γιατί μέσα στην πικρά παράλογη, καλειδοσκοπικά θρυμματισμένη ιστορία του σκηνοθέτη που υποδύεται με σπάνια ευαισθησία ο Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν, να αντίκρισε επιτέλους το είδωλο της δικής του ζωής και κατ’επέκταση της ανθρώπινης κατάστασης: η πορεία προς τον θάνατο ως ένα έργο τέχνης καταδικασμένο στην ατέλεια, ως ένα work in progress στου οποίου τον ιδανικό τίτλο θα φτάσουμε όταν είναι πολύ αργά.
Αν λοιπόν ο Κάουφμαν επιλέγει να παραδώσει μια πρώτη ταινία που θα τα πει όλα, που θα μπορούσε δηλαδή να είναι (και) η τελευταία, διαθέτει την ψυχραιμία για να βγει αλώβητος; Εξαρτάται από το ύψος όπου θα θέσουμε το τεντωμένο σχοινί. Ο πειρασμός να συνδέσουμε το συγκεκριμένο ντεμπούτο με τους, λιγότερο ή περισσότερο, εμφανείς προπάτορές του είναι μεγάλος.
Σπάνια μια αμερικανική ταινία προκαλεί συγκρίσεις με την εγκεφαλική δομή των ταινιών του Ρενέ, με το χάος που αντιμετωπίζει ο ήρωας του φελινικού «8 1/2» , με τις αναμονές του Μπέκετ ή του Μπουνιουέλ, με τις ανταλλαγές ταυτοτήτων α λα Λιντς. Και είναι αλήθεια ότι, ως κλαδί ενός τόσο εκλεκτικού γενεαλογικού δέντρου, η «Συνεκδοχή» μπορεί να κατηγορηθεί για έλλειψη ενιαίας ατμόσφαιρας, μικρά ρυθμικά προβλήματα ή μερικές αχρείαστες επεξηγήσεις της τελευταίας στιγμής.
Σχετικές αποτυχίες, που στην ουσία επικυρώνουν την πετυχημένη σύζευξη ενός μοναδικού σεναριογράφου στην ωριμότερή του στιγμή κι ενός μαθητευόμενου σκηνοθέτη που ξέρει να ρισκάρει.
Κωνσταντίνος Σαμαράς
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Ο Αρσιβαρίστας και ο Άγγελος
Είναι απορίας άξιο πως μια σκηνοθέτις με ευαισθησία και ταλέντο όπως η Ελένη Αλεξανδράκη δεν κατόρθωσε να διακρίνει την επερχόμενη καταστροφή. Με ένα πληθωρικό σενάριο όπου μπλέκονται θρύλοι, παραδόσεις και μια σύγχρονη -υποτίθεται- τραγωδία χάνει ολοκληρωτικά τον έλεγχο και οδηγείται σε πανωλεθρία με τη σιγουριά ενός Τιτανικού.
Το αισθητικό και σεναριακό ψάξιμο με άξονα την ελληνική παράδοση έρχεται εδώ -σε αντίθεση με την τρυφερή «Νοσταλγό»- σε πλήρες αδιέξοδο. Το βασικό εύρημα αρχετυπικό: ένα οικογενειακό μυστικό πατρικής εγκατάλειψης και αδελφικής διαμάχης παραφορτώνεται με αδέσποτα αφηγηματικά παρακλάδια και συμβολισμούς ατάκτως ερριμένους στο σώμα μιας ταινίας που αγκομαχεί δίχως αντίκρυσμα.
Το ποτήρι ξεχειλίζει με το ποτ πουρί μονολόγων, δερβίσιδων, μεταμφιέσεων, χορευτικών αυτοσχεδιασμών και απαγγελιών με ολίγη από Εμιλι Ντίκινσον -μέρος υποτίθεται του πολυθεάματος που ετοιμάζει ο Αγγελος- που δεν πείθει ούτε για μια στιγμή ότι πρόκειται για φιλόδοξη πολιτιστική διοργάνωση.
Εμβόλιμα τα κομμάτια αυτά όχι μονάχα αδυνατίζουν την όποια κεντρική ιδέα (Σύγκρουση του παλιού και του καινούργιου; Του καλού και του κακού; Της αθωότητας και την αλλοτρίωσης; Προσωπικά σηκώνω τα χέρια ψηλά.) αλλά δίνουν μια αίσθηση ερασιτεχνισμού κόντρα στον επαγγελματισμό που επιδεικνύει η σκηνοθέτις στην αισθητική της υπόλοιπης ταινίας.
Η γενικότερη ασυναρτησία και οι εγκληματικά άνισες ερμηνείες (ειδικά ο Αγγελος μοιάζει με γραφική φιγούρα κακού από τριτοκλασάτη ταινία τρόμου) στερούν από την τελική αποκάλυψη την τραγική της υπόσταση.
Η έκδηλη αγάπη της Αλεξανδράκη για το νησί, τη ντοπιολιαλιά και το μυστικισμό που αναδίδει μένει μετέωρη. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι οι προθέσεις της είναι καλές, μόνο που αφήνει το κοινό στο σκοτάδι για το ποιες πραγματικά είναι. Και οι δικές μου αγαθές ήταν, όμως ειλικρινά δεν κατάλαβα τίποτα.
ΘΑΝΑΣΗΣ ΠΑΤΣΑΒΟΣ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Παράδεισος στη Δύση
Είναι πράγματι να τον θαυμάζεις τον Κώστα Γαβρά. Μόλις έκλεισε τα 76 του χρόνια και σκηνοθετεί σαν 35χρονος. Κοιτάζει ξανά τον κόσμο με την αθωότητα του πρωτάρη κι αφήνει πίσω του κάθε κινηματογραφική ή ιδεολογική προκατάληψη. Τέσσερα χρόνια μετά το «Τσεκούρι» (σπάνια μια ταινία τόσο διασκεδαστική είπε τόσα πολλά και ουσιαστικά πράγματα για τον κόσμο και την οικονομικό-πολιτική κατάσταση της εποχής) ο Γαβράς κάνει κι άλλη στροφή. Διαγράφει το παρελθόν του «Ζ», του «Αγνοούμενου» και του «Αμήν», αναζητά δάνεια από το σινεμά του Φεντερίκο Φελίνι και του Τσάρλι Τσάπλιν κι αφήνεται στην παιγνιώδη ελευθερία του πειραματισμού.
Στην πραγματικότητα η ταινία έχει έναν μόνο χαρακτήρα, τον Ηλία (ο εξαιρετικός Σκαμάρτσιο του «Ο Αδερφός Μου Ειναι Μοναχοπαίδι») ο οποίος πλαισιώνεται από πολλούς μικρούς δευτερεύοντες τύπους. Ενα λαθρεμπορικό τον ξεβράζει στην Κρήτη. Χαμένος, χωρίς να γνωρίζει γρι ελληνικά ή έστω αγγλικά, ο Ηλίας ασκεί την τέχνη της προσαρμογής, της επιβίωσης και της ελπίδας. Φεύγει από την Ελλάδα, διασχίζει τη Γερμανία, περνάει τις Αλπεις, φτάνει στη Γαλλία, αναζητά το Παρίσι - το δικό του Ελντοράντο. Η καταγωγή του μας είναι άγνωστη - ακόμα και η γλώσσα που μιλάει είναι ανύπαρκτη και κατασκευασμένη. Είναι φυγάς και Οδυσσέας, σαλτιμπάγκος, απελπισμένος κλόουν και πολυμήχανος μάγος ταυτόχρονα. Είναι ο νέος άνθρωπος που ετοιμάζεται να κατακτήσει με θράσος τη γηραιά ήπειρο, ο ρακένδυτος γητευτής των δυτικών κόμπλεξ, ο τολμηρός εξερευνητής της αέναης ελπίδας.
Στην πρώτη (τουλάχιστον κατά το ήμισυ) ελληνική ταινία του ο Κώστας Γαβράς δεν παίρνει τίποτε στα σοβαρά. Ελίσσεται ανάμεσα στο χιούμορ, τη συγκίνηση και την ανθρωπιά και μιλάει με τον πιο πρωτότυπο τρόπο για τους λαθρομετανάστες και τον ρατσισμό, την ελπίδα και το αύριο της Ευρώπης. Είναι νέος και ώριμος, γενναιόδωρος, τολμηρός, ελεύθερος. Μακάρι να ήταν έτσι όλες οι ελληνικές ταινίες.
ΟΡΕΣΤΗΣ ΑΝΔΡΕΑΔΑΚΗΣ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Σκλάβοι στα Δεσμά τους
Κέρκυρα, αρχές του 20ού αιώνα. Μέσα από ερωτικά πάθη ασύμβατα με τα ήθη της εποχής και της τάξης τους, τα μέλη της αρχοντικής οικογένειας των Οφιομάχων βιώνουν τον ηθικό ξεπεσμό και την οικονομική καταστροφή.
Δεδομένου ότι τα τελευταία χρόνια τα Κρατικά Βραβεία απονέμονται πολύ απλά στις αρτιότερες ελληνικές παραγωγές, δεν εκπλήσσει καθόλου ότι η πρώτη εδώ και 22 χρόνια ταινία μυθοπλασίας του Τώνη Λυκουρέση απέσπασε δέκα από αυτά.
Παρά το προσεγμένο αισθητικό κομμάτι, όμως, και την πιστή απόδοση του κοινωνικοπολιτικού κλίματος της εποχής, η ταινία στηρίζεται υπερβολικά στον αέρα της σοβαρής λογοτεχνίας που αποπνέει το ομώνυμο μυθιστόρημα του Κωνσταντίνου Θεοτόκη, με αποτέλεσμα να θυμίζει περισσότερο τις κατά Κουτσομύτη πλουσιοπάροχες λογοτεχνικές διασκευές που στολίζουν τη μικρή οθόνη. Και είναι πραγματικά κρίμα καθώς το όλο εγχείρημα διακρίνεται από ικανότατο σκηνοθετικό χειρισμό, όπου διαφαίνονται κάποιες απόπειρες να επιτευχθεί το πολυπόθητο πέρασμα από το απολιθωμένο παρελθόν σε πιο σύγχρονες καλλιτεχνικές ανησυχίες.
Με μια σχεδόν αδιόρατη κάμερα στο χέρι ο Λυκουρέσης επιχειρεί να δώσει ζωντάνια στο υλικό του, ακόμα κι όταν ερμηνείες όπως αυτές του υπερβολικά θεατρικού Φέρτη ή του ανύπαρκτου Λούλη μοιάζουν να τορπιλίζουν τις προσπάθειές του.
Μένει, λοιπόν, στο γυναικείο καστ και στις καλοστημένες ομαδικές σκηνές σύγκρουσης να αναδείξουν την όποια διαχρονική τραγικότητα επιφυλάσσει στα πλαίσια της καθαρής δραματουργίας η παλιομοδίτικη αυτή σάγκα μιας έκπτωτης, αριστοκρατικής οικογένειας.
ΘΑΝΑΣΗΣ ΠΑΤΣΑΒΟΣ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Η Ανταλλαγή
Το παλιό, στιβαρό, αμερικανικό Ονειρο: ένας πολίτης μπορεί να κάνει τη διαφορά απέναντι στη διεφθαρμένη εξουσία. Αρκεί να ορθώσει παράστημα. Ο Κλιντ Ιστγουντ δεν επέλεξε τυχαία το θέμα του. Σκοπός του ήταν να αφυπνίσει τη συλλογική πολιτική συνείδηση της χώρας του. Μόνο που αυτή τη φορά, αποτυγχάνει.
Ο 78χρονος ηθοποιός που τα τελευταία 20 χρόνια μας έχει εντυπωσιάσει με τις σκηνοθετικές του επιλογές, το προσωπικό του βλέμμα, την ευαισθησία και την ουμανιστική πνοή που δίνει στα φιλμ του, εδώ παρουσιάζει ένα «all american» συντηρητικό δράμα εποχής που δεν προσθέτει τίποτα στη σύγχρονη πολιτική και κοινωνική σκέψη. Δεν προβληματίζει, δεν αφυπνίζει και, κυρίως, δεν σου επιτρέπει να το νιώσεις - μόνο να το «δεις». Και εκεί βρίσκεται η μεγάλη διαφορά από τις προηγούμενες ταινίες του. Το φιλμ μάς επιστρέφει στο Λος Αντζελες του 1928 και, μέσα από την αληθινή ιστορία εξαφάνισης ενός μικρού αγοριού, μας αποκαλύπτει το μέγεθος της διαφθοράς που υπήρχε στο αστυνομικό τμήμα της πόλης. Η Αντζελίνα ερμηνεύει την Κριστίν Κόλινς, μία μητέρα που της παρουσίασαν ένα άλλο αγοράκι ως το παιδί της που είχε εξαφανιστεί και όταν εκείνη προσπάθησε να πείσει την αστυνομία για το λάθος της εκείνοι την έκλεισαν σε ψυχιατρείο για να αποφύγουν το σκάνδαλο.
Οι προθέσεις του Ιστγουντ ήταν ευγενείς: η Αμερική από την αρχή του 20ου αιώνα παλεύει ανάμεσα σε θεωρητικές διακηρύξεις επιβολής δικαιοσύνης και στη συντήρηση της υπάρχουσας πολιτικής εξουσίας. Και αυτός είναι ένας αγώνας η νίκη του οποίου γέρνει μαθηματικά προς τους ισχυρούς. Μόνο που ο Ιστγουντ απέτυχε να χρησιμοποιήσει την ταινία του σύγχρονα. Μοιάζει να τον γοήτευσε το ρετρό, και η ατμόσφαιρα της εποχής και έμεινε στην επιφάνεια, στην εξιστόρηση, στην αφήγηση. Οχι στο μεδούλι των πραγμάτων. Οσο για την πρωταγωνίστριά του; Αν και η σπαραχτική/ηρωική φύση του ρόλου της μπορεί να την οδηγήσει σε κάποιο βραβείο, κανείς δεν μπορεί να ονομάσει την ερμηνεία της άξια προσοχής. Η βουβή δύναμη δεν ταιριάζει στην Αντζελίνα. Η δεκαετία του 20 δεν ταιριάζει στην Αντζελίνα. Νομίζεις ότι κάποια στιγμή θα βγει από το τσάρλεστον κουστούμι της και θα πλακώσει όλους τους αστυνομικούς στο ξύλο.
ΠΟΛΥ ΛΥΚΟΥΡΓΟΥ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Mister Lonely
Ενας μοναχικός σωσίας του Μάικλ Τζάκσον ερωτεύεται μια απομίμηση της Μέριλιν. Ενα αλλόκοτο κοινόβιο από μίμους διασημοτήτων ζει απομονωμένο σε έναν σκοτσέζικο πύργο, προετοιμάζοντας μια φιλόδοξη παράσταση για τους κατοίκους των γύρω περιοχών. Και ένας ιδιόρρυθμος ιεραπόστολος με τα χαρακτηριστικά του Βέρνερ Χέρτζογκ προτρέπει καλόγριες να δοκιμάσουν την πίστη τους στον Θεό, πηδώντας από αεροπλάνα χωρίς αλεξίπτωτο. Δυο-τρεις καταπληκτικές ιδέες έχει όλες κι όλες η νέα δημιουργία του Χάρμονι Κορίν. Είναι αρκετές για να υποστηρίξουν ολόκληρη ταινία; Δυστυχώς όχι. Αυτή είναι, εντούτοις, η ιστορία με το εξαιρετικά άνισο σινεμά που υποστηρίζει εδώ και δέκα χρόνια ο πρώην σεναριογράφος του «Κids». Δυο-τρία λίαν υποσχόμενα ευρήματα προσπαθούν κάθε φορά να δικαιολογήσουν τα κινηματογραφικά freak show που στήνει μπροστά στην κάμερα ο 34χρονος πλέον νεαρός. Και δεν τα καταφέρνουν.
Μετριάζοντας εδώ την αδυναμία του στο εκκεντρικό, που ανέκαθεν αποτελούσε γι αυτόν αυτοσκοπό, ο Κορίν υπογράφει με το «Μister Lonely» την πιο ενδιαφέρουσα ταινία του. Εκεί που αστοχεί είναι στο να συνδέσει επαρκώς τις παράλληλες πλοκές του και να διευρύνει τον ωραιότατο στοχασμό που επιχειρεί επάνω στις ελπίδες και τις διαψεύσεις που επιφυλάσσει η ανθρώπινη ανάγκη για πίστη. Καλύτερη τύχη την επόμενη φορά.
Λουκάς Κατσίκας
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Carlos
Βιογραφία, αλλά και φιλοσοφικό δοκίμιο χτισμένο πάνω στην ηθική δύσκολων πολιτικών διλημμάτων, το έργο του Ασαγιάς αδιαφορεί για τα κλισέ, εντυπωσιάζει με την εξαιρετική ερμηνεία του Εντγκαρ Ραμίρεζ ενώ πλήττεται από σοβαρά δομικά προβλήματα την στιγμή που διατηρεί τις αντισυμβατικές του διαστάσεις.
Αντισυμβατική ήταν άλλωστε και η επίσημη πρεμιέρα του πέρσι στο φεστιβάλ Καννών: ως τηλεοπτική παραγωγή 330 λεπτών παρουσιάστηκε μια μέρα πριν την τηλεοπτική του έξοδο στο γαλλικό canal + και γέννησε αρκετές συζητήσεις για την θέση του σε ένα κινηματογραφικό φεστιβάλ.
Αργότερα κέρδισε τη Χρυσή Σφαίρα καλύτερης μίνι τηλεοπτικής σειράς και ταυτόχρονα άρχισε να βγαίνει και στις κινηματογραφικές αίθουσες σε μια εκδοχή 165 λεπτών. Τα δομικά προβλήματα όμως αυτής της μετάβασης- από την μικρή στην μεγάλη οθόνη- είναι εμφανή στα αφηγηματικά χάσματα, τα ιστορικά κενά και τα χρονικά άλματα που δυσκολεύουν την παρακολούθηση της ταινίας που είναι ήδη φορτωμένη με πληροφορίες, ονόματα και πολλά συμβάντα. Αποτέλεσμα: ένας θεατής που δεν έχει ιδέα για την διένεξη της Μέσης Ανατολής, τον Ψυχρό Πόλεμο και τα επαναστατικά κινήματα του 70 και του 80, καλό είναι να ρίξει πρώτα λίγο διάβασμα -έστω και στην Wikipedia.
Πέρα από όλα αυτά όμως ο «Κάρλος» είναι και ένα ντοστογιεφσκικό δράμα για την άνοδο, τον θρίαμβο, την μοναξιά και την πτώση ενός ανθρώπου που έζησε ανάμεσα στις σκιές.
Χαρακτηριστικό- κι ίσως τελευταίο- δείγμα των «επαγγελματιών της επανάστασης», ο Κάρλος και πολλοί ακόμη περιπλανώμενοι μαχητές, γεννήθηκαν από τις ένοπλες ομάδες του 60, εμπνεύστηκαν από τις ιδέες του Τσε κι υπερασπίστηκαν τα κινήματα της Λατινικής Αμερικής και της Παλαιστίνης. Πολύ γρήγορα όμως εγκλωβίστηκαν στην υπερβολή της τρομοκρατίας κι έφτασαν να υπηρετούν τις πιο σκοτεινές υποθέσεις μεγάλων μυστικών υπηρεσιών.
Η εξάλειψή τους ήρθε λίγα χρόνια μετά την πτώση του βερολινέζικου τείχους όταν οι πρώην εργοδότες τους έκριναν ότι δεν τους είχαν πλέον ανάγκη.
Κι αν ξεχάσει κανείς τα χάσματα και τα αφηγηματικά προβλήματα που δημιουργεί το μοντάζ, δεν θα μπορούσε παρά να εντυπωσιαστεί από το πολιτικό πλαίσιο και τον Ραμίρεζ (κι αυτός, όπως και ο Κάρλος είναι από την Βενεζουέλα) που θυμίζει τον Ντε Νίρο καθώς παθιάζεται, παχαίνει και αλλάζει μορφή για να γίνει ένα με τον ήρωα που ερμηνεύει.
