Η πιο σημαντική και ουσιαστική ευθύνη που αναλαμβάνει ένα άτομο κατά τη διάρκεια της ζωής του είναι η ευθύνη για το μεγάλωμα, για την ανατροφή και διαπαιδαγώγηση του παιδιού/των παιδιών του, με άλλα λόγια η ευθύνη για τη σωστή άσκηση του γονικού του ρόλου. Η γονική ευθύνη προηγείται αυτονόητα άλλων ειδών ευθύνης –κυρίως επαγγελματικής μορφής- διότι πρόκειται για μία μοναδική δέσμευση όσον αφορά τις ζωές άλλων ανθρώπων, καθώς και για μία άρρητη δέσμευση ως προς το κοινωνικό σύνολο, το οποίο θεωρεί την ευθύνη αυτή αδιαπραγμάτευτη.
Πώς όμως θα μπορούσε κανείς να προσδιορίσει τον όρο «γονέας»; Σύμφωνα με τους ευρέως γνωστούς ορισμούς, «γονέας» θεωρείται το άτομο που αποκτά, γεννάει παιδιά ή γίνεται νόμιμα μητέρα ή πατέρας κάποιου παιδιού μέσα από το θεσμό της υιοθεσίας. Εάν ο φυσικός πυρήνας της οικογένειας θεωρείται το βασικό οικοδόμημα της κοινωνίας, τότε οι γονείς πρέπει να αναγνωρίζονται ως οι πρώτοι παιδαγωγοί των παιδιών, παιδαγωγοί μοναδικοί και αναντικατάστατοι, ιδιαίτερα αν λάβουμε υπόψη το γεγονός ότι τα πρώτα τρία ως πέντε χρόνια της ζωής -κατά τα οποία οι γονείς είναι σχεδόν οι αποκλειστικοί παιδαγωγοί των παιδιών τους- διαμορφώνεται σε ένα μεγάλο βαθμό η προσωπικότητα του νέου ανθρώπου (Χουρδάκη, 2000).
Η σημαντικότατη συμβολή των γονέων στην ανάπτυξη των παιδιών τους συνοψίζεται σε γενικές γραμμές ως εξής:
- Η φυσική οικειότητα της σχέσης γονέα-παιδιού ευνοεί την ανάπτυξη της προσωπικότητας του παιδιού. Με τον όρο «προσωπικότητα» εννοούμε τη μοναδικότητα και τον ξεχωριστό προσωπικό τύπο του κάθε παιδιού, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του και την αίσθηση της αυτοαξίας και της αξιοπρέπειας του εαυτού (μία διάσταση που καλλιεργείται με ιδανικό τρόπο κατά τη βρεφική και την πρώτη παιδική ηλικία, για να εκδιπλωθεί πλήρως στα επόμενα αναπτυξιακά στάδια).
- Οι γονείς είναι οι πρώτοι που εισάγουν το παιδί στην κοινωνία των ανθρώπων, που βοηθούν στην κοινωνικοποίησή του και μεταδίδουν τον τρόπο της συμβίωσης με τους άλλους.
- Οι γονείς είναι με τα λόγια και τις πράξεις τους οι πρώτοι και βασικοί υπεύθυνοι για τη συναισθηματική σταθερότητα του παιδιού, τη διαμόρφωση του χαρακτήρα του, την ηθικότητά του και την αισιοδοξία του για τη ζωή.
- Οι γονείς εισάγουν το παιδί στην έννοια των δικαιωμάτων και των ευθυνών, καθώς και του κοινού καλού, της κοινωνικής ανοχής και της διάστασης του πολίτη.
- Οι γονείς εισάγουν το παιδί στον κόσμο του πολιτισμού και των παραδόσεων.
- Μέσα από τη σχέση γονέα-παιδιού, η οποία βασίζεται στην αγάπη, οι γονείς αποδέχονται το παιδί ως μοναδικό και ανεπανάληπτο, αποδίδοντάς του τη μοναδική αξία που προέρχεται από αυτό που είναι, όχι από αυτό που μπορεί να δώσει. Αυτή η άνευ όρων αποδοχή έχει πάρα πολύ μεγάλη αξία για την αίσθηση αυτοαξίας του παιδιού (Μonagle, 1998).
Oι γονείς έχουν τρεις κύριους στόχους, όσον αφορά την ανατροφή των παιδιών τους:
α) Το στόχο της επιβίωσης: Βασικός στόχος των γονέων είναι η φροντίδα της υγείας και της ασφάλειας των παιδιών.
β) Τον οικονομικό στόχο: Την εξασφάλιση των παιδιών με την απόκτηση δεξιοτήτων και άλλων προσόντων, ώστε να μπορέσουν να εξελιχθούν σε οικονομικά παραγωγικούς ενήλικες.