Ορέστης Ανδρεαδάκης
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Μέσα Από τις Φλόγες
Ούτε μία στιγμή δεν μπορείς να πιστέψεις ότι αυτή η ταινία βασίζεται σε θεατρικό έργο. Καναδάς, Μέση Ανατολή, ανοιχτοί χώροι, μάχες, δολοφονίες, ελεύθεροι σκοπευτές, εκρήξεις- μια διαρκής κίνηση. Καμία σχέση με τις συνήθεις μεταφορές θεατρικών στο σινεμά. Η αλήθεια είναι βέβαια ότι και το ομότιτλο έργο του Καναδολιβανέζου Ουατί Μουαουάντ- το οποίο είναι εμπνευσμένο από την αληθινή ιστορία της συμπατριώτισσάς του Σούχα Μπεχάρα- δεν έχει καμία σχέση με αυτό που περιμένει κανείς από ένα σύνηθες θεατρικό.
Η διαθήκη της μητέρας του Σιμόν και της Ζαν περιλαμβάνει μια εντολή: θα πρέπει να βρουν τον πατέρα και τον αδελφό τους και να τους παραδώσουν τις τελευταίες επιστολές που έγραψε ειδικά γι αυτούς. Μέχρι τότε αγνοούσαν την ύπαρξη και των δύο.Πηγαίνουν λοιπόν στο χωρίο της μητέρας τους στην Μέση Ανατολή κι αρχίζουν να ανακαλύπτουν το, εντελώς άγνωστο γι αυτούς, παρελθόν της.
Με συνεχή φλας μπακ, αριστοτεχνικά δομημένα, έρχονται στην επιφάνεια ιστορίες πολέμων και εμφύλιων συγκρούσεων μέσα σε χώρες έρημες και κατασπαραγμένες. Η μητέρα μπορεί να είναι απούσα, η μνήμη της όμως είναι ζωντανή και διαγράφει μια πορεία βασανισμών, τρόμου και θανάτου.
Ο πρωτόγνωρος αυτός θεατρικός κόσμος του Μουαουάντ, ο οποίος γράφει και ταυτόχρονα σκηνοθετεί, με απίστευτα πρωτότυπο τρόπο, έργα μεγάλης πνοής, κυριαρχείται από τα θέματα της μνήμης, της κληρονομιάς, της εξορίας.
Έτσι ο Ντενί Βιλνέβ είχε εξαρχής στα χέρια του ένα ιδιότυπο θεατρικό υλικό που, διασκευάζοντάς το, σχηματοποιήθηκε σε ένα εξαίσιο και εκρηκτικό κινηματογραφικό σενάριο. Στην αφετηρία του υπάρχει, επίσης, μια διακεκαυμένη ζώνη μαθηματικών υποθέσεων και αλληγοριών, μέσα στην οποία τίποτε δεν παραμένει ανέπαφο, καθώς τα πάντα ξεδιπλώνονται σαν συνεχείς, γοητευτικές και πολύπλοκες, εξισώσεις.
Μαθηματικό είναι, εξάλλου, και το βασικό πρόβλημα των δυο πρωταγωνιστών, δίδυμων αδελφών: η φαινομενικά εύκολη πρόσθεση (1+1) που αναλαμβάνουν να λύσουν δεν έχει ως άθροισμα το 2, αλλά το 1. Η λύση όμως αυτής της πρόσθεσης είναι το κεντρικό μυστικό της ταινίας, το οποίο βεβαίως δεν πρόκειται να αποκαλύψω.
Μια από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς το «Μέσα Στις Φλόγες» σε καθηλώνει με την σπαρακτική του δύναμη και μοιάζει με ωρολογιακή βόμβα που πρόκειται να εκραγεί στο απρόσμενο φινάλε.
ΟΡΕΣΤΗΣ ΑΝΔΡΕΑΔΑΚΗΣ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Drive Angry 3D
Ο Νίκολας Κέιτζ συνεχίζει να διαλέγει ταινίες που μας κάνουν να αναρωτιόμαστε αν έχει έστω και την παραμικρή επαφή με αυτό που ονομάζουμε καλλιτεχνική έμπνευση. Εδώ υποδύεται ακόμη έναν μοναδικό χαρακτήρα ο οποίος επιστρέφει από την Κόλαση για να εκδικηθεί τους δολοφόνους της οικογενείας του. Κάπου στη πορεία της ιστορίας μπλέκονται με μοναδικό τρόπο πέρα από τους συνηθισμένους κακούς η εγγονή του, το δεξί χέρι του Διαβόλου και μια χάρμα οφθαλμών ξανθιά.
Βέβαια το νόημα σε αυτή την ταινία δεν είναι το σενάριο ή οι ερμηνείες. Είναι η διασκέδαση, η απενοχοποιημένη διασκέδαση ενός καλού b-movie που σέβεται τον εαυτό του και τους φαν του. Έτσι το "Drive Angry" ξεκινά με τσίτα τα γκάζια, μαύρο χιούμορ, κακά χτενίσματα και δολοφονικά θηλυκά(Άμπερ Χερντ). Η ταινία δυστυχώς όμως χάνει το ρυθμό της προς το τέλος κουράζοντας με επαναλήψεις. Το 3D είναι εξαιρετικής ποιότητας, πράγμα που αυξάνει την διασκέδαση σου καθώς κάθε λογής υλικά εκρήγνυνται στη σκηνή κάνοντας σου να αναπηδήσεις στην καρέκλα σου και να χαμογελάσεις. Γιατί αυτό είναι σε τελική ανάλυση το "Drive Angry" . Θα το δεις, θα το διασκεδάσεις, θα το ξεχάσεις.
Κατερίνα Εξερτζόγλου
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Κοτόπουλο με Δαμάσκηνα
Ένα γοητευτικό παραμύθι που σε κάνει να γελάς στις πιο συγκινητικές του στιγμές. Μια δραματική ιστορία με διάθεση κωμική. Ένα καρτούν με αληθινούς ηθοποιούς. Ένα ανατολίτικο παραμύθι με δυτικά κόλπα. Η Σατραπί και ο Παρονό συνεχίζουν να παίζουν με ετερόκλητα (κι όχι μόνο κινηματογραφικά) υλικά και να επιτυγχάνουν υπέροχες αλχημείες.
Στην Τεχεράνη της δεκαετίας του 50, ένας βιολιστής, ο Νασέρ Αλι Καν (στο κόμικ παίζει παραδοσιακή περσική κιθάρα) αποφασίζει να πεθάνει επειδή καταστράφηκε το αγαπημένο του βιολί- τι εξαίσιος ποιητικός λόγος για την προαναγγελία του θανάτου ενός πραγματικού ποιητή! Κάτω από την πρόφαση του βιολιού ωστόσο, υπάρχει η απογοήτευση για την αποτυχία μιας ολόκληρης ζωής και- φυσικά- ένας χαμένος ανολοκλήρωτος έρωτας.
Στα πρώτα κιόλας πλάνα της ταινίας βλέπουμε την κατάληξη της: τον θάνατο και την κηδεία του Νασέρ. Μέχρι τον θάνατο όμως θα μεσολαβήσουν οκτώ ημέρες και οκτώ φιλμικά κεφάλαια γεμάτα μυστικά, εκπλήξεις και παιχνίδια με τον χρόνο. Αυτό που ενδιαφέρει τους δύο δημιουργούς είναι η διαδικασία μέχρι το φινάλε: τα γεγονότα που προηγήθηκαν στο μακρινό παρελθόν του ήρωα κι αυτά που θα έρθουν μετά τον θάνατό του.
Η δομή της ιστορίας δηλαδή βρίσκεται στο παρόν και στην προσπάθεια του Νασέρ να πεθάνει, την ώρα που τα φλας μπακ φωτίζουν την αληθινή καταγωγή της απογοήτευσής του και τα άλματα στο μέλλον αποκαλύπτουν όλα όσα θα γίνουν όταν αυτός θα έχει πια πεθάνει.
Τα απομεινάρια του μεγάλου ανολοκλήρωτου έρωτα βρίσκονται σκόρπια σε όλο το σώμα της ταινίας, έχοντας προηγουμένως σημαδέψει ανεξίτηλα και το σώμα του Νασέρ.
Γεννημένη στο Ιράν και πολιτογραφημένη Γαλλίδα η Σατραπί δεν αρκέστηκε αυτή τη φορά να το μεταφέρει αυτούσιο ως κόμικ της, αλλά προτίμησε να το ζωντανέψει με ηθοποιούς. Κι ίσως να πάει ακόμη πιο πέρα: να το διασκευάσει προσθέτοντας κι αφαιρώντας στοιχεία και δίνοντας νέες διαστάσεις που δεν υπήρχαν στο χαρτί.
Ετσι οι χάρτινες ασπρόμαυρες εικόνες του κόμικ έδωσαν την θέση τους σε ένα κινηματογραφικό παιχνίδι έντονων χρωμάτων, ζωγραφισμένων ντεκόρ και κινηματογραφικών τρυκ. Αφεθείτε τους χωρίς αναστολές: την ώρα που είσαι έτοιμος να κλάψεις, η Σατραπί σε παγιδεύει με ένα τολμηρό αστείο και την ώρα που νοιώθεις δεμένος στην πλοκή, μια απρόσμενη κίνηση σε απελευθερώνει.
Ορέστης Ανδρεαδάκης
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Ο Νεαρός Κύριος Γκαίτε
Μια ματιά στον αυθεντικό τίτλο της ταινίας (“Goethe!”) είναι αρκετή για να καταλάβουμε τον συναισθηματικό και αισθητικό πυρήνα του “Νεαρού Κυρίου Γκαίτε”. Χωρίς μουσική, χορούς ή τραγούδια, το φιλμ του Φίλιπ Στελτσλ θα μπορούσε κάλλιστα να λέγεται “Γκαίτε: το μιούζικαλ” - και μην μου πείτε ότι αυτή δεν είναι μια ιντριγκαδόρικη ιδέα. Αφηγούμενη τάχα τις νεανικές περιπέτειες της λογοτεχνικής ιδιοφυΐας από την Γερμανία, η ταινία χρησιμοποιεί ως αφετηρία ένα υπαρκτό πρόσωπο για να ξετυλιχτεί ως ρομαντική κομεντί εποχής με πολλή φαντασία - και λιγότερα πραγματικά γεγονότα.
Ο νεαρός Γκαίτε σκιαγραφείται ως πνεύμα ανήσυχο, που εξορίζεται από την πατρική εξουσία, αγωνίζεται για το αναμφισβήτητο από τον ίδιο και αμφισβητούμενο από τον κόσμο όλο ταλέντο του και, φυσικά, ερωτεύεται πανέμορφη κορασίδα, με την οποία όμως τους χωρίζουν οι άτιμες οι κοινωνικό-οικονομικές ανισότητες. Η ταινία δεν καταβάλει καμία προσπάθεια να ρίξει φως στα σκοτάδια της δημιουργικής διαδικασίας ούτε καν μπαίνει στον κόπο να αναδείξει κινηματογραφικά την αξία της λογοτεχνικής κληρονομιάς του Γκαίτε. Χρησιμοποιεί ανερυθρίαστα όλα τα κλισέ των ταινιών εποχής; Εννοείται. Είναι πασιφανές ανά πάσα στιγμή τι θα ακολουθήσει; Προφανώς. Έχει καμία σχέση με αντικειμενική βιογραφία; Θεός φυλάξοι! Τι είναι λοιπόν αυτό που κάνει την παρακολούθησή του τόσο υποφερτή και, γιατί όχι, διασκεδαστική;
Μα το απενοχοποιημένο πλασάρισμα της ταινίας ως αυτή την ευχάριστη εκδοχή ενός αισθηματικού φιλμ με περούκες εποχής - από την αρχή και τους τίτλους της μέχρι το τέλος, όπου ο Γκαίτε επιστρέφει στα πάτρια εδάφη για να γίνει δεκτός με ιαχές θριάμβου. Ποια άλλη ταινία θα μπορούσε εξάλλου να καταφέρει το εφέ “Γκαίτε Εσύ Σούπερσταρ” χωρίς να γίνει ολότελα ρεζίλι;
Φαίδρα Βόκαλη
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Στο Δρόμο
Για δεκαετίες ολόκληρες το σινεμά επιχειρούσε να προσεγγίσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο αυτό το πραγματικά μυθικό βιβλίο της αμερικανικής λογοτεχνίας, το οποίο όσο γοητευτικό παρέμενε σταθερά μέσα στα χρόνια, άλλο τόσο δύσκολη έμοιαζε ανέκαθεν η κινηματογράφησή του.
Αφού πολυάριθμοι σκηνοθέτες προσπάθησαν κατά καιρούς να δρομολογήσουν τη μεταφορά του στη μεγάλη οθόνη (από τον Φράνσις Φορντ Κόπολα μέχρι τον Τζόελ Σουμάχερ), ο άνθρωπος στον οποίο ανατέθηκε το δύσκολο έργο της διασκευής κατέληξε μόλις πέρσι να είναι ο Βάλτερ Σάλες.
Η επιλογή έμοιαζε αρχικά ιδανική. Εκτός του ότι αποτελεί έναν από τους πιο ένθερμους θαυμαστές της μυθιστορηματικού οδοιπορικού που έγραψε το 1951 (και δημοσίευσε το 1957) ο Τζακ Κέρουακ, ο βραζιλιάνικης καταγωγής δημιουργός είχε ήδη δοκιμαστεί επιτυχώς στο είδος της ταινίας δρόμου, με θαυμάσια φιλμ όπως ο «Κεντρικός Σταθμός» και τα «Ημερολόγια Μοτοσικλέτας».
Αναλαμβάνοντας να μεταφράσει κινηματογραφικά ένα βιβλίο που δεν απλώνεται σε κάποια ξεκάθαρη αφήγηση, αλλά βασίζεται σε μια χαλαρή και επεισοδιακή πλοκή, ο Σάλες και ο σεναριογράφος του αποπειράθηκαν να κρατήσουν το κατακερματισμένο ύφος του συγγραφέα και να μεταφράσουν με όσο το δυνατόν πιο γλαφυρές εικόνες την εκστατική περιπλάνηση που επιχειρούν οι ήρωες του Κέρουακ στην αμερικανική ενδοχώρα της δεκαετίας του '40, ρουφώντας εμπειρίες σαν ένα αχόρταγο σφουγγάρι και αναζητώντας λιγότερο ένα μέρος στο οποίο να ανήκουν και περισσότερο ένα πιο ολοκληρωμένο και ειλικρινές κομμάτι του εαυτού τους.
Τι κρίμα, ωστόσο, που οι περισσότερες επιλογές που έγιναν για λογαριασμό του φιλμ αποδεικνύονται άκρως συζητήσιμες, ξεκινώντας από την ανάθεση του πρωταγωνιστικού ρόλου σε ένα νωθρό Σαμ Ράιλι (ο νεαρός ηθοποιός που ενσάρκωσε τον Ιαν Κέρτις στο «Control»), ο οποίος αδυνατεί να δικαιώσει τον εμβληματικό χαρακτήρα που κλήθηκε να υποδυθεί.
Από την πλευρά του, ο σεναριογράφος Χοσέ Ριβέρα προτίμησε να καταφύγει ούτε λίγο ούτε πολύ σε μια άψυχη σύνοψη του βιβλίου, υπογραμμίζοντας τα σημαντικότερα, κατά τη γνώμη του, σημεία στα οποία αξίζει να σταθεί κανείς ή προσπερνώντας σημαντικά κεφάλαια και σελίδες του προκειμένου να υπερτονίσει άσκοπα τις πιο ερωτικές παραμέτρους του.
Με τη σειρά του, ο Σάλες φανερώνει μεν εξαιρετικό ζήλο στην αναβίωση της εποχής στην οποία εκτυλίσσεται η δράση, αναπαριστά παρ' όλα αυτά τη σχεδόν ρομαντική Αμερική των επαρχιακών κωμοπόλεων και των μεγάλων αστικών κέντρων, των ανοιχτών οριζόντων και των αχανών αυτοκινητοδρόμων μέσα από έναν καλλωπιστικό και εντελώς καρτ ποσταλικό τρόπο.
Συμπιέζει, επιπλέον, ολόκληρες ταξιδιωτικές βινιέτες του μυθιστορήματος σε ταχύρρυθμα μοντάζ που εξαφανίζουν το θεματικό τους αντικείμενο προτού ο θεατής προλάβει να εμπλακεί συναισθηματικά μαζί του.
Είναι μάλλον αυτονόητο ότι η ηδονή των λέξεων και η ατίθαση πρόζα που συνέλαβε ο Κέρουακ στις αυτοβιογραφικές σελίδες του χρονικού του χάνονται παντελώς κατά την επιγραμματική μεταφορά τους στη μεγάλη οθόνη.
Κι αυτό που μένει πίσω μοιάζει με το κινηματογραφικό συνώνυμο ενός τουριστικού ταξιδιού που αναγκάζεται κανείς να πραγματοποιήσει καθηλωμένος στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου, ασφυκτιώντας για λίγο καθαρό αέρα από τα μπροστινά παράθυρα και δίχως να του επιτρέπονται οι ενδιάμεσες στάσεις.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Ο Έρωτας του Φεγγαριού
Ο Γουές Αντερσον ανέκαθεν έκανε ένα ιδιότυπο είδος παρωδίας: οι εκάστοτε ταινίες του μιμούνται κάθε φορά κάποιο κινηματογραφικό είδος αποδομώντας τους τυπικούς του κανόνες, με στόχο όμως όχι (μόνο) το γέλιο, αλλά και την περαιτέρω συναισθηματική εμπλοκή του θεατή. Ποιος είπε εξάλλου ότι δεν κρύβεται συγκίνηση και στην καρικατούρα;
Έτσι κι εδώ, σ'αυτή την ιστορία δύο απροσάρμοστων παιδιών της δεκαετίας του '60, που ερωτεύονται και αποφασίζουν να το σκάσουν μαζί, ο θεατής θα αναγνωρίσει όλα τα κλισέ των ταινιών καταδίωξης φυγάδων και στρατιωτικής περιπέτειας. Από τα “Μπόνι και Κλάιντ” και “Badlands” μέχρι τον “Φυγά”, o Άντερσον μπολιάζει την ταινία με αναφορές - σε ένα εντελώς απροσδόκητο πλαίσιο ωστόσο, δημιουργώντας κινηματογραφική terra incognita.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή: οι δύο νεαροί πρωταγωνιστές της ιστορίας ασφυκτιούν στο μικρό, απομονωμένο νησί όπου μεγαλώνουν και νιώθουν παρίες στο περιβάλλον τους. Ο Σαμ περνάει το καλοκαίρι του σε μία κατασκήνωση προσκόπων, όπου δίνει διέξοδο στην αγάπη του για οργανωτικότητα και την επαφή με τη φύση, ενώ η Σούζι ακούει γαλλικούς δίσκους στο πικάπ του μικρού της αδερφού και παρακολουθεί τα πάντα με το αγαπημένο της αξεσουάρ, ένα ζευγάρι κυάλια.
Η γνωριμία τους θα συνοδευτεί από το αναπόφευκτο coup de foudre και θα το σκάσουν μαζί, κινητοποιώντας την υπόλοιπη προσκοπική ομάδα και τον απόλυτο πρόσκοπο-αρχηγό της (Έντουαρντ Νόρτον), τον αστυνομικό της περιοχής (ο Μπρους Γουίλις σε ένα ρόλο που αποδεικνύει ότι θα έπρεπε να είναι μόνιμος κάτοικος στο σύμπαν του Γουές Άντερσον), και φυσικά τους γονείς της Σούζι (Μπιλ Μάρεϊ και Φράνσις ΜακΝτόρμαντ). Όλα τα σκηνοθετικά τερτίπια του Άντερσον - που με τα χρόνια έγιναν αντικείμενο μίμησης από άλλους σε βαθμό αηδίας - είναι παρόντα: οι χαρακτήρες μάς συστήνονται μέσα από χαρακτηριστικά pans και αποκαλύπτονται σε υπέροχα σλόου μόσιον με ρετρό σάουντρακ (εδώ κατά βάση κλασικής μουσικής). Ξανά συναντάμε παρόντες-απόντες γονείς, αποξενωμένα αδέρφια και “περίεργους” χαρακτήρες, που μοιάζουν να περνάνε παρατεταμένη εφηβεία. Τι αλλάζει λοιπόν;
Μα, καταρχήν, το πλαίσιο. Για πρώτη φορά ο Άντερσον μοστράρει την βίντατζ αισθητική του στην χρονική περίοδο που όντως άνθισε - τη δεκαετία του `60. Τα ντεκόρ του και τα κοστούμια του δεν είναι (μόνο) μία ευκαιρία να δημιουργήσει έναν quirky κόσμο στον οποίο οι χίπστερ θα έκαναν πάρτι, αλλά αποτελούν την αισθητική πραγματικότητα μιας εποχής. Και οι πρωταγωνιστές του όμως, αυτή τη φορά δεν περνάνε την εφηβεία στα 30, τα 40 ή τα 50 τους, αλλά στα 14.
Όλα δείχνουν πως η ενηλικίωση του Γουές δεν είναι μακριά. Στην αρχή της ταινίας οι ήρωες ακούνε μία συμφωνία που αποτελείται από ένα βασικό θέμα, το οποίο κάθε οικογένεια οργάνων της ορχήστρας επεξεργάζεται σε διαφορετικές παραλλαγές, για να ξαναμπεί στο τέλος δυναμικά, με τη συμμετοχή όλων των μουσικών. Ο Άντερσον κλείνει το μάτι στο θεατή, για να μας θυμίσει πως και ο ίδιος ως μαέστρος δουλεύει πάντα τις παραλλαγές ενός βασικού μοτίβου.
Εδώ ακουμπάει τον πρώτο έρωτα με ευαισθησία και χιούμορ, με μνήμη από τις πληγές και το “για πάντα” που κρύβει άθελά του το πρώτο άγγιγμα, και τελικά επιστρέφει, για μία ακόμη φορά, στην αρχετυπική του διερεύνηση της οικογενειακής δυσλειτουργίας, του εφηβικού άγχους και αυτής της απροσδιόριστης θλίψης - απλώς με περισσότερη ωριμότητα. Αυτό δε σημαίνει εξάλλου να μεγαλώνεις;
Φαίδρα Βόκαλη
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Cosmopolis
Στην διάρκεια ενός έκρυθμου 24ώρου για την πόλη της Νέας Υόρκης, ανάμεσα σε μια επικείμενη επίσκεψη του Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών, την κηδεία ενός αστέρα της χιπ χοπ μουσικής, βίαιες αντι-καπιταλιστικές διαδηλώσεις στους δρόμους και μια κλιμακούμενη χρηματιστηριακή αστάθεια που δημιουργεί φόβους για το χειρότερο, ένας νεαρός πολυεκατομμυριούχος μπαίνει απτόητος στην υπερπολυτελή λιμουζίνα του. Ζητά από τον σοφέρ του να διασχίσει λεωφόρους που καίγονται, να αψηφήσει τα μποτιλιαρίσματα και να τον οδηγήσει στον αγαπημένο του κουρέα, για την καθιερωμένη του επίσκεψη.
Η συμβολική και αρκετά σουρεαλιστική αυτή διαδρομή από τη μια μεριά της πόλης στην άλλη και από τις πρώτες πρωινές ώρες μέχρις ότου πέσει η νύχτα συμπίπτει με την χρονική στιγμή κατά την οποία ένας πλήρως αλαζονικός ήρωας (με τα χαρακτηριστικά ενός ταιριαστού στον ρόλο Ρόμπερτ Πάτινσον) θα αποφασίσει να εγκαταλείψει την ασφάλεια που του παρέχει το κινούμενο φρούριό του προκειμένου να αναπνεύσει για λίγο τον αέρα του πραγματικού κόσμου και πιθανόν να εκπληρώσει μια ανεκδήλωτη επιθυμία θανάτου.
Ο Ντον Ντε Λίλο αποτύπωσε τη μετεωρική αυτή διαδρομή έντεκα χρόνια πριν, στις σελίδες του (αδύναμου συγκριτικά με προηγούμενες δουλειές του) βιβλίου «Κοσμόπολις», επιχειρώντας ταυτόχρονα ένα σχόλιο για έναν σύγχρονο δυτικό πολιτισμό ο οποίος βρίσκεται διαρκώς στο χείλος της καταστροφής.
Κάποια στιγμή που το μυθιστόρημα έπεσε στα χέρια του Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ, ο σκηνοθέτης εντυπωσιάστηκε όχι τόσο με την σκοτεινή πολιτικο-κοινωνική σάτιρα που το διακατείχε αλλά από τον καταλυτικό ρόλο που έπαιζε μέσα του η χρήση του λόγου, με αποτέλεσμα να μεταφέρει λέξη προς λέξη στην οθόνη σχεδόν όλα τα διαλογικά μέρη του βιβλίου.
Στο λαλίστατο φιλμικό «Cosmopolis» οι ήρωες αναλώνονται σε σύντομες και ρομποτικές συναναστροφές, μιλούν ακατάπαυστα δίχως να επικοινωνούν ποτέ πραγματικά μεταξύ τους, γεμίζουν τον αέρα με αόριστες φράσεις και σκόρπιες ιδέες και αναρωτιούνται για τα πάντα χωρίς να μπορούν να προσφέρουν απάντηση και λύση σε τίποτα.
Βγαλμένο από ένα κοφτερά ψυχρό κινηματογραφικό σύμπαν, όχι πολύ διαφορετικό από αυτό που γέννησε το «Crash» ή παλιότερα το «Videodrome», το καινούργιο φιλμ του Κρόνενμπεργκ συστήνεται ως μια απόμακρη και μάλλον δύστροπη εμπειρία γεμάτη χαρακτήρες που φαντάζουν με ανθρώπινες ρέπλικες, μια υπνωτική στο μεγαλύτερο μέρος της αφήγηση και ένα σκηνοθετικό βλέμμα που μοιάζει να αντικρίζει το μοντέρνο κόσμο σαν να αποτελεί κομμάτι κάποιας μελλοντικής δυστοπίας.
Πλήρως αποστασιοποιημένο συναισθηματικά, φορτωμένο μια ανελέητη πρόζα που δεν αποκλείεται να ξενίσει πολλούς θεατές και αποσπασματικό ενάντια σε κάθε υποψία συμπαγούς δράσης, το «Cosmopolis» δεν χρειάζεται να προσπαθήσει πολύ για να αποξενώσει ένα λιγότερο δεκτικό κοινό.
Οποιος θελήσει να συγχρονιστεί στη μινιμαλιστική συχνότητά του, εντούτοις, θα βρεθεί αντιμέτωπος με ένα παράξενο και αλλόκοτα χιουμοριστικό ταξίδι σε μια μουδιασμένη και πλήρως αλλοτριωμένη πραγματικότητα όπου το χρήμα, το σεξ, η ανάγκη για επαφή και ο θάνατος έχουν προ πολλού χάσει την δυνατότητά τους να προκαλέσουν τον οποιονδήποτε αντίκτυπο.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Ο Καίσαρας Πρέπει να Πεθάνει
Σε δύο κόσμους κινείται η νέα, βραβευμένη με τη Χρυσή Αρκτο στο Φεστιβάλ του Βερολίνου ταινία των αδελφών Πάολο και Βιτόριο Ταβιάνι, «Ο Καίσαρας πρέπει να πεθάνει». Στον κόσμο της φυλακής, και συγκεκριμένα στην υψηλής ασφάλειας πτέρυγα των βαρυποινιτών των αναμορφωτηρίων Ρεμπίμπια της Ρώμης. Και στον κόσμο του «Ιούλιου Καίσαρα» του περίφημου θεατρικού έργου του Σαίξπηρ περί παιχνιδιών εξουσίας και προδοσίας στην αρχαία Ρώμη.
Στην αρχή, όπου παρακολουθούμε σε έγχρωμο την τελευταία σκηνή του θανάτου του Βρούτου και το πέρας της παράστασης ενώπιον ενός μικρού κοινού σ' ένα θέατρο (που θα αποδειχθεί εγκατάσταση των φυλακών) οι δύο κόσμοι είναι χωριστοί, μια διάκριση που σφραγίζεται από την επιστροφή των «ηθοποιών» στα κελιά τους. Στη συνέχεια, καθώς το ασπρόμαυρο φλασμπάκ μάς πάει έξι μήνες πίσω, στις ακροάσεις και στην επιλογή των καταδίκων που θα εμψυχώσουν το έργο υπό την επίβλεψη ενός μη έγκλειστου σκηνοθέτη, γίνονται παράλληλοι. Και βαθμιαία, με τις πρόβες εντός του κτιρίου ή έξω στην αυλή, εξελίσσονται σε ταυτόχρονους. Το σαιξπηρικό κείμενο, απλοποιημένο χωρίς να χάνει την ουσία του και εκφερόμενο από τον καθένα στη δική του τοπική διάλεκτο, γίνεται αντικείμενο ιδιοποίησης από τους καταδίκους, αντανακλά τον νου, το ήθος και τον ψυχισμό τους (εγωισμός και συντροφικότητα, προδοσία και ενοχή, αιχμαλωσία και απελευθέρωση), οσμώνεται με την αλήθεια τους, μέχρι που το πραγματικό και το μυθικό καταλήγουν σε μια σχέση απολύτως αξεδιάλυτη.
Το εντυπωσιακό είναι πως τίποτα από τα παραπάνω δεν τελείται αυθαίρετα ή βεβιασμένα, κι όμως όλα έχουν τη ρευστότητα του φρέσκου, γάργαρου τρεχούμενου νερού. Στα ογδόντα τόσα τους είναι εκρηκτική η ισορροπία που κρατούν οι αδελφοί Ταβιάνι, κινούμενοι στο όριο ανάμεσα στην τεκμηρίωση και τη μυθοπλασία, στην αποστασιοποίηση και την εγγύτητα, στην αμεσότητα και τον προβληματισμό, στο ακαδημαϊκό και το μεταμοντέρνο, και αναζωογονητικός ο τρόπος που τονίζουν την ανυπαρξία, τελικά, του ορίου αυτού στο φάσμα του έργου ενός καλλιτέχνη, που δεν διαχωρίζει τη ζωή του ως πολιτικό ον από τη τέχνη που υπηρετεί. Από τις ευφυείς και συμπυκνωμένες, μαζί και ανθρώπινες, «γήινες» ατάκες των σπουδαίων δημιουργών.
Το πρωταγωνιστικό καστ απαρτίζεται από πρώην καταδίκους, ενώ οι κάρτες που μας τους συστήνουν στο πρώτο δεκάλεπτο του φιλμ, με τα ονόματά τους, το έγκλημα που διέπραξαν και την ποινή τους, αφορούν την πραγματική τους ταυτότητα.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Almanya - Καλωσήρθατε Στην Γερμανία
Η Γερμανία, ως η μεγάλη ηττημένη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, υπήρξε ο πληγωμένος γίγαντας που για να σταθεί ξανά στα πόδια του άνοιξε τα σύνορα σε ξένους εργάτες που με τα φθηνά εργατικά τους χέρια κατάφεραν να την αναστηλώσουν σε χρόνο ρεκόρ. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν Τούρκοι, οι οποίοι μέχρι και σήμερα διατηρούν πολυπληθείς κοινότητες σχεδόν σε όλες τις πόλεις της χώρας.
Το «Almanya - Καλώς Ηρθατε στη Γερμανία» μας γυρίζει πίσω στη δεκαετία του '60, όταν ο Χουσεΐν αποφασίζει να μεταναστεύσει από τα βάθη της Ανατολίας στην Γερμανία της ραγδαίας ανάπτυξης, με σκοπό να βοηθήσει την οικογένειά του.
Γυρίζοντας στην σημερινή εποχή, ο συμπαθής Τούρκος βλέπει τα εγγόνια του που έχουν γεννηθεί στη Γερμανία να γνωρίζουν ελάχιστα πράγματα για την πατρίδα του παππού τους. Οταν ο 6χρονος εγγονός του μπλέκει σε έναν καβγά στο σχολείο όπου αμφισβητείται η εθνική του ταυτότητα, τότε ο Χουσεΐν αποφασίζει πως έχει έρθει η ώρα να διηγηθεί σε όλους την ιστορία της οικογένειας και της μακρινής πατρίδας τους.
Η Γιασεμίν Σαμντερελί δεν θέλει να χαλάσει τις καρδιές κανενός. Αυτό τουλάχιστον συμπεραίνει κανείς από μια ταινία που εγκλωβίζεται στα feelgood στεγανά της, αποφεύγοντας να κάνει το οποιοδήποτε πολιτικό σχόλιο για το μεταναστευτικό ζήτημα και επιλέγοντας να μην θίξει έστω και μέσα από ένα κωμικό πρίσμα, προβλήματα που ταλανίζουν μέχρι και σήμερα τη Γερμανία αλλά και ολόκληρη την Ευρώπη.
Αντιθέτως, η σκηνοθέτης περιορίζεται σε μια συμβατική κινηματογράφηση της ιστορίας της και βασίζεται, απ' τη μία σε μια υποτιθέμενη ρετρό σκηνογραφική προσέγγιση που ακουμπά τα όρια του λαογραφικού κλισέ και απ' την άλλη σε γραφικούς χαρακτήρες που ενώ στοχεύουν στην διακωμώδηση των στερεοτύπων της κουλτούρας δύο λαών, φλερτάρουν τελικά περισσότερο με την καρικατούρα. Το «Almanya - Καλώς Ηρθατε στη Γερμανία» είναι ένα φιλμ ευχάριστο, με ανάλαφρες χιουμοριστικές πινελιές το οποίο όμως αδικεί τον εαυτό του και δεν βρίσκει ποτέ το θάρρος να γίνει καυστικό αξιοποιώντας τις δυνατότητες του θέματος που προσεγγίζει.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Παράδεισος του έρωτα
Ντροπή. Το συναίσθημα που αισθάνεσαι παρακολουθώντας το τοποθετημένο στην Κένυα δράμα του Ούλριχ Ζάιντλ, όπου μια μεσήλικη Αυστριακή αναζητά στο (εξαγοραζόμενο) σεξ με τους κατά πολύ νεότερους της ντόπιους Αφρικανούς την αγάπη, δεν είναι ευχάριστο.
Οπως δεν είναι σε κάθε ταινία του Ζάιντλ («Dog days», «Import-export»), ο οποίος συστηματικά τοποθετεί έναν καθρέφτη ασχήμιας απέναντι στον θεατή. Στο παραθαλάσσιο θέρετρο η ερωτική επαφή των Ευρωπαίων παραθεριστριών με τους νεαρούς της «πιάτσας» είναι καθιερωμένη υπόθεση. Το πρώτο κεφάλαιο της τριλογίας του Αυστριακού σκηνοθέτη γύρω από την αναζήτηση του επίγειου «παραδείσου» της ευτυχίας, σκιαγραφεί ωμά έναν δυτικό κόσμο σε κρίση, αυτιστικό και κορεσμένο μέσα στα στεγανά της αφθονίας του, ταυτόχρονα κυρίαρχο αλλά και αφημένο σε ένα αέναο «πάρε-δώσε» με τους υπανάπτυκτους λαούς.
Στα άκρα της γελοιοποίησης γνώριμες εικόνες «διασκέδασης» εύπορων τουριστών σε φτωχά εξωτικά μέρη καθώς και η έκθεση της ακόρεστης δίψας της ηρωίδας για την άγνωστη ανδρική σάρκα σε ξεβολεύουν, κάνοντάς σε απρόθυμο θεατή ενός σινεμά που στοχεύει στην αφύπνιση των συνειδήσεων.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Iron Man 3
Ίσως το πιο δύσκολο πρότζεκτ από την όλη φιλόδοξη σειρά ταινιών που επιχειρεί η Marvel - ναι, περισσότερο και από το να συστήσει οπλισμένους με υπερφυσικά σφυριά εξωγήινους, βιονικούς στρατιώτες του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου ή να αλλάξει μορφή σε έναν συγκεκριμένο θυμωμένο επιστήμονα τρεις φορές σε 10 χρόνια - είναι αυτό του «Iron Man 3». Γνωστός μεν ο κόσμος και αγαπημένος ήδη ο κεντρικός χαρακτήρας, αλλά αυτή είναι και η πρώτη μεμονωμένη ταινία που αναλαμβάνει να ακολουθήσει το περσινό μαμούθ των «Εκδικητών», να διασπάσει την ομάδα και έτσι να συνεχίσει με μόλις έναν πρωταγωνιστή. Ευτυχώς αυτός ο ένας πρωταγωνιστής είναι ο αλαζόνας, ατακαδόρος και ιδιοφυής Τόνι Σταρκ του απολαυστικού Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ, και ευτυχώς ο Σέιν Μπλακ παίρνει στα χέρια του τα ηνία για να παραδώσει την καλύτερη «Iron Man» μέχρι σήμερα.
Όχι ότι βέβαια αυτό είναι ιδιαίτερος έπαινος. Οι δύο πρώτες ταινίες, σκηνοθετημένες από τον Τζον Φαβρό, ήταν αξιοπρεπείς και σωστά κουρδισμένες ως πάνω απ' όλα κωμωδίες με δράση, αλλά και εγκλωβισμένες σε κάποιες προφανείς ευκολίες. Από αυτές σωζόταν φυσικά χάρη στο εκτυφλωτικό χάρισμα του Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ στο ρόλο που μοιάζει να γεννήθηκε για να παίξει - γι' αυτό ίσως και η θρυλική απροθυμία τους να τον αφήσουν πολλή ώρα μέσα στη στολή του Iron Man; - και κεντάει σε κάθε του εμφάνιση.
Το «Iron Man 3» δείχνει ευτυχώς αρκετή φιλοδοξία για να χτίσει γύρω του μια ταινία που να στέκεται επάξια δίπλα σε μια τέτοια ευφάνταστη παρουσία. Μετά το ρίσκο με τον Τζος Γουίντον στους «Εκδικητές», και ο Σέιν Μπλακ («Kiss Kiss Bang Bang», σενάριο για τα πρώτα δύο «Φονικά Όπλα»), που ανέλαβε σενάριο και σκηνοθεσία, ήταν, όπως δείχνει το τελικό αποτέλεσμα, ιδανικός για τη δουλειά αυτή, κρατώντας αριστοτεχνικά την ισορροπία ανάμεσα στην κωμωδία και τη δράση - ή μάλλον ενισχύοντας γενναία και τα δύο - και προσδίδοντας μια δόση τόλμης στον τρόπο αφήγησης αλλά και στην ίδια ιστορία.
Τα τεράστιας κλίμακας γεγονότα των «Εκδικητών» έχουν επηρεάσει σημαντικά τον συνήθως αλαζόνα Τόνι Σταρκ, ο οποίος, έχοντας δει εξωγήινους, άλλες διαστάσεις και λοιπά υπερφυσικά, ταλαιπωρείται από μετατραυματικούς εφιάλτες, κρίσεις πανικού και την εμμονή ότι πρέπει να προετοιμάσει όλο και καλύτερα τον 'Iron Man' εαυτό του για να προστατευτεί ο ίδιος και η Πέπερ. Μια επίθεση του αινιγματικού τρομοκράτη Μανδαρίνου στο σπίτι του θα του κοστίσει την πρόσβαση στις στολές που τον κάνουν σούπερ-ήρωα, κι έτσι ο Σταρκ θα αναγκαστεί να επιστρέψει στα βασικά και να αυτοσχεδιάσει...