γ) Τον πολιτιστικό στόχο: Την εξασφάλιση των παιδιών με βασικές πολιτισμικές αξίες της ομάδας στην οποία ανήκουν (Cole & Cole, 2001).
Παλαιότερα, επικρατούσε η άποψη ότι η συμπεριφορά του παιδιού συσχετίζεται αποκλειστικά με τη συμπεριφορά των γονέων και πιο συγκεκριμένα ότι αποτελεί άμεση συνέπειά της. Η «μονοκατευθυντική» αυτή άποψη που επικράτησε ως τη δεκαετία του ’60, σήμερα θεωρείται παρωχημένη. Μετά το 1960, δόθηκε ιδιαίτερη σημασία α) στον αμφίδρομο χαρακτήρα των σχέσεων των μελών μιας οικογένειας και υπογραμμίστηκε ότι οι συνεχείς αλληλεπιδράσεις που λαμβάνουν χώρα μέσα στα πλαίσιά της δεν μπορούν να διαχωριστούν σε εξαρτημένες και ανεξάρτητες και β) σε άλλους «περιφερειακούς» παράγοντες ενδο- ή εξω-προσωπικούς, που επιδρούν και επηρεάζουν αυτές τις σχέσεις (Καλαντζή, 1990).
Είναι γεγονός ότι και άλλοι παράγοντες είναι καθοριστικοί στη διαμόρφωση της συμπεριφοράς των παιδιών, όπως οι συνομήλικοι, οι άλλοι ενήλικοι, οι κληρονομικές καταβολές, ή τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Η Καλαντζή (1990), κάνοντας αναφορά στους Christensen, Phillips, Glasgow & Johnson (1983), αναφέρει ότι υπάρχει ένα πλέγμα παραγόντων γονικής συμπεριφοράς σε αλληλεπίδραση με τη συμπεριφορά του παιδιού. Οι πιο σημαντικοί από αυτούς τους παράγοντες είναι:
α) Η ψυχολογική κατάσταση των γονέων: Οι γονείς που παρουσιάζουν ψυχολογικής φύσης προβλήματα δυσκολεύονται να αντιληφθούν τα προβλήματα των παιδιών τους όπως είναι στην πραγματικότητα, με ρεαλιστικές διαστάσεις. Συνήθως αντιλαμβάνονται τα προβλήματα αυτά ως περισσότερο αρνητικά απ’ ό,τι είναι στην πραγματικότητα και αντιδρούν με τρόπο δυσανάλογο προς το πρόβλημα.
β) Η γονική αντίληψη της συμπεριφοράς του παιδιού: Με άλλα λόγια, πόσο υποκειμενική είναι η άποψη των γονέων για τη συμπεριφορά του παιδιού τους. Οι λόγοι της μη αντικειμενικής αντίληψης των γονέων είναι ποικίλοι: καταρχήν, υπάρχει άμεση συσχέτιση με την ψυχολογική κατάσταση των γονέων, με την ύπαρξη προβλημάτων μεταξύ των συζύγων, με τις προσδοκίες των γονέων, καθώς και με τη μειωμένη ανοχή τους ως προς ορισμένες συμπεριφορές των παιδιών.
γ) Η σχέση των γονέων ως ζευγάρι: Η σχέση των συζύγων παίζει σημαντικό ρόλο στη γονική τους επάρκεια. Οι γονείς που παρουσιάζουν συζυγικές δυσκολίες δυσκολεύονται να ασχοληθούν σωστά και να αντιμετωπίσουν έγκαιρα τις δυσκολίες των παιδιών τους και αναλώνουν λιγότερο χρόνο σε κοινές δραστηριότητες. Οι γονείς που αντιμετωπίζουν προβλήματα στη σχέση τους με το σύντροφό τους είναι λιγότερο «ψυχολογικά παρόντες» στη σχέση τους με το παιδί τους.
δ) Οι σχέσεις με τους άλλους: Οι σχέσεις, όπως διαμορφώνονται εκτός του πλαισίου της οικογένειας επηρεάζουν και τις μεταξύ των μελών σχέσεις εντός του πλαισίου. Οι λιγοστές κοινωνικές επαφές των γονέων (όταν η οικογένεια αποτελεί ένα κλειστό σύστημα), αλλά και οι αρνητικές εξωοικογενειακές εμπειρίες των γονέων συσχετίζονται με αρνητικές συμπεριφορές των παιδιών.
ε) Η συμπεριφορά του παιδιού: Ο πιο καθοριστικός παράγοντας για τη διαμόρφωση της συμπεριφοράς του γονέα είναι, σύμφωνα με αυτό το μοντέλο, η συμπεριφορά του παιδιού. Η γονική συμπεριφορά με τη σειρά της αποτελεί επίσης τον πιο καθοριστικό παράγοντα για τη διαμόρφωση της συμπεριφοράς του παιδιού. Πιο συγκεκριμένα, συνήθως οι γονείς που αντιμετωπίζουν έντονα προβλήματα συμπεριφοράς του παιδιού τους καταφεύγουν σε αρνητικές, μη ελεγχόμενες και μη δομημένες παρεμβάσεις.