Και αυτή ακριβώς η επιστροφή στην ουσία του χαρακτήρα - ένας πανέξυπνος άνδρας που γίνεται σούπερ-ήρωας χάρη στην ευφυΐα και τις γνώσεις του, όχι μια πραγματική υπερ-δύναμη - αλλά και η αποδόμηση του εξωτερικού του περιβλήματος για μια πιο προσιτή και ανθρώπινη μεριά του (δεν είναι τόσο γλυκερό όσο ακούγεται) που κάνει τη διαφορά. Ο Ντάουνι Τζούνιορ είναι, όπως πάντα, εξαιρετικός σε αυτήν την πιο μεστή εκδοχή του χαρακτήρα, ενώ ευπρόσδεκτη είναι και η απόφαση να δώσουν στην Γκουίνεθ Πάλτροου κάτι περισσότερο από δύο-τρεις σκηνές διαλόγων, και μαζί του την ευκαιρία να αναδείξει ακόμη καλύτερα την Πέπερ και τη χημεία της με τον Τόνι - μακράν την πιο ενδιαφέρουσα ρομαντική σχέση της σειράς.
Φυσικά δε λειτουργούν όλα όπως θα έπρεπε: ενώ ο Μανδαρίνος του Μπεν Κίνγκσλεϊ εξελίσσεται σε μια αναζωογονητικά φρέσκια ιδέα, οι υπόλοιποι δεύτεροι χαρακτήρες αδυνατούν να ξεφύγουν από τα καλούπια που επιτάσσει το είδος και άρα να κάνουν κάποια ιδιαίτερη εντύπωση. Από την άλλη, η επαφή του κόσμου του Σταρκ με όλα τα υπερφυσικά στοιχεία των «Εκδικητών» έδωσαν την αφορμή να ξεφύγει η σειρά από την τεχνολογικο-κεντρική ματιά της και να στραφεί στην επιστημονική φαντασία αλά «X-Men», φλερτάροντας συχνά με την αχρείαστη υπερβολή.
Αυτές είναι όμως μικρές αντιρρήσεις για μια εντυπωσιακή, χορταστική ταινία που αναπάντεχα βάζει, όπως και οι «Εκδικητές» πέρσι τέτοια εποχή, υποψηφιότητα για την πιο διασκεδαστική μπλοκμπάστερ ταινία του καλοκαιριού - και ρίχνει πια το μπαλάκι στο στρατόπεδο Νόλαν και τον «Άνθρωπο Από Ατσάλι» για να ανατρέψει αυτήν την εντύπωση. Και, αν αυτή αποδειχθεί η τελευταία ταινία του Ντάουνι Τζούνιορ στο ρόλο, τότε θα είναι ένας τέλειος αποχαιρετισμός.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
7 Μέρες στην Αβάνα
Επτά ημέρες, επτά ξεχωριστές ιστορίες, που συνθέτουν ένα χαρακτηριστικό πορτρέτο της σημερινής Αβάνα, μιας από τις πλέον ετερόκλητες, ζωντανές πόλεις του πλανήτη. Ένας αμερικανός τουρίστας επισκέπτεται για πρώτη φορά την πόλη. Ένας άγνωστος περιφέρεται άσκοπα, περιμένοντας να συμβεί κάτι - οτιδήποτε. Ένας διάσημος ηθοποιός, καταφθάνει στην περιοχή για να παραστεί στην απονομή ενός βραβείου. Μια οικογένεια αποφασίζει να εντρυφήσει σε μια πανάρχαια ιεροτελεστία. Ένα ερωτικό τρίγωνο αναζητά την «άκρη του νήματος». Ένας εξορκιστής επιχειρεί να σώσει μια βασανισμένη ψυχή...
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Δύο Έρωτες
Το ιδανικό είναι να βρεις και τα δύο στο ίδιο πρόσωπο. Αλλά αν η αγωνιώδης σου αναζήτηση σε ξεβράσει στην τρίτη δεκαετία της ζωής σου, άπνοο και τρομαγμένο απέναντι στην ψυχρολουσία της μοναξιάς, να κοιτάς τα μάτια εκείνης που υπόσχεται να σε φροντίζει και μιας άλλης που σε αναστατώνει, τότε τι αποφασίζεις; Επιμένεις να κυνηγάς χίμαιρες, να υπερασπίζεις το δικαίωμά σου στον απόλυτο έρωτα ή πείθεις τον εαυτό σου να ωριμάσει και να γίνει ευτυχισμένος χωρίς το δράμα, χωρίς το χτυποκάρδι;
Κανείς δεν έχει γράψει, στήσει, φωτίσει αυτή την αγωνία της ψυχής με το σασπένς και τον τρόμο που της αρμόζει. Ο έρωτας δεν ανήκει σε ρομαντικές κομεντί, ανήκει στα θρίλερ. Δεν είναι ροζ - είναι κατακόκκινο και κατάμαυρο. Δεν είναι μόνο γυναικεία υπόθεση. Είναι και βαθιά ανδρική. Αυτό πιστεύει ο Τζέιμς Γκρέι («Τhe Υards») και γεμίζει την ταινία του με μία υποδόρια απειλητική ατμόσφαιρα, παιχνίδια με τις σκιές και το φως, τον ήχο των ανέμων που λυσσομανούν σε ταράτσες, τη σιωπή του μίζερού σου δωματίου όταν δεν χτυπάει το τηλέφωνο. Κυρίως, όμως, ο φακός του κλείνει στον πρωταγωνιστή-μούσα του.
Οπως παλιότερα ο Ντε Νίρο έμοιαζε απαραίτητος στη δραματουργία του Σκορσέζε, έτσι και εδώ ο Φίνιξ είναι κάτι παραπάνω από άξονας του Γκρέι και της ταινίας του. Είναι η ταινία του. Διάλογοι, σιωπές, φωτισμοί - όλα είναι κομμένα και ραμμένα για να στηρίζουν και να στηρίζονται από την ιδιοσυγκρασιακή γοητεία του Φίνιξ. Ακόμη και το μοντάζ μοιάζει να ακολουθεί τους φυσικούς ρυθμούς του πρωταγωνιστή. Απέναντι σαυτό το μυστηριώδες αγρίμι η Πάλτροου τοποθετείται εξίσου σκοτεινά, προσφέροντας στιγμές που υπενθυμίζουν πως τελικά δεν είναι μια τυχαία ηθοποιός.
Σεναριακά και μόνο η ταινία πάσχει. Παρ όλο που είναι εμπλουτισμένη με υπέροχες, διακριτικές λεπτομέρειες (οι μετανάστες γονείς που παραμένουν ερωτευμένοι μπροστά σ' ένα γιο που μένει ακόμα στο εφηβικό του δωμάτιο) τελικά καταφεύγει σε ιδέες που δεν λειτουργούν εξολοκλήρου. Αν όμως πρέπει να επιλέξουμε ανάμεσα σε ειλικρινείς προσπάθειες που στοχεύουν ψηλά και αποτυγχάνουν και σε συμβιβασμένες, προβλέψιμες συνταγές, τότε πάντα θα προτιμούμε το πρώτο. Οπως και στον έρωτα άλλωστε.
Πολλά υποσχόμενο και ανατρεπτικό ερωτικό μελόδραμα. Σκηνοθετημένο άρτια, ερμηνευμένο αριστοτεχνικά, γραμμένο όμως άνισα.
ΠΟΛΥ ΛΥΚΟΥΡΓΟΥ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Τρεις Στιγμές
Είναι προφανής η απόσταση ανάμεσα στις διαφαίνουσες αρχικές προθέσεις του Πέτρου Σεβαστίκογλου και του τελικού αποτελέσματος της δεύτερης μεγάλου μήκους ταινίας του, μετά το ενδιαφέρον ντεμπούτο του- δώδεκα χρόνια πριν- με τον «Ανεμο Στην Πόλη». Η φιλόδοξη προσπάθεια του να ακυρώσει τον χρόνο και τον χώρο, προκειμένου να αφηγηθεί παράλληλα (και σταδιακά ταυτόχρονα) τρεις ερωτικές ιστορίες διαφορετικών ηλικιών, κορυφώνεται σε ένα άχρονο παραμύθι με προεκτάσεις θεατρικού παραλόγου, αλλά είναι ακριβώς αυτή η τελευταία του διάσταση που τελικά τον προδίδει.
Ασφυκτικά περιορισμένες μέσα σε εσωτερικούς χώρους και με διαλόγους που σκοντάφτουν διαρκώς στις θεατρικές τους καταβολές, οι «Τρεις Στιγμές» αντλούν την κινηματογραφική τους υπόσταση μόνο από την ατμοσφαιρική φωτογραφία του Ηλία Κωνσταντακόπουλου, τη ζωντάνια των περισσότερων ερμηνευτών τους και την εξαιρετική μουσική υπόκρουση των Prefabricated Quartet που μοιάζει η μόνη που βρίσκεται σε απόλυτη συμφωνία με την πρόθεση του Σεβαστίκογλου για ένα «δοκίμιο» πάνω στο διηνεκές και ανεξιχνίαστο του έρωτα.
ΜΑΝΩΛΗΣ ΚΡΑΝΑΚΗΣ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Υπ' Αριθμόν 1 Δημόσιος Κίνδυνος. Μέρος 2
Η επικήρυξη του Ζακ Μεσρίν ως υπ’αριθμόν 1 δημόσιου κινδύνου της Γαλλίας, η ανεξέλεγκτη δημοσιότητα, το κυνηγητό με τις αρχές που μετατρέπεται σε βεντέτα, τα περιθώρια που όλο και λιγοστεύουν.
Εάν τα τελευταία λεπτά του πρώτου κεφαλαίου είχαν ήδη φροντίσει να μας προετοιμάσουν, εδώ δεν τίθεται καμία αμφιβολία: ο θάνατος δε μπορεί πια να περιμένει. Καθώς βαδίζει προς το αναπόφευκτο, ο Μεσρίν μπορεί να συνεχίζει να υποδύεται τον έναν ρόλο μετά τον άλλο, μπορεί να απολαμβάνει την παραμορφωτική αντανάκλαση τη φιγούρας του στην τηλεόραση και τα πρωτοσέλιδα, αλλά όλο και περισσότερο βάφει τα χέρια του με πραγματικό αίμα σε έναν πραγματικό κόσμο. Για να μιλήσουμε την γλώσσα του τζόγου, που μεταφορικά και κυριολεκτικά αγαπούσε ο Μεσρίν, το παιχνίδι χοντραίνει επικίνδυνα, και οι μάρκες που σπρώχνει ο καθένας αντιστοιχούν σε χειροπιαστές απώλειες. Στον πολιτικοποιημένο χορό των ’70s, ο Ζακ Μεσρίν επιλέγει να χορέψει, και να χρησιμοποιήσει τους μηχανισμούς της «επανάστασης», της δικαιοσύνης και του θεάματος σε τέτοιο βαθμό, που η ανταπόδοση μοιάζει νομοτελειακή. Ακολουθώντας μια αρκετά πιο γήινη λογική, το δεύτερο αυτό ημίχρονο σκοτεινιάζει, ρίχνει εμφανώς ταχύτητες, και συμμορφώνεται ακόμα και στις πιο θεαματικές του εκρήξεις με μια αίσθητική εντεινόμενου αδιεξόδου και αντίστροφης μέτρησης. Καθώς διαλύει εντέχνως την ελαφρότητα του πρώτου μέρους, ο Ρισέ χειρίζεται την ρυθμική μετάβαση με δεξιοτεχνία, αλλά δε μας εμποδίζει να φανταστούμε μέχρι πού θα μπορούσε να φτάσει ένας σκηνοθέτης σαν τον Ζακ Οντιάρ με έναν πιο «βρώμικο» ήρωα και ένα πιο τρισδιάστατο σύμπαν στα χέρια του. Ακόμη κι έτσι όμως, ο ισορροπημένος ηλεκτρισμός του Βενσάν Κασέλ (παρά τις κάποιες ερμηνευτικές ευκολίες που επιστρατεύονται εδώ) συνεχίζει να προσδίδει σε αυτό το υπερπολυτελές πορτρέτο την απαιτούμενη συνοχή και ένα ερεθιστικό μίγμα συμπάθειας και αντιπάθειας, μέχρι και την τελευταία σταγόνα αίματος.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΑΜΑΡΑΣ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Breakfast On Pluto
Ενα παράξενο αγόρι αφήνει την επαρχιακή ζωή της Ιρλανδίας του 70 και ξαναγεννιέται ως τραβεστί στο Λονδίνο, αναζητώντας τη μητέρα που ποτέ δεν γνώρισε.
Μέτριες κριτικές πήρε η ταινία, αλλά δεν μου φαίνεται καθόλου παράξενο. Το« Breakfast On Pluto» είναι αταξινόμητο, παράξενο κι απρόβλεπτο. Ούτε αρκετά ρομαντικό, ούτε ηρωικό, ούτε δραματικό, ούτε κωμικό. Με μια επιπόλαιη εκτίμηση, θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο Τζόρνταν απέτυχε να βρει ένα καθαρό κέντρο βάρους. Κι όμως η ταινία έχει κάτι μαγευτικά σουρεαλιστικό, κάτι γοητευτικά ξεκούρδιστο στους μεθυστικούς της τόνους. Αφεθείτε και πράγματι θα σας ταξιδέψει.
Ο ήρωάς της δεν είναι παρά μια έκπληκτη Αλίκη που βυθίζεται αυτάρεσκα στη χώρα των θαυμάτων. Είναι Ιρλανδός, αγνώστου πατρός και μητρός, γκέι και μπλεγμένος με τους τρομοκράτες του ΙΡΑ. Οταν τα πράγματα φτάνουν στο «μη παρέκει», φεύγει για το Λονδίνο. Η απόσταση, όμως, από την ταραγμένη Ιρλανδία των καθολικών ενοχών ως το glam Λονδίνο είναι τεράστια κι ο νεαρός φροντίζει να την διανύσει με τη μεγαλύτερη δυνατή τρέλα.
Φτάνοντας λοιπόν στο Λονδίνο, χώνεται στα καμπαρέ και γίνεται μια αληθινή drag queen. Τόσο αληθινή, ώστε κι ο ίδιος πιστεύει ότι είναι γυναίκα. «Αν δεν ήμουν τραβεστί και τρομοκράτης», ρωτάει τον άνδρα που ερωτεύτηκε, «θα με παντρευόσουν;».
Και πίσω απ όλα αυτά, υπάρχει πάντα η αναζήτηση της χαμένης μητέρας, που τον εγκατέλειψε όταν ήταν μωρό. Η μήπως η μητέρα δεν αποτελεί παρά την αφορμή μιας βαθύτερης αναζήτησης, που από την μια είναι μελό κι από την άλλη πολύχρωμη σαν φευγάτο άκουσμα λονδρέζικης ποπ του 70;
Με έναν απίθανο Κίλιαν Μέρφι που θα άξιζε το φετινό Οσκαρ, ο Τζόρνταν παίζει με την πλάκα και τη συγκίνηση και περνά πίσω από τον καθρέφτη της ιρλανδικής του καταγωγής για να δει αυτά που βρήκε η δική του Αλίκη. Μια ποπ, αρσενική Αλίκη, τυλιγμένη με φτερά και στρας.
ΟΡΕΣΤΗΣ ΑΝΔΡΕΑΔΑΚΗΣ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Κρυφές Επιθυμίες
Ενα σαφέστατο πρόβλημα που φανερώνουν οι σημερινές αμερικανικές ταινίες στην πλειοψηφία τους είναι το ότι δείχνουν να μην εμπιστεύονται ιδιαίτερα το κοινό τους. Θεωρούν δεδομένο ότι για να καταλάβει οτιδήποτε πλέον ο θεατής χρειάζεται να του το ερμηνεύσουν εξονυχιστικά. Κάτι τέτοιο φαίνεται να συμβαίνει και με την καινούργια ταινία του ταλαντούχου Φιλντ (Μυστικά Της Κρεβατοκάμαρας). Ακόμη και οι πιο λεπτές αποχρώσεις πίσω από τις συμπεριφορές των ηρώων μοιάζει επιβεβλημένο να εξηγηθούν μέσα από σκηνές που απλουστεύουν τα νοήματα για εμάς. Οπως εκείνη που έχει στηθεί για να μας καταστήσει παραπάνω από σαφές ότι η άπιστη Σάρα λειτουργεί στο κατασταλτικό, πουριτανικό σκηνικό των προαστίων ως μια μοντέρνα Μαντάμ Μποβαρί - ή η συζητήσιμης αποτελεσματικότητας επιλογή του φιλμ να εμπιστευτεί μέρος του συναισθηματικού εσωτερικού των ηρώων στις στεγνές παρατηρήσεις ενός αόρατου αφηγητή, που επεμβαίνει σε τακτά διαστήματα για να μας πει πώς ακριβώς νιώθουν και τι πρέπει να σκέφτονται.
Το συγκεκριμένο εύρημα μοιάζει θεωρητικά ενδιαφέρον, ταυτόχρονα όμως εξασκεί μια τακτική αποστασιοποίησης που βεβαιώνει ότι οι άνθρωποι τους οποίους παρακολουθούμε δεν είναι προβολές αληθινής ζωής αλλά αποκυήματα λογοτεχνικής φαντασίας, παράγωγα μιας ηθικής παραβολής πάνω στους άγραφους νόμους της προαστιακής αποξένωσης. Και κάπου εδώ βρίσκεται το βασικό ελάττωμα αυτού του σποραδικά εξαιρετικού φιλμ. Παρ όλη την έμπνευση και την επιδεξιότητα που επιδεικνύει σχολαστικά σε κάθε πλάνο του, ο Φιλντ μοιάζει να υπηρετεί μηχανικά μια φόρμουλα ταινίας περισσότερο από μια πραγματική ταινία, διαλέγοντας παράλληλα να τηρήσει αισθητές αποστάσεις από τους πρωταγωνιστές του. Σπουδή πάνω στην ενήλικη συμπεριφορά, την ουτοπία της υπαρκτής ευτυχίας, την ψευδαίσθηση της ασφάλειας σε έναν πολιτισμένο κόσμο όταν το στοιχείο του βίαιου απροσδόκητου καιροφυλακτεί συνεχώς, το φιλμ μεταχειρίζεται σφοδρά πάθη και φορτισμένες ψυχολογικά καταστάσεις, το κάνει όμως σαν να συντάσσει μια ψυχρή, ανθρωπολογική μελέτη. Θύτες, θύματα, αθώοι και ένοχοι του δράματος γίνονται προσθήκες ενός ζωολογικού κήπου φτιαγμένου από ανθρώπινα εκθέματα. Πληρώνεις εισιτήριο και τα βλέπεις να ερωτοτροπούν, να υποκρίνονται, να ελπίζουν, να προδίδονται. Είναι το πιο συναρπαστικό θέαμα στον κόσμο...
ΛΟΥΚΑΣ ΚΑΤΣΙΚΑΣ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Η Εύκολη Λία
Νεαρός πορτιέρης σε κλαμπ γεύεται τον έρωτα, την παρανομία και μια πρόωρη υπαρξιακή κρίση όταν γνωρίζει την αινιγματική Λία, με την οποία παθιάζεται.
Ταινία σκηνοθέτη όσο και ηθοποιού, η δεύτερη δουλειά του Σεϊτανίδη ( « Αιώνιος Φοιτητής») χρωστά τις αρετές της στον αρμονικό συνδυασμό και των δύο. Με βασικό μειονέκτημα ένα αδύναμο σενάριο, η ταινία απογειώνεται τακτικά μέσα από τη νευρώδη και ανήσυχη ματιά του δημιουργού της. Εξερευνώντας στο έπακρο τις δυνατότητες που του προσφέρει η κάμερα, ο Σεϊτανίδης συλλαμβάνει με τον φακό του ατμόσφαιρες, νεανικούς παλμούς και μια γνήσια φιλμική αίσθηση του χώρου. Η μεγαλούπολή του μοιάζει να ανήκει σε έναν νεο-νουάρ νυχτερινό κόσμο που αναδύει γοητεία όσο και κίνδυνο. Μέσα της, ένας αλαζονικός νεαρός, διανύει αδιέξοδες τροχιές γύρω από μοιραίες γυναίκες και παιχνίδια της τύχης, βρίσκοντας ιδανική ενσάρκωση στον αυθορμητισμό του Ιωάννη Παπαζήση. Υπερπηδώντας τις σεναριακές επιπολαιότητες, ο χαρισματικός ηθοποιός αφήνει έντονο το στίγμα του σε έναν πυρετικό ήρωα, ο οποίος κινείται λες και αγωνίζεται να γκρεμίσει τα ασφυκτικά όρια στα οποία τον έχει παγιδεύσει το κινηματογραφικό πλάνο. Το φιλμ ανήκει ολοκληρωτικά στο δικό του καρδιοχτύπι...
Λουκάς Κατσίκας
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Αναμνήσεις Μιας Γκέισας
Στην Ιαπωνία, λίγο πριν το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ένα κοριτσάκι με ασυνήθιστα, «γεμάτα νερό» μάτια, παλεύει να επιβιώσει ως Γκέισα.
Δεύτερο κινηματογραφικό παιδί του σκηνοθέτη του « Σικάγο», υπό την προστασία του παραγωγού Στίβεν Σπίλμπεργκ (που του εμπιστεύτηκε τη διασκευή του μάλλον υπερεκτιμημένου ομότιτλου βιβλίου του Αρθουρ Γκόλντεν), αυτές οι Αναμνήσεις είναι σίγουρα μία από τις ομορφότερες ταινίες που θα δείτε φέτος.
Λουσμένες συνήθως από τη μυσταγωγική, αλλά ασθενική σέπια της φλόγας ενός κεριού ή μιας λάμπας υγραερίου, σπανιότερα από εκείνο του ήλιου, που πασχίζει να τρυπώσει στις πυκνοκατοικημένες γειτονιές των γυναικών- «συζύγων της νύχτας», ή από την καταχνιά της βροχής, αναπαριστούν ιδανικά το πανέμορφο, αλλά αποπνικτικό σύμπαν μιας Γκέισας: αυτής που ζούσε για να προσφέρει -αισθητική κυρίως- ευχαρίστηση στους άλλους. Το ευφάνταστο μοντάζ προχωρά το χρόνο αρμονικά, με το πέταγμα μιας βεντάλιας (που, ταξιδεύοντας από το ένα χέρι προς το άλλο, περνά στην επόμενη σκηνή), το τράβελινγκ μιας κάμερας-γερανού (που φεύγει από την αυλή φθινόπωρο κι όταν φτάνει στη στέγη συναντά τα χιόνια), ή το αίμα στο ποτάμι (που μετουσιώνεται στο κόκκινο χρώμα από τα φρεσκοβαμμένα υφάσματα), ενώ οι μελαγχολικές μουσικές ενός αγνώριστου Γουίλιαμς υφαίνουν ατμόσφαιρα σε συνδυασμό με τα πλάνα- ζωντανούς πίνακες ανατολίτικης ζωγραφικής.
Και, καθώς ταυτόχρονα τρεις ωραίες (από κάθε άποψη) ηθοποιοί κεντούν νήματα ψυχής στα κιμονό -πανοπλίες- παγίδες των ηρωίδων τους, το φιλμ κυλά σαν κελαριστό νερό. Που περνά όμως και χάνεται. Ανίκανο να αφήσει βαθιά ίχνη στη μνήμη ή το συναίσθημα. Θολωμένο από μια φλύαρη αφήγηση που εξηγεί τα προφανή και ένα σενάριο που εξελίσσεται σαν Αρλεκιν. Αισθαντικό μόνο για τα ματιά, που μεθούν και ξεγελιούνται εύκολα.
Ιωάννα Παπαγεωργίου
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Επάγγελμα: Ρεπόρτερ
Στη διάρκεια μιας αποστολής του στην Αφρική και σε μια απελπισμένη προσπάθεια να ανταλλάξει την προϋπάρχουσα ζωή του με μια εντελώς καινούργια, ένας αμερικανικής καταγωγής δημοσιογράφος επωμίζεται την επικίνδυνη ταυτότητα ενός νεκρού εμπόρου όπλων, ακολουθώντας στο εξής έναν αυτοκαταστροφικό μονόδρομο που θα τον οδηγήσει από τη φυλακή στην οποία βρισκόταν σε μια φυλακή από την οποία δεν θα μπορέσει ποτέ να ξεφύγει.
Μαέστρος της ελκυστικά κινηματογραφημένης αποξένωσης, της σινεμασκόπ αλλοτρίωσης και των ανθρωπίνων Ζωνών του Λυκόφωτος στο οποίο ταυτότητες, πεπρωμένα, χαρακτηριστικά και ολόκληρες ζωές χάνονται για να μην βρεθούν τις περισσότερες φορές ποτέ ξανά, ο Αντονιόνι πλάθει εδώ έναν σύνθετο και πανούργο ιστό ταινίας. Χρησιμοποιώντας την πρόφαση ενός θρίλερ και το δέλεαρ ενός κατ επίφαση σασπένς, ο Ιταλός δημιουργός αφήνει σταδιακά να υποχωρήσει το μυστήριο για να ξεσκεπάσει το μοναχικό και βαθύτατα ειρωνικό ταξίδι που διανύει ο ήρωάς του προς την ανυπαρξία. Στοχασμός πάνω στο δηλητηριώδες νήμα που χωρίζει τα όνειρα από την πραγματοποίησή τους, το ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ: ΡΕΠΟΡΤΕΡ είναι στην πραγματικότητα ένα υπαρξιακό θρίλερ στο οποίο ο μεγαλύτερος κίνδυνος που ελλοχεύει είναι αυτός του να χάσεις τον αληθινό σου εαυτό.
Μέχρι τη στιγμή του φινάλε, όπου μέσα σε ένα αξέχαστο επτάλεπτο τράβελινγκ ο Αντονιόνι καταφέρνει να χωρέσει τη ζωή, τον θάνατο και την ίδια την ψευδαισθησιακή δύναμη του σινεμά μαζί, η ταινία μετουσιώνει την εσωτερική οδύσσεια που βιώνει ο πρωταγωνιστής της σε μια «πρόσεχε τι ακριβώς εύχεσαι» παραβολή πάνω στην ανθρώπινη ματαιότητα.
Λ.Κ.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Alter Ego
Ως τι πρέπει να εκλάβει κανείς πρωτίστως την ταινία αυτή; Ως μια από τις πιο ακριβές παραγωγές που έχουν ποτέ γίνει σε εγχώριο έδαφος; Ως κινηματογραφικό ντεμπούτο για έναν από τους μεγαλύτερους ποπ αστέρες της χώρας; Ή ως μια ταινία που ξεκίνησε με την αιτιολογία ενός concept, για να έχει έτοιμη αφίσα και teaser πριν βρεθεί καλά καλά με ένα σενάριο στα χέρια της;
Οτιδήποτε από τα παραπάνω ισχύει εξίσου. Το «Alter Ego» κόστισε δύο εκατομμύρια ευρώ και χτίστηκε γύρω από το όνομα του δημοφιλούς πρωταγωνιστή του. Σενάριο δεν υπήρχε εξαρχής, παρά μόνο μια εμπορική ιδέα: να γυριστεί μια ταινία με τον Σάκη Ρουβά.
Τώρα, λοιπόν, που η ταινία αυτή φτάνει στις αίθουσες, αποδεικνύεται για πολλοστή φορά ότι τίποτα δεν γεννιέται στο σινεμά δίχως την ανάγκη αφήγησης μιας ιστορίας. Τίποτα δεν μπορεί να σταθεί χωρίς αυτήν. Και το αδύναμο ετούτο κινηματογραφικό όχημα τρεκλίζει, ακριβώς επειδή είναι προφανές ότι η ιστορία του κατασκευάστηκε βεβιασμένα. Δεν έγινε από καλλιτεχνικό ερέθισμα, αλλά βάσει υποχρέωσης. Αυτό είναι που κάνει την ταινία να μοιάζει και τόσο άψυχη. Σαν ένας ατέλειωτος κατάλογος από κλισέ τα οποία πρέπει οπωσδήποτε να εφαρμοστούν, το φιλμ αναπαράγει τη μία πολυφορεμένη κοινοτυπία μετά την άλλη.
Κατόπιν, την προωθεί στην οθόνη μέσα από ένα στακάτο μοντάζ που, στο μεγαλύτερο μέρος του, δεν επιτρέπει σε καμιά σκηνή να υπερβεί τα μερικά δευτερόλεπτα σε διάρκεια. Τόσο υπολογισμένα με το χρονόμετρο μοιάζουν όλα, ώστε δεν αφήνουν περιθώριο σε κανέναν αυθορμητισμό, καμιά σπίθα, καμιά πρωτότυπη ιδέα. Oλα δείχνουν σαν να έχουν χρησιμοποιηθεί αλλού και καλύτερα. Ολα μοιάζουν να υπάγονται σε μια μηχανιστική ρυθμολογία, στηριγμένη στις πλάτες μιας διεκπεραιωτικής σκηνοθεσίας και ενός επιτελείου ηθοποιών, οι οποίοι ερμηνεύουν σαν να μην πιστεύουν γραμμή από τις ατάκες που ξεστομίζουν.
Γυρισμένο με την αισθητική και την λογική της διαφήμισης, το «Alter Ego» μοιάζει με ένα τεράστιο publi, προϊόν του οποίου είναι ο ίδιος ο τραγουδιστής-πρωταγωνιστής. Αξιοπρεπής χωρίς να είναι αξιομνημόνευτος, ο Ρουβάς είναι πιθανόν και το πιο συμπαθητικό στοιχείο σε ολόκληρο το φιλμ. Μαζί με την προσεγμένη παραγωγή, βοηθά τη συνθετική καρδιά της ταινίας να μην πάψει να χτυπά.
ΛΟΥΚΑΣ ΚΑΤΣΙΚΑΣ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Σιαμαίες
Πιστός στη μανία που θέλει κάθε επιτυχημένη ταινία τρόμου των 70s να πέφτει στα νύχια του Χόλιγουντ και παρά το φημολογούμενα ελπιδοφόρο ντεμπούτο του «Family Portraits: A Trilogy Of America», ο Ντάγκλας Μπακ διασκευάζει ανέμπνευστα το ομώνυμο φιλμ που γύρισε ο Μπράιαν ντε Πάλμα το 1973. Κι αν το «Sisters» του Ντε Πάλμα, παρά την ακαταμάχητη, cult γοητεία του και τις πάμπολλες χιτσκοκικές και ψυχαναλυτικές αναφορές του, δεν συγκαταλέγεται ανάμεσα στις καλύτερες ταινίες του, τι να πει κανείς για αυτό το περιττό (όπως και τα περισσότερα!) ριμέικ που πάσχει από όλα όσα δεν θα έπρεπε να χαρακτηρίζουν μια καλή ταινία τρόμου: παντελή έλλειψη σασπένς και άνευρη σκηνοθεσία.
Η Κλόι Σεβινί σε έναν από τους χειρότερους ρόλους της καριέρας της υποδύεται μια δημοσιογράφο, η οποία πασχίζει να ξεσκεπάσει τις ανορθόδοξες μεθόδους του μυστηριώδους ψυχιάτρου Φιλίπ Λακάν (ΟΚ, το πιάσαμε το υπονοούμενο!) - Στίβεν Ρία. Ανάμεσα στις ανεξιχνίαστες υποθέσεις στις οποίες είχε αναμιχθεί ο συγκεκριμένος γιατρός είναι και εκείνη των σιαμαίων αδελφών Ανζελίκ και Αναμπέλ Τριστιάνα (Λου Ντουαγιόν, η λιγότερο τυχερή κόρη της Τζέιν Μπίρκιν και ετεροθαλής αδελφή της Σαρλότ). Η πρώτη διατελεί βοηθός του γιατρού, ενώ η δεύτερη μάλλον έχει κάποια ψυχολογικά μικροπροβηματάκια που την οδηγούν στο να σφαγιάζει αθώους άνδρες με βελόνες πλεξίματος. Επειδή δεν της πέτυχε η σταυροβελονιά φαντάζομαι...
Φυσικά τα φαινόμενα απατούν, όμως αυτό ουδόλως απασχολεί τελικά τους θεατές, καθώς η πραγματική απάτη βρίσκεται στο ότι ο Μπακ κατάφερε να μετατρέψει τις σκηνές ανθολογίας και σκηνοθετικής βιρτουοζιτέ του -ομολογουμένως εξίσου απίθανου σεναριακά αλλά ατμοσφαιρικού- πρωτότυπου σε μια επίπεδη ταινία κατ’όνομα μονάχα τρόμου. Το μοναδικό αξιοπρόσεκτο γεγονός είναι ότι βρήκε το δρόμο για την μεγάλη οθόνη και δεν κατέληξε απευθείας στα ράφια των βίντεο κλαμπ όπως της άξιζε.
ΘΑΝΑΣΗΣ ΠΑΤΣΑΒΟΣ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Η Πηγή Της Ζωής
Ποια είναι η πηγή της ζωής, της αθανασίας, της γνώσης; Οσο πιο σίγουρος νιώθει ο Ντάρεν Αρονόφσκι ότι τη γνωρίζει στη νέα του ταινία, τόσο περισσότεροι θεατές του θα χάνουν την μπάλα - πέρα τουλάχιστον από τους (κυρίως Αμερικανούς) newagers. Αυτοί δεν αποκλείεται να βρουν και συναρπαστικούς τους καλλιγραφημένους στοχασμούς του γυαλιστερού μεταφυσικού φιλοσοφήματος του δημιουργού του και του Ρέκβιεμ Για Ενα Ονειρο. Αρκούν όμως αυτοί για να δικαιολογήσουν τα χρήματα που ξοδεύτηκαν γι’ αυτή την παραδόξως ευαγγελική κι ατυχώς επιτηδευμένη φαντασία;
Ούτως ή άλλως, αν φτάσεις στο σημείο να σκεφτείς μια ταινία σαν μεταφυσικό φιλοσόφημα, προκύπτουν δύο βασικές πιθανότητες: είτε μιλάς για ένα σπάνιο αριστούργημα που πέτυχε να μεταφέρει τα ανείπωτα σε εκφραστική κινηματογραφική μορφή - είτε όχι. Τότε, όμως, μοιραία δεν μπορεί παρά να μιλάς για μια αποτυχία. Ενδοξη μεν, δασκαλίστικη και μακριά από την τελειότητα που ονειρευόταν να αγγίξει δε. Μια αποτυχία, εν ολίγοις, σαν την Πηγή Της Ζωής.
Ο προκλητικός μα αυτάρεσκος δημιουργός αυξάνει θεαματικά τις φιλοδοξίες του στη νέα του δουλειά, δουλεμένη γύρω από μια ιστορία αγάπης κι αναζήτησης της γνώσης. Είναι κρίμα που αυτή τη φορά οι ανήσυχοι νεαροί φαν του Ρέκβιεμ μπορεί να νιώσουν τελείως έξω από τα νερά τους μέσα στις φιλοσοφικές και μεταφυσικές διαθέσεις που η Πηγή διόλου δεν κρύβει σε όλη τη διάρκειά της - αντλώντας προφανώς από μυστικιστικές κοσμοθεωρίες όχι άσχετες με την καταγωγή της.
Κι από την άλλη μεριά; Ορίστε πάλι το μεγάλο παραμύθι του τραγικού έρωτα για τις ευαίσθητες θηλυκές καρδιές, ορίστε κι ένας γόης άντρας πρωταγωνιστής για το ευρύ κοινό. Δικοί σας κι ένας ωραίος σχεδιασμός παραγωγής, ένα παραπάνω από ΟΚ σάουντρακ και η εργατική φιλοτιμία των δύο πρωταγωνιστών. Οσο όμως για τα μεγάλα σχέδια του Αρονόφσκι, τίποτε δεν πηγαίνει όπως θα έπρεπε. Το κατακερματισμένο μεγαλείο της ιστορίας του θυμίζει στημένο ναρκισσιστικό παιχνίδι. Οι μεγάλες απαιτήσεις από το κοινό δεν το απελευθερώνουν για την υπομονή του, αλλά το κουράζουν με μια διδακτική, προσηλυτιστική θαρρείς μεγαλοστομία - το σήμα κατατεθέν, δηλαδή, μιας ταινίας πιο πομπώδους από ένδοξης και περισσότερο μεγαλομανούς παρά αποκαλυπτικής.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΕΛΗΟΛΑΝΗΣ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Ο Τελευταίος Βασιλιάς Tης Σκοτίας
Ενας νεαρός Σκοτσέζος γιατρός γίνεται έμπιστος του δικτάτορα της Ουγκάντα Ιντι Αμίν Νταντά, ανακαλύπτοντας τη σκοτεινή πλευρά της εξουσίας.
Είναι ολοφάνερη η ντοκιμαντερίστικη ματιά με την οποία ο Κέβιν ΜακΝτόναλντ αφηγείται τα έργα και τις ημέρες ενός από τους μεγαλύτερους δικτάτορες της σύγχρονης ιστορίας της Αφρικής. Οπως είναι ολοφάνερη η αδυναμία του έμπειρου ντοκιμαντερίστα να προσδώσει στη fiction ιστορία του ένα ισχυρό κέντρο βάρους. Γοητευμένος (δικαιολογημένα) από την προφανώς πιο ενδιαφέρουσα περσόνα του στρατηγού Αμίν Νταντά, όπως αυτός μεταμορφώνεται από ελευθερωτής σε ένα αδίστακτο τέρας στην Ουγκάντα της δεκαετίας του 70, ο ΜακΝτόναλντ ξεχνάει συχνά πως κεντρικός ήρωας είναι ο νεαρός Σκοτσέζος γιατρός που ο δικτάτορας θα «υιοθετήσει» ως το πιο έμπιστο μέλος της αυλής του. Ταυτόχρονα διστάζει μέχρι και το τέλος να αποφασίσει αν αυτό που παρακολουθούμε είναι μία βιογραφία του Νταντά, ένα πολιτικό θρίλερ ή ένα δράμα ενηλικίωσης.
Κατακερματισμένος μέσα στις πολύπλευρες και ομολογουμένως φιλόδοξες προθέσεις του, ο Τελευταίος Βασιλιάς Της Σκοτίας είναι τελικά μία μάλλον πιστή, αλλά ανώδυνη (για χάρη του αδηφάγου mainstream κοινού, προφανώς) κινηματογραφική διασκευή του ομώνυμου βιβλίου του Τζιλ Φέντον (που κυκλοφόρησε το 1998). Μία ατυχής προσπάθεια παραλληλισμού μίας προσωπικής συνειδητοποίησης μέσα από τις ιστορικοπολιτικές εξελίξεις, η οποία αποδυναμώνεται, πέφτοντας στις παγίδες του φολκλόρ και της πολιτικής ορθότητας.
Κι όλα αυτά την ίδια ακριβώς στιγμή που ο Φόρεστ Γουίτακερ υπερβαίνει όλους τους πιθανούς σκοπέλους γραφικότητας για να υποδυθεί τον Νταντά με την αθωότητα ενός αγνού παιδιού, με την γενναιοδωρία ενός φιλεύσπλαχνου πατέρα, με την τρέλα ενός αδίστακτου εξουσιαστή σε ένα σαιξπηρικό ντελίριο ανώτερης υποκριτικής τεχνικής. Λόγος ικανός, αν και μόνος, να στερήσει το fiction ντεμπούτο του Κέβιν Μακ Ντόναλντ από τη λήθη.
ΜΑΝΩΛΗΣ ΚΡΑΝΑΚΗΣ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Το Πορτραίτο: Η Αλλόκοτη Ματιά Της Ντιάν Αρμπους
Αν η Ντιάν Αρμπους γύριζε ποτέ ταινία θα έμοιαζε με αυτήν. Παράξενη, αυθάδης, τολμηρή και εκκεντρική. Αιχμηρή. Υπνωτιστική. Σαν τη φωνή του Ντάουνι και τη ματιά της Κίντμαν...