Εκτός από τους παραπάνω παράγοντες, οι Christensen και συνεργάτες (1983) αναφέρουν επίσης: τις πηγές στρες (επαγγελματικές, οικογενειακές), την προσωπικότητα των γονέων, την ανεκτικότητά τους προς προβλήματα συμπεριφοράς, τις προσδοκίες των γονέων από το παιδί, την τωρινή ψυχολογική κατάσταση των γονέων, τα προβλήματα γάμου των γονέων και, τέλος, το μαθησιακό ιστορικό των γονέων.
Κάθε παιδί, ως ξεχωριστή οντότητα με ιδιαίτερα ατομικά χαρακτηριστικά, προκαλεί διαφορετικές αντιδράσεις στους γονείς του και αυτές οι αντιδράσεις παρέχουν τη βάση για ανατροφοδότηση στο παιδί, με άλλα λόγια, δημιουργείται ένα νέο ερέθισμα που επηρεάζει την περαιτέρω ατομική του ανάπτυξη. Οι δι-κατευθυντήριες αυτές σχέσεις παιδιού-γονέα μπορούν να οριστούν ως «κυκλικές λειτουργίες» (circular functions). Ο γονέας διαμορφώνει το παιδί, αλλά μέρος τού τι καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο ο γονέας το κάνει αυτό είναι το ίδιο το παιδί.
Η σχέση γονέα-παιδιού εντάσσεται σε κοινωνικά δίκτυα, τα οποία, με τη σειρά τους, εμπεριέχονται σε ακόμα μεγαλύτερα επίπεδα κοινωνικής, πολιτισμικής και ιστορικής οργάνωσης (Lerner, 1995).
Ωστόσο, οι γονείς διαδραματίζουν τον κεντρικότερο ρόλο στη διαμόρφωση της προσωπικότητας, των σκέψεων, των συναισθημάτων και της συμπεριφοράς των παιδιών και των εφήβων. Η γονικότητα είναι η κύρια λειτουργία της οικογένειας. Ιδιαίτερα κατά την προσχολική και τη σχολική περίοδο, οι γονείς αποτελούν αναμφίβολα το κέντρο του κόσμου των παιδιών, το πιο σημαντικό σημείο αναφοράς τους, το βασικό τους πρότυπο, ένα πρότυπο σαφώς εξιδανικευμένο, το οποίο με την πάροδο του χρόνου -και καθώς το παιδί ωριμάζει γνωστικά, συναισθηματικά και κοινωνικά– αποκτά όλο και περισσότερο «ανθρώπινες», ρεαλιστικές διαστάσεις, με αποκορύφωμα την εφηβεία, οπότε η «αποκαθήλωση» αυτού του εξιδανικευμένου προτύπου γίνεται συνήθως με απότομο, αιφνίδιο και ισοπεδωτικό τρόπο.
Τα παιδιά παρατηρούν, καταγράφουν και αναπαράγουν τη συμπεριφορά των γονέων, απλώς μιμούμενα στην αρχή αυτή τη συμπεριφορά, τις στάσεις που υιοθετούν σε κάθε περίπτωση κι αργότερα διυλίζουν τη συμπεριφορά τους, την κριτικάρουν, την αποδοκιμάζουν ή την επιδοκιμάζουν, στο σύνολό της ή μερικώς, παίρνοντας τα στοιχεία εκείνα που «τους ταιριάζουν» για να χτίσουν τη δική τους προσωπικότητα, για να δομήσουν το δικό τους προσωπικό αξιολογικό σύστημα.
Η γονικότητα είναι μία πολύπλοκη διαδικασία, η οποία περιλαμβάνει πολύ περισσότερα από μία μητέρα ή έναν πατέρα που παρέχουν τροφή, ασφάλεια και στοργή σε ένα παιδί. Η άσκηση του γονικού ρόλου προϋποθέτει δι-κατευθυντήριες σχέσεις μεταξύ μελών δύο (ή περισσότερων) γενεών και μπορεί να επεκταθεί μέσω όλων των κύριων μερών των σχετικών περιόδων ζωής αυτών των ομάδων. Επίσης μπορεί να έχει σχέση με όλους τους θεσμούς μέσα σε έναν πολιτισμό (εκπαιδευτικούς, οικονομικούς, πολιτικούς και κοινωνικούς) (Ford & Lerner, 1992).
Το άρθρο αποτελεί απόσπασμα από το «Επάγγελμα Γονέας. Ψυχολογικοί τύποι γονέων και συμπεριφορά παιδιών και εφήβων» της Βασιλικής Παππά (εκδ. Οκτώ, υπό έκδοση).
Αφήστε μια απάντηση