Το δημιουργικό ζευγάρι Σάινμπεργκ και Γουίλσον, υπεύθυνο για την αγαπημένη Γραμματέα, επιχειρεί μια διαφορετική, ριψοκίνδυνη, κινηματογραφική βιογραφία, επιθυμώντας να συλλάβει την ουσία της καλλιτέχνιδος Αρμπους. Γι αυτό, προσεγγίζει τα γεγονότα που την οδήγησαν στη φωτογραφία μυθιστορηματικά. Αντιπαραθέτει σταθερά πλάνα, που αποκαλύπτουν ένα νωχελικό ή σχεδόν ακίνητο, αναγνωρίσιμο μα ταυτόχρονα αλλότριο, κόσμο. Τους δίνει ρυθμό με ένα καίριο, κοφτό μοντάζ, που αναδεικνύει τις λεπτομέρειες στα πρόσωπα ή τα σώματα των ηρώων. Σκαρφίζεται ευανάγνωστους, αλλά όχι προφανείς συμβολισμούς (η γούνα ως παλτό και ως δέρμα, το λυτρωτικό ξύρισμα και η απελευθερωτική γύμνια...) για να εξελίξει την ιστορία του τελετουργικά. Και δανείζεται εποικοδομητικά μερικά χιτσκοκικά τεχνάσματα για να χτίσει σασπένς. Ετσι, οι εικόνες του αιχμαλωτίζουν το βλέμμα. Δεν μοιράζονται όμως τα μυστικά τους, δεν εξομολογούνται την ψυχή τους, δεν μας κάνουν κοινωνούς στο πάθος τους. Γι αυτό, αν η Ντιάν Αρμπους γύριζε ποτέ ταινία, δεν θα ήταν αυτή.
ΙΩΑΝΝΑ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Το Κυνήγι Της Ευτυχίας
Ενώ η ιστορία του ξετυλίγεται στις αρχές του ’80, το φιλμ του Μουτσίνο μάς επιστρέφει στην πραγματικότητα όχι μόνο στο σήμερα του Μπους αλλά σε κάθε εποχή στην οποία τον πρώτο λόγο είχε το αμερικανικό όνειρο του πλουτισμού.
Το Κυνήγι Της Ευτυχίας, λοιπόν, θα έπρεπε να λέγεται Κυνήγι Της Επιτυχίας, με τη διάκριση σε μια ισχυρή χρηματομεσιτική εταιρεία να αποτελεί όνειρο και κατακλείδα του πάμφτωχου πλην χαρισματικού ήρωα. Για να γίνει πιο αγωνιώδης η πορεία του, μάλιστα, σέρνει μαζί του το πεντάχρονο παιδί του, ένα αγγελούδι υπομονής που τον ενθαρρύνει αγκαλιά με το αγαπημένο του παιχνίδι - τον Κάπτεν Αμέρικα! Γρήγορα συνειδητοποιείς ότι η μελό ιστορία, αν και βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα, στην ουσία είναι ένας μεγάλος μύθος: της προσωπικής θέλησης και της ατομικής αξίας επιφανειακά, αλλά του... καπιταλιστικού ιδεώδους στο βάθος.
Το στόρι ίσως φανεί ανακουφιστικά οικείο στους πραγματικούς μαχητές της βιοπάλης με το απλοϊκό μα σημαντικό μήνυμα «μην τα παρατάς ποτέ» που περνάει - τουλάχιστον πριν γίνει αστείος ο ρυθμός με τον οποίο χτυπούν οι ατυχίες τον συμπαθή ήρωα του Γουίλ Σμιθ κι αυτός αναληφθεί τελικά στον παράδεισο του Σκρουτζ ΜακΝτακ, με τις πόρτες να κλείνουν ερμητικά πίσω του.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΕΛΗΟΛΑΝΗΣ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Ημερολόγιο Ενός Σκανδάλου
Ξεχάστε το σενάριο. Βασισμένο στο ομώνυμο best seller της Ζόε Χέλερ, χτίζει προσεκτικά τις εντάσεις, ελευθερώνοντάς τις κατόπιν σε ένα σχεδόν ψυχοπαθολογικό ντελίριο γύρω από τη συχνά εξευτελιστική ανάγκη για ανθρώπινη επαφή. Αρνείται, ωστόσο, πεισματικά να εγκαταλείψει τη λογοτεχνική του προέλευση, που κάπου στα μισά το προδίδει, υποβιβάζοντάς το στην αποστασιοποιημένη συγκινησιακά θέση ενός άρτια εικονογραφημένου «περιστατικού».
Ξεχάστε τη σκηνοθεσία. Μελετημένη και διακριτική, αγωνιά εξόφθαλμα να επαναλάβει το κατόρθωμα του Στίβεν Ντάλντρι στις Ωρες (πατώντας πάνω στα επαναλαμβανόμενα κρεσέντα της μουσικής του Φίλιπ Γκλας), μα μένει τελικά να υπολείπεται σε αυθεντικότητα και καινοτόμες ιδέες πάνω στο είδος του ψυχολογικού θρίλερ.
Ξεχάστε και οτιδήποτε άλλο δεν κάνει το Ημερολόγιο ενός Σκανδάλου ένα αιχμηρό κομψοτέχνημα πάνω στο σκοτάδι της ανθρώπινης ψυχολογίας, γιατί αυτή η ταινία ανήκει ολοκληρωτικά στις δύο πρωταγωνίστριες της. Στην σπαρακτικά σατανική Τζούντι Ντεντς και στην αφοπλιστικά εύθραυστη Κέιτ Μπλάνσετ, καθώς εναλλάσσονται μεταξύ τους -σε μία σχεδόν εξωπραγματική έκρηξη της τέχνης της υποκριτικής- οι ρόλοι του θύματος και του θύτη. Ο κοινός τους χρόνος επί της οθόνης είναι, ηθελημένα ή ερήμην οποιασδήποτε δραματουργίας, οτιδήποτε είναι κι αυτή η ταινία: το σκάνδαλο, η ύβρις, η ενοχή, η τιμωρία και η κάθαρση. Στην πιο συνταρακτικά ανθρώπινη εκδοχή τους...
ΜΑΝΩΛΗΣ ΚΡΑΝΑΚΗΣ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Η Ψυχή Στο Στόμα
Μέχρι να σπάσει ο κλοιός που σφίγγει γύρω από τον Τάκη με μια προσωπική εξέγερση -κι από εκεί να αναχθεί ξανά το ατομικό αδιέξοδο σε κοινωνικό ζήτημα- του Γιάννη (Σπιρτόκουτο) Οικονομίδη θα του χρειαστεί λεξικό πολύτομο αφιερωμένο αποκλειστικά σε βωμολοχίες. Είναι βέβαιο ότι πουθενά αλλού στην ιστορία του ελληνικού σινεμά δεν ακούστηκαν τέτοια μπινελίκια, κι αν συνυπολογίσουμε και τη βία που τακτικά υφίσταται ο αντιήρωας μας, ποτέ άλλοτε δεν έχει αποτολμηθεί μια τόσο βίαιη ελληνική ταινία. Λογικό, λοιπόν, τα ευαίσθητα στομάχια να μην αντέξουν. Γι’ αυτό, φίλε μου, πάρε ένα Ζαντάκ και κάθισε.
Εχεις μπει στο δράμα του Τάκη εξαρχής - δε γίνεται αλλιώς, βάλε τώρα και τη λογική σου να δουλέψει, να κουρδίσεις το γιατί και το πώς. Αξίζει τον κόπο. Αξίζει, γιατί τέτοια ιδιοφυή χρήση της αφαίρεσης σπάνια συναντάς στο σινεμά, και δη το ελληνικό, όπου η φλυαρία έχει γίνει κανόνας και το αυτονόητο ανακυκλώνεται ως να απευθυνόσουν σε μαθητές δημοτικού. Αφαίρεση όχι μόνο στην εικόνα - με τη δράση να μαίνεται συχνά εκτός του σταθερού καδραρίσματος και των γκρο πλάνων σε εκφράσεις και χειρονομίες δια της ανήσυχης ηχητικής μπάντας - αλλά και στον ίδιο τον λόγο. Ακούγεται παράδοξο, δεδομένου ότι οι βρισιές πέφτουν σαν χαλάζι, ενίοτε καβαλώντας η μία την άλλη. Κι όμως, είναι αυτόματα αφαιρετικό αυτό, μια και ακριβώς ο λόγος είναι από μόνος του σουρεαλιστικός. Επιλογή πολύ συγκεκριμένη του Οικονομίδη, που αρνείται τη δραματική ευκολία τής ανά πρόσωπο επεξήγησης, βάζοντας όλους να μιλούν με την ίδια ένταση, ως κοινό σύμβολο του πνιγηρού περίγυρου του Τάκη.
Αξίζει, επίσης, γιατί τέτοιες θαρραλέες ερμηνείες, που να ξεπερνούν τον θεατρικό στόμφο με την ψυχή στο στόμα, πράγματι, και τη φλέβα τσίτα στο κούτελο, ακόμη σπανιότερα -αν όχι ποτέ - βρίσκεις σε ελληνική ταινία. Ειδικά οι Μαρία Κεχαγιόγλου και Μαρία Ναυπλιώτου εντυπωσιάζουν με την εφαρμογή σε πράξη του άγραφου κανόνα που λέει άλλο το θέατρο, άλλο το σινεμά.
Λοιπόν, εκτός από μια πολύ καλή ταινία, η Ψυχή Στο Στόμα είναι και ένα χρησιμότατο κινηματογραφικό έργο, που βγάζει από τα φθαρμένα του καλούπια το ελληνικό δράμα και του δίνει ταυτότητα ξεχωριστή και υπολογίσιμη στο παγκόσμιο σκηνικό.
ΡΟΜΠΥ ΕΚΣΙΕΛ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Γύρνα Πίσω
Αντίθετα με την προστακτική -ενδεχομένως και παρακλητική- ελληνική «απόδοση», το Volver είναι ένα απαρέμφατο που δεν διαθέτει κλίσεις, γένος, συναισθηματικές αποχρώσεις. Βάση για οποιαδήποτε χρήση του ρήματος «επιστρέφω», αμετάβατο σε χώρο και χρόνο, ένα μέρος του λόγου τόσο πρωτογενές όσο και απαραίτητο, αλλά και ταυτόχρονα από αυτά που χρησιμοποιούνται σπανιότερα τόσο στον γραπτό όσο και στον προφορικό λόγο.
Μία ταινία - απαρέμφατο είναι και το Volver. Χωρίς γένος, αν και οι ήρωες του είναι αποκλειστικά γυναίκες. Χωρίς χρόνο, αν και διαδραματίζεται στο τώρα. Χωρίς χώρο, αν και με συγκεκριμένες γεωγραφικές συντεταγμένες. Μία ταινία - βάση για την οριστική κατάθεση του κινηματογραφικού genre που μετά από χρόνια θα ονομάζεται αλμοδοβαρικό και που ακόμα είναι νωρίς για να οριστεί με σαφείς γλωσσικούς και εννοιολογικούς προσδιορισμούς. Μία ταινία - δείγμα αντιπροσωπευτικό ολόκληρης της φιλμογραφίας ενός δημιουργού που μπορεί για πολλούς να είναι ένας άλλος από το Ολα Για Τη Μητέρα Μου και μετά, αλλά αδίκως, αφού υπήρξε πάντοτε ο ίδιος αθεράπευτα μονομανής συνθέτης της πιο εκκωφαντικής οπτικοακουστικής όπερας του ανθρώπινου πάθους που αντήχησε ποτέ σε dolby digital. Μία ταινία - επιστροφή για τον ίδιο τον Αλμοδόβαρ, που επιστρέφει στη Λα Μάντσα της παιδικής του ηλικίας, για την Κάρμεν Μάουρα που επιστρέφει στο πλατό μίας ταινίας του Αλμοδόβαρ, για τους νεκρούς που επιστρέφουν ερήμην όλων στον «άλλο κόσμο» των ζωντανών για να συνυπάρξουν αρμονικά σε μία κοινωνία στην οποία δεν υπάρχει τέλος σε ό,τι αναπνέει, για το παρόν που επιστρέφει πεισματικά στο παρελθόν ζητώντας απαντήσεις, για το παρελθόν που επιστρέφει στο παρόν ως μοναδική μήτρα του μέλλοντος, για την Πενέλοπε Κρουζ που επιστρέφει ως άλλη Σοφία Λόρεν σε μία ερμηνεία στα όρια της αρχετυπικής θηλυκότητας, για το ίδιο το σινεμά που με αυτή την ταινία επιστρέφει στην αρχέγονη αποστολή του - ενός θεάματος τόσο αυθεντικά λαϊκού - όσο και σε ένα πολιτικό μανιφέστο διεκδίκησης των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Μία ταινία - λήμμα για την ευφυϊα της απλότητας με την οποία ο Αλμοδόβαρ οδηγεί τις ηρωίδες του σε μία νέα άφυλη, κοσμική και πανανθρώπινη επανεξέταση της «ιδέας» της μητρότητας. Μία ταινία δικαίωσης για τα αποκλεισμένα από οποιαδήποτε δικαιοσύνη ανθρώπινα όντα: παράνομες κομμώτριες, κόρες - δολοφόνοι, ανύπαντρες μητέρες, θείες με προβλήματα ακοής, φαντάσματα που δεν περνάνε μέσα από πόρτες. Μία ταινία - κλασική που επιτέλους μπορεί να της αποδοθεί ο τίτλος όσο είναι ακόμη νωρίς, χωρίς να περιμένει κανείς τον κριτή χρόνο για να την αναγνωρίσει με ψυχραιμία όταν θα την ανακαλύπτουν έκθαμβοι οι σινεφίλ του μέλλοντος.
Μία ταινία αναφοράς που δεν προστάζει και δεν εκλιπαρεί, αλλά απλά υπάρχει. Σαν ένα απαρέμφατο από το οποίο μπορεί ο καθένας να φτιάξει τη δική του λέξη γι αυτό που μπορεί να είναι το «να επιστρέφεις» στη... ζωή.
ΜΑΝΩΛΗΣ ΚΡΑΝΑΚΗΣ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Πεθαίνοντας Στην Αθήνα
Τα χρόνια δεν περνάνε μόνο για το μεσήλικο loverboy του Σπύρου Παπαδόπουλου στο «Πεθαίνοντας Στην Αθήνα». Περνάνε για όλους μας, φέρνοντας μαζί τους -πέρα από κάποιες ηρωικές και μοιραίες περιπτώσεις- την ωριμότητα, σαν αντίβαρο στην γκριζάδα της φθοράς. Καιρός του σπείρειν, καιρός του θερίζειν, που έλεγε κι ο ποιητής.
Αντικρίζοντας λοιπόν μια ταινία τόσο γενναία μα ετερόκλητη, ευγενών προθέσεων μα... θανάσιμα αποστασιοποιημένη από τους ήρωές της όσο το Πεθαίνοντας, υβρίδιο μιούζικαλ και δράματος που τελικά δεν είναι τίποτα από τα δύο, αναρωτιέμαι: Μήπως ο Παναγιωτόπουλος, διαχρονικά σπουδαίος σκηνοθέτης του ελληνικού σινεμά μετά από τα απελευθερωτικά Χρώματα Της Ιριδας, ξεκίνησε... από το τέλος του κινηματογράφου με εκείνη την ανατρεπτική του ταινία; Μήπως αποθέωσε νωρίς τον επαναστατικό φαταλισμό του ευρωπαϊκού σινεμά του 60 και του 70, για να ωριμάσει με μια εκλεκτική περιπλάνηση στα κινηματογραφικά είδη στα πρόσφατα, αξιοθαύμαστα παραγωγικά του χρόνια;
Το «Πεθαίνοντας Στην Αθήνα» τελικά δεν έχει τις απαντήσεις. Σαν αλλόκοτος απόηχος του «All That Jazz» του Μπομπ Φόσι (all time classic μιούζικαλ για τον θάνατο στην πλήρη ναρκισσιστική του δόξα), μετράει τις στιγμές του μα δεν φτάνει σε καμία δραματουργική κορύφωση. Κι αν σκεφτείς πόσο ανυπόστατο γίνεται το δράμα εξαιτίας της μαζικής σεναριακής και σκηνοθετικής αποστασιοποίησης, το (άκρως συζητήσιμο) εγκεφαλικό φινάλε εξαφανίζει κάθε ελπίδα συναισθηματικής συμμετοχής. Είναι η αποστασιοποίηση αυτή ξεκαθάρισμα λογαριασμών απέναντι στον θάνατο, ένα πολύφερνο ρίξιμο του γαντιού στο τέλος όλων των μύθων; Κι αν ναι, δεν θα στεκόταν ένα σκαλάκι ψηλότερα αν έδενε πραγματικά με τις έντεχνες μπαλάντες του Κραουνάκη και τις υπερβολικά αποσπασματικές, (χορο)θεατρικής διάστασης χορογραφίες;
ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΕΛΗΟΛΑΝΗΣ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Η Βασίλισσα
Πρώτες μέρες μετά τον τραγικό θάνατο της πριγκίπισσας Νταϊάνα και το φιλμ επικεντρώνεται στο πώς η βασίλισσα Ελισάβετ διαλέγει να διαχειριστεί το πένθος της.
Υπόδειγμα ηθοποιίας και συγγραφής, η φινετσάτη Βασίλισσα αποπροσανατολίζει στο πρώτο της ημίωρο με την υπόσχεση μιας ανάλαφρης σάτιρας. Εύκολο πράγμα να αστειευτείς με τον πιο αυστηρό και αρτηριοσκληρωτικό, ίσως, θεσμό της Γηραιάς Αλβιόνας. Πόσο εύκολο όμως είναι να εξανθρωπίσεις και να προσγειώσεις στις διαστάσεις του απτού έναν χαρακτήρα ο οποίος αποτελούσε ανέκαθεν ένα παγερό σύμβολο; Μια φιγούρα για την οποία οι Sex Pistols είχαν κάποτε ισχυριστεί περίτρανα ότι δεν αποτελεί ανθρώπινο ον; Με τη βοήθεια ενός οξυδερκούς σεναρίου, ο Φρίαρς αφήνει το προσωπείο της σιδηράς οικοδέσποινας του παλατιού να υποχωρήσει για να αποκαλύψει πίσω του μια ευάλωτη γυναίκα- δέσμιο της Ιστορίας, των παραδόσεων, του πρωτοκόλλου και υποχρεωμένη να φυλακίσει τον εαυτό της στον υπερβατικό ρόλο που έχει επωμισθεί.
Σε εκείνο το σημείο επεμβαίνει θαυματουργά η Ελεν Μίρεν. Η φυσική μεταμόρφωση της στην διαρκώς συνοφρυωμένη μονάρχη είναι εντυπωσιακή. Στηριζόμενη στην τέχνη της εγκράτειας και της εκφραστικότητας, η ηθοποιός ξεπερνά, μολαταύτα, τον σκόπελο της μίμησης για να δώσει υπόσταση σε έναν χαρακτήρα που μέχρι χτες αποτελούσε ένα άψυχο κλισέ. Θυμός, θλίψη, χιούμορ, μοναξιά, υπεροψία, απόγνωση ζωγραφίζονται ανάγλυφα σε ένα βλέμμα, έναν ανεπαίσθητο μορφασμό των χειλιών, μια υποτυπώδη κίνηση του χεριού. Το σενάριο κεντά επάνω στην εξαίρετη αυτή υποκριτική, δουλεύοντας ψιλοβελονιά την κάθε της απόχρωση. Το μυστικό πίσω από την επιτυχία του φιλμ αποτελεί, ωστόσο, απόρροια δημοκρατικών διαδικασιών. Το μικρό στολίδι του Φρίαρς κατοικεί σε ένα βασίλειο όπου σκηνοθεσία, σενάριο και ερμηνεία πετυχαίνουν την ιδανική συνεργία, η εικόνα υποκλίνεται στην ισχύ των λέξεων και η μυθοπλασία καλείται να συλλάβει όσα η πραγματικότητα διάλεξε να αγνοήσει. Είναι ένα βασίλειο που λατρεύει τους υπαινιγμούς και την ειρωνεία, δίχως όμως να ξεχνάει να φανεί γενναιόδωρο στον θεατή...
ΛΟΥΚΑΣ ΚΑΤΣΙΚΑΣ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Το Κορίτσι Που Γυρίζει Τις Σελίδες
H εικοσάχρονη Μελανί ζητάει εκδίκηση από τη γυναίκα που δεν της επέτρεψε να μπει στην Ανώτατη Μουσική Σχολή δέκα χρόνια πριν.
Ας ξεκαθαρίσουμε κάτι από την αρχή. Μην περιμένετε να δείτε ένα τυπικό ψυχολογικό θρίλερ εκδίκησης με έντονα ξεσπάσματα, αποκαλυπτικές ανατροπές και σκηνές αμείωτης αγωνίας. Ο Ντερκούρ επιλέγει ένα διαφορετικό σερβίτσιο για το παγωμένο πιάτο της ηρωίδας του. Ακολουθεί συνειδητά ένα σκοτεινό και απειλητικό σε κάθε του μέτρο δρομάκι για να φτάσει με μαθηματική ακρίβεια στον επιθυμητό προορισμό.
Μία επιπόλαιη και απερίσκεπτη κίνηση της διάσημης σολίστριας πιάνου Αριάν Φουσεκούρ καταστρέφει τα όνειρα της ταλαντούχας μικρής Μελανί για μια μουσική καριέρα στο πιάνο. Δέκα χρόνια μετά, το όμορφο και μετρημένο κορίτσι εισβάλλει στην οικογένεια Φουσεκούρ ως βοηθός, αποφασισμένη όμως να ενορχηστρώσει τη συνέχεια με τους δικούς της κανόνες.
Ο μεθοδικός Ντενί Ντερκούρ, ως πρώην σολίστ βιόλας στη Γαλλική Συμφωνική Ορχήστρα, αποδεικνύεται ικανός στη δημιουργία ενός θρίλερ που χρησιμοποιεί τους μηχανισμούς μιας μουσικής σύνθεσης. Καταφέρνει να χειριστεί λειτουργικά το προβλέψιμο της υπόθεσης, και, σχεδόν χαϊδεύοντας τον θεατή, με σύμμαχο μια αιωρούμενη υπόνοια έκρηξης, τον παρασύρει σε μία βασανιστική πορεία. Εξαιρετική η εικοσάχρονη Φρανσουά (την είδαμε πέρσι να υποδύεται τη μητέρα στο Παιδί των Νταρντέν) η οποία, στη δεύτερη μόλις παρουσία της στη μεγάλη οθόνη, προσδίδει μια εσωτερικότητα στον υπολογισμένο με ακρίβεια και ερμηνευμένο με έμφαση στην λεπτομέρεια ρόλο της. Αντάξιά της η Φρο, ως καταξιωμένη πλην εύθραυστη καλλιτέχνις.
ΒΑΡΒΑΡΑ ΛΟΥΚΑ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Casino Royale
Στην πρώτη του αποστολή ως 007, ο Τζέιμς Μποντ αντιμετωπίζει έναν διαχειριστή χρημάτων τρομοκρατών και ερωτεύεται μια εντεταλμένη των βρετανικών αρχών.
Ξέρω αρκετούς που θα παραπονεθούν επειδή η ολοκαίνουργια ταινία Μποντ (μια από τις καλύτερες στο ενεργητικό της μακρόβιας σειράς) γυρίζει ως επί το πλείστον πλάτη στις εξόφθαλμες κασκάντες, τις εκατόμβες πυροτεχνικών εφέ, τις εξυπνακίστικες ατάκες και τα κοσμοπολίτικα πηγαινέλα που με τα χρόνια φόρτωσαν τη σειρά με μια πληκτικά οικεία γραφικότητα. Το Casino Royale, όμως, πατά σωστά το κουμπί της επανεκκίνησης σε μια κουρασμένη μυθολογία για να μας συστήσει εκ νέου έναν αρκετά διαφορετικό Μποντ: τραχύ και αμείλικτο στην πρακτορική σταυροφορία του, τρωτό εντούτοις μπροστά σε μια σειρά από προσωπικά διλήμματα που καλείται να αντιμετωπίσει και αμήχανο απέναντι στην διαπίστωση ότι το αδιαπέραστο περίβλημα το οποίο συντηρεί γύρω του κρύβει τελικά μια ψυχή μέσα του. Εισδύοντας σε έναν ρόλο που εδώ και δεκαετίες έπαψε να έχει το παραμικρό απτό χαρακτηριστικό και έγινε ένα μοδάτο, υπερρεαλιστικό σύμβολο, ο Ντάνιελ Κρεγκ αφήνει, πίσω από το σχεδόν ανέκφραστο προσωπείο και την ατσαλένια σωματική κατατομή, να φανεί για πρώτη φορά ένας πραγματικός χαρακτήρας.
Ο Μποντ του βρίσκεται πολύ κοντά στο ψυχρό, κυνικό λογοτεχνικό μοντέλο που είχε οραματιστεί ο Ιαν Φλέμινγκ, ταυτόχρονα όμως μας αποκαλύπτεται ως ένας δραματικός ήρωας που συνειδητοποιεί σταδιακά ότι για να περάσει στα εδάφη του μύθου θα πρέπει προηγουμένως να θυσιάσει κάθε ανθρώπινη ιδιότητά του. Κάπως έτσι, το εξαιρετικό φινάλε της ταινίας δεν προσφέρει την κατακλείδα σε μια ακόμη κεφάτη υπερπεριπέτεια του δημοφιλούς κατασκόπου. Γίνεται δήλωση μιας χειρονομίας πλήρους αυταπάρνησης και αυτοκαταστροφής, κατά την οποία ο ήρωας συνθλίβει κάθε γήινη υπόσταση για να εγείρει πάνω της ένα αμοραλιστικό είδωλο, μια αλάνθαστη μηχανή που σκοτώνει. Αυτή που δευτερόλεπτα πριν τους τίτλους του τέλους θα μας συστηθεί μια για πάντα ως «Μποντ...Τζέιμς Μποντ»...
ΛΟΥΚΑΣ ΚΑΤΣΙΚΑΣ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Ο Εξορκισμός Της Εμιλυ Ρόουζ
Ενας ιερέας κατηγορείται για φόνο εξ αμελείας μετά τον αποτυχημένο εξορκισμό μιας κοπέλας που οι ιατροί είχαν διαγνώσει επιληπτική.
Δικαστικό δράμα και θρίλερ τρόμου. Και τα δύο μαζί, το ένα μέσα στο άλλο. Το δικαστικό χρονικό, ο κορμός του φιλμ, μετρά το ποσοστό της ευθύνης ενός ιερέα για το θάνατο μιας 19χρονης, που η επιστήμη διέγνωσε ψυχωσική- επιληπτική και η θρησκεία δαιμονισμένη. Ο τρόμος θα παρεμβληθεί με φλάσμπακ της ιστορίας της Εμιλι Ρόουζ, μέσα από τις αφηγήσεις, σωστότερα τις εκδοχές των μαρτύρων, ανάλογα με το από ποια σκοπιά βλέπει ο κάθε μάρτυρας τα πράγματα, την επιστημονική ή τη μεταφυσική. Και οι δύο παραστατικοποιούνται, και η ιατρική εξήγηση και η παραψυχολογική θέση. Επειδή, όμως, μιλάμε για mainstream Χόλιγουντ, η αλήθεια είναι σαν να έχει βρεθεί (κι ας παραμένει ανεξήγητη η αυθεντική υπόθεση της Γερμανίδας Ανελίζ Μίκελ, όπου βασίστηκε η ταινία) και να κλείνει στη μεριά της μεταφυσικής- για να κάνουμε και κανένα εισιτήριο. Ευτυχώς, η σκόνη από την κατάρρευση της δικαστικής ιστορίας πάνω στα ίδια τα κλισέ και τις αναληθοφάνειές της δεν λερώνει ολότελα τις γνήσια τρομακτικές σκηνές των φλάσμπακ ή την ερμηνεία της Τζένιφερ Κάρπεντερ.
ΡΟΜΠΥ ΕΚΣΙΕΛ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Τσακισμένα Λουλούδια
Ενας ξεπεσμένος Δον Ζουάν μαθαίνει μέσω ανώνυμης επιστολής ότι έχει έναν έφηβο γιο κι αναζητά την γυναίκα που την έστειλε, ώστε να τον βρει.
Υπαρξιακό road movie στη μορφή εκκεντρικής κομεντί, τα Τσακισμένα Λουλούδια εξευγενίζουν μια φιλμική φόρμουλα που ο Τζάρμους εφαρμόζει από την εποχή ακόμα του Πέρα Από Τον Παράδεισο. Η αποσπασματική, χαμηλού προφίλ ταινία, με το ιδιότυπο χιούμορ που αντλεί από τις αποστάσεις ανάμεσα στους ανθρώπους και τη μινιμαλιστική ερμηνεία του αποστασιοποιημένου ήρωά της, ταιριάζει γάντι στο σινεμά του αγαπημένου σκηνοθέτη κι όμως καταφέρνει ακόμα να ξαφνιάζει: στις Κάννες, τα σύννεφα της ποζάτης σοβαρότητας διαλύθηκαν με τον ερχομό της για να εμφανιστεί ένας διακριτικός μα πολύτιμος ήλιος ευφυούς και στιλάτης ανθρωπιάς.
Η νηφάλια απλότητα του Τσακισμένα Λουλούδια έχει μια αδιαπραγμάτευτη ζεν ποιότητα- εκτός των άλλων, με την έννοια ότι η ουσία της αντιστέκεται στην ευκολία περιγραφών γρήγορης κατανάλωσης. Το ταξίδι αναζήτησης του Μάρεϊ για κάτι που συνεχώς διαφεύγει (ως και στο ουράνια δισυπόστατο φινάλε) λέει στην πραγματικότητα περισσότερα για τη ζωή από κάθε πιθανή «αποκάλυψη» ή σεναριακό τρικ. Ετσι, ο τίτλος του ταξιδιού τούτου- στην μονολεκτική, π.χ., παράδοση τίτλων του απόμακρα συγγενικού και συγκριτικά υπερτιμημένου Πλαγίως - θα μπορούσε να είναι Ανάμεσα: Ανάμεσα στα ίχνη που ο γείτονας του ήρωα, ένας αυτοσχέδιος ντετέκτιβ, συγκεντρώνει για την ταυτότητα του αποστολέα του γράμματος... Ανάμεσα στις κατοικίες των γυναικών της ζωής του... Ανάμεσα στους δισταγμούς και τον παλιό κυνισμό του, όταν βρίσκει τη δύναμη να κινηθεί προς το μέλλον, έστω και από τη μακρινή διαδρομή του μέσω του παρελθόντος... Ανάμεσα στα ευκαιριακά σημάδια της πορείας του, που άλλοτε τον ξαφνιάζουν κι άλλοτε τον απογοητεύουν... ώσπου ένα πρόσωπο πολύ παρόμοιο με εκείνο του Μπιλ Μάρεϊ διαγράφεται και σβήνει στην διάρκεια ελάχιστων δευτερολέπτων στο φινάλε. Αναδρομικά κοιταγμένο, όμως, το τόσο οικείο πρόσωπο θυμίζει πως ό,τι ψάχνεις δεν κρύβεται πάντα όπου το περιμένεις, και ότι αυτό αρκεί, για να βρεις ή να χάσεις σε ανύποπτη στιγμή τη μεγαλύτερη ευκαιρία της ζωής σου, έτσι απλά, σαν να μην υπήρξε ποτέ.
Ταινία- οφθαλμαπάτη μέσα στην έρημο των ανθρώπινων σχέσεων, όπως αντανακλάται στην κουρασμένη επιφύλαξη των ματιών του Μάρεϊ, τα Τσακισμένα Λουλούδια είναι μια μπαλάντα γι αυτούς που ψάχνουν και όχι για εκείνους που βρίσκουν, μια καταγραφή αδήλωτων ερωτημάτων κι όχι κραυγαλέων απαντήσεων, μια χαρτογράφηση λιγωτικών αποστάσεων κι όχι χορταστικών ταυτίσεων. Το γεγονός ότι καταφέρνει να μας αγγίξει σαν να μας αφορά από παλιά, μόνο τυχαίο δε μοιάζει κι η cool ματιά του Τζάρμους βγάζει οτιδήποτε άλλο θα μπορούσε να πει κανείς αυτόματα εκτός θέματος. Η δίχως τέλος όμως ιστορία του αργοκυλάει στη θύμηση σαν μια σταγόνα δροσιάς, επανεισάγοντας το ανθρώπινο στοιχείο πίσω από την «τρέλα» των χαρακτήρων και κάνοντάς την να ανθίσει στην καρδιά μέσα από τη σιωπή, μακριά από το όποιο box office, την ευκολία του ποπ κορν και τον στυγνό, απαράλλακτο παλμό της μηχανής του θεάματος. Για άλλη μια φορά, αυτό φτάνει... και περισσεύει.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΕΛΗΟΛΑΝΗΣ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Mr. Brooks
Μέσα στην καλοκαιρινή λαίλαπα καταιγιστικών blockbuster με πειρατές, υπερήρωες και μπάτσους που καταδιώκουν τρομοκράτες, το «Mr. Brooks» καταφτάνει στις ελληνικές αίθουσες με την προσδοκία να προσφέρει κάτι το διαφορετικό. Και η αλήθεια είναι ότι το καταφέρνει με έναν απροσδόκητο τρόπο...
Παρακολουθώντας το τρέιλερ, το φιλμ του Μπρους Έβανς (σεναριογράφος του «Στάσου Πλάι Μου») δίνει την εντύπωση ενός σοβαροφανούς ψυχολογικού θρίλερ- όχηματος φτιαγμένο για την «ανάσταση» των ξεπεσμένων σταρ Κέβιν Κόστνερ και Ντέμι Μουρ. Στην πραγματικότητα όμως, από το πρώτο έως το τελευταίο πλάνο, το φιλμ είναι ένας συνδυασμός θρίλερ που θυμίζει Ντε Πάλμα και μαύρης κωμωδίας με έντονο το camp στοιχείο. Ο Κέβιν Κόστνερ υποδύεται τον Ερλ Μπρουκς, πετυχημένο βιομήχανο, ο οποίος όμως βασανίζεται από το σατανικό alter ego του (Γουίλιαμ Χαρτ) και ενδίδει στην «κακή» συνήθεια του παρελθόντος, να σκοτώνει τυχαία επιλεγμένους ανθρώπους, ικανοποιώντας την αρρωστημένη του εμμονή.
Το εύρημα της διχασμένης προσωπικότητας δίνεται οπτικά με την αντιπαράθεση των δύο ηθοποιών σαν εξωτερικό μέρος της πλοκής- φαντασίωση του Κόστνερ, ένα τρικ που στην αρχή ξενίζει κάπως, αλλά τελικά αποδεικνύεται άκρως λειτουργικό. Οι σκηνές μεταξύ τους είναι αυτές που εκφράζουν καλύτερα τον διαστροφικό χαρακτήρα του φιλμ, με την συγκρατημένη εκφραστικότητα του Κόστνερ να έρχεται αντιμέτωπη με την διαβολικά σπιρτόζικη ερμηνεία του Γουίλιαμ Χαρτ. Το στοιχείο που αφαιρεί πόντους από το συνολικό αποτέλεσμα είναι το δαιδαλώδες σενάριο, που μπλέκει με πολλές και συχνά αχρείαστες υποπλοκές. Αν και η ιστορία με τον μάρτυρα της δολοφονίας αποτελεί ένα διακριτικό σχόλιο για την σημερινή ηδονοβλεπτική κοινωνία , όλα τα υπόλοιπα (τα προβλήματα της macho- αστυνομικού Ντέμι Μουρ, οι περιπέτειες της κόρης του Μπρουκς) φορτώνουν «επικίνδυνα» το φιλμ και το όλο εγχείρημα βαδίζει σταδιακά εκτός ελέγχου. Παρόλα αυτά, ο σκηνοθέτης διασώζει το υλικό του, με το να μην προδίδει τον «ιδιότυπο» χαρακτήρα της ταινίας και χωρίς κυρίως να καταφεύγει σε εύκολα και ηθικοπλαστικά μονοπάτια.
Τελικά, είναι η αντιπαράθεση του σοβαροφανούς με του αστείου, της φτηνής ψυχοπαθολογίας με κάποια «σοβαρά» μηνύματα που κάνουν το φιλμ κάτι παραπάνω από ενδιαφέρον. Ειδική αναφορά πρέπει να γίνει και στον Κέβιν Κόστνερ, ο οποίος επιστρέφει σε φόρμα στον ρόλο του βασανισμένου αντι-ήρωα, δείχνοντας ικανός να ξεπεράσει τα συνεχή (με εξαίρεση το γουέστερν «Open Range») φιάσκα στην μετά-«Υδάτινος Κόσμος» περίοδο της καριέρας του. Είναι και αυτό το φινάλε- κλείσιμο του ματιού στα θρίλερ του Μπράιαν Ντε Πάλμα ( «Κάρι», «Προετοιμασία Για Έγκλημα»), σαν κερασάκι στην τούρτα, που εκπλήσσει ευχάριστα...
ΝΩΝΤΑΣ ΜΕΡΜΙΓΚΗΣ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Bordertown
Η Τζένιφερ Λόπεζ πρωταγωνιστεί στη νέα ταινία του Μεξικανού σκηνοθέτη Γκρέγκορι Νάβα, η οποία είναι ένα δραματικό θρίλερ βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα - τις εξαφανίσεις, βιασμούς και φόνους εκατοντάδων γυναικών σε μια συνοριακή πόλη του Μεξικού.
Ατυχώς, ούτε το δυνατό θέμα μεταφράζεται σε ένα αντίστοιχα δυνατό σενάριο, ούτε ο συμπατριώτης της σκηνοθέτης βρίσκει τις κατάλληλες ισορροπίες ή καταφέρνει να υποστηρίξει επαρκώς το μέτριο ερμηνευτικό ταλέντο της Λόπεζ. Η συμπρωταγωνιστική παρουσία του Αντόνιο Μπαντέρας, τέλος, μετά από όλα αυτά μάλλον δεν θα βοηθήσει την ταινία παρά σε ένα γρήγορο πέρασμα από τις θερινές αίθουσες πριν καταλήξει οριστικά στην αγορά του βίντεο...
ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΕΛΗΟΛΑΝΗΣ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Eduart
Ο Εντουαρτ υπάρχει. Είναι αληθινό πρόσωπο. Η πρώτη επιτυχία της Αγγελικής Αντωνίου είναι ότι, αρχικά, αυτό δεν μας ενδιαφέρει καθόλου.
Δεν ψάχνουμε τη δραματουργία «εκεί έξω», δεν τσιτώνει η συνείδηση και δεν διεγείρεται η συγκίνηση γιατί «πρόκειται για αληθινή ιστορία», αλλά γιατί η σκηνοθέτις έχει την ικανότητα, το βλέμμα και την πρόθεση να σκιαγραφήσει έναν αντιήρωα που θα ακολουθούσαμε οικειοθελώς στον εφιάλτη του. Ακόμα κι αν αυτός δεν ήταν ο εφιάλτης της χώρας μας - μιας Ελλάδας που αποτυπώνεται «ποσοτικά» ελάχιστα, αλλά αντικατοπτρίζεται ευκρινέστατα στον φιλμικό καθρέφτη μίας Ευρώπης που αιμορραγεί. Αιμορραγεί από όνειρα ανθρώπων που δεν έχουν δικαίωμα να ονειρεύονται - ή, τουλάχιστον, με αυτή την κοινωνικοπολιτική στάμπα παίρνουν τη βίζα στη χώρα μας.
Κι εδώ έρχεται η ανατροπή: ο Εντουαρτ δεν είναι ο τυπικός μετανάστης-θύμα των περιστάσεων. Δεν καλούμαστε να συμπονέσουμε έναν αδικημένο. Ούτε συμπορευόμαστε με έναν συμπαθή, γοητευτικό ήρωα του περιθωρίου στο ταξίδι του προς την κάθαρση. Ο Εντουαρτ είναι ένοχος. Υπήρξε πάντα αριβίστας, κλεφτράκος, απατεωνίσκος. Ενα κακομαθημένο αγρίμι που κουβαλάει όμως στο βλέμμα του το νεύρο, την αθωότητα και τη βαθιά πίστη ότι όποια στιγμή θελήσει, μπορεί να αλλάξει. Να ανοίξει τα φτερά του, να μετατρέψει τον «θόρυβο» που συνοδεύει τη ρετσινιά του «ταραξία» σε μουσική- το μεγάλο του όνειρο.
Η Αντωνίου μας παρασύρει στην πορεία του ντοστογιεφσκικού ήρωα προς την προσωπική λύτρωση, εξισορροπώντας ανάμεσα σε αυτές τις αντιφάσεις, οι οποίες όμως κάνουν τον πρωταγωνιστή της άνθρωπο και όχι κινηματογραφικό σχήμα. Οι εικόνες της έχουν δράση, ενέργεια, ειλικρίνεια, αλλά κι έναν παλιομοδίτικο ρομαντισμό στους συμβολισμούς τους (το ποτάμι δίπλα στο πατρικό στην Αλβανία, όπου τα αδέλφια κάνουν όνειρα). Χωρίς να αποφεύγονται εντελώς τα κλισέ (το κομμάτι της ταινίας στις αλβανικές φυλακές ίσως να είναι το πιο τετριμμένο από όλα), ο ρεαλισμός των πλάνων και των συναισθημάτων σώζει την ταινία. Πάνω από όλα, όμως, τη σώζει το μητρικό σχεδόν ενδιαφέρον της δημιουργού: αδέκαστη, αλλά και τρυφερή η ανάσα της, σαν τον λύκο που έρχεται να ξυπνήσει τον ημιθανή Εντουαρτ από την απόγνωση. Και αν δεν μπορεί να του προσφέρει την ευτυχία, του δίνει τουλάχιστον τη γαλήνη.
ΠΟΛΥ ΛΥΚΟΥΡΓΟΥ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
SherryBaby
Η Σέρι είναι γνωστή κινηματογραφική ηρωίδα. Στα 25 της χρόνια πρέπει να βρει τους τρόπους να ενταχθεί ξανά σε μία κοινωνία στην οποία εξαρχής δεν ανήκε. Παλεύοντας για το σωστό, καταλήγει να κάνει μόνο το λάθος, κινδυνεύοντας να χάσει την επιμέλεια του παιδιού της.
Η Σέρι είναι γνωστή κινηματογραφική ηρωίδα. Είναι παρορμητική, αυθόρμητη και ταυτόχρονα εύθραυστη, ανασφαλής και οτιδήποτε άλλο απ ό,τι θα περίμενε μία παραδοσιακή κοινωνία από μία μητέρα. Μία γνήσια outsider, καταδικασμένη να πείθει συνεχώς για τις επιλογές της.
Η Σέρι είναι γνωστή κινηματογραφική ηρωίδα. Και το φιλμ της νεαρής Κόλιερ δεν προσθέτει τίποτα περισσότερο στο πορτρέτο που χρόνια τώρα σκιαγραφεί ο ανεξάρτητος αμερικανικός κινηματογράφος, στρέφοντας το βλέμμα του στους «διαφορετικούς» ήρωες μίας άλλης Αμερικής. Με μία, ωστόσο, καθοριστική διαφορά που ακούει στο όνομα Μάγκι Τζίλενχαλ.
Στον δεύτερο μεγάλο ρόλο της καριέρας της (μετά τη «Γραμματέα»), η Τζίλενχαλ επιλέγει να υποδυθεί τη Σέρι χωρίς να ποντάρει στη μία «οσκαρική» σκηνή. Με μία συνέπεια που ανατριχιάζει, την ακολουθεί στην προσωπική της διαδρομή κάθαρσης, χαρίζοντάς της την αξιοπρέπεια που όλοι θα ήθελαν της αφαιρέσουν. Μετατρέποντάς την από μία απλά γνωστή κινηματογραφική ηρωίδα σε μία σταρ της καθημερινότητας και στον σημαντικότερο λόγο για να πιστέψεις πως οτιδήποτε κάνει είναι απλά η προσπάθειά της να ενηλικιωθεί.
ΜΑΝΩΛΗΣ ΚΡΑΝΑΚΗΣ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Bobby
Ενα βράδυ ο Εμίλιο Εστεβέζ ονειρεύτηκε τον τρόπο να χαρίσει στην πενιχρή σκηνοθετική του καριέρα την αξιοπρέπεια που θεωρούσε ότι της άξιζε, επιχειρώντας να γυρίσει τη μεγάλη αμερικανική ταινία της χρονιάς.
Το πρωί ξύπνησε, τηλεφώνησε σε καμιά εικοσαριά φίλους και έκπτωτους σταρ του Χόλιγουντ. Σκαρφίστηκε μια ιστορία - άλλοθι, που να δίνει στο φιλμ το απαραίτητο βάρος, και τους έπεισε να συμμετάσχουν σε ένα μίνι έπος που θα προσπαθούσε να αντιγράψει τα πολυφωνικά μωσαϊκά του Ρόμπερτ Αλτμαν. Κρίμα μοναχά που το αποτέλεσμα μοιάζει με μακροσκελές επεισόδιο του «Πλοίου Της Αγάπης» (αν υποθέταμε ότι έριχνε για λίγο άγκυρα στη στεριά) ή με ετεροχρονισμένη ταινία καταστροφής του 70 (με τη διαφορά ότι το πληθωρικό καστ δεν βρίσκεται εδώ εγκλωβισμένο στον «Πύργο Της Κολάσεως», αλλά σε ένα πολυτελές ξενοδοχείο).
Δεν είναι, εντούτοις, το κουραστικό πηγαινέλα τόσων επωνύμων που κάνει την ταινία να μοιάζει, στα δικά μου τουλάχιστον μάτια, σχεδόν αφόρητη. Είναι το βουνό από κοινοτοπίες κάτω από το οποίο βρίσκεται θαμμένη. Οι πάμφτωχες υποπλοκές που κωλυσιεργούν μέχρι την κορύφωση του φινάλε. Οι ψευτο-υποψιασμένοι διάλογοι που ξεστομίζονται με πομπώδες ύφος. Οι φαιδρές συνδιαλλαγές μεταξύ των χαρακτήρων, που κινούνται ανάμεσα στο υποφερτό (το επεισόδιο του Κρίστιαν Σλέιτερ με τους αλλοδαπούς υπαλλήλους του) και το απλώς ανυπόφορο (ο Αστον Κούτσερ που ταϊζει LSD δυο νεαρούς υπό τους ήχους του -έλεος- «White Rabbit» των Jefferson Αirplane).
Ασφαλώς και οι προθέσεις του Εστεβέζ είναι σεβαστές. Ασφαλώς και ο άνθρωπος ξέρει πώς να οργανώνει ένα πλάνο της προκοπής ή να δίνει σωστές οδηγίες στους άφθονους ηθοποιούς του. Υπάρχει όμως κάτι ενοχλητικά γεροντικό και στημένο σε αυτό το δευτεροκλασάτο δράμα, που προσπαθεί να υποστηρίξει ένα ισχνό πρόσχημα πλοκής με ένα συνεχές επισκεπτήριο διασημοτήτων και μια υποψία μηνύματος. Σε επίπεδο σύλληψης και σοβαροφάνειας, το «Βobby» ίσως να είναι και το φετινό «Crash»: ένα δασκαλίστικο σινεμά συνταγής που μυρίζει ναφθαλίνη και λαχτάρα για Οσκαρ.
ΛΟΥΚΑΣ ΚΑΤΣΙΚΑΣ
Οι ευγενείς προθέσεις δεν διασώζουν ένα φιλμ που μοιάζει με ατέλειωτη πασαρέλα διασήμων και είναι διαποτισμένο από έναν παιδιάστικο φιλελευθερισμό.
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Η Πολίν Στην Παραλία
Στα 94 λεπτά που γεφυρώνουν τα δύο πανομοιότυπα (;) πλάνα της τρίτης ταινίας στη σειρά «Κωμωδίες Και Παροιμίες» του Ρομέρ (είχαν προηγηθεί η «Γυναίκα Του Αεροπόρου» και «Ο Τέλειος Γάμος»), κάτι θα έχει συμβεί κάτω από το άγρυπνο βλέμμα του ήλιου, κάτι σαν δολοφονία από περίστροφο με σιγαστήρα. Μην αισθανθείτε ενοχές, θα ήταν αδύνατο να ακούσετε την εκπυρσοκρότηση εν μέσω της τυπικά «ρομερικής» λογοδιάρροιας που εξασκούν άψογα οι ξαναμμένοι παραθεριστές - πρωταγωνιστές.
Και η Πολίν; Ποια είναι η θέση μιας 16χρονης σε έναν αστικό θίασο ακούσια μεταμορφωμένο σε θέαμα της Commedia dell Arte; Μα πρόκειται για το θύμα του εγκλήματος, θα απαντούσε ο Ρομέρ, απαράμιλλα ευαίσθητος ηθικολόγος και βασανιστικά οξυδερκής ανατόμος της ανθρώπινης μικρότητας - εάν τουλάχιστον το γαλλικό τακτ τού επέτρεπε να ομολογήσει απερίφραστα ότι υπήρξε έγκλημα. Στο δικό του σύμπαν των αφηγηματικών ημιτονίων, προτιμά να εγκλωβίσει τον θάνατο της αθωότητας μεταξύ βελούδινων ψευδών φθινοπωρινής νυκτός και δύο φαινομενικά όμοιων πλάνων. Που τελικά δεν είναι πανομοιότυπα, ακόμα κι αν τη σταγόνα αίματος που πρόλαβε να στάξει δεν την βλέπει ούτε ο ήλιος.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΑΜΑΡΑΣ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Μια Υπέροχη Μέρα
Ο Μάλεκ προσπαθεί μάταια να επανασυνδεθεί με την κοπέλα του. Η μητέρα του Κλόντια πασχίζει να ξεπεράσει την απαγωγή του συζύγου της: το γεγονός ότι συνέβη 15 χρόνια πριν δεν την εμποδίζει να ελπίζει ότι εκείνος μπορεί ακόμη να επιστρέψει. Περισσότερο νεκροί παρά ζωντανοί, εκείνη ξαγρυπνά κλεισμένη στο σπίτι, ενώ εκείνος υποφέρει από ναρκοληψία. Η περίπτωση τους, ωστόσο, δεν είναι μοναδική. Κατά τη διάρκεια του πολέμου του Λιβάνου, 17.000 άνθρωποι εξαφανίστηκαν, με αποτέλεσμα ένα ολόκληρο έθνος να υποφέρει μαζικά ανήμπορο να προχωρήσει.
Η ταινία μεταδίδει αυτό το αβάσταχτα μουδιασμένο συναίσθημα, σκιαγραφώντας ελλειπτικά το μεταβατικό πορτρέτο της σύγχρονης Βηρυτού. Μιας πόλης που, όπως οι δύο ήρωες αρνούνται πεισματικά να αποτινάξουν από πάνω τους το παρελθόν, όσο κι αν αυτό μοιάζει να έχει περάσει ανεπιστρεπτί, αιωρείται αβέβαια ανάμεσα στη σύγχρονη πραγματικότητα και την παράδοση. Στην προσπάθειά τους αυτή οι δύο σκηνοθέτες κατασκευάζουν μια ακατανίκητα υπνωτική ατμόσφαιρα καθ’ όλα λειτουργική από κινηματογραφική άποψη, η οποία, ωστόσο, απειλεί διαρκώς να βυθίσει τον θεατή στην ίδια ληθαργική κατάσταση που κυριεύει τον πρωταγωνιστή. Ακόμη κι αν αυτός είναι ο στόχος τους, ο κίνδυνος να χάσει το κοινό κάθε επαφή με την ταινία παραμένει ιδιαίτερα υψηλό.
ΘΑΝΑΣΗΣ ΠΑΤΣΑΒΟΣ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Σκηνές Από Ένα Γάμο
Από τις στιγμές της μακαριότητας μέχρι τον χωρισμό και από κει στο ξανασμίξιμο, ο Μπέργκμαν βουτάει στα χίλια κύματα της σχέσης ενός παντρεμένου ζευγαριού.
Η Μαριάνε και ο Γιόχαν: δυο καλοκουρδισμένα όργανα, ρυθμισμένα να παίζουν τη μελωδία της σοσιαλδημοκρατικής οικογενειακής ευτυχίας. Μια γαμήλια ζωή στιλβωμένη και αφυδατωμένη, προορισμένη να αποδοθεί υπό τη μορφή αμήχανων απαντήσεων σε ερωτηματολόγιο. Και ο Ινγκμαρ Μπέργκμαν, ο μέγας Σουηδός υπαρξιστής που έζησε την περιπέτεια του γάμου ως άλλος Σίσυφος (πέντε γάμοι, συν τη θυελλώδη σχέση με τη Λιβ Ούλμαν), μετουσίωσε το απόσταγμα της εμπειρίας του στην αδιαμφισβήτητη κορωνίδα μιας κλειστής φιλμικής κάστας, που απαρτίζεται από αριστουργήματα όπως η αντονιονική «Νύχτα», τα «Πρόσωπα» του Κασαβέτη ή το λυσσαλέο «Ποιος Φοβάται Την Βιρτζίνια Γουλφ;».
Ο Γιόχαν και η Μαριάνε: από τη μια στιγμή στην άλλη μεταμορφώνονται σε δυο αλληλοσπαρασσόμενα θηρία. Που διοχετεύουν τη βία τους σε ατέρμονους διαλόγους, ενσαρκώνοντας ανατριχιαστικά τη ρήση του Στρίντμπεργκ «δεν ξέρω τίποτα πιο φρικτό από έναν άνδρα και μια γυναίκα που αλληλομισιούνται». Πράγματι, με θαυμαστή σκηνοθετική μεθοδικότητα και αλλεπάλληλες ερμηνευτικές υπερβάσεις, οι «Σκηνές Από Εναν Γάμο» σύντομα εκπέμπουν την υπόκωφη φρίκη ενός υπαρξιακού θρίλερ, το οποίο αρνείται να σε καθησυχάσει ακόμα και όταν οι πρωταγωνιστές ανακουφίζουν την αγωνία τους σε μια αγκαλιά - ούτως ή άλλως, εκεί έξω παραμονεύει η ανυπαρξία νοήματος που πάντα ταλάνιζε τον Μπέργκμαν. Τουλάχιστον της έδωσε ένα κάποιο όνομα: Σιωπή.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΑΜΑΡΑΣ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Υστερόγραφο Μιας Σχέσης
Τι είναι αυτό που απομένει και κρατά δυο ανθρώπους κοντά μετά από σαράντα πέντε χρόνια έρωτα και κοινής συμβίωσης; Δεν είναι ο σαρκικός πόθος που μοιραία φθίνει. Ούτε η αρχική χημεία που αναπόφευκτα έχει υποχωρήσει. Είναι οι μνήμες που μοιράζονται οι δυο αυτοί άνθρωποι από κοινού. Το ίδιο παρελθόν, τα ίδια βιώματα, οι ίδιες αναφορές από τις οποίες αποκτά περισσότερο νόημα το παρόν τους. Τι γίνεται όμως όταν κάποια μέρα όλα αυτά σβηστούν απότομα; Οταν μια αρρώστια αρχίζει και επιδρά ανεπανόρθωτα στην αχανή δεξαμενή του μυαλού που φυλά μέσα της τη μνήμη; Τι συμβαίνει όταν ένας άνθρωπος απολέσει το παρελθόν του και όλα τα γνωρίσματα που τον χαρακτήρισαν; Σημαίνει ότι παύει να υπάρχει; Τι συμβαίνει όταν αδυνατεί να αναγνωρίσει πλέον το πρόσωπο του συντρόφου του; Σημαίνει ότι εκείνος δεν υπήρξε ποτέ;
Στο ανέλπιστα καλό σκηνοθετικό ντεμπούτο της Σάρα Πόλεϊ, τα παραπάνω ερωτήματα έρχονται να γίνουν μικροί κόμποι στο λαιμό. Βασισμένη στην ιστορία «Τhe Bear Came Over The Μountain» της συγγραφέως Αλισον Μουνρό, η 28χρονη ηθοποιός δεν ξεκίνησε να κάνει άλλο ένα τυπικό ιατρικό δράμα, χτισμένο γύρω από την πραγματικότητα μιας ανίατης ασθένειας. Η νόσος του Αλτσχάιμερ είναι μόνο η αφορμή για ένα ευρύτερο σκεπτικό πάνω στις μυστήριες λειτουργίες του εγκεφάλου. Ακόμη περισσότερο, η ταινία γίνεται μια πανέμορφη σπουδή επάνω στην επιμονή και την καρτερικότητα της ανθρώπινης αγάπης, όπως εκδηλώνεται εδώ ανάμεσα σε μια γυναίκα, που μέρα με τη μέρα χάνεται, και σε έναν άντρα που υπομένει στωικά τη σταδιακή εξαφάνισή της. Επειδή δεν μπορεί να την εμποδίσει...
Παρά τη δικαιολογημένη απειρία της πίσω από την κάμερα, η Πόλεϊ επιδεικνύει αξιέπαινη εγκράτεια ως σκηνοθέτις. Ο συναισθηματικός χείμαρρος πίσω από τη μελαγχολική ιστορία που βάλθηκε να διηγηθεί δεν την παρασύρει στιγμή. Η συγκινησιακή φόρτιση πηγάζει αβίαστη. Τα πάντα υπόκεινται σε ένα αίσθημα ήρεμης θλίψης, όμοιο με αυτό που επιδεικνύει η (υπέροχη) Τζούλι Κρίστι, καθώς συνειδητοποιεί ολοένα και εντονότερα ότι το μυαλό της την εγκαταλείπει. Κι είναι αυτό ακριβώς το αίσθημα που σου ραγίζει ήσυχα την καρδιά, σε τούτο το χαμηλόφωνα οδυνηρό και ευγενές φιλμ.
ΛΟΥΚΑΣ ΚΑΤΣΙΚΑΣ
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ
Ο Γατοπαρδος
Ενας Ιταλός πρίγκιπας του 19ου αιώνα πλησιάζει στος τέλος της ζωής του και ταυτόχρονα στο τέλος της παντοδυναμίας του... Βιώνει τις αλλαγές των καιρών και τη μετάβαση σε μία εποχή όπου οι τίτλοι ευγενείας μάλλον δεν καθορίζουν και την τύχη των υπόλοιπων κοινών θνητών... Ο ίδιος κανονίζει το γάμο του αγαπημένου και νεαρού ανιψιού του με την κόρη ενός πλούσιου εμπόρου. Ο νεαρός θα βρει την ευκαιρία να μεταμορφωθεί, από ένας ιδεαλιστής μαχητής σε επαναστάτη και σύμβολο μία νέα τάξης ιδεαλιστών.
Η αριστουργηματική ταινία του Λουκίνο Βισκόντι, αγέραστη και αξεπέραστη επανέρχεται στη μεγάλη οθόνη. Ενα δυναμικό σχόλιο για την πάλη των τάξεων, την πολιτική και τον πόλεμο, σκηνοθετημένη με μεγάλη μαεστρία από έναν αριστοκράτη μαρξιστή δημιουργό